Τρίτη 19 Αυγούστου 2025

Δύο σπαρακτικά χρονικά της Ευρωπαϊκής παρακμής από τον Κούρτσιο Μαλαπάρτε

Τα παρακάτω λογοτεχνικά έργα αποτελούν προτάσεις της καλής φίλης Τόνιας Μάκρα την οποία και ευχαριστώ θερμά για τη πρωτοβουλία της που συμπληρώνει ουσιαστικά τα έργα που έχουμε ήδη παρουσιάσει και έχουν πεδίο αναφοράς τις αναρίθμητες πολεμικές τραγωδίες. 

Καπούτ (Κούρτσιο Μαλαπάρτε – 1944) Εκδόσεις Μεταίχμιο 2007  (Μετάφραση Παναγιώτης Σκόνδρας). ISBN 978-960-455-235-1.

Το βιβλίο του ο συγγραφέας εμπνεύστηκε από τις εμπειρίες του ως πολεμικος ανταποκριτής στο Ανατολικό Μέτωπο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Παρουσιάζεται ως η προσωπική μαρτυρία του Μαλαπάρτε για έντονη βία και σκληρότητα, αλλά το περιεχόμενο θεωρήθηκε αρχικά σε μεγάλο βαθμό μυθοπλαστικό. Ήδη από την έκδοση, αρκετοί Ευρωπαίοι κριτικοί θεώρησαν τον αφηγητή του βιβλίου ως μυθοπλαστικό πρόσωπο συγγραφέα και το βιβλίο ως μια προσπάθεια του Μαλαπάρτε να τοποθετηθεί μετά την ήττα της Ιταλίας και το δικό του παρελθόν ως υποστηρικτής του φασισμού. Όταν η αγγλική μετάφραση δημοσιεύτηκε το 1946, το Kirkus Reviews το δέχτηκε ως αληθινή αφήγηση και το χαρακτήρισε «ένα διακριτικά λαμπρό γραπτό» όπου ο Μαλαπάρτε «μαστιγώνει τις ευαισθησίες σε μια έντονη επίγνωση της υποβάθμισης της Ευρώπης, της απόλυτης κατάρρευσης της ηθικής, της ακεραιότητας και ούτω καθεξής». Το βιβλίο σημείωσε διεθνή επιτυχία. Η άποψη του Μίλαν Κούντερα για το έργο συνοψίζεται στο δοκίμιό του «Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης»: «Είναι παράξενο, ναι, αλλά κατανοητό: γιατί αυτό το ρεπορτάζ είναι κάτι άλλο από ρεπορτάζ· είναι ένα λογοτεχνικό έργο του οποίου η αισθητική πρόθεση είναι τόσο ισχυρή, τόσο προφανής, που ο ευαίσθητος αναγνώστης το αποκλείει αυτόματα από το πλαίσιο των αφηγήσεων που παρουσιάζουν ιστορικοί, δημοσιογράφοι, πολιτικοί αναλυτές, απομνημονευματογράφοι».

Το δέρμα Κούρτσιο Μαλαπάρτε – 1949) Εκδόσεις Μεταίχμιο 2011 (Μετάφραση Παναγιώτης Σκόνδρας). ISBN 978-960-455-791-2.

Είναι μια μυθοπλαστική αφήγηση της κατοχής της Νάπολης από τους Συμμάχους μετά την ήττα της Ιταλίας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά την οποία ο Μαλαπάρτε - του οποίου η ομώνυμη περσόνα συγγραφέα εμφανίζεται ως αφηγητής του βιβλίου - εργάστηκε ως αξιωματικός σύνδεσμος για τον αμερικανικό στρατό. Το βιβλίο αποτελείται από βινιέτες για την υποβάθμιση της ζωής των κατοίκων της, την πορνεία και τη σκληρότητα. Όπως και το «Καπούτ», το βιβλίο σημείωσε διεθνή επιτυχία. Το 2006, ο Γκάρι Ιντιάνα έγραψε στο Bookforum ότι έχει «την πυκνά γεμάτη, περιπλανώμενη, δαιμονική εγκατάλειψη μιας επιθεώρησης βοντβίλ στην κόλαση» και κάνει την υποτιθέμενη απελευθέρωση της Ιταλίας να μοιάζει με έναν αηδιαστικό εφιάλτη. Όταν δημοσιεύτηκε στη σειρά NYRB Classics το 2013, το Time Out New York έγραψε ότι έχει ένα «μοναδικό, ειρωνικό ιδίωμα» και ότι ο πρωταγωνιστής εμφανίζεται κυνικός και ως «ένα είδος εκπροσώπου του ηττημένου έθνους, ταυτόχρονα δουλοπρεπής και συγκαταβατικός στους νέους Αμερικανούς επικυρίαρχούς του». «Ήμασταν καθαροί, πλυμένοι και χορτάτοι, ο Τζακ και εγώ, ανάμεσα στο τρομερό ναπολιτάνικο πλήθος - άθλιο, βρώμικο, πεινασμένο και ντυμένο με κουρέλια - που σμήνη στρατιωτών από τους απελευθερωτικούς στρατούς, που αποτελούνταν από κάθε φυλή της γης, σπρώχνονταν και προσβάλλονταν σε κάθε γλώσσα και διάλεκτο του κόσμου. Η τιμή να είναι οι πρώτοι που απελευθερώθηκαν είχε πέσει στον ναπολιτάνικο λαό, ανάμεσα σε όλους τους λαούς της Ευρώπης (...) μετά από τρία χρόνια πείνας, επιδημιών και άγριων βομβαρδισμών, είχαν δεχτεί ευγενικά, από αγάπη για τη χώρα τους, την πολυπόθητη και ζηλευτή δόξα να παίξουν τον ρόλο ενός ηττημένου λαού...»

Μερικά λόγια για το συγγραφέα

Ο Kurt Erich Suckert είχε πατέρα Γερμανοπολωνό και μητέρα Ιταλίδα, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο La Sapienza και δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα το 1912. Συμμετείχε στον Α΄ΠΠ, τραυματίστηκε, βραβεύτηκε με  παράσημα της Ιταλίας και της Γαλλίας. Μετά υπηρέτησε στη διπλωματική υπηρεσία. Το 1921 εντάχθηκε στο Φασιστικό Κόμμα. 

Εξέδιδε πολλά πολιτικά περιοδικά και από το 1925, χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Κούρτσιο Μαλαπάρτε ("κακή παρέα"). Παράλληλα με την πολιτική του δραστηριότητα, ίδρυσε το λογοτεχνικό περιοδικό «Εννιακόσια Χρόνια», όπου δημοσίευαν οι Picasso, James Joyce, Philippe Soupault κ.α. και τον οδήγησε σε άλλη πολιτική κατεύθυνση. 

Άνθρωπος με περιπετειώδη διάθεση και αναρχικός εκ πεποιθήσεων, ο Malaparte πάντα και σε όλα του άρεσε να πηγαίνει κόντρα στην καθιερωμένη τάξη. Μετά την έκδοση του αντιολοκληρωτικού φυλλαδίου «Τεχνική ενός Πραξικοπήματος» (1931), στο οποίο μιλούσε με επιδοκιμασία για τη στρατηγική του Λένιν και την τακτική του Τρότσκι, ενώ ταυτόχρονα καταδίκαζε τον Μουσολίνι και τον Χίτλερ, διαγράφηκε από τις τάξεις του φασιστικού κόμματος. Από το 1933 έως το 1938 ήταν εξόριστος στο νησί Λίπαρι στο Τυρρηνικό Πέλαγος. Αφέθηκε ελεύθερος μετά από προσωπική παρέμβαση του Galeazzo Ciano. Για κάποιο διάστημα εργάστηκε σε διπλωματικές αποστολές, αλλά στη συνέχεια συνελήφθη ξανά αρκετές φορές, εκτίοντας ποινή φυλάκισης στη διάσημη ρωμαϊκή φυλακή Regina Celi. 

Από το 1941 - ανταποκριτής της εφημερίδας "Corriere della Sera" στο Ανατολικό Μέτωπο. Πολλά από τα άρθρα του λογοκρίθηκαν ή δεν επιτράπηκε η δημοσίευσή τους, αλλά αποτέλεσαν το υλικό για τα μελλοντικά βιβλία "Καπούτ" και "Δέρμα". Από το 1943 έως το 1946 εργάστηκε για την ανώτατη διοίκηση του αμερικανικού στρατού στην Ιταλία. Τα άρθρα του από τότε δημοσιεύονταν συνεχώς στα περιοδικά των συμμαχικών χωρών. 

Μετά τον πόλεμο, εντάχθηκε στο Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Το 1947 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου έγραψε γαλλόφωνα θεατρικά έργα για τον Μαρσέλ Προυστ και τον Καρλ Μαρξ. Ενδιαφερόταν για τη μαοϊκή Κίνα, έκανε ένα ταξίδι εκεί, αλλά σύντομα αρρώστησε και αναγκάστηκε να επιστρέψει νωρίς (το ημερολόγιο του ταξιδιού, "Εγώ στη Ρωσία και στην Κίνα", δημοσιεύτηκε μετά θάνατον το 1958). Κληροδότησε την περίφημη βίλα του στο Κάπρι, την οποία επισκέφτηκαν κατά καιρούς ο Αλμπέρτο Μοραβία, ο Αλμπέρ Καμύ και άλλοι, στην κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Όμως οι κληρονόμοι του κατάφεραν να ακυρώσουν τη δωρεά, επειδή εκείνη τη περίοδο οι δυο χώρες δεν είχαν διπλωματικές σχέσεις. Το τελευταίο του βιβλίο, «Οι Καταραμένοι Τοσκανοί» (Maledetti toscani), εκδόθηκε μετά θάνατον.

Δευτέρα 18 Αυγούστου 2025

Τι θέλεις απ' την ποίηση; (Δ.Βασιλείου)

By E.Matiuscenko

Τι θέλεις απ' την ποίηση,

στα σωθικά της αν δεν μπεις

τους δρόμους της φωτιάς να ψάξεις;


Τι θέλεις απ' την ποίηση,

μεσ' στην καρδιά της αν δεν μπεις

και νέο έρωτα ν' αδράξεις;


Τι θέλεις απ' την ποίηση,

μεσ' στο μυαλό της αν δεν μπεις

μιαν επανάσταση να πράξεις;


15.08.2025


Σάββατο 16 Αυγούστου 2025

Επτά λογοτεχνικά έργα του 1934

Β.Σπεράντζας 1978
Τροπικός του καρκίνου (Χένρι Μίλλερ – 1934) Πρωτοδημοσιεύτηκε στη Γαλλία,  χρηματοδοτούμενο από την Αναΐς Νιν και αποτυπώνει τα πρώτα χρόνια αυτοεξορίας του Μίλλερ στο Παρίσι. Συνδυάζοντας την αυτοβιογραφία και τη μυθοπλασία, ορισμένα κεφάλαια ακολουθούν μια αφήγηση κάποιου είδους και αναφέρονται στους πραγματικούς φίλους, συναδέλφους και χώρους εργασίας. Άλλα γράφονται ως αντανακλάσεις ροής της συνείδησης που είναι περιστασιακά επιφανείς. Είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, όπως και πολλά άλλα του Μίλερ, και δεν έχει γραμμική οργάνωση, αλλά παλινωδεί συχνά μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος. Λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό ως ένας βαθύς διαλογισμός για την ανθρώπινη κατάσταση. Ο συγγραφέας περιγράφει την εμπειρία ζωής, όπου υποφέρει κατά διαστήματα από την πείνα, την έλλειψη στέγης, την εξαθλίωση, τη μοναξιά και την απόγνωση για τον πρόσφατο χωρισμό του. Υπάρχουν πολλά αποσπάσματα που περιγράφουν ρητά τις σεξουαλικές συναντήσεις του αφηγητή. Το 1978 ο Donald Gutierrez υποστήριξε ότι η σεξουαλική κωμωδία στο βιβλίο ήταν «αναμφισβήτητα χαμηλή... αλλά με μια ισχυρότερη σπλαχνική απήχηση από την υψηλή κωμωδία». Οι χαρακτήρες είναι καρικατούρες και οι ανδρικοί χαρακτήρες «σκοντάφτουν μέσα στους λαβύρινθους των αντιλήψεών τους για τη γυναίκα».                                         

Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές (Αγκάθα Κρίστι - 1934) Ο Πουαρό, αν και βρίσκει ένα μισοκαμμένο σημείωμα - κλειδί της υπόθεσης, δεν ανακαλύπτει εύκολα τον ένοχο της δολοφονίας, αφού όλοι οι επιβαίνοντες στο βαγόνι για το Καλαί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο είχαν σχέση με αυτό και άρα όλοι είναι ύποπτοι για το φόνο.

Από την έκθεση  των Γ.Ανδρεάδη, Μ.Μαύρου και Π. Ρηγοπούλου

Μια χούφτα σκόνη  (Ίβλιν Γουό – 1934) Αφοσιωμένος στη σύζυγό του, στον γιο του στην πολύ άσχημη νεογοτθική ιδιοκτησία, ο Τόνι θα χάσει και τα τρία. O Τόνι ζει στο τέλος μιας ετοιμοθάνατης εποχής, την εύθραυστη δεκαετία του 1930, στην Αγγλία, όπου η σύζυγος αναθερμαίνει ένα εφηβικό έρωτα και ο Τόνι απορρίπτει τη ζωή του με μια παράλογη ιδιοτροπία. Το έργο ανήκει στα πρώιμα, σατιρικά μυθιστορήματα του συγγραφέα για τα οποία έγινε διάσημος στα χρόνια πριν από τον Β’ΠΠ. Ο γάμος του ίδιου του συγγραφέα διαλύθηκε όταν το έγραψε, και η δυστυχία του τον οδήγησε σε πάθος, οργή και δεύτερο γάμο. Ακούγεται θλιβερό; Ούτε καν. Αν αυτός είναι ο Waugh στα πιο ζοφερά του, είναι επίσης ο Waugh στα πιο βαθιά και πιο δηλητηριώδη αστεία του. «Είναι τα βιβλία [μου] γραφτό να είναι σατιρικά; Όχι. Η σάτιρα ακμάζει σε μια σταθερή κοινωνία και προϋποθέτει ομοιογενή πρότυπα... Στοχεύει στην ασυνέπεια και την υποκρισία. Αποκαλύπτει την ευγενική σκληρότητα και την ανοησία υπερβάλλοντάς τες. Επιδιώκει να προκαλέσει ντροπή. Όλα αυτά δεν έχουν θέση στον Αιώνα του Κοινού Ανθρώπου όπου η κακία δεν υπολογίζει καθόλου πια την αρετή».       

Ο αδύνατος άντρας (Ντάσιελ Χάμετ - 1934) Διακρίνεται για την πολυπλοκότητα της ιστορίας του και την ιδιότυπη γοητεία των χαρακτήρων του Διαδραματίζεται στη Νέα Υόρκη κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων του 1932, στις τελευταίες ημέρες της ποτοαπαγόρευσης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι κύριοι χαρακτήρες είναι ο Νικ, γιος Έλληνα μετανάστη,πρώην ιδιωτικός ντετέκτιβ, και η Νόρα, η κοσμική σύζυγός του. Ο Νικ, περνάει τώρα τον περισσότερο χρόνο του στο Σαν Φρανσίσκο διαχειριζόμενος τις επιχειρήσεις του εκλιπόντος πεθερού του ανάμεσα σε περιόδους έντονης κατανάλωσης αλκοόλ. Ενώ βρίσκεται σε ένα μπαρ της Νέας Υόρκης, συναντά την Ντόροθι, την ενήλικη πιά κόρη ενός πρώην πελάτη, του Γουάιναντ, η οποία λέει ότι προσπαθεί να επικοινωνήσει με τον πατέρα της, που έχει να τον δει από το διαζύγιο των γονιών της. Στη πορεία διευκρινίζεται ότι ο εκκεντρικός επιστήμονας Γουάιναντ έχει εξαφανιστεί υπό μυστηριώδεις συνθήκες. Σύντομα, το πτώμα της γραμματέως του ανακαλύπτεται, γεγονός που περιπλέκει περαιτέρω την υπόθεση. Ο Νικ, αν και απρόθυμος αρχικά, μπλέκεται όλο και βαθύτερα καθώς οι ύποπτοι πολλαπλασιάζονται: η νευρωτική σύζυγος του Γουάιναντ, η κόρη του που παλεύει με την αβεβαιότητα και την ενοχή, ο ύποπτος εραστής και μια σειρά από δευτερεύοντες χαρακτήρες με τα δικά τους κίνητρα και μυστικά. Η αφήγηση ξεδιπλώνεται με γρήγορο ρυθμό και γεμάτη διαλόγους που θυμίζουν κινηματογραφικό σενάριο. Η πλοκή είναι γεμάτη ανατροπές, ψευδείς ενδείξεις και αποπροσανατολιστικά στοιχεία που κρατούν τον αναγνώστη σε εγρήγορση. Παράλληλα, η σχέση του Νικ και της Νόρα προσφέρει ανάλαφρες στιγμές, με τον έξυπνο και πνευματώδη διάλογό τους να αντισταθμίζει τη σκοτεινή ατμόσφαιρα της υπόθεσης. Ο Χάμετ δημιουργεί ένα μυθιστόρημα όπου η πολύπλοκη δομή της ιστορίας αντικατοπτρίζει την αβεβαιότητα και τη σύγχυση της εποχής της Μεγάλης Ύφεσης. Κανείς δεν είναι αθώος, και τα όρια ανάμεσα στο θύμα και τον θύτη συχνά συγχέονται. Το έργο δεν είναι απλά ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, αλλά και μια τολμηρή τομή στη σύγχρονη κοινωνία, με χαρακτήρες που μένουν αξέχαστοι για τις αδυναμίες, τα πάθη και τις αντιφάσεις τους. 

Ραντεβού στη Σαμάρα (Τζον Ο'Χάρα – 1934) Εξετάζει το φανταστικό Gibbsville (όπως ο Faulkner την κομητεία Yoknapatawpha), την κοινωνική του ζωή και συνήθειες. Αλλά το κάνει με εντελώς κοσμικούς όρους, χωρίς το γούστο του Φώκνερ για μυθικά συμπεράσματα ή το πλούσιο βάθος της πεζογραφίας του. Ο Julian είναι ένας άνθρωπος που σπαταλά ό,τι του χάρισε η μοίρα. Ζει χορεύοντας σε πίστες, μέλος σε κάντρι κλαμπ, έχει σύζυγο που τον αγαπά. Η πτώση του, κατά τη διάρκεια μόλις 72 ωρών γύρω από τα Χριστούγεννα, είναι θέμα υπερβολικών δαπανών, υπερβολικού ποτού και κάποιων απερίσκεπτων χειρονομιών. (Τζούλιαν, μην πετάς το ποτό στα μούτρα του Ιρλανδού, μην κάνεις αυτή τη χειρονομία στην ερωμένη του γκάνγκστερ.) Το γεγονός ότι η καταστροφή του είναι ασήμαντη και μπορούσε να αποφευχθεί, απλώς την κάνει πιο ισχυρή. Στον Φώκνερ, όλες οι τραγωδίες μοιάζουν να συμβαίνουν στον Όλυμπο, ακόμα κι όταν συμβαίνουν μεταξύ συνηθισμένων ανθρώπων, στον O'Hara μπορεί να συμβούν στην καθημερινότητα σου.                                                         

 Εγώ, ο Κλαύδιος (Ρόμπερτ Γκρέιβς – 1934) Ιστορικό μυθιστόρημα που αφηγείται τη ζωή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Κλαύδιου, γραμμένη σε μορφή αυτοβιογραφίας. Ο συγγραφέας παρουσιάζει με δεξιοτεχνία τη διεφθαρμένη και αιματοβαμμένη πολιτική ζωή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Ιουλίων-Κλαυδίων. Ο Κλαύδιος, ένας άνθρωπος με κινητικές δυσκολίες και τραυλισμό, θεωρείται ανίκανος και γελοίος από την οικογένειά του, γεγονός που τον βοηθά να επιβιώσει μέσα σε ένα περιβάλλον γεμάτο συνωμοσίες, δηλητηριάσεις και προδοσίες. Το έργο καλύπτει την περίοδο από την άνοδο του Αυγούστου έως την ανακήρυξη του Κλαύδιου ως αυτοκράτορα. Μέσα από τα μάτια του Κλαύδιου, βλέπουμε την αδίστακτη Λιβία, σύζυγο του Αυγούστου, να κινεί τα νήματα για να εξασφαλίσει τη διαδοχή του δικού της γιου, Τιβέριου. Ο Γκρέιβς δημιουργεί έναν κόσμο όπου η δύναμη αποκτάται και διατηρείται με κάθε μέσο, ενώ η αρετή και η τιμιότητα οδηγούν συχνά στην καταστροφή. Η αφήγηση του Κλαύδιου είναι ειρωνική, μελαγχολική και ταυτόχρονα αποκαλυπτική για τα πάθη και τις αδυναμίες των προσώπων της εξουσίας. Το μυθιστόρημα συνδυάζει ιστορική ακρίβεια με μυθοπλασία, προσφέροντας μια συναρπαστική τοιχογραφία της αρχαίας Ρώμης. Ο Κλαύδιος, παρά τις αδυναμίες του, αναδεικνύεται σε μια τραγική φιγούρα: παρατηρητής της παρακμής, που καταλήγει μοιραία να αναλάβει το βάρος της εξουσίας που ποτέ δεν επιδίωξε. Αν και έγινε για λίγο αυτοκράτορας, ο Κλαύδιος, αηδιασμένος παρατηρητής των ύπουλων καιρών, επιζεί γιατί φαίνεται σε όλους γύρω του το λιγότερο «επικίνδυνο» κλαδί του γενεαλογικού δέντρου. Αλλά ο Κλαύδιος δίνει μια διαρκή μαρτυρία για την εποχή, που οι αρετές της ρωμαϊκής δημοκρατίας έχουν ήδη απορριφθεί και ξεκινά η ιστορία συνομωσιών και αιματοχυσιών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 

Από την έκθεση  των Γ. Ανδρεάδη, Μ. Μαύρου και Π. Ρηγοπούλου
Ανεξάρτητοι άνθρωποι (Χαλντόρ Λάξνες, 1934–35) Η ιστορία εκτυλίσσεται στις αρχές του 20ού αιώνα και παρακολουθεί τη ζωή του Μπγάρτουρ Γιορτούνσον, ενός φτωχού βοσκού που αφιερώνεται με πείσμα στην ιδέα της ανεξαρτησίας. Ο Μπγάρτουρ είναι αποφασισμένος να γίνει ιδιοκτήτης γης, αδιαφορώντας για τη φτώχεια, την κακουχία και τις προσωπικές θυσίες που αυτό συνεπάγεται. Η επίμονη επιδίωξή του τον φέρνει αντιμέτωπο με τη φύση, την κοινωνία, ακόμη και την ίδια την οικογένειά του. Το έργο περιγράφει με ρεαλισμό τη σκληρή ζωή στα ισλανδικά βοσκοτόπια: η φύση είναι αδυσώπητη, οι χειμώνες ατελείωτοι και οι άνθρωποι παλεύουν για την επιβίωση. Η γλώσσα του Λάξνες, λιτή και ποιητική, αποτυπώνει το μεγαλείο αλλά και τη σκληρότητα του τοπίου. Ο Μπγάρτουρ γίνεται σύμβολο της ισλανδικής ψυχής, της επιμονής και της μοναχικότητας, μα και των καταστροφικών συνεπειών που μπορεί να έχει η άκαμπτη προσκόλληση σε ιδανικά. Παράλληλα, το μυθιστόρημα σχολιάζει την κοινωνική αδικία, την εκμετάλλευση των φτωχών από τους πλούσιους και την παρακμή της παραδοσιακής αγροτικής ζωής μπροστά στις δυνάμεις του καπιταλισμού. Ο Μπγάρτουρ, παρά τις καλές προθέσεις, πληρώνει ακριβό τίμημα για την ανεξαρτησία του: η μοναξιά, οι οικογενειακές τραγωδίες και η αποξένωση τον συντρίβουν ψυχικά. Το μυθιστόρημα είναι μια βαθιά στοχαστική και τραγική αλληγορία για το τίμημα της ελευθερίας και την πάλη του ανθρώπου με τις δυνάμεις που τον ξεπερνούν.  

Σημείωση για τα ιστορικά γεγονότα της περιόδου 1931 - 1934 και την επίδρασή τους στη λογοτεχνία:

Κατά την αναφερόμενη περίοδο σημαντικά ιστορικά γεγονότα με παγκόσμιο και τοπικό αντίκτυπο επηρέασαν βαθιά τη λογοτεχνική δημιουργία, διαμορφώνοντας θεματικά και ιδεολογικά ρεύματα που άφησαν ανεξίτηλο στίγμα στον χρόνο. Τα κύρια Ιστορικά Γεγονότα ήταν:Η Παγκόσμια Οικονομική Κρίση του 1929 (Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1930). Η πολιτική αστάθεια και πραξικοπήματα στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη. Εγκαθίδρυση Ολοκληρωτικών Καθεστώτων. Στην Ελλάδα, η πολιτική αστάθεια, οι στρατιωτικές επεμβάσεις και η κατάρρευση του πολιτεύματος (μεταξύ Δημοκρατίας και Μοναρχίας) χρωμάτισαν το κοινωνικό περιβάλλον, θέτοντας τις βάσεις για πιο ηρωικά ή τραγικά λογοτεχνικά θέματα, όπως το αίσθημα της απογοήτευσης και η αναζήτηση εθνικής ταυτότητας. Τα “Οκτωβριανά” της Κύπρου (1931): Η εξέγερση κατά της αγγλικής αποικιοκρατίας στη Λευκωσία αποτελεί ένα παράδειγμα αντι-αποικιακής αντίστασης που αντήχησε και στη λογοτεχνία, εμπνέοντας έργα με θέμα την ελευθερία, τον πατριωτισμό και την κοινωνική δικαιοσύνη. Η λαϊκή απεργία και η βιαιότητα των αποικιοκρατών βρήκαν δίοδο σε εθνικά τραγούδια, ποιήματα και πεζογραφία. 

Οι λογοτέχνες των ετών αυτών στράφηκαν στην απεικόνιση των κοινωνικών ανισοτήτων, της φτώχειας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας εν μέσω κρίσεων. Η κοινωνική λογοτεχνία απέκτησε σημαντική βαρύτητα, με έργα που αμφισβητούσαν τις υφιστάμενες κοινωνικές δομές. Η αβεβαιότητα των χρόνων προκάλεσε θεματικές γύρω από την ανθρώπινη μοναξιά, το άγχος και την αναζήτηση νοήματος, όπως σε έργα ψυχολογικού ή υπαρξιακού περιεχομένου. Άλλοι συγγραφείς εμπνεύστηκαν από ιστορικά γεγονότα όπως τα “Οκτωβριανά” και την πάλη των λαών κατά του αποικιακού ζυγού, δημιουργώντας έργα γεμάτα από έντονα εθνικά και πολιτικά συναισθήματα. Επίσης, επηρεασμένοι από την ταραγμένη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, πολλοί λογοτέχνες υιοθέτησαν καινοτόμες τεχνικές στην αφήγηση, αποτυπώνοντας το χάος και την εσωτερική σύγκρουση των χαρακτήρων. Συνολικά η πολυπλοκότητα των κοινωνικών και πολιτικών μετασχηματισμών επέφερε μια νέα, πιο ρεαλιστική, κοινωνικά ευαίσθητη, και συχνά πειραματική λογοτεχνία, που αποτύπωσε την αγωνία και την αναζήτηση της ανθρωπότητας σε ταραγμένους καιρούς.


Πέμπτη 14 Αυγούστου 2025

Κρατάμε το τραγούδι (Δ.Βασιλείου)

By Agnieszka Agata

Σαν έβγαινε το πρώτο χνούδι

κι’ έρχονταν η ώρα των φιλιών,

τα χείλη λέγανε τραγούδι

που ‘φτανε στο ύψος των πουλιών


Χάιδευε η καρδιά τον πόνο

κι’ επιζητούσε μ’ αγωνία

τ’ όνειρο, π’ όριζε τον τόνο

για μια ζωή μ’ ελευθερία


Η άκρη τ’ όνειρου εφάνη

παρθένα που ’χε κοκκινίσει,

τη λάμψη άρχισε να χάνει

κι’ έφτασε γρήγορα η δύση


Είμαστε πια χωρίς καν χνούδι

κι’ έρχεται η ώρα των θανών,

κρατάμε όμως το τραγούδι

μέχρι την έφοδο των Ουρανών.

Τρίτη 12 Αυγούστου 2025

Τρία αριστουργήματα απο το Βιετνάμ (1820), την Ινδία (1910) και την Ιαπωνία (1914)

Illustration of Thúy Kiều meeting Kim Trọng (19th century painting)
Το Έπος της Κιέου (Νγκουγιέν Ντου –  1820) Επανεκδόθηκε αργότερα και επηρέασε την κοινωνία του Βιετνάμ κατά τη περίοδο 1900-1945), μετατρεπόμενο σε σύμβολο της αντίστασης ενάντια στην κινεζική και γαλλική κυριαρχία. Συντάχθηκε όταν η χώρα ήταν υποτελής της Κίνας και η ποίηση των λόγιων κινούνταν ακόμα μέσα στο κινεζικό σύστημα «χάικου» και «πεντάστιχων». Ο Nguyễn Du, σχολιαστής της δυναστείας Λέι, μετέφερε όμως τη λιμπρέτα του κινεζικού μυθιστορήματος «Τζίν Πινγκ Μέι» σε βιετναμικό έδαφος, δίνοντας στίχους που μιλούσαν τη γλώσσα του λαού και όχι των αυλών. Συνέθεσε 3.254 στίχους λούσου σε 6-8-6 ρυθμό, που διηγούνται 15 έτη ζωής της Θούι Κιέου, μιας πανέμορφης και ευφυούς κόρης που θυσιάζει τον έρωτά της για να ελευθερώσει τον πατέρα της από χρέη, την πτώση της από την αριστοκρατική οικογένεια σε παλλακίδα, την απαγωγή, πορνεία, κατασκοπία, πολιτική εξορία, απόδραση, μοναχικό βίο και την τελική απελευθέρωση της. Η αφήγηση κινείται ως κύματα: κάθε στίχος είναι και μια εκτέλεση, κάθε ρίμα μια λύπη. Μεταξύ των χαρακτήρων η Κιέου δεν είναι θύμα αλλά αγωνίστρια της συνείδησης, ο Κιμ Τρονγκ ο έρωτας που δεν ολοκληρώνεται, ο Τάο Τσι ο «διεφθαρμένος» του συστήματος. Οι θεματικοί άξονες: α) Το Κάρμα και πολιτική: η μοίρα της Κιέου δεν είναι θεϊκή τιμωρία αλλά κοινωνική κατασκευή β) Η γυναίκα και το εθνικό σώμα: το σώμα της Κιέου είναι ο χάρτης των κατακτήσεων και γ) Η γλώσσα και η απελευθέρωση: η βιετναμική λογοτεχνία γεννιέται όταν η Κιέου μιλάει βιετναμικά, όχι κινέζικα. Ο εσωτερικός μονόλογος σε τρίτο πρόσωπο που αναπτύσσεται στο έργο είναι πρωτοποριακός για την εποχή συγγραφής του. Αξιοσημείωτοι συμβολισμοί των λουλουδιών: το γιασεμί είναι η τιμή, ο λωτός είναι πόθος και το νούφαρο θάνατος. Επίσης ο ρυθμός «song thất lục bát» που αντλεί από το λαϊκό τραγούδι, δίνοντας λαϊκή συνοχή σε αριστοκρατικό θέμα. Το «The Tale of Kieu» είναι το εθνικό έπος του Βιετνάμ, συνδυάζει την ποίηση με λαϊκούς ρυθμούς, δημιουργώντας μια γλώσσα «βιετναμική για πρώτη φορά». Αποτελεί καθρέφτη της τότε κοινωνικής υποτέλειας, όσο και ύμνο στην ανθεκτικότητα της γυναίκας. Καταγγέλλει την κάστα, την πορνεία ως οικονομικό σύστημα, την αποικιοκρατία ως πολιτισμική βία. Είναι το πρώτο έργο που δείχνει ότι η ποίηση μπορεί να έχει κοινωνική δυναμική. Αξιοποιήθηκε από τον Χο Τσι Μινχ ως σύμβολο ανάστασης του βιετναμικού λαού. Κλείνοντας, το έργο δεν είναι μόνο το «Δον Κιχώτης του Βιετνάμ», αλλά και η πρώτη γραμμή άμυνας ενάντια σε κάθε μορφή καταπίεσης – από την κάστα ως τον ιμπεριαλισμό – και ταυτόχρονα η αρχή της σύγχρονης βιετναμικής λογοτεχνίας. 

Γκόρα (Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ – 1910). Γραμμένο στο απόγειο του κινήματος swadeshi, όταν η ινδική αστική τάξη διαπραγματεύεται το πέρασμα από την παθητική πίστη στο «αγγλικό πολιτισμικό πρότυπο» στην ένοπλη ή πολιτισμική αντίσταση, το Γκόρα τοποθετεί το πρόβλημα της ταυτότητας στο κέντρο της εθνικής αφύπνισης. Η ανάκτηση της ελευθερίας δεν είναι μόνο πολιτική πράξη αλλά επαναπροσδιορισμός του «τι σημαίνει να είσαι Ινδός». Η ιστορία κινείται σε τρεις δικτυωμένους άξονες: α) Ο Γκόρα, φανατικός ινδουιστής σαμπότ, απορρίπτει κάθε δυτική επιρροή β) Η σχέση του με την Λατσά, χήρα που ζει έξω από τα στεγανά της κάστας και γ) Η αποκάλυψη ότι ο ίδιος είναι ιρλανδός ορφανός, θύμα της αποικιοκρατίας που τον ανέθρεψαν βραχμάνοι. Η ανατροπή αυτή καταρρίπτει όχι μόνο το σύμπαν του ήρωα αλλά και το σύνολο των ιδεολογιών που κινούν το μυθιστόρημα: ινδουισμός, χριστιανισμός, εθνικισμός, φεμινισμός, καπιταλισμός. Ο Γκόρα ως χαρακτήρας είναι ο «σκληρός πυρήνας» της ινδικής παράδοσης που όμως αποδεικνύεται «ξένος». Η Λατσά είναι η ενσάρκωση της γυναικείας ύπαρξης που αμφισβητεί τον πατριαρχικό ινδουισμό. Ο Χαριμόχαν είναι ο ιδεαλιστής δάσκαλος που αναζητεί «σύνθεση» ανάμεσα στους δύο κόσμους. Οι θεματικοί άξονες που αναπτύσσονται: α) Η ταυτότητα ως κατασκεύασμα: το βιολογικό αίμα δεν καθορίζει το πολιτισμικό σώμα β) Η Κάστα και το φύλο: η Λατσά ως γυναίκα που ζει έξω από τα στεγανά της κάστας της και χήρα είναι τριπλά περιθωριακή και γ) Η αποικιοκρατία και η κοινωνική-πολιτισμική υβριδικότητα: η εξουσία δημιουργεί «αλλότριους γιους» και πολυσύνθετες καταστάσεις. Ο Ταγκόρ χρησιμοποιεί εναλλασσόμενη εσωτερική εστίαση που θυμίζει ρομαντισμό και σύγχρονο ρεύμα συνείδησης καθώς και πολυφωνία (βεγκάλι, αγγλικά, σανσκριτικά) για να δείξει ότι η «μητρική γλώσσα» είναι πολλαπλή. Το Γκόρα δεν είναι απλώς μυθιστόρημα του εθνικού εαυτού, αλλά μια μετα-εθνική ανατομή του. Η τελική σκηνή – όπου ο Γκόρα απαρνείται τον ινδουισμό και αγκαλιάζει την «ανθρωπότητα» – προαναγγέλλει τη σύγχρονη ιδέα της μετα-εθνικής πολιτικής ταυτότητας, μια «Ινδία χωρίς τείχη». Παράλληλα, το βιβλίο αποτελεί ρηξικέλευθο φεμινιστικό μανιφέστο: η Λατσά δεν είναι μόνο η «φωνή των γυναικών» αλλά και το μέσο διαλόγου ανάμεσα σε θρησκεία και κοσμικότητα. Το έργο  στέκει ως πρόδρομος του ινδικού μοντερνισμού: προεικονογραφεί την αποδόμηση του εθνικού μύθου και την ανάγκη για έναν «πολυφωνικό» πολιτισμό, όπου η ταυτότητα δεν είναι περιουσία αίματος αλλά συνειδητή πολιτική και κοινωνική πράξη. Στην Ελλάδα η μετάφραση τονίζει την επικαιρότητα του διαλόγου μεταξύ εθνικισμού και κοσμοπολιτισμού (εκδ. Κέδρος 2019).

Κόκορο (Νατσούμε Σοσέκι – 1914).  Ένας φοιτητής συνδέεται με έναν μυστηριώδη καθηγητή, τον «Δάσκαλο», που κουβαλά ένα ένοχο μυστικό από την εποχή της Μεϊτζί. Ο φοιτητής ερωτεύεται την κόρη του, αλλά δεν μπορεί να την παντρευτεί, ο Δάσκαλος αυτοκτονεί, αφήνοντας ένα ημερολόγιο που αποκαλύπτει ένα τρίγωνο προδοσίας, φθόνου και μοναξιάς. Το μυθιστόρημα κλείνει με τον φοιτητή να συνειδητοποιεί ότι «κόκορο» σημαίνει όχι μόνο «καρδιά» αλλά και «μοναξιά του ανθρώπου ενώπιον της ιστορίας». Το έργο είναι το κύκνειο άσμα του Ιαπωνικού Μεϊτζί. Η γλώσσα ακροβατεί ανάμεσα στη παραδοσιακή ιαπωνική και τα δάνεια από τα γερμανικά φιλοσοφικά δοκίμια, η δομή του αφηγητή-μαθητή που γίνεται μαθητής του εαυτού του προαναγγέλλει τον μοντερνισμό. Στο «Κόκορο» η πολιτική δυναμική δεν εκφράζεται με συνθήματα ή σκηνές εξέγερσης, αλλά με τον ήχο του πιστολιού που σβήνει στο κενό και με τη σιωπή που αφήνει πίσω της η πτώση της Μεϊτζί. Ο Natsume Sōseki τοποθετεί την ιστορία την κρίσιμη στιγμή όπου ο «αυτοκρατορικός πατριωτισμός» μεταλλάσσεται σε καπιταλιστικό κράτος-έθνος. Ο «Δάσκαλος» είναι ένας από τους τελευταίους σαμουράι της παλαιάς τάξης που νιώθει τον κόσμο να τον προσπερνά. Η αυτοκτονία του δεν είναι μόνο προσωπική έξοδος, αλλά και έμβλημα της αδυναμίας μιας ολόκληρης γενιάς να προσαρμοστεί στο νέο ιδεώδες του «εκσυγχρονισμού». Από την άλλη, ο φοιτητής-αφηγητής αντιπροσωπεύει τη νεότερη γενιά που ακόμα δεν ξέρει αν θα γίνει υποτελής του κράτους ή υποκείμενο της ιστορίας. Το «κόκορο» γίνεται έτσι ο τόπος όπου η ιδιωτική μοναξιά συναντά τη δημόσια απώλεια νοήματος, η πολιτική εδώ δεν είναι ιδεολογία, αλλά το συνταρακτικό κενό που αφήνει η αλλαγή των εποχών. Η ελληνική έκδοση του 2022 (εκδ. Ίκαρος) επισημαίνει τη διαχρονική σύγκρουση μεταξύ παράδοσης και εκσυγχρονισμού.

Κυριακή 10 Αυγούστου 2025

1933: Πολυδιαβασμενα και καλοπουλημένα λογοτεχνικά έργα

Μπαλέτο-ΕΛΣ-Η-χρυσή-εποχή-φωτό-Β. Κεχαγιάς

Η μορφή των πραγμάτων που θα έρθουν (Χέρμπερτ Τζ. Γουέλς – 1933) Μια οικονομική ύφεση προκαλεί έναν μεγάλο πόλεμο που αφήνει την Ευρώπη κατεστραμμένη και απειλούμενη από την πανούκλα. Το χάος επιστρέφει μεγάλο μέρος του κόσμου σε μεσαιωνικές συνθήκες. Οι τεχνικοί που υπηρέτησαν στο παρελθόν σε αεροπορικές δυνάμεις διαφόρων εθνών διατηρούν ένα δίκτυο λειτουργικών αεροδρομίων. Γύρω από αυτόν τον πυρήνα, ο τεχνολογικός πολιτισμός ξαναχτίζεται, με ειδικευμένους τεχνικούς να καταλαμβάνουν τελικά την παγκόσμια εξουσία και να σαρώνουν τα απομεινάρια των εθνικών κρατών. Δημιουργείται μια «πεφωτισμένη» δικτατορία, η οποία ανοίγει το δρόμο για την παγκόσμια ειρήνη καταργώντας τους εθνικούς διαχωρισμούς, επιβάλλοντας την αγγλική γλώσσα, προωθώντας την επιστημονική μάθηση και θέτοντας εκτός νόμου τη θρησκεία. Οι φωτισμένοι πολίτες του κόσμου είναι σε θέση να καθαιρέσουν τους δικτάτορες ειρηνικά και να συνεχίσουν να αναπτύσσουν μια νέα φυλή υπερ-ταλέντων, ικανών να διατηρήσουν μια μόνιμη ουτοπία. Όπως σημειώνει ο Nathaniel Ward, το μυθιστόρημα του Γουέλς εκδόθηκε δύο χρόνια μετά το «Θαυμαστό Νέο Κόσμο» του Aldous Huxley. Και στα δύο έργα, ένας πόλεμος αφήνει τον κόσμο σε ερείπια, μια αυτοανακηρυγμένη ελίτ αναλαμβάνει τον έλεγχο, τον ξαναχτίζει και επιδίδεται σε κοινωνική μηχανική για να αναδιαμορφώσει την ανθρώπινη κοινωνία. Η κρίσιμη διαφορά είναι ότι η κοινωνία που οραματίζεται ο Huxley είναι εξαιρετικά ιεραρχική, με τους ευφυείς «Άλφα» στην κορυφή και τους καθυστερημένους «Έψιλον» στο κάτω μέρος, με τον Huxley να υποστηρίζει ότι μια κοινωνία που αποτελείται αποκλειστικά από τους δυναμικούς και ανταγωνιστικούς «Άλφα» θα διαλυθεί στο χάος και στις συνεχείς συγκρούσεις. Ήταν αυτό το όραμα που ο Wells πίστευε ότι θα έκανε τον Huxley να μείνει στη μνήμη των επόμενων γενιών ως «αντιδραστικό συγγραφέα». Μεγάλο μέρος του έργου του Γουέλς, είναι αφιερωμένο στο να καταδείξει ότι δεδομένου του χρόνου, μια ελίτ με τον έλεγχο της παγκόσμιας εκπαίδευσης μπορεί να κάνει μια τέτοια κοινωνία ευφυών και δυναμικών «Άλφα» αρμονική και λειτουργική, χωρίς να υπάρχει μια κατώτερη τάξη.

Οι Σαράντα Ημέρες του Μούσα Ντάγ (Φραντς Βίκτορ Βέρφελ – 1933) Το σημαντικότερο μυθιστόρημα του που είναι ένα από τα πρώτα μεγάλα λογοτεχνικά έργα που έφεραν στο φως τη γενοκτονία των Αρμενίων. Κυκλοφόρησε το 1933 και βασίζεται σε αληθινά γεγονότα που εκτυλίχθηκαν το 1915, όταν μια ομάδα Αρμενίων από χωριά της Κιλικίας αρνήθηκε να υποταχθεί στις διαταγές των Οθωμανών για εκτοπισμό και αφανισμό και κατέφυγε στο όρος Μούσα Ντάγ (Όρος Μωυσή). Εκεί, πολιορκημένοι, αντιστάθηκαν ηρωικά για σαράντα μέρες, μέχρι που διασώθηκαν από γαλλικά πολεμικά πλοία. Κεντρικό πρόσωπο του έργου είναι ο Γκάμπριελ, ένας κοσμοπολίτης Αρμένιος που αναλαμβάνει την ηγεσία των αμυνόμενων. Μέσα από την αφήγηση, ο Werfel σκιαγραφεί με δραματικό ρεαλισμό την οδύσσεια αυτών των ανθρώπων: τον φόβο, την ελπίδα, τη σκληρότητα του πολέμου αλλά και την αλληλεγγύη και την αξιοπρέπεια. Το μυθιστόρημα δεν είναι μόνο μια ιστορία ηρωισμού, αλλά και μια βαθιά στοχαστική ματιά πάνω στη βία, τη θρησκευτική και εθνοτική καταπίεση και τη δύναμη του ανθρώπινου πνεύματος απέναντι στην εξουσία. Είχε τεράστια απήχηση στην εποχή του, ενώ προκάλεσε την οργή της Τουρκίας και υπήρξε αντικείμενο διπλωματικών πιέσεων. Απαγορεύτηκε στη ναζιστική Γερμανία, καθώς ο Werfel ήταν Εβραίος και το έργο του θεωρήθηκε «επικίνδυνο» λόγω της καταγγελίας του κρατικού εγκλήματος. Μέχρι σήμερα παραμένει ένα κορυφαίο ιστορικό και λογοτεχνικό μνημείο για τη γενοκτονία των Αρμενίων και ένας ύμνος στη δύναμη της ανθρώπινης αντίστασης.

Φονταμάρα (Ινιάτσιο Σιλόνε – 1933) Το πρώτο και πιο γνωστό μυθιστόρημα του Ιταλού συγγραφέα και διανοούμενου Σεκόντο Τρανκουίλι. Εκδόθηκε αρχικά στη γερμανική γλώσσα, καθώς ο συγγραφέας βρισκόταν στην εξορία, κυνηγημένος από το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι. Αποτελεί μια από τις πρώτες και πιο συγκλονιστικές λογοτεχνικές καταγγελίες της κοινωνικής αδικίας και της καταπίεσης που υπέστησαν οι φτωχοί χωρικοί στην Ιταλία της εποχής. Η ιστορία εκτυλίσσεται στο φανταστικό χωριό Fontamara, που συμβολίζει την άγρια ορεινή περιοχή των Αμπρούζων, ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα. Οι χωρικοί του Fontamara είναι αγράμματοι, φτωχοί και συνεχώς θύματα εκμετάλλευσης από τους γαιοκτήμονες, τους τοπικούς άρχοντες και τους φασίστες. Το έργο ξεκινά με την κλοπή του νερού — πηγή ζωής για τους χωρικούς — από έναν πλούσιο επιχειρηματία, πράξη που συμβολίζει την υφαρπαγή των αγαθών και της αξιοπρέπειας των απλών ανθρώπων από τους ισχυρούς. Ο Silone καταγράφει με γλώσσα λιτή και ρεαλιστική τη μοίρα των «cafoni», όπως αποκαλούνται οι αγρότες: την αφέλεια, τη θρησκευτική πίστη, την ελπίδα για δικαιοσύνη, αλλά και την τραγική κατάληξη κάθε τους προσπάθειας αντίστασης. Το Fontamara δεν είναι απλώς μια κοινωνική καταγγελία· είναι και ένα έργο βαθιά ανθρώπινο, που υμνεί την αντοχή και την ηθική δύναμη των καταπιεσμένων. Αν και γραμμένο σε απλή μορφή, θυμίζοντας λαϊκή αφήγηση, διαθέτει έντονη πολιτική διάσταση και αποτέλεσε ισχυρό όπλο κατά του φασισμού. Το μυθιστόρημα γνώρισε διεθνή απήχηση και παραμένει μέχρι σήμερα σύμβολο του αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη και ελευθερία.

Η μαγεμένη ψυχή (Ρομέν Ρολάν – 1933) Αν και ο 1ος τόμος εκδόθηκε το 1922, η τετραλογία ολοκληρώθηκε το 1933. Η ψυχή μιας γυναίκας μαγεμένης απ’ το θαύμα της ζωής, απ’ τη σκληρότητα, τον πόνο και την ομορφιά, απ’ τον έρωτα και το μίσος -μια ματωμένη ψυχή μαγεμένη πάντα απ’ τη δημιουργία και την καταστροφή- δημιουργεί τη ζωή, αγωνίζεται να την κάνει πιο όμορφη, ώσπου σβήνει τσακισμένη μα πάντα μαγεμένη, κοιτάζοντας μακριά, μ’ ένα χαμόγελο γεμάτο βεβαιότητα για το μέλλον του ανθρώπου. Επικεντρώνεται σε μια γυναίκα, το θηλυκό αντίστοιχο του Ζαν Κριστόφ, την Ανέτ, η οποία σταδιακά απογοητεύεται από τα υλικά αγαθά και μάχεται για να κερδίσει την πνευματική της ελευθερία. Είναι η κορωνίδα του ώριμου έργου του συγγραφέα, ένα ηθικό έπος. Πέρα από την πλοκή, πρόκειται για ένα φιλοσοφικό στοχασμό πάνω στην ατομική συνείδηση, την ευθύνη απέναντι στον εαυτό και στην κοινωνία, τον έρωτα, τη μητρότητα, τον πόλεμο και την ειρήνη. Συνιστά μια πνευματική βιογραφία, πρωτίστως της ηρωίδας Αντουανέτ και στη συνέχεια της αδελφής της Αννέτ, αλλά και μιας ολόκληρης εποχής – της Ευρώπης πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέσα από προσωπικά δράματα, πολιτικές ταραχές και ηθικά διλήμματα, ο Ρολάν φιλοτεχνεί ένα ανθρώπινο και φιλοσοφικό οδοιπορικό με κεντρικό άξονα την αναζήτηση της εσωτερικής ελευθερίας, της ηθικής αλήθειας και της κοινωνικής ευθύνης. Η αφήγηση ξεκινά με την οικογένεια Ριβιέρ: δύο αδελφές, μεγαλώνουν με καταπιεστικό πατέρα και μια μάνα ανίκανη να τις προστατεύσει. Η Αντουανέτ, η μεγαλύτερη, γίνεται πρόωρα γυναίκα, αναλαμβάνει το ρόλο προστάτιδας, ενώ αναπτύσσει ένα βαθύ αίσθημα καθήκοντος και αυτοθυσίας. Η Αντουανέτ ζει έναν πλατωνικό, σχεδόν μυθικό έρωτα, που όμως καταλήγει σε ματαίωση. Στο μεταξύ, καταρρέει οικονομικά και ψυχικά, εξαιτίας του καταπιεστικού περιβάλλοντος, των συναισθηματικών απογοητεύσεων και της έλλειψης εσωτερικής διεξόδου. Πεθαίνει πρόωρα, αφήνοντας την Αννέτ μόνη. Ο πρώτος τόμος λειτουργεί σαν εισαγωγή. Η Αντουανέτ προσωποποιεί την παλιά Ευρώπη, θυσιάζεται χωρίς ανταμοιβή, εξιδανικεύει, υπακούει και καταρρέει από τον συναισθηματικό της ιδεαλισμό. Στο δεύτερο τόμο, η Αννέτ αναλαμβάνει την αφήγηση. Εδώ ξεκινά η δική της πνευματική και ψυχολογική διαδρομή. Μόνη, δυναμική αλλά άπειρη, μένει έγκυος από έναν νεαρό, τον Ζαν, ο οποίος εξαφανίζεται. Αντιμέτωπη με κοινωνικά στερεότυπα, αποφασίζει να κρατήσει το παιδί και να το μεγαλώσει μόνη της – πρόκειται για μια ριζοσπαστική πράξη αυτονομίας για την εποχή της. Βασανίζεται από την αντίφαση μεταξύ προσωπικής ελευθερίας και μητρικής ευθύνης, μεταξύ του έρωτα και του καθήκοντος. Η ηρωίδα εσωτερικεύει τους ενοχικούς μηχανισμούς της κοινωνίας. Ο τόμος αυτός επικεντρώνεται στην ηθική αυτονομία και στο θάρρος της ατομικής επιλογής. Ο Ρολάν εστιάζει στη γυναικεία χειραφέτηση όχι ως μόδα, αλλά ως ηθική αναγκαιότητα. Στη συνέχεια η Αννέτ μεγαλώνει τον γιο της, Μαρκ, με σθένος και τρυφερότητα. Ταυτόχρονα εισέρχεται στον κόσμο της πολιτικής. Βιώνει την Ευρώπη του πολέμου και του μίσους. Αν και δεν ταυτίζεται με την αριστερή γραφειοκρατία, αναζητά στον σοσιαλισμό την κοινωνική δικαιοσύνη. Γνωρίζει τον Μπρούνο, έναν Γερμανό αντιμιλιταριστή, με τον οποίο θα αναπτύξει μια βαθιά συντροφική σχέση. Ο τόμος είναι γεμάτος εσωτερικές συγκρούσεις: πατρίδα ή ειρήνη; αγάπη ή καθήκον; ιδεαλισμός ή δράση; Το κεντρικό ερώτημα εδώ είναι η δράση στον κόσμο χωρίς να προδώσεις τον εαυτό σου. Η Αννέτ δεν είναι πλέον μόνο μάνα ή ερωμένη – είναι πολίτης του κόσμου. Ο Ρολάν υπερασπίζεται έναν ηθικό διεθνισμό. Ο τελευταίος τόμος, ο πιο φιλοσοφικός, πραγματεύεται τη συμφιλίωση. Ο Μαρκ, τώρα έφηβος, δεν συμμερίζεται τις αγωνίες της μητέρας του· είναι ψυχρός, πραγματιστής. Ο Μπρούνο έχει πεθάνει. Η Αννέτ μένει μόνη ξανά, ωστόσο δεν είναι πια η νεαρή θυμωμένη γυναίκα – έχει γαληνέψει. Αναζητά την εσωτερική ειρήνη, όχι ως παραίτηση, αλλά ως συνειδητή αποδοχή του κόσμου. Ο τίτλος του τόμου δεν είναι ειρωνικός: είναι μια ήπια, σχεδόν βουδιστική πρόταση συμφιλίωσης με το τραγικό. Η ψυχή δεν μαγεύεται πλέον από ουτοπίες αλλά από τη βαθύτερη κατανόηση της ζωής. Ο συγγραφέας καταλήγει σε μια κοσμοαντίληψη που ενσωματώνει τον πόνο χωρίς να τον θεοποιεί. Μια πρόταση για έναν ηθικό ανθρωπισμό που δεν απαιτεί υπερήρωες, αλλά συνειδητούς ανθρώπους. Η Αννέτ είναι μια ηρωίδα του 20ού αιώνα: αναζητά την αλήθεια μέσα της, την ελευθερία από τον ηθικό καταναγκασμό, αλλά και τη σύνδεση με τον κόσμο. Δεν είναι τέλεια, είναι ανθρώπινη – αυτό ακριβώς κάνει τη διαδρομή της σημαντική. Ο Ρολάν, επηρεασμένος από τον Τολστόι και τον Γκάντι, προτείνει έναν ηθικό ιδεαλισμό χωρίς φανατισμό. Η λύση δεν είναι η επανάσταση ή η απόσυρση, αλλά η εσωτερική ωρίμανση και η ευθύνη απέναντι στο Όλον. Η γυναικεία εμπειρία παρουσιάζεται με σπάνια ευαισθησία για άνδρα συγγραφέα της εποχής. Η Αννέτ είναι ίσως από τις πιο πλήρεις γυναικείες ηρωίδες της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο ανθρωπισμός του έργου είναι πράος, αλλά όχι αφελής: αποδέχεται την ήττα, αλλά δεν εγκαταλείπει την ελπίδα. Η Μαγεμένη Ψυχή παραμένει επίκαιρη σε μια εποχή ηθικής ασάφειας και πολιτικού φανατισμού. Η πρότασή της είναι: ενότητα μέσα στη διαφορά, ηθική χωρίς φανατισμό, πίστη χωρίς μισαλλοδοξία.

Ματωμένος γάμος (Φ.Γκ.Λόρκα – 1933) Από τα σημαντικότερα θεατρικά έργα του Λόρκα και το πρώτο της λεγόμενης «αγροτικής τριλογίας» του, μαζί με τη Γέρμα και το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα. Το έργο καθιέρωσε τον Λόρκα ως κορυφαίο δραματουργό της εποχής του. Είναι εμπνευσμένο από πραγματικά γεγονότα: μια τραγωδία τιμής που συνέβη στην επαρχιακή Ανδαλουσία, όπου η νύφη εγκατέλειψε τον γαμπρό για τον εραστή της και η ιστορία κατέληξε σε φόνο. Ο Λόρκα μετατρέπει αυτό το περιστατικό σε μια ποιητική τραγωδία με διαχρονική δύναμη, που πραγματεύεται τα πάθη, τη μοίρα, τον θάνατο και τη σύγκρουση ανάμεσα στις επιθυμίες του ατόμου και στις άτεγκτες κοινωνικές επιταγές. Διαδραματίζεται σε μια σκληρή, ανδροκρατούμενη αγροτική κοινωνία, όπου οι έννοιες της τιμής και του αίματος καθορίζουν τις ζωές των ανθρώπων. Η νύφη, διχασμένη ανάμεσα στο καθήκον και στο πάθος, εγκαταλείπει τον γάμο της για τον Λεονάρντο, τον παλιό της έρωτα, με ολέθριες συνέπειες. Η ποίηση του Λόρκα, οι συμβολισμοί, οι λαϊκές μουσικές και οι χοροί που ενσωματώνονται στο έργο ενισχύουν το τραγικό στοιχείο και δημιουργούν μια υποβλητική ατμόσφαιρα. Έργο πλούσιο σε σύμβολα, που ενισχύουν τη δραματική ένταση και τη μοίρα των προσώπων: Το Φεγγάρι - αποκτά πρόσωπο και φωνή, γίνεται συνεργός, λειτουργεί ως αγγελιοφόρος του θανάτου και της μοίρας. Εμφανίζεται ως ζωντανή μορφή που φωτίζει το δάσος και καθοδηγεί προς την αναπόφευκτη τραγωδία. Συμβολίζει τη δύναμη της φύσης και την αναπότρεπτη μοίρα που παραμονεύει τους ανθρώπους όταν παραβαίνουν τους άγραφους νόμους της κοινότητας. Ο Θάνατος - εμφανίζεται με ανθρώπινη μορφή, ως ζητιάνα. Είναι το σύμβολο της μοίρας που καραδοκεί και της βίας που επιβάλλει η κοινωνία. Αντιπροσωπεύει το αναπόφευκτο τέλος των ηρώων και υπενθυμίζει πως όποιος προσπαθήσει να ξεφύγει από τους κοινωνικούς κανόνες θα συναντήσει το τραγικό του πεπρωμένο. Το Αίμα - είναι σύμβολο της ζωής και ταυτόχρονα του θανάτου. Εκφράζει το πάθος, τον έρωτα, την τιμή και την καταστροφή. Είναι το στοιχείο που συνδέει τη γη, τη γενιά και την παράδοση. Το αίμα που χύνεται στο τέλος του έργου σφραγίζει την τραγωδία και την αιώνια επανάληψη του κύκλου βίας. Το Μαχαίρι – εκτός από φαλλικό σύμβολο, εδώ αναπαριστά τη βία και την εκδίκηση. Από την αρχή του έργου η Μητέρα μιλά για το μίσος της στα μαχαίρια, προμηνύοντας το τραγικό τέλος. Είναι το όργανο που ενσαρκώνει την κοινωνική επιταγή της τιμής και του αίματος. Το έργο αποτελεί έναν ύμνο στη δύναμη του ανθρώπινου πάθους, αλλά και μια καταγγελία της βίας που γεννά η κοινωνική καταπίεση. Μέσα από τον μύθο και την ποίηση, ο Λόρκα μιλά για τις πανανθρώπινες συγκρούσεις που εξακολουθούν να συγκινούν το κοινό μέχρι σήμερα.

Το Αληθινό Βιβλίο του Κόκκινου Κεφαλιού (Cao Yu - 1933). Η θεατρική διασκευή του Cao Yu αντλεί τον πυρήνα της από το ομώνυμο κλασικό μυθιστόρημα του 18ου αι., αλλά το φέρνει στο σήμερα του 1930· εστιάζει στις τελευταίες μέρες της πλούσιας οικογένειας Τζιά. Ο νεαρός Πάο-Γιού, ευαίσθητος και καλλιεργημένος, αδυνατεί να εκπληρώσει τις προσδοκίες του πατέρα του· η Λιν Ντάι-Γιού, ανιψιά του, αγαπιέται μαζί του, αλλά η μοίρα της έχει ήδη κλειδωθεί σε έναν πολιτικό γάμο. Καθώς τα οικονομικά χρέη και οι εξωτερικές πιέσεις αυξάνονται, το «Κόκκινο Κεφάλι» – το οικογενειακό μέγαρο – μετατρέπεται σε σκηνικό παρακμής. Το έργο τελειώνει με την κατάρρευση του σπιτιού και τον διασκορπισμό των μελών του. Μεταφέροντας ένα εμβληματικό προ-μοντέρνο κείμενο στο σύγχρονο θέατρο, ο Cao Yu δημιουργεί πολυεπίπεδη αλληγορία: η παρακμή της αριστοκρατίας προαναγγέλλει την κατάρρευση της παλιάς Κίνας. Χρησιμοποιεί τον εσωτερικό μονόλογο και το σπάσιμο του χρόνου για να δείξει πώς το παρελθόν βαραίνει το παρόν. Το 1933, έτος ιαπωνικής εισβολής στη Μαντζουρία, το έργο διαβάζεται ως προειδοποίηση: «κανένας τοίχος δεν προστατεύει πλέον από την ιστορία». Η πρεμιέρα στο Σανγκάη προκάλεσε σκάνδαλο – η λογοκρισία το έκοψε μετά από λίγες παραστάσεις, επιβεβαιώνοντας τη δύναμή του.

Μεσάνυκτα (Mao Dun - 1933). Σανγκάη, Μάιος 1930. Ο Γου Σουν-Φου, μεγαλοαστός χρηματιστής, ρίχνει όλα του τα κεφάλαια στο χρηματιστήριο για να σώσει την υφαντουργία του από την ιαπωνική και ευρωπαϊκή ανταγωνιστική πίεση. Παράλληλα, οι εργάτες του απεργούν, απαιτώντας καλύτερες συνθήκες, ενώ οι μικροϊδιοκτήτες καταστρέφονται το ένας μετά τον άλλον. Σε μία νύχτα – η «νύχτα του μεσονυκτίου» – η φούσκα σκάει· ο Γου χάνει τα πάντα, η εργατική τάξη βγαίνει στους δρόμους, και η πόλη βυθίζεται στο χάος. Το Midnight είναι το πρώτο κινεζικό μυθιστόρημα που επιχειρεί ρεαλιστική «μαρτυρία» της κρίσης του καπιταλισμού. Ο Mao Dun χρησιμοποιεί κινηματογραφικό μοντάζ, εναλλάσσοντας το χρηματιστήριο, το εργοστάσιο και το σπίτι για να δείξει πώς οι ατομικές μοίρες δένονται με την παγκόσμια οικονομία. Η κατάρρευση της Σανγκάης το 1932, λίγους μήνες πριν την έκδοση, έκανε το βιβλίο best-seller και σημείο αναφοράς για την Αριστερά – ο ίδιος ο Στάλιν το χαρακτήρισε «μαρξιστικό μυθιστόρημα χωρίς μαρξιστικά συνθήματα».

Οικογένεια (Ba Jin - 1933). Το σπίτι των Γκαό, μια παραδοσιακή πολυμελής οικογένεια στην Τσενγκντού, είναι «φρούριο» πατριαρχίας. Ο νεαρός Τζουέι, τρίτος γιος, αρνείται τον προκαθορισμένο γάμο και διαβάζει Ρουσό και Ντόστογιεφσκι. Η ξαδέρφη του, Μέι, αγαπιέται μαζί του, αλλά παντρεύεται σύμφωνα με το «συμφέρον» της οικογένειας και πεθαίνει από θλίψη. Όταν ο πατέρας πεθαίνει, ο Τζουέι εγκαταλείπει το σπίτι, αφήνοντας πίσω τα ερείπια του παλιού κόσμου. Το Family είναι το μανιφέστο της «Μεγάλης Εξόδου» της κινεζικής νεολαίας από τον παραδοσιακό οίκο. Ο Ba Jin χρησιμοποιεί ρεαλισμό και μελοδραματισμό για να καταγγείλει τα «τρία σύμβολα καταπίεσης»: πατέρα, σύζυγο, γιο. Το 1933, με το κίνημα της 4ης Μαΐου να βρίσκεται ήδη δεκαπέντε χρόνια πίσω, το βιβλίο έδωσε λέξεις σε μια γενιά που έψαχνε δίοδο από την παράδοση προς τον εκσυγχρονισμό. Εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα διαβάστηκαν μυστικά σε γυμνάσια και πανεπιστήμια· οι πατέρες το έκρυβαν, οι γιοι το έκλεβαν – το σύνθημα «βγες από το σπίτι σου» έγινε πράξη ελευθερίας

Η ανθρώπινη μοίρα (Αντρέ Μαλρώ – 1933) Είναι το τρίτο και τελευταίο μέρος της ασιατικής τριλογίας του Μαλρώ του οποίου προηγήθηκαν «Οι κατακτητές» (1928) και «Η βασιλική οδός» (1930). Θεωρείται κορυφαίο δείγμα του επαναστατικού και υπαρξιακού μυθιστορήματος του 20ού αιώνα. Το έργο διαδραματίζεται στη Σαγκάη του 1927, κατά τη διάρκεια της κομμουνιστικής εξέγερσης εναντίον του εθνικιστικού κόμματος του Τσανγκ Κάι Σεκ, και εξετάζει τα όρια της ανθρώπινης ελευθερίας και της δράσης μέσα σε συνθήκες πολιτικής βίας και ιστορικής αναταραχής. Μέσα από την πλούσια πλοκή και τους πολύπλευρους χαρακτήρες του, αναλύει βαθιά το ζήτημα της ανθρώπινης μοίρας μπροστά στον θάνατο, την προδοσία και την ανάγκη για δέσμευση. Το μυθιστόρημα ξεκινά με τον Χεμίνγκ, έναν Ρώσο επαναστάτη, που οργανώνει τη δολοφονία ενός εμπόρου όπλων για να εξασφαλίσουν οι επαναστάτες τα εφόδια τους. Ο Χεμίνγκ είναι ο πιο ψύχραιμος και ιδεολογικά ακλόνητος ήρωας, που ενσαρκώνει την ιδέα της απόλυτης θυσίας για τον σκοπό. Πλάι του στέκονται άλλα κεντρικά πρόσωπα, όπως ο Κιό, γιος Ιάπωνα επαναστάτη και Κινέζας μητέρας, που βιώνει σπαρακτικά το υπαρξιακό δράμα της επανάστασης και το βάρος της αμφιβολίας. Ο Μπαρόν, ένας πρώην αξιωματικός, και ο Φεράλ, ένας κυνικός καιροσκόπος, συμπληρώνουν το σύνολο των χαρακτήρων που αντιπροσωπεύουν διαφορετικές μορφές στάσης απέναντι στην Ιστορία και την ανθρώπινη συνθήκη. Η αφήγηση του Μαλρώ χαρακτηρίζεται από έντονη εσωτερικότητα και φιλοσοφικό στοχασμό. Ο συγγραφέας δεν περιορίζεται στην εξιστόρηση της πολιτικής σύγκρουσης, αλλά θέτει ερωτήματα για το νόημα της ζωής, την αξία της ανθρώπινης ύπαρξης και την τραγικότητα της ελευθερίας. Οι ήρωες καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα στη ζωή και το καθήκον, ανάμεσα στην προσωπική ευτυχία και την αφοσίωση σε μια συλλογική υπόθεση που συχνά προδίδεται από την ίδια την Ιστορία. Ιδιαίτερο βάρος δίνεται στη μοίρα του Κιό, που τελικά αυτοκτονεί για να μην πέσει στα χέρια των βασανιστών του, ολοκληρώνοντας έτσι τον δικό του τραγικό κύκλο. Το τέλος των περισσότερων ηρώων είναι δραματικό, υπογραμμίζοντας την αδυσώπητη μοίρα που συνοδεύει τον άνθρωπο στις μεγάλες ιστορικές καμπές. Δεν είναι απλώς ένα πολιτικό μυθιστόρημα, αλλά και μια βαθιά μελέτη του ανθρώπινου πόνου, της μοναξιάς και της ανάγκης για νόημα στη ζωή. Ο Μαλρώ συνθέτει μια σκοτεινή συμφωνία πάνω στον αγώνα του ανθρώπου ενάντια στην αναπόφευκτη φθορά και στον θάνατο. Παραμένει μέχρι σήμερα ένα κλασικό ανάγνωσμα για όσους αναζητούν την κατανόηση της ανθρώπινης περιπέτειας μέσα στην Ιστορία 

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2025

"Ο ηγεμών" του Ν.Μακιαβέλι (1532)

Θεωρούμε σκόπιμο να κάνουμε μια μικρή παρουσίαση του βιβλίου «Ο Ηγεμών» (Il Principe) που είναι ένα από τα πιο σημαντικά και πολυσυζητημένα έργα πολιτικής φιλοσοφίας της Αναγέννησης, γραμμένο από τον Ιταλό διανοητή Νικολό Μακιαβέλι το 1513 και δημοσιευμένο μετά το θάνατό του το 1532. Το βιβλίο αποτελεί έναν πρακτικό οδηγό για την απόκτηση και τη διατήρηση της πολιτικής εξουσίας, αλλά και για την έξυπνη διαχείριση της ηγεσίας μέσα σε ρευστές και συχνά βίαιες συνθήκες.

Ο Μακιαβέλι το συνέγραψε στη φάση της πολιτικής του απομόνωσης μετά την πτώση της Δημοκρατίας της Φλωρεντίας και την επιστροφή στην εξουσία των Μεδίκων το 1512, μια περίοδο που τον ανάγκασε να αποστασιοποιηθεί από την ενεργό δράση. Σκοπός του ήταν να κερδίσει την εύνοια των νέων ηγεμόνων και να προσφέρει ένα εγχειρίδιο που αποτυπώνει την εμπειρία του και την κριτική του ματιά προς την πολιτική εξουσία.

Το έργο αποτελείται από 26 κεφάλαια που καλύπτουν θέματα όπως οι διάφορες μορφές ηγεμονιών, οι τρόποι κατάκτησης και διατήρησης της εξουσίας, η σημασία της γενναιοδωρίας αλλά και της σκληρότητας, η πολιτική ευφυΐα και η προσαρμοστικότητα, καθώς και η σχέση του ηγεμόνα με την τύχη και τις υποσχέσεις του. Ο Μακιαβέλι τονίζει ότι ο επιτυχημένος ηγεμόνας δεν πρέπει να διστάζει να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο — ακόμα και αν χρειαστεί να παραβιάσει ηθικούς κανόνες — αρκεί να διασφαλίσει την πολιτική σταθερότητα και την ισχύ του κράτους.

Ένα από τα πιο γνωστά χαρακτηριστικά του «Ηγεμόνα» είναι η απομάκρυνση από τα ιδεαλιστικά πρότυπα ηγεσίας που είχαν διατυπωθεί από αρχαίους και μεσαιωνικούς φιλοσόφους, όπως ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης. Αντίθετα, ο Μακιαβέλι παρουσιάζει τον ηγεμόνα ως έναν ρεαλιστή, στρατηγό και πολιτικό που πρέπει να γνωρίζει πότε να είναι σκληρός και πότε να δείχνει ευσπλαχνία, πώς να αντιμετωπίζει τους αντίπαλους και πώς να κερδίζει την εμπιστοσύνη των υπηκόων του.

Η γλώσσα του είναι απλή και άμεση, χωρίς υπερβολές, ώστε να κάνει σαφείς τις πολιτικές του συμβουλές ακόμα και στους μη ειδικούς. Από το 1532 έχει ασκήσει τεράστια επιρροή στην πολιτική θεωρία και πρακτική, ενίοτε εννοούμενο και ως σύμβολο πολιτικού ρεαλισμού και "μακιαβελισμού". Αποτελεί ένα οδηγό πρακτικής πολιτικής στρατηγικής, ο οποίος διερευνά τις σύνθετες δυναμικές της ηγεσίας με βάση την ιστορική εμπειρία, την παρατήρηση και το ρεαλισμό, προσφέροντας παραδείγματα από την πολιτική σκηνή της εποχής του και εφόδια για κάθε επίδοξο ηγέτη που επιθυμεί να διατηρήσει και να ενισχύσει την εξουσία του σε έναν αβέβαιο κόσμο.

Αποτελεί βασικό έργο ανάγνωσης για όσους ενδιαφέρονται για την πολιτική φιλοσοφία, τη διακυβέρνηση και την ιστορία της πολιτικής σκέψης, μέχρι και σήμερα.

Σημειώνουμε το υψηλό λογοτεχνικό και φιλοσοφικό ενδιαφέρον, καθώς αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά και πολυσυζητημένα πολιτικά κείμενα της Αναγέννησης και της παγκόσμιας πολιτικής σκέψης.

Ιστορική και πολιτική σημασία: «Εγχειρίδιο» προς τους ηγέτες, παρέχοντας συμβουλές για την κατάκτηση και διατήρηση της εξουσίας με ρεαλιστική και συχνά σκληρή προσέγγιση.

Λογοτεχνικά χαρακτηριστικά: Το ύφος είναι σύντομο, ευθύ και αξιομνημόνευτο, χαρακτηριστικό που μεγιστοποιεί την επιρροή των αποφθεγμάτων του. Το έργο είναι επίσης ποιητικό στην ένταση και τη ζωντάνια του λόγου του, που αποτυπώνει τη δυναμική τούτο πολιτικού στοχασμού.

Κοινωνικοπολιτική διάσταση: Αντικατοπτρίζει την κρίση και τις αλλαγές της εποχής του, το πέρασμα από τη μεσαιωνική τάξη σε νέες μορφές εξουσίας, και την ανάδειξη της ατομοκεντρικής πολιτικής σκέψης. Θεωρείται θεμέλιο της σύγχρονης πολιτικής επιστήμης.

Αμφιλεγόμενη φύση: Η ρεαλιστική - και συχνά αμοραλιστική – θεώρηση για την πολιτική προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί πολλές συζητήσεις, γεγονός που προσθέτει βάθος και κίνητρο για μελέτη, κυρίως όσον αφορά τη σχέση μεταξύ ηθικής και εξουσίας.

Εκδόσεις και επιρροή: Η πληθώρα ελληνικών και διεθνών εκδόσεων (άνω των δέκα μόνο στην Ελλάδα) μαρτυρεί το διαχρονικό ενδιαφέρον που προκαλεί το έργο, τόσο σε ακαδημαϊκό όσο και σε ευρύ κοινό.

Συνολικά, το έργο έχει λογοτεχνικά ενδιαφέρον και είναι διαχρονικά σημαντικό, όχι μόνο ως πολιτική πραγματεία, αλλά και ως κείμενο που διερευνά τις θεμελιώδεις ανθρώπινες και κοινωνικές διεργασίες της εξουσίας και της ηγεσίας. 

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2025

1939: Ερημίτες, αιρετικοί, ονειροπόλοι, επαναστάτες και αμφισβητίες συγγραφείς

Two Nude Women. Pablo Picasso. 1920.
«Η αληθινή λογοτεχνία μπορεί μόνο να υπάρχει όταν δημιουργείται, όχι από επιμελείς και αξιόπιστους αξιωματούχους, αλλά από τρελούς, ερημίτες, αιρετικούς, ονειροπόλους, επαναστάτες και αμφισβητίες» (Ε.Ζαμιάτιν)

Τροπικός του Αιγόκαιρω (Χένρι Μίλλερ – 1939) Είναι πρόλογος για το πρώτο του μυθιστόρημα  "Ο Τροπικός του Καρκίνου". Ένα ημι-αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, που εκδόθηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι. Στη συνέχεια απαγορεύτηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι το 1961, όταν το Υπουργείο Δικαιοσύνης έκρινε ότι το περιεχόμενό του δεν ήταν πορνογραφικό. Αυτό το μυθιστόρημά του μαζί με τα δύο άλλα: Ο Τροπικός του Καρκίνου και η Μαύρη Άνοιξη, αποτελούν μια αυτοβιογραφική τριλογία. Το μυθιστόρημα καλύπτει την αυξανόμενη αδυναμία και την απόλυτη άρνηση του συγγραφέα να προσαρμοστεί σε αυτό που θεωρεί εχθρικό περιβάλλον στις ΗΠΑ. Είναι αυτοβιογραφικό, αλλά όχι χρονολογικό, εναλλάσσοντας τις εφηβικές περιπέτειες του Μίλερ στο Μπρούκλιν, τις αναμνήσεις του πρώτου του έρωτα, με την Ούνα, μια ερωτική σχέση με την σχεδόν 30χρονη καθηγήτρια πιάνου όταν ήταν 15 ετών, τον δυστυχισμένο γάμο του με την πρώτη του σύζυγο, τα χρόνια που εργαζόταν στην Western Union (που ονομάζεται αλλιώς στο βιβλίο) τη δεκαετία του 1920, και τη μοιραία συνάντησή του με τη δεύτερη σύζυγό του, την Τζουν (στο βιβλίο ως Μάρα), στην οποία αποδίδει την αλλαγή της ζωής του και την πραγματοποίηση της συγγραφής. (Η Ρόδινη Σταύρωση συνεχίζει την ιστορία της Τζουν με περισσότερες λεπτομέρειες, σε μια έκταση σχεδόν 1.500 σελίδων). Περιγράφει τη διαδικασία του Μίλερ να βρει τη φωνή του ως συγγραφέα, μέχρι που τελικά ξεκινά για το Παρίσι, που οι δραστηριότητες του εκεί καλύπτονται από τον Τροπικό του Καρκίνου. Το μυθιστόρημα βασίζεται σε φανταστικά γεγονότα. Είναι μια ιστορία πνευματικής αφύπνισης. Ο Μίλερ βυθίζει τον αναγνώστη σε ιστορίες φτώχειας, οδύνης και εξαχρείωσης και στη συνέχεια προσπαθεί να δημιουργήσει μια εμπειρία κορεσμού.      

Τα Σταφύλια της Οργής (Τζον Στάινμπεκ - 1939) Οι καταιγίδες του καταστροφικού Dust Bowl μόλις είχαν καταλαγιάσει όταν ο Στάινμπεκ δημοσίευσε το έργο του. Το Dust Bowl ήταν μια περίοδος σφοδρών καταιγίδων σκόνης που κατέστρεψαν την περιοχή των Μεγάλων Πεδιάδω. Ήταν αποτέλεσμα ενός συνδυασμού σοβαρής ξηρασίας, κακών γεωργικών πρακτικών και ισχυρών ανέμων. Οι καταιγίδες προκάλεσαν εκτεταμένες οικολογικές ζημιές, γεωργική αποτυχία και μαζική μετανάστευση, καθώς οι άνθρωποι αναζητούσαν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης αλλού. Το μυθιστόρημα ακολουθεί μια οικογένεια εξαθλιωμένων αγροτών που μετακινούνται για μια καλύτερη ζωή από την κατεστραμμένη φάρμα τους στην Καλιφόρνια. Βρίσκουν όμως μόνο πικρία, ανέχεια και καταπίεση ως αγροτικοί εργάτες που ζουν σε παραγκούπολεις, αλλά η αδάμαστη δύναμή τους μπροστά στις αντιξοότητες μιας ολόκληρης ηπείρου κάνει το έπος του Steinbeck πολύ περισσότερο από μια ιστορία ατυχών γεγονότων: Είναι ταυτόχρονα μια καταγραφή της εποχής του και ένα μόνιμο μνημείο της ανθρώπινης επιμονής. «..και στα μάτια των πεινασμένων υπάρχει μια αυξανόμενη οργή. Στις ψυχές των ανθρώπων τα σταφύλια της οργής γεμίζουν και βαραίνουν, βαραίνουν για τον τρύγο». Η καταπίεση θα προκαλέσει τρομερή οργή αλλά και την συνειδησιακή απελευθέρωση των εργατών μέσω της συνεργασίας τους. Αυτό αποτυπώνεται και υποστηρίζεται, αλλά δεν υλοποιείται μέσα στο μυθιστόρημα.                                                                                                                                                                       

By Harry Deierling 1914
Και δεν έμεινε κανένας (Δέκα μικροί νέγροι) (Αγκάθα Κρίστι – 1939) Ο πρώτος τίτλος (για λόγους πολιτικής ορθότητας) είναι της αμερικάνικης έκδοσης και ο δεύτερος της βρετανικής, που προέρχεται από ένα τραγούδι που παίζει σημαντικό ρόλο στη πλοκή του έργου. Διαλέγετε και παίρνετε. Στη Γαλλία, το μυθιστόρημα μετονομάστηκε το 2020. Ο δισέγγονος κληρονόμος των πνευματικών δικαιωμάτων, Τζέιμς Πρίτσαρντ, άλλαξε τον τίτλο της γαλλικής έκδοσης σε «Ήταν Δέκα» (Ils étaient dix). Σύμφωνα με τον ίδιο, αν η συγγραφέας ήταν ζωντανή, δεν θα της άρεσε κάποιες από τις εκφράσεις της να προσβάλλουν ανθρώπους: «Δεν πρέπει πλέον να χρησιμοποιούμε όρους που μπορούν να πληγώσουν. Αυτή είναι η συμπεριφορά που πρέπει να ακολουθήσουμε το 2020». Η αστυνομία, η οποία έφτασε στο νησί μετά από αρκετές ημέρες καταιγίδων, ανακάλυψε 10 πτώματα σε αυτό και προσπαθεί ανεπιτυχώς να ανασυνθέσει τη χρονολογία των γεγονότων και να λύσει το μυστήριο των δολοφονιών χρησιμοποιώντας τα ημερολόγια των νεκρών. Ο επιθεωρητής Μέιν σημειώνει ότι τα ίδια τα θύματα ήταν ένοχα για δολοφονίες που έμειναν ατιμώρητες και υπονοεί ότι ο δολοφόνος τους αποφάσισε να αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη με αυτόν τον τρόπο. Αλλά στο τέλος φτάνουν σε αδιέξοδο, κανείς δεν έφυγε από το νησί πριν από την άφιξη των ντόπιων, και όλες οι πιθανές εκδοχές για το τι συνέβη αντιφάσκουν με τα γεγονότα….                                                                                                      
Το Έπος της Εθνικής Απελευθέρωσης (Ναζίμ Χικμέτ – 1939) Ένα μακροσκελές, επικό ποίημα που συνδυάζει λυρικά και αφηγηματικά στοιχεία. Το στυλ του Χικμέτ σε αυτό το έργο είναι τολμηρό και ζωντανό, με δυνατό ρυθμό και υποβλητική γλώσσα. Το ποίημα ακολουθεί τις εμπειρίες απλών ανθρώπων που συμμετέχουν στο κίνημα της ανεξαρτησίας, ανεβάζοντας τις ιστορίες τους σε ηρωικά επίπεδα. Χαρακτηρίζεται από σαρωτικές εικόνες, συναισθήματα και πάθος. Ευθυγραμμίζεται με την ιδέα ότι η δύναμη του λαού, οι «εθνικές δυνάμεις», ήταν η κινητήρια δύναμη πίσω από την απελευθέρωση της χώρας. Στόχος του είναι να αποτυπώσει τη συλλογική εμπειρία του πολέμου, βασιζόμενο σε μεγάλο βαθμό στις αφηγήσεις του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ για ιστορική ακρίβεια. Σε αντίθεση με τις παραδοσιακές ιστορικές αφηγήσεις που συχνά επικεντρώνονται σε ηγέτες και μάχες, το έπος του Χικμέτ επικεντρώνεται στις εμπειρίες καθημερινών ανδρών και γυναικών, τονίζοντας τις θυσίες και τις συνεισφορές τους στην πολεμική προσπάθεια. Το αρχικό προσχέδιο του ποιήματος, με τίτλο "Milli Kurtuluş Destanı", μετέδωσε ένα έντονο αίσθημα πατριωτισμού και μαχητικού πνεύματος, αντανακλώντας την ένταση του πολέμου. Αντίγραφα του χειρόγραφου κυκλοφόρησαν μεταξύ βουλευτών και διανοούμενων, οι οποίοι συγκινήθηκαν από τον πατριωτικό ζήλο του ποιήματος. Ο Χικμέτ ήλπιζε ότι το έπος θα επηρέαζε θετικά την εικόνα του και ενδεχομένως θα οδηγούσε στην απελευθέρωσή του από τη φυλακή. Ωστόσο, οι ελπίδες του δεν πραγματοποιήθηκαν, παρά την απεργία πείνας που έκανε και τη διεθνή κινητοποίηση απελευθερώθηκε μετά από αρκετά χρόνια, το 1950. 

Από την έκθεση  των Γ. Ανδρεάδη, Μ. Μαύρου και Π. Ρηγοπούλου
 Όχι ορχιδέες για την Μις Μπλάντις (Τζέιμς Χάντλεϊ Τσέις – 1939) Ο René Lodge Brabazon Raymond έγινε πολύ γνωστός με ένα από τα ψευδώνυμα που χρησιμοποίησε, ως δεξιοτέχνης του αστυνομικού θρίλερ. Το έργο είχε άμεση εμπορική επιτυχία, παρά τις ελλείψεις χαρτιού σε καιρό πολέμου. Ήταν επίσης αμφιλεγόμενο, λόγω της βίας και του σεξουαλικού περιεχομένου του. Σε μια ανώνυμη πόλη των ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του 1920, ένας ντόπιος αρχηγός συμμορίας ονόματι Ράιλι μαθαίνει ότι η πλούσια κοσμική κυρία Μπλάντις θα φορέσει ένα ακριβό διαμαντένιο κολιέ στη γιορτή των γενεθλίων της. Ο Ράιλι και η συμμορία του καταφέρνουν να απαγάγουν την Μπλάντις και τον φίλο της, αλλά μετά τον θάνατο του τελευταίου κατά λάθος, αποφασίζουν να ζητήσουν λύτρα από τον εκατομμυριούχο πατέρα της. Το σχέδιο αρχίζει να καταρρέει όταν μια αντίπαλη ομάδα, με επικεφαλής τον σαδιστή και ανισόρροπο Σλιμ, ανακαλύπτει το σχέδιο του Ράιλι και απαγάγει την κυρία Μπλάντις από τη συμμορία. Ο πατέρας της Μπλάντις πληρώνει τα λύτρα στον Σλιμ, αλλά η κόρη του δεν επιστρέφεται. Ο Σλιμ γίνεται ολοένα και πιο εμμονικός με την Μπλάντις και αποφασίζει να την κρατήσει κρυμμένη σε ένα μυστικό δωμάτιο μέσα σε ένα από τα νυχτερινά κέντρα του, βιάζοντάς την επανειλημμένα και επιτιθέμενος σε όποιον προσπαθήσει να την αποσπάσει από την κατοχή του. Εν τω μεταξύ, η αστυνομία βρίσκεται στα ίχνη των απαγωγέων και ο Ντέιβ Φένερ, πρώην δημοσιογράφος και νυν ιδιωτικός ντετέκτιβ, προσλαμβάνεται για να τη σώσει και να αντιμετωπίσει τους γκάνγκστερ. Ο Φένερ και η αστυνομία τελικά βρίσκουν πού βρίσκεται η νεαρή και πηγαίνουν στο κλαμπ, όπου ακολουθεί ανταλλαγή πυροβολισμών. Ο Σλιμ σκοτώνεται και η Μπλάντις διασώζεται, αλλά μετά από μήνες βασανιστηρίων, βιασμών και ναρκωτικών, δεν μπορεί να αντέξει την ελευθερία της και αυτοκτονεί. Το 1944, ήταν το θέμα ενός δοκιμίου του George Orwell και το 1947, ο σαδοερωτισμός στο βιβλίο του Chase διακωμωδήθηκε από τον Raymond Queneau στο μυθιστόρημά του «We Always Treat Women Too Good». Το 1961, το μυθιστόρημα ξαναγράφτηκε εκτενώς και αναθεωρήθηκε από τον συγγραφέα επειδή θεωρούσε ότι η νοοτροπία του κόσμου του 1939 ήταν πολύ μακρινή για τη νέα γενιά αναγνωστών.

 Η αγρύπνια των Φίννεγκαν (Τζέιμς Τζόυς  - 1939) Ο Τιμ Φίννεγκαν σε μια ιρλανδική μπαλάντα σκοτώθηκε πέφτοντας μεθυσμένος από μια σκάλα, αλλά αναστήθηκε όταν ξέσπασε καυγάς στην κηδεία τους και ένα μπουκάλι ουίσκι έσπασε στο φέρετρό του. Η άνοδος, η πτώση και η ανάστασή του είναι μια μεταφορά για την άνοδο και την πτώση της ανθρωπότητας.   Είναι γραμμένο σε πειραματικό ύφος και θεωρείται ένα από τα πιο δυσνόητα έργα μυθοπλασίας. Ήταν το τελευταίο έργο του Τζόυς, γραμμένο με μια ιδιότυπη γλώσσα που συνδυάζει τα τυπικά αγγλικά με νεολογισμούς, ιρλανδικές διαλέκτους, αινίγματα και λογοπαίγνια σε πολλές γλώσσες. Δεν υπάρχει συνεκτική εξέλιξη της πλοκής, αλλά ένας μεγάλος αριθμός μεμονωμένων ιστοριών, μερικές εντελώς ανεξάρτητες και άλλες με χαλαρή σύνδεση μεταξύ τους. Οι μεμονωμένες ιστορίες είναι γεμάτες αναφορές σε λογοτεχνικά και ιστορικά έργα. «Οι αληθινοί ήρωες του βιβλίου μου είναι ο χρόνος, το ποτάμι, το βουνό... Κατά μία έννοια, δεν υπάρχουν καθόλου ήρωες εδώ». Το βιβλίο εξερευνά, με ανορθόδοξο τρόπο, τη ζωή μιας οικογένειας, που περιλαμβάνει τον πατέρα, τη μητέρα και τα τρία παιδιά τους. Σε μια μη γραμμική ονειρική αφήγηση, ακολουθεί τις προσπάθειες της συζύγου να αθωώσει τον σύζυγο από μια κατηγορία εναντίον του σχετικά με σεξουαλική παρενόχληση σε δύο κορίτσια στο πάρκο - αν και οι λεπτομέρειες της κατηγορίας αλλάζουν με κάθε επανάληψη των γεγονότων - και τον αγώνα των γιων του να τον αποκαταστήσουν. Οι αλληγορικοί ήρωες του έργου είναι: Ο Χάμφρεϊ ένας πανδοχέας σε ένα προάστιο του Δουβλίνου. Τα αρχικά του HCE σημαίνουν «ήρθαν όλοι». Αντιπροσωπεύει τον Θεό Πατέρα, τον Φιν, τον Τριστάνο, τον Ναπολέοντα, τον Σουίφτ, τον πατέρα του συγγραφέα, το Κάστρο του Δουβλίνου και άλλες προσωπικότητες και αντικείμενα. Η Άννα Λιβία, η σύζυγός του είναι η ενσάρκωση του ποταμού Λίφι, καθώς και όλων των ποταμών του κόσμου και της βιβλικής Εύας. Το ίδιο το μυθιστόρημα αποδεικνύεται ότι είναι μια επιστολή από την Άννα Λιβία, η οποία ξαναγράφτηκε από τον «συγγραφέα» Σημ, κλάπηκε και δημοσιεύτηκε από τον αδερφό του Σον. Οι γιοι τους Σημ και Σον, των οποίων οι αντιθέσεις (ο επαναστάτης και ο κομφορμιστής· ο καλλιτέχνης και ο λογοκριτής· ο Κάιν και ο Άβελ· ο Εωσφόρος και ο αρχάγγελος,· η χελώνα και ο γρύπας στον Κάρολ) ακολουθούν το αρχέτυπο του μύθου των διδύμων, αλλά τα ονόματά τους είναι παρμένα από ένα ζευγάρι διάσημων τρελών του Δουβλίνου. Η κόρη τους Ιζαμπέλ συνδέεται με εικόνες μιας παρθένας, ενός ονείρου, ενός σύννεφου, καθώς και με τον μύθο της αιμομιξίας της αδελφής και των αδελφών της που ανταγωνίζονται για αυτήν. Μπορεί να χωριστεί σε μια ομάδα κοριτσιών. «Ξεκάθαρα και τίμια θα πρέπει να ειπωθεί στον αναγνώστη ότι το βιβλίο δεν διαβάζεται ούτε σαν μυθιστόρημα, ούτε σαν νουβέλα, ούτε σαν παραμύθι, ούτε στο κρεβάτι για να μας πάρει ο ύπνος. Το βιβλίο δεν διαβάζεται γενικώς. Ο ίδιος ο Τζόυς το συνειδητοποιεί γράφοντάς το: Μπέρδεμα... Μπέρδεμα, μπλέξιμο... σαστισμάρα, διβουλία... χαύνωση στο πρόσωπο του αναγνώστη. Το βιβλίο, με βάση τους υπαινιγμούς και τα λογοπαίγνια του Τζόυς, θα πρέπει να το «ξαναγράφει», διαβάζοντας το, ο αναγνώστης. Ο Τζόυς δεν γράφει αγγλικά. Γράφει στη δική του γλώσσα, ακατανόητη για τους μη γνωρίζοντες τα μυστικά της. Γράφει στη γλώσσα των wakish (αγρυπνιακά) όπως έχει χαρακτηρισθεί» (Ελευθέριος Ανευλαβής, 2013). Οι φιλόλογοι και οι φιλόσοφοι δέχτηκαν το κείμενο του Τζόυς με ενδιαφέρον και αρκετές λέξεις που επινόησε – π.χ. κουάρκ, μονομύθος - στη συνέχεια τέθηκαν σε ευρεία χρήση. Ο Ζακ Ντεριντά, αναπτύσσοντας τη θεωρία της αποδόμησης, βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στο Finnegan Wake ως έμπνευση.   

Ηλιοτρόπια
Τροπισμοί (Ναταλί Σαρρότ - 1939) Πειραματικό μυθιστόρημα που θεωρείται πρόδρομος του λογοτεχνικού κινήματος που αναφέρεται ως το "Νέο Μυθιστόρημα". Η Marguerite Duras και ο Jean-Paul Sartre το περιέγραψαν ως αριστούργημα. Στο έργο της ο «τροπισμός» (όρος δανεισμένος από την επιστήμη, που υποδηλώνει την μετατόπιση ή τον μετασχηματισμό ενός φυσικού στοιχείου υπό την επίδραση εξωτερικών ερεθισμάτων) μεταφέρεται και στην  ανθρώπινη συμπεριφορά. Η Σαρρότ καθόρισε τους τροπισμούς ως «εσωτερικές κινήσεις που προηγούνται και προετοιμάζουν τα λόγια και τις πράξεις μας, στα όρια της συνείδησής μας». Είναι ένα πειραματικό μυθιστόρημα. Αποτελείται από είκοσι τέσσερις σύντομες βινιέτες, που αποτυπώνουν σύντομες σκηνές με κάθε λεπτομέρεια. Μέσα από τις ιστορίες αυτού του έργου, η συγγραφέας αναλύει τις αυθόρμητες, ανεπαίσθητες, πολύ εύθραυστες σωματικές αντιδράσεις σε ένα ερέθισμα: «απροσδιόριστες κινήσεις που γλιστρούν πολύ γρήγορα στα όρια της συνείδησης, είναι η πηγή των χειρονομιών μας, των λέξεων μας, των συναισθημάτων που εκφράζουμε, που πιστεύουμε ότι βιώνουμε και που είναι δυνατόν να ορίσουμε». Περιγράφεται ως φευγαλέα, σύντομα, έντονα αλλά ανεξήγητα συναισθήματα: στερεοτυπικές φράσεις, κοινωνικές συμβάσεις. Κάτω από την φαινομενική κοινοτοπία αυτών των γλωσσικών συμβάσεων, υπάρχουν στην πραγματικότητα πολύπλοκες ανθρώπινες σχέσεις, έντονα, ακόμη και βίαια συναισθήματα (αισθήματα περιορισμού, αγωνίας, πανικού): η Sarraute τα αναφέρει ως ενστικτώδεις κινήσεις, που πυροδοτούνται από την παρουσία των άλλων ή από τα λόγια των άλλων.                                                                 

Le Bain Turc 1862
Η μάσκα του Δημητρίου (Έρικ Άμπλερ - 1939) Το πρώτο από τα δύο της σειράς, με πρωταγωνιστή τον συγγραφέα κοινωνιολογικών μελετών και αστυνομικών ιστοριών, Τσαρλς Λάτιμερ. Σε ένα ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη ο Λάτιμερ μαθαίνει για τον διαβόητο καταζητούμενο εγκληματία Δημήτριο Μακρόπουλο, του οποίου το σώμα αλιεύτηκε στα νερά του Βόσπορου. Γοητευμένος από τις ιστορίες που ακούει για τον μυστήριο Δημήτριο, αποφασίζει να ακολουθήσει τα ίχνη του με σκοπό να συλλέξει στοιχεία για το νέο του βιβλίο. Ανασυνθέτοντας σταδιακά τον σκοτεινό και πολυδαίδαλο κόσμο του Δημητρίου οι εξελίξεις είναι αναπάντεχες και η ζωή του μπαίνει σε κίνδυνο. Ένα συναρπαστικό road story στα Βαλκάνια και την Ευρώπη με εξαιρετική νουάρ ατμόσφαιρα, έμφαση στο σασπένς, ευρηματική πλοκή και ρεαλιστική αποτύπωση της κοινωνίας τη ζοφερή εποχή του Μεσοπολέμου. 

Ο μεγάλος ύπνος (Ρέιμοντ Τσάντλερ – 1939) «Ήμουν τακτοποιημένος, καθαρός, ξυρισμένος και νηφάλιος και δεν με ένοιαζε ποιος το ήξερε. Ήμουν ό,τι έπρεπε να είναι ο καλοντυμένος ιδιωτικός ντετέκτιβ». Η τελευταία φορά που μπορείτε να είστε απόλυτα σίγουροι ότι γνωρίζετε τι συμβαίνει διαβάζοντας αστυνομικό μυθιστόρημα. Το πρώτο μυθιστόρημα του συγγραφέα, ο οποίος τότε ήταν ένα 51χρονο πρώην στέλεχος μιας εταιρείας πετρελαίου, είναι ένα μωσαϊκό σκιών, ένα σκοτεινό ίχνος διχαλωτών μονοπατιών. Σε αυτά περιπλανιέται ο Φίλιπ Μάρλοου, ένας κυνικός, τελείως σκληροτράχηλος ιδιωτικός ερευνητής που προσλήφθηκε από έναν ηλικιωμένο εκατομμυριούχο για να βρει τον σύζυγο της όμορφης, «σκύλας» κόρης του. Ο Μάρλοου είναι σκληρός και αποφασιστικός, και κάνει ό,τι μπορεί για να είναι καλός, αλλά δεν υπάρχουν αληθινοί ήρωες στο εγκαταλειμμένο από θεό Λος Άντζελες, και κάθε εξέλιξη της πλοκής αποκαλύπτει πόσο πραγματικά σκοτεινή είναι η ανθρώπινη ύπαρξη.                                                               

Η Ημέρα της Ακρίδας (Ναθαναήλ Γουέστ – 1939) Μια αξέχαστη απεικόνιση ενός κόσμου που χλευάζει την πραγματικότητα και ανταμείβει την απάτη, γυρίζει την πλάτη στον έρωτα για να βυθιστεί στο κενό σεξ και γεννά μια άγρια ​​βία που είναι η ίδια η καταστροφή του, αυτό το μυθιστόρημα αποτελεί ένα κλασικό κατηγορητήριο για όλα όσα είναι τα πιο υπερβολικά και ανεξέλεγκτα στην αμερικανική ζωή. Είναι η απάντηση του συγγραφέα στη Μεγάλη Ύφεση στις ΗΠΑ. Μπορεί να μην ακούγεται ιδιαίτερα παρηγορητικό, αλλά για κάποιο λόγο πραγματικά είναι. Καθώς ξεδιπλώνεται η λιτότητα σε όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ζωής στη χώρα, ο συνδυασμός αποδοχής και φυγής του βιβλίου συναρπάζει. Με ευρηματική γλώσσα, παράλογους αλλά λαμπερούς χαρακτήρες με συμπεριφορά κοντά στη παντομίμα καθιστούν το σύνολο του έργου ένα συναρπαστικό και προκλητικό για τη σκέψη ανάγνωσμα. Το Χόλυγουντ της εποχής της ύφεσης, ως τσίρκο από γκροτέσκους κλόουν και χαρακτήρες, ως σενάριο για το μυθιστόρημά του, είναι μια πόλη όπου τα όνειρα πεθαίνουν.  Διαδραματίζεται κυρίως στο περιθώριο του κινηματογραφικού βασιλείου. Υπάρχουν ιερόδουλες, μεταμοσχευμένοι Εσκιμώοι, ένας αποτυχημένος που πουλάει ασημένια βερνίκια πόρτα – πόρτα. Κανείς σε αυτό το βιβλίο δεν έχει βρει το όνειρο που θα του προσέφερε η Καλιφόρνια, και στο τέλος ο θυμός και η δυσαρέσκεια τους συγκεντρώνονται σε μια ταραχή στους δρόμους, που είναι το άθροισμα των ατομικών δυσαρέσκειών τους. «Συνειδητοποιούν ότι έχουν εξαπατηθεί και καίγονται από αγανάκτηση…. Ο ήλιος είναι ένα αστείο. Τα πορτοκάλια δεν μπορούν να ηρεμήσουν τον κουρασμένο ουρανίσκο τους. Τίποτα δεν μπορεί ποτέ να είναι τόσο βίαιο ώστε να τσιτώσει το χαλαρό μυαλό και το σώμα τους». Αυτό ήταν το τελευταίο μυθιστόρημα του West. Πέθανε την επόμενη χρονιά σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, σε ηλικία 37 ετών. 

André Gide. 1893
Ημερολόγια (Αντρέ Ζιντ, 1939-1950) Φαίνεται καθαρά ότι βρισκόταν κάτω από την πίεση των αντίρροπων δυνάμεων της προτεσταντικής πειθαρχίας και απόλυτης ελευθερίας, της παράδοσης και της ανταρσίας, του ασκητισμού και του αισθησιασμού. Ο επιτυχής συγκερασμός όλων αυτών των τάσεων τον κατέστησε έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της Γαλλίας. Ξεκίνησε ως συμβολιστής, αλλά ήδη από το 1894, επιστρέφοντας από την Αφρική, χώρισε τους δρόμους του με τους συμβολιστές (σηματοδοτήθηκε από το έργο «Οι Βάλτοι» του 1895) και ενδιαφέρθηκε για την ποίηση του Γουίτμαν και τη φιλοσοφία του Φ. Νίτσε. Το ενδιαφέρον του για το έργο του Φ. Μ. Ντοστογιέφσκι, αποδείχθηκε βαθύ και μακροχρόνιο, και ο ίδιος ο Ζιντ, με τα άρθρα και τις δημόσιες διαλέξεις του, που το 1923 αποτέλεσαν το βιβλίο του «Ντοστογιέφσκι», συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του έργου του Ρώσου συγγραφέα στη Γαλλία. Ανεξάρτητα από την κατεύθυνση που πήρε στη συνέχεια (συνήθως προς τον μοντερνισμό), το θέμα της κατάκτησης της ατομικής ελευθερίας, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας από συμβάσεις και προκαταλήψεις, διατρέχει σαν κόκκινο νήμα όλο το έργο του. Άσκησε σημαντική επιρροή σε Γάλλους συγγραφείς της προπολεμικής και μεταπολεμικής περιόδου, συμπεριλαμβανομένων των υπαρξιστών, και πάνω απ' όλα στον Αλμπέρ Καμύ και τον Ζαν-Πολ Σαρτρ.