Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χ. Τζ. Γουέλς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χ. Τζ. Γουέλς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 10 Αυγούστου 2025

1933: Πολυδιαβασμενα και καλοπουλημένα λογοτεχνικά έργα

Μπαλέτο-ΕΛΣ-Η-χρυσή-εποχή-φωτό-Β. Κεχαγιάς

Η μορφή των πραγμάτων που θα έρθουν (Χέρμπερτ Τζ. Γουέλς – 1933) Μια οικονομική ύφεση προκαλεί έναν μεγάλο πόλεμο που αφήνει την Ευρώπη κατεστραμμένη και απειλούμενη από την πανούκλα. Το χάος επιστρέφει μεγάλο μέρος του κόσμου σε μεσαιωνικές συνθήκες. Οι τεχνικοί που υπηρέτησαν στο παρελθόν σε αεροπορικές δυνάμεις διαφόρων εθνών διατηρούν ένα δίκτυο λειτουργικών αεροδρομίων. Γύρω από αυτόν τον πυρήνα, ο τεχνολογικός πολιτισμός ξαναχτίζεται, με ειδικευμένους τεχνικούς να καταλαμβάνουν τελικά την παγκόσμια εξουσία και να σαρώνουν τα απομεινάρια των εθνικών κρατών. Δημιουργείται μια «πεφωτισμένη» δικτατορία, η οποία ανοίγει το δρόμο για την παγκόσμια ειρήνη καταργώντας τους εθνικούς διαχωρισμούς, επιβάλλοντας την αγγλική γλώσσα, προωθώντας την επιστημονική μάθηση και θέτοντας εκτός νόμου τη θρησκεία. Οι φωτισμένοι πολίτες του κόσμου είναι σε θέση να καθαιρέσουν τους δικτάτορες ειρηνικά και να συνεχίσουν να αναπτύσσουν μια νέα φυλή υπερ-ταλέντων, ικανών να διατηρήσουν μια μόνιμη ουτοπία. Όπως σημειώνει ο Nathaniel Ward, το μυθιστόρημα του Γουέλς εκδόθηκε δύο χρόνια μετά το «Θαυμαστό Νέο Κόσμο» του Aldous Huxley. Και στα δύο έργα, ένας πόλεμος αφήνει τον κόσμο σε ερείπια, μια αυτοανακηρυγμένη ελίτ αναλαμβάνει τον έλεγχο, τον ξαναχτίζει και επιδίδεται σε κοινωνική μηχανική για να αναδιαμορφώσει την ανθρώπινη κοινωνία. Η κρίσιμη διαφορά είναι ότι η κοινωνία που οραματίζεται ο Huxley είναι εξαιρετικά ιεραρχική, με τους ευφυείς «Άλφα» στην κορυφή και τους καθυστερημένους «Έψιλον» στο κάτω μέρος, με τον Huxley να υποστηρίζει ότι μια κοινωνία που αποτελείται αποκλειστικά από τους δυναμικούς και ανταγωνιστικούς «Άλφα» θα διαλυθεί στο χάος και στις συνεχείς συγκρούσεις. Ήταν αυτό το όραμα που ο Wells πίστευε ότι θα έκανε τον Huxley να μείνει στη μνήμη των επόμενων γενιών ως «αντιδραστικό συγγραφέα». Μεγάλο μέρος του έργου του Γουέλς, είναι αφιερωμένο στο να καταδείξει ότι δεδομένου του χρόνου, μια ελίτ με τον έλεγχο της παγκόσμιας εκπαίδευσης μπορεί να κάνει μια τέτοια κοινωνία ευφυών και δυναμικών «Άλφα» αρμονική και λειτουργική, χωρίς να υπάρχει μια κατώτερη τάξη.

Οι Σαράντα Ημέρες του Μούσα Ντάγ (Φραντς Βίκτορ Βέρφελ – 1933) Το σημαντικότερο μυθιστόρημα του που είναι ένα από τα πρώτα μεγάλα λογοτεχνικά έργα που έφεραν στο φως τη γενοκτονία των Αρμενίων. Κυκλοφόρησε το 1933 και βασίζεται σε αληθινά γεγονότα που εκτυλίχθηκαν το 1915, όταν μια ομάδα Αρμενίων από χωριά της Κιλικίας αρνήθηκε να υποταχθεί στις διαταγές των Οθωμανών για εκτοπισμό και αφανισμό και κατέφυγε στο όρος Μούσα Ντάγ (Όρος Μωυσή). Εκεί, πολιορκημένοι, αντιστάθηκαν ηρωικά για σαράντα μέρες, μέχρι που διασώθηκαν από γαλλικά πολεμικά πλοία. Κεντρικό πρόσωπο του έργου είναι ο Γκάμπριελ, ένας κοσμοπολίτης Αρμένιος που αναλαμβάνει την ηγεσία των αμυνόμενων. Μέσα από την αφήγηση, ο Werfel σκιαγραφεί με δραματικό ρεαλισμό την οδύσσεια αυτών των ανθρώπων: τον φόβο, την ελπίδα, τη σκληρότητα του πολέμου αλλά και την αλληλεγγύη και την αξιοπρέπεια. Το μυθιστόρημα δεν είναι μόνο μια ιστορία ηρωισμού, αλλά και μια βαθιά στοχαστική ματιά πάνω στη βία, τη θρησκευτική και εθνοτική καταπίεση και τη δύναμη του ανθρώπινου πνεύματος απέναντι στην εξουσία. Είχε τεράστια απήχηση στην εποχή του, ενώ προκάλεσε την οργή της Τουρκίας και υπήρξε αντικείμενο διπλωματικών πιέσεων. Απαγορεύτηκε στη ναζιστική Γερμανία, καθώς ο Werfel ήταν Εβραίος και το έργο του θεωρήθηκε «επικίνδυνο» λόγω της καταγγελίας του κρατικού εγκλήματος. Μέχρι σήμερα παραμένει ένα κορυφαίο ιστορικό και λογοτεχνικό μνημείο για τη γενοκτονία των Αρμενίων και ένας ύμνος στη δύναμη της ανθρώπινης αντίστασης.

Φονταμάρα (Ινιάτσιο Σιλόνε – 1933) Το πρώτο και πιο γνωστό μυθιστόρημα του Ιταλού συγγραφέα και διανοούμενου Σεκόντο Τρανκουίλι. Εκδόθηκε αρχικά στη γερμανική γλώσσα, καθώς ο συγγραφέας βρισκόταν στην εξορία, κυνηγημένος από το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι. Αποτελεί μια από τις πρώτες και πιο συγκλονιστικές λογοτεχνικές καταγγελίες της κοινωνικής αδικίας και της καταπίεσης που υπέστησαν οι φτωχοί χωρικοί στην Ιταλία της εποχής. Η ιστορία εκτυλίσσεται στο φανταστικό χωριό Fontamara, που συμβολίζει την άγρια ορεινή περιοχή των Αμπρούζων, ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα. Οι χωρικοί του Fontamara είναι αγράμματοι, φτωχοί και συνεχώς θύματα εκμετάλλευσης από τους γαιοκτήμονες, τους τοπικούς άρχοντες και τους φασίστες. Το έργο ξεκινά με την κλοπή του νερού — πηγή ζωής για τους χωρικούς — από έναν πλούσιο επιχειρηματία, πράξη που συμβολίζει την υφαρπαγή των αγαθών και της αξιοπρέπειας των απλών ανθρώπων από τους ισχυρούς. Ο Silone καταγράφει με γλώσσα λιτή και ρεαλιστική τη μοίρα των «cafoni», όπως αποκαλούνται οι αγρότες: την αφέλεια, τη θρησκευτική πίστη, την ελπίδα για δικαιοσύνη, αλλά και την τραγική κατάληξη κάθε τους προσπάθειας αντίστασης. Το Fontamara δεν είναι απλώς μια κοινωνική καταγγελία· είναι και ένα έργο βαθιά ανθρώπινο, που υμνεί την αντοχή και την ηθική δύναμη των καταπιεσμένων. Αν και γραμμένο σε απλή μορφή, θυμίζοντας λαϊκή αφήγηση, διαθέτει έντονη πολιτική διάσταση και αποτέλεσε ισχυρό όπλο κατά του φασισμού. Το μυθιστόρημα γνώρισε διεθνή απήχηση και παραμένει μέχρι σήμερα σύμβολο του αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη και ελευθερία.

Η μαγεμένη ψυχή (Ρομέν Ρολάν – 1933) Αν και ο 1ος τόμος εκδόθηκε το 1922, η τετραλογία ολοκληρώθηκε το 1933. Η ψυχή μιας γυναίκας μαγεμένης απ’ το θαύμα της ζωής, απ’ τη σκληρότητα, τον πόνο και την ομορφιά, απ’ τον έρωτα και το μίσος -μια ματωμένη ψυχή μαγεμένη πάντα απ’ τη δημιουργία και την καταστροφή- δημιουργεί τη ζωή, αγωνίζεται να την κάνει πιο όμορφη, ώσπου σβήνει τσακισμένη μα πάντα μαγεμένη, κοιτάζοντας μακριά, μ’ ένα χαμόγελο γεμάτο βεβαιότητα για το μέλλον του ανθρώπου. Επικεντρώνεται σε μια γυναίκα, το θηλυκό αντίστοιχο του Ζαν Κριστόφ, την Ανέτ, η οποία σταδιακά απογοητεύεται από τα υλικά αγαθά και μάχεται για να κερδίσει την πνευματική της ελευθερία. Είναι η κορωνίδα του ώριμου έργου του συγγραφέα, ένα ηθικό έπος. Πέρα από την πλοκή, πρόκειται για ένα φιλοσοφικό στοχασμό πάνω στην ατομική συνείδηση, την ευθύνη απέναντι στον εαυτό και στην κοινωνία, τον έρωτα, τη μητρότητα, τον πόλεμο και την ειρήνη. Συνιστά μια πνευματική βιογραφία, πρωτίστως της ηρωίδας Αντουανέτ και στη συνέχεια της αδελφής της Αννέτ, αλλά και μιας ολόκληρης εποχής – της Ευρώπης πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέσα από προσωπικά δράματα, πολιτικές ταραχές και ηθικά διλήμματα, ο Ρολάν φιλοτεχνεί ένα ανθρώπινο και φιλοσοφικό οδοιπορικό με κεντρικό άξονα την αναζήτηση της εσωτερικής ελευθερίας, της ηθικής αλήθειας και της κοινωνικής ευθύνης. Η αφήγηση ξεκινά με την οικογένεια Ριβιέρ: δύο αδελφές, μεγαλώνουν με καταπιεστικό πατέρα και μια μάνα ανίκανη να τις προστατεύσει. Η Αντουανέτ, η μεγαλύτερη, γίνεται πρόωρα γυναίκα, αναλαμβάνει το ρόλο προστάτιδας, ενώ αναπτύσσει ένα βαθύ αίσθημα καθήκοντος και αυτοθυσίας. Η Αντουανέτ ζει έναν πλατωνικό, σχεδόν μυθικό έρωτα, που όμως καταλήγει σε ματαίωση. Στο μεταξύ, καταρρέει οικονομικά και ψυχικά, εξαιτίας του καταπιεστικού περιβάλλοντος, των συναισθηματικών απογοητεύσεων και της έλλειψης εσωτερικής διεξόδου. Πεθαίνει πρόωρα, αφήνοντας την Αννέτ μόνη. Ο πρώτος τόμος λειτουργεί σαν εισαγωγή. Η Αντουανέτ προσωποποιεί την παλιά Ευρώπη, θυσιάζεται χωρίς ανταμοιβή, εξιδανικεύει, υπακούει και καταρρέει από τον συναισθηματικό της ιδεαλισμό. Στο δεύτερο τόμο, η Αννέτ αναλαμβάνει την αφήγηση. Εδώ ξεκινά η δική της πνευματική και ψυχολογική διαδρομή. Μόνη, δυναμική αλλά άπειρη, μένει έγκυος από έναν νεαρό, τον Ζαν, ο οποίος εξαφανίζεται. Αντιμέτωπη με κοινωνικά στερεότυπα, αποφασίζει να κρατήσει το παιδί και να το μεγαλώσει μόνη της – πρόκειται για μια ριζοσπαστική πράξη αυτονομίας για την εποχή της. Βασανίζεται από την αντίφαση μεταξύ προσωπικής ελευθερίας και μητρικής ευθύνης, μεταξύ του έρωτα και του καθήκοντος. Η ηρωίδα εσωτερικεύει τους ενοχικούς μηχανισμούς της κοινωνίας. Ο τόμος αυτός επικεντρώνεται στην ηθική αυτονομία και στο θάρρος της ατομικής επιλογής. Ο Ρολάν εστιάζει στη γυναικεία χειραφέτηση όχι ως μόδα, αλλά ως ηθική αναγκαιότητα. Στη συνέχεια η Αννέτ μεγαλώνει τον γιο της, Μαρκ, με σθένος και τρυφερότητα. Ταυτόχρονα εισέρχεται στον κόσμο της πολιτικής. Βιώνει την Ευρώπη του πολέμου και του μίσους. Αν και δεν ταυτίζεται με την αριστερή γραφειοκρατία, αναζητά στον σοσιαλισμό την κοινωνική δικαιοσύνη. Γνωρίζει τον Μπρούνο, έναν Γερμανό αντιμιλιταριστή, με τον οποίο θα αναπτύξει μια βαθιά συντροφική σχέση. Ο τόμος είναι γεμάτος εσωτερικές συγκρούσεις: πατρίδα ή ειρήνη; αγάπη ή καθήκον; ιδεαλισμός ή δράση; Το κεντρικό ερώτημα εδώ είναι η δράση στον κόσμο χωρίς να προδώσεις τον εαυτό σου. Η Αννέτ δεν είναι πλέον μόνο μάνα ή ερωμένη – είναι πολίτης του κόσμου. Ο Ρολάν υπερασπίζεται έναν ηθικό διεθνισμό. Ο τελευταίος τόμος, ο πιο φιλοσοφικός, πραγματεύεται τη συμφιλίωση. Ο Μαρκ, τώρα έφηβος, δεν συμμερίζεται τις αγωνίες της μητέρας του· είναι ψυχρός, πραγματιστής. Ο Μπρούνο έχει πεθάνει. Η Αννέτ μένει μόνη ξανά, ωστόσο δεν είναι πια η νεαρή θυμωμένη γυναίκα – έχει γαληνέψει. Αναζητά την εσωτερική ειρήνη, όχι ως παραίτηση, αλλά ως συνειδητή αποδοχή του κόσμου. Ο τίτλος του τόμου δεν είναι ειρωνικός: είναι μια ήπια, σχεδόν βουδιστική πρόταση συμφιλίωσης με το τραγικό. Η ψυχή δεν μαγεύεται πλέον από ουτοπίες αλλά από τη βαθύτερη κατανόηση της ζωής. Ο συγγραφέας καταλήγει σε μια κοσμοαντίληψη που ενσωματώνει τον πόνο χωρίς να τον θεοποιεί. Μια πρόταση για έναν ηθικό ανθρωπισμό που δεν απαιτεί υπερήρωες, αλλά συνειδητούς ανθρώπους. Η Αννέτ είναι μια ηρωίδα του 20ού αιώνα: αναζητά την αλήθεια μέσα της, την ελευθερία από τον ηθικό καταναγκασμό, αλλά και τη σύνδεση με τον κόσμο. Δεν είναι τέλεια, είναι ανθρώπινη – αυτό ακριβώς κάνει τη διαδρομή της σημαντική. Ο Ρολάν, επηρεασμένος από τον Τολστόι και τον Γκάντι, προτείνει έναν ηθικό ιδεαλισμό χωρίς φανατισμό. Η λύση δεν είναι η επανάσταση ή η απόσυρση, αλλά η εσωτερική ωρίμανση και η ευθύνη απέναντι στο Όλον. Η γυναικεία εμπειρία παρουσιάζεται με σπάνια ευαισθησία για άνδρα συγγραφέα της εποχής. Η Αννέτ είναι ίσως από τις πιο πλήρεις γυναικείες ηρωίδες της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο ανθρωπισμός του έργου είναι πράος, αλλά όχι αφελής: αποδέχεται την ήττα, αλλά δεν εγκαταλείπει την ελπίδα. Η Μαγεμένη Ψυχή παραμένει επίκαιρη σε μια εποχή ηθικής ασάφειας και πολιτικού φανατισμού. Η πρότασή της είναι: ενότητα μέσα στη διαφορά, ηθική χωρίς φανατισμό, πίστη χωρίς μισαλλοδοξία.

Ματωμένος γάμος (Φ.Γκ.Λόρκα – 1933) Από τα σημαντικότερα θεατρικά έργα του Λόρκα και το πρώτο της λεγόμενης «αγροτικής τριλογίας» του, μαζί με τη Γέρμα και το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα. Το έργο καθιέρωσε τον Λόρκα ως κορυφαίο δραματουργό της εποχής του. Είναι εμπνευσμένο από πραγματικά γεγονότα: μια τραγωδία τιμής που συνέβη στην επαρχιακή Ανδαλουσία, όπου η νύφη εγκατέλειψε τον γαμπρό για τον εραστή της και η ιστορία κατέληξε σε φόνο. Ο Λόρκα μετατρέπει αυτό το περιστατικό σε μια ποιητική τραγωδία με διαχρονική δύναμη, που πραγματεύεται τα πάθη, τη μοίρα, τον θάνατο και τη σύγκρουση ανάμεσα στις επιθυμίες του ατόμου και στις άτεγκτες κοινωνικές επιταγές. Διαδραματίζεται σε μια σκληρή, ανδροκρατούμενη αγροτική κοινωνία, όπου οι έννοιες της τιμής και του αίματος καθορίζουν τις ζωές των ανθρώπων. Η νύφη, διχασμένη ανάμεσα στο καθήκον και στο πάθος, εγκαταλείπει τον γάμο της για τον Λεονάρντο, τον παλιό της έρωτα, με ολέθριες συνέπειες. Η ποίηση του Λόρκα, οι συμβολισμοί, οι λαϊκές μουσικές και οι χοροί που ενσωματώνονται στο έργο ενισχύουν το τραγικό στοιχείο και δημιουργούν μια υποβλητική ατμόσφαιρα. Έργο πλούσιο σε σύμβολα, που ενισχύουν τη δραματική ένταση και τη μοίρα των προσώπων: Το Φεγγάρι - αποκτά πρόσωπο και φωνή, γίνεται συνεργός, λειτουργεί ως αγγελιοφόρος του θανάτου και της μοίρας. Εμφανίζεται ως ζωντανή μορφή που φωτίζει το δάσος και καθοδηγεί προς την αναπόφευκτη τραγωδία. Συμβολίζει τη δύναμη της φύσης και την αναπότρεπτη μοίρα που παραμονεύει τους ανθρώπους όταν παραβαίνουν τους άγραφους νόμους της κοινότητας. Ο Θάνατος - εμφανίζεται με ανθρώπινη μορφή, ως ζητιάνα. Είναι το σύμβολο της μοίρας που καραδοκεί και της βίας που επιβάλλει η κοινωνία. Αντιπροσωπεύει το αναπόφευκτο τέλος των ηρώων και υπενθυμίζει πως όποιος προσπαθήσει να ξεφύγει από τους κοινωνικούς κανόνες θα συναντήσει το τραγικό του πεπρωμένο. Το Αίμα - είναι σύμβολο της ζωής και ταυτόχρονα του θανάτου. Εκφράζει το πάθος, τον έρωτα, την τιμή και την καταστροφή. Είναι το στοιχείο που συνδέει τη γη, τη γενιά και την παράδοση. Το αίμα που χύνεται στο τέλος του έργου σφραγίζει την τραγωδία και την αιώνια επανάληψη του κύκλου βίας. Το Μαχαίρι – εκτός από φαλλικό σύμβολο, εδώ αναπαριστά τη βία και την εκδίκηση. Από την αρχή του έργου η Μητέρα μιλά για το μίσος της στα μαχαίρια, προμηνύοντας το τραγικό τέλος. Είναι το όργανο που ενσαρκώνει την κοινωνική επιταγή της τιμής και του αίματος. Το έργο αποτελεί έναν ύμνο στη δύναμη του ανθρώπινου πάθους, αλλά και μια καταγγελία της βίας που γεννά η κοινωνική καταπίεση. Μέσα από τον μύθο και την ποίηση, ο Λόρκα μιλά για τις πανανθρώπινες συγκρούσεις που εξακολουθούν να συγκινούν το κοινό μέχρι σήμερα.

Το Αληθινό Βιβλίο του Κόκκινου Κεφαλιού (Cao Yu - 1933). Η θεατρική διασκευή του Cao Yu αντλεί τον πυρήνα της από το ομώνυμο κλασικό μυθιστόρημα του 18ου αι., αλλά το φέρνει στο σήμερα του 1930· εστιάζει στις τελευταίες μέρες της πλούσιας οικογένειας Τζιά. Ο νεαρός Πάο-Γιού, ευαίσθητος και καλλιεργημένος, αδυνατεί να εκπληρώσει τις προσδοκίες του πατέρα του· η Λιν Ντάι-Γιού, ανιψιά του, αγαπιέται μαζί του, αλλά η μοίρα της έχει ήδη κλειδωθεί σε έναν πολιτικό γάμο. Καθώς τα οικονομικά χρέη και οι εξωτερικές πιέσεις αυξάνονται, το «Κόκκινο Κεφάλι» – το οικογενειακό μέγαρο – μετατρέπεται σε σκηνικό παρακμής. Το έργο τελειώνει με την κατάρρευση του σπιτιού και τον διασκορπισμό των μελών του. Μεταφέροντας ένα εμβληματικό προ-μοντέρνο κείμενο στο σύγχρονο θέατρο, ο Cao Yu δημιουργεί πολυεπίπεδη αλληγορία: η παρακμή της αριστοκρατίας προαναγγέλλει την κατάρρευση της παλιάς Κίνας. Χρησιμοποιεί τον εσωτερικό μονόλογο και το σπάσιμο του χρόνου για να δείξει πώς το παρελθόν βαραίνει το παρόν. Το 1933, έτος ιαπωνικής εισβολής στη Μαντζουρία, το έργο διαβάζεται ως προειδοποίηση: «κανένας τοίχος δεν προστατεύει πλέον από την ιστορία». Η πρεμιέρα στο Σανγκάη προκάλεσε σκάνδαλο – η λογοκρισία το έκοψε μετά από λίγες παραστάσεις, επιβεβαιώνοντας τη δύναμή του.

Μεσάνυκτα (Mao Dun - 1933). Σανγκάη, Μάιος 1930. Ο Γου Σουν-Φου, μεγαλοαστός χρηματιστής, ρίχνει όλα του τα κεφάλαια στο χρηματιστήριο για να σώσει την υφαντουργία του από την ιαπωνική και ευρωπαϊκή ανταγωνιστική πίεση. Παράλληλα, οι εργάτες του απεργούν, απαιτώντας καλύτερες συνθήκες, ενώ οι μικροϊδιοκτήτες καταστρέφονται το ένας μετά τον άλλον. Σε μία νύχτα – η «νύχτα του μεσονυκτίου» – η φούσκα σκάει· ο Γου χάνει τα πάντα, η εργατική τάξη βγαίνει στους δρόμους, και η πόλη βυθίζεται στο χάος. Το Midnight είναι το πρώτο κινεζικό μυθιστόρημα που επιχειρεί ρεαλιστική «μαρτυρία» της κρίσης του καπιταλισμού. Ο Mao Dun χρησιμοποιεί κινηματογραφικό μοντάζ, εναλλάσσοντας το χρηματιστήριο, το εργοστάσιο και το σπίτι για να δείξει πώς οι ατομικές μοίρες δένονται με την παγκόσμια οικονομία. Η κατάρρευση της Σανγκάης το 1932, λίγους μήνες πριν την έκδοση, έκανε το βιβλίο best-seller και σημείο αναφοράς για την Αριστερά – ο ίδιος ο Στάλιν το χαρακτήρισε «μαρξιστικό μυθιστόρημα χωρίς μαρξιστικά συνθήματα».

Οικογένεια (Ba Jin - 1933). Το σπίτι των Γκαό, μια παραδοσιακή πολυμελής οικογένεια στην Τσενγκντού, είναι «φρούριο» πατριαρχίας. Ο νεαρός Τζουέι, τρίτος γιος, αρνείται τον προκαθορισμένο γάμο και διαβάζει Ρουσό και Ντόστογιεφσκι. Η ξαδέρφη του, Μέι, αγαπιέται μαζί του, αλλά παντρεύεται σύμφωνα με το «συμφέρον» της οικογένειας και πεθαίνει από θλίψη. Όταν ο πατέρας πεθαίνει, ο Τζουέι εγκαταλείπει το σπίτι, αφήνοντας πίσω τα ερείπια του παλιού κόσμου. Το Family είναι το μανιφέστο της «Μεγάλης Εξόδου» της κινεζικής νεολαίας από τον παραδοσιακό οίκο. Ο Ba Jin χρησιμοποιεί ρεαλισμό και μελοδραματισμό για να καταγγείλει τα «τρία σύμβολα καταπίεσης»: πατέρα, σύζυγο, γιο. Το 1933, με το κίνημα της 4ης Μαΐου να βρίσκεται ήδη δεκαπέντε χρόνια πίσω, το βιβλίο έδωσε λέξεις σε μια γενιά που έψαχνε δίοδο από την παράδοση προς τον εκσυγχρονισμό. Εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα διαβάστηκαν μυστικά σε γυμνάσια και πανεπιστήμια· οι πατέρες το έκρυβαν, οι γιοι το έκλεβαν – το σύνθημα «βγες από το σπίτι σου» έγινε πράξη ελευθερίας

Η ανθρώπινη μοίρα (Αντρέ Μαλρώ – 1933) Είναι το τρίτο και τελευταίο μέρος της ασιατικής τριλογίας του Μαλρώ του οποίου προηγήθηκαν «Οι κατακτητές» (1928) και «Η βασιλική οδός» (1930). Θεωρείται κορυφαίο δείγμα του επαναστατικού και υπαρξιακού μυθιστορήματος του 20ού αιώνα. Το έργο διαδραματίζεται στη Σαγκάη του 1927, κατά τη διάρκεια της κομμουνιστικής εξέγερσης εναντίον του εθνικιστικού κόμματος του Τσανγκ Κάι Σεκ, και εξετάζει τα όρια της ανθρώπινης ελευθερίας και της δράσης μέσα σε συνθήκες πολιτικής βίας και ιστορικής αναταραχής. Μέσα από την πλούσια πλοκή και τους πολύπλευρους χαρακτήρες του, αναλύει βαθιά το ζήτημα της ανθρώπινης μοίρας μπροστά στον θάνατο, την προδοσία και την ανάγκη για δέσμευση. Το μυθιστόρημα ξεκινά με τον Χεμίνγκ, έναν Ρώσο επαναστάτη, που οργανώνει τη δολοφονία ενός εμπόρου όπλων για να εξασφαλίσουν οι επαναστάτες τα εφόδια τους. Ο Χεμίνγκ είναι ο πιο ψύχραιμος και ιδεολογικά ακλόνητος ήρωας, που ενσαρκώνει την ιδέα της απόλυτης θυσίας για τον σκοπό. Πλάι του στέκονται άλλα κεντρικά πρόσωπα, όπως ο Κιό, γιος Ιάπωνα επαναστάτη και Κινέζας μητέρας, που βιώνει σπαρακτικά το υπαρξιακό δράμα της επανάστασης και το βάρος της αμφιβολίας. Ο Μπαρόν, ένας πρώην αξιωματικός, και ο Φεράλ, ένας κυνικός καιροσκόπος, συμπληρώνουν το σύνολο των χαρακτήρων που αντιπροσωπεύουν διαφορετικές μορφές στάσης απέναντι στην Ιστορία και την ανθρώπινη συνθήκη. Η αφήγηση του Μαλρώ χαρακτηρίζεται από έντονη εσωτερικότητα και φιλοσοφικό στοχασμό. Ο συγγραφέας δεν περιορίζεται στην εξιστόρηση της πολιτικής σύγκρουσης, αλλά θέτει ερωτήματα για το νόημα της ζωής, την αξία της ανθρώπινης ύπαρξης και την τραγικότητα της ελευθερίας. Οι ήρωες καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα στη ζωή και το καθήκον, ανάμεσα στην προσωπική ευτυχία και την αφοσίωση σε μια συλλογική υπόθεση που συχνά προδίδεται από την ίδια την Ιστορία. Ιδιαίτερο βάρος δίνεται στη μοίρα του Κιό, που τελικά αυτοκτονεί για να μην πέσει στα χέρια των βασανιστών του, ολοκληρώνοντας έτσι τον δικό του τραγικό κύκλο. Το τέλος των περισσότερων ηρώων είναι δραματικό, υπογραμμίζοντας την αδυσώπητη μοίρα που συνοδεύει τον άνθρωπο στις μεγάλες ιστορικές καμπές. Δεν είναι απλώς ένα πολιτικό μυθιστόρημα, αλλά και μια βαθιά μελέτη του ανθρώπινου πόνου, της μοναξιάς και της ανάγκης για νόημα στη ζωή. Ο Μαλρώ συνθέτει μια σκοτεινή συμφωνία πάνω στον αγώνα του ανθρώπου ενάντια στην αναπόφευκτη φθορά και στον θάνατο. Παραμένει μέχρι σήμερα ένα κλασικό ανάγνωσμα για όσους αναζητούν την κατανόηση της ανθρώπινης περιπέτειας μέσα στην Ιστορία 

Δευτέρα 26 Μαΐου 2025

Προτάσεις ανάγνωσης (221- 233) έργων δημοσιευμένων 1892-1900

Λος Αντζελες 1937
«Είναι οι αφυπνιστές. Το τι κάνετε με τη μικροζωή σας δεν τους απασχολεί. Αυτό που κάνεις με τη ζωή σου αφορά μόνο εσένα, φαίνεται να λένε. Εν ολίγοις, ο μόνος τους σκοπός εδώ στη γη είναι να εμπνέουν. Και τι άλλο να ζητήσει κανείς από έναν άνθρωπο εκτός από αυτό;» Χένρι Μίλερ (1891-1980)                                              

221.              Οι Υφαντές (Γκέρχαρτ Χάουπτμαν – 1892) Πραγματεύεται την ιστορία της εξέγερσης των υφαντών στην περιοχή της Σιλεσίας, βασισμένη σε αληθινά γεγονότα του 1844. Μέσα από τη δραματική παρουσίαση της φτώχειας και της εκμετάλλευσης των εργατών, αναδεικνύει τις κοινωνικές ανισότητες και τη σφοδρότητα των ταξικών συγκρούσεων. Το έργο είναι γεμάτο με κοινωνική και πολιτική κριτική, εστιάζοντας στις συνθήκες ζωής των εργατών. Ο κεντρικός χαρακτήρας του έργου είναι ο λαός, του οποίου οι χαρακτήρες αποδίδονται στην πρώτη πράξη: υπάρχει μια ευρεία περιγραφή, που απεικονίζει μια ζωντανή εικόνα του κοινωνικού περιβάλλοντος στο οποίο εκτυλίσσεται ο αγώνας. Ταυτόχρονα, οι χαρακτήρες που εισέρχονται σε αυτή την πάλη σκιαγραφούνται με σαφήνεια. Ο νεαρός υφαντής Μπέκερ, διαθέτοντας θάρρος και αίσθημα ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αμφισβητεί τον κατασκευαστή Ντράισιγκερ. Η αντίθεσή τους αποκαλύπτει την κύρια σύγκρουση του έργου. Εδώ σκιαγραφείται η αρχική κατάσταση, η οποία θα επιλυθεί αργότερα. Ο Μπέκερ ξεσκεπάζει τον κατασκευαστή, που κερδίζει από τον ιδρώτα και το αίμα των υφαντών, και ο Ντράισιγκερ καταφεύγει στη δημαγωγία, προσπαθώντας να εμφανιστεί ως ευεργέτης των εργατών. Ο θεατρικός συγγραφέας συμπληρώνει και ενισχύει την εξωτερική σύγκρουση με μια εσωτερική σύγκρουση. Αυτό ισχύει και για χαρακτήρες όπως ο Μπάουμερτ και ο Γκίλζε. Η εικόνα του γέρου Μπάουμερτ και πολλών άλλων χαρακτήρων αναπτύσσεται δυναμικά σε όλο το έργο, γεγονός που ξεχωρίζει τους Υφαντές από ένα στατικό φυσιοκρατικό «δράμα καταστάσεων».

222.              Κάτω από το ζυγό (Ιβάν Βάζοφ – 1894)  Οι περιπέτειες του Ιβάν Πράλιτς, ενός φανταστικού πατριώτη, ο οποίος δραπετεύει από τις τουρκικές φυλακές, οργανώνει μια επαναστατική οργάνωση, ερωτεύεται την όμορφη Ράντα, προδίδεται από ένα δήθεν φίλο και ανακαλύπτονται τελικά κι αυτός και η Ράντα σε έναν ερειπωμένο μύλο και μετά από ηρωική αντίσταση υποκύπτουν μη χάνοντας όμως την ελπίδα μιας απελευθερωμένης πατρίδας. Το έργο γράφτηκε στη Μονή Λοπούσαν και αντανακλά την ταραγμένη εποχή του απελευθερωτικού αγώνα του βουλγαρικού λαού ενάντια στην τουρκική κυριαρχία. Στη πλοκή του μυθιστορήματος είναι η ήττα της εξέγερσης του Σρεντνογκόρσκ το 1876. Σε αυτό το έργο, ο Βάζοφ κατάφερε να ζωγραφίσει μια ζωντανή εικόνα της ζωής στη Βουλγαρία κατά την εποχή πριν την απελευθέρωσή της. Εδώ απεικόνισε τόσο τους εκπροσώπους της επαναστατικής και της μεταρρυθμιστικής πτέρυγας στο επαναστατικό κίνημα, όσο και τις σχέσεις μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών ομάδων. Με ιδιαίτερη αγάπη και με αρκετή λεπτομέρεια, ο Βάζοφ απεικονίζει τη ζωή του «τσορμπατζή» Μάρκου, τον οποίο ο ήρωας του μυθιστορήματος έπεισε να ταχθεί με την επανάσταση.

Francisco Ribeiro_Portugal
223.              Έφη Μπριστ (Τέοντορ Φοντάνε – 1895)  Η δεκαεπτάχρονη Έφη Μπριστ, κόρη ενός Γερμανού αριστοκράτη, παντρεύεται τον 38χρονο βαρόνο Γκέερτ φον Ίνστετεν, ο οποίος πριν από χρόνια φλέρταρε με τη μητέρα της Λουίζ αλλά απορρίφθηκε από αυτήν για την κοινωνική του θέση, την οποία όμως τώρα έχει βελτιώσει. Είναι η γερμανική παραλλαγή στο θέμα της μοιχείας και θεματικά συγκρίνεται με άλλα μυθιστορήματα του 19ου αιώνα, όπως η Άννα Καρένινα και η Μαντάμ Μποβαρύ. Το μυθιστόρημα βασίζεται σε μια πραγματική ιστορία που συνέβη στο Ντίσελντορφ το 1886. Η Ελίζαμπεθ παντρεμένη με τον αξιωματικό Αρμάντ φον Άρντεν (1848-1919), και οι δύο από την παλιά αριστοκρατία του Βρανδεμβούργου, ξεκίνησε μια σχέση με τον φίλο του δικηγόρο Εμίλ Χάρτβιτς. Όταν ο σύζυγος ανακάλυψε τη σχέση από την αλληλογραφία τους, κατέθεσε αίτηση διαζυγίου και προκάλεσε τον εραστή σε μονομαχία - ο Χάρτβιτς πέθανε λίγες μέρες αργότερα από τα τραύματά του. Ο Άρντεν καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση αλλά η ποινή του μειώθηκε και αφέθηκε ελεύθερος μετά από μόλις 18 ημέρες στη φυλακή. Το διαζύγιο το 1887 του έδωσε την πλήρη επιμέλεια των παιδιών τους. Παρόλο που υπάρχουν αρκετοί παραλληλισμοί μεταξύ των χαρακτήρων του μυθιστορήματος και των πραγματικών προσώπων, ο συγγραφέας φρόντισε να τροποποιήσει πολλές λεπτομέρειες για να μην εκθέσει την ιδιωτική ζωή των εμπλεκομένων, καθώς οι φον Άρντεν ζούσαν την εποχή της δημοσίευσης. Οι τροποποιήσεις χρησίμευσαν επίσης για να τονιστεί η τραγική μοίρα της Έφης και η κοινωνική κριτική που συνδέεται με αυτήν. Μια σημαντική διαφορά είναι το τέλος των δύο ιστοριών: ενώ η Έφη ζει μια πολύ απομονωμένη ζωή μετά τον χωρισμό της και πεθαίνει σε νεαρή ηλικία, η Ελίζαμπεθ φον Άρντεν εργάστηκε σαν νοσοκόμα μετά τον χωρισμό της και πέθανε σε ηλικία 99 ετών. «Από μια βιβλιοθήκη με μυθιστορήματα διαλεγμένα με τ' αυστηρότερα κριτήρια, κι αν ακόμα περιοριζόταν κανείς σε μια δωδεκάδα βιβλία, σε δέκα, σε έξι - απ' αυτήν δεν θα επιτρεπόταν να λείπει». (Τόμας Μαν - 1919).

224. Η μηχανή του χρόνου (Χ. Τζ. Γουέλς – 1895) Ένα ταξίδι στο μέλλον που αποκαλύπτει την παρακμή της ανθρωπότητας, με στοχασμούς για την κοινωνική εξέλιξη, τον χρόνο και τον θάνατο. Ο Γουέλς που δεν θεωρούσε την ιδέα μιας χρονομηχανής επιστημονική, όρισε το μυθιστόρημα και τα άλλα πρώιμα μυθιστορήματά του ως «άσκηση φαντασίας». Σύμφωνα με τη γενική άποψη των λογοτεχνικών μελετητών, η Μηχανή του Χρόνου συνελήφθη ως μια σκέψη του Γουέλς, ενός πεπεισμένου σοσιαλιστή που προερχόταν από τους φτωχούς εργαζόμενους, πάνω στην τύχη του πολιτισμού, ως μια προειδοποίηση για το πού θα μπορούσε να οδηγήσει η ταξική πάλη μεταξύ των καταπιεσμένων τάξεων των εργατών (των μελλοντικών Μόρλοκ) και της σκληρής και παρασιτικής «ελίτ» (των μελλοντικών Ελόι). Σύμφωνα με τον Γεβγκένι Ζαμιάτιν, «[Ο Γουέλς] βλέπει το μέλλον μέσα από την αδιαφανή κουρτίνα του σήμερα. Δεν υπάρχει μυστικισμός εδώ, αλλά λογική, αλλά μόνο λογική που είναι πιο τολμηρή, πιο εκτεταμένη από το συνηθισμένο». Οι λογοτεχνικοί μελετητές πιστεύουν ότι ο νεαρός Γουέλς επηρεάστηκε σημαντικά από τις θεωρίες του ζωολόγου Έντουιν Ρέι Λάνκεστερ σχετικά με τον «κοινωνικό εκφυλισμό» και το μυθιστόρημα του Έντουαρντ Μπούλβερ-Λίτον «Η Επερχόμενη Φυλή». «Σε όλα μου τα έργα», είπε ο Wells, «έχω γράψει για την αλλαγή της ζωής και για τους ανθρώπους που σκέφτονται πώς να την αλλάξουν. Ποτέ δεν «έπαιξα απλώς τη ζωή». Ακόμα και στα πιο αντικειμενικά βιβλία που έχω γράψει, υπάρχει κρυφή κριτική στη νεωτερικότητα και μια έκκληση για αλλαγή». Η κοινωνία διαιρώντας τους ανθρώπους σε τάξεις εκμεταλλευτών και εκμεταλλευόμενων, αποδεικνύεται εχθρική προς την ίδια την ανθρώπινη φύση. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι οξείες κοινωνικές πτυχές του μυθιστορήματος δεν αντικατοπτρίστηκαν σε καμία από τις κινηματογραφικές του διασκευές.                         

225. Ο Γλάρος (Αντόν Τσέχοφ  - 1896) Όταν ξεκίνησε το έργο, ο Τσέχοφ έγραψε στον Α. Σ. Σουβόριν: «Μπορείτε να φανταστείτε, γράφω ένα θεατρικό έργο, το οποίο θα τελειώσω <…> πιθανώς όχι νωρίτερα από τα τέλη Νοεμβρίου. Το γράφω όχι χωρίς ευχαρίστηση, αν και λέω τρομερά ψέματα ενάντια στις συνθήκες της σκηνής. Κωμωδία, τρεις γυναικείοι ρόλοι, έξι ανδρικοί, τέσσερις πράξεις, τοπίο (θέα στη λίμνη), πολλή κουβέντα για τη λογοτεχνία, λίγη δράση, πέντε πούντα αγάπης». Με τον «Γλάρο» εγκαινιάστηκε η ιδιότυπη σύνθεση της τσεχοφικής δραματουργίας, όπου τη θέση τού έως τότε καθιερωμένου "κεντρικού ήρωα-ηρωίδας" παίρνει ένας όμιλος προσώπων, μια μικρή κοινωνία, με μοιρασμένη ανάμεσά τους τη δράση. Το ύφος του έργου είναι μικτό, μοιράζεται ανάμεσα στο δράμα και στην κωμωδία, αν και ο συγγραφέας το κατάτασσε στη δεύτερη. Θίγει τις σχέσεις, τα κίνητρα, την ψυχολογία και τις διεκδικήσεις ανθρώπων που αγαπούν, υπηρετούν ή θέλουν να υπηρετήσουν την τέχνη μέσω της συγγραφής και του θεάτρου. Γύρω τους περιστρέφονται οι άνθρωποι της καθημερινότητας που προσπαθούν να ξεπεράσουν τα αδιέξοδα της ζωής τους. Η Νίνα είναι η μοιραία πλούσια κόρη τσιφλικά.                                                                                                

226.   Ο αόρατος άνθρωπος   (Χ. Τζ. Γουέλς – 1897) Στην Ελλάδα, αποσπάσματα πρωτοδημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα Άστυ το 1901, ανώνυμα τότε, και όπως αποδείχθηκε σχεδόν ένα αιώνα αργότερα, σε μετάφραση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη,. Ο ήρωας, επιστήμονας Χημείας, ανακαλύπτει τη συνταγή που θα τον κάνει αόρατο. Τη δοκιμάζει με επιτυχία και για λίγο κυκλοφορεί πότε αόρατος και πότε μεταμφιεσμένος με επιδέσμους, γυαλιά και γάντια ανάμεσα στους συνανθρώπους του. Κάποια στιγμή όμως ανακαλύπτει ότι δεν μπορεί να γίνει ξανά ορατός, κάτι που τον οδηγεί στην τρέλα και τελικά στο θάνατο.                                                                                      

227.   Δράκουλας (Μπραμ Στόκερ – 1897) Από τυπική άποψη, είναι ένα επιστολικό μυθιστόρημα: η αφήγηση αποτελείται από επιστολές και ημερολογιακές καταχωρίσεις, γεγονός που της προσδίδει μεγαλύτερη αληθοφάνεια και «ντοκουμενταρισμένο χαρακτήρα». Όσον αφορά το περιεχόμενο, το μυθιστόρημα συνήθως αποδίδεται στη γοτθική λογοτεχνική παράδοση, η οποία αργότερα έγινε γνωστή ως «λογοτεχνία τρόμου». Ο Στόκερ, για να γράψει τον Δράκουλα, μελέτησε κι εμπνεύστηκε από άλλα έργα με βρικόλακες και από τις Δεισιδαιμονίες Τρανσυλβανίας της Έμιλι Γκέραρντ. Οι λογοτεχνικοί κριτικοί έχουν αναλύσει πολλές εκλεπτυσμένες ψυχολογικές και συμβολικές ερμηνείες του μυθιστορήματος και της κεντρικής του εικόνας. Αρκετά συχνά, ο ξένος (επισκέπτης ή μη) θεωρείται ως η ενσάρκωση απαγορευμένων επιθυμιών, ιδιαίτερα ομοφυλοφιλικών, που καταπιέζονταν από τη βικτωριανή ζωή. Ο Στόκερ απεικόνισε τον βαμπιρισμό ως ασθένεια (μια μεταδοτική δαιμονική ιδιότητα), συνδυάζοντας θέματα όπως το σεξ, το αίμα και ο θάνατος, τα οποία ήταν σε μεγάλο βαθμό ταμπού στη βικτωριανή Βρετανία. Ο Βρετανός καθηγητής Πίτερ Λόγκαν έχει σημειώσει ότι ο Δράκουλας εκφράζει «την αυξανόμενη δυσαρέσκεια της βικτωριανής μεσαίας τάξης απέναντι στις προνομιούχες ανώτερες τάξεις που ζούσαν εις βάρος της υπόλοιπης κοινωνίας» και ότι «η Βρετανία, ως η μεγαλύτερη αποικιακή δύναμη στην ιστορία, ήταν η επιτομή ενός γεωπολιτικού βαμπίρ που ρούφηξε τους πιο πολύτιμους πόρους από τις αποικίες της».                                                   

228.  Ο Πόλεμος των Κόσμων (Χ. Τζ. Γουέλς – 1898)    Το μυθιστόρημα έχει ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως ως σχόλιο πάνω στην εξελικτική θεωρία, τον Βρετανικό Ιμπεριαλισμό και γενικά τους φόβους και τις προκαταλήψεις της εποχής εδραίωσης της βιομηχανικής κοινωνίας. Αναφέρεται σε ένα πιθανό μέλλον και απευθύνει προειδοποίηση κατά της υπερεκτίμησης της νοημοσύνης, σε βάρος άλλων ανθρώπινων χαρακτηριστικών. Το όραμα για έναν ολοκληρωτικό πόλεμο χωρίς ηθικούς φραγμούς, δεν ελήφθη σοβαρά υπόψη από τους αναγνώστες, όμως οι δυο μεγάλοι πόλεμοι που ακολούθησαν το επιβεβαίωσαν. Γράφτηκε σε δημοσιογραφικό ύφος, σαν ένας πραγματικός απολογισμός μίας εισβολής, γεγονός που συμβάλει στο να καταστεί εύλογη και πιστευτή η ιστορία του. Οι επικεφαλίδες των κεφαλαίων είναι επίσης παρόμοιες με πρωτοσέλιδα εφημερίδων. Ο αφηγητής είναι ένας μεσαίας τάξης δημοσιογράφος, που ζει νοτιοδυτικά του Λονδίνου, χαρακτηριστικά που τον κάνουν να μοιάζει πολύ με τον ίδιο τον Γουέλς την εποχή που έγραφε το έργο. Ο αφηγητής περιγράφει τα περισσότερα γεγονότα ως παρατηρητής από πρώτο χέρι, συχνά με ακρίβεια και επιστημονική λεπτομέρεια, αλλά αναφέρει επίσης γεγονότα που του εξιστόρησε ο νεότερος αδελφός του, για να δώσει μία ευρύτερη εικόνα της εισβολής. Θεωρείται το πρώτο που εισάγει το θέμα μιας εισβολής εχθρικών εξωγήινων από έναν άλλο πλανήτη, το οποίο έγινε εξαιρετικά δημοφιλές στην παγκόσμια επιστημονική φαντασία του 20ού αιώνα. Το έργο σκιαγραφεί με μαεστρία ένα πανόραμα χαρακτήρων και την αντίδραση του ανθρώπινου ατόμου στην ψυχρή και αναίσθητη απειλή της εξωγήινης εισβολής. Ο συγγραφέας θέτει θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με το πού μπορεί να οδηγήσει η μονόπλευρη τεχνολογική εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας, ερωτήματα που όχι μόνο έχουν διατηρήσει τη σημασία τους μέχρι σήμερα αλλά έχουν διευρυνθεί και αποκτήσει κρίσιμο περιεχόμενο με την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης.     

Photo by Mayia Terina
229.  Η καρδιά του σκότους (Τζόζεφ Κόνραντ – 1899) Κριτική της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας στην Αφρική, ενώ παράλληλα εξετάζει τα θέματα της δυναμικής της εξουσίας και της ηθικής. Αν και ο Κόνραντ δεν κατονομάζει τον ποταμό στον οποίο διαδραματίζεται το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης, τη στιγμή της συγγραφής, το Ελεύθερο Κράτος του Κονγκό —η τοποθεσία του μεγάλου και οικονομικά σημαντικού ποταμού Κονγκό— ήταν ιδιωτική αποικία του βασιλιά Λεοπόλδου Β' του Βελγίου. Κεντρικό στοιχείο στο έργο του Conrad είναι η ιδέα ότι υπάρχει μικρή διαφορά μεταξύ των «πολιτισμένων ανθρώπων» και των «άγριων». Το Heart of Darkness σχολιάζει σιωπηρά τον ιμπεριαλισμό και τον ρατσισμό. Το σκηνικό της νουβέλας παρέχει το πλαίσιο για την ιστορία του ήρωα, για τη γοητεία του για τον πετυχημένο έμπορο ελεφαντόδοντου Κουρτς. Ο Κόνραντ κάνει παραλληλισμούς μεταξύ του Λονδίνου («η μεγαλύτερη πόλη στη γη») και της Αφρικής ως μέρη του σκότους. Επιστρέφοντας στην Ευρώπη, ο Μάρλοου είναι πικραμένος και περιφρονητικός για τον «πολιτισμένο» κόσμο. Αρκετοί έρχονται να πάρουν τα έγγραφα που του εμπιστεύτηκε ο Κουρτς, αλλά ο Μάρλοου τα παρακρατεί ή προσφέρει έγγραφα που ξέρει ότι δεν τους ενδιαφέρουν. Δίνει την αναφορά του Κουρτς σε έναν δημοσιογράφο, για δημοσίευση, αν το κρίνει σκόπιμο. Ο Μάρλοου μένει με μερικές προσωπικές επιστολές και μια φωτογραφία της αρραβωνιαστικιάς του Κουρτς. Όταν την επισκέπτεται, εκείνη είναι σε βαθύ πένθος, αν και έχει περάσει περισσότερο από ένας χρόνος από τον θάνατο του Κουρτς. Πιέζει τον Μάρλοου για πληροφορίες, ζητώντας του να επαναλάβει τα τελευταία λόγια του Κουρτς. Ο Μάρλοου της λέει ψέμα ότι η τελευταία λέξη του Κουρτς ήταν το όνομά της.

230.  Η κυρία με το σκυλάκι (Αντόν Τσέχοφ – 1899)    Αναφέρεται σε μια εξωσυζυγική σχέση που ξεκινά σαν μια απλή ερωτική περιπέτεια κατά τη διάρκεια διακοπών στη Γιάλτα και εξελίσσεται σε ένα αληθινό πάθος. «Και οι δυο τους συνειδητοποίησαν, ότι το τέλος είναι ακόμα πολύ μακριά και το πιο δύσκολο και περίπλοκο μέρος της ιστορίας τους μόλις άρχιζε». Η ιστορία αντανακλά τις μεταβαλλόμενες στάσεις και αξίες της ρωσικής κοινωνίας στα τέλη του 19ου αιώνα και θεωρείται αριστούργημα της σύγχρονης διηγηματικής γραφής, ένα από τα πιο διάσημα έργα του Τσέχοφ.

Πίνακας της Ρούλα Ντούλη-Αλεξιου (Χίος- Χαλκίδα)
231. Τα χρυσά βουνά (Λεοπόλντο Λουγκόνες – 1900) Συλλογή ποιημάτων που ενσωματώνει στοιχεία του μύθου, της φύσης και του συμβολισμού, αντλώντας σε μεγάλο βαθμό από τις ευρωπαϊκές λογοτεχνικές παραδόσεις, ενώ ενσωματώνει επίσης στοιχεία του πολιτισμού και του τοπίου της Αργεντινής. Καταπιάνεται επίσης με τον ρόλο του καλλιτέχνη στην κοινωνία και τις μυστικιστικές ιδιότητες της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ο Lugones συχνά παρουσιάζει την ποίηση ως ένα μέσο υπέρβασης του κόσμου, όπου η ίδια η γλώσσα γίνεται όχημα για να φτάσει κανείς σε υψηλότερα, σχεδόν πνευματικά, βασίλεια. Είναι ένα ποίημα τεράστιων διαστάσεων και υφολογικού πλούτου, που αποτελεί μέρος της συλλογής έργων του Λουγκόνες, αξιοσημείωτων για τη γλωσσική τους πολυπλοκότητα και τη βαθιά εξερεύνηση μεταφυσικών και φιλοσοφικών θεμάτων. Ο Λουγκόνες, με το χαρακτηριστικό του ύφος, συνδυάζει την ακριβή γλώσσα με την πλούσια εικονοποιία, ταξιδεύοντας τον αναγνώστη σε ένα ενδοσκοπικό και οπτικό ταξίδι. Το ποίημα είναι δομημένο σε πολλαπλούς κύκλους, όπου εξερευνώνται διαφορετικές πτυχές της ζωής και της ανθρώπινης φύσης μέσα από μια σειρά συμβολικών εικόνων και εκτεταμένων μεταφορών. Δεν αναφέρεται μόνο σε φυσικές δομές, αλλά και σε υψηλές φιλοδοξίες, όνειρα και κατακτήσεις του ανθρώπινου πνεύματος. Ο Λουγκόνες χρησιμοποιεί αυτή τη μεταφορά για να συζητήσει έννοιες όπως η ομορφιά, η αλήθεια και η τραγωδία της ανθρώπινης ύπαρξης. Η επιρροή του Λουγκόνες στην αργεντίνικη λογοτεχνία και τον λατινοαμερικανικό μοντερνισμό είναι εμφανής στη χρήση της γλώσσας και στη θεματική φιλοδοξία του έργου. Τα Χρυσά Βουνά αντικατοπτρίζουν την ικανότητά του να συνδυάζει τον λυρισμό με την επική αφήγηση, προσφέροντας ένα έργο που προσφέρει αισθητική απόλαυση και πνευματική πρόκληση.         

232.  Λόρδος Τζιμ (Τζόζεφ Κόνραντ – 1900) Προδρομικό έργο του μοντερνισμού, είναι αξιοσημείωτο για τη χρήση διαφορετικών, ένθετων αφηγηματικών προοπτικών. Τα κύρια θέματα προβάλλουν τις δυνατότητες και ευκαιρίες του νεαρού Τζιμ («ήταν ένας από εμάς», λέει ο αφηγητής Μάρλοου), οξύνοντας έτσι το δράμα και την τραγωδία της πτώσης του, τον επακόλουθο αγώνα του να εξιλεωθεί, και τις περαιτέρω νύξεις του συγγραφέα ότι τα προσωπικά ελαττώματα του χαρακτήρα σχεδόν σίγουρα θα αναδυθούν εάν υπάρξει ένας κατάλληλος καταλύτης. Ο Κόνραντ, μιλώντας μέσω του χαρακτήρα του Στάιν, αποκάλεσε τον Τζιμ ρομαντική φιγούρα, και πράγματι ο Λόρδος Τζιμ είναι αναμφισβήτητα το πιο ρομαντικό μυθιστόρημα του Κόνραντ. Εκτός από τον λυρισμό της περιγραφικής γραφής του Κόνραντ, το μυθιστόρημα είναι γνωστό για την εκλεπτυσμένη δομή του. Το μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος αναπτύσσεται με τη μορφή μιας ιστορίας που διηγείται ο Μάρλοου σε μια ομάδα ακροατών, και το συμπέρασμα παρουσιάζεται με τη μορφή μιας επιστολής από τον Μάρλοου. Μέσα στην αφήγηση του Μάρλοου, άλλοι χαρακτήρες αφηγούνται επίσης τις δικές τους ιστορίες σε ένθετο διάλογο. Έτσι, τα γεγονότα στο μυθιστόρημα περιγράφονται από διάφορες οπτικές γωνίες, και συχνά εκτός χρονολογικής σειράς. Ο αναγνώστης αφήνεται να σχηματίσει μια εντύπωση για την εσωτερική ψυχολογική κατάσταση του Τζιμ από αυτές τις πολλαπλές εξωτερικές οπτικές γωνίες. Μερικοί κριτικοί υποστηρίζουν ότι αυτό είναι αδύνατο και ότι ο Τζιμ πρέπει να παραμείνει για πάντα ένα αίνιγμα, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι υπάρχει μια απόλυτη πραγματικότητα, που ο αναγνώστης μπορεί να αντιληφθεί και ότι οι πράξεις του Τζιμ μπορούν να κριθούν ηθικά. Υπάρχει επίσης μια ανάλυση που δείχνει στο μυθιστόρημα ένα σταθερό μοτίβο νοήματος και μια έμμεση ενότητα, που ο Κόνραντ είπε ότι έχει το μυθιστόρημα. Είναι «η ανάπτυξη μιας κατάστασης, μόνο μίας στην πραγματικότητα, από την αρχή μέχρι το τέλος». Ένα τελικό ερώτημα διαπερνά το μυθιστόρημα και βοηθά στην ενοποίησή του: αν το «καταστροφικό στοιχείο» που είναι το «πνεύμα» του Σύμπαντος έχει πρόθεση - και, πέρα ​​από αυτό, κακόβουλη πρόθεση - προς οποιοδήποτε συγκεκριμένο άτομο ή είναι, αντίθετα, αμερόληπτο και αδιάφορο. Ανάλογα (ως επακόλουθο) με την απάντηση σε αυτό το ερώτημα διαμορφώνεται και ο βαθμός υπευθυνότητας του κάθε ατόμου για τις πράξεις του. Και αλλιώτικες απαντήσεις στο ερώτημα ή το επακόλουθό του δίνονται από τους διάφορους χαρακτήρες του έργου. 

233. Η ερμηνεία των ονείρων (Σίγκμουντ Φρόιντ – 1900) Παρουσιάζει μια θεωρία του ασυνείδητου και του συμβολισμού των ονείρων, εξερευνά το νόημα των ονείρων και τη σύνδεσή τους με καταπιεσμένες επιθυμίες. Το βασικό θέμα είναι η διερεύνηση του ονείρου ως εκπλήρωση μίας επιθυμίας. Βασική του θέση ήταν ότι το όνειρο (ακόμη και οι εφιάλτες) αποτελεί πάντοτε την εκπλήρωση μιας συνειδητής ή ασυνείδητης επιθυμίας, η έκφραση της οποίας όμως είτε παρουσιάζεται ως έχει (συνειδητή) είτε λογοκρίνεται από τον εγκέφαλο πριν γίνει συνειδητή και παραμορφώνεται με διάφορους μηχανισμούς, όπως η μετάθεση και η χρήση συμβόλων. Το βιβλίο αγνοήθηκε για περίπου μία δεκαετία, πριν αρχίσει να αναγνωρίζεται η αξία του, περίοδο κατά την οποία εμφανίστηκαν λίγες και ως επί το πλείστον περιφρονητικές κριτικές. Είχε βαθιά επιρροή στη λογοτεχνική θεωρία, ειδικά στους τομείς της γραφής ροής της συνείδησης και της ψυχαναλυτικής κριτικής. Οι ζωηρές περιγραφές για τις ονειρικές εικόνες και η εξερεύνηση του ασυνείδητου νου έχουν απήχηση σε λογοτεχνικά έργα, ιδιαίτερα εκείνα που αφορούν τους συμβολισμούς, τα φροϋδικά ολισθήματα και την εσωτερική ζωή των χαρακτήρων. Οι θεωρίες του για την καταστολή και την εκπλήρωση επιθυμιών έχουν επηρεάσει πολλούς λογοτέχνες.

Σημείωση για τη περίοδο 1877 - 1900: Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα σημαδεύεται από σημαντικές κοινωνικές, πολιτικές και τεχνολογικές αναταράξεις που αντανακλώνται βαθύτατα στη λογοτεχνία. Ο εκσυγχρονισμός, ο πολιτικός αναβρασμός, οι οικονομικές κρίσεις και οι νέες ιδεολογίες (σοσιαλισμός, αναρχισμός, θετικισμός) διαμόρφωσαν το θεωρητικό και ιδεολογικό υπόβαθρο της εποχής. Τα καθοριστικά Ιστορικά Γεγονότα που επηρέασαν τη λογοτεχνία ήταν:

Πολιτικές ανακατατάξεις στην Ευρώπη, με την ανάδειξη ιδεών όπως ο σοσιαλισμός, ο μηδενισμός, ο αναρχισμός και ο θετικισμός, ιδεολογίες που επηρέασαν τους λογοτέχνες καθώς τα διλήμματα αυτά προβάλλονταν και στα έργα τους (βλ. τη ρεαλιστική, νατουραλιστική και συμβολιστική πρόζα).

Λαϊκές και εργατικές κινητοποιήσεις, επαναστάσεις και επαναστατικά κινήματα του τέλους του 19ου αιώνα που διαμόρφωσαν την ατμόσφαιρα κοινωνικών εντάσεων (εργατικά κινήματα, απεργίες, ανταρσίες).

Η εμφάνιση και διάδοση νέων τεχνολογιών και θεσμών (σιδηρόδρομοι, τηλεγραφεία, πρώτη χρήση φωτογραφικής μηχανής, διανομή του τύπου) που άλλαξαν την επικοινωνία και την αντίληψη του κόσμου.

Η σταδιακή κατάρρευση παλιών κοινωνικών δομών, η αστικοποίηση και η ανάδυση νέων κοινωνικών τάξεων, θέματα που απασχόλησαν τη λογοτεχνία μέσα από την απεικόνιση του αστικού τοπίου, της φτώχειας και της αλλοτρίωσης.

Οι ιστορικές αλλαγές, οικονομικές κρίσεις και κοινωνικές αναταράξεις της Μεγάλης Βρετανίας, Γερμανίας, Γαλλίας και άλλων ευρωπαϊκών χωρών επηρέασαν ουσιαστικά την παγκόσμια λογοτεχνική παραγωγή.

Ταυτόχρονα, η αναζήτηση ταυτότητας, η αμφισβήτηση της παραδοσιακής ηθικής και οι νέες φιλοσοφικές τάσεις αντικατοπτρίστηκαν σε σημαντικά έργα της εποχής.

Στη χώρα μας: Η οικονομική κρίση και πτώχευση της Ελλάδας το 1893, που αποτέλεσε ένδειξη της συνέχειας των δομικών προβλημάτων της οικονομίας και κοινωνίας από την συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896 στην Αθήνα, που φώτισαν το ενδιαφέρον για τον ελληνικό πολιτισμό, αλλά και την αντίθεση ανάμεσα σε παράδοση και μοντερνισμό. Η εμφάνιση του Νίκου Καζαντζάκη και η πρώιμη παραγωγή του, συνδέονται άμεσα με τις ανακατατάξεις της εποχής, σημάδι της διεθνούς και εγχώριας πνευματικής ανανέωσης. Η αντιπαλότητα ανάμεσα σε φιλελεύθερες και λαϊκίστικες τάσεις στην πολιτική και κοινωνία διαμόρφωσε και την πολιτιστική παραγωγή της χώρας.

Συμπερασματικά οι πολυσχιδείς πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές αλλαγές και το πνευματικό κλίμα του 1877-1900 αποτέλεσαν καίρια βάση για την εξέλιξη της παγκόσμιας λογοτεχνίας, με τη δημιουργία αξέχαστων έργων που επηρέασαν την πορεία της τέχνης και διατηρούν τη σημασία τους μέχρι σήμερα. Ενδεικτικά, η στροφή από τον παραδοσιακό ρεαλισμό και νατουραλισμό προς τον συμβολισμό, τον μοντερνισμό και έναν πιο εσωστρεφή, αποκαλυπτικό καλλιτεχνικό λόγο, διαμορφώθηκε ακριβώς στα χρόνια αυτά υπό το βάρος των ιστορικών γεγονότων και ιδεολογικών αναταράξεων