Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νεάπολη Χαλκίδας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νεάπολη Χαλκίδας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 22 Μαΐου 2025

Ήταν καινούργια τότε η παλιά μας γειτονιά ! (της Τόνιας Μάκρα, δημοσιογράφου)

Με την απόσταση του χρόνου στρέφω το βλέμμα στην γειτονιά των παιδικών μας χρόνων που ξεκινά από την Λεωφόρο Χαϊνα και εκτείνεται έως το Κουρέντι και τις υπόλοιπες βόρειες παραλίες της πόλης μας.  Τότε που στις εκτάσεις του πρώην κτήματος Στεργίου με το πλούσιο πορτοκαλεώνα μόλις είχανε ξεκινήσει να χτίζονται τα πρώτα μονώροφα σπίτια.  Σήμερα  πυκνοκατοικημένη  πλέον η συνοικία έχει αναδειχθεί στο νέο εμπορικό και οικονομικό κέντρο της Χαλκίδας ενώ συγκροτήματα   κατοικιών  υψώνονται σε όλους τους δρόμους και ‘αγκαλιάζουν' ασφυκτικά τη θάλασσα.  Ωστόσο για εμάς τα πρώτα στην κυριολεξία 'παιδιά' της είναι οι μνήμες που διατηρούν τις σχέσεις, τις παιδικές φιλίες που γεννηθήκανε  στα παιχνίδια σε  χωμάτινους δρόμους και στην αγαπημένη αμμουδιά των παιδικών μας χρόνων, το γλυκό σε τοπίο Κουρέντι. 

Η γειτονιά μας ήτανε καινούργια, τα σπίτια μας νεόχτιστα, οι γονείς μας νεαροί οικογενειάρχες και εμείς μικρά παιδιά στο νήπιο ή το πολύ στο δημοτικό. Όλα αυτά διαδραματίζονταν  προς το τέλος της  δεκαετίας του '50 και αργότερα στην νεόκοπη τότε γειτονιά της Χαλκίδας που ξεκίνησε να αναπτύσσεται από τη Χαϊνα και συγκεκριμένα από τον φούρνο 'Δήμητρα' (ιδιοκτησία της οικογένειας Στεργίου  που αποτέλεσε δημοφιλές  τοπωνύμιο της πόλης μας για  δεκαετίες ολόκληρες), με κατεύθυνση προς το Κουρέντι και τις παραλίες Παπαθανασίου και Συκιές. Τα πρώτα σπίτια ήταν σχεδόν όλα συγκεντρωμένα τριγύρω από τη  διασταύρωση  των σημερινών οδών Ηλία Αφεντάκη και Λέλας Καραγιάννη. Εκεί γεννήθηκε η νέα συνοικία της Χαλκίδας, σε τόπο εξοχικό αλλά και χλοερό όπου μέχρι πρότινος περισσεύανε τα πορτοκαλεόδενδρα, τα πεύκα, οι λεύκες, οι μουριές, οι συκιές, οι ευκάλυπτοι .  Μια συνοικία που χρειάστηκε πάνω από δεκαετία για να επεκταθεί κάποια τετράγωνα πιο πέρα από την Χαϊνά και αρκετές δεκαετίες για να αγγίξει τις κοντινές παραλίες, τις οποίες μετά το ’80 αγκάλιασε ασφυκτικά – δυστυχώς!

Στην εποχή που χτιζόντουσαν τα πρώτα σπίτια κανείς όμως δεν κυνηγούσε την θάλασσα -η γειτνίαση μαζί της κρινότανε μάλιστα ανθυγιεινή ! Ούτε είχε ακόμα ενσκήψει η  εμμονή των νεοελλήνων με την θαλασσινή θέα – μόδα πολύ μεταγενέστερη στο όνομα της οποίας δυστυχώς καταστράφηκαν και καταστρέφονται περιοχές ολόκληρες μεταξύ των οποίων και τα νησιά. Κοντινό  στη γειτονιά μας πρώτο  καταστροφικό παράδειγμα για το αστικό μας  τοπίο αποτελούν τα μπλοκ των πολυκατοικιών στην παραλία του Παπαθανασίου και αργότερα και στις άλλες παραλίες που μπλόκαραν  ανεπιστρεπτί το θαλασσινό αεράκι απαγορεύοντάς του να διαχυθεί και να δροσίσει τις πίσω γειτονιές.  Τις δεκαετίες 50-'60 όμως ο δρόμος προς τις παραλίες πέρναγε ανάμεσα από χωράφια όπου βόσκανε πρόβατα και αγελάδες.  Λίγα σπιτάκια υπήρχανε ταπεινά και πάρα πολλά δένδρα όπως ελιές, συκιές  και  μουριές στη σκιά των οποίων ξεκουραζόμασταν επιστρέφοντας τα καλοκαιρινά μεσημέρια κατάκοποι από τις ατέλειωτες βουτιές στη θάλασσα.  Αυτή η νέα Χαλκίδα είχε σαν σημείο εκκίνησής την παλιά μας γειτονιά και προσωπική μας ... πατρίδα η οποία ευτύχησε πρέπει να πούμε να διαθέτει εξαρχής πολεοδομικό σχεδιασμό άρα μεγάλους δρόμους και μονοκατοικίες με κήπο στην πρόσοψη. Ωστόσο δεν υπήρξε καμία πρόβλεψη ελεύθερου δημόσιου χώρου –όπως άλλωστε ίσχυε σε  ολόκληρη τη πόλη.  Ας είναι καλά όμως η θάλασσα με τις παραλίες της που όπως και σήμερα μας φιλοξενούσε πρωί – βράδυ !


Στην αρχή οι δρόμοι ήτανε χώμα και τα σπίτια μας  ακόμα στα τούβλα   Συχνά οι μαμάδες βάφανε λευκούς τους τενεκέδες για να διακοσμήσουν με αυτές τις αυτοσχέδιες γλάστρες μπαλκόνια και αυλές.  Γύρω  μας αλάνες και ελάχιστα μέτρα πιο πέρα πορτοκαλιές και λεμονιές, μουριές, αθάνατοι, φραγκοσυκιές και μυρωδάτο χαμομήλι.  Θυμάμαι ζωντανά τις μπουλντόζες να  ανοίγουνε το δρόμο προς τη θάλασσα αλλά και τους λαβωμένους κορμούς των δένδρων πλαγιασμένους στο αφράτο και κοκκινωπό χώμα, εικόνες που μου δημιουργούσαν αμφιλεγόμενα συναισθήματα. Θυμάμαι ακόμα όμως με χαρά και την ασφαλτόστρωσή  των δρόμων -κάπου προς το 1965. Λίγο λίγο η ζωή έφερε αλλαγές και  πολλούς  νέους γείτονες. Τα σπίτια γίνανε διώροφα, αποκτήσανε πέτρινες μάνδρες με καγκελόφραξη, οι κήποι φτιάχτηκαν με πεζούλες και γέμισαν  δένδρα και λουλούδια, γεράνια, τριανταφυλλιές, ορτανσίες, γιασεμί, αγιόκλιμα.. Ωστόσο στις δικές μας ζωές οι αλλαγές αποδειχτήκανε πολύ πιο ταχείς απ' ότι στη νέα αυτή πλευρά της Χαλκίδας.   

Ακόμα και σήμερα πολλές από τις παλιές εκείνες κατοικίες στέκουνε στην θέση τους και η εναλλαγή τους με τις πολυκατοικίες μας επιτρέπει να απολαμβάνουμε  τον ήλιο αλλά και το δροσερό αεράκι που ξεγλιστρά τα βράδια του καλοκαιριού από το Βοριά. Και η θάλασσα είναι ακόμα δίπλα μας έστω κι αν δεν την βλέπουμε από τις ταράτσες των πατρικών μας σπιτιών – όπως τότε. Με χαρά βλέπω τα καλοκαιρινά βράδια  παρέες παιδιών - νεαρών - ενήλικων – οικογενειών να ανηφορίζουνε με ράθυμο βήμα από τις πλάζ.  Η παλιά γειτονιά έχει μεταλλαχθεί  σε νέο εμπορικό, οικονομικό και ιατρικό κέντρο της πόλης. Μοιάζει όμως πολλές από τις συνήθειες των κατοίκων να παραμένουνε οι ίδιες και  τον τόνο στην καθημερινότητα του καλοκαιριού να τον δίνει πάντα η θάλασσα. Κάτι που αρχίζεις να το αισθάνεσαι αμέσως μόλις απομακρυνθείς από την Λεωφόρο Χαϊνά που ούτε να την διασχίσεις μπορείς ούτε να την περπατήσεις. 

Οι κάτοικοι 

Τα άτομα που πρωτοκατοίκησαν την γειτονιά ήτανε λοιπόν οι νεαροί  γονείς μας που τότε ξεκινούσανε τη ζωή τους ή κάποιοι λίγο μεγαλύτεροι που στήνανε και πάλι νοικοκυριό στην Χαλκίδα πλέον μετά την λαίλαπα της κατοχής και τις συνέπειες του εμφύλιου. Τα επαγγέλματα τους ποικίλα : ο κτηματίας – αρτοποιός Κώστας Στεργίου η οικογένεια του οποίου για χρόνια κατοικούσε στο παλιό αγροτικό σπίτι, ένα κτίσμα χαμηλό, μακρόστενο πέτρινο με κεραμοσκεπή χαρακτηριστικό οίκημα της υπαίθρου. Απέναντί του αντίθετα ο  στρατιωτικός  Αθανάσιος Σιταράς έκτισε την πρώτη μοντέρνα διπλοκατοικία. Σύγχρονα της εποχής τους ήταν όλες οι υπόλοιπες κατοικίες ,  του αρχιμηχανικού στην βιομηχανία Παπαθανασίου  Γιώργου Βράκα, της οικογένειάς μας. Σύγχρονο με το δικό μας σπίτι ήταν του ζεύγους των δασκάλων Σπανάκη, του έμπορου και παλιού κατετάνιου του ΕΛΑΣ  Γιάννη Σκλιά με τη γυναίκα επίσης αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης Μαρίκα και τις κόρες τους. Κάτοικός και ο τραπεζικός  Δημήτρης Γαλάνης η κόρη του οποίου Αναστασία (Σούλα) Γαλάνη ,  εργάστηκε στο Δήμο και για δεκαετίας  ήταν η ιδιαιτέρα σειρά δημάρχων της Χαλκίδας. Στο δίπατο σπίτι με την μεγάλη αυλή και γύρω –γύρω τα ενοικιαζόμενα δωμάτια έμενε η Σωτηρία Γιαμά από την Στενή (στο οικόπεδο  της  επί της Χαϊνά κτίστηκε η πρώτη πολυκατοικία της περιοχής ‘του Μαλάγα’). Η κυρά  Σωτήρω όπως την λέγαμε λάτρευε το τάβλι και έπαιζε διαρκώς με οποιον  πρόθυμο παρτενέρ έβρισκε ! Μάλιστα θυμάμαι ακόμα τον ήχο από τα πιόνια που χτυπούσε δυνατά όταν έπαιζε στη βεράντα της τα απομεσήμερα του καλοκαιριού και τα παράθυρα μας ήταν ολάνοιχτα – μπορεί και οι πόρτες ! ‘Αλλοι γείτονες ο τεχνίτης μωσαϊκών Χρίστος Ρόγκας ,  η οικογένεια του Χρίστου Βουκούτη, η οικογένεια Σημιτζή με τα πολλά παιδιά , η οικογένεια Πλάκα που λειτουργούσε ήδη από τότε την ομώνυμη υπόγεια ταβέρνα δίπλα στην Τεχνική Σχολή Δημόκριτος. Αυτό το κτίριο μοντέρνας αρχιτεκτονικής με τεράστια ανοίγματα που εξασφάλιζαν το φυσικό φωτισμό στις αίθουσες υπήρξε κόσμημα της γειτονιάς. Πλημυρισμένη  από μαθητές το πρωί και φοιτητές το απόγευμα οι οποίοι εκπαιδευόντουσαν σε κάθε κατηγορία τεχνικού προσανατολισμού. Το σημερινό κουφάρι που ευτυχώς διασώθηκε από την κατεδάφιση, το γνωρίσαμε στις δόξες του και παίξαμε μέχρι πλήρους εξάντλησης στην αυλή του.    

Στην απέναντι πλευρά της Χαϊνα στο ύψος του φούρνου  “ΔΗΜΗΤΡΑ” υπήρχε ένα και μοναδικό μπακάλικο (στο εσωτερικό δέσποζε η ιστορική διαφήμιση με τον μοναχό και τα μακαρόνια ΜΙΣΚΟ), δίπλα του ένα ουζερί με τα χταπόδια να στεγνώνουν μονίμως στην σκιά των μουριών και από πάνω το σπίτι των αδελφών Χάρλα (ήταν οι οικοδόμοι που χτίσανε τα περισσότερα σπίτια). Λίγο πιο κάτω η  βρισκότανε η ταβέρνα του “Κανατσέλου” ένα απίστευτο κουτούκι που επέζησε αρκετές δεκαετίες, ένα αγροτικό  σπίτι -μπακάλικο -ταβέρνα με τα τραπέζια κάτω από μεγάλες μουριές. Εκεί που βρίσκεται τώρα το σούπερ μάρκετ 'Κρητικός' ξεκίναγε το κτήμα του Μπούρικα που έφτανε μέχρι το κύμα. Από τη λεωφόρο κατέβαινες μια τεράστια πέτρινη σκάλα για να φθάσεις στο ύψος του σπιτιού. Από εκεί προμηθευότανε πορτοκάλια, μανταρίνια. λεμόνια, κοτόπουλα, αυγά όλη η Χαλκίδα. Μια έκταση κατάφυτη με κτίσματα χαμηλά πέτρινα με κεραμίδια. Απέναντί του εκεί που δεκαετίες τώρα βρίσκεται βενζινάδικο προυπήρχε ένα ‘δάσος’ ... από ελαιόδενδρα (!). Κόπηκε φαντάζομαι σε μια νύχτα – ευτυχώς ήμουνα παιδί  και δεν θυμάμαι τη μέρα που συντελέστηκε το έγκλημα.  

Τώρα όμως που ξαναθυμάμαι όλες αυτές τις όμορφες εικόνες μου φαίνεται σαν ψέμα. Σαν να της έζησα σε μια άλλη ζωή, ακόμα και η μνήμη μου δυσκολεύεται να τις αναβιώσει. Εκεί που η βλάστηση περίσσευε  σήμερα επί της Χαϊνα δεν διατηρήθηκε ούτε καν μια μουριά έστω μια ακακία από αυτές που φύτευε ο Δήμος τη δεκαετία του '60 στα πεζοδρόμια . Τώρα για να βαδίσουμε ή ακόμα χειρότερα να διασχίσουμε την λεωφόρο πρέπει να κρυβόμαστε πίσω από μαύρα γυαλιά και καπέλα για να αντέξουμε την εκτυφλωτική και απίστευτα ενοχλητική ηλιοφάνεια, ειδικά ώρες που αντανακλάται στην καυτή  άσφαλτο !  Συχνά μέρες με καύσωνα έχεις την αίσθηση ότι διασχίζεις την έρημο. Ποιος υπολόγιζε όμως το ρόλο του αστικού πράσινου στην  Χαλκίδα της δεκαετίας του '60 ; ή ακόμα και σήμερα  ; Απάντηση δεν υπάρχει γι αυτό ας επιστρέψουμε και πάλι στην εποχή που  οι πόλεις διατηρούσαν ακόμα ανθρώπινο μέγεθος.  

Η ζωή 

Ανεξάρτητα από τη δουλειά των γονιών μας κοινωνικές διαφορές και αντιθέσεις δεν βιώσαμε σαν παιδιά. Αλλωστε ήτανε η εποχή φτωχή, τα εισοδήματα περιορισμένα, οι μισθοί ακόμα και των κρατικών λειτουργών χαμηλοί.. ακόμα και οι πολιτικές αντιθέσεις κρατιόντουσαν κάπως χαμηλά Εμείς εκεί ζούσαμε όλοι με τον ίδιο απλό τρόπο, στον αστερισμό του ελάχιστου,  τα έπιπλα στα σπίτια μπαίνανε αργά και όλα ήτανε τραπεζαρίες καρυδιές με σκαλίσματα συν μπουφέδες ίδιο στιλ, για θέρμανση είχαμε σόμπες,  τα παιδιά  ήμασταν ντυμένα με πανομοιότυπα ρούχα, τα παιχνίδια ήταν ελάχιστα, όπως οι κούκλες που μας αγοράζανε συνήθως από το παζάρι της Αγίας Παρασκευής . Δεν χρειαζόμασταν  άλλωστε παιχνίδια, είχαμε την  άμμο και τα χαλίκια από τα σπίτια που χτιζόντουσαν, τα ομαδικά παιχνίδια με μπάλα, το 'αλτ', το 'κρυφτό' και φυσικά υπήρχε η θάλασσα. 

Μεγαλώναμε ομαδικά και διαρκώς  μετακινούμασταν από το ένα σπίτι στο άλλο, από την μια αυλή στην άλλη, το καλοκαίρι ζούσαμε στο δρόμο ή στην θάλασσα ξεφωνίζοντας ολημερίς και ολονυχτίς. Σχολείο πηγαίναμε επίσης όλοι μαζί γιατί είχαμε κοντινές ηλικίες,  στο νεοιδρυθέν 13ο Δημοτικό που στεγαζότανε στις  ψηλοτάβανες μεν αλλα παγωμένες  αίθουσες του “Δημόκριτου”. Στα διαλείμματα πεταγόμασταν στο σπίτι να φάμε,  να πιούμε νερό όταν δεν κυνηγιόμασταν στην  αυλή  που σήμερα χάσκει ερειπωμένη.  Σπίτι -σχολείο- γειτονιά ήτανε ένα, τα σπίτια μας ήτανε  ανοιχτά, οι μανάδες μας φιλενάδες, οι μπαμπάδες πατρικές φιγούρες για όλους.  Με λίγα λόγια η κοινωνία μας δεν διέφερε  σε τίποτα από αυτή ενός  χωριού ενώ αναπτυσσότανε  στην περιφέρεια της Χαλκίδας, στις  γειτονιές που  εξελιχθήκανε σε μια πόλη ολόκληρη. Φυσικό και επόμενο  λοιπόν ήταν οι αλλαγές που βίωσε στην πορεία η γειτονιά να αποδειχτούν ταυτόσημες με τις διαδικασίες ανάπτυξης και αστικοποίησης που χαρακτήρισαν τις πόλεις της περιφέρειας αλλά και τις γειτονιές και τα προάστεια της Αθήνας. 

Ωστόσο στους κόλπους αυτής της ‘πολιτείας’  κάποια από εκείνα τα τότε παιδιά - άλλοι ως μόνιμοι κάτοικοι κι άλλοι ως παραθεριστές του καλοκαιριού - μοιραζόμαστε ακόμα ζωή και  μνήμες με  καταλύτη την αγάπη και κυρίως αλληλεγγύη που έδεσε στο παρελθόν  τους γονείς μας.


* Για πρώτη φορά το ίδιο θέμα με απασχόλησε με πολύ πιο προσωπικό ωστόσο  ύφος σε κείμενο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα 'Ν. Προοδευτική Εύβοια' του αείμνηστου Δημήτρη Δεμερτζή.