Το μάθαμε καλά πως Υπερβόρειος διόλου δεν υπάρχει
πέρα από τις Ριπαίες οροσειρές, όσο κι αν τα γλαυκά όριά της,
ανάλογα με τις πιο πρόσφατες ανακαλύψεις των γεωγράφων,
μετακινούνταν όλο πιο μακριά.
Σήμερα βεβαιώθηκε:μια σκέτη φαντασία η χώρα απ’ όπου μας ερχόντανε
οι κύκνοι και τα ορτύκια, όπου οι σεμνόπρεπες κόρες
Λαοδίκη και Υπερόχη ετοίμαζαν για τους θεούς
τα πρώτα φρούτα της σοδειάς, προσεχτικά τυλίγοντάς τα
σ’ άχυρο σίτου και λεπτό χαρτί.
Και τώρα αναρωτιόμαστεπού τάχατε ν’ αποδημεί ο Απόλλωνας κάθε χειμώνα
με τ’ άρμα του που το ’σερναν λάμποντες κύκνοι και γρύπες,
κρούοντας τη χρυσή του λύρα, όταν εμείς μήνες και μήνες
μάταια κατά το Μάρτη καρτερούσαμε το γυρισμό του
συντάσσοντας μέσα στο κρύο τούς γιορτινούς του παιάνες;
Ή μήπως πια ούτε Απόλλωνας ούτε και λύρα υπάρχει;
αφήνοντας ένα κενό στου ονόματος το μέρος, μήπως
βρεθεί κανένα νέο και το προσθέσουμε την ύστατη ώρα,
πάντοτε με το φόβο μήπως ο αριθμός των συλλαβών του,
μικρότερος ή μεγαλύτερος, μας χαλάσει το μέτρο.
Γιάννης Ρίτσος. 1972. Πέτρες. Επαναλήψεις. Κιγκλίδωμα. Αθήνα: Κέδρος. & Γιάννης Ρίτσος. [1989] 1998. Ποιήματα Ι΄ (1963-1972). 2η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.