Μια όμορφη μετάφραση και μια υπερπλήρης φιλολογική στοιχείωση – τι άλλο χρειάζεται για να αξιοποιηθούν οι σκέψεις του Νίτσε για τη φιλολογία; Αυτό που κατά τον Νίτσε ορίζει τη φιλολογία: μια αργή ανάγνωση. Γιατί αν ο Νίτσε, επιλέγοντας την οδό της σωκρατικής ειρωνείας, αποδίδει σε κάποιο «διεστραμμένο γούστο» του την απόφασή του να μη γράφει τίποτα «που να μη φέρνει σε απόγνωση όποιον είναι “βιαστικός”», ο ορισμός της φιλολογίας ως της τέχνης της αργής ανάγνωσης δείχνει ποιο είναι το πραγματικό διακύβευμα – ιδίως σε μια εποχή σαν τη δική μας, όπου διαβάζει κανείς βουλιμικά για να συγκεντρώσει πληροφορίες, ή αλλιώς γιατί; Για να δει μήπως αν ένα κείμενο εκφράζει τις απόψεις που προτιμά και ο ίδιος ή όχι; Η αργή ανάγνωση διέπεται από την αντίθετη αρχή: ότι η σκέψη δεν κινείται μεταξύ πληροφορίας και αυτονόητου, ότι το νόημα έχει πάντοτε πτυχώσεις και σκοτεινές ζώνες.
Το αργό διάβασμα, που προσέχει «μπρος και πίσω», είναι η αρχή μόνο αυτού που έχουν ονομάσει «ερμηνευτικό κύκλο». Η ουσία του είναι η παλινδρομική κίνηση ανάμεσα στο μέρος και το όλον. Καταλαβαίνει κανείς τις φράσεις όταν καταλαβαίνει τις λέξεις, έπειτα όμως καταλαβαίνει τις λέξεις επειδή καταλαβαίνει τις φράσεις. Και διαπιστώνει ότι η λέξη μέσα στη φράση έχει ένα άλλο νόημα από αυτό που της έδινε στην αρχή. Και έπειτα η φράση η ίδια ηχεί διαφορετικά. Φαύλος κύκλος; Θα ήταν, αν ήταν στατικός, αλλά δεν είναι. Η κίνησή του είναι σπειροειδής∙ η ερμηνεία σηκώνει ένα στρόβιλο πάνω από τα πράγματα. Το όλο και το μέρος μετατοπίζονται συνέχεια. Γιατί μετά βλέπει κανείς ότι το όλον δεν είναι ούτε η φράση, που η ίδια παίρνει το νόημά της από το σύνολο ενός έργου ή μιας σκέψης, και το έργο ή η σκέψη είναι πάλι μέρη σε σχέση με κάτι ευρύτερο που μπορεί να είναι μια ιστορική εποχή, ένας πολιτισμός, ή κάτι άλλο του οποίου μπορεί να μην έχουμε ακόμα ούτε τη σκέψη ούτε το όνομα, γιατί εντέλει υπάρχει ένα όλο που περιλαμβάνει αυτά όλα μαζί με αυτόν που τα σκέφτεται, χωρίς αυτά να είναι απλώς ένα «αντικείμενο» αφού τον περιέχουν, και χωρίς αυτός να είναι απλώς ένα προϊόν τους, αφού, και σε όποιο βαθμό, μπορεί να τα βλέπει απ’ έξω.
Η φιλολογία, λέει ο Νίτσε, ζητάει από τους θιασώτες της «να στέκονται σε μια απόσταση, να αφήνουν χρόνο στον εαυτό τους, να μένουν σιωπηλοί, να γίνονται αργοί». Δεν πρόκειται απλώς για κανόνες μελέτης. Η διεύρυνση του ερμηνευτικού κύκλου σημαίνει ότι ο Νίτσε ζητάει μιαν ανθρωπότητα που να μη συμπίπτει απλώς με τον εαυτό της αλλά να έχει απόσταση από αυτόν και να τον σκέφτεται, μια ανθρωπότητα που να ζει ιστορικά.
Αυτόν τον δρόμο ακολούθησε ο ίδιος και η φιλολογία του έγινε φιλοσοφία, όπως το λέει αντιστρέφοντας ένα λόγο του Σενέκα: philosophia facta est, qua philologia erat. To τελικό νόημα του ερμηνευτικού κύκλου, αν τον καταλάβει κανείς ουσιαστικά, όχι μεθοδολογικά, είναι ό,τι επισημαίνει αλλού ο Νίτσε λέγοντας ότι, όπως γύρω από μια φωτεινή πηγή το φως διαδίδεται ομοιόμορφα, έτσι ομοιόμορφα φωτίζονται γύρω μας το παρελθόν και το μέλλον. Αυτό δεν αφορά μόνο την κλασική φιλολογία. Σημαίνει, όμως, ότι αυτή θα παραμένει επίκαιρη όσο ο κόσμος μας θα περιλαμβάνει ακόμα ως συνιστώσα του το ελληνικό και ρωμαϊκό παρελθόν του.
Ο πρώτος ανθρωπισμός, της Αναγέννησης, συνδέθηκε με το ελληνορωμαϊκό παγανιστικό παρελθόν για να φτιάξει ένα μέλλον διαφορετικό από αυτό που θα προέκυπτε από τον χριστιανικό Μεσαίωνα, ο δεύτερος ανθρωπισμός, της κλασικής εποχής του γερμανικού πολιτισμού, συνδέθηκε με το ελληνικό παρελθόν για να σκεφτεί ένα μέλλον που δεν θα στηριζόταν στην ιεραρχική τάξη που προέκυπτε από τη ρωμαϊκή (και ρωμαιοκαθολική στο μεταξύ) αντίληψη των θεσμών, αλλά σε μια αρμονία των ατόμων σαν αυτήν που διείπε την αρχαία πόλιν, στηριγμένη στην (προτεσταντική πια) αρχή της ελευθερίας. Γιατί ο τρίτος ανθρωπισμός που οραματίστηκε ο Γιαίγκερ δεν καρποφόρησε; (Σημείωση δικιά μας: Ο Werner Jaeger, (1888-1961), κλασσικός φιλόλογος και φιλόσοφος υποστηρίζει και τεκμηριώνει μια μπολιασμένη με τον ανθρωπισμό των ποιητών και φιλοσόφων φιλολογία. Ταυτόχρονα τηρεί αποστάσεις από την νιτσεϊκή επιστήμη. Η απλή αρχαιογνωσία πρέπει να αντικατασταθεί από σύλληψη του κλασικού ως καλλιτεχνικού αλλά και ηθικού προτύπου. Διακρίνοντας τον φιλόλογο από τον ιστορικό, ο πρώτος εξηγεί τις συνθήκες όπου παρήχθησαν τα έργα της κλασικής γραμματείας, ενώ ο δεύτερος κατανοεί τις ιστορικές συνάφειες αυτών) (βλ. Ευάγγελος Ρούσσος, «Γιαίγκερ Βέρνερ», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Εκδοτική Αθηνών, τομ. 2 (1984), σελ.386)
Και η νεοελληνική φιλολογία; Εζησε και πέθανε με την ιδέα της αποκατάστασης κάποιας ελληνικής ενότητας. Η κατάληξη δείχνει ότι δεν έπιασε ρίζα στο παρελθόν όσο θα χρειαζόταν για να θρέψει ένα δυνατό μέλλον. Δεν είναι όμως η ανεδαφικότητα της νεκρανάστασης της αρχαίας γλώσσας που ευθύνεται –άλλωστε στον δέκατο ένατο αιώνα μια άλλη αρχαία γλώσσα κατάφερε να νεκραναστηθεί: η εβραϊκή– αλλά ότι η πίστη της ήταν χωλή και αδύναμη.
Και σήμερα; Οταν το απώτατο παρελθόν που βλέπουμε δείχνει συνέχεια ανόργανου και οργανικού στοιχείου, το μέλλον δείχνει συνέχεια ανάμεσα στην ανθρώπινη και την τεχνητή νοημοσύνη. Αλλά τότε όλα είναι κωδικοποίηση και αποκωδικοποίηση πληροφοριών. Ποια θέση μπορεί ακόμα να έχει η ερμηνεία; Αν η βιοτεχνολογία εξαλείψει ποτέ την τραγικότητα του ανθρώπου, και η διαχείριση πληθυσμών αντικαταστήσει οριστικά την πολιτική, τότε και τα τελευταία κατάλοιπα της ελληνικής κληρονομιάς θα έχουν εγκαταλειφθεί. Αν όμως, όπως πίστευε ο Σωκράτης, ο ανεξέταστος βίος είναι αδύνατος, ου βιωτός, για τον άνθρωπο, αν, όπως το είπαν αργότερα τα Ευαγγέλια, ο άνθρωπος ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται, τότε μια μελλοντική φιλολογία, δηλαδή μια μελλοντική ανθρωπότητα, θα χρειαστεί να ξαναφωτίσει το ελληνικό παρελθόν βρίσκοντας μέσα του νοήματα που ίσως ακόμα δεν βλέπουμε.
(*) Απο το www.efsyn.gr του Χρήστου Μαρσέλλου
(*) Απο το www.efsyn.gr του Χρήστου Μαρσέλλου