Τα παρακάτω λογοτεχνικά έργα αποτελούν προτάσεις της καλής φίλης Τόνιας Μάκρα την οποία και ευχαριστώ θερμά για τη πρωτοβουλία της που συμπληρώνει ουσιαστικά τα έργα που έχουμε ήδη παρουσιάσει και έχουν πεδίο αναφοράς τις αναρίθμητες πολεμικές τραγωδίες.
Καπούτ (Κούρτσιο Μαλαπάρτε – 1944) Εκδόσεις Μεταίχμιο 2007 (Μετάφραση Παναγιώτης Σκόνδρας). ISBN 978-960-455-235-1.
Το βιβλίο του ο συγγραφέας εμπνεύστηκε από
τις εμπειρίες του ως πολεμικος ανταποκριτής στο Ανατολικό Μέτωπο του
Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Παρουσιάζεται ως η προσωπική μαρτυρία του Μαλαπάρτε για
έντονη βία και σκληρότητα, αλλά το περιεχόμενο θεωρήθηκε αρχικά σε μεγάλο βαθμό
μυθοπλαστικό. Ήδη από την έκδοση, αρκετοί Ευρωπαίοι κριτικοί θεώρησαν τον
αφηγητή του βιβλίου ως μυθοπλαστικό πρόσωπο συγγραφέα και το βιβλίο ως μια
προσπάθεια του Μαλαπάρτε να τοποθετηθεί μετά την ήττα της Ιταλίας και το δικό
του παρελθόν ως υποστηρικτής του φασισμού. Όταν η αγγλική μετάφραση
δημοσιεύτηκε το 1946, το Kirkus Reviews το δέχτηκε ως αληθινή αφήγηση και το
χαρακτήρισε «ένα διακριτικά λαμπρό γραπτό» όπου ο Μαλαπάρτε «μαστιγώνει τις
ευαισθησίες σε μια έντονη επίγνωση της υποβάθμισης της Ευρώπης, της απόλυτης
κατάρρευσης της ηθικής, της ακεραιότητας και ούτω καθεξής». Το βιβλίο σημείωσε
διεθνή επιτυχία. Η άποψη του Μίλαν Κούντερα για το έργο συνοψίζεται στο δοκίμιό
του «Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης»: «Είναι παράξενο, ναι, αλλά κατανοητό:
γιατί αυτό το ρεπορτάζ είναι κάτι άλλο από ρεπορτάζ· είναι ένα λογοτεχνικό έργο
του οποίου η αισθητική πρόθεση είναι τόσο ισχυρή, τόσο προφανής, που ο
ευαίσθητος αναγνώστης το αποκλείει αυτόματα από το πλαίσιο των αφηγήσεων που
παρουσιάζουν ιστορικοί, δημοσιογράφοι, πολιτικοί αναλυτές,
απομνημονευματογράφοι».
Το δέρμα Κούρτσιο Μαλαπάρτε – 1949) Εκδόσεις Μεταίχμιο 2011 (Μετάφραση Παναγιώτης Σκόνδρας). ISBN 978-960-455-791-2.
Είναι μια μυθοπλαστική
αφήγηση της κατοχής της Νάπολης από τους Συμμάχους μετά την ήττα της Ιταλίας
στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά την οποία ο Μαλαπάρτε - του οποίου η ομώνυμη
περσόνα συγγραφέα εμφανίζεται ως αφηγητής του βιβλίου - εργάστηκε ως
αξιωματικός σύνδεσμος για τον αμερικανικό στρατό. Το βιβλίο αποτελείται από
βινιέτες για την υποβάθμιση της ζωής των κατοίκων της, την πορνεία και τη
σκληρότητα. Όπως και το «Καπούτ», το βιβλίο σημείωσε διεθνή επιτυχία. Το 2006,
ο Γκάρι Ιντιάνα έγραψε στο Bookforum ότι έχει «την πυκνά γεμάτη, περιπλανώμενη,
δαιμονική εγκατάλειψη μιας επιθεώρησης βοντβίλ στην κόλαση» και κάνει την
υποτιθέμενη απελευθέρωση της Ιταλίας να μοιάζει με έναν αηδιαστικό εφιάλτη. Όταν
δημοσιεύτηκε στη σειρά NYRB Classics το 2013, το Time Out New York έγραψε ότι
έχει ένα «μοναδικό, ειρωνικό ιδίωμα» και ότι ο πρωταγωνιστής εμφανίζεται
κυνικός και ως «ένα είδος εκπροσώπου του ηττημένου έθνους, ταυτόχρονα
δουλοπρεπής και συγκαταβατικός στους νέους Αμερικανούς επικυρίαρχούς του». «Ήμασταν
καθαροί, πλυμένοι και χορτάτοι, ο Τζακ και εγώ, ανάμεσα στο τρομερό
ναπολιτάνικο πλήθος - άθλιο, βρώμικο, πεινασμένο και ντυμένο με κουρέλια - που
σμήνη στρατιωτών από τους απελευθερωτικούς στρατούς, που αποτελούνταν από κάθε
φυλή της γης, σπρώχνονταν και προσβάλλονταν σε κάθε γλώσσα και διάλεκτο του
κόσμου. Η τιμή να είναι οι πρώτοι που απελευθερώθηκαν είχε πέσει στον
ναπολιτάνικο λαό, ανάμεσα σε όλους τους λαούς της Ευρώπης (...) μετά από τρία
χρόνια πείνας, επιδημιών και άγριων βομβαρδισμών, είχαν δεχτεί ευγενικά, από
αγάπη για τη χώρα τους, την πολυπόθητη και ζηλευτή δόξα να παίξουν τον ρόλο ενός
ηττημένου λαού...»
Μερικά λόγια για το συγγραφέα
Ο Kurt Erich Suckert είχε πατέρα Γερμανοπολωνό και μητέρα Ιταλίδα, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο La Sapienza και δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα το 1912. Συμμετείχε στον Α΄ΠΠ, τραυματίστηκε, βραβεύτηκε με παράσημα της Ιταλίας και της Γαλλίας. Μετά υπηρέτησε στη διπλωματική υπηρεσία. Το 1921 εντάχθηκε στο Φασιστικό Κόμμα.
Εξέδιδε πολλά πολιτικά περιοδικά και από το 1925, χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Κούρτσιο Μαλαπάρτε ("κακή παρέα"). Παράλληλα με την πολιτική του δραστηριότητα, ίδρυσε το λογοτεχνικό περιοδικό «Εννιακόσια Χρόνια», όπου δημοσίευαν οι Picasso, James Joyce, Philippe Soupault κ.α. και τον οδήγησε σε άλλη πολιτική κατεύθυνση.
Άνθρωπος με περιπετειώδη διάθεση και αναρχικός εκ πεποιθήσεων, ο Malaparte πάντα και σε όλα του άρεσε να πηγαίνει κόντρα στην καθιερωμένη τάξη. Μετά την έκδοση του αντιολοκληρωτικού φυλλαδίου «Τεχνική ενός Πραξικοπήματος» (1931), στο οποίο μιλούσε με επιδοκιμασία για τη στρατηγική του Λένιν και την τακτική του Τρότσκι, ενώ ταυτόχρονα καταδίκαζε τον Μουσολίνι και τον Χίτλερ, διαγράφηκε από τις τάξεις του φασιστικού κόμματος. Από το 1933 έως το 1938 ήταν εξόριστος στο νησί Λίπαρι στο Τυρρηνικό Πέλαγος. Αφέθηκε ελεύθερος μετά από προσωπική παρέμβαση του Galeazzo Ciano. Για κάποιο διάστημα εργάστηκε σε διπλωματικές αποστολές, αλλά στη συνέχεια συνελήφθη ξανά αρκετές φορές, εκτίοντας ποινή φυλάκισης στη διάσημη ρωμαϊκή φυλακή Regina Celi.
Από το 1941 - ανταποκριτής της εφημερίδας "Corriere della Sera" στο Ανατολικό Μέτωπο. Πολλά από τα άρθρα του λογοκρίθηκαν ή δεν επιτράπηκε η δημοσίευσή τους, αλλά αποτέλεσαν το υλικό για τα μελλοντικά βιβλία "Καπούτ" και "Δέρμα". Από το 1943 έως το 1946 εργάστηκε για την ανώτατη διοίκηση του αμερικανικού στρατού στην Ιταλία. Τα άρθρα του από τότε δημοσιεύονταν συνεχώς στα περιοδικά των συμμαχικών χωρών.
Μετά τον πόλεμο, εντάχθηκε στο
Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Το 1947 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου έγραψε
γαλλόφωνα θεατρικά έργα για τον Μαρσέλ Προυστ και τον Καρλ Μαρξ. Ενδιαφερόταν
για τη μαοϊκή Κίνα, έκανε ένα ταξίδι εκεί, αλλά σύντομα αρρώστησε και
αναγκάστηκε να επιστρέψει νωρίς (το ημερολόγιο του ταξιδιού, "Εγώ στη
Ρωσία και στην Κίνα", δημοσιεύτηκε μετά θάνατον το 1958). Κληροδότησε την
περίφημη βίλα του στο Κάπρι, την οποία επισκέφτηκαν κατά καιρούς ο Αλμπέρτο
Μοραβία, ο Αλμπέρ Καμύ και άλλοι, στην κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της
Κίνας. Όμως οι κληρονόμοι του κατάφεραν να ακυρώσουν τη δωρεά, επειδή εκείνη
τη περίοδο οι δυο χώρες δεν είχαν διπλωματικές σχέσεις. Το τελευταίο του
βιβλίο, «Οι Καταραμένοι Τοσκανοί» (Maledetti toscani), εκδόθηκε μετά θάνατον.