Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ρομέν Ρολάν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ρομέν Ρολάν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 10 Αυγούστου 2025

1933: Πολυδιαβασμενα και καλοπουλημένα λογοτεχνικά έργα

Μπαλέτο-ΕΛΣ-Η-χρυσή-εποχή-φωτό-Β. Κεχαγιάς

Η μορφή των πραγμάτων που θα έρθουν (Χέρμπερτ Τζ. Γουέλς – 1933) Μια οικονομική ύφεση προκαλεί έναν μεγάλο πόλεμο που αφήνει την Ευρώπη κατεστραμμένη και απειλούμενη από την πανούκλα. Το χάος επιστρέφει μεγάλο μέρος του κόσμου σε μεσαιωνικές συνθήκες. Οι τεχνικοί που υπηρέτησαν στο παρελθόν σε αεροπορικές δυνάμεις διαφόρων εθνών διατηρούν ένα δίκτυο λειτουργικών αεροδρομίων. Γύρω από αυτόν τον πυρήνα, ο τεχνολογικός πολιτισμός ξαναχτίζεται, με ειδικευμένους τεχνικούς να καταλαμβάνουν τελικά την παγκόσμια εξουσία και να σαρώνουν τα απομεινάρια των εθνικών κρατών. Δημιουργείται μια «πεφωτισμένη» δικτατορία, η οποία ανοίγει το δρόμο για την παγκόσμια ειρήνη καταργώντας τους εθνικούς διαχωρισμούς, επιβάλλοντας την αγγλική γλώσσα, προωθώντας την επιστημονική μάθηση και θέτοντας εκτός νόμου τη θρησκεία. Οι φωτισμένοι πολίτες του κόσμου είναι σε θέση να καθαιρέσουν τους δικτάτορες ειρηνικά και να συνεχίσουν να αναπτύσσουν μια νέα φυλή υπερ-ταλέντων, ικανών να διατηρήσουν μια μόνιμη ουτοπία. Όπως σημειώνει ο Nathaniel Ward, το μυθιστόρημα του Γουέλς εκδόθηκε δύο χρόνια μετά το «Θαυμαστό Νέο Κόσμο» του Aldous Huxley. Και στα δύο έργα, ένας πόλεμος αφήνει τον κόσμο σε ερείπια, μια αυτοανακηρυγμένη ελίτ αναλαμβάνει τον έλεγχο, τον ξαναχτίζει και επιδίδεται σε κοινωνική μηχανική για να αναδιαμορφώσει την ανθρώπινη κοινωνία. Η κρίσιμη διαφορά είναι ότι η κοινωνία που οραματίζεται ο Huxley είναι εξαιρετικά ιεραρχική, με τους ευφυείς «Άλφα» στην κορυφή και τους καθυστερημένους «Έψιλον» στο κάτω μέρος, με τον Huxley να υποστηρίζει ότι μια κοινωνία που αποτελείται αποκλειστικά από τους δυναμικούς και ανταγωνιστικούς «Άλφα» θα διαλυθεί στο χάος και στις συνεχείς συγκρούσεις. Ήταν αυτό το όραμα που ο Wells πίστευε ότι θα έκανε τον Huxley να μείνει στη μνήμη των επόμενων γενιών ως «αντιδραστικό συγγραφέα». Μεγάλο μέρος του έργου του Γουέλς, είναι αφιερωμένο στο να καταδείξει ότι δεδομένου του χρόνου, μια ελίτ με τον έλεγχο της παγκόσμιας εκπαίδευσης μπορεί να κάνει μια τέτοια κοινωνία ευφυών και δυναμικών «Άλφα» αρμονική και λειτουργική, χωρίς να υπάρχει μια κατώτερη τάξη.

Οι Σαράντα Ημέρες του Μούσα Ντάγ (Φραντς Βίκτορ Βέρφελ – 1933) Το σημαντικότερο μυθιστόρημα του που είναι ένα από τα πρώτα μεγάλα λογοτεχνικά έργα που έφεραν στο φως τη γενοκτονία των Αρμενίων. Κυκλοφόρησε το 1933 και βασίζεται σε αληθινά γεγονότα που εκτυλίχθηκαν το 1915, όταν μια ομάδα Αρμενίων από χωριά της Κιλικίας αρνήθηκε να υποταχθεί στις διαταγές των Οθωμανών για εκτοπισμό και αφανισμό και κατέφυγε στο όρος Μούσα Ντάγ (Όρος Μωυσή). Εκεί, πολιορκημένοι, αντιστάθηκαν ηρωικά για σαράντα μέρες, μέχρι που διασώθηκαν από γαλλικά πολεμικά πλοία. Κεντρικό πρόσωπο του έργου είναι ο Γκάμπριελ, ένας κοσμοπολίτης Αρμένιος που αναλαμβάνει την ηγεσία των αμυνόμενων. Μέσα από την αφήγηση, ο Werfel σκιαγραφεί με δραματικό ρεαλισμό την οδύσσεια αυτών των ανθρώπων: τον φόβο, την ελπίδα, τη σκληρότητα του πολέμου αλλά και την αλληλεγγύη και την αξιοπρέπεια. Το μυθιστόρημα δεν είναι μόνο μια ιστορία ηρωισμού, αλλά και μια βαθιά στοχαστική ματιά πάνω στη βία, τη θρησκευτική και εθνοτική καταπίεση και τη δύναμη του ανθρώπινου πνεύματος απέναντι στην εξουσία. Είχε τεράστια απήχηση στην εποχή του, ενώ προκάλεσε την οργή της Τουρκίας και υπήρξε αντικείμενο διπλωματικών πιέσεων. Απαγορεύτηκε στη ναζιστική Γερμανία, καθώς ο Werfel ήταν Εβραίος και το έργο του θεωρήθηκε «επικίνδυνο» λόγω της καταγγελίας του κρατικού εγκλήματος. Μέχρι σήμερα παραμένει ένα κορυφαίο ιστορικό και λογοτεχνικό μνημείο για τη γενοκτονία των Αρμενίων και ένας ύμνος στη δύναμη της ανθρώπινης αντίστασης.

Φονταμάρα (Ινιάτσιο Σιλόνε – 1933) Το πρώτο και πιο γνωστό μυθιστόρημα του Ιταλού συγγραφέα και διανοούμενου Σεκόντο Τρανκουίλι. Εκδόθηκε αρχικά στη γερμανική γλώσσα, καθώς ο συγγραφέας βρισκόταν στην εξορία, κυνηγημένος από το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι. Αποτελεί μια από τις πρώτες και πιο συγκλονιστικές λογοτεχνικές καταγγελίες της κοινωνικής αδικίας και της καταπίεσης που υπέστησαν οι φτωχοί χωρικοί στην Ιταλία της εποχής. Η ιστορία εκτυλίσσεται στο φανταστικό χωριό Fontamara, που συμβολίζει την άγρια ορεινή περιοχή των Αμπρούζων, ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα. Οι χωρικοί του Fontamara είναι αγράμματοι, φτωχοί και συνεχώς θύματα εκμετάλλευσης από τους γαιοκτήμονες, τους τοπικούς άρχοντες και τους φασίστες. Το έργο ξεκινά με την κλοπή του νερού — πηγή ζωής για τους χωρικούς — από έναν πλούσιο επιχειρηματία, πράξη που συμβολίζει την υφαρπαγή των αγαθών και της αξιοπρέπειας των απλών ανθρώπων από τους ισχυρούς. Ο Silone καταγράφει με γλώσσα λιτή και ρεαλιστική τη μοίρα των «cafoni», όπως αποκαλούνται οι αγρότες: την αφέλεια, τη θρησκευτική πίστη, την ελπίδα για δικαιοσύνη, αλλά και την τραγική κατάληξη κάθε τους προσπάθειας αντίστασης. Το Fontamara δεν είναι απλώς μια κοινωνική καταγγελία· είναι και ένα έργο βαθιά ανθρώπινο, που υμνεί την αντοχή και την ηθική δύναμη των καταπιεσμένων. Αν και γραμμένο σε απλή μορφή, θυμίζοντας λαϊκή αφήγηση, διαθέτει έντονη πολιτική διάσταση και αποτέλεσε ισχυρό όπλο κατά του φασισμού. Το μυθιστόρημα γνώρισε διεθνή απήχηση και παραμένει μέχρι σήμερα σύμβολο του αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη και ελευθερία.

Η μαγεμένη ψυχή (Ρομέν Ρολάν – 1933) Αν και ο 1ος τόμος εκδόθηκε το 1922, η τετραλογία ολοκληρώθηκε το 1933. Η ψυχή μιας γυναίκας μαγεμένης απ’ το θαύμα της ζωής, απ’ τη σκληρότητα, τον πόνο και την ομορφιά, απ’ τον έρωτα και το μίσος -μια ματωμένη ψυχή μαγεμένη πάντα απ’ τη δημιουργία και την καταστροφή- δημιουργεί τη ζωή, αγωνίζεται να την κάνει πιο όμορφη, ώσπου σβήνει τσακισμένη μα πάντα μαγεμένη, κοιτάζοντας μακριά, μ’ ένα χαμόγελο γεμάτο βεβαιότητα για το μέλλον του ανθρώπου. Επικεντρώνεται σε μια γυναίκα, το θηλυκό αντίστοιχο του Ζαν Κριστόφ, την Ανέτ, η οποία σταδιακά απογοητεύεται από τα υλικά αγαθά και μάχεται για να κερδίσει την πνευματική της ελευθερία. Είναι η κορωνίδα του ώριμου έργου του συγγραφέα, ένα ηθικό έπος. Πέρα από την πλοκή, πρόκειται για ένα φιλοσοφικό στοχασμό πάνω στην ατομική συνείδηση, την ευθύνη απέναντι στον εαυτό και στην κοινωνία, τον έρωτα, τη μητρότητα, τον πόλεμο και την ειρήνη. Συνιστά μια πνευματική βιογραφία, πρωτίστως της ηρωίδας Αντουανέτ και στη συνέχεια της αδελφής της Αννέτ, αλλά και μιας ολόκληρης εποχής – της Ευρώπης πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέσα από προσωπικά δράματα, πολιτικές ταραχές και ηθικά διλήμματα, ο Ρολάν φιλοτεχνεί ένα ανθρώπινο και φιλοσοφικό οδοιπορικό με κεντρικό άξονα την αναζήτηση της εσωτερικής ελευθερίας, της ηθικής αλήθειας και της κοινωνικής ευθύνης. Η αφήγηση ξεκινά με την οικογένεια Ριβιέρ: δύο αδελφές, μεγαλώνουν με καταπιεστικό πατέρα και μια μάνα ανίκανη να τις προστατεύσει. Η Αντουανέτ, η μεγαλύτερη, γίνεται πρόωρα γυναίκα, αναλαμβάνει το ρόλο προστάτιδας, ενώ αναπτύσσει ένα βαθύ αίσθημα καθήκοντος και αυτοθυσίας. Η Αντουανέτ ζει έναν πλατωνικό, σχεδόν μυθικό έρωτα, που όμως καταλήγει σε ματαίωση. Στο μεταξύ, καταρρέει οικονομικά και ψυχικά, εξαιτίας του καταπιεστικού περιβάλλοντος, των συναισθηματικών απογοητεύσεων και της έλλειψης εσωτερικής διεξόδου. Πεθαίνει πρόωρα, αφήνοντας την Αννέτ μόνη. Ο πρώτος τόμος λειτουργεί σαν εισαγωγή. Η Αντουανέτ προσωποποιεί την παλιά Ευρώπη, θυσιάζεται χωρίς ανταμοιβή, εξιδανικεύει, υπακούει και καταρρέει από τον συναισθηματικό της ιδεαλισμό. Στο δεύτερο τόμο, η Αννέτ αναλαμβάνει την αφήγηση. Εδώ ξεκινά η δική της πνευματική και ψυχολογική διαδρομή. Μόνη, δυναμική αλλά άπειρη, μένει έγκυος από έναν νεαρό, τον Ζαν, ο οποίος εξαφανίζεται. Αντιμέτωπη με κοινωνικά στερεότυπα, αποφασίζει να κρατήσει το παιδί και να το μεγαλώσει μόνη της – πρόκειται για μια ριζοσπαστική πράξη αυτονομίας για την εποχή της. Βασανίζεται από την αντίφαση μεταξύ προσωπικής ελευθερίας και μητρικής ευθύνης, μεταξύ του έρωτα και του καθήκοντος. Η ηρωίδα εσωτερικεύει τους ενοχικούς μηχανισμούς της κοινωνίας. Ο τόμος αυτός επικεντρώνεται στην ηθική αυτονομία και στο θάρρος της ατομικής επιλογής. Ο Ρολάν εστιάζει στη γυναικεία χειραφέτηση όχι ως μόδα, αλλά ως ηθική αναγκαιότητα. Στη συνέχεια η Αννέτ μεγαλώνει τον γιο της, Μαρκ, με σθένος και τρυφερότητα. Ταυτόχρονα εισέρχεται στον κόσμο της πολιτικής. Βιώνει την Ευρώπη του πολέμου και του μίσους. Αν και δεν ταυτίζεται με την αριστερή γραφειοκρατία, αναζητά στον σοσιαλισμό την κοινωνική δικαιοσύνη. Γνωρίζει τον Μπρούνο, έναν Γερμανό αντιμιλιταριστή, με τον οποίο θα αναπτύξει μια βαθιά συντροφική σχέση. Ο τόμος είναι γεμάτος εσωτερικές συγκρούσεις: πατρίδα ή ειρήνη; αγάπη ή καθήκον; ιδεαλισμός ή δράση; Το κεντρικό ερώτημα εδώ είναι η δράση στον κόσμο χωρίς να προδώσεις τον εαυτό σου. Η Αννέτ δεν είναι πλέον μόνο μάνα ή ερωμένη – είναι πολίτης του κόσμου. Ο Ρολάν υπερασπίζεται έναν ηθικό διεθνισμό. Ο τελευταίος τόμος, ο πιο φιλοσοφικός, πραγματεύεται τη συμφιλίωση. Ο Μαρκ, τώρα έφηβος, δεν συμμερίζεται τις αγωνίες της μητέρας του· είναι ψυχρός, πραγματιστής. Ο Μπρούνο έχει πεθάνει. Η Αννέτ μένει μόνη ξανά, ωστόσο δεν είναι πια η νεαρή θυμωμένη γυναίκα – έχει γαληνέψει. Αναζητά την εσωτερική ειρήνη, όχι ως παραίτηση, αλλά ως συνειδητή αποδοχή του κόσμου. Ο τίτλος του τόμου δεν είναι ειρωνικός: είναι μια ήπια, σχεδόν βουδιστική πρόταση συμφιλίωσης με το τραγικό. Η ψυχή δεν μαγεύεται πλέον από ουτοπίες αλλά από τη βαθύτερη κατανόηση της ζωής. Ο συγγραφέας καταλήγει σε μια κοσμοαντίληψη που ενσωματώνει τον πόνο χωρίς να τον θεοποιεί. Μια πρόταση για έναν ηθικό ανθρωπισμό που δεν απαιτεί υπερήρωες, αλλά συνειδητούς ανθρώπους. Η Αννέτ είναι μια ηρωίδα του 20ού αιώνα: αναζητά την αλήθεια μέσα της, την ελευθερία από τον ηθικό καταναγκασμό, αλλά και τη σύνδεση με τον κόσμο. Δεν είναι τέλεια, είναι ανθρώπινη – αυτό ακριβώς κάνει τη διαδρομή της σημαντική. Ο Ρολάν, επηρεασμένος από τον Τολστόι και τον Γκάντι, προτείνει έναν ηθικό ιδεαλισμό χωρίς φανατισμό. Η λύση δεν είναι η επανάσταση ή η απόσυρση, αλλά η εσωτερική ωρίμανση και η ευθύνη απέναντι στο Όλον. Η γυναικεία εμπειρία παρουσιάζεται με σπάνια ευαισθησία για άνδρα συγγραφέα της εποχής. Η Αννέτ είναι ίσως από τις πιο πλήρεις γυναικείες ηρωίδες της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο ανθρωπισμός του έργου είναι πράος, αλλά όχι αφελής: αποδέχεται την ήττα, αλλά δεν εγκαταλείπει την ελπίδα. Η Μαγεμένη Ψυχή παραμένει επίκαιρη σε μια εποχή ηθικής ασάφειας και πολιτικού φανατισμού. Η πρότασή της είναι: ενότητα μέσα στη διαφορά, ηθική χωρίς φανατισμό, πίστη χωρίς μισαλλοδοξία.

Ματωμένος γάμος (Φ.Γκ.Λόρκα – 1933) Από τα σημαντικότερα θεατρικά έργα του Λόρκα και το πρώτο της λεγόμενης «αγροτικής τριλογίας» του, μαζί με τη Γέρμα και το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα. Το έργο καθιέρωσε τον Λόρκα ως κορυφαίο δραματουργό της εποχής του. Είναι εμπνευσμένο από πραγματικά γεγονότα: μια τραγωδία τιμής που συνέβη στην επαρχιακή Ανδαλουσία, όπου η νύφη εγκατέλειψε τον γαμπρό για τον εραστή της και η ιστορία κατέληξε σε φόνο. Ο Λόρκα μετατρέπει αυτό το περιστατικό σε μια ποιητική τραγωδία με διαχρονική δύναμη, που πραγματεύεται τα πάθη, τη μοίρα, τον θάνατο και τη σύγκρουση ανάμεσα στις επιθυμίες του ατόμου και στις άτεγκτες κοινωνικές επιταγές. Διαδραματίζεται σε μια σκληρή, ανδροκρατούμενη αγροτική κοινωνία, όπου οι έννοιες της τιμής και του αίματος καθορίζουν τις ζωές των ανθρώπων. Η νύφη, διχασμένη ανάμεσα στο καθήκον και στο πάθος, εγκαταλείπει τον γάμο της για τον Λεονάρντο, τον παλιό της έρωτα, με ολέθριες συνέπειες. Η ποίηση του Λόρκα, οι συμβολισμοί, οι λαϊκές μουσικές και οι χοροί που ενσωματώνονται στο έργο ενισχύουν το τραγικό στοιχείο και δημιουργούν μια υποβλητική ατμόσφαιρα. Έργο πλούσιο σε σύμβολα, που ενισχύουν τη δραματική ένταση και τη μοίρα των προσώπων: Το Φεγγάρι - αποκτά πρόσωπο και φωνή, γίνεται συνεργός, λειτουργεί ως αγγελιοφόρος του θανάτου και της μοίρας. Εμφανίζεται ως ζωντανή μορφή που φωτίζει το δάσος και καθοδηγεί προς την αναπόφευκτη τραγωδία. Συμβολίζει τη δύναμη της φύσης και την αναπότρεπτη μοίρα που παραμονεύει τους ανθρώπους όταν παραβαίνουν τους άγραφους νόμους της κοινότητας. Ο Θάνατος - εμφανίζεται με ανθρώπινη μορφή, ως ζητιάνα. Είναι το σύμβολο της μοίρας που καραδοκεί και της βίας που επιβάλλει η κοινωνία. Αντιπροσωπεύει το αναπόφευκτο τέλος των ηρώων και υπενθυμίζει πως όποιος προσπαθήσει να ξεφύγει από τους κοινωνικούς κανόνες θα συναντήσει το τραγικό του πεπρωμένο. Το Αίμα - είναι σύμβολο της ζωής και ταυτόχρονα του θανάτου. Εκφράζει το πάθος, τον έρωτα, την τιμή και την καταστροφή. Είναι το στοιχείο που συνδέει τη γη, τη γενιά και την παράδοση. Το αίμα που χύνεται στο τέλος του έργου σφραγίζει την τραγωδία και την αιώνια επανάληψη του κύκλου βίας. Το Μαχαίρι – εκτός από φαλλικό σύμβολο, εδώ αναπαριστά τη βία και την εκδίκηση. Από την αρχή του έργου η Μητέρα μιλά για το μίσος της στα μαχαίρια, προμηνύοντας το τραγικό τέλος. Είναι το όργανο που ενσαρκώνει την κοινωνική επιταγή της τιμής και του αίματος. Το έργο αποτελεί έναν ύμνο στη δύναμη του ανθρώπινου πάθους, αλλά και μια καταγγελία της βίας που γεννά η κοινωνική καταπίεση. Μέσα από τον μύθο και την ποίηση, ο Λόρκα μιλά για τις πανανθρώπινες συγκρούσεις που εξακολουθούν να συγκινούν το κοινό μέχρι σήμερα.

Το Αληθινό Βιβλίο του Κόκκινου Κεφαλιού (Cao Yu - 1933). Η θεατρική διασκευή του Cao Yu αντλεί τον πυρήνα της από το ομώνυμο κλασικό μυθιστόρημα του 18ου αι., αλλά το φέρνει στο σήμερα του 1930· εστιάζει στις τελευταίες μέρες της πλούσιας οικογένειας Τζιά. Ο νεαρός Πάο-Γιού, ευαίσθητος και καλλιεργημένος, αδυνατεί να εκπληρώσει τις προσδοκίες του πατέρα του· η Λιν Ντάι-Γιού, ανιψιά του, αγαπιέται μαζί του, αλλά η μοίρα της έχει ήδη κλειδωθεί σε έναν πολιτικό γάμο. Καθώς τα οικονομικά χρέη και οι εξωτερικές πιέσεις αυξάνονται, το «Κόκκινο Κεφάλι» – το οικογενειακό μέγαρο – μετατρέπεται σε σκηνικό παρακμής. Το έργο τελειώνει με την κατάρρευση του σπιτιού και τον διασκορπισμό των μελών του. Μεταφέροντας ένα εμβληματικό προ-μοντέρνο κείμενο στο σύγχρονο θέατρο, ο Cao Yu δημιουργεί πολυεπίπεδη αλληγορία: η παρακμή της αριστοκρατίας προαναγγέλλει την κατάρρευση της παλιάς Κίνας. Χρησιμοποιεί τον εσωτερικό μονόλογο και το σπάσιμο του χρόνου για να δείξει πώς το παρελθόν βαραίνει το παρόν. Το 1933, έτος ιαπωνικής εισβολής στη Μαντζουρία, το έργο διαβάζεται ως προειδοποίηση: «κανένας τοίχος δεν προστατεύει πλέον από την ιστορία». Η πρεμιέρα στο Σανγκάη προκάλεσε σκάνδαλο – η λογοκρισία το έκοψε μετά από λίγες παραστάσεις, επιβεβαιώνοντας τη δύναμή του.

Μεσάνυκτα (Mao Dun - 1933). Σανγκάη, Μάιος 1930. Ο Γου Σουν-Φου, μεγαλοαστός χρηματιστής, ρίχνει όλα του τα κεφάλαια στο χρηματιστήριο για να σώσει την υφαντουργία του από την ιαπωνική και ευρωπαϊκή ανταγωνιστική πίεση. Παράλληλα, οι εργάτες του απεργούν, απαιτώντας καλύτερες συνθήκες, ενώ οι μικροϊδιοκτήτες καταστρέφονται το ένας μετά τον άλλον. Σε μία νύχτα – η «νύχτα του μεσονυκτίου» – η φούσκα σκάει· ο Γου χάνει τα πάντα, η εργατική τάξη βγαίνει στους δρόμους, και η πόλη βυθίζεται στο χάος. Το Midnight είναι το πρώτο κινεζικό μυθιστόρημα που επιχειρεί ρεαλιστική «μαρτυρία» της κρίσης του καπιταλισμού. Ο Mao Dun χρησιμοποιεί κινηματογραφικό μοντάζ, εναλλάσσοντας το χρηματιστήριο, το εργοστάσιο και το σπίτι για να δείξει πώς οι ατομικές μοίρες δένονται με την παγκόσμια οικονομία. Η κατάρρευση της Σανγκάης το 1932, λίγους μήνες πριν την έκδοση, έκανε το βιβλίο best-seller και σημείο αναφοράς για την Αριστερά – ο ίδιος ο Στάλιν το χαρακτήρισε «μαρξιστικό μυθιστόρημα χωρίς μαρξιστικά συνθήματα».

Οικογένεια (Ba Jin - 1933). Το σπίτι των Γκαό, μια παραδοσιακή πολυμελής οικογένεια στην Τσενγκντού, είναι «φρούριο» πατριαρχίας. Ο νεαρός Τζουέι, τρίτος γιος, αρνείται τον προκαθορισμένο γάμο και διαβάζει Ρουσό και Ντόστογιεφσκι. Η ξαδέρφη του, Μέι, αγαπιέται μαζί του, αλλά παντρεύεται σύμφωνα με το «συμφέρον» της οικογένειας και πεθαίνει από θλίψη. Όταν ο πατέρας πεθαίνει, ο Τζουέι εγκαταλείπει το σπίτι, αφήνοντας πίσω τα ερείπια του παλιού κόσμου. Το Family είναι το μανιφέστο της «Μεγάλης Εξόδου» της κινεζικής νεολαίας από τον παραδοσιακό οίκο. Ο Ba Jin χρησιμοποιεί ρεαλισμό και μελοδραματισμό για να καταγγείλει τα «τρία σύμβολα καταπίεσης»: πατέρα, σύζυγο, γιο. Το 1933, με το κίνημα της 4ης Μαΐου να βρίσκεται ήδη δεκαπέντε χρόνια πίσω, το βιβλίο έδωσε λέξεις σε μια γενιά που έψαχνε δίοδο από την παράδοση προς τον εκσυγχρονισμό. Εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα διαβάστηκαν μυστικά σε γυμνάσια και πανεπιστήμια· οι πατέρες το έκρυβαν, οι γιοι το έκλεβαν – το σύνθημα «βγες από το σπίτι σου» έγινε πράξη ελευθερίας

Η ανθρώπινη μοίρα (Αντρέ Μαλρώ – 1933) Είναι το τρίτο και τελευταίο μέρος της ασιατικής τριλογίας του Μαλρώ του οποίου προηγήθηκαν «Οι κατακτητές» (1928) και «Η βασιλική οδός» (1930). Θεωρείται κορυφαίο δείγμα του επαναστατικού και υπαρξιακού μυθιστορήματος του 20ού αιώνα. Το έργο διαδραματίζεται στη Σαγκάη του 1927, κατά τη διάρκεια της κομμουνιστικής εξέγερσης εναντίον του εθνικιστικού κόμματος του Τσανγκ Κάι Σεκ, και εξετάζει τα όρια της ανθρώπινης ελευθερίας και της δράσης μέσα σε συνθήκες πολιτικής βίας και ιστορικής αναταραχής. Μέσα από την πλούσια πλοκή και τους πολύπλευρους χαρακτήρες του, αναλύει βαθιά το ζήτημα της ανθρώπινης μοίρας μπροστά στον θάνατο, την προδοσία και την ανάγκη για δέσμευση. Το μυθιστόρημα ξεκινά με τον Χεμίνγκ, έναν Ρώσο επαναστάτη, που οργανώνει τη δολοφονία ενός εμπόρου όπλων για να εξασφαλίσουν οι επαναστάτες τα εφόδια τους. Ο Χεμίνγκ είναι ο πιο ψύχραιμος και ιδεολογικά ακλόνητος ήρωας, που ενσαρκώνει την ιδέα της απόλυτης θυσίας για τον σκοπό. Πλάι του στέκονται άλλα κεντρικά πρόσωπα, όπως ο Κιό, γιος Ιάπωνα επαναστάτη και Κινέζας μητέρας, που βιώνει σπαρακτικά το υπαρξιακό δράμα της επανάστασης και το βάρος της αμφιβολίας. Ο Μπαρόν, ένας πρώην αξιωματικός, και ο Φεράλ, ένας κυνικός καιροσκόπος, συμπληρώνουν το σύνολο των χαρακτήρων που αντιπροσωπεύουν διαφορετικές μορφές στάσης απέναντι στην Ιστορία και την ανθρώπινη συνθήκη. Η αφήγηση του Μαλρώ χαρακτηρίζεται από έντονη εσωτερικότητα και φιλοσοφικό στοχασμό. Ο συγγραφέας δεν περιορίζεται στην εξιστόρηση της πολιτικής σύγκρουσης, αλλά θέτει ερωτήματα για το νόημα της ζωής, την αξία της ανθρώπινης ύπαρξης και την τραγικότητα της ελευθερίας. Οι ήρωες καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα στη ζωή και το καθήκον, ανάμεσα στην προσωπική ευτυχία και την αφοσίωση σε μια συλλογική υπόθεση που συχνά προδίδεται από την ίδια την Ιστορία. Ιδιαίτερο βάρος δίνεται στη μοίρα του Κιό, που τελικά αυτοκτονεί για να μην πέσει στα χέρια των βασανιστών του, ολοκληρώνοντας έτσι τον δικό του τραγικό κύκλο. Το τέλος των περισσότερων ηρώων είναι δραματικό, υπογραμμίζοντας την αδυσώπητη μοίρα που συνοδεύει τον άνθρωπο στις μεγάλες ιστορικές καμπές. Δεν είναι απλώς ένα πολιτικό μυθιστόρημα, αλλά και μια βαθιά μελέτη του ανθρώπινου πόνου, της μοναξιάς και της ανάγκης για νόημα στη ζωή. Ο Μαλρώ συνθέτει μια σκοτεινή συμφωνία πάνω στον αγώνα του ανθρώπου ενάντια στην αναπόφευκτη φθορά και στον θάνατο. Παραμένει μέχρι σήμερα ένα κλασικό ανάγνωσμα για όσους αναζητούν την κατανόηση της ανθρώπινης περιπέτειας μέσα στην Ιστορία 

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2025

Προτάσεις ανάγνωσης (234-245) δημοσιευμένων έργων απο το 1901 έως το 1905

"Κάθε έργο πνευματικής δημιουργίας, ανεξάρτητα από το σύστημα μέσα στο οποίο εμπνέεται και γεννιέται, για να αναγνωριστεί από εχθρούς και φίλους θα πρέπει να λειτουργήσει σαν ένα μικρό μεν, αλλά υπερκινητικό και ανήσυχο «διαβολάκι» που δημιουργεί εντάσεις, διαφωνίες, ακόμη και δραματικές ή κωμικές καταστάσεις. Μερικά από αυτά τα μπορεί να δημιουργήσουν ολόκληρες τάσεις ή μόδες και από «διαβολάκια» να μετατραπούν σε «δημιουργικούς δαίμονες» που θα ανακατέψουν τα πάντα στη τέχνη, στη κοινωνία ακόμη και στην οικονομία και πολιτική"

234.  Οι τρεις αδελφές (Αντόν Τσέχοφ - 1901) Τετράπρακτο θεατρικό δράμα που διαδραματίζεται σε μια επαρχιακή πόλη και αφορά στην διάψευση των ελπίδων και των επιθυμιών των προσώπων και ιδιαίτερα των τριών αδελφών - Όλγας 28 χρονών, Μάσσας 23 και Ιρίνας 20 - από την καθημερινότητα και το βάρος της ζωής. Τη δεκαετία του 1930, δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στις κοινωνιολογικές ερμηνείες των έργων του Τσέχοφ, παρά τις επιθυμίες του ίδιου του συγγραφέα να ανεβαίνουν ως κωμωδίες και όχι «λυρικά έργα» (αυτό τον ορισμό τους έδωσε ο Α. Μ. Γκόρκι εκείνη την εποχή). Αλλά αυτά τα πειράματα, όπως σημείωσε η Ν. Ντμιτρίβα, σύντομα έδειξαν ότι η δραματουργία του Τσέχοφ δεν μπορεί να ανοιχτεί με κοινωνιολογικό κλειδί: τέτοιες παραγωγές δεν ήταν επιτυχημένες και δεν πρόσθεσαν στη φήμη του συγγραφέα. Στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, όταν το 1934 προέκυψε το ερώτημα ποιο έργο θα σηματοδοτούσε την επέτειο του θανάτου του συγγραφέα, ο Νεμίροβιτς-Νταντσένκο έδωσε προτίμηση στον Γλάρο: Οι Τρεις Αδελφές και ο Βυσινόκηπος, έγραψε στον Στανισλάβσκι, «είναι ήδη περισσότερο έργα μαεστρίας παρά άμεσος λυρισμός».

235.         Κιμ (Ράντγιαρντ Κίπλινγκ – 1901) Ο μικρός και τετραπέρατος Κιμ, που έμεινε ορφανός σε ηλικία τριών ετών, αλητεύει στους δρόμους της Λαχόρης, του Πακιστάν. Κάνει περιστασιακά δουλειές για έναν έμπορο αλόγων που είναι πράκτορας των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών και παράλληλα γίνεται μαθητής του Λάμα, ενός Θιβετιανού δάσκαλου. Αν και είναι ιρλανδικής καταγωγής δεν διαφέρει σε τίποτα από τους μικρούς Ινδούς. Αυτός είναι και ο λόγος που μετά το σχολείο εκπαιδεύεται από τον αγγλικό στρατό για να γίνει κατάσκοπος την εποχή του «μεγάλου παιχνιδιού», της πολιτικής και διπλωματικής αντιπαράθεσης μεταξύ Βρετανίας και Ρωσικής Αυτοκρατορίας.  Είναι ένα road story από το Γάγγη μέχρι τα Ιμαλάια, με αναφορές σε ενδιαφέρουσες ιστορίες, θρύλους και δεισιδαιμονίες της άγνωστης ινδικής παράδοσης, ένα πνευματικό ταξίδι ενηλικίωσης του ήρωα,  αλλά και ένα πρώιμο δείγμα  κατασκοπευτικής λογοτεχνίας.

 236.         Οι Μπούντενμπρόοκ (Τόμας Μαν – 1901) Περιγράφει τη ζωή και την παρακμή τεσσάρων γενεών μιας διάσημης και πλούσιας οικογένειας εμπόρων από το Λύμπεκ, απεικονίζοντας παράλληλα τον τρόπο ζωής και τα ήθη της Χανσεατικής αστικής τάξης τα χρόνια από το 1835 έως το 1877. Η βάση ήταν πιθανότατα το οικογενειακό ιστορικό του Mann. Για αυτό το μυθιστόρημα, τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1929. Μία από τις πιο διάσημες πτυχές του πεζογραφικού στυλ του συγγραφέα μπορεί να φανεί στη χρήση των βασικών μοτίβων. Προερχόμενο από τον θαυμασμό του για τις όπερες του Richard Wagner, στο έργο ένα παράδειγμα μπορεί να βρεθεί στην περιγραφή του χρώματος - μπλε και κίτρινο, αντίστοιχα - του δέρματος και των δοντιών των χαρακτήρων. Κάθε τέτοια περιγραφή παραπέμπει σε διαφορετικές καταστάσεις υγείας, προσωπικότητας, ακόμη και στο πεπρωμένο των χαρακτήρων. Τα σαπισμένα δόντια ως σύμβολο φθοράς και παρακμής. Πτυχές της προσωπικότητας του Thomas Mann είναι εμφανείς στους δύο κύριους άνδρες εκπροσώπους της τρίτης και τέταρτης γενιάς της φανταστικής οικογένειας: τον Thomas Buddenbrook και τον γιο του Hanno Buddenbrook. Δεν πρέπει να θεωρείται τυχαίο ότι ο Mann μοιραζόταν το ίδιο μικρό όνομα με έναν από αυτούς. Ο Thomas Buddenbrook διαβάζει ένα κεφάλαιο από το έργο του Schopenhauer "Ο Κόσμος ως Θέληση και Ιδέα", και ο χαρακτήρας του Hanno Buddenbrook δραπετεύει από τις ανησυχίες της πραγματικής ζωής στον κόσμο της μουσικής, και ιδιαίτερα στον "Τριστάνο και Ιζόλδη" του Wagner. Υπό αυτή την έννοια, το έργο αντικατοπτρίζει μια σύγκρουση που έζησε ο συγγραφέας: την απομάκρυνση από τη συμβατική αστική ζωή για χάρη της τέχνης, αν και χωρίς να απορρίπτει την αστική ζωή. Σε κάθε περίπτωση, ένα κεντρικό θέμα των μυθιστορημάτων του που είναι η σύγκρουση μεταξύ τέχνης και επιχειρήσεων, αποτελεί ήδη κυρίαρχο θέμα και σε αυτό το έργο. Η μουσική παίζει επίσης σημαντικό ρόλο: ο Χάνο Μπούντενμπροοκ, όπως και η μητέρα του, τείνει να είναι καλλιτέχνης και μουσικός, και όχι άνθρωπος του εμπορίου όπως ο πατέρας του.

 237.         Το λαγωνικό των Μπάσκερβιλς (Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, 1901–1902) Το προδρομικό έργο του μοντερνισμού, είναι αξιοσημείωτο για τη χρήση διαφορετικών, ένθετων αφηγηματικών προοπτικών. Η πλοκή της ιστορίας βασίζεται στην έρευνα για τον θάνατο του Σερ Τσαρλς Μπάσκερβιλ, ο οποίος πέθανε υπό μυστηριώδεις συνθήκες. Στην οικογένεια Μπάσκερβιλ, ένας οικογενειακός θρύλος μεταδίδεται από γενιά σε γενιά για ένα διαβολικό σκυλί υπερφυσικής προέλευσης που στοιχειώνει όλους τους εκπροσώπους της οικογένειας. Ο Σέρλοκ Χολμς και ο Δρ. Γουάτσον αναλαμβάνουν την έρευνα αυτής της υπόθεσης. Η δράση διαδραματίζεται μεταξύ Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 1889. Ο Ντόιλ έγραψε την ιστορία λίγο μετά την επιστροφή του από τη Νότια Αφρική, όπου υπηρέτησε ως εθελοντής γιατρός σε ένα νοσοκομείο εκστρατείας στο Μπλουμφοντέιν κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Πολέμου των Μπόερς. Δεν είχε γράψει για οκτώ χρόνια πριν από αυτό, έχοντας «σκοτώσει» τον χαρακτήρα του Χολμς το 1893 στο «Τελικό Πρόβλημα». Αν και το μυθιστόρημα διαδραματίζεται πριν από τα γεγονότα της ιστορίας, μόλις δύο χρόνια αργότερα ο Κόναν Ντόιλ επανάφερε επίσημα τον Χολμς στη ζωή, εξηγώντας την "ανάστασή" του στο "Το Άδειο Σπίτι". Ως αποτέλεσμα, ο χαρακτήρας του Χολμς παρέμεινε στο μυαλό των αναγνωστών για δύο χρόνια σε έναν «συνοριακό χώρο», ούτε ανάμεσα στους ζωντανούς ούτε ανάμεσα στους νεκρούς, γεγονός που ενίσχυσε περαιτέρω τα γοτθικά στοιχεία του μυθιστορήματος.

 

238.         Στο βυθό (Μαξίμ Γκόρκι – 1902) Η δράση του έργου διαδραματίζεται σε ένα υπόγειο που νοικιάζει ο ηλικιωμένος Κόστιλεφ σε ανθρώπους από τα πιο χαμηλά επίπεδα της κοινωνίας: φτωχούς, κλέφτες, πόρνες, εργάτες. Μεταξύ τους είναι ο Σατέν (ένας τζογαδόρος, πρώην τηλεγραφητής), ένας μέθυσος ηθοποιός θεάτρου που έχει ξεχάσει ακόμη και το όνομά του, ένας ευγενής που έχει σπαταλήσει ολόκληρη την περιουσία του) - εντελώς υποβαθμισμένοι και κατεστραμμένοι χαρακτήρες. Οι σχέσεις τους είναι περίπλοκες, ξεσπούν συνεχώς καβγάδες και διαφωνίες, και το κύριο αντικείμενο του εκφοβισμού είναι η νεαρή και όμορφη Νάστια, η οποία προσπαθεί να βρει παρηγοριά σε ρομαντικά μυθιστορήματα και συνθέτει σκηνές ρομαντικού έρωτα με τον εαυτό της. Ο κλειδαράς Κλέσχ είναι ακόμα «καινούριος» στην άθλια κατάσταση και γι' αυτό συχνά έχει ξεσπάσματα θυμού. Περιμένει τον θάνατο της άρρωστης συζύγου του, Άννας, την οποία κατηγορεί για την πτώση του στον «βυθό». Περιοδικά, ο ιδιοκτήτης Κόστιλεφ, έρχεται για να υπενθυμίσει στους κατοίκους το χρέος τους και να αγοράσει κλεμμένα αγαθά από τον κλέφτη Βάσκα. Η οικογένειά του επισκέπτεται επίσης συχνά το καταφύγιο: η σύζυγος του Βασιλίσα, η αδερφή της Νατάσα και ο αστυνόμος Μεντβέντεφ, ο θείος τους. Η Νατάσα πηγαίνει για να δει το Βάσκα, με τον οποίο είναι ερωτευμένη. Η Βασιλίσα έρχεται συχνά στον Βάσκα που είναι ο εραστής της, ελπίζοντας να βρει σωτηρία σε αυτόν από τον τύραννο σύζυγό της. Ο Μεντβέντεφ πηγαίνει σε ένα φίλο του. Ο Βάσκα αγαπάει τη Νατάσα πολύ περισσότερο, γι' αυτό και η Βασιλίσα τη ζηλεύει συνεχώς και την δέρνει και προσπαθεί να πείσει τον εραστή της να δολοφονήσει τον άντρα της. Όμως αυτός έχει άλλα σχέδια. Τίποτα καλό δεν προδιαγράφεται για τους ήρωες του έργου….

 239.         Η αισθητική ως επιστήμη της έκφρασης και η γενική γλωσσολογία (Μπενεντέτο Κρότσε – 1902) Eνα από τα θεμελιώδη έργα της αισθητικής θεωρίας και της λογοτεχνικής κριτικής. Ενώ είναι βαθιά φιλοσοφικό, διερευνά τη φύση της καλλιτεχνικής έκφρασης και τον τρόπο με τον οποίο το νόημα μεταφέρεται τόσο μέσω της γλώσσας όσο και της τέχνης. Η εξέταση της αισθητικής εμπειρίας- πώς το συναίσθημα εκφράζεται και κατανοείται μέσω των μορφών τέχνης - είχε μεγάλο αντίκτυπο στη λογοτεχνική θεωρία και την κριτική τέχνης.  Αμφισβητεί παλαιότερες θεωρίες, υποστηρίζοντας ότι η τέχνη δεν είναι απλώς έκφραση ιδεών ή εννοιών, αλλά και εκδήλωση καθαρής διαίσθησης και συναισθηματικής εμπειρίας. Παρέχει ένα πλαίσιο κατανόησης του τρόπου με τον οποίο η γλώσσα λειτουργεί ως μέσο για την καλλιτεχνική εμπειρία, προσφέροντας μια μέθοδο για την ανάλυση της λογοτεχνίας και της ποίησης με βάση τη συναισθηματική απήχηση και τη δημιουργική διαίσθηση.                                                                                                                    

 240. Η ζωή του Μπετόβεν (Ρομέν Ρολάν – 1903) Εξετάζει την πνευματική του πορεία, τις εσωτερικές του μάχες και τη σχέση του με τη μουσική και την κοινωνία. Ο Ρολάν παρουσιάζει τον Μπετόβεν όχι μόνο ως μουσικό ιδιοφυΐα, αλλά και ως έναν άνθρωπο που αγωνίστηκε με την ανθρώπινη μοίρα και τις κοινωνικές συμβάσεις. Η βιογραφία του Μπετόβεν από τον Ρολάν είναι ιδεαλιστική και αναδεικνύει τις αξίες της ελευθερίας, της ακεραιότητας και της προσωπικής αντίστασης απέναντι στις δυσκολίες της ζωής. Το έργο αυτό έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως μία από τις πιο συναρπαστικές φιλοσοφικές αναλύσεις της μουσικής και του καλλιτέχνη στην ιστορία της λογοτεχνίας.              

241. Το κάλεσμα της άγριας φύσης  (Τζακ Λόντον – 1903) Ο Μπακ πωλείται ως σκύλος έλκηθρου στην Αλάσκα. Γίνεται σταδιακά όλο και πιο άγριος στο σκληρό περιβάλλον, όπου αναγκάζεται να παλέψει για να επιβιώσει και να κυριαρχήσει σε άλλα σκυλιά. Στο τέλος, επιστρέφει στα φυσικά του αρχέγονα ένστικτα και αναδεικνύεται ηγέτης στην άγρια ​​φύση. Συνεχίζοντας ο συγγραφέας το 1906, έγραψε τον "Ασπροδόντη", που αφορά έναν λύκο που εξημερώθηκε στο Σαν Φρανσίσκο.

 242. Νοστρόμο (Τζόζεφ Κόνραντ – 1904) Το "Μια Ιστορία της Ακτής" διαδραματίζεται στη φανταστική νοτιοαμερικανική δημοκρατία της "Κοσταγκουάνα". Στο «Σημείωμα του Συγγραφέα» για τις μεταγενέστερες εκδόσεις του έργου, ο Conrad δίνει μια λεπτομερή εξήγηση της έμπνευσης για το μυθιστόρημα του. Αφηγείται πώς, ως νεαρός περίπου δεκαεπτά ετών, ενώ υπηρετούσε σε ένα πλοίο στον Κόλπο του Μεξικού, άκουσε την ιστορία ενός άνδρα που είχε κλέψει, μόνος του, «έναν ολόκληρο πλοίο γεμάτο ασήμι». Όμως ο Κόνραντ ξέχασε την ιστορία για περίπου είκοσι πέντε χρόνια, όταν βρήκε ένα ταξιδιωτικό ημερολόγιο σε ένα κατάστημα μεταχειρισμένων βιβλίων, στο οποίο ο συγγραφέας εξιστορούσε πώς εργάστηκε για χρόνια σε μια σκούνα της οποίας ο καπετάνιος ισχυριζόταν ότι αυτός ήταν ο κλέφτης που είχε βουτήξει το ασήμι.    Αυτός ο τύπος, κρίνοντας από τις αναμνήσεις του ναύτη, κατάφερε στην πραγματικότητα να το κλέψει μόνο επειδή οι εργοδότες του τον εμπιστεύονταν απόλυτα, προφανώς μη κατανοώντας τους ανθρώπους. Στο ημερολόγιο του ναύτη, ο καπετάνιος παρουσιάζεται ως ένας απόλυτος απατεώνας, άγριος, ​​σκληρός και εσωστρεφής. Ο «ρομαντισμός» του συγγραφέα εμποτίζεται με άγρια ειρωνεία και μια λεπτή αίσθηση της ανθρώπινης ικανότητας για αυτοεξαπάτηση.                                             

Λ.Πάστερνακ. Η Νατασα Ροστόβα στο πρώτο χορό

 243.   Ζαν-Κριστόφ (Ρομέν Ρολάν, 1904-1912) Είναι ένα από τα μεγαλύτερα σπουδαία μυθιστορήματα που γράφτηκαν ποτέ και αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας κυρίαρχης τάσης ενός μακρού, πολύτομου κύκλου μυθιστορημάτων στη Γαλλία της εποχής. Ένα έπος σε δομή και ύφος, πλούσιο σε ποιητικό συναίσθημα, παρουσιάζει τις διαδοχικές κρίσεις που αντιμετωπίζει μια δημιουργική ιδιοφυΐα. Περιγράφει τη ζωή ενός μουσικού, από τα νεανικά του χρόνια μέχρι την ωριμότητά του. Εξετάζει τις ψυχικές του αντιφάσεις, τις επιθυμίες και τις απογοητεύσεις του, καθώς και τις φιλοδοξίες του να βρει την αλήθεια και την προσωπική του ταυτότητα. Αντιμετωπίζει διάφορες κοινωνικές και πολιτικές δυσκολίες, γεγονός που τον φέρνει σε σύγκρουση με την κοινωνία και τον εαυτό του. Είναι γεμάτο με φιλοσοφικές και μουσικές αναφορές, καθώς ο Ρολάν συχνά εξετάζει τη δύναμη της τέχνης και τη θέση του καλλιτέχνη στην κοινωνία. Αρκετοί από τους 10 τόμους-μέρη του έργου μετατοπίζουν το θέμα από την ιστορία του κεντρικού ήρωα, εστιάζοντας σε άλλους. Ο συγγραφέας ήταν θαυμαστής του Λέοντος Τολστόι και, όπως στο Πόλεμος και Ειρήνη, ένα μεγάλο μέρος του κειμένου είναι αφιερωμένο στις σκέψεις του για  διάφορα θέματα: μουσική, τέχνη, λογοτεχνία, φεμινισμός, μιλιταρισμός, εθνικός χαρακτήρας και κοινωνικές μεταβολές στην Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία. Αυτές οι γνώμες αποδίδονται κατά μεγάλο μέρος στον Ζαν Κριστόφ, μολονότι ο Ρολάν αρνήθηκε ότι μοιραζόταν πολλές τάσεις με τον φανταστικό του ήρωα. Ο διδακτισμός του Ζαν Κριστόφ έχει επικριθεί από πολλούς αναγνώστες του.

 244.  Ο φάρος στην άκρη του κόσμου (Ιούλιος Βερν – 1905) Ένα μήνα πριν από τον θάνατό του, τον Φεβρουάριο του 1905, ο Ιούλιος Βερν έστειλε το χειρόγραφο του μυθιστορήματος για δημοσίευση, αλλά ο κάτοχος των δικαιωμάτων του βιβλίου (ο Ιούλιος Βερν είχε ήδη πεθάνει), ο γιος του Μισέλ, το εμπόδισε. Αυτό οδήγησε σε μια μεγάλη διαμάχη. Η θεματική του έργου περιστρέφεται γύρω από την επιβίωση υπό ακραίες συνθήκες και γεγονότα. Θεωρείται από τα καλύτερά λογοτεχνικά έργα του.        

 Πορτρέτο ενός ποιητή Βρετανικό Μουσείο
245.         Το Λυκόφως του Κήπου (Λεοπόλντο Λουγκόνες – 1905) Η ποιητική συλλογή είναι πιο εσωστρεφής και μελαγχολική από τα προηγούμενα έργα του, αντανακλώντας την πιο σκοτεινή πλευρά του μοντερνισμού. Επικεντρώνεται σε υποκειμενικές εμπειρίες, προκαλώντας συναισθήματα μέσα από εικόνες του λυκόφωτος, των κήπων και του φυσικού κόσμου. Ο κήπος, συγκεκριμένα, είναι ένα επαναλαμβανόμενο σύμβολο τόσο της ομορφιάς όσο και της φθοράς, αντιπροσωπεύοντας την ένταση μεταξύ ζωής και θανάτου, δημιουργίας και καταστροφής. Η επιρροή των Γάλλων συμβολιστών είναι αισθητή στη χρήση λεπτομερειών, όπως το λυκόφως, τα λουλούδια , ο άνεμος στις οποίες αποδίδει βαθύτερα νοήματα. Αυτά τα στοιχεία όχι μόνο κοσμούν το κείμενο, αλλά γίνονται βασικοί παράγοντες που αντανακλούν τις συναισθηματικές καταστάσεις του ποιητή. Η συλλογή είναι επίσης αξιοσημείωτη για την εξερεύνηση της αγάπης, η οποία αντιμετωπίζεται ως λυτρωτική δύναμη και ως πηγή βασάνων και αποξένωσης. Ο Lugones δεν περιορίζεται στην περιγραφή της αγάπης στις πιο ειδυλλιακές μορφές της, αλλά εμβαθύνει και στις πιο σκοτεινές και πιο σύνθετες πτυχές της, εμπλουτίζοντας την ποιητική εμπειρία και προσφέροντας ένα πιο λεπτό όραμα του ανθρώπινου πάθους.