Τρίτη 3 Ιουνίου 2025

Τα μπλε γενέθλια (Απόστολου Δασκαλόπουλου)


          Θα ήθελα, να είσαι μπλε, σαν του ουρανού το χρώμα

Να σε κοιτώ, όταν φιλώ, τα πόδια σου στο χώμα

Να χάνομαι όταν πετώ, στο απέραντο γαλάζιο
Γιατί έτσι αισθάνομαι, σφιχτά σαν σ' αγκαλιάζω
Να μοιάζει, σαν να το'σκασε φιγούρα του Picasso
Κι ας είναι το δικό σου μπλε, περισσότερο γαλάζιο
Κι αν συννεφιάζει αγάπη μου, καθόλου δεν πειράζει
Απλώς το ουράνιο χρώμα σου, λίγο θα ξεθωριάζει
Προέλευση εξωτική, σαν αφρικάνικο κρίνο
Να σε μυρίζω να σωθώ, σαν σε κοιτώ και σβήνω
Να είναι η υφή σου απαλή, σαν το πουκάμισσό μου
Να σε φορώ επάνω μου, να σ' έχω φυλαχτό μου 

Πάπισσα Ιωάννα (Εμμανουήλ Ροΐδη – 1866)

Δημοσιεύτηκε την ίδια χρονιά με το "Έγκλημα και Τιμωρία" του Ντοστογιέφσκι και τον "Μπραντ" του Ίψεν. Είναι ένα από τα λίγα νεοελληνικά βιβλία που έγιναν δεκτά στην Ευρώπη του ΧΙΧ αι. και το μόνο ελληνικό μυθιστόρημα του ίδιου αιώνα που είχε διεθνή απήχηση. Μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, μεταξύ των οποίων γαλλικά, γερμανικά, αγγλικά και ρωσικά. Κατατασσόμενο ως ένα από τα λίγα σατυρικά αριστουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, παρέκκλινε σημαντικά από τις συμβάσεις της μυθοπλασίας της εποχής. Με την έκδοσή του, το έργο προκάλεσε συζήτηση στον αθηναϊκό τύπο και άμεση διαμάχη στους θρησκευτικούς κύκλους. Αυτή η αντίδραση αναμφίβολα βοήθησε στην εδραίωση της διαρκούς φήμης του μυθιστορήματος. Η διαμάχη επικεντρώθηκε στην άσεμνη γλώσσα, τις ερωτικές σκηνές και τα κριτικά σχόλια του Ροΐδη για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Το ζήτημα τελικά εισήχθη στην Ιερά Σύνοδο, η οποία χαρακτήρισε το μυθιστόρημα ως βλάσφημο. Ο Ροΐδης απάντησε στην κριτική της Εκκλησίας αρχικά με σατιρικά σχόλια για τον τύπο, ακολουθούμενα - σε πιο σοβαρό τόνο - από το έργο "Λίγα λόγια σε απάντηση στην αφοριστική εγκύκλιο της Συνόδου". Ο Ροΐδης δήλωσε ειρωνικά ότι η διαμάχη αύξησε τη δημοτικότητα του, διαφορετικά θα ήταν γνωστό μόνο σε έναν στενό κύκλο μελετητών. 

Στην καθαυτό αφήγηση, ακριβώς όπως είχε προαναγγείλει στον πρόλογο, παρουσιάζει μία άκρως αρνητική εικόνα του δυτικού κυρίως, αλλά και του ελληνικού μεσαίωνα, καθώς και της σύγχρονης εκκλησιαστικής ζωής. Ένα στοιχείο στο οποίο επιμένει ιδιαίτερα είναι η ερωτική δραστηριότητα των μοναχών: ο πατέρας της Ιωάννας ήταν μοναχός που γνώρισε τη μητέρα της, όταν του την πρόσφερε ένας υπηρέτης με αντάλλαγμα το δόντι ενός Αγίου, η Ιωάννα ακολούθησε την μοναστική ζωή επειδή στον ύπνο της εμφανίστηκε μία Αγία που της εκθείασε τα αγαθά της ζωής στο μοναστήρ,ι λέγοντας ότι οι μοναχές απολαμβάνουν τις επισκέψεις εραστών και πολυτελή ζωή, ενώ διαδίδουν ότι περνούν τη ζωή τους με προσευχές και στερήσεις. Επιπλέον ο Ροΐδης παρουσιάζει τους καθολικούς ιερείς ως αγράμματους, πρόθυμους να παραβιάσουν τη νηστεία βαφτίζοντας ψάρι το κρέας και τους ανώτερους κληρικούς ενδιαφερόμενους μόνο για ραδιουργίες, υλικές απολαύσεις και απόκτηση δόξας και χρημάτων. Στο κεφάλαιο όπου αφηγείται την παραμονή της Ιωάννας στην Αθήνα ο Ροΐδης αναφέρεται εκτενώς στην Ορθόδοξη Εκκλησία και με πολλές αφορμές παρουσιάζει και τους ορθόδοξους ιερείς ενδιαφερόμενους μόνο για τα επίγεια αγαθά, επιρρεπείς στην παραβίαση της νηστείας και στις ερωτικές προσφορές της Ιωάννας, κυρίως όμως κατηγορεί την Ορθόδοξη Εκκλησία για τυπολατρία και συντηρητισμό καθώς και για χαρακτηριστικά που κατά τη γνώμη του απομακρύνουν τους πιστούς από την άσκηση της λατρείας, όπως η μεγάλη διάρκεια της λειτουργίας και η αισθητική των αγιογραφιών και της βυζαντινής ψαλμωδίας (την οποία ονομάζει «ρινοφωνία»). «Ὁ χριστιανισμός κατέπνιξε τὴν εἰδωλολατρείαν καὶ ἐν τούτοις τὸ ἄκακον τοῦτο θῦμα κατέστησε τὸν φονέα του γενικὸν κληρονόμον, κληροδοτῆσαν αὐτῷ τοὺς ναούς, τὰς τελετάς, τὰς θυσίας, τοὺς μάντεις, τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς ὀνειροκρίτας. Ταῦτα πάντα παραλαβόντες οἱ χριστιανοὶ μετεσχημάτισαν ὁπωσοῦν πρὸς χρῆσίν των, ὡς οἱ λογοκλόποι τὰς ξένας ἰδέας, ὀνομάσαντες ἐκκλησίας τοὺς ναούς, τοὺς βωμοὺς θυσιαστήρια, τὰς πομπὰς λιτανείας καὶ τοὺς θεοὺς Ἁγίους. Ἅγ. Νικόλαον τὸν Ποσειδῶνα, τὸν Πᾶνα  Ἅγ. Δημήτριον καὶ Ἀπόλλωνα τὸν Ἅγ. Ἠλίαν, ἀλλ’ εἰς τούτους προσήρτησαν οἱ ἱερεῖς, ἵνα τοὺς καταστήσωσι σεβαστοτέρους, καὶ μακρὰν γενειάδα, ὡς αἱ προαγωγοὶ τῆς Ρώμης ξανθὴν φενάκην εἰς τὰς ὑποτρόφους των, ἵνα ἑλκύωσι πλείονας πελάτας». 

Ο συγγραφέας, δημοσιογράφος στο επάγγελμα έγραφε σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά, και μεταξύ 1875 και 1885 εξέδωσε τη δική του σατιρική εφημερίδα «Ασμοδαίος», μαζί με τον φίλο του και γελοιογράφο Θέμο Άννινο. Μετέφρασε πρώτος στα ελληνικά μυθιστορήματα του Ε.Α.Πόε. Υπογράφοντας τα άρθρα του με διάφορα ψευδώνυμα, σχολίαζε τη δημόσια και πολιτική ζωή της Ελλάδας και συχνά τάχθηκε υπέρ της πολιτικής του Χαρίλαου Τρικούπη. Το 1877 με το άρθρο του «Περί Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης», ενεπλάκη σε δημόσια διαμάχη με τον πολιτικό και συγγραφέα Άγγελο Βλάχο, σχετικά με τις επιρροές και τον χαρακτήρα της σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Ο Ροΐδης ήταν κριτικός απέναντι στον ρομαντισμό στη λογοτεχνία και την ποίηση, και συχνά καυστικός και σαρκαστικός προς τους ρομαντικούς της εποχής του. Δημοσίευσε μια σειρά δοκιμίων, όπου υποστήριζε τη χρήση της δημοτικής γλώσσας, παρόλο που ο ίδιος έγραφε στη καθαρεύουσας. Θεωρούσε την καθομιλουμένη ισάξια με την καθαρεύουσα, σε πλούτο, ακρίβεια και σαφήνεια και υποστήριζε τη συγχώνευση των δύο σε μία γλώσσα, ώστε να αποφευχθεί η διγλωσσία της εποχής. Το 1878 διορίστηκε διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, όπου εργάστηκε κατά τη διάρκεια των κυβερνήσεων Τρικούπη, και απολύθηκε από τις κυβερνήσεις Δεληγιάννη. Έχει πει το γνωστό απόφθεγμα: «Κάθε τόπος υποφέρει από κάτι, η Αγγλία από την ομίχλη, η Ρουμανία από τις ακρίδες, η Αίγυπτος από τις οφθαλμικές ασθένειες και η Ελλάδα από τους Έλληνες». Μετά τον θάνατό του, όπως δήλωσε ο ανιψιός και βιογράφος του, ο ίδιος ο Ροΐδης στην πραγματικότητα δεν αφορίστηκε ποτέ, συνέχισε να ακολουθεί τις θρησκευτικές πρακτικές και έλαβε την τυπική ορθόδοξη ταφή.

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2025

Προτάσεις ανάγνωσης (234-245) δημοσιευμένων έργων απο το 1901 έως το 1905

"Κάθε έργο πνευματικής δημιουργίας, ανεξάρτητα από το σύστημα μέσα στο οποίο εμπνέεται και γεννιέται, για να αναγνωριστεί από εχθρούς και φίλους θα πρέπει να λειτουργήσει σαν ένα μικρό μεν, αλλά υπερκινητικό και ανήσυχο «διαβολάκι» που δημιουργεί εντάσεις, διαφωνίες, ακόμη και δραματικές ή κωμικές καταστάσεις. Μερικά από αυτά τα μπορεί να δημιουργήσουν ολόκληρες τάσεις ή μόδες και από «διαβολάκια» να μετατραπούν σε «δημιουργικούς δαίμονες» που θα ανακατέψουν τα πάντα στη τέχνη, στη κοινωνία ακόμη και στην οικονομία και πολιτική"

234.  Οι τρεις αδελφές (Αντόν Τσέχοφ - 1901) Τετράπρακτο θεατρικό δράμα που διαδραματίζεται σε μια επαρχιακή πόλη και αφορά στην διάψευση των ελπίδων και των επιθυμιών των προσώπων και ιδιαίτερα των τριών αδελφών - Όλγας 28 χρονών, Μάσσας 23 και Ιρίνας 20 - από την καθημερινότητα και το βάρος της ζωής. Τη δεκαετία του 1930, δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στις κοινωνιολογικές ερμηνείες των έργων του Τσέχοφ, παρά τις επιθυμίες του ίδιου του συγγραφέα να ανεβαίνουν ως κωμωδίες και όχι «λυρικά έργα» (αυτό τον ορισμό τους έδωσε ο Α. Μ. Γκόρκι εκείνη την εποχή). Αλλά αυτά τα πειράματα, όπως σημείωσε η Ν. Ντμιτρίβα, σύντομα έδειξαν ότι η δραματουργία του Τσέχοφ δεν μπορεί να ανοιχτεί με κοινωνιολογικό κλειδί: τέτοιες παραγωγές δεν ήταν επιτυχημένες και δεν πρόσθεσαν στη φήμη του συγγραφέα. Στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, όταν το 1934 προέκυψε το ερώτημα ποιο έργο θα σηματοδοτούσε την επέτειο του θανάτου του συγγραφέα, ο Νεμίροβιτς-Νταντσένκο έδωσε προτίμηση στον Γλάρο: Οι Τρεις Αδελφές και ο Βυσινόκηπος, έγραψε στον Στανισλάβσκι, «είναι ήδη περισσότερο έργα μαεστρίας παρά άμεσος λυρισμός».

235.         Κιμ (Ράντγιαρντ Κίπλινγκ – 1901) Ο μικρός και τετραπέρατος Κιμ, που έμεινε ορφανός σε ηλικία τριών ετών, αλητεύει στους δρόμους της Λαχόρης, του Πακιστάν. Κάνει περιστασιακά δουλειές για έναν έμπορο αλόγων που είναι πράκτορας των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών και παράλληλα γίνεται μαθητής του Λάμα, ενός Θιβετιανού δάσκαλου. Αν και είναι ιρλανδικής καταγωγής δεν διαφέρει σε τίποτα από τους μικρούς Ινδούς. Αυτός είναι και ο λόγος που μετά το σχολείο εκπαιδεύεται από τον αγγλικό στρατό για να γίνει κατάσκοπος την εποχή του «μεγάλου παιχνιδιού», της πολιτικής και διπλωματικής αντιπαράθεσης μεταξύ Βρετανίας και Ρωσικής Αυτοκρατορίας.  Είναι ένα road story από το Γάγγη μέχρι τα Ιμαλάια, με αναφορές σε ενδιαφέρουσες ιστορίες, θρύλους και δεισιδαιμονίες της άγνωστης ινδικής παράδοσης, ένα πνευματικό ταξίδι ενηλικίωσης του ήρωα,  αλλά και ένα πρώιμο δείγμα  κατασκοπευτικής λογοτεχνίας.

 236.         Οι Μπούντενμπρόοκ (Τόμας Μαν – 1901) Περιγράφει τη ζωή και την παρακμή τεσσάρων γενεών μιας διάσημης και πλούσιας οικογένειας εμπόρων από το Λύμπεκ, απεικονίζοντας παράλληλα τον τρόπο ζωής και τα ήθη της Χανσεατικής αστικής τάξης τα χρόνια από το 1835 έως το 1877. Η βάση ήταν πιθανότατα το οικογενειακό ιστορικό του Mann. Για αυτό το μυθιστόρημα, τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1929. Μία από τις πιο διάσημες πτυχές του πεζογραφικού στυλ του συγγραφέα μπορεί να φανεί στη χρήση των βασικών μοτίβων. Προερχόμενο από τον θαυμασμό του για τις όπερες του Richard Wagner, στο έργο ένα παράδειγμα μπορεί να βρεθεί στην περιγραφή του χρώματος - μπλε και κίτρινο, αντίστοιχα - του δέρματος και των δοντιών των χαρακτήρων. Κάθε τέτοια περιγραφή παραπέμπει σε διαφορετικές καταστάσεις υγείας, προσωπικότητας, ακόμη και στο πεπρωμένο των χαρακτήρων. Τα σαπισμένα δόντια ως σύμβολο φθοράς και παρακμής. Πτυχές της προσωπικότητας του Thomas Mann είναι εμφανείς στους δύο κύριους άνδρες εκπροσώπους της τρίτης και τέταρτης γενιάς της φανταστικής οικογένειας: τον Thomas Buddenbrook και τον γιο του Hanno Buddenbrook. Δεν πρέπει να θεωρείται τυχαίο ότι ο Mann μοιραζόταν το ίδιο μικρό όνομα με έναν από αυτούς. Ο Thomas Buddenbrook διαβάζει ένα κεφάλαιο από το έργο του Schopenhauer "Ο Κόσμος ως Θέληση και Ιδέα", και ο χαρακτήρας του Hanno Buddenbrook δραπετεύει από τις ανησυχίες της πραγματικής ζωής στον κόσμο της μουσικής, και ιδιαίτερα στον "Τριστάνο και Ιζόλδη" του Wagner. Υπό αυτή την έννοια, το έργο αντικατοπτρίζει μια σύγκρουση που έζησε ο συγγραφέας: την απομάκρυνση από τη συμβατική αστική ζωή για χάρη της τέχνης, αν και χωρίς να απορρίπτει την αστική ζωή. Σε κάθε περίπτωση, ένα κεντρικό θέμα των μυθιστορημάτων του που είναι η σύγκρουση μεταξύ τέχνης και επιχειρήσεων, αποτελεί ήδη κυρίαρχο θέμα και σε αυτό το έργο. Η μουσική παίζει επίσης σημαντικό ρόλο: ο Χάνο Μπούντενμπροοκ, όπως και η μητέρα του, τείνει να είναι καλλιτέχνης και μουσικός, και όχι άνθρωπος του εμπορίου όπως ο πατέρας του.

 237.         Το λαγωνικό των Μπάσκερβιλς (Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, 1901–1902) Το προδρομικό έργο του μοντερνισμού, είναι αξιοσημείωτο για τη χρήση διαφορετικών, ένθετων αφηγηματικών προοπτικών. Η πλοκή της ιστορίας βασίζεται στην έρευνα για τον θάνατο του Σερ Τσαρλς Μπάσκερβιλ, ο οποίος πέθανε υπό μυστηριώδεις συνθήκες. Στην οικογένεια Μπάσκερβιλ, ένας οικογενειακός θρύλος μεταδίδεται από γενιά σε γενιά για ένα διαβολικό σκυλί υπερφυσικής προέλευσης που στοιχειώνει όλους τους εκπροσώπους της οικογένειας. Ο Σέρλοκ Χολμς και ο Δρ. Γουάτσον αναλαμβάνουν την έρευνα αυτής της υπόθεσης. Η δράση διαδραματίζεται μεταξύ Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 1889. Ο Ντόιλ έγραψε την ιστορία λίγο μετά την επιστροφή του από τη Νότια Αφρική, όπου υπηρέτησε ως εθελοντής γιατρός σε ένα νοσοκομείο εκστρατείας στο Μπλουμφοντέιν κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Πολέμου των Μπόερς. Δεν είχε γράψει για οκτώ χρόνια πριν από αυτό, έχοντας «σκοτώσει» τον χαρακτήρα του Χολμς το 1893 στο «Τελικό Πρόβλημα». Αν και το μυθιστόρημα διαδραματίζεται πριν από τα γεγονότα της ιστορίας, μόλις δύο χρόνια αργότερα ο Κόναν Ντόιλ επανάφερε επίσημα τον Χολμς στη ζωή, εξηγώντας την "ανάστασή" του στο "Το Άδειο Σπίτι". Ως αποτέλεσμα, ο χαρακτήρας του Χολμς παρέμεινε στο μυαλό των αναγνωστών για δύο χρόνια σε έναν «συνοριακό χώρο», ούτε ανάμεσα στους ζωντανούς ούτε ανάμεσα στους νεκρούς, γεγονός που ενίσχυσε περαιτέρω τα γοτθικά στοιχεία του μυθιστορήματος.

 

238.         Στο βυθό (Μαξίμ Γκόρκι – 1902) Η δράση του έργου διαδραματίζεται σε ένα υπόγειο που νοικιάζει ο ηλικιωμένος Κόστιλεφ σε ανθρώπους από τα πιο χαμηλά επίπεδα της κοινωνίας: φτωχούς, κλέφτες, πόρνες, εργάτες. Μεταξύ τους είναι ο Σατέν (ένας τζογαδόρος, πρώην τηλεγραφητής), ένας μέθυσος ηθοποιός θεάτρου που έχει ξεχάσει ακόμη και το όνομά του, ένας ευγενής που έχει σπαταλήσει ολόκληρη την περιουσία του) - εντελώς υποβαθμισμένοι και κατεστραμμένοι χαρακτήρες. Οι σχέσεις τους είναι περίπλοκες, ξεσπούν συνεχώς καβγάδες και διαφωνίες, και το κύριο αντικείμενο του εκφοβισμού είναι η νεαρή και όμορφη Νάστια, η οποία προσπαθεί να βρει παρηγοριά σε ρομαντικά μυθιστορήματα και συνθέτει σκηνές ρομαντικού έρωτα με τον εαυτό της. Ο κλειδαράς Κλέσχ είναι ακόμα «καινούριος» στην άθλια κατάσταση και γι' αυτό συχνά έχει ξεσπάσματα θυμού. Περιμένει τον θάνατο της άρρωστης συζύγου του, Άννας, την οποία κατηγορεί για την πτώση του στον «βυθό». Περιοδικά, ο ιδιοκτήτης Κόστιλεφ, έρχεται για να υπενθυμίσει στους κατοίκους το χρέος τους και να αγοράσει κλεμμένα αγαθά από τον κλέφτη Βάσκα. Η οικογένειά του επισκέπτεται επίσης συχνά το καταφύγιο: η σύζυγος του Βασιλίσα, η αδερφή της Νατάσα και ο αστυνόμος Μεντβέντεφ, ο θείος τους. Η Νατάσα πηγαίνει για να δει το Βάσκα, με τον οποίο είναι ερωτευμένη. Η Βασιλίσα έρχεται συχνά στον Βάσκα που είναι ο εραστής της, ελπίζοντας να βρει σωτηρία σε αυτόν από τον τύραννο σύζυγό της. Ο Μεντβέντεφ πηγαίνει σε ένα φίλο του. Ο Βάσκα αγαπάει τη Νατάσα πολύ περισσότερο, γι' αυτό και η Βασιλίσα τη ζηλεύει συνεχώς και την δέρνει και προσπαθεί να πείσει τον εραστή της να δολοφονήσει τον άντρα της. Όμως αυτός έχει άλλα σχέδια. Τίποτα καλό δεν προδιαγράφεται για τους ήρωες του έργου….

 239.         Η αισθητική ως επιστήμη της έκφρασης και η γενική γλωσσολογία (Μπενεντέτο Κρότσε – 1902) Eνα από τα θεμελιώδη έργα της αισθητικής θεωρίας και της λογοτεχνικής κριτικής. Ενώ είναι βαθιά φιλοσοφικό, διερευνά τη φύση της καλλιτεχνικής έκφρασης και τον τρόπο με τον οποίο το νόημα μεταφέρεται τόσο μέσω της γλώσσας όσο και της τέχνης. Η εξέταση της αισθητικής εμπειρίας- πώς το συναίσθημα εκφράζεται και κατανοείται μέσω των μορφών τέχνης - είχε μεγάλο αντίκτυπο στη λογοτεχνική θεωρία και την κριτική τέχνης.  Αμφισβητεί παλαιότερες θεωρίες, υποστηρίζοντας ότι η τέχνη δεν είναι απλώς έκφραση ιδεών ή εννοιών, αλλά και εκδήλωση καθαρής διαίσθησης και συναισθηματικής εμπειρίας. Παρέχει ένα πλαίσιο κατανόησης του τρόπου με τον οποίο η γλώσσα λειτουργεί ως μέσο για την καλλιτεχνική εμπειρία, προσφέροντας μια μέθοδο για την ανάλυση της λογοτεχνίας και της ποίησης με βάση τη συναισθηματική απήχηση και τη δημιουργική διαίσθηση.                                                                                                                    

 240. Η ζωή του Μπετόβεν (Ρομέν Ρολάν – 1903) Εξετάζει την πνευματική του πορεία, τις εσωτερικές του μάχες και τη σχέση του με τη μουσική και την κοινωνία. Ο Ρολάν παρουσιάζει τον Μπετόβεν όχι μόνο ως μουσικό ιδιοφυΐα, αλλά και ως έναν άνθρωπο που αγωνίστηκε με την ανθρώπινη μοίρα και τις κοινωνικές συμβάσεις. Η βιογραφία του Μπετόβεν από τον Ρολάν είναι ιδεαλιστική και αναδεικνύει τις αξίες της ελευθερίας, της ακεραιότητας και της προσωπικής αντίστασης απέναντι στις δυσκολίες της ζωής. Το έργο αυτό έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως μία από τις πιο συναρπαστικές φιλοσοφικές αναλύσεις της μουσικής και του καλλιτέχνη στην ιστορία της λογοτεχνίας.              

241. Το κάλεσμα της άγριας φύσης  (Τζακ Λόντον – 1903) Ο Μπακ πωλείται ως σκύλος έλκηθρου στην Αλάσκα. Γίνεται σταδιακά όλο και πιο άγριος στο σκληρό περιβάλλον, όπου αναγκάζεται να παλέψει για να επιβιώσει και να κυριαρχήσει σε άλλα σκυλιά. Στο τέλος, επιστρέφει στα φυσικά του αρχέγονα ένστικτα και αναδεικνύεται ηγέτης στην άγρια ​​φύση. Συνεχίζοντας ο συγγραφέας το 1906, έγραψε τον "Ασπροδόντη", που αφορά έναν λύκο που εξημερώθηκε στο Σαν Φρανσίσκο.

 242. Νοστρόμο (Τζόζεφ Κόνραντ – 1904) Το "Μια Ιστορία της Ακτής" διαδραματίζεται στη φανταστική νοτιοαμερικανική δημοκρατία της "Κοσταγκουάνα". Στο «Σημείωμα του Συγγραφέα» για τις μεταγενέστερες εκδόσεις του έργου, ο Conrad δίνει μια λεπτομερή εξήγηση της έμπνευσης για το μυθιστόρημα του. Αφηγείται πώς, ως νεαρός περίπου δεκαεπτά ετών, ενώ υπηρετούσε σε ένα πλοίο στον Κόλπο του Μεξικού, άκουσε την ιστορία ενός άνδρα που είχε κλέψει, μόνος του, «έναν ολόκληρο πλοίο γεμάτο ασήμι». Όμως ο Κόνραντ ξέχασε την ιστορία για περίπου είκοσι πέντε χρόνια, όταν βρήκε ένα ταξιδιωτικό ημερολόγιο σε ένα κατάστημα μεταχειρισμένων βιβλίων, στο οποίο ο συγγραφέας εξιστορούσε πώς εργάστηκε για χρόνια σε μια σκούνα της οποίας ο καπετάνιος ισχυριζόταν ότι αυτός ήταν ο κλέφτης που είχε βουτήξει το ασήμι.    Αυτός ο τύπος, κρίνοντας από τις αναμνήσεις του ναύτη, κατάφερε στην πραγματικότητα να το κλέψει μόνο επειδή οι εργοδότες του τον εμπιστεύονταν απόλυτα, προφανώς μη κατανοώντας τους ανθρώπους. Στο ημερολόγιο του ναύτη, ο καπετάνιος παρουσιάζεται ως ένας απόλυτος απατεώνας, άγριος, ​​σκληρός και εσωστρεφής. Ο «ρομαντισμός» του συγγραφέα εμποτίζεται με άγρια ειρωνεία και μια λεπτή αίσθηση της ανθρώπινης ικανότητας για αυτοεξαπάτηση.                                             

Λ.Πάστερνακ. Η Νατασα Ροστόβα στο πρώτο χορό

 243.   Ζαν-Κριστόφ (Ρομέν Ρολάν, 1904-1912) Είναι ένα από τα μεγαλύτερα σπουδαία μυθιστορήματα που γράφτηκαν ποτέ και αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας κυρίαρχης τάσης ενός μακρού, πολύτομου κύκλου μυθιστορημάτων στη Γαλλία της εποχής. Ένα έπος σε δομή και ύφος, πλούσιο σε ποιητικό συναίσθημα, παρουσιάζει τις διαδοχικές κρίσεις που αντιμετωπίζει μια δημιουργική ιδιοφυΐα. Περιγράφει τη ζωή ενός μουσικού, από τα νεανικά του χρόνια μέχρι την ωριμότητά του. Εξετάζει τις ψυχικές του αντιφάσεις, τις επιθυμίες και τις απογοητεύσεις του, καθώς και τις φιλοδοξίες του να βρει την αλήθεια και την προσωπική του ταυτότητα. Αντιμετωπίζει διάφορες κοινωνικές και πολιτικές δυσκολίες, γεγονός που τον φέρνει σε σύγκρουση με την κοινωνία και τον εαυτό του. Είναι γεμάτο με φιλοσοφικές και μουσικές αναφορές, καθώς ο Ρολάν συχνά εξετάζει τη δύναμη της τέχνης και τη θέση του καλλιτέχνη στην κοινωνία. Αρκετοί από τους 10 τόμους-μέρη του έργου μετατοπίζουν το θέμα από την ιστορία του κεντρικού ήρωα, εστιάζοντας σε άλλους. Ο συγγραφέας ήταν θαυμαστής του Λέοντος Τολστόι και, όπως στο Πόλεμος και Ειρήνη, ένα μεγάλο μέρος του κειμένου είναι αφιερωμένο στις σκέψεις του για  διάφορα θέματα: μουσική, τέχνη, λογοτεχνία, φεμινισμός, μιλιταρισμός, εθνικός χαρακτήρας και κοινωνικές μεταβολές στην Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία. Αυτές οι γνώμες αποδίδονται κατά μεγάλο μέρος στον Ζαν Κριστόφ, μολονότι ο Ρολάν αρνήθηκε ότι μοιραζόταν πολλές τάσεις με τον φανταστικό του ήρωα. Ο διδακτισμός του Ζαν Κριστόφ έχει επικριθεί από πολλούς αναγνώστες του.

 244.  Ο φάρος στην άκρη του κόσμου (Ιούλιος Βερν – 1905) Ένα μήνα πριν από τον θάνατό του, τον Φεβρουάριο του 1905, ο Ιούλιος Βερν έστειλε το χειρόγραφο του μυθιστορήματος για δημοσίευση, αλλά ο κάτοχος των δικαιωμάτων του βιβλίου (ο Ιούλιος Βερν είχε ήδη πεθάνει), ο γιος του Μισέλ, το εμπόδισε. Αυτό οδήγησε σε μια μεγάλη διαμάχη. Η θεματική του έργου περιστρέφεται γύρω από την επιβίωση υπό ακραίες συνθήκες και γεγονότα. Θεωρείται από τα καλύτερά λογοτεχνικά έργα του.        

 Πορτρέτο ενός ποιητή Βρετανικό Μουσείο
245.         Το Λυκόφως του Κήπου (Λεοπόλντο Λουγκόνες – 1905) Η ποιητική συλλογή είναι πιο εσωστρεφής και μελαγχολική από τα προηγούμενα έργα του, αντανακλώντας την πιο σκοτεινή πλευρά του μοντερνισμού. Επικεντρώνεται σε υποκειμενικές εμπειρίες, προκαλώντας συναισθήματα μέσα από εικόνες του λυκόφωτος, των κήπων και του φυσικού κόσμου. Ο κήπος, συγκεκριμένα, είναι ένα επαναλαμβανόμενο σύμβολο τόσο της ομορφιάς όσο και της φθοράς, αντιπροσωπεύοντας την ένταση μεταξύ ζωής και θανάτου, δημιουργίας και καταστροφής. Η επιρροή των Γάλλων συμβολιστών είναι αισθητή στη χρήση λεπτομερειών, όπως το λυκόφως, τα λουλούδια , ο άνεμος στις οποίες αποδίδει βαθύτερα νοήματα. Αυτά τα στοιχεία όχι μόνο κοσμούν το κείμενο, αλλά γίνονται βασικοί παράγοντες που αντανακλούν τις συναισθηματικές καταστάσεις του ποιητή. Η συλλογή είναι επίσης αξιοσημείωτη για την εξερεύνηση της αγάπης, η οποία αντιμετωπίζεται ως λυτρωτική δύναμη και ως πηγή βασάνων και αποξένωσης. Ο Lugones δεν περιορίζεται στην περιγραφή της αγάπης στις πιο ειδυλλιακές μορφές της, αλλά εμβαθύνει και στις πιο σκοτεινές και πιο σύνθετες πτυχές της, εμπλουτίζοντας την ποιητική εμπειρία και προσφέροντας ένα πιο λεπτό όραμα του ανθρώπινου πάθους.

Τετάρτη 28 Μαΐου 2025

Ταξιδέψτε (Απόστολου Δασκαλόπουλου)


Ταξιδέψτε
Με τραίνα, πλοία, αεροπλάνα
Στη φαντασία και στα όνειρά σας...
Ταξιδέψτε
Στην άκρη του κόσμου
Στα Ψηλοτερα ύψη του
Στα βαθύτερα βάθη του
Στα μακρινά του αστέρια
Στους μακρινούς ουρανούς
Στο απέναντι πεζοδρόμιο
Στο διπλανό διαμέρισμα
Ταξιδέψτε
Μικρά ή μεγάλα ταξίδια,
Ταξιδέψτε
Δίχως σταματημό γιατί η ζωή
δεν έχει γυρισμό 

Τρίτη 27 Μαΐου 2025

Τριών χαϊκού ακολουθία (Δ.Βασιλείου)

 

1

Βάρκα ο πόνος

χωρίς πανί και ξάρτι.

Που θα με βγάλει;

 

2

Φάρο δεν βλέπω.

Της ψυχής μου η φλόγα

τώρα μ’ οδηγεί.

 

3

Μένω στη βάρκα!

Ότι πονώ κι’ αγαπώ

ζωή προσμένει.

 

 

25.09.2018, Ασχαμπάντ

Δευτέρα 26 Μαΐου 2025

Προτάσεις ανάγνωσης (221- 233) έργων δημοσιευμένων 1892-1900

Λος Αντζελες 1937
«Είναι οι αφυπνιστές. Το τι κάνετε με τη μικροζωή σας δεν τους απασχολεί. Αυτό που κάνεις με τη ζωή σου αφορά μόνο εσένα, φαίνεται να λένε. Εν ολίγοις, ο μόνος τους σκοπός εδώ στη γη είναι να εμπνέουν. Και τι άλλο να ζητήσει κανείς από έναν άνθρωπο εκτός από αυτό;» Χένρι Μίλερ (1891-1980)                                              

221.              Οι Υφαντές (Γκέρχαρτ Χάουπτμαν – 1892) Πραγματεύεται την ιστορία της εξέγερσης των υφαντών στην περιοχή της Σιλεσίας, βασισμένη σε αληθινά γεγονότα του 1844. Μέσα από τη δραματική παρουσίαση της φτώχειας και της εκμετάλλευσης των εργατών, αναδεικνύει τις κοινωνικές ανισότητες και τη σφοδρότητα των ταξικών συγκρούσεων. Το έργο είναι γεμάτο με κοινωνική και πολιτική κριτική, εστιάζοντας στις συνθήκες ζωής των εργατών. Ο κεντρικός χαρακτήρας του έργου είναι ο λαός, του οποίου οι χαρακτήρες αποδίδονται στην πρώτη πράξη: υπάρχει μια ευρεία περιγραφή, που απεικονίζει μια ζωντανή εικόνα του κοινωνικού περιβάλλοντος στο οποίο εκτυλίσσεται ο αγώνας. Ταυτόχρονα, οι χαρακτήρες που εισέρχονται σε αυτή την πάλη σκιαγραφούνται με σαφήνεια. Ο νεαρός υφαντής Μπέκερ, διαθέτοντας θάρρος και αίσθημα ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αμφισβητεί τον κατασκευαστή Ντράισιγκερ. Η αντίθεσή τους αποκαλύπτει την κύρια σύγκρουση του έργου. Εδώ σκιαγραφείται η αρχική κατάσταση, η οποία θα επιλυθεί αργότερα. Ο Μπέκερ ξεσκεπάζει τον κατασκευαστή, που κερδίζει από τον ιδρώτα και το αίμα των υφαντών, και ο Ντράισιγκερ καταφεύγει στη δημαγωγία, προσπαθώντας να εμφανιστεί ως ευεργέτης των εργατών. Ο θεατρικός συγγραφέας συμπληρώνει και ενισχύει την εξωτερική σύγκρουση με μια εσωτερική σύγκρουση. Αυτό ισχύει και για χαρακτήρες όπως ο Μπάουμερτ και ο Γκίλζε. Η εικόνα του γέρου Μπάουμερτ και πολλών άλλων χαρακτήρων αναπτύσσεται δυναμικά σε όλο το έργο, γεγονός που ξεχωρίζει τους Υφαντές από ένα στατικό φυσιοκρατικό «δράμα καταστάσεων».

222.              Κάτω από το ζυγό (Ιβάν Βάζοφ – 1894)  Οι περιπέτειες του Ιβάν Πράλιτς, ενός φανταστικού πατριώτη, ο οποίος δραπετεύει από τις τουρκικές φυλακές, οργανώνει μια επαναστατική οργάνωση, ερωτεύεται την όμορφη Ράντα, προδίδεται από ένα δήθεν φίλο και ανακαλύπτονται τελικά κι αυτός και η Ράντα σε έναν ερειπωμένο μύλο και μετά από ηρωική αντίσταση υποκύπτουν μη χάνοντας όμως την ελπίδα μιας απελευθερωμένης πατρίδας. Το έργο γράφτηκε στη Μονή Λοπούσαν και αντανακλά την ταραγμένη εποχή του απελευθερωτικού αγώνα του βουλγαρικού λαού ενάντια στην τουρκική κυριαρχία. Στη πλοκή του μυθιστορήματος είναι η ήττα της εξέγερσης του Σρεντνογκόρσκ το 1876. Σε αυτό το έργο, ο Βάζοφ κατάφερε να ζωγραφίσει μια ζωντανή εικόνα της ζωής στη Βουλγαρία κατά την εποχή πριν την απελευθέρωσή της. Εδώ απεικόνισε τόσο τους εκπροσώπους της επαναστατικής και της μεταρρυθμιστικής πτέρυγας στο επαναστατικό κίνημα, όσο και τις σχέσεις μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών ομάδων. Με ιδιαίτερη αγάπη και με αρκετή λεπτομέρεια, ο Βάζοφ απεικονίζει τη ζωή του «τσορμπατζή» Μάρκου, τον οποίο ο ήρωας του μυθιστορήματος έπεισε να ταχθεί με την επανάσταση.

Francisco Ribeiro_Portugal
223.              Έφη Μπριστ (Τέοντορ Φοντάνε – 1895)  Η δεκαεπτάχρονη Έφη Μπριστ, κόρη ενός Γερμανού αριστοκράτη, παντρεύεται τον 38χρονο βαρόνο Γκέερτ φον Ίνστετεν, ο οποίος πριν από χρόνια φλέρταρε με τη μητέρα της Λουίζ αλλά απορρίφθηκε από αυτήν για την κοινωνική του θέση, την οποία όμως τώρα έχει βελτιώσει. Είναι η γερμανική παραλλαγή στο θέμα της μοιχείας και θεματικά συγκρίνεται με άλλα μυθιστορήματα του 19ου αιώνα, όπως η Άννα Καρένινα και η Μαντάμ Μποβαρύ. Το μυθιστόρημα βασίζεται σε μια πραγματική ιστορία που συνέβη στο Ντίσελντορφ το 1886. Η Ελίζαμπεθ παντρεμένη με τον αξιωματικό Αρμάντ φον Άρντεν (1848-1919), και οι δύο από την παλιά αριστοκρατία του Βρανδεμβούργου, ξεκίνησε μια σχέση με τον φίλο του δικηγόρο Εμίλ Χάρτβιτς. Όταν ο σύζυγος ανακάλυψε τη σχέση από την αλληλογραφία τους, κατέθεσε αίτηση διαζυγίου και προκάλεσε τον εραστή σε μονομαχία - ο Χάρτβιτς πέθανε λίγες μέρες αργότερα από τα τραύματά του. Ο Άρντεν καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση αλλά η ποινή του μειώθηκε και αφέθηκε ελεύθερος μετά από μόλις 18 ημέρες στη φυλακή. Το διαζύγιο το 1887 του έδωσε την πλήρη επιμέλεια των παιδιών τους. Παρόλο που υπάρχουν αρκετοί παραλληλισμοί μεταξύ των χαρακτήρων του μυθιστορήματος και των πραγματικών προσώπων, ο συγγραφέας φρόντισε να τροποποιήσει πολλές λεπτομέρειες για να μην εκθέσει την ιδιωτική ζωή των εμπλεκομένων, καθώς οι φον Άρντεν ζούσαν την εποχή της δημοσίευσης. Οι τροποποιήσεις χρησίμευσαν επίσης για να τονιστεί η τραγική μοίρα της Έφης και η κοινωνική κριτική που συνδέεται με αυτήν. Μια σημαντική διαφορά είναι το τέλος των δύο ιστοριών: ενώ η Έφη ζει μια πολύ απομονωμένη ζωή μετά τον χωρισμό της και πεθαίνει σε νεαρή ηλικία, η Ελίζαμπεθ φον Άρντεν εργάστηκε σαν νοσοκόμα μετά τον χωρισμό της και πέθανε σε ηλικία 99 ετών. «Από μια βιβλιοθήκη με μυθιστορήματα διαλεγμένα με τ' αυστηρότερα κριτήρια, κι αν ακόμα περιοριζόταν κανείς σε μια δωδεκάδα βιβλία, σε δέκα, σε έξι - απ' αυτήν δεν θα επιτρεπόταν να λείπει». (Τόμας Μαν - 1919).

224. Η μηχανή του χρόνου (Χ. Τζ. Γουέλς – 1895) Ένα ταξίδι στο μέλλον που αποκαλύπτει την παρακμή της ανθρωπότητας, με στοχασμούς για την κοινωνική εξέλιξη, τον χρόνο και τον θάνατο. Ο Γουέλς που δεν θεωρούσε την ιδέα μιας χρονομηχανής επιστημονική, όρισε το μυθιστόρημα και τα άλλα πρώιμα μυθιστορήματά του ως «άσκηση φαντασίας». Σύμφωνα με τη γενική άποψη των λογοτεχνικών μελετητών, η Μηχανή του Χρόνου συνελήφθη ως μια σκέψη του Γουέλς, ενός πεπεισμένου σοσιαλιστή που προερχόταν από τους φτωχούς εργαζόμενους, πάνω στην τύχη του πολιτισμού, ως μια προειδοποίηση για το πού θα μπορούσε να οδηγήσει η ταξική πάλη μεταξύ των καταπιεσμένων τάξεων των εργατών (των μελλοντικών Μόρλοκ) και της σκληρής και παρασιτικής «ελίτ» (των μελλοντικών Ελόι). Σύμφωνα με τον Γεβγκένι Ζαμιάτιν, «[Ο Γουέλς] βλέπει το μέλλον μέσα από την αδιαφανή κουρτίνα του σήμερα. Δεν υπάρχει μυστικισμός εδώ, αλλά λογική, αλλά μόνο λογική που είναι πιο τολμηρή, πιο εκτεταμένη από το συνηθισμένο». Οι λογοτεχνικοί μελετητές πιστεύουν ότι ο νεαρός Γουέλς επηρεάστηκε σημαντικά από τις θεωρίες του ζωολόγου Έντουιν Ρέι Λάνκεστερ σχετικά με τον «κοινωνικό εκφυλισμό» και το μυθιστόρημα του Έντουαρντ Μπούλβερ-Λίτον «Η Επερχόμενη Φυλή». «Σε όλα μου τα έργα», είπε ο Wells, «έχω γράψει για την αλλαγή της ζωής και για τους ανθρώπους που σκέφτονται πώς να την αλλάξουν. Ποτέ δεν «έπαιξα απλώς τη ζωή». Ακόμα και στα πιο αντικειμενικά βιβλία που έχω γράψει, υπάρχει κρυφή κριτική στη νεωτερικότητα και μια έκκληση για αλλαγή». Η κοινωνία διαιρώντας τους ανθρώπους σε τάξεις εκμεταλλευτών και εκμεταλλευόμενων, αποδεικνύεται εχθρική προς την ίδια την ανθρώπινη φύση. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι οξείες κοινωνικές πτυχές του μυθιστορήματος δεν αντικατοπτρίστηκαν σε καμία από τις κινηματογραφικές του διασκευές.                         

225. Ο Γλάρος (Αντόν Τσέχοφ  - 1896) Όταν ξεκίνησε το έργο, ο Τσέχοφ έγραψε στον Α. Σ. Σουβόριν: «Μπορείτε να φανταστείτε, γράφω ένα θεατρικό έργο, το οποίο θα τελειώσω <…> πιθανώς όχι νωρίτερα από τα τέλη Νοεμβρίου. Το γράφω όχι χωρίς ευχαρίστηση, αν και λέω τρομερά ψέματα ενάντια στις συνθήκες της σκηνής. Κωμωδία, τρεις γυναικείοι ρόλοι, έξι ανδρικοί, τέσσερις πράξεις, τοπίο (θέα στη λίμνη), πολλή κουβέντα για τη λογοτεχνία, λίγη δράση, πέντε πούντα αγάπης». Με τον «Γλάρο» εγκαινιάστηκε η ιδιότυπη σύνθεση της τσεχοφικής δραματουργίας, όπου τη θέση τού έως τότε καθιερωμένου "κεντρικού ήρωα-ηρωίδας" παίρνει ένας όμιλος προσώπων, μια μικρή κοινωνία, με μοιρασμένη ανάμεσά τους τη δράση. Το ύφος του έργου είναι μικτό, μοιράζεται ανάμεσα στο δράμα και στην κωμωδία, αν και ο συγγραφέας το κατάτασσε στη δεύτερη. Θίγει τις σχέσεις, τα κίνητρα, την ψυχολογία και τις διεκδικήσεις ανθρώπων που αγαπούν, υπηρετούν ή θέλουν να υπηρετήσουν την τέχνη μέσω της συγγραφής και του θεάτρου. Γύρω τους περιστρέφονται οι άνθρωποι της καθημερινότητας που προσπαθούν να ξεπεράσουν τα αδιέξοδα της ζωής τους. Η Νίνα είναι η μοιραία πλούσια κόρη τσιφλικά.                                                                                                

226.   Ο αόρατος άνθρωπος   (Χ. Τζ. Γουέλς – 1897) Στην Ελλάδα, αποσπάσματα πρωτοδημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα Άστυ το 1901, ανώνυμα τότε, και όπως αποδείχθηκε σχεδόν ένα αιώνα αργότερα, σε μετάφραση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη,. Ο ήρωας, επιστήμονας Χημείας, ανακαλύπτει τη συνταγή που θα τον κάνει αόρατο. Τη δοκιμάζει με επιτυχία και για λίγο κυκλοφορεί πότε αόρατος και πότε μεταμφιεσμένος με επιδέσμους, γυαλιά και γάντια ανάμεσα στους συνανθρώπους του. Κάποια στιγμή όμως ανακαλύπτει ότι δεν μπορεί να γίνει ξανά ορατός, κάτι που τον οδηγεί στην τρέλα και τελικά στο θάνατο.                                                                                      

227.   Δράκουλας (Μπραμ Στόκερ – 1897) Από τυπική άποψη, είναι ένα επιστολικό μυθιστόρημα: η αφήγηση αποτελείται από επιστολές και ημερολογιακές καταχωρίσεις, γεγονός που της προσδίδει μεγαλύτερη αληθοφάνεια και «ντοκουμενταρισμένο χαρακτήρα». Όσον αφορά το περιεχόμενο, το μυθιστόρημα συνήθως αποδίδεται στη γοτθική λογοτεχνική παράδοση, η οποία αργότερα έγινε γνωστή ως «λογοτεχνία τρόμου». Ο Στόκερ, για να γράψει τον Δράκουλα, μελέτησε κι εμπνεύστηκε από άλλα έργα με βρικόλακες και από τις Δεισιδαιμονίες Τρανσυλβανίας της Έμιλι Γκέραρντ. Οι λογοτεχνικοί κριτικοί έχουν αναλύσει πολλές εκλεπτυσμένες ψυχολογικές και συμβολικές ερμηνείες του μυθιστορήματος και της κεντρικής του εικόνας. Αρκετά συχνά, ο ξένος (επισκέπτης ή μη) θεωρείται ως η ενσάρκωση απαγορευμένων επιθυμιών, ιδιαίτερα ομοφυλοφιλικών, που καταπιέζονταν από τη βικτωριανή ζωή. Ο Στόκερ απεικόνισε τον βαμπιρισμό ως ασθένεια (μια μεταδοτική δαιμονική ιδιότητα), συνδυάζοντας θέματα όπως το σεξ, το αίμα και ο θάνατος, τα οποία ήταν σε μεγάλο βαθμό ταμπού στη βικτωριανή Βρετανία. Ο Βρετανός καθηγητής Πίτερ Λόγκαν έχει σημειώσει ότι ο Δράκουλας εκφράζει «την αυξανόμενη δυσαρέσκεια της βικτωριανής μεσαίας τάξης απέναντι στις προνομιούχες ανώτερες τάξεις που ζούσαν εις βάρος της υπόλοιπης κοινωνίας» και ότι «η Βρετανία, ως η μεγαλύτερη αποικιακή δύναμη στην ιστορία, ήταν η επιτομή ενός γεωπολιτικού βαμπίρ που ρούφηξε τους πιο πολύτιμους πόρους από τις αποικίες της».                                                   

228.  Ο Πόλεμος των Κόσμων (Χ. Τζ. Γουέλς – 1898)    Το μυθιστόρημα έχει ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως ως σχόλιο πάνω στην εξελικτική θεωρία, τον Βρετανικό Ιμπεριαλισμό και γενικά τους φόβους και τις προκαταλήψεις της εποχής εδραίωσης της βιομηχανικής κοινωνίας. Αναφέρεται σε ένα πιθανό μέλλον και απευθύνει προειδοποίηση κατά της υπερεκτίμησης της νοημοσύνης, σε βάρος άλλων ανθρώπινων χαρακτηριστικών. Το όραμα για έναν ολοκληρωτικό πόλεμο χωρίς ηθικούς φραγμούς, δεν ελήφθη σοβαρά υπόψη από τους αναγνώστες, όμως οι δυο μεγάλοι πόλεμοι που ακολούθησαν το επιβεβαίωσαν. Γράφτηκε σε δημοσιογραφικό ύφος, σαν ένας πραγματικός απολογισμός μίας εισβολής, γεγονός που συμβάλει στο να καταστεί εύλογη και πιστευτή η ιστορία του. Οι επικεφαλίδες των κεφαλαίων είναι επίσης παρόμοιες με πρωτοσέλιδα εφημερίδων. Ο αφηγητής είναι ένας μεσαίας τάξης δημοσιογράφος, που ζει νοτιοδυτικά του Λονδίνου, χαρακτηριστικά που τον κάνουν να μοιάζει πολύ με τον ίδιο τον Γουέλς την εποχή που έγραφε το έργο. Ο αφηγητής περιγράφει τα περισσότερα γεγονότα ως παρατηρητής από πρώτο χέρι, συχνά με ακρίβεια και επιστημονική λεπτομέρεια, αλλά αναφέρει επίσης γεγονότα που του εξιστόρησε ο νεότερος αδελφός του, για να δώσει μία ευρύτερη εικόνα της εισβολής. Θεωρείται το πρώτο που εισάγει το θέμα μιας εισβολής εχθρικών εξωγήινων από έναν άλλο πλανήτη, το οποίο έγινε εξαιρετικά δημοφιλές στην παγκόσμια επιστημονική φαντασία του 20ού αιώνα. Το έργο σκιαγραφεί με μαεστρία ένα πανόραμα χαρακτήρων και την αντίδραση του ανθρώπινου ατόμου στην ψυχρή και αναίσθητη απειλή της εξωγήινης εισβολής. Ο συγγραφέας θέτει θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με το πού μπορεί να οδηγήσει η μονόπλευρη τεχνολογική εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας, ερωτήματα που όχι μόνο έχουν διατηρήσει τη σημασία τους μέχρι σήμερα αλλά έχουν διευρυνθεί και αποκτήσει κρίσιμο περιεχόμενο με την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης.     

Photo by Mayia Terina
229.  Η καρδιά του σκότους (Τζόζεφ Κόνραντ – 1899) Κριτική της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας στην Αφρική, ενώ παράλληλα εξετάζει τα θέματα της δυναμικής της εξουσίας και της ηθικής. Αν και ο Κόνραντ δεν κατονομάζει τον ποταμό στον οποίο διαδραματίζεται το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης, τη στιγμή της συγγραφής, το Ελεύθερο Κράτος του Κονγκό —η τοποθεσία του μεγάλου και οικονομικά σημαντικού ποταμού Κονγκό— ήταν ιδιωτική αποικία του βασιλιά Λεοπόλδου Β' του Βελγίου. Κεντρικό στοιχείο στο έργο του Conrad είναι η ιδέα ότι υπάρχει μικρή διαφορά μεταξύ των «πολιτισμένων ανθρώπων» και των «άγριων». Το Heart of Darkness σχολιάζει σιωπηρά τον ιμπεριαλισμό και τον ρατσισμό. Το σκηνικό της νουβέλας παρέχει το πλαίσιο για την ιστορία του ήρωα, για τη γοητεία του για τον πετυχημένο έμπορο ελεφαντόδοντου Κουρτς. Ο Κόνραντ κάνει παραλληλισμούς μεταξύ του Λονδίνου («η μεγαλύτερη πόλη στη γη») και της Αφρικής ως μέρη του σκότους. Επιστρέφοντας στην Ευρώπη, ο Μάρλοου είναι πικραμένος και περιφρονητικός για τον «πολιτισμένο» κόσμο. Αρκετοί έρχονται να πάρουν τα έγγραφα που του εμπιστεύτηκε ο Κουρτς, αλλά ο Μάρλοου τα παρακρατεί ή προσφέρει έγγραφα που ξέρει ότι δεν τους ενδιαφέρουν. Δίνει την αναφορά του Κουρτς σε έναν δημοσιογράφο, για δημοσίευση, αν το κρίνει σκόπιμο. Ο Μάρλοου μένει με μερικές προσωπικές επιστολές και μια φωτογραφία της αρραβωνιαστικιάς του Κουρτς. Όταν την επισκέπτεται, εκείνη είναι σε βαθύ πένθος, αν και έχει περάσει περισσότερο από ένας χρόνος από τον θάνατο του Κουρτς. Πιέζει τον Μάρλοου για πληροφορίες, ζητώντας του να επαναλάβει τα τελευταία λόγια του Κουρτς. Ο Μάρλοου της λέει ψέμα ότι η τελευταία λέξη του Κουρτς ήταν το όνομά της.

230.  Η κυρία με το σκυλάκι (Αντόν Τσέχοφ – 1899)    Αναφέρεται σε μια εξωσυζυγική σχέση που ξεκινά σαν μια απλή ερωτική περιπέτεια κατά τη διάρκεια διακοπών στη Γιάλτα και εξελίσσεται σε ένα αληθινό πάθος. «Και οι δυο τους συνειδητοποίησαν, ότι το τέλος είναι ακόμα πολύ μακριά και το πιο δύσκολο και περίπλοκο μέρος της ιστορίας τους μόλις άρχιζε». Η ιστορία αντανακλά τις μεταβαλλόμενες στάσεις και αξίες της ρωσικής κοινωνίας στα τέλη του 19ου αιώνα και θεωρείται αριστούργημα της σύγχρονης διηγηματικής γραφής, ένα από τα πιο διάσημα έργα του Τσέχοφ.

Πίνακας της Ρούλα Ντούλη-Αλεξιου (Χίος- Χαλκίδα)
231. Τα χρυσά βουνά (Λεοπόλντο Λουγκόνες – 1900) Συλλογή ποιημάτων που ενσωματώνει στοιχεία του μύθου, της φύσης και του συμβολισμού, αντλώντας σε μεγάλο βαθμό από τις ευρωπαϊκές λογοτεχνικές παραδόσεις, ενώ ενσωματώνει επίσης στοιχεία του πολιτισμού και του τοπίου της Αργεντινής. Καταπιάνεται επίσης με τον ρόλο του καλλιτέχνη στην κοινωνία και τις μυστικιστικές ιδιότητες της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ο Lugones συχνά παρουσιάζει την ποίηση ως ένα μέσο υπέρβασης του κόσμου, όπου η ίδια η γλώσσα γίνεται όχημα για να φτάσει κανείς σε υψηλότερα, σχεδόν πνευματικά, βασίλεια. Είναι ένα ποίημα τεράστιων διαστάσεων και υφολογικού πλούτου, που αποτελεί μέρος της συλλογής έργων του Λουγκόνες, αξιοσημείωτων για τη γλωσσική τους πολυπλοκότητα και τη βαθιά εξερεύνηση μεταφυσικών και φιλοσοφικών θεμάτων. Ο Λουγκόνες, με το χαρακτηριστικό του ύφος, συνδυάζει την ακριβή γλώσσα με την πλούσια εικονοποιία, ταξιδεύοντας τον αναγνώστη σε ένα ενδοσκοπικό και οπτικό ταξίδι. Το ποίημα είναι δομημένο σε πολλαπλούς κύκλους, όπου εξερευνώνται διαφορετικές πτυχές της ζωής και της ανθρώπινης φύσης μέσα από μια σειρά συμβολικών εικόνων και εκτεταμένων μεταφορών. Δεν αναφέρεται μόνο σε φυσικές δομές, αλλά και σε υψηλές φιλοδοξίες, όνειρα και κατακτήσεις του ανθρώπινου πνεύματος. Ο Λουγκόνες χρησιμοποιεί αυτή τη μεταφορά για να συζητήσει έννοιες όπως η ομορφιά, η αλήθεια και η τραγωδία της ανθρώπινης ύπαρξης. Η επιρροή του Λουγκόνες στην αργεντίνικη λογοτεχνία και τον λατινοαμερικανικό μοντερνισμό είναι εμφανής στη χρήση της γλώσσας και στη θεματική φιλοδοξία του έργου. Τα Χρυσά Βουνά αντικατοπτρίζουν την ικανότητά του να συνδυάζει τον λυρισμό με την επική αφήγηση, προσφέροντας ένα έργο που προσφέρει αισθητική απόλαυση και πνευματική πρόκληση.         

232.  Λόρδος Τζιμ (Τζόζεφ Κόνραντ – 1900) Προδρομικό έργο του μοντερνισμού, είναι αξιοσημείωτο για τη χρήση διαφορετικών, ένθετων αφηγηματικών προοπτικών. Τα κύρια θέματα προβάλλουν τις δυνατότητες και ευκαιρίες του νεαρού Τζιμ («ήταν ένας από εμάς», λέει ο αφηγητής Μάρλοου), οξύνοντας έτσι το δράμα και την τραγωδία της πτώσης του, τον επακόλουθο αγώνα του να εξιλεωθεί, και τις περαιτέρω νύξεις του συγγραφέα ότι τα προσωπικά ελαττώματα του χαρακτήρα σχεδόν σίγουρα θα αναδυθούν εάν υπάρξει ένας κατάλληλος καταλύτης. Ο Κόνραντ, μιλώντας μέσω του χαρακτήρα του Στάιν, αποκάλεσε τον Τζιμ ρομαντική φιγούρα, και πράγματι ο Λόρδος Τζιμ είναι αναμφισβήτητα το πιο ρομαντικό μυθιστόρημα του Κόνραντ. Εκτός από τον λυρισμό της περιγραφικής γραφής του Κόνραντ, το μυθιστόρημα είναι γνωστό για την εκλεπτυσμένη δομή του. Το μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος αναπτύσσεται με τη μορφή μιας ιστορίας που διηγείται ο Μάρλοου σε μια ομάδα ακροατών, και το συμπέρασμα παρουσιάζεται με τη μορφή μιας επιστολής από τον Μάρλοου. Μέσα στην αφήγηση του Μάρλοου, άλλοι χαρακτήρες αφηγούνται επίσης τις δικές τους ιστορίες σε ένθετο διάλογο. Έτσι, τα γεγονότα στο μυθιστόρημα περιγράφονται από διάφορες οπτικές γωνίες, και συχνά εκτός χρονολογικής σειράς. Ο αναγνώστης αφήνεται να σχηματίσει μια εντύπωση για την εσωτερική ψυχολογική κατάσταση του Τζιμ από αυτές τις πολλαπλές εξωτερικές οπτικές γωνίες. Μερικοί κριτικοί υποστηρίζουν ότι αυτό είναι αδύνατο και ότι ο Τζιμ πρέπει να παραμείνει για πάντα ένα αίνιγμα, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι υπάρχει μια απόλυτη πραγματικότητα, που ο αναγνώστης μπορεί να αντιληφθεί και ότι οι πράξεις του Τζιμ μπορούν να κριθούν ηθικά. Υπάρχει επίσης μια ανάλυση που δείχνει στο μυθιστόρημα ένα σταθερό μοτίβο νοήματος και μια έμμεση ενότητα, που ο Κόνραντ είπε ότι έχει το μυθιστόρημα. Είναι «η ανάπτυξη μιας κατάστασης, μόνο μίας στην πραγματικότητα, από την αρχή μέχρι το τέλος». Ένα τελικό ερώτημα διαπερνά το μυθιστόρημα και βοηθά στην ενοποίησή του: αν το «καταστροφικό στοιχείο» που είναι το «πνεύμα» του Σύμπαντος έχει πρόθεση - και, πέρα ​​από αυτό, κακόβουλη πρόθεση - προς οποιοδήποτε συγκεκριμένο άτομο ή είναι, αντίθετα, αμερόληπτο και αδιάφορο. Ανάλογα (ως επακόλουθο) με την απάντηση σε αυτό το ερώτημα διαμορφώνεται και ο βαθμός υπευθυνότητας του κάθε ατόμου για τις πράξεις του. Και αλλιώτικες απαντήσεις στο ερώτημα ή το επακόλουθό του δίνονται από τους διάφορους χαρακτήρες του έργου. 

233. Η ερμηνεία των ονείρων (Σίγκμουντ Φρόιντ – 1900) Παρουσιάζει μια θεωρία του ασυνείδητου και του συμβολισμού των ονείρων, εξερευνά το νόημα των ονείρων και τη σύνδεσή τους με καταπιεσμένες επιθυμίες. Το βασικό θέμα είναι η διερεύνηση του ονείρου ως εκπλήρωση μίας επιθυμίας. Βασική του θέση ήταν ότι το όνειρο (ακόμη και οι εφιάλτες) αποτελεί πάντοτε την εκπλήρωση μιας συνειδητής ή ασυνείδητης επιθυμίας, η έκφραση της οποίας όμως είτε παρουσιάζεται ως έχει (συνειδητή) είτε λογοκρίνεται από τον εγκέφαλο πριν γίνει συνειδητή και παραμορφώνεται με διάφορους μηχανισμούς, όπως η μετάθεση και η χρήση συμβόλων. Το βιβλίο αγνοήθηκε για περίπου μία δεκαετία, πριν αρχίσει να αναγνωρίζεται η αξία του, περίοδο κατά την οποία εμφανίστηκαν λίγες και ως επί το πλείστον περιφρονητικές κριτικές. Είχε βαθιά επιρροή στη λογοτεχνική θεωρία, ειδικά στους τομείς της γραφής ροής της συνείδησης και της ψυχαναλυτικής κριτικής. Οι ζωηρές περιγραφές για τις ονειρικές εικόνες και η εξερεύνηση του ασυνείδητου νου έχουν απήχηση σε λογοτεχνικά έργα, ιδιαίτερα εκείνα που αφορούν τους συμβολισμούς, τα φροϋδικά ολισθήματα και την εσωτερική ζωή των χαρακτήρων. Οι θεωρίες του για την καταστολή και την εκπλήρωση επιθυμιών έχουν επηρεάσει πολλούς λογοτέχνες.

Κυριακή 25 Μαΐου 2025

Αυτό που ονομάζουμε πολιτισμό (Robert Noonan)

«Αυτό που ονομάζουμε πολιτισμό - η συσσώρευση γνώσης που μας έχει φτάσει από τους προγόνους μας - είναι ο καρπός χιλιάδων ετών ανθρώπινης σκέψης και μόχθου. Δεν είναι αποτέλεσμα της εργασίας των προγόνων οποιασδήποτε ξεχωριστής τάξης ανθρώπων που υπάρχουν σήμερα και, ως εκ τούτου, αποτελεί δικαιωματικά την κοινή κληρονομιά όλων. Κάθε μικρό παιδί που γεννιέται στον κόσμο, ανεξάρτητα από το αν είναι έξυπνο ή βαρετό, αν είναι σωματικά τέλειο ή κουτσό ή τυφλό. ανεξάρτητα από το πόσο μπορεί να υπερέχει ή να υστερεί από τους συνανθρώπους του σε άλλες απόψεις, σε ένα πράγμα τουλάχιστον είναι ίσο τους - είναι ένας από τους κληρονόμους όλων των εποχών που έχουν περάσει» (Οι φιλάνθρωποι με τα σχισμένα παντελόνια - 1914)

Πέμπτη 22 Μαΐου 2025

Ήταν καινούργια τότε η παλιά μας γειτονιά ! (της Τόνιας Μάκρα, δημοσιογράφου)

Με την απόσταση του χρόνου στρέφω το βλέμμα στην γειτονιά των παιδικών μας χρόνων που ξεκινά από την Λεωφόρο Χαϊνα και εκτείνεται έως το Κουρέντι και τις υπόλοιπες βόρειες παραλίες της πόλης μας.  Τότε που στις εκτάσεις του πρώην κτήματος Στεργίου με το πλούσιο πορτοκαλεώνα μόλις είχανε ξεκινήσει να χτίζονται τα πρώτα μονώροφα σπίτια.  Σήμερα  πυκνοκατοικημένη  πλέον η συνοικία έχει αναδειχθεί στο νέο εμπορικό και οικονομικό κέντρο της Χαλκίδας ενώ συγκροτήματα   κατοικιών  υψώνονται σε όλους τους δρόμους και ‘αγκαλιάζουν' ασφυκτικά τη θάλασσα.  Ωστόσο για εμάς τα πρώτα στην κυριολεξία 'παιδιά' της είναι οι μνήμες που διατηρούν τις σχέσεις, τις παιδικές φιλίες που γεννηθήκανε  στα παιχνίδια σε  χωμάτινους δρόμους και στην αγαπημένη αμμουδιά των παιδικών μας χρόνων, το γλυκό σε τοπίο Κουρέντι. 

Η γειτονιά μας ήτανε καινούργια, τα σπίτια μας νεόχτιστα, οι γονείς μας νεαροί οικογενειάρχες και εμείς μικρά παιδιά στο νήπιο ή το πολύ στο δημοτικό. Όλα αυτά διαδραματίζονταν  προς το τέλος της  δεκαετίας του '50 και αργότερα στην νεόκοπη τότε γειτονιά της Χαλκίδας που ξεκίνησε να αναπτύσσεται από τη Χαϊνα και συγκεκριμένα από τον φούρνο 'Δήμητρα' (ιδιοκτησία της οικογένειας Στεργίου  που αποτέλεσε δημοφιλές  τοπωνύμιο της πόλης μας για  δεκαετίες ολόκληρες), με κατεύθυνση προς το Κουρέντι και τις παραλίες Παπαθανασίου και Συκιές. Τα πρώτα σπίτια ήταν σχεδόν όλα συγκεντρωμένα τριγύρω από τη  διασταύρωση  των σημερινών οδών Ηλία Αφεντάκη και Λέλας Καραγιάννη. Εκεί γεννήθηκε η νέα συνοικία της Χαλκίδας, σε τόπο εξοχικό αλλά και χλοερό όπου μέχρι πρότινος περισσεύανε τα πορτοκαλεόδενδρα, τα πεύκα, οι λεύκες, οι μουριές, οι συκιές, οι ευκάλυπτοι .  Μια συνοικία που χρειάστηκε πάνω από δεκαετία για να επεκταθεί κάποια τετράγωνα πιο πέρα από την Χαϊνά και αρκετές δεκαετίες για να αγγίξει τις κοντινές παραλίες, τις οποίες μετά το ’80 αγκάλιασε ασφυκτικά – δυστυχώς!

Στην εποχή που χτιζόντουσαν τα πρώτα σπίτια κανείς όμως δεν κυνηγούσε την θάλασσα -η γειτνίαση μαζί της κρινότανε μάλιστα ανθυγιεινή ! Ούτε είχε ακόμα ενσκήψει η  εμμονή των νεοελλήνων με την θαλασσινή θέα – μόδα πολύ μεταγενέστερη στο όνομα της οποίας δυστυχώς καταστράφηκαν και καταστρέφονται περιοχές ολόκληρες μεταξύ των οποίων και τα νησιά. Κοντινό  στη γειτονιά μας πρώτο  καταστροφικό παράδειγμα για το αστικό μας  τοπίο αποτελούν τα μπλοκ των πολυκατοικιών στην παραλία του Παπαθανασίου και αργότερα και στις άλλες παραλίες που μπλόκαραν  ανεπιστρεπτί το θαλασσινό αεράκι απαγορεύοντάς του να διαχυθεί και να δροσίσει τις πίσω γειτονιές.  Τις δεκαετίες 50-'60 όμως ο δρόμος προς τις παραλίες πέρναγε ανάμεσα από χωράφια όπου βόσκανε πρόβατα και αγελάδες.  Λίγα σπιτάκια υπήρχανε ταπεινά και πάρα πολλά δένδρα όπως ελιές, συκιές  και  μουριές στη σκιά των οποίων ξεκουραζόμασταν επιστρέφοντας τα καλοκαιρινά μεσημέρια κατάκοποι από τις ατέλειωτες βουτιές στη θάλασσα.  Αυτή η νέα Χαλκίδα είχε σαν σημείο εκκίνησής την παλιά μας γειτονιά και προσωπική μας ... πατρίδα η οποία ευτύχησε πρέπει να πούμε να διαθέτει εξαρχής πολεοδομικό σχεδιασμό άρα μεγάλους δρόμους και μονοκατοικίες με κήπο στην πρόσοψη. Ωστόσο δεν υπήρξε καμία πρόβλεψη ελεύθερου δημόσιου χώρου –όπως άλλωστε ίσχυε σε  ολόκληρη τη πόλη.  Ας είναι καλά όμως η θάλασσα με τις παραλίες της που όπως και σήμερα μας φιλοξενούσε πρωί – βράδυ !


Στην αρχή οι δρόμοι ήτανε χώμα και τα σπίτια μας  ακόμα στα τούβλα   Συχνά οι μαμάδες βάφανε λευκούς τους τενεκέδες για να διακοσμήσουν με αυτές τις αυτοσχέδιες γλάστρες μπαλκόνια και αυλές.  Γύρω  μας αλάνες και ελάχιστα μέτρα πιο πέρα πορτοκαλιές και λεμονιές, μουριές, αθάνατοι, φραγκοσυκιές και μυρωδάτο χαμομήλι.  Θυμάμαι ζωντανά τις μπουλντόζες να  ανοίγουνε το δρόμο προς τη θάλασσα αλλά και τους λαβωμένους κορμούς των δένδρων πλαγιασμένους στο αφράτο και κοκκινωπό χώμα, εικόνες που μου δημιουργούσαν αμφιλεγόμενα συναισθήματα. Θυμάμαι ακόμα όμως με χαρά και την ασφαλτόστρωσή  των δρόμων -κάπου προς το 1965. Λίγο λίγο η ζωή έφερε αλλαγές και  πολλούς  νέους γείτονες. Τα σπίτια γίνανε διώροφα, αποκτήσανε πέτρινες μάνδρες με καγκελόφραξη, οι κήποι φτιάχτηκαν με πεζούλες και γέμισαν  δένδρα και λουλούδια, γεράνια, τριανταφυλλιές, ορτανσίες, γιασεμί, αγιόκλιμα.. Ωστόσο στις δικές μας ζωές οι αλλαγές αποδειχτήκανε πολύ πιο ταχείς απ' ότι στη νέα αυτή πλευρά της Χαλκίδας.   

Ακόμα και σήμερα πολλές από τις παλιές εκείνες κατοικίες στέκουνε στην θέση τους και η εναλλαγή τους με τις πολυκατοικίες μας επιτρέπει να απολαμβάνουμε  τον ήλιο αλλά και το δροσερό αεράκι που ξεγλιστρά τα βράδια του καλοκαιριού από το Βοριά. Και η θάλασσα είναι ακόμα δίπλα μας έστω κι αν δεν την βλέπουμε από τις ταράτσες των πατρικών μας σπιτιών – όπως τότε. Με χαρά βλέπω τα καλοκαιρινά βράδια  παρέες παιδιών - νεαρών - ενήλικων – οικογενειών να ανηφορίζουνε με ράθυμο βήμα από τις πλάζ.  Η παλιά γειτονιά έχει μεταλλαχθεί  σε νέο εμπορικό, οικονομικό και ιατρικό κέντρο της πόλης. Μοιάζει όμως πολλές από τις συνήθειες των κατοίκων να παραμένουνε οι ίδιες και  τον τόνο στην καθημερινότητα του καλοκαιριού να τον δίνει πάντα η θάλασσα. Κάτι που αρχίζεις να το αισθάνεσαι αμέσως μόλις απομακρυνθείς από την Λεωφόρο Χαϊνά που ούτε να την διασχίσεις μπορείς ούτε να την περπατήσεις. 

Οι κάτοικοι 

Τα άτομα που πρωτοκατοίκησαν την γειτονιά ήτανε λοιπόν οι νεαροί  γονείς μας που τότε ξεκινούσανε τη ζωή τους ή κάποιοι λίγο μεγαλύτεροι που στήνανε και πάλι νοικοκυριό στην Χαλκίδα πλέον μετά την λαίλαπα της κατοχής και τις συνέπειες του εμφύλιου. Τα επαγγέλματα τους ποικίλα : ο κτηματίας – αρτοποιός Κώστας Στεργίου η οικογένεια του οποίου για χρόνια κατοικούσε στο παλιό αγροτικό σπίτι, ένα κτίσμα χαμηλό, μακρόστενο πέτρινο με κεραμοσκεπή χαρακτηριστικό οίκημα της υπαίθρου. Απέναντί του αντίθετα ο  στρατιωτικός  Αθανάσιος Σιταράς έκτισε την πρώτη μοντέρνα διπλοκατοικία. Σύγχρονα της εποχής τους ήταν όλες οι υπόλοιπες κατοικίες ,  του αρχιμηχανικού στην βιομηχανία Παπαθανασίου  Γιώργου Βράκα, της οικογένειάς μας. Σύγχρονο με το δικό μας σπίτι ήταν του ζεύγους των δασκάλων Σπανάκη, του έμπορου και παλιού κατετάνιου του ΕΛΑΣ  Γιάννη Σκλιά με τη γυναίκα επίσης αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης Μαρίκα και τις κόρες τους. Κάτοικός και ο τραπεζικός  Δημήτρης Γαλάνης η κόρη του οποίου Αναστασία (Σούλα) Γαλάνη ,  εργάστηκε στο Δήμο και για δεκαετίας  ήταν η ιδιαιτέρα σειρά δημάρχων της Χαλκίδας. Στο δίπατο σπίτι με την μεγάλη αυλή και γύρω –γύρω τα ενοικιαζόμενα δωμάτια έμενε η Σωτηρία Γιαμά από την Στενή (στο οικόπεδο  της  επί της Χαϊνά κτίστηκε η πρώτη πολυκατοικία της περιοχής ‘του Μαλάγα’). Η κυρά  Σωτήρω όπως την λέγαμε λάτρευε το τάβλι και έπαιζε διαρκώς με οποιον  πρόθυμο παρτενέρ έβρισκε ! Μάλιστα θυμάμαι ακόμα τον ήχο από τα πιόνια που χτυπούσε δυνατά όταν έπαιζε στη βεράντα της τα απομεσήμερα του καλοκαιριού και τα παράθυρα μας ήταν ολάνοιχτα – μπορεί και οι πόρτες ! ‘Αλλοι γείτονες ο τεχνίτης μωσαϊκών Χρίστος Ρόγκας ,  η οικογένεια του Χρίστου Βουκούτη, η οικογένεια Σημιτζή με τα πολλά παιδιά , η οικογένεια Πλάκα που λειτουργούσε ήδη από τότε την ομώνυμη υπόγεια ταβέρνα δίπλα στην Τεχνική Σχολή Δημόκριτος. Αυτό το κτίριο μοντέρνας αρχιτεκτονικής με τεράστια ανοίγματα που εξασφάλιζαν το φυσικό φωτισμό στις αίθουσες υπήρξε κόσμημα της γειτονιάς. Πλημυρισμένη  από μαθητές το πρωί και φοιτητές το απόγευμα οι οποίοι εκπαιδευόντουσαν σε κάθε κατηγορία τεχνικού προσανατολισμού. Το σημερινό κουφάρι που ευτυχώς διασώθηκε από την κατεδάφιση, το γνωρίσαμε στις δόξες του και παίξαμε μέχρι πλήρους εξάντλησης στην αυλή του.    

Στην απέναντι πλευρά της Χαϊνα στο ύψος του φούρνου  “ΔΗΜΗΤΡΑ” υπήρχε ένα και μοναδικό μπακάλικο (στο εσωτερικό δέσποζε η ιστορική διαφήμιση με τον μοναχό και τα μακαρόνια ΜΙΣΚΟ), δίπλα του ένα ουζερί με τα χταπόδια να στεγνώνουν μονίμως στην σκιά των μουριών και από πάνω το σπίτι των αδελφών Χάρλα (ήταν οι οικοδόμοι που χτίσανε τα περισσότερα σπίτια). Λίγο πιο κάτω η  βρισκότανε η ταβέρνα του “Κανατσέλου” ένα απίστευτο κουτούκι που επέζησε αρκετές δεκαετίες, ένα αγροτικό  σπίτι -μπακάλικο -ταβέρνα με τα τραπέζια κάτω από μεγάλες μουριές. Εκεί που βρίσκεται τώρα το σούπερ μάρκετ 'Κρητικός' ξεκίναγε το κτήμα του Μπούρικα που έφτανε μέχρι το κύμα. Από τη λεωφόρο κατέβαινες μια τεράστια πέτρινη σκάλα για να φθάσεις στο ύψος του σπιτιού. Από εκεί προμηθευότανε πορτοκάλια, μανταρίνια. λεμόνια, κοτόπουλα, αυγά όλη η Χαλκίδα. Μια έκταση κατάφυτη με κτίσματα χαμηλά πέτρινα με κεραμίδια. Απέναντί του εκεί που δεκαετίες τώρα βρίσκεται βενζινάδικο προυπήρχε ένα ‘δάσος’ ... από ελαιόδενδρα (!). Κόπηκε φαντάζομαι σε μια νύχτα – ευτυχώς ήμουνα παιδί  και δεν θυμάμαι τη μέρα που συντελέστηκε το έγκλημα.  

Τώρα όμως που ξαναθυμάμαι όλες αυτές τις όμορφες εικόνες μου φαίνεται σαν ψέμα. Σαν να της έζησα σε μια άλλη ζωή, ακόμα και η μνήμη μου δυσκολεύεται να τις αναβιώσει. Εκεί που η βλάστηση περίσσευε  σήμερα επί της Χαϊνα δεν διατηρήθηκε ούτε καν μια μουριά έστω μια ακακία από αυτές που φύτευε ο Δήμος τη δεκαετία του '60 στα πεζοδρόμια . Τώρα για να βαδίσουμε ή ακόμα χειρότερα να διασχίσουμε την λεωφόρο πρέπει να κρυβόμαστε πίσω από μαύρα γυαλιά και καπέλα για να αντέξουμε την εκτυφλωτική και απίστευτα ενοχλητική ηλιοφάνεια, ειδικά ώρες που αντανακλάται στην καυτή  άσφαλτο !  Συχνά μέρες με καύσωνα έχεις την αίσθηση ότι διασχίζεις την έρημο. Ποιος υπολόγιζε όμως το ρόλο του αστικού πράσινου στην  Χαλκίδα της δεκαετίας του '60 ; ή ακόμα και σήμερα  ; Απάντηση δεν υπάρχει γι αυτό ας επιστρέψουμε και πάλι στην εποχή που  οι πόλεις διατηρούσαν ακόμα ανθρώπινο μέγεθος.  

Η ζωή 

Ανεξάρτητα από τη δουλειά των γονιών μας κοινωνικές διαφορές και αντιθέσεις δεν βιώσαμε σαν παιδιά. Αλλωστε ήτανε η εποχή φτωχή, τα εισοδήματα περιορισμένα, οι μισθοί ακόμα και των κρατικών λειτουργών χαμηλοί.. ακόμα και οι πολιτικές αντιθέσεις κρατιόντουσαν κάπως χαμηλά Εμείς εκεί ζούσαμε όλοι με τον ίδιο απλό τρόπο, στον αστερισμό του ελάχιστου,  τα έπιπλα στα σπίτια μπαίνανε αργά και όλα ήτανε τραπεζαρίες καρυδιές με σκαλίσματα συν μπουφέδες ίδιο στιλ, για θέρμανση είχαμε σόμπες,  τα παιδιά  ήμασταν ντυμένα με πανομοιότυπα ρούχα, τα παιχνίδια ήταν ελάχιστα, όπως οι κούκλες που μας αγοράζανε συνήθως από το παζάρι της Αγίας Παρασκευής . Δεν χρειαζόμασταν  άλλωστε παιχνίδια, είχαμε την  άμμο και τα χαλίκια από τα σπίτια που χτιζόντουσαν, τα ομαδικά παιχνίδια με μπάλα, το 'αλτ', το 'κρυφτό' και φυσικά υπήρχε η θάλασσα. 

Μεγαλώναμε ομαδικά και διαρκώς  μετακινούμασταν από το ένα σπίτι στο άλλο, από την μια αυλή στην άλλη, το καλοκαίρι ζούσαμε στο δρόμο ή στην θάλασσα ξεφωνίζοντας ολημερίς και ολονυχτίς. Σχολείο πηγαίναμε επίσης όλοι μαζί γιατί είχαμε κοντινές ηλικίες,  στο νεοιδρυθέν 13ο Δημοτικό που στεγαζότανε στις  ψηλοτάβανες μεν αλλα παγωμένες  αίθουσες του “Δημόκριτου”. Στα διαλείμματα πεταγόμασταν στο σπίτι να φάμε,  να πιούμε νερό όταν δεν κυνηγιόμασταν στην  αυλή  που σήμερα χάσκει ερειπωμένη.  Σπίτι -σχολείο- γειτονιά ήτανε ένα, τα σπίτια μας ήτανε  ανοιχτά, οι μανάδες μας φιλενάδες, οι μπαμπάδες πατρικές φιγούρες για όλους.  Με λίγα λόγια η κοινωνία μας δεν διέφερε  σε τίποτα από αυτή ενός  χωριού ενώ αναπτυσσότανε  στην περιφέρεια της Χαλκίδας, στις  γειτονιές που  εξελιχθήκανε σε μια πόλη ολόκληρη. Φυσικό και επόμενο  λοιπόν ήταν οι αλλαγές που βίωσε στην πορεία η γειτονιά να αποδειχτούν ταυτόσημες με τις διαδικασίες ανάπτυξης και αστικοποίησης που χαρακτήρισαν τις πόλεις της περιφέρειας αλλά και τις γειτονιές και τα προάστεια της Αθήνας. 

Ωστόσο στους κόλπους αυτής της ‘πολιτείας’  κάποια από εκείνα τα τότε παιδιά - άλλοι ως μόνιμοι κάτοικοι κι άλλοι ως παραθεριστές του καλοκαιριού - μοιραζόμαστε ακόμα ζωή και  μνήμες με  καταλύτη την αγάπη και κυρίως αλληλεγγύη που έδεσε στο παρελθόν  τους γονείς μας.


* Για πρώτη φορά το ίδιο θέμα με απασχόλησε με πολύ πιο προσωπικό ωστόσο  ύφος σε κείμενο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα 'Ν. Προοδευτική Εύβοια' του αείμνηστου Δημήτρη Δεμερτζή.