Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2025

Έργα που αποκαλύπτουν την απώλεια της ανθρωπιάς και τις εσωτερικές αναζητήσεις (1942-1943)

Ο έβδομος σταυρός (Άννα Ζέγκερς - 1942) Διορατικό έργο που γράφτηκε το 1937, όταν η Ευρώπη των «φρονίμων», ασκούσε παραπλήσιες πολιτικές όπως και σήμερα και συνομιλούσε με τον Χίτλερ, κλείνοντας συμφωνίες και αγνοώντας τις κτηνωδίες που ασκούσαν ήδη οι ναζί στη Γερμανία. Είναι μια προειδοποίηση πριν γίνουν γνωστές οι θηριωδίες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, βασισμένο σε αληθινές μαρτυρίες Γερμανών πρώην κρατουμένων σε "προπολεμικά" στρατόπεδα συγκέντρωσης. 1933. Στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Βεστχόφεν, 7 πλατάνια έχουν κοπεί με τέτοιο τρόπο ώστε να  σχηματίζοντας 7 σταυρούς, που  "περιμένουν να υποδεχθούν" 7 δραπέτες...μέρες μετά μόνο ο ένας είχε μείνει κενός. Περιμένει τον 7ο δραπέτη, τον Γκέοργκ, που περιπλανιέται σε μια αφιλόξενη και σκοτεινή πατρίδα, στην οποία ακόμη και φίλοι και γνωστοί είναι αλλοτριωμένοι και υποταγμένοι στα κελεύσματα των ναζί.  Η πρώην γυναίκα του και ο στοργικός της πατέρας, ο άσπονδος φίλος, ένας παλιός συμμαθητής, σπουδαστές, στρατιωτικοί και αγρότες. Χαρακτήρες που καλούνται να πάρουν θέση και να ξεπεράσουν το φόβο σε βάρος της δικιάς τους ύπαρξης. Πόσοι από αυτούς το κάνουν; Ο ανθρωπισμός του επίπεδου της συνείδησης του δραπέτη και των πολιτών στους οποίους απευθύνεται για βοήθεια, δοκιμάζεται με πολλούς τρόπους και αναδεικνύεται η ελαστικότητά του για το μέσο πολίτη της Γερμανίας εκείνης της εποχής. Το έργο είναι ένα από τα ελάχιστα χαρακτηριστικά λογοτεχνήματα που ανέδειξαν τα αδιέξοδα των απλών πολιτών στη ναζιστική Γερμανία. Αξίζει να προβληματιστεί κανείς για τη ρήση «όπου φυσάει ο άνεμος», τους κοινωνικούς τροπισμούς και ηθικούς μετασχηματισμούς του ατόμου σε καιρούς αβεβαιότητας, αστάθειας και  κρίσεων.

Ο κόσμος του χθες (Στέφαν Τσβάϊχ – 1942) Αυτοβιογραφία καθώς και μια καταγραφή τω εξελίξεων της Ευρώπης πριν και μετά τον Α΄ ΠΠ. Περιγράφει με νοσταλγία την αριστοκρατική και πολιτισμένη εποχή της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, την κατάρρευση του κόσμου αυτού με την έλευση του πολέμου και τις πολιτικές αλλαγές, καθώς και τις επιπτώσεις του φασισμού και του ναζισμού. Είναι μια μαρτυρία για την απώλεια του πολιτισμού και της σταθερότητας, και συγχρόνως μια διερεύνηση της ψυχικής κατάστασης του ανθρώπου απέναντι σε τέτοιες καταστροφές.

Η σιωπή της θάλασσας (Βερκόρ (Ζαν Μπρυλέ) – 1942)   Ήταν ο πρώτος τίτλος που δημοσιεύτηκε από τις εκδόσεις Minuit – τον παράνομο εκδοτικό οίκο της Εθνικής Επιτροπής Συγγραφέων της Γαλλίας. Μια οικογένεια στη κατακτημένη Γαλλία αντιστέκεται με τη σιωπή της στο Γερμανό αξιωματικό που είναι αναγκασμένη να στεγάσει. Αυτός προσπαθεί με συνεχείς εξομολογήσεις να αποσπάσει έστω μια λέξη. Δεν τα καταφέρνει ακόμη και όταν είναι φανερό ότι μεταξύ του και μιας νέας γυναίκας δεν υπάρχει αδιαφορία, όμως μεταξύ των σκέψεων και των επιθυμιών τους υπάρχουν αδιαπέραστες διαχωριστικές γραμμές, που κάνουν την επικοινωνία  αδύνατη. Η τεράστια παράνομη διανομή του κατά τη διάρκεια της κατοχής, εξασφάλισε την άμεση επιτυχία του κατά την Απελευθέρωση.

Ο Ξένος (Αλμπέρ Καμύ – 1942) Εξερευνά την ανθρώπινη φύση μέσα από την οπτική ενός ανθρώπου που αρνείται να συμμορφωθεί με τις κοινωνικές προσδοκίες και προκαθορισμένες αξίες.  Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από τον Μερσώ, έναν Γάλλο-Αλγερινό που ζει στην Αλγερία και χαρακτηρίζεται από την απάθεια και την αδιαφορία του για τα κοινωνικά και συναισθηματικά γεγονότα της ζωής του. Μαθαίνει για τον θάνατο της μητέρας του και πηγαίνει στην κηδεία, αλλά δεν δείχνει εμφανή συναισθήματα θλίψης. «Συνόψισα τον Ξένο πολύ καιρό πριν, με μία παρατήρηση που παραδέχομαι πως ήταν εξαιρετικά παράδοξη: Στην κοινωνία μας κάθε άνθρωπος που δεν κλαίει στην κηδεία της μητέρας του διατρέχει το ρίσκο να καταδικαστεί σε θάνατο.  Ήθελα απλώς να πω ότι ο ήρωας του βιβλίου είναι καταδικασμένος επειδή δεν παίζει το παιχνίδι». Λίγο αργότερα, εμπλέκεται σε έναν καβγά και σκοτώνει έναν Άραβα. Η αδιαφορία του γίνεται κεντρικό θέμα κατά τη διάρκεια της δίκης του, όπου καταδικάζεται σε θάνατο. Η φίλη του Μαρία προσπαθεί να τον πλησιάσει συναισθηματικά, αλλά συναντά την αδιαφορία του. Το μυθιστόρημα εξετάζει θέματα όπως η ανθρώπινη φύση, ο παραλογισμός, η αδιαφορία, η μοναξιά και η αποδοχή της θνητότητας.

Το Είναι και το Μηδέν (Ζαν-Πωλ Σαρτρ – 1943) Σκιαγραφεί τη θεωρία του συγγραφέα για τη συνείδηση, την ύπαρξη και τα φαινόμενα μέσω της κριτικής τόσο των προηγούμενων φαινομενολόγων (κυρίως του Husserl και του Heidegger) όσο και των ιδεαλιστών, των ορθολογιστών και των εμπειριστών. Σύμφωνα με τον ίδιο, ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της σύγχρονης φιλοσοφίας είναι η φαινομενολογία επειδή διέψευσε τα είδη δυϊσμού που έθεσαν το υπάρχον ως με «κρυφή» φύση (όπως το noumenon του Κάντ). Η φαινομενολογία έχει αφαιρέσει «την ψευδαίσθηση των κόσμων πίσω από τη σκηνή». Βασισμένος σε μια εξέταση της φύσης των φαινομένων, περιγράφει τη φύση δύο τύπων όντων, το είναι-εαυτό (το είναι των πραγμάτων) και το είναι-για-αυτό. Ενώ το είναι-εαυτό, είναι κάτι που μπορεί να προσεγγιστεί μόνο από τα ανθρώπινα όντα, το είναι-για-αυτό είναι το είναι της συνείδησης.


Σκοτεινές λεωφόροι
(Ιβάν Μπούνιν - 1943) Είναι η περισσότερο αναγνωσμένη συλλογή διηγημάτων του 20ού αιώνα στη Ρωσία. Ο  Μπούνιν  είναι ο πρώτος Ρώσος συγγραφέας που κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (1933). Η βασική δομή των ποιημάτων και των ιστοριών του είναι μία από τις πλουσιότερες στη γλώσσα του. Έγραψε το έργο στα προπολεμικά και πολεμικά χρόνια και προκάλεσε ανάμεικτες αντιδράσεις. Το χαρακτήρισαν ως «τις καλύτερες ιστορίες για την αγάπη και το πάθος στη ρωσική λογοτεχνία», όμως άλλοι εξοργίστηκαν από την υπερβολική παρουσίαση ερωτικών σκηνών. Η συλλογή 11 ιστοριών, το τίτλο της οποίας εμπνεύστηκε από τους στίχους του Νικολάι Ογκάρεφ «Γύρω γύρω άνθιζαν οι κόκκινες αγριοτριανταφυλλιές / Σοκάκια από σκούρες φλαμουριές στέκονταν», περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τις «Ρωσία», «Αργή ώρα», «Κρύο φθινόπωρο», «Μούσα», «Δεσποινίς Κλάρα» και «Σιδερένιο μαλλί». Αυτές οι ιστορίες απέκτησαν έναν πιο αφηρημένο και μεταφυσικό τόνο, ο οποίος έχει ταυτιστεί με την ανάγκη του να βρει καταφύγιο από την «εφιαλτική πραγματικότητα» της ναζιστικής κατοχής. Η πεζογραφία του Μπούνιν με αυτές έγινε πιο εσωστρεφής, κάτι που αποδόθηκε «στο γεγονός ότι ένας Ρώσος περιβάλλεται από τεράστια, πλατιά και διαρκή πράγματα: τις στέπες, τον ουρανό. Στη Δύση όλα είναι περιορισμένα και περιφραγμένα, και αυτό αυτόματα προκαλεί μια στροφή προς τον εαυτό, προς τα μέσα». Η ρήση του «Δεν υπάρχει φύση ξεχωριστή από εμάς, … κάθε κίνηση του αέρα είναι η κίνηση της δικής μας ζωής» διατυπώνει με το πιο σαφή τρόπο την κοσμοαντίληψή του για τη θέση του ανθρώπου στο σύμπαν. Όπως ακριβώς ένα άτομο, ένα αφάνταστα μικρό μέρος του ηλιακού συστήματος, έχει συνάφεια με τη δομή και τη δυναμική του, έτσι και ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να αντιτίθεται στον Κόσμο και να τον περιλαμβάνει στον εαυτό του.                       
Το Παιχνίδι με τις Χάντρες  (Χέρμαν Έσσε – 1943) Στο ουτοπικό μέλλον, ο Γιόζεφ Κνεχτ αφηγείται την πορεία του σε έναν κόσμο που εξυψώνει τη διανόηση αλλά αγνοεί το ανθρώπινο συναίσθημα. Μια αλληγορία για την πνευματικότητα, τον στοχασμό και τη γνώση. Το μυθιστόρημα αναπτύσσεται σε μια απροσδιόριστη ημερομηνία, γύρω στις αρχές του 25ου αιώνα. Το σκηνικό είναι μια φανταστική επαρχία της κεντρικής Ευρώπης που ονομάζεται Κασταλία, η οποία είχε κρατηθεί με πολιτική απόφαση εργαλείο για την ανάπτυξη του νου. Η τεχνολογία και η οικονομική ζωή περιορίζονται στο ελάχιστο. Η Κασταλία φιλοξενεί μια αυστηρή τάξη ανδρών διανοουμένων με διπλή αποστολή: να διευθύνουν οικοτροφεία και να καλλιεργούν και να παίζουν το Παιχνίδι με τις Γυάλινες Χάντρες, του οποίου η ακριβής φύση παραμένει ασαφής και το οποίο οι λάτρεις μαθαίνουν σε ένα ειδικό σχολείο, γνωστό ως Βάλντσελ. Οι κανόνες του παιχνιδιού αναφέρονται μόνο υπαινικτικά - είναι τόσο περίπλοκοι που δεν είναι εύκολο να τους φανταστεί κανείς. Το να παίξει κανείς καλά το παιχνίδι απαιτεί χρόνια σκληρής μελέτης μουσικής, μαθηματικών και πολιτισμικής ιστορίας. Το παιχνίδι είναι ουσιαστικά μια αφηρημένη σύνθεση όλων των τεχνών και των επιστημών. Προχωρά με τους παίκτες να κάνουν βαθιές συνδέσεις μεταξύ φαινομενικά άσχετων θεμάτων. Το μυθιστόρημα είναι ένα παράδειγμα ενός εκπαιδευτικού διηγήματος, που ακολουθεί τη ζωή ενός διακεκριμένου μέλους του Τάγματος των Κασταλιών, του Joseph Knecht, του οποίου το επώνυμο σημαίνει "υπηρέτης" και είναι συγγενές με την αγγλική λέξη ιππότης. Το όνομα του κύριου χαρακτήρα στην πρώτη από τις "Τρεις Ζωές" στο τέλος του μυθιστορήματος, που ονομάζεται "Ο Δημιουργός της Βροχής", είναι επίσης Knecht, ενώ ο κεντρικός χαρακτήρας στη δεύτερη από αυτές, με τον τίτλο "Ο Πατέρας Ομολογητής", είναι ο Josephus Famulus, δηλαδή μια λατινική εκδοχή του ίδιου ονόματος, "Joseph Servant"). Είναι φανερό ότι γίνεται ένα λογοπαίγνιο με τις έννοιες «υπηρέτης-δούλος-ιππότης». Η πλοκή της κύριας ιστορίας του μυθιστορήματος καταγράφει την εκπαίδευση του Knecht ως νεαρός, την απόφασή του να ενταχθεί στο τάγμα, την κυριαρχία του στο Παιχνίδι και την πρόοδό του στην ιεραρχία του τάγματος για να γίνει τελικά Magister Ludi, ο εκτελεστικός διευθυντής των διαχειριστών παιχνιδιών του Τάγματος των Κασταλιών. Οι εντάσεις που προκλήθηκαν από την άνοδο του Ναζιστικού Κόμματος στη Γερμανία συνέβαλαν άμεσα στη δημιουργία του «Παιχνιδιού με τις Γυάλινες Χάντρες» ως απάντηση στις καταπιεστικές εποχές. «Η εκπαιδευτική επαρχία της Κασταλία, η οποία παρείχε το σκηνικό για το μυθιστόρημα, άρχισε να μοιάζει με τη Σουηβία των παιδικών χρόνων του Έσσε, ενώ παράλληλα αναλάμβανε όλο και περισσότερο τη λειτουργία της υιοθετημένης πατρίδας του, της ουδέτερης Ελβετίας, η οποία με τη σειρά της ενσάρκωσε το δικό του αντίδοτο στις κρίσεις της εποχής του. Έγινε το «νησί της αγάπης» ή τουλάχιστον ένα νησί του πνεύματος». Σύμφωνα με τον βιογράφο του συγγραφέα, στο μυθιστόρημα «η στοχασμός, τα μυστικά του κινεζικού Ι Τσινγκ, τα δυτικά μαθηματικά και μουσική διαμόρφωσαν τις αιώνιες συγκρούσεις της ζωής του σε ένα ενοποιητικό σχέδιο».    

 Έρως (Ορχάν Βελί Κανίκ – 1943) Το θέμα της αγάπης που δεν ανταποκρίνεται, το πέρασμα του χρόνου και η λεπτή απογοήτευση στις ρομαντικές σχέσεις κυριαρχούν. Η αγάπη δεν είναι ένα μεγαλειώδες, που καλύπτει τα πάντα, αλλά μάλλον ένα πιο οικείο, συχνά γλυκόπικρο συναίσθημα. Απεικονίζει την αγάπη με ένα πιο καθημερινό, συχνά χιουμοριστικό φως. Τα ερωτικά του ποιήματα συχνά προσλαμβάνονται ως ωμά, ευάλωτα και ειλικρινή, γεμάτα με ένα άγγιγμα ειρωνείας ή ασάφειας. Η απεικόνιση της αγάπης από τον ποιητή είναι ρεαλιστική, καθώς συχνά την απεικονίζει ως ελαττωματική και ατελή. Όπως και στο "Garip", χρησιμοποιεί επίσης απλή, χωρίς διακοσμητικά γλώσσα.             

Ο μικρός πρίγκηπας (Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ - 1943) Μολονότι υποτίθεται ότι είναι παιδικό βιβλίο, ο Μικρός Πρίγκιπας κάνει μερικές βαθυστόχαστες και ιδεαλιστικές παρατηρήσεις σχετικά με τη ζωή και την ανθρώπινη φύση. Η ουσία τους περιέχεται στα λόγια της αλεπούς: «Δεν βλέπεις καθαρά παρά μόνον με την καρδιά. Η ουσία είναι αόρατη στα μάτια.» Η αλεπού στέλνει και άλλα μηνύματα-κλειδιά, όπως: «Είσαι υπεύθυνος για πάντα, γι' αυτό που έχεις εξημερώσει.» Ή ακόμα: «Ο χρόνος που πέρασες με το τριαντάφυλλό σου είναι αυτό που το κάνει ξεχωριστό για σένα.»

Ιδιωτική συλλογή - Αθήνα
Οι αδελφές Μακιόκα (Junichirō Tanizaki, 1943-1948). Στην Οσάκα της δεκαετίας του ’30, τέσσερις αδελφές από παλιά σαμουράικη οικογένεια προσπαθούν να διασώσουν την κοινωνική τους θέση ενώ η Ιαπωνία βυθίζεται στον πόλεμο. Η μεγαλύτερη, ψάχνει γαμπρό για την πιο όμορφη – αλλά κάθε προξενιό ναυαγεί: σεισμοί, λογοκρισία, ελλείψεις ρυζιού. Παράλληλα, η Σάκι, η νεότερη, ερωτεύεται έναν γραφίστα με σύγχρονες ιδέες. Η ιστορία τελειώνει με την όμορφη να παντρεύεται τελικά έναν «αξιοπρεπή» υπάλληλο, ενώ οι κεραμοσκεπές του σπιτιού δεινοπαθούν από τους βομβαρδισμούς. Το μυθιστόρημα «The Makioka Sisters» είναι αριστούργημα «εσωτερικού ρεαλισμού». Ο Τανιζάκι αφηγείται τον πόλεμο χωρίς να τον δείχνει: η έλλειψη ζάχαρης, οι μαύρες κουρτίνες, η μυρωδιά της μούχλας στα κιμονό. Η γραφή κινείται ανάμεσα στην κλασική αισθητική του Τσούγκα και στις υπαινικτικές τεχνικές του Προυστ. Η επιλογή να μην ονομαστεί «πόλεμος» αλλά να τον νιώθει κανείς παντού, αποτέλεσε μια πρωτοποριακή πολιτική στάση εν μέσω λογοκρισίας. Το βιβλίο διαβάστηκε ως καταφύγιο νοσταλγίας, αλλά και ως κατηγορώ ενάντια στην παλιά τάξη πραγμάτων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: