Στην καθαυτό αφήγηση, ακριβώς όπως είχε προαναγγείλει στον πρόλογο, παρουσιάζει μία άκρως αρνητική εικόνα του δυτικού κυρίως, αλλά και του ελληνικού μεσαίωνα, καθώς και της σύγχρονης εκκλησιαστικής ζωής. Ένα στοιχείο στο οποίο επιμένει ιδιαίτερα είναι η ερωτική δραστηριότητα των μοναχών: ο πατέρας της Ιωάννας ήταν μοναχός που γνώρισε τη μητέρα της, όταν του την πρόσφερε ένας υπηρέτης με αντάλλαγμα το δόντι ενός Αγίου, η Ιωάννα ακολούθησε την μοναστική ζωή επειδή στον ύπνο της εμφανίστηκε μία Αγία που της εκθείασε τα αγαθά της ζωής στο μοναστήρ,ι λέγοντας ότι οι μοναχές απολαμβάνουν τις επισκέψεις εραστών και πολυτελή ζωή, ενώ διαδίδουν ότι περνούν τη ζωή τους με προσευχές και στερήσεις. Επιπλέον ο Ροΐδης παρουσιάζει τους καθολικούς ιερείς ως αγράμματους, πρόθυμους να παραβιάσουν τη νηστεία βαφτίζοντας ψάρι το κρέας και τους ανώτερους κληρικούς ενδιαφερόμενους μόνο για ραδιουργίες, υλικές απολαύσεις και απόκτηση δόξας και χρημάτων. Στο κεφάλαιο όπου αφηγείται την παραμονή της Ιωάννας στην Αθήνα ο Ροΐδης αναφέρεται εκτενώς στην Ορθόδοξη Εκκλησία και με πολλές αφορμές παρουσιάζει και τους ορθόδοξους ιερείς ενδιαφερόμενους μόνο για τα επίγεια αγαθά, επιρρεπείς στην παραβίαση της νηστείας και στις ερωτικές προσφορές της Ιωάννας, κυρίως όμως κατηγορεί την Ορθόδοξη Εκκλησία για τυπολατρία και συντηρητισμό καθώς και για χαρακτηριστικά που κατά τη γνώμη του απομακρύνουν τους πιστούς από την άσκηση της λατρείας, όπως η μεγάλη διάρκεια της λειτουργίας και η αισθητική των αγιογραφιών και της βυζαντινής ψαλμωδίας (την οποία ονομάζει «ρινοφωνία»). «Ὁ χριστιανισμός κατέπνιξε τὴν εἰδωλολατρείαν καὶ ἐν τούτοις τὸ ἄκακον τοῦτο θῦμα κατέστησε τὸν φονέα του γενικὸν κληρονόμον, κληροδοτῆσαν αὐτῷ τοὺς ναούς, τὰς τελετάς, τὰς θυσίας, τοὺς μάντεις, τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς ὀνειροκρίτας. Ταῦτα πάντα παραλαβόντες οἱ χριστιανοὶ μετεσχημάτισαν ὁπωσοῦν πρὸς χρῆσίν των, ὡς οἱ λογοκλόποι τὰς ξένας ἰδέας, ὀνομάσαντες ἐκκλησίας τοὺς ναούς, τοὺς βωμοὺς θυσιαστήρια, τὰς πομπὰς λιτανείας καὶ τοὺς θεοὺς Ἁγίους. Ἅγ. Νικόλαον τὸν Ποσειδῶνα, τὸν Πᾶνα Ἅγ. Δημήτριον καὶ Ἀπόλλωνα τὸν Ἅγ. Ἠλίαν, ἀλλ’ εἰς τούτους προσήρτησαν οἱ ἱερεῖς, ἵνα τοὺς καταστήσωσι σεβαστοτέρους, καὶ μακρὰν γενειάδα, ὡς αἱ προαγωγοὶ τῆς Ρώμης ξανθὴν φενάκην εἰς τὰς ὑποτρόφους των, ἵνα ἑλκύωσι πλείονας πελάτας».
Ο συγγραφέας, δημοσιογράφος στο επάγγελμα έγραφε σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά, και μεταξύ 1875 και 1885 εξέδωσε τη δική του σατιρική εφημερίδα «Ασμοδαίος», μαζί με τον φίλο του και γελοιογράφο Θέμο Άννινο. Μετέφρασε πρώτος στα ελληνικά μυθιστορήματα του Ε.Α.Πόε. Υπογράφοντας τα άρθρα του με διάφορα ψευδώνυμα, σχολίαζε τη δημόσια και πολιτική ζωή της Ελλάδας και συχνά τάχθηκε υπέρ της πολιτικής του Χαρίλαου Τρικούπη. Το 1877 με το άρθρο του «Περί Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης», ενεπλάκη σε δημόσια διαμάχη με τον πολιτικό και συγγραφέα Άγγελο Βλάχο, σχετικά με τις επιρροές και τον χαρακτήρα της σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Ο Ροΐδης ήταν κριτικός απέναντι στον ρομαντισμό στη λογοτεχνία και την ποίηση, και συχνά καυστικός και σαρκαστικός προς τους ρομαντικούς της εποχής του. Δημοσίευσε μια σειρά δοκιμίων, όπου υποστήριζε τη χρήση της δημοτικής γλώσσας, παρόλο που ο ίδιος έγραφε στη καθαρεύουσας. Θεωρούσε την καθομιλουμένη ισάξια με την καθαρεύουσα, σε πλούτο, ακρίβεια και σαφήνεια και υποστήριζε τη συγχώνευση των δύο σε μία γλώσσα, ώστε να αποφευχθεί η διγλωσσία της εποχής. Το 1878 διορίστηκε διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, όπου εργάστηκε κατά τη διάρκεια των κυβερνήσεων Τρικούπη, και απολύθηκε από τις κυβερνήσεις Δεληγιάννη. Έχει πει το γνωστό απόφθεγμα: «Κάθε τόπος υποφέρει από κάτι, η Αγγλία από την ομίχλη, η Ρουμανία από τις ακρίδες, η Αίγυπτος από τις οφθαλμικές ασθένειες και η Ελλάδα από τους Έλληνες». Μετά τον θάνατό του, όπως δήλωσε ο ανιψιός και βιογράφος του, ο ίδιος ο Ροΐδης στην πραγματικότητα δεν αφορίστηκε ποτέ, συνέχισε να ακολουθεί τις θρησκευτικές πρακτικές και έλαβε την τυπική ορθόδοξη ταφή.