Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ε.Ακρίτα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ε.Ακρίτα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2021

Τι φορούσα όταν με βίαζες (της Ε.Ακρίτα απο το news247)

Όταν με βίασες ήμουν ένα κορίτσι με σορτσάκι. Όταν με βίασες ήμουν ένα αγόρι στις τουαλέτες του σχολείου. Όταν με βίασες ήμουν μια μεσόκοπη χωρίς ένσημα. Όταν με βίασες ήμουν η κόρη σου. Όταν με βίασες ήμουν η μάνα σου. Όταν με βίασες ήμουν φαντάρος, ήμουν πόρνη, δούλευα στον δρόμο, δούλευα στα χωράφια σου, στις Μαγουλάδες σου, στις φραουλάδες σου, στο σούπερ μάρκετ σου, στην ταβέρνα σου.

Δούλευα. Και δε μίλησα. 

Le Bain Turc - 1862

Φοβήθηκα όχι εσένα, όχι τον ιδρώτα και τα βρωμόλογα σου. Φοβήθηκα να γυρίσω σπίτι χωρίς μεροκάματο, φοβήθηκα γιατί τα έξοδα τρέχουν, οι λογαριασμοί τρέχουν, η ζωή τρέχει ερήμην μου κι ερήμην των παιδιών μου. Φοβήθηκα. Και σώπασα.

Όταν με βίασες φορούσα σορτσάκι, φορούσα μπούργκα, δεν φορούσα τίποτα, φορούσα φούστα μακριά στον αστράγαλο, φορούσα γοβάκι κοκκινο σαν το αίμα, φορούσα γαρύφαλο στ’ αυτί, φορούσα ανέμους και θύελλες στα ξέπλεκα μαλλιά μου. Όταν με βίασες πρώτη φορά ήσουν ο αγαπημένος μου, ο άντρας μου, ο νταβατζής μου, το αφεντικό μου, ο πατέρας μου, ο γείτονας, ο ξένος για μένανε κι εχθρός. Με βρήκες στο δρόμο και με στρίμωξες, με πέτυχες μια νύχτα και με τσάκισες, μ’ έβλεπες στη δουλειά και με ξεφτίλισες, ζούσαμε στο ίδιο σπίτι και με έριχνες στο πάτωμα. Γιατί μπορούσες. Απλά"

Διαβάστε το άρθρο απο το news247.gr εδώ


Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

Το σπίτι του Τσίπρα... (το λογοκριμένο χρονογράφημα της Ε.Ακρίτα)

 Σήμερα στα ‘Νέα’ λογοκρίθηκε από την διεύθυνση της εφημερίδας και, για πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια, δεν δημοσιεύεται στην στήλη της του Σαββάτου.

…Και το σπίτι του κρεμασμένου.
Που δεν μιλάνε για σκοινί. Κι όταν μιλάνε, κρίνονται. Όχι μόνο για τα δικά τους σπίτια – τα τριάντα δύο, λέω έτσι έναν αριθμό στην τύχη. Αλήθεια, αυτά όλα πόσο αγοράστηκαν, πόσα δάνεια πήρανε, πόσα επιστρέψανε στις τράπεζες και πόσα χρωστούν ακόμα;
Τί έγινε με τα στρέμματα στην Τήνο – λέω τυχαία ένα νησί.
Τί έγινε με το σπίτι του Βολταίρου – λέω τυχαία έναν συγγραφέα.
Και γιατί το κάνουν αυτό ειδικά τώρα; Γιατί επιλέγουν αυτή τη χρονική συγκυρία;
Διότι τα έχουν κάνει μαντάρα, αγάπη μου. Το ένα λάθος μετά το άλλο, η μία γκάφα πάνω στην άλλη, φάσκουν και αντιφάσκουν και μάς παν από το κακό στο χειρότερο.
Και μάς παν ποδηλατώντας. Ανέμελα.
Ποδηλατούν στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη με εκατό νεκρούς την ημέρα. Νεκρούς με ονοματεπώνυμο, νεκρούς με οικογένεια και παιδιά και κολλητούς και φίλους κι εχθρούς.
Νεκρούς με στέκια αγαπημένα και τραγούδια πανάκριβα και μνήμες παιδικές, και χούγια περίεργα, κι αναποδιές και νεύρα και φιλιά κι αγκαλιές. Νεκρούς γιατί δεν έχουμε ΜΕΘ, νεκρούς γιατί ανοίξανε τα σύνορα, νεκρούς γιατί στοιβάζονται στα λεωφορεία, νεκρούς γιατί οι κυβέρνηση πρώτη δίνει το κάκιστο παράδειγμα όταν κόβει βόλτες χωρίς μάσκα και χωρίς προφυλάξεις σε φιέστες και σε Πάρνηθες.

Λογικό λοιπόν να θέλουν να στρέψουν τα φώτα στο σπίτι του Τσίπρα. Να εστιάσουν στο ασήμαντο και στο παραπολιτικό. Αυτά γλυκούλα μου, ο Μακιαβέλι τα έκανε πριν καν μπουσουλήσει κι αυτοί νομίζουν πως εφηύραν την πυρίτιδα.
Ας πω λοιπόν κι εγώ την αποψάρα μου, όπως κάνω είκοσι χρόνια κάθε Σάββατο σε αυτήν εδώ την εφημερίδα. Όταν το σπίτι που έχει δήθεν αγοραστεί 1.300.000 ευρώ, αποδεικνύεται με έγγραφα και συμβόλαια ότι νοικιάζεται 500 ευρώ, ε συγγνώμη κιόλας.
Κι εγώ σού λέω δεν νοικιάζεται 500 ευρώ. Κι εγώ σού λέω λέει ψέματα ο Τσίπρας. Μπορείς να το αποδείξεις; Διότι όταν αφήνεις τέτοιες αιχμές, θα πρέπει να ξέρεις πως ο κατήγορος κι όχι ο ‘κατηγορούμενος’ φέρει το βάρος της απόδειξης του πραγματικού περιστατικού. Αν εγώ κουκλίτσα μου σε πω πχ κλέφτρα, πρέπει εγώ να το αποδείξω. Με χαρτιά και ντοκουμέντα. Εσύ δεν χρειάζεται να κουνηθείς απ’ την καρέκλα.
Αν λοιπόν δεν μπορούμε γραπτώς να αποδείξουμε ότι το νοίκιασε για τα διπλάσια και τα τριπλάσια - τότε το μίσθωμα είναι 500 ευρώ. Όσο γράφει το συμβόλαιο. Ούτε 449 ούτε 501. Πεντακόσια. Τέλος.
Δεν ξέρω ποιοι γείτονες ρωτήθηκαν και μίλησαν για διχίλιαρα ενοίκια. Γιατί κι εγώ γείτονας είμαι. Παραδίπλα έχω σπίτι - από τη γιαγιά μου για τους κακόβολους. Την περιοχή την ξέρω σαν την παλάμη του χεριού μου και τις τιμές και τις αξίες και τα πάντα. Κι εγώ όταν ζορίστηκα οικονομικά, προσπάθησα και να πουλήσω και να νοικιάσω. Ειλικρινά πιστεύει άνθρωπος ότι θα μπορούσαμε να εισπράττουμε νοίκι 1.500; Σοβαρά; Μέσα στην κρίση; Σε μια περιοχή όπου πωλούνται εκατοντάδες ακίνητα, και νοικιάζονται ελάχιστα;
Δηλαδή τι λέμε ακριβώς; Ότι θα μπορούσα εγώ και η κάθε εγώ, να βγάλω έξι χιλιάρικα τη σεζόν και θα μού ξίνιζαν; Τεμενάδες θα κάναμε. Αυτά τα τρελά ποσά ίσχυαν μόνο το 1999 με τη φούσκα του χρηματιστηρίου. Τότε που οι νεόπλουτοι εκδοροσφαγείς μάς παρακάλαγαν να αγοράσουν τα σπίτια μας όσο όσο.

Γι’ αυτό σού λέω. Στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάν για το σπίτι το νοικιασμένο.
:Και όπως είπε ο ποινικολόγος Θανάσης Καμπαγιάννης
«Όταν πεθαίνουν 100 άτομα τη μέρα και το μόνο πράγμα που απασχολεί ολόκληρη κυβέρνηση είναι αν ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, πρόεδρος αστικού κόμματος και πρώην πρωθυπουργός μπορεί να νοικιάζει εξοχικό με 500 ευρώ το μήνα, καταλαβαίνεις ότι τη πρωτοχρονιά, εν μέσω πανδημίας και τις ελλείψεις του συστήματος υγείας, πιθανότερο είναι να συναντήσεις τον άγιο Πέτρο παρά τον άγιο Βασίλη».

Κυριακή 28 Ιουλίου 2019

«Οι όμορφες κυρίες των φέριμποτ» της Ελενας Ακρίτα, από τα ΝΕΑ

Πηγαίνοντας προς τη βόρεια Εύβοια, μπήκα στο φέριμποτ ‘Καπετάν Αριστείδης’ από Αρκίτσα για Αιδηψό. Το οποίο ήταν πεντακάθαρο παρεμπιπτόντως και το προσωπικό ευγενέστατο κι εξυπηρετικό.
Το καράβι ήταν γεμάτο από κυρίες μιας κάποιας ηλικίας. Προχωρημένης. Ελάχιστοι άντρες, τέσσερις πέντε σύζυγοι κείτονταν τήδε κακείσε. Οι κυρίες ήταν σε δύο γκρουπ το ένα ΚΑΠΗ από Αθήνα, το άλλο προσφορά από ταξιδιωτικό γραφείο. Πήγαιναν στην Αιδηψό για ιαματικά λουτρά. Λίγο ντροπαλές. Λες κι έκαναν κάτι που δεν πρέπει, κάτι που δεν το δικαιούνταν: αυτές γεννήθηκαν για να φροντίζουν όλους τους άλλους, ποτέ τον εαυτό τους.
Στις δυο γιγαντοοθόνες του σαλονιού σε απευθείας μετάδοση η ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης. Έβλεπαν όλες μαζί και τιτίβιζαν, μα τι ωραίο ταγιέρ, πώς την φωτίζει το λευκό, καλέ πολύ ψηλός ο Μητσοτάκης, ο κοντός ποιος είναι, όχι αυτός ο κοντός, ο άλλος κοντός πίσω από τον κοντό, μπράβο, τιτ τιτ τιτ σαν τα πουλάκια.
‘Ήταν χαρούμενες. Πολύ. Στα ρυτιδιασμένα πρόσωπα έλαμπαν μάτια κοριτσιών σε πενταήμερη. Όλες είχαν φρεσκοβαμμένα μαλλιά το κοκκινοκάστανο το γλυκό, το πεισματάρικο, αυτό που αρνείται να μεγαλώσει και να δώσει τη θέση του στο λευκό της κεφαλής. Το χτένισμα ασάλευτο από τη λακ και το κρεπάρισμα, τα ρούχα φλοράλ, τα νυχάκια περιποιημένα με μανόν περλέ. Είχαν κάνει προετοιμασίες το ‘βλεπες αυτό: πήγαν κομμωτήρια, ψώνισαν καινούργιο μαγιό με ασορτί παρεό, σκουφάκι του μπάνιου, όμορφα πεδιλάκια μπρονζέ κι ένα καπέλο μα ένα καπέλο, σαν της Αλίκης στο Ναυτικό…. Κι ήταν όμορφες, τόσο όμορφες…
Μιλούσαν και γελούσαν κι έλεγαν κι έλεγαν και γλώσσα μέσα δεν έβαζαν. Κι άντε πάλι χωρατά κι άντε πάλι γέλιο, ένα γέλιο γάργαρο, κοριτσίστικο, το γέλιο της εκδρομής και της νιότης και μιας ανεμελιάς που ξέχασε το όνομά της.
Όλες με το κινητό στο χέρι. Ούτε στην τσάντα δεν το έβαζαν μη δεν τ’ ακούσουν. Έλα Νίκο μου. Έλα Μαιρούλα. Έλα αγόρι μου, κορίτσι μου, έλα άντρα μου. Έλα πες μου ό,τι αηδία σου κατέβει στο κεφάλι, πες μου για τη βρύση που στάζει, λες και μπορώ από εδώ που είμαι να βρω λύση για μια βρύση που στάζει στο Πικέρμι. Ρώτα με πού είναι τα παυσίπονα που κοντεύουν ν’ αυτοκτονήσουν από πλήξη τόσα χρόνια στο ίδιο ντουλάπι. Κι αν τελείωσαν τα χάπια πες το μου. Πες το μου μην μού το κρύβεις. Και προπαντός μη διανοηθείς να πεταχτείς στο απέναντι φαρμακείο ν’ αγοράσεις, όχι, όοοοχι σε μένα θα το πεις. Σε μένα θ’ ανοίξεις την καρδούλα σου, καρδούλα μου, σε μένα που βρίσκομαι 200 χιλιόμετρα μακριά. Μα και βέβαια θα το σηκώσω το ρημαδι, και βέβαια θα το καταπιώ το μπινελίκι το αυθόρμητο. Ναι εννοείται να με αγχώσεις άνευ λόγου και αιτίας αλίμονο, αν δε με αγχώσει ο άνθρωπός μου ποιος θα με αγχώσει ο ξένος;

Όμως οι όμορφες κυρίες των φέριμποτ δεν κατσουφιάζαν για πολύ, δεν χαλούσαν τη ζαχαρένια τους. Μόλις έκλειναν το κινητό, ξαναβρίσκαν το κέφι τους. Ξανασυναντιόντουσαν με τη χαρά τη σπάνια, την ακριβοθώρητη που σε κανέναν κερατά δεν τη χαλάλιζαν.
ΚΙ όσο ξεμάκραινε το φέριμποτ τόσο πιο δυνατά γελούσαν. Μέσα στα 40 λεπτά της διαδρομής άλλαζαν, μεταμορφώνονταν, λες κι αφήναν ξέπλεκα των φρονίμων τα μαλλιά.
Να ξέρετε εσείς οι νεότεροι, χρωστάτε πολλά στις κυρίες των φέριμποτ. Να τις αγαπάτε και να τους το λέτε. Να τους λέτε ότι τους πάει το φόρεμα, να τους λέτε ότι είναι όμορφες, γιατί είναι όμορφες… Τόσο όμορφες…
Α, και να μην τους παίρνετε τηλέφωνο για βλακείες. Αφήστε τις ήσυχες για λίγο. Μόνο για λίγο…
Και μην ξεχνάτε. Κάποτε θα ανέβετε κι εσείς στο φέριμποτ.
Καλό υπόλοιπο από μένα, τα λέμε τον Σεπτέμβριο.