Τρίτη 12 Αυγούστου 2025

Τρία αριστουργήματα απο το Βιετνάμ (1820), την Ινδία (1910) και την Ιαπωνία (1914)

Illustration of Thúy Kiều meeting Kim Trọng (19th century painting)
Το Έπος της Κιέου (Νγκουγιέν Ντου –  1820) Επανεκδόθηκε αργότερα και επηρέασε την κοινωνία του Βιετνάμ κατά τη περίοδο 1900-1945), μετατρεπόμενο σε σύμβολο της αντίστασης ενάντια στην κινεζική και γαλλική κυριαρχία. Συντάχθηκε όταν η χώρα ήταν υποτελής της Κίνας και η ποίηση των λόγιων κινούνταν ακόμα μέσα στο κινεζικό σύστημα «χάικου» και «πεντάστιχων». Ο Nguyễn Du, σχολιαστής της δυναστείας Λέι, μετέφερε όμως τη λιμπρέτα του κινεζικού μυθιστορήματος «Τζίν Πινγκ Μέι» σε βιετναμικό έδαφος, δίνοντας στίχους που μιλούσαν τη γλώσσα του λαού και όχι των αυλών. Συνέθεσε 3.254 στίχους λούσου σε 6-8-6 ρυθμό, που διηγούνται 15 έτη ζωής της Θούι Κιέου, μιας πανέμορφης και ευφυούς κόρης που θυσιάζει τον έρωτά της για να ελευθερώσει τον πατέρα της από χρέη, την πτώση της από την αριστοκρατική οικογένεια σε παλλακίδα, την απαγωγή, πορνεία, κατασκοπία, πολιτική εξορία, απόδραση, μοναχικό βίο και την τελική απελευθέρωση της. Η αφήγηση κινείται ως κύματα: κάθε στίχος είναι και μια εκτέλεση, κάθε ρίμα μια λύπη. Μεταξύ των χαρακτήρων η Κιέου δεν είναι θύμα αλλά αγωνίστρια της συνείδησης, ο Κιμ Τρονγκ ο έρωτας που δεν ολοκληρώνεται, ο Τάο Τσι ο «διεφθαρμένος» του συστήματος. Οι θεματικοί άξονες: α) Το Κάρμα και πολιτική: η μοίρα της Κιέου δεν είναι θεϊκή τιμωρία αλλά κοινωνική κατασκευή β) Η γυναίκα και το εθνικό σώμα: το σώμα της Κιέου είναι ο χάρτης των κατακτήσεων και γ) Η γλώσσα και η απελευθέρωση: η βιετναμική λογοτεχνία γεννιέται όταν η Κιέου μιλάει βιετναμικά, όχι κινέζικα. Ο εσωτερικός μονόλογος σε τρίτο πρόσωπο που αναπτύσσεται στο έργο είναι πρωτοποριακός για την εποχή συγγραφής του. Αξιοσημείωτοι συμβολισμοί των λουλουδιών: το γιασεμί είναι η τιμή, ο λωτός είναι πόθος και το νούφαρο θάνατος. Επίσης ο ρυθμός «song thất lục bát» που αντλεί από το λαϊκό τραγούδι, δίνοντας λαϊκή συνοχή σε αριστοκρατικό θέμα. Το «The Tale of Kieu» είναι το εθνικό έπος του Βιετνάμ, συνδυάζει την ποίηση με λαϊκούς ρυθμούς, δημιουργώντας μια γλώσσα «βιετναμική για πρώτη φορά». Αποτελεί καθρέφτη της τότε κοινωνικής υποτέλειας, όσο και ύμνο στην ανθεκτικότητα της γυναίκας. Καταγγέλλει την κάστα, την πορνεία ως οικονομικό σύστημα, την αποικιοκρατία ως πολιτισμική βία. Είναι το πρώτο έργο που δείχνει ότι η ποίηση μπορεί να έχει κοινωνική δυναμική. Αξιοποιήθηκε από τον Χο Τσι Μινχ ως σύμβολο ανάστασης του βιετναμικού λαού. Κλείνοντας, το έργο δεν είναι μόνο το «Δον Κιχώτης του Βιετνάμ», αλλά και η πρώτη γραμμή άμυνας ενάντια σε κάθε μορφή καταπίεσης – από την κάστα ως τον ιμπεριαλισμό – και ταυτόχρονα η αρχή της σύγχρονης βιετναμικής λογοτεχνίας. 

Γκόρα (Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ – 1910). Γραμμένο στο απόγειο του κινήματος swadeshi, όταν η ινδική αστική τάξη διαπραγματεύεται το πέρασμα από την παθητική πίστη στο «αγγλικό πολιτισμικό πρότυπο» στην ένοπλη ή πολιτισμική αντίσταση, το Γκόρα τοποθετεί το πρόβλημα της ταυτότητας στο κέντρο της εθνικής αφύπνισης. Η ανάκτηση της ελευθερίας δεν είναι μόνο πολιτική πράξη αλλά επαναπροσδιορισμός του «τι σημαίνει να είσαι Ινδός». Η ιστορία κινείται σε τρεις δικτυωμένους άξονες: α) Ο Γκόρα, φανατικός ινδουιστής σαμπότ, απορρίπτει κάθε δυτική επιρροή β) Η σχέση του με την Λατσά, χήρα που ζει έξω από τα στεγανά της κάστας και γ) Η αποκάλυψη ότι ο ίδιος είναι ιρλανδός ορφανός, θύμα της αποικιοκρατίας που τον ανέθρεψαν βραχμάνοι. Η ανατροπή αυτή καταρρίπτει όχι μόνο το σύμπαν του ήρωα αλλά και το σύνολο των ιδεολογιών που κινούν το μυθιστόρημα: ινδουισμός, χριστιανισμός, εθνικισμός, φεμινισμός, καπιταλισμός. Ο Γκόρα ως χαρακτήρας είναι ο «σκληρός πυρήνας» της ινδικής παράδοσης που όμως αποδεικνύεται «ξένος». Η Λατσά είναι η ενσάρκωση της γυναικείας ύπαρξης που αμφισβητεί τον πατριαρχικό ινδουισμό. Ο Χαριμόχαν είναι ο ιδεαλιστής δάσκαλος που αναζητεί «σύνθεση» ανάμεσα στους δύο κόσμους. Οι θεματικοί άξονες που αναπτύσσονται: α) Η ταυτότητα ως κατασκεύασμα: το βιολογικό αίμα δεν καθορίζει το πολιτισμικό σώμα β) Η Κάστα και το φύλο: η Λατσά ως γυναίκα που ζει έξω από τα στεγανά της κάστας της και χήρα είναι τριπλά περιθωριακή και γ) Η αποικιοκρατία και η κοινωνική-πολιτισμική υβριδικότητα: η εξουσία δημιουργεί «αλλότριους γιους» και πολυσύνθετες καταστάσεις. Ο Ταγκόρ χρησιμοποιεί εναλλασσόμενη εσωτερική εστίαση που θυμίζει ρομαντισμό και σύγχρονο ρεύμα συνείδησης καθώς και πολυφωνία (βεγκάλι, αγγλικά, σανσκριτικά) για να δείξει ότι η «μητρική γλώσσα» είναι πολλαπλή. Το Γκόρα δεν είναι απλώς μυθιστόρημα του εθνικού εαυτού, αλλά μια μετα-εθνική ανατομή του. Η τελική σκηνή – όπου ο Γκόρα απαρνείται τον ινδουισμό και αγκαλιάζει την «ανθρωπότητα» – προαναγγέλλει τη σύγχρονη ιδέα της μετα-εθνικής πολιτικής ταυτότητας, μια «Ινδία χωρίς τείχη». Παράλληλα, το βιβλίο αποτελεί ρηξικέλευθο φεμινιστικό μανιφέστο: η Λατσά δεν είναι μόνο η «φωνή των γυναικών» αλλά και το μέσο διαλόγου ανάμεσα σε θρησκεία και κοσμικότητα. Το έργο  στέκει ως πρόδρομος του ινδικού μοντερνισμού: προεικονογραφεί την αποδόμηση του εθνικού μύθου και την ανάγκη για έναν «πολυφωνικό» πολιτισμό, όπου η ταυτότητα δεν είναι περιουσία αίματος αλλά συνειδητή πολιτική και κοινωνική πράξη. Στην Ελλάδα η μετάφραση τονίζει την επικαιρότητα του διαλόγου μεταξύ εθνικισμού και κοσμοπολιτισμού (εκδ. Κέδρος 2019).

Κόκορο (Νατσούμε Σοσέκι – 1914).  Ένας φοιτητής συνδέεται με έναν μυστηριώδη καθηγητή, τον «Δάσκαλο», που κουβαλά ένα ένοχο μυστικό από την εποχή της Μεϊτζί. Ο φοιτητής ερωτεύεται την κόρη του, αλλά δεν μπορεί να την παντρευτεί, ο Δάσκαλος αυτοκτονεί, αφήνοντας ένα ημερολόγιο που αποκαλύπτει ένα τρίγωνο προδοσίας, φθόνου και μοναξιάς. Το μυθιστόρημα κλείνει με τον φοιτητή να συνειδητοποιεί ότι «κόκορο» σημαίνει όχι μόνο «καρδιά» αλλά και «μοναξιά του ανθρώπου ενώπιον της ιστορίας». Το έργο είναι το κύκνειο άσμα του Ιαπωνικού Μεϊτζί. Η γλώσσα ακροβατεί ανάμεσα στη παραδοσιακή ιαπωνική και τα δάνεια από τα γερμανικά φιλοσοφικά δοκίμια, η δομή του αφηγητή-μαθητή που γίνεται μαθητής του εαυτού του προαναγγέλλει τον μοντερνισμό. Στο «Κόκορο» η πολιτική δυναμική δεν εκφράζεται με συνθήματα ή σκηνές εξέγερσης, αλλά με τον ήχο του πιστολιού που σβήνει στο κενό και με τη σιωπή που αφήνει πίσω της η πτώση της Μεϊτζί. Ο Natsume Sōseki τοποθετεί την ιστορία την κρίσιμη στιγμή όπου ο «αυτοκρατορικός πατριωτισμός» μεταλλάσσεται σε καπιταλιστικό κράτος-έθνος. Ο «Δάσκαλος» είναι ένας από τους τελευταίους σαμουράι της παλαιάς τάξης που νιώθει τον κόσμο να τον προσπερνά. Η αυτοκτονία του δεν είναι μόνο προσωπική έξοδος, αλλά και έμβλημα της αδυναμίας μιας ολόκληρης γενιάς να προσαρμοστεί στο νέο ιδεώδες του «εκσυγχρονισμού». Από την άλλη, ο φοιτητής-αφηγητής αντιπροσωπεύει τη νεότερη γενιά που ακόμα δεν ξέρει αν θα γίνει υποτελής του κράτους ή υποκείμενο της ιστορίας. Το «κόκορο» γίνεται έτσι ο τόπος όπου η ιδιωτική μοναξιά συναντά τη δημόσια απώλεια νοήματος, η πολιτική εδώ δεν είναι ιδεολογία, αλλά το συνταρακτικό κενό που αφήνει η αλλαγή των εποχών. Η ελληνική έκδοση του 2022 (εκδ. Ίκαρος) επισημαίνει τη διαχρονική σύγκρουση μεταξύ παράδοσης και εκσυγχρονισμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: