Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εμπειρίκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εμπειρίκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2025

1944-1945: Απο τον Αραγκόν, στον Μπόρχες και απο τον Μπρεχτ στον Όργουελ

Πινακοθήκη Τέχνης Buronzu. Η μούσα της αφύπνισης
Ο φόβος απέναντι στο «γυμνό» είναι πολύ παλιός και καθόλου αθώος. Η «εισαγωγή» του στη κοινωνική συνείδηση άρχισε από την εποχή της εγκαθίδρυσης της πατριαρχίας και υπερίσχυσε με την κυριαρχία των πατριαρχικών θρησκειών. Σε εποχές κρίσεων και μεγάλης αβεβαιότητας – κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής, συνειδησιακής – οι δυνάστες αλλά και οι δυναστευόμενοι, συχνά αναζητούν οι μεν πρώτοι την ασφάλεια του ελέγχου και οι δεύτεροι την ψευδαίσθηση της σταθερότητας. Το πρώτο πεδίο ελέγχου στις πατριαρχικές κοινωνίες είναι η οικογένεια και το «κλειδί» το γυναικείο σώμα (που αφορά το μισό του πληθυσμού). Ελέγχοντας αυτό δεν ελέγχονται μόνο αυτές που το έχουν αλλά και αυτοί που το ποθούν (δηλαδή το άλλο μισό).  Ο μύθος της «σεμνότητας» (που ουσιαστικά παραβιάζει τη φύση), δεν έχει καμιά σχέση με την αισθητική αλλά είναι βαθιά χειριστικός με ιδεολογικές ρίζες. Διαχωρίζει τους ανθρώπους σε αυτούς που «σέβονται τον εαυτό τους» και σε αυτούς που δεν τον σέβονται προκαλώντας τη «δημόσια αιδώ». Φτιάχνεται έτσι ένα μυθολογικό κατασκεύασμα καταναγκασμού και καταπίεσης.                       

Ωρελιέν (Λουί Αραγκόν – 1944) Εξερευνά τα ηθικά διλήμματα και τις αισθητικές εκτροπές του ομώνυμου σαραντάρη αστού ήρωα, που δεν έχει ποτέ συνέλθει από τις εμπειρίες του στον Α’ΠΠ. Απεικονίζει μια ξεχασμένη και ιδιότροπη γενιά του Μεσοπολέμου, χωρίς καμία σαφή ταυτότητα. Η δράση εκτυλίσσεται με φόντο τη δεκαετία του '20 (με εμφανίσεις από τον Πικάσο και τους Ντανταϊστές στην Πιγκάλ, αναφορές στην αντίδραση κατά του Κοκτώ και νύξεις για εξόδους στο Δάσος της Βουλώνης). Παρά τις ανούσιες αναζητήσεις που τον περιβάλλουν, ο Aurélien παρασύρεται σε έναν κατακλυσμιαίο, βασανιστικό και αδύνατο έρωτα για τη Βερενίκη, μια νεαρή γυναίκα που μόλις ήρθε από την επαρχία με σύζυγο και «γεύση για το απόλυτο» («le goût de l'absolu»). Ο Αραγκόν βλέπει τους δύο ήρωές του να προσπαθούν να ξεφύγουν από το αδιέξοδο τους και να προσκολλώνται στην ιδέα ενός έρωτα που ήδη αποδεικνύεται αδύνατος. Κάθε ένας από τους δύο πρωταγωνιστές προβάλλει τις φαντασιώσεις και τις εμμονές του στον άλλον, και όπως πάντα στα μυθιστορήματα του Αραγκόν, η ιστορία, με τη σκιά των δύο παγκοσμίων πολέμων που πλαισιώνουν το μυθιστόρημα, είναι αυτή που βαραίνει τους δύο εραστές. Η αγάπη τους, δεν μπορεί να αντέξει τις πιέσεις της πραγματικότητάς τους. Η Βερενίκη τελικά επιστρέφει στην επαρχιακή της ζωή, αφήνοντας τον Ωρελιέν να αγκαλιάσει μια ζωή γεμάτη απογοήτευση και ηδονισμό με ανανεωμένο σθένος. Δεκαοκτώ χρόνια αργότερα, συναντιούνται ξανά και ξαναζούν την αδυναμία της χαμένης τους αγάπης. Ανάμεσα στον Ωρελιέν και τη Βερενίκη, ο μακρύς χωρισμός έχει δημιουργήσει μια άβυσσο και απλώς επιβεβαιώνει αυτό που διαισθάνονταν και οι δύο: ο έρωτάς τους δεν θα ήταν τίποτα άλλο παρά μια χίμαιρα. Αυτό το πάθος, που δεν θα ήταν ποτέ τίποτα άλλο παρά μια ανάγκη για αγάπη, βρίσκεται στο επίκεντρο δύο υπάρξεων: του Ωρελιέν, ενός άνδρα συντετριμμένου από τον πόλεμο που δεν μπορούσε να υπάρξει, και της Βερενίκης, που μοιάζει παραδόξως με τη σύγχρονη γυναίκα, που είχε ονειρευτεί ο Αραγκόν, μια διαυγούς και πολιτικοποιημένης γυναίκας, που ήξερε πώς να απαιτεί και, πως τελικά να κατακτά την ανεξαρτησία της.

Η Παναγία των λουλουδιών (Ζαν Ζενέ – 1944) Το πιο "εμπρηστικό" ίσως μυθιστόρημα του 20ού αιώνα. Αφηγείται την ιστορία της Divine, μιας τρανς γυναίκας που έχει πεθάνει από φυματίωση και ως αποτέλεσμα έχει αγιοποιηθεί. Ζει σε μια σοφίτα με θέα στο νεκροταφείο της Μονμάρτρης, την οποία μοιράζεται με διάφορους εραστές, ο σημαντικότερος από τους οποίους είναι ένας νταβατζής. Μια μέρα φέρνει σπίτι έναν νεαρό δολοφόνο, που ονομάζεται «Παναγία των Λουλουδιών». Η Παναγία τελικά συλλαμβάνεται, δικάζεται και εκτελείται. Ο θάνατος και η έκσταση συνοδεύουν τις πράξεις κάθε χαρακτήρα, καθώς ο Ζενέ μεταβάλλει όλες τις αξίες, καθιστώντας την προδοσία ύψιστη ηθική αξία, τον φόνο μια πράξη αρετής και σεξουαλικής έλξης. Ο αφηγητής μάς λέει ότι οι ιστορίες που παρουσιάζει είναι κυρίως για να διασκεδάσει τον εαυτό του, ενώ καταδικάζει την ποινή του στη φυλακή – και οι άκρως ερωτικές, συχνά σεξουαλικές, ιστορίες περιστρέφονται για να βοηθήσουν τον αυνανισμό του. Ο Jean-Paul Sartre το αποκάλεσε «το έπος του αυνανισμού».

Ν.Χατζηκυριάκος Γκίκας 1954
Η γειτονιά (Βάσκο Πρατολίνι – 1944) Τοποθετημένο μεταξύ 1932 και 1939, το μυθιστόρημα αφηγείται τις ρομαντικές περιπέτειες μιας ομάδας νέων από μια εργατική γειτονιά της Φλωρεντίας (τη Σάντα Κρότσε), οι οποίες αποτυπώνονται κατά τη μετάβαση από την εφηβεία στην πρώιμη νεότητα: στην πράξη, αποτυπώνει την ανάπτυξη της συναισθηματικής τους εκπαίδευσης και τη διαμόρφωση μιας πολιτικής συνείδησης. Συνδυάζει στοιχεία ρεαλισμού και ψυχολογικής ανάλυσης για να αποδώσει την ένταση και την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων σε περιόδους κρίσεων. Το μυθιστόρημα υποστηρίζεται από μια συνεχή συνύφανση προσωπικών και συναισθηματικών γεγονότων στα οποία κινούνται οι διάφοροι χαρακτήρες, χωρίς κανείς ιδιαίτερα να αναδύεται ή να αναγνωρίζεται, ούτε καν στη μορφή του Βαλέριο, της αφηγηματικής φωνής που ταυτίζεται με τον συγγραφέα. «Ήμασταν συνηθισμένα πλάσματα. Μια χειρονομία ήταν αρκετή για να προκαλέσει τον θυμό μας ή την αγάπη μας». Στην πράξη, η γειτονιά Santa Croce είναι αυτή που λειτουργεί ως φόντο, σχεδόν ως πρωταγωνίστρια, και παρουσιάζεται με ζωηρά φώτα και χρώματα καθώς αλλάζουν οι εποχές, αλλά και με σκούρους τόνους στην περιγραφή των εσωτερικών χώρων των απλών σπιτιών. Αυτός είναι ένας κόσμος απομονωμένος από τους υπόλοιπους, αλλά ενωμένος και μοιρασμένος με τους ανθρώπους του που βιώνουν κοινωνική καταπίεση εν μέσω καθημερινών υλικών δυσκολιών, αλλά πλούσιος σε ανθρωπιά και συναισθήματα, ενωμένος σε μια συμπαγή και συμμετοχική κοινότητα. Ταυτόχρονα, ο Πρατολίνι περιγράφει έμμεσα την πολιτική διάσταση της Φλωρεντίας και, πάνω απ' όλα, την τάση του φασισμού να κατεδαφίζει τις εργατικές γειτονιές, προκειμένου να εξαλείψει τον κίνδυνο της επανάστασης από τις ρίζες του. Τα επαναστατικά συναισθήματα έρχονται σε αντίθεση με τα τυπικά εφηβικά. τα πρώτα ερωτικά αισθήματα που νιώθει ο Βαλέριο, ο οποίος, μετά από ένα αρχικό ενδιαφέρον για τη Λουτσιάνα, η οποία τελικά θα παντρευτεί τον Αρίγκο, συνειδητοποιεί ότι νιώθει κάτι περισσότερο για τη Μαρίσα. Οι δυο τους παραμένουν αρραβωνιασμένοι για δύο χρόνια, μετά τα οποία ο Βαλέριο έχει μια φευγαλέα σχέση με την Όλγα, μέχρι που εκείνη τον αφήνει για να ακολουθήσει τη μητέρα της στο Μιλάνο. Ανάμεσα στους φίλους του στη γειτονιά, ο Κάρλο είναι μια συγκινητική φιγούρα, μεγαλωμένος σε μια εξευτελιστική ανθρώπινη κατάσταση, που εκφράζει την μνησικακία του με ξεσπάσματα οργής που εναλλάσσονται με συναισθήματα νοσηρού δεσμού. Το κύριο θύμα αυτών των σχιζοφρενικών συναισθημάτων είναι η πρόωρη και θλιμμένη Μαρίσα, ένα κορίτσι που κρύβει την υπαρξιακή της μοναξιά και τον φόβο της πίσω από μια μάσκα ψεύτικης ασφάλειας και θράσους απέναντι στους άντρες. Η ιστορία της εντελώς εσωτερικής τους κατάκτησης του τραγικού και απελπισμένου έρωτά τους είναι ένα από τα πιο έντονα και συγκινητικά σημεία του μυθιστορήματος. Ακριβώς τη στιγμή που ο Κάρλο και η Μαρίσα καταλαβαίνουν το βάθος του συναισθήματος που τους δένει, το αγόρι θα φύγει για τον πόλεμο, όπου θα βρει τον θάνατο. Ούτε καν η κατεδάφιση των απλών σπιτιών από τους φασίστες δεν μπορούσε να αποδυναμώσει τους βαθιούς δεσμούς που είχαν δημιουργηθεί μεταξύ των νέων της γειτονιάς, οι οποίοι τώρα είχαν μεγαλώσει και είχαν δοκιμαστεί από σκληρές και τραυματικές εμπειρίες που τους είχαν βοηθήσει να ωριμάσουν. Ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο, η Μαρίσα, στο τέλος του μυθιστορήματος, ισχυρίζεται ότι ο Βαλέριο έβρισκε τη γειτονιά διαφορετική. Αλλά οι άνθρωποι ήταν ακόμα εκεί. Είχε «στριμωχτεί στα σπίτια που στέκονταν ακόμα όρθια σαν να ήθελε να οχυρωθεί». Αυτοί οι λίγοι που είχαν πάει να ζήσουν στα περίχωρα, όπου βρήκαν τον καθαρό αέρα και τον ήλιο, στη γειτονιά σχεδόν θεωρούνται λιποτάκτες. Και για αυτό ο αφηγητής, απαντά: «Στην πραγματικότητα, ακόμη και ο αέρας και ο ήλιος είναι πράγματα που πρέπει να κατακτηθούν πίσω από τα οδοφράγματα».

Η ζούγκλα των ανθρώπων (Κουκρίτ Πραμότζ – 1944). Κατά τη διάρκεια του Β΄ΠΠ., ένας νεαρός Ταϊλανδός δάσκαλος εγκαταλείπει το σχολείο στους βάλτους για να βρει δουλειά στην Μπανγκόκ. Στο δρόμο συναντά κλεφτρόνια, πόρνες, ξενοδόχους, Ιάπωνες στρατιώτες και παπάδες που δίνουν ευλογίες για το ρύζι. Κάθε «άνθρωπος» είναι ένα σκοτεινό δάσος από επιθυμίες και φόβους. Το μυθιστόρημα τελειώνει με τον δάσκαλο να επιστρέφει στο χωριό, φέρνοντας μια ανοιχτή πληγή αντί για γνώση. Ο Kukrit Pramoj, μελλοντικός πρωθυπουργός και διανοούμενος, γράφει το πρώτο ταϊλανδικό μυθιστόρημα «The Jungle of People», που δεν έχει βασιλικό ή βουδιστικό ήρωα. Χρησιμοποιεί την τεχνική του «πολυπρισματικού μονολόγου»: κάθε κεφάλαιο φέρει τη φωνή ενός διαφορετικού προσώπου, δημιουργώντας ένα πολυφωνικό ντοκουμέντο της κατοχής. Η γλώσσα αναμειγνύει την κεντρική ταϊλανδέζικη με διαλέκτους Λάο και Μον. Με αυτόν τον τρόπο αναιρείται η ιδέα του ενιαίου «ταϊλανδικού λαού» και αναδεικνύεται η πολυσχιδής πραγματικότητα. Το βιβλίο απαγορεύτηκε από τους Ιάπωνες, αλλά κυκλοφόρησε παράνομα και ενίσχυσε το κίνημα της «Ελεύθερης Ταϊλάνδης».

Ν.Χατζηκυριάκος Γκίκας. Μυθικά πλάσματα στη θάλασσα 1971
Μυθοπλασίες (Χόρχε Λουίς Μπόρχες - 1944 κ.ε.) Πολλές από τις ιστορίες της συλλογής αποκαλύπτουν τη μυθολογική τους ουσία, ευθυγραμμιζόμενες με την λεπτότερη γραμμή μεταξύ ψευδαίσθησης και πραγματικότητας. Ο αναγνώστης δεν μαντεύει πάντα πού πραγματικά εισάγει ο συγγραφέας μυστικισμό και πού όχι. Ο Μπόρχες χαρακτηρίζεται από έναν συνδυασμό ποιητικών και πεζογραφικών μεθόδων, ο οποίος εστιάζει την προσοχή όχι μόνο στην ιστορία, αλλά και στον τρόπο που παρουσιάζεται. Ο συγγραφέας επιτυγχάνει τη γνώση μέσω συμβολικών και σημασιολογικών εκφράσεων, χρησιμοποιώντας συχνά μεταφορές, οι οποίες λειτουργούν ως επιστημολογικό εργαλείο. Οι «Μυθοπλασίες» χαρακτηρίζονται από τη χρήση συμβόλων όπως «βιβλίο», «βιβλιοθήκη», «καθρέφτης», «λαβύρινθος». Μέσα από τον συμβολισμό, ο συγγραφέας πραγματεύεται τα θέματα του χρόνου, της μοναξιάς, του θανάτου και της αντιφατικής φύσης της παγκόσμιας τάξης. Αν και η εικόνα του λαβυρίνθου μπορεί να βρεθεί σε προηγούμενα έργα του Μπόρχες, είναι θεμελιώδης εδώ. Η πεζογραφία του Αργεντινού συγγραφέα δεν αναφέρεται απλώς στον λαβύρινθο ως αρχιτεκτονικό αντικείμενο ή σύμβολο, είναι από μόνο της «λαβυρινθώδης». Μυθικοί, εικασιακοί λαβύρινθοι χτίζουν την αφήγηση όπως τα τείχη τους, καθιστώντας τη δομή των ιστοριών πολυδιάστατη και συγκεχυμένη. Έτσι, στην ιστορία «Η Βιβλιοθήκη της Βαβέλ», ο λαβύρινθος είναι μια ατελείωτη Βιβλιοθήκη, η δομή της οποίας είναι διατεταγμένη και χωρισμένη σε πανομοιότυπα εξαγωνικά τμήματα. Αλλά το σημαντικό είναι ότι η Βιβλιοθήκη είναι ουσιαστικά ένα Σύμπαν. Έτσι, ο συγγραφέας, σε σύγκριση με την άπειρη βιβλιοθήκη, προβάλλει την έννοια του σύμπαντος. Καθώς η ιστορία προχωρά, καταλαβαίνουμε ότι όλοι οι επισκέπτες της βιβλιοθήκης χάνονται ανεπιστρεπτί στις έννοιες που συνθέτουν αυτόν τον λαβύρινθο, αφού από τη φύση του είναι άπειρος και επομένως άγνωστος. Τα διηγήματα της συλλογής εμπεριέχουν όλα τo φανταστικό στοιχείο, και συχνά γίνεται αναφορά σε αλληγορικές μεταφορές για την ιδιαίτερα περίπλοκη φύση των κόσμων, των συστημάτων, του χρόνου, καθώς και των ανθρωπίνων ενασχολήσεων και ιδιοτήτων. Οι λαβύρινθοι του συγγραφέα είναι παντού και πάντα, από τη φύση, τη κοινωνία και το άνθρωπο. Σε αυτούς συμπυκνώνονται και παρουσιάζονται μέσα από κανονικούς ή παραμορφωμένους καθρέφτες οι ψυχολογικοί εφιάλτες, οι εμμονές, προκαταλήψεις, απωθημένα και φοβίες. «Οι καθρέφτες και οι πατέρες ήταν εξίσου μισητοί, γιατί πολλαπλασίαζαν τον αριθμό των ανθρώπων». Ακόμη και οι ιδέες μπορούν να πάρουν τη μορφή λαβυρίνθου και να οδηγήσουν σε συνεχή περιπλάνηση ή και σε αδιέξοδα. Το ίδιο περιεχόμενο σε πολύ μεγάλο βαθμό υπάρχει και στην ξεχωριστή συλλογή "Λαβύρινθοι".

Η φάρμα των ζώων (Τζωρτζ Όργουελ – 1945) Ήταν το πρώτο έργο στο οποίο προσπάθησε, στοχοπροσηλωμένα, "να ενώσει πολιτικό και καλλιτεχνικό σκοπό σε ένα ενιαίο σύνολο". Είναι ένα βιβλίο εξαιρετικής νοημοσύνης και διαχρονικής αξίας. Συνδυάζει τη γοητεία ενός απλού αφηγήματος με τη βαθύτητα μιας πολιτικής προειδοποίησης. Το μυθιστόρημα αφηγείται την ιστορία των ζώων μιας φάρμας στην Αγγλία, που επαναστατούν ενάντια στον άνθρωπο-ιδιοκτήτη τους, για να εγκαθιδρύσουν ένα σύστημα ισότητας και συνεργασίας. Μετά την επιτυχημένη εξέγερση, αναλαμβάνουν τη διαχείριση της φάρμας υπό την ηγεσία των γουρουνιών — με επικεφαλής τον ευφυή Ναπολέοντα και τον ιδεαλιστή Χιονόμπαλά. Η φάρμα μετονομάζεται σε «Φάρμα των Ζώων» και εισάγεται ένα νέο σύστημα αρχών, οι Επτά κανόνες της Ζωικής Ισότητας, με πιο εμβληματικό το «Όλα τα ζώα είναι ίσα». Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, η νέα τάξη πραγμάτων εκφυλίζεται. Τα γουρούνια σταδιακά συγκεντρώνουν όλη την εξουσία, χειραγωγούν τα υπόλοιπα ζώα και τελικά υιοθετούν τα χαρακτηριστικά του παλιού καθεστώτος. Το έργο κλείνει με τη διάσημη και σοκαριστική φράση: «Όλα τα ζώα είναι ίσα, αλλά κάποια ζώα είναι πιο ίσα από τα άλλα». Είναι μια ιδιοφυής αλληγορική νουβέλα, στην οποία ο Orwell μεταμφιέζει την πολιτική σάτιρα σε παραμύθι για ενήλικες. Παρά το σύντομο μέγεθός της, αποτελεί μία από τις πιο αποτελεσματικές και διαχρονικές κριτικές του ολοκληρωτισμού και ειδικά της σταλινικής ΕΣΣΔ. Η φάρμα λειτουργεί ως μικρογραφία της ρωσικής κοινωνίας μετά την Επανάσταση του 1917. Ο ιδεαλιστής Χιονόμπαλάς παραπέμπει στον Τρότσκι, ενώ ο Ναπολέων αντιπροσωπεύει τον Στάλιν. Η παραποίηση της ιστορίας, οι διώξεις, η κατασκευή εχθρών και η καταπίεση με στόχο τη διατήρηση της εξουσίας, είναι ακριβείς και αιχμηρές αντανακλάσεις της σοβιετικής πρακτικής. Η αφήγηση είναι λιτή, σχεδόν παιδική στην επιφάνειά της, αλλά κρύβει πίσω της στρώματα ειρωνείας και σαρκασμού. Καταφέρνει να φανερώσει πώς τα ιδανικά της ισότητας και της ελευθερίας καταπατούνται όταν δεν υπάρχει διαφάνεια, εκπαίδευση και πολιτική ευθύνη. Τα ζώα —και ιδίως ο Μπόξερ, που συμβολίζει τη λαϊκή τάξη— δεν είναι αθώα θύματα, αλλά συνένοχοι μέσα από την παθητικότητα και την τυφλή υπακοή. Το έργο μιλά επίσης για τη φθορά των επαναστατικών ιδανικών. Η σταδιακή κατάρρευση της ισότητας μέσα από τον λόγο («πρώτα τα γουρούνια κοιμούνται στο σπίτι, μετά φορούν ρούχα, πίνουν αλκοόλ, και τελικά συνομιλούν με τους ανθρώπους σαν ίσοι προς ίσους») είναι αριστοτεχνικά δοσμένη. Στο τέλος, τα ζώα κοιτούν τα γουρούνια και τους ανθρώπους και δεν μπορούν πια να ξεχωρίσουν ποιος είναι ποιος. Η χρήση της αλληγορίας ως λογοτεχνικό εργαλείο δεν είναι απλώς πετυχημένη, είναι κορυφαία. Επιτρέπει στον Orwell να γράψει ένα πολιτικό έργο με διαχρονική ισχύ, χωρίς να το περιορίζει σε συγκεκριμένα γεγονότα. Γι’ αυτό και σήμερα, το έργο αφορά κάθε καθεστώς που χρησιμοποιεί την προπαγάνδα και το φόβο για να διατηρήσει την εξουσία του. Η νουβέλα συνιστά επίσης μάθημα πολιτικής συνείδησης: πώς ο λαός μπορεί, με καλή πίστη και ιδεαλισμό, να παραδώσει την εξουσία του και να παγιδευτεί στον αυταρχισμό χωρίς καν να το καταλάβει.

Τα Χαϊμαλιά του Έρωτα και των Αρμάτων (Αντρέας Εμπειρίκος - 1945) Είναι μια μοναδική ερωτική τριλογία, που περιέχει τα: "Αργώ ή Πλους αεροστάτου", "Ζεμφύρα ή Το μυστικόν της Πασιφάης" και "Βεατρίκη ή Ο έρωτας του Buffalo Bill". Η "Αργώ" είναι γραμμένη στη περίοδο της εμφύλιας σύγκρουσης μετά την απελευθέρωση και περιέχει δύο ταυτόχρονες ιστορίες: την γιορταστική απογείωση του αεροστάτου "Αργώ" στην Σάντα Φε ντε Μπογκοτά το 1906, με τρεις φλογερούς αεροναύτες -Άγγλο Λόρδο, Γάλλο εξερευνητή και Ρώσο ναύαρχο (alter ego του ποιητή), και τη δραματική ιστορία του ζηλιάρη καθηγητή ντον Πέντρο, της κόρης του Καρλόττας και του ινδομιγή εραστή της. Στο "Ζεμφύρα ή Το μυστικόν της Πασιφάης", που αναπτύσσεται στο Παρίσι το 1902, υπάρχει ο έρωτας του λιονταριού Ζαμβέζης και της θηριοδαμάστριας Ζεμφύρας. Το ερωτικό παιχνίδι ανθρώπου/ζώου δεν είναι ακίνδυνο, αφού εμπεριέχει ενστικτώδεις ορμές, όμως νικά ο έρωτας. Η "Βεατρίκη ή Ο έρωτας του Buffalo Bill" έχει δύο ερωτικές ιστορίες, στις οποίες ο τόπος και ο χρόνος διαφέρουν με τρόπο ώστε η μια να εμπεριέχεται στην άλλη. Η πρώτη, αναφέρεται σε μια από τις περιπέτειες του Buffalo Bill μετά τον αμερικανικό εμφύλιο. Ο χρόνος της δεύτερης είναι ο τρέχων της ζωής του συγγραφέα (καλοκαίρι του 1945) και αναπτύσσεται σε επιστολική μορφή με την μετέπειτα σύζυγό του με έξι επιστολές που ανταλλάσσουν η Βιβίκα/Βεατρίκη με τον Εμπειρίκο/ Buffalo Bill. Όλο το έργο διαπερνάτε από τη κυρίαρχη αντίληψη του ποιητή ότι ο "άνευ ορίων και άνευ όρων" έρωτας είναι ο μόνος τρόπος για να λυθούν τα προβλήματα της ανθρωπότητας και να απελευθερωθεί από τα δεινά της. Υπάρχουν πάρα πολλά διαχρονικά κοινωνικά και πολιτικά μηνύματα σε κάθε τμήμα της τριλογίας και συνολικά στο έργο, με τις ερωτικές ιστορίες που αναπτύσσονται σε κλίμα φόβου και βίας αλλά τελικά νικά ο έρωτας. Ο πλανόδιος ποιητής του Παρισιού (alter ego του Εμπειρίκου), κατηγορεί τους "παρακοιμωμένους κάθε ανθρώπινης ανεπάρκειας, τους υπερμάχους της κάθε ηττοπάθειας, τους ευνουχισμένους χριστιανούς ...τους κιβδηλοποιούς του έρωτα και των αρμάτων, τους πάσης φύσεως προαγωγούς της τέχνης … τους ηθικολόγους και ανηθικολόγους, τους πάσης φύσεως βρωμερούς και σκατολόγους".

Ο κύκλος με την κιμωλία (Μπέρτολτ Μπρεχτ - 1945) Η Γκρούσα που είναι υπηρέτρια σε αρχοντικό, παίρνει κοντά της τον γιο τού άρχοντα, όταν αυτός δολοφονείται από επαναστάτες και η μητέρα του τον εγκαταλείπει κυνηγημένη. Με θυσίες κρατάει το παιδί κοντά της, μέχρι την ημέρα που η βιολογική μητέρα του επιστρέφει και το διεκδικεί δικαστικά, κατηγορώντας τη Γκρούσα, ότι της το έκλεψε. Ο Αζντάκ, ένας λαϊκός, μέθυσος και κουτοπόνηρος άνθρωπος που όλως τυχαίως, χρίζεται δικαστής καλείται να αποφασίσει για την τύχη του παιδιού, επιλέγοντας μία σολομώντεια λύση: Τοποθετεί το παιδί μέσα σ’ έναν κύκλο και ζητά από τις δύο γυναίκες να το τραβήξουν από τα χεράκια του με δύναμη, η κάθε μια προς το μέρος της. Όποια καταφέρει να το βγάλει από τον κύκλο, θα το κρατήσει δικό της για πάντα. Η βιολογική μητέρα το τραβά με δύναμη, ενώ η Γκρούσα που δεν θέλει να το πονέσει, το αφήνει.

Αγάπη (Χένρι Γκριν – 1945) Μια κλασική ιστορία στην οποία που έρχονται όλα τα πάνω κάτω, με έμφαση στα κάτω. Η ζωή μιας μεγάλης ιρλανδικής εξοχικής κατοικίας κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου μέσα από τα μάτια των Βρετανών υπηρετών της, οι οποίοι φτιάχνουν έναν δικό τους κόσμο σε μια περίοδο που οι αφέντες τους λείπουν. Περιγράφει τη ζωή πάνω και κάτω από τις σκάλες όπου οι υπηρέτες δίνουν τις δικές τους μάχες και συγκρούσεις εν μέσω φημών για τον πόλεμο στην Ευρώπη, εισβάλλοντας ο ένας στις αρμοδιότητες του άλλου και δημιουργούν ένα ασταθές περιβάλλον ιδιοτελούς συμπεριφοράς, κλοπής, κουτσομπολιού αλλά και αγάπης. Σε μια συνέντευξη του 1958 ο συγγραφέας ανάφερε «Πήρα την ιδέα του "Loving" από έναν υπάλληλο στην Πυροσβεστική Υπηρεσία κατά τη διάρκεια του πολέμου. Υπηρετούσε μαζί μου και μου είπε ότι κάποτε είχε ρωτήσει τον ηλικιωμένο μπάτλερ που τον πρόσεχε σαν παιδί, τι άρεσε περισσότερο στον κόσμο στα γεράματά του. Η απάντηση ήταν: "Ξαπλωμένος στο κρεβάτι ένα καλοκαιρινό πρωινό, με το παράθυρο ανοιχτό, ακούγοντας τις καμπάνες της εκκλησίας, τρώγοντας βουτυρωμένο τοστ με τσιπς¨. Είδα το βιβλίο στην ίδια στιγμή». Η γενναιοδωρία του Γκριν προς ακόμη και τους πιο δόλιους και «άσεμνους» από αυτούς, προσφέρει ένα μάθημα που δεν ξεχνάς ποτέ.

Τραγούδια της Σκιάς (Λεοπόλντ Σεντάρ Σενγκόρ - 1945) Ποίηση – εξερεύνηση της αφρικανικής ταυτότητας και της αποικιοκρατίας. Ο ποιητής, ένας από τους πιο αναγνωρισμένους Αφρικανούς συγγραφείς που χρησιμοποιούν τη γαλλική γλώσσα ως μέσο έκφρασης, συνδυάζει την αφρικανική παράδοση με τη γαλλική κλασική εκπαίδευση, επηρεασμένος από τους δασκάλους της γαλλικής παράδοσης. Ωστόσο, υπάρχουν υποκείμενες ρομαντικές τάσεις στην λυρική του ποίηση. Μάλιστα, τα "Hants d'Ombre", ακολουθούν την ρομαντική παράδοση που καθόρισαν οι δάσκαλοι του αγγλικού ρομαντικού στίχου. Το έργο του Senghor αντικατοπτρίζει την εποχή του, με «κοινά» χαρακτηριστικά της ευαισθησίας στους στίχους που ενσαρκώνουν τη συνείδηση του ποιητή, η οποία ταυτίζεται με αυτή των γηγενών κατοίκων. Αυτή η εξατομίκευση εκδηλώνεται στη χρήση αισθητηριακών εκκλήσεων, συγκεκριμένων εντυπώσεων και συμβολικών εννοιών για να μεταφέρει την ευαισθησία του. Αυτά τα τρία εργαλεία παρουσιάζουν το θέμα του, τη νοσταλγία και την αγάπη, που τροφοδοτούνται από το αίσθημα της εξορίας και της μοναξιάς. Στην πραγματικότητα, ο ποιητής χρησιμοποιεί τα ρομαντικά μέσα της μνήμης και της φύσης για να προβάλει την ευαισθησία του και να παράγει στίχους που ενσαρκώνουν τη μέση συνείδησή της κοινωνίας της πατρίδας του. Τα ποιήματα του τηρούν τον ρομαντικό ορισμό του ποιητή καταδεικνύοντας την στοχαστική φύση του και την ενδοσκόπηση στην οποία επιδίδεται για να προσεγγίσει με επιτυχία τα συναισθήματα του αναγνώστη του, μέσω μιας αριστοτελικής κάθαρσης.

By Kalmanchey Zoltan 1974
Πίπη η Φακιδομύτη (Άστριντ Λίντγκρεν - 1945) Ενώ η "φυσικότητα της Πίπης περιέχει εγωισμό, αγνόηση και μια επισημασμένη τάση να λέει ψέματα," ο χαρακτήρας "είναι ταυτοχρόνως γενναιόδωρος, ευέλικτος, σοφός και αληθής για τον εαυτό της και στους άλλους.

Αν φωνάζει άστον να φύγει (Τσέστερ Χάιμς – 1945) Περιέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία και διηγείται τέσσερις μέρες από τη ζωή ενός μαύρου επιστάτη σε ναυπηγείο στο Λος Άντζελες κατά τη διάρκεια του Β'ΠΠ, που αγωνίζεται ενάντια στον ρατσισμό, καθώς και τις δικές του βίαιες αντιδράσεις στον ρατσισμό. Ο Μπομπ είναι νεοφερμένος στη πόλη και έχει κάποια πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Παρά τις ευκαιρίες που δίνει η τρέχουσα πολιτική του Ρούζβελτ στους έγχρωμους ο Μπομπ δεν μπορεί να αποφύγει τις προκλήσεις και πιέσεις του ρατσισμού. Πιστεύει ότι έγινε επιστάτης για να κερδίσει τη συνεργασία των μαύρων εργατών στην πολεμική προσπάθεια. Αναγκάζεται να αντιμετωπίσει την αντικομουνιστική παράνοια, την αγανάκτηση από τους λευκούς που εργάζονται στις ίδιες δουλειές με τα «έγχρωμα αγόρια» και το δόλωμα από μερικές λευκές γυναίκες. Οι φόβοι του εισβάλλουν στα όνειρα, τις φιλοδοξίες και τα πάθη του. Το όνειρό του να κάνει κάτι στην Καλιφόρνια τίθεται σε κίνδυνο καθώς αντιδρά στις πράξεις των λευκών γύρω του. Παλεύει να συγκρατήσει τις ορμές του και την αντίδρασή του. Άλλοι κύριοι χαρακτήρες είναι δύο γυναίκες: η Ματζ, η οποία είναι λευκή και την Άλις Αφροαμερικανίδα κοπέλα του, ανώτερης τάξης. Στο έργο που περιγράφεται ως «σεξουαλικά φορτισμένο μυθιστόρημα», η Ματζ κάνει μια φυλετική προσβολή προς τον Μπομπ. Το να την αποκαλεί «σκύλα» έχει ως αποτέλεσμα τον υποβιβασμό του. Θεωρεί τον βιασμό της ως έναν τρόπο να εκδικηθεί τη λευκή Αμερική, βλέποντάς την ως σύμβολο της, αλλά όταν εκείνη εκφράζει σεξουαλική έλξη προς αυτόν, την απορρίπτει. Η Άλις λέει στον Μπομπ ότι δεν έχει νόημα να θυμώνει για την ανισότητα με την οποία πρέπει να ζουν οι μαύροι, και πρέπει να μάθει να την αντιμετωπίζει….

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2025

Από τον Τζον Ντος Πάσος στον Λόρκα και στον Εμπειρίκο: λογοτεχνικά έργα της περιόδου 1935-1936

Φανταχτερή νύχτα (Ντόροθι Σάγιερς - 1935) Ο όρος «φανταχτερή νύχτα» εμφανίζεται στο έργο «Αντώνιος και Κλεοπάτρα» του Σαίξπηρ: «Ας έχουμε άλλη μια φανταχτερή νύχτα: φωνάξτε με / Όλοι οι λυπημένοι καπετάνιοι μου, γεμίστε τα μπολ μας για άλλη μια φορά / Ας κοροϊδέψουμε την καμπάνα του μεσονυχτίου». Είναι από τα πιο γνωστά μυθιστορήματα της Dorothy L. Sayers, και αποτελεί μέρος της σειράς με πρωταγωνιστή τον λόρδο Πίτερ Ουίμσεϊ. Η υπόθεση εκτυλίσσεται στο φανταστικό κολέγιο Shrewsbury της Οξφόρδης, όταν η παλιά φοιτήτρια Χάριετ επιστρέφει για μια εκδήλωση αποφοίτων. Σύντομα, το κολέγιο ταράζεται από μια σειρά ανώνυμων απειλητικών σημειωμάτων, βανδαλισμών και κακόβουλων πράξεων. Η Χάριετ αναλαμβάνει να βρει τον ένοχο, προσπαθώντας να ισορροπήσει μεταξύ της αφοσίωσής της στη λογική και των προσωπικών της συναισθημάτων, ιδιαίτερα για τον λόρδο Ουίμσεϊ, που εμφανίζεται αργότερα για να τη βοηθήσει. Το έργο εξετάζει ζητήματα όπως η θέση της γυναίκας στην ακαδημαϊκή κοινότητα, οι συγκρούσεις μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής, και η σημασία της πνευματικής ανεξαρτησίας. Δεν είναι ένα τυπικό αστυνομικό μυθιστόρημα· η εστίαση είναι περισσότερο στη ψυχολογική ανάλυση και στην κοινωνική κριτική παρά στη δράση. 

Ο άθικτος (Mulk Raj Anand - 1935) Ακολουθεί μια μέρα από τη ζωή του Μπακά, ενός νέου άνδρα που ανήκει στην κάστα των "παριών" στην Ινδία. Ο Μπακά είναι καθαριστής αποχωρητηρίων, και μέσα από τις εμπειρίες του αναδεικνύονται οι φρικτές κοινωνικές διακρίσεις και η ταπείνωση που βιώνουν τα μέλη των κατώτερων καστών. Ο αναγνώστης παρακολουθεί πώς οι ελπίδες του για αξιοπρέπεια και ισότητα συντρίβονται από την απάνθρωπη μεταχείριση και το στιγματισμό. Το βιβλίο εμπνεύστηκε από την εμπειρία της θείας του συγγραφέα που εξοστρακίστηκε επειδή μοιράστηκε ένα γεύμα με μια μουσουλμάνα γυναίκα. Ο Anand χρησιμοποιεί ρεαλισμό και λογοτεχνικές επιρροές από τον δυτικό μοντερνισμό, προσφέροντας έντονη κοινωνική κριτική κατά του συστήματος των καστών. Η συνάντηση του Μπακά με τον Μαχάτμα Γκάντι στο τέλος αφήνει ένα ίχνος ελπίδας για αλλαγή. Το έργο αναγνωρίζεται για την αφοσίωσή του στην κοινωνική δικαιοσύνη και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.                                

Πες το ύπνο (Χένρι Ροθ – 1935)  Νέα Υόρκη, 1911. Ένα νεαρό, ευαίσθητο αγόρι ο Ντέιβιντ μεγαλώνει στις βρώμικες φτωχογειτονιές του Κάτω Ιστ Σάιντ, με τον άνεργο, αγχωτικό πατέρα του και την άδολη μητέρα του. Το μυθιστόρημα έχει το σκηνικό ενός σκληρού, ρεαλιστικού πολιτικού μυθιστορήματος - και λειτουργεί τέλεια ως τέτοιο - αλλά στην καρδιά του είναι ένα βιβλίο βαθιά εσωτερικό. Ένα εξαιρετικά δυναμικό λογοτέχνημα, που αφηγείται την ιστορία του μικρού Ντέιβιντ, ενός παιδιού εβραϊκής καταγωγής που μεγαλώνει στις αρχές του 20ού αιώνα. Μέσα από τα μάτια του παιδιού, ο αναγνώστης βλέπει την καθημερινότητα των μεταναστών, την φτώχεια, τον κοινωνικό αποκλεισμό και την αναζήτηση ταυτότητας. Το μυθιστόρημα διακρίνεται για τη μοντερνιστική του γραφή, τη χρήση εσωτερικού μονολόγου και πλούσιας γλώσσας, καθώς και για τη ζωντανή απεικόνιση του χάους και της ποικιλομορφίας της μεγαλούπολης. Βαθύτερα, εξετάζει την ένταση μεταξύ πατέρα και γιου, την ενοχή, τον φόβο και τη λύτρωση, με φόντο τις θρησκευτικές παραδόσεις που ασκούν έντονη επιρροή στον ψυχισμό του ήρωα. Ο Ροθ καταγράφει ακούραστα και ακλόνητα την καθημερινή ζημιά που προκαλεί η σκληρότητα της ζωής στην φτωχογειτονιά στην τρεμάμενα δεκτική, συναισθηματικά ανυπεράσπιστη συνείδηση ​​του Ντέιβιντ. Ως ακριβής χρονικογράφος των λεπτών εντυπώσεων και της ανάπτυξης ενός διανοητικά πρώιμου μυαλού, ο μόνος όμοιος του είναι ο Τζέιμς Τζόις.

Δεν γίνονται αυτά εδώ  (Σινκλέρ Λιούις  1935) Πολιτικό δυστοπικό μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας, επηρεασμένος από την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη και την εξάπλωση ολοκληρωτικών καθεστώτων, επιχειρεί να δείξει ότι ακόμη και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι απρόσβλητες από την απειλή της δικτατορίας. Η πλοκή εκτυλίσσεται σε μια φανταστική Αμερική της δεκαετίας του 1930, όπου ο Μπέρζιπ Γουίντριπ, ένας χαρισματικός και δημαγωγικός πολιτικός, κερδίζει τις εκλογές προβάλλοντας συνθήματα που υπόσχονται ασφάλεια, οικονομική ευημερία και εθνική υπερηφάνεια. Πολύ σύντομα όμως, το νέο καθεστώς εγκαθιδρύει μια φασιστικού τύπου δικτατορία: το Σύνταγμα παραβιάζεται, οι ελευθερίες καταργούνται, οι πολιτικοί αντίπαλοι φυλακίζονται ή εξορίζονται, και οι πολίτες ζουν κάτω από ένα καθεστώς φόβου και καταπίεσης. Κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος είναι ο Ντόρεμους Τζες, ένας φιλελεύθερος επαρχιακός δημοσιογράφος που στην αρχή παρακολουθεί με δυσπιστία αλλά και κάποια αμηχανία την άνοδο του Γουίντριπ. Καθώς όμως η χώρα βυθίζεται στον ολοκληρωτισμό, ο Τζες αναγκάζεται να περάσει από τη σιωπηλή αντίσταση στη δράση, συμμετέχοντας σε ένα υπόγειο δίκτυο που αγωνίζεται για την ελευθερία. Μέσα από τα μάτια του Τζες, ο αναγνώστης παρακολουθεί πώς η καθημερινότητα μεταμορφώνεται σε εφιάλτη: φίλοι και γείτονες γίνονται καταδότες, η βία και η προπαγάνδα κυριαρχούν, και η δημοκρατία μοιάζει χαμένη υπόθεση. Το έργο συνδυάζει πολιτική αλληγορία και κοινωνικό σχόλιο, θίγοντας ζητήματα όπως ο λαϊκισμός, η χειραγώγηση της κοινής γνώμης, η αδυναμία των θεσμών να αντισταθούν στην αυθαιρεσία και η ευθύνη του πολίτη απέναντι στην ελευθερία. Το ύφος είναι ρεαλιστικό αλλά και δηκτικό, γεμάτο ειρωνεία και πικρία για τις αδυναμίες του ανθρώπου και της κοινωνίας. Παραμένει επίκαιρο ακόμη και σήμερα, ως προειδοποίηση για το πόσο εύθραυστη μπορεί να γίνει η δημοκρατία όταν η αδιαφορία, ο φόβος και η δημαγωγία κυριαρχήσουν. Ο τίτλος του λειτουργεί ως πικρή υπενθύμιση πως η ιστορία επαναλαμβάνεται όταν ξεχνιέται. χαρακτηριστικά παραδείγματα των τελευταίων δεκαετιών είναι οι Μπερλουσκόνι, Τραμπ, Όρμπαν κ.α.

ChatGPT Image
Υψικάμινος (Ανδρέας Εμπειρίκος - 1935) «Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας δὲν εἶναι ἡ χαμέρπεια. Ὑπάρχουν ἀπειράκις ὡραιότερα πράγματα καὶ ἀπ' αὐτὴν τὴν ἀγαλματώδη παρουσία τοῦ περασμένου ἔπους. Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ ἀγάπη. Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ ἀτελεύτητη μᾶζα μας. Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ λυσιτελὴς παραδοχὴ τῆς ζωῆς μας καὶ τῆς κάθε μας εὐχῆς ἐν παντὶ τόπῳ εἰς πᾶσαν στιγμήν εἰς κάθε ἔνθερμον ἀναμόχλευσιν τῶν ὑπαρχόντων. Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι τὸ σεσημασμένον δέρας τῆς ὑπάρξεώς μας»

Το πρώτο ποιητικό έργο του συγγραφέα αποτελεί ορόσημο στην πορεία της νεοελληνικής ποίησης, καθώς εγκαινιάζει επίσημα την είσοδο του υπερρεαλισμού στα ελληνικά γράμματα. Πρόκειται για μια ποιητική σύνθεση που όχι μόνο διαφοροποιείται ριζικά από τα ως τότε λογοτεχνικά ρεύματα, αλλά και ταράζει τα νερά του πνευματικού κόσμου της εποχής, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις. Αντιμετωπίστηκε με σκωπτική και σκεπτικιστική διάθεση από το τότε λογοτεχνικό κατεστημένο. Για αυτό δεν ήταν μόνο ακατανόητο έργο, αλλά και κατακριτέο επειδή συνυπήρχαν γλωσσικά είδη έως τότε θεωρούμενα ασύμβατα μεταξύ τους. Εισήγαγε έναν καινοτόμο τρόπο συγγραφής ποίησης στην Ελλάδα, καθώς ο Εμπειρίκος χρησιμοποίησε τη μέθοδο της αυτόματης γραφής, χαρακτηριστικού των υπερρεαλιστών, καθώς και το υποσυνείδητο, με το οποίο είχε εξοικειωθεί μέσω των σπουδών του στην Ψυχανάλυση. Ο τίτλος παραπέμπει σε ένα «ποιητικό φούρνο», στον οποίο λιώνουν και αναπλάθονται οι λέξεις, οι εικόνες, τα σύμβολα και οι έννοιες. Ο Εμπειρίκος φαίνεται να επιχειρεί μέσα από το έργο του τη διάλυση της συμβατικής λογικής και την απελευθέρωση της δημιουργικής ενέργειας του υποσυνείδητου. Το έργο γράφεται και κυκλοφορεί σε μια περίοδο όπου όχι μόνο η Ελλάδα βρίσκεται σε έντονη κοινωνικοπολιτική αναταραχή. Η δεκαετία του 1930 χαρακτηρίζεται από πολιτικές κρίσεις, οικονομικά προβλήματα και την άνοδο αυταρχικών καθεστώτων διεθνώς. Στη χώρα μας η γενιά του ’30 προσπαθεί να ανανεώσει την έκφραση και να φέρει σε επαφή τα ελληνικά γράμματα με τα ευρωπαϊκά ρεύματα. Ο Εμπειρίκος, επηρεασμένος από τη γαλλική υπερρεαλιστική σχολή και ειδικότερα από τον Αντρέ Μπρετόν, προσπαθεί να εντάξει τις αρχές του υπερρεαλισμού σε ελληνικό έδαφος. Έρχεται σε άμεση επαφή με τα κινήματα της εποχής και με τις θεωρίες της ψυχανάλυσης του Φρόιντ, που θα καθορίσουν τη στάση του απέναντι στην τέχνη και τον λόγο. Είναι γραμμένη σε ελεύθερο στίχο, χωρίς σημεία στίξης, χωρίς κεφαλαία γράμματα και χωρίς δομή που να υπακούει σε συμβατικούς ρυθμούς και μετρικά σχήματα. Η αφαίρεση αυτή υπηρετεί τη βασική αρχή του υπερρεαλισμού: την 

1920. Λωζάνη. Αγνώστου
αυτόματη γραφή. Ο ποιητής αφήνει τη συνείδηση και τη λογική εκτός και αφήνεται στις ελεύθερες συνειρμικές ροές του ασυνείδητου, προσφέροντας ένα έργο που μοιάζει αρχικά ακατανόητο ή παράλογο, αλλά το οποίο επιδιώκει να μιλήσει κατευθείαν στην ψυχή και το ένστικτο. Οι εικόνες είναι τολμηρές, συχνά ερωτικές ή και βίαιες, με έντονη εικονοπλαστική δύναμη. Ο λόγος του Εμπειρίκου καταργεί τα όρια μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, μεταπλάθει την καθημερινότητα σε χώρο φαντασιακής ελευθερίας και απενοχοποιεί το σώμα, τον έρωτα και το ένστικτο. Αποτελεί ένα ταξίδι στο ασυνείδητο. Ο ποιητής αναζητεί την πλήρη ελευθερία της έκφρασης, χωρίς τις επιβολές της ηθικής, της κοινωνίας ή της λογικής. Το ασυνείδητο δεν είναι εδώ απλώς αντικείμενο εξερεύνησης, αλλά η ίδια η πηγή της δημιουργίας. Ο έρωτας, κυρίως με την έννοια του σαρκικού πάθους, διατρέχει το έργο. Ο Εμπειρίκος τον υμνεί ως υπέρτατη δύναμη που καταλύει κάθε περιορισμό. Ο ερωτισμός του δεν είναι ρομαντικός ούτε ηθικοπλαστικός· είναι πρωτόγονος, εκρηκτικός, στοιχείο ζωής και δημιουργίας. Εμπεριέχει συχνά βίαιες εικόνες, που εκφράζουν την ανάγκη για διάρρηξη του παλαιού, για καταστροφή κάθε κατεστημένου μορφώματος ώστε να γεννηθεί το νέο. Είναι η φωτιά της μεταμόρφωσης, ο φούρνος που λιώνει τα παλιά υλικά για να τα ξαναπλάσει. Τέλος έχει συχνές αναφορές σε μηχανές, ατμόπλοια, βιομηχανικά στοιχεία, που αναδεικνύουν τον εκσυγχρονισμό και την τεχνολογική πρόοδο της εποχής, αλλά και το άγχος που αυτά τα σύμβολα προκαλούν. Πόσο αποδεκτά είναι αυτά ακόμη και σήμερα; Με το πέρασμα των χρόνων, η αξία του έργου αναγνωρίστηκε και θεωρείται πλέον θεμέλιο του ελληνικού υπερρεαλισμού και έργο-σταθμός για την απελευθέρωση του ποιητικού λόγου στη χώρα μας. Ο Εμπειρίκος δεν επεδίωξε να γράψει «ωραία ποίηση» με την κλασική έννοια. Στόχος του ήταν η ποιητική πράξη ως πράξη επανάστασης και απελευθέρωσης του ανθρώπου από κάθε μορφή καταπίεσης. Η γλώσσα του έργου είναι πρωτότυπη, τολμηρή, με αδιάκοπες εναλλαγές εικόνων, ανατροπές της γραμματικής και του συντακτικού, νεολογισμούς, αλλά και αναφορές σε καθημερινές λέξεις που σε άλλο συμφραζόμενο αποκτούν νέο, παράδοξο νόημα. Ο λόγος είναι πλημμυρισμένος από ρυθμούς εσωτερικούς, που δεν υπακούουν σε μετρικούς κανόνες, αλλά σε παλμούς ψυχής και φαντασίας. Σημαντικό στοιχείο είναι η απουσία σημείων στίξης, που κάνει τον αναγνώστη να «παρασυρθεί» σε μια ροή λέξεων, χωρίς σταματημό, όπως στο όνειρο. Έτσι επιτυγχάνεται η συνεχής ροή του υποσυνειδήτου. Εξακολουθεί να διαβάζεται και να μελετάται όχι μόνο ως πρωτοποριακό ποιητικό έργο, αλλά και ως πολιτιστικό τεκμήριο μιας εποχής που αναζητούσε νέες μορφές έκφρασης. Είναι ένα βιβλίο που απαιτεί από τον αναγνώστη να αφήσει πίσω του κάθε συμβατική προσδοκία από την ποίηση και να εισέλθει σε έναν κόσμο όπου οι λέξεις λειτουργούν όπως τα όνειρα: απελευθερωμένες από κάθε έλεγχο. Σήμερα, το έργο αυτό συνεχίζει να εμπνέει ποιητές, καλλιτέχνες και στοχαστές, ως παράδειγμα ποίησης που δεν φοβάται να ανατρέψει, να προκαλέσει και να πειραματιστεί. Είναι ένας ύμνος στην ελευθερία της ψυχής και του σώματος, στην ανάγκη της εσωτερικής αλλαγής, στη δύναμη της φαντασίας και του ασυνειδήτου, και στη δυνατότητα της ποίησης να γίνεται όχημα ρήξης και αναγέννησης. "Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ ἀγάπη".

Η χώρα του χιονιού (Γιασουνάρι Καβαμπάτα, 1935-1937). Στη χιονισμένη επαρχιακή πόλη της Ιαπωνίας, ο πλούσιος Shimamura από το Τόκυο, ταξιδεύει κάθε χειμώνα στο ίδιο ροτέι-σπιτι για να συναντήσει την Komako, νεαρή γκέισα που ερωτεύεται απελπισμένα. Παράλληλα, η Yukiko, παλιά της φίλη, νοσεί από φυματίωση. Σε ένα τοπίο μεταβαλλόμενων χιονισμένων εποχών, η σχέση ανάμεσα στον άνδρα που δεν μπορεί να δεσμευτεί και τις δύο γυναίκες που διεκδικούν το δικό τους νόημα αγάπης, κορυφώνεται σε μια τελευταία τραγωδία: το τρένο που φέρνει τον Shimamura και τη Yukiko πίσω στην πόλη πιάνει φωτιά στο τούνελ, σκοτώνοντας την άρρωστη κοπέλα. Θεωρείται η κορυφαία έκφραση του ιαπωνικού “mono no aware”, της λύπησης για τη φθορά των πραγμάτων. Ο Καβαμπάτα απογειώνει τη χαϊκού αισθητική στο πεζό: χιονισμένα πεδία, τρένα που διασχίζουν την ομίχλη, ήχοι σακούρας που σπάνε τη σιωπή. Η χρήση της «κενής σελίδας» (ma) δημιουργεί ρυθμό αναπνοής, ενώ οι επαναλήψεις και οι εποχιακοί κύκλοι ενισχύουν την αίσθηση μοιραίου. Ο Καβαμπάτα βρήκε την πρώτη ύλη για το Snow Country από τρεις πηγές. Τοπική εμπειρία: Το φθινόπωρο του 1934 ταξίδεψε για πρώτη φορά στο Γιουζάγουα (νομός Νιιγκάτα), την περιοχή που οι Ιάπωνες αποκαλούν «Χώρα του Χιονιού». Διέσχισε το τούνελ Σιμιζού με τρένο – η σκηνή αυτή έγινε το διάσημο άνοιγμα του μυθιστορήματος. Λαογραφική ανάγνωση: Πριν και μετά την επίσκεψή του μελέτησε το λαογραφικό δοκίμιο Snow Country Tales του Μποκούσι Σουζούκι, που περιέγραφε τα τοπικά έθιμα, τις θερμές πηγές και τις «θερμές γκέισες» της περιοχής. Αυτοβιογραφικό «μοντέλο»: Στο παραδοσιακό ριόκαν Takahan συνάντησε μια τοπική γκέισα, τη Μάτσουε, η οποία υπήρξε η βασική έμπνευση για τον χαρακτήρα της Κομάκο. Συνδυάζοντας αυτά τα τρία στοιχεία δημιούργησε ένα έργο όπου το φυσικό τοπίο, οι παραδόσεις και οι ανθρώπινες σχέσεις συγχωνεύονται σε μια λυρική αφήγηση. Πρωτοποριακό για την εποχή, το μυθιστόρημα εισάγει τον μοντερνισμό στην ιαπωνική πεζογραφία χωρίς να απορρίπτει την παράδοση. 

Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ! (Γουίλιαμ Φώκνερ – 1936) Ξεχωρίζει όχι μόνο για την πλούτο της ιστορίας σε λεπτομέρειες, και την πολυπλοκότητα των αφηγήσεων, αλλά κυρίως γιατί συνδιαλέγεται με αυτό που αποκαλούν το κέντρο βάρους της ιστορίας του Νότου , που δεν είναι άλλο από τον ρατσισμό σε όλες σχεδόν τις μορφές του και τον έντονο διαχωρισμό των κοινωνικών τάξεων. Μελετά τη γένεση της αριστοκρατίας του Νότου πριν τον αμερικάνικο εμφύλιο και το που και πως αυτή θεμελίωσε τα προνόμια της. Θεωρείται ένα από τα πιο σύνθετα και σημαντικά έργα της αμερικανικής λογοτεχνίας. Ο τίτλος παραπέμπει στη βιβλική μορφή του Αβεσσαλώμ, γιου του Δαβίδ, ο οποίος επαναστάτησε κατά του πατέρα του και σκοτώθηκε, συμβολίζοντας την αμαρτία, την προδοσία και την κατάρρευση. Ο Φώκνερ χτίζει ένα μυθιστόρημα που συνδυάζει το έπος και την τραγωδία για να μιλήσει για την Ιστορία, τη μοίρα και την ανθρώπινη αλαζονεία. Στο επίκεντρο της αφήγησης βρίσκεται η μορφή του Τόμας Σάτπεν, ενός μυστηριώδους άντρα που φτάνει στο Γιόκναπατοφα του Μισισιπή με σκοπό να δημιουργήσει μια δυναστεία και να αποκτήσει κοινωνική και οικονομική δύναμη. Ο Σάτπεν, γεννημένος σε συνθήκες φτώχειας και ταπείνωσης, ονειρεύεται έναν κόσμο που θα έχει χτίσει ο ίδιος, αλλά το σχέδιό του βασίζεται σε εκμετάλλευση, ρατσισμό, βία και απόρριψη όσων δεν ταιριάζουν στο όραμά του. Η δομή του έργου είναι περίπλοκη και πρωτοποριακή: η ιστορία ξετυλίγεται μέσα από τις αφηγήσεις διαφορετικών χαρακτήρων, κυρίως του Κουέντιν και του φίλου του, Σάρι. Οι ήρωες προσπαθούν να ανασυνθέσουν το παρελθόν του Σάτπεν, μέσα από φήμες, μισές αλήθειες και θρύλους. Το αποτέλεσμα είναι ένα μυθιστόρημα που μιλά για την αδυναμία του ανθρώπου να κατανοήσει πλήρως την Ιστορία και την αλήθεια. Τα μεγάλα θέματα του Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ! είναι η κατάρα της φυλετικής μισαλλοδοξίας, η καταστροφική φιλοδοξία και η παρακμή του Νότου. Ο Σάτπεν καταρρέει όταν το όραμά του απειλείται από το ίδιο το αίμα του: ο γιος που απέκτησε από προηγούμενο γάμο με γυναίκα μεικτής καταγωγής αποδεικνύεται το απαγορευμένο στοιχείο που οδηγεί στην καταστροφή της δυναστείας του. Ο Σάτπεν, αντί να αναγνωρίσει τον γιο του, προσπαθεί να τον εξαλείψει, εγκλωβισμένος στις προκαταλήψεις της εποχής. Η γλώσσα του Φώκνερ είναι πυκνή, ποιητική, με μεγάλες, ρυθμικές προτάσεις που απαιτούν προσοχή. Το μυθιστόρημα αποτελεί στοχασμό για το πώς οι αμαρτίες του παρελθόντος στοιχειώνουν το παρόν και για το πώς η Ιστορία επαναλαμβάνεται ως τραγωδία. Το μυθιστόρημα είναι όχι μόνο μια οικογενειακή σάγκα αλλά και μια αλληγορία για τον αμερικανικό Νότο και τις πληγές του.                                             

Το μεγάλο χρήμα (Τζον  Ντος Πάσος – 1936)       Είναι το τρίτο και τελευταίο μέρος της μνημειώδους τριλογίας U.S.A. που καταγράφει την ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών από τις αρχές του 20ού αιώνα έως και τη δεκαετία του 1930. Επικεντρώνεται στη δεκαετία του 1920, την εποχή της οικονομικής άνθησης, των μεγάλων προσδοκιών και τελικά της οικονομικής καταστροφής. Σε αυτό ο συγγραφέας εξερευνά τη δύναμη του πλούτου και πώς αυτή διαμορφώνει την αμερικανική κοινωνία. Εστιάζει σε μια σειρά χαρακτήρων που είτε κυνηγούν το «μεγάλο χρήμα» είτε συνθλίβονται από αυτό: επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι, εργάτες, καλλιτέχνες και αριβίστες που προσπαθούν να επιβιώσουν ή να ανέλθουν μέσα σε ένα περιβάλλον όπου οι αξίες διαβρώνονται από την απληστία και τον ατομικισμό. Συνεχίζει την παράθεση χαρακτήρων που συνθέτουν το πανόραμα της αμερικανικής κοινωνίας των αρχών του 20ού αιώνα. Οι ήρωες έχουν περισσότερη συνάφεια με τον κόσμο του πλούτου, της διαφήμισης, της δημοσιότητας και της οικονομικής δύναμης, σε αντίθεση με την εστίαση στους εργάτες, στους μικροαστούς και στους ριζοσπάστες των δυο προηγούμενων βιβλίων. Ο Charlie είναι γιος πλούσιας οικογένειας που καταδιώκει την επιτυχία και τις ηδονές της ζωής, αλλά συνθλίβεται από το ίδιο το κυνήγι του κέρδους και της κοινωνικής αναγνώρισης. Ο χαρακτήρας του αποτυπώνει την αλλοτρίωση της νεολαίας του μεσοπολέμου. Η Margo, πρώην σταρ του βοντβίλ που αναρριχάται στην κοινωνική ιεραρχία χάρη στις σχέσεις της και στη χειραγώγηση του ανδρικού κόσμου, πληρώνει το τίμημα της κενότητας της αντίληψής της. Η Mary French είναι μορφή που συνδέει το έργο με το πνεύμα του 1919, καθώς ενσαρκώνει τον ιδεαλισμό και τη δέσμευση σε κοινωνικούς αγώνες, έστω κι αν η εποχή πια κυριαρχείται από τον κυνισμό. Σε σύγκριση με τους χαρακτήρες των δύο προηγούμενων τόμων, βλέπουμε μια μετατόπιση: Στον «42ο παράλληλο» κυριαρχούν μορφές όπως ο Mac (εργατικός αγωνιστής) και η Eleanor (γυναίκα με όνειρα κοινωνικής ανέλιξης αλλά και συναισθηματικής σύγκρουσης). Οι χαρακτήρες αυτοί κινούνται σε ένα πλαίσιο πάλης για αλλαγή και ελπίδας. Στο «1919» οι ήρωες, όπως ο Joe Williams, βιώνουν την απογοήτευση του πολέμου και τη σκληρότητα της κοινωνικής ανισότητας, ενώ κάποιοι συνεχίζουν να πιστεύουν σε συλλογικά ιδανικά. Στο «Μεγάλο χρήμα», οι ήρωες είτε παραδίδονται στο ρεύμα του καπιταλιστικού αμοραλισμού είτε συνθλίβονται από αυτό. Η ιδεολογία υποχωρεί μπροστά στην παντοδυναμία του χρήματος. Μόνο λίγοι χαρακτήρες (όπως η Mary French) θυμίζουν τους πιο ιδεαλιστές ήρωες του παρελθόντος. Ο Dos Passos, με αυτή τη σύγκριση, τονίζει την πορεία της Αμερικής: από τα οράματα και τους αγώνες στην υποταγή στο «μεγάλο χρήμα» και στην ψευδαίσθηση της επιτυχίας. Η ειρωνεία είναι πως αρκετοί χαρακτήρες του τρίτου τόμου επίσης ξεκίνησαν με ελπίδες παρόμοιες με αυτές των ηρώων των δυο προηγούμενων τόμων, αλλά κατέληξαν αλλοτριωμένοι, απογοητευμένοι ή καταρρακωμένοι, δείχνοντας πώς οι ίδιες οι συνθήκες τους διέφθειραν. Το μυθιστόρημα, όπως και τα δυο προηγούμενα ακολουθεί την πρωτοποριακή τεχνική του συγγραφέα με την εναλλαγή τεσσάρων τύπων κειμένου (βιογραφίες, ειδησεογραφικά κολάζ, προσωπικούς εσωτερικούς μονόλογους του συγγραφέα και την κύρια αφήγηση, με τις ιστορίες των φανταστικών χαρακτήρων). Η γλώσσα είναι άμεση, συχνά κοφτή, με έντονη αίσθηση ρυθμού, ενώ οι εικόνες που δημιουργούνται είναι ζωντανές και δυνατές. Ο Dos Passos εκφράζει την απογοήτευσή του για το πώς η Αμερική, αντί να υλοποιήσει τα ιδανικά της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, γίνεται όμηρος του κεφαλαίου και της διαφθοράς. Το έργο δεν είναι απλώς ένα μυθιστόρημα για το χρήμα αλλά και για τη σύγκρουση ανάμεσα στο άτομο και τις δυνάμεις της ιστορίας. Η τριλογία U.S.A. και ιδιαίτερα το κλείσιμό της, με το «The Big Money» θεωρείται από τα σημαντικότερα επιτεύγματα του αμερικανικού μοντερνισμού και άσκησε μεγάλη επιρροή στη λογοτεχνία του 20ού αιώνα.   

Η στέγη από γρασίδι (Yi Sang - 1936). Ένας νεαρός διανοούμενος στην αποικιοκρατούμενη Σεούλ καταγράφει στο ημερολόγιό του την πνευματική αποσύνθεση. Ανάμεσα σε ονειρικές περιγραφές σπιτιών με στέγες από γρασίδι και σκηνές καθημερινής καταπίεσης από τους Ιάπωνες, ο ήρωας βιώνει την αποξένωση από το σώμα του, τη γλώσσα του, την ίδια την ιστορία. Το βιβλίο κλείνει με την εικόνα του να σκαρφαλώνει σε μια κεραμοσκεπή που σπάει κάτω από τα πόδια του – σύμβολο του πολιτισμού που καταρρέει. Ο Γι Σανγκ, μαθηματικός και σουρεαλιστής ποιητής, δημιουργεί το πρώτο κορεατικό αντιστασιακό μυθιστόρημα. Χρησιμοποιεί κυβιστική διάταξη κειμένου, εσωτερικό μονόλογο και αυτοαναφορικότητα για να αποδομήσει τη γραμμική αφήγηση της ιαπωνικής κυριαρχίας. Η «στέγη από γρασίδι» γίνεται μεταφορά για μια εθνική ταυτότητα που δεν μπορεί να στεγάσει πια τους ανθρώπους της. Παρότι απαγορεύτηκε αμέσως, κυκλοφόρησε παράνομα και επηρέασε τη γενιά του ’40 που οδήγησε την ανεξαρτησία του 1945. Θεωρείται σημείο τομή ανάμεσα στον συμβολισμό και τον μοντερνισμό της Άπω Ανατολής.                                                                                                           

ChatGPT Image
Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα (Φ.Γκ.Λόρκα – 1936)   Το τελευταίο θεατρικό έργο του Λόρκα, γραμμένο λίγο πριν τη δολοφονία του, αποτελεί κορύφωση της θεατρικής του δημιουργίας. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1940. Πρόκειται για μια τραγωδία της τιμής και της καταπίεσης, με φόντο την επαρχιακή Ισπανία και τις άγραφες κοινωνικές και ηθικές επιταγές που καθορίζουν τις ζωές των γυναικών. Η υπόθεση εκτυλίσσεται εξολοκλήρου μέσα στο σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα, μιας αυταρχικής χήρας που, μετά τον θάνατο του δεύτερου συζύγου της, επιβάλλει οκταετή πένθος στις πέντε κόρες της. Στο κλειστό και αποπνικτικό αυτό περιβάλλον, η Μπερνάρντα γίνεται τύραννος, αποφασισμένη να διαφυλάξει την «τιμή» της οικογένειας με κάθε κόστος. Η αυστηρότητά της καταπνίγει κάθε επιθυμία, ενώ οι κόρες  της (Άνχελα, Μαρτίριο, Μαγδαλένα, Αμέλια και Αντέλα) βασανίζονται από την απραξία, τη ζήλεια και τον πόθο. Κεντρική μορφή της σύγκρουσης είναι η Αντέλα, η μικρότερη κόρη, που αντιδρά στην καταπίεση και διεκδικεί το δικαίωμα στη ζωή και τον έρωτα. Ο Πέπε ελ Ρομάνο, ο άνδρας που ζητά σε γάμο την πρωτότοκη Άνχελα, γίνεται το αντικείμενο του κρυφού πόθου και της διεκδίκησης όλων σχεδόν των κοριτσιών, οδηγώντας σε τραγική κορύφωση. Το έργο καταλήγει με την αυτοκτονία της Αντέλα, μια πράξη που συντρίβει κάθε ελπίδα απελευθέρωσης. Το έργο είναι μια αλληγορία για την τυραννία και την κοινωνική υποκρισία. Το σπίτι λειτουργεί ως σύμβολο φυλακής, ενώ η ίδια η Μπερνάρντα προσωποποιεί την καταπιεστική εξουσία: τη μητέρα, το κράτος, την παράδοση. Η τραγωδία δεν πηγάζει μόνο από τις εξωτερικές συνθήκες αλλά και από την εσωτερίκευση αυτών των αξιών από τα ίδια τα πρόσωπα. Η γλώσσα του είναι λιτή αλλά γεμάτη ποίηση και συμβολισμούς. Η αντίθεση άσπρου-μαύρου (π.χ. τα λευκά τείχη του σπιτιού, τα μαύρα ρούχα του πένθους) υπογραμμίζει το δίπολο καταπίεσης και επιθυμίας, αγνότητας και αμαρτίας. Οι διάλογοι είναι έντονοι, γεμάτοι υπαινιγμούς και κρυφές εντάσεις, ενώ η ατμόσφαιρα του έργου γίνεται όλο και πιο ασφυκτική όσο πλησιάζει το μοιραίο τέλος. Το έργο, αν και βασισμένο στην ισπανική παράδοση, έχει οικουμενική διάσταση και ερμηνεύεται ως διαχρονικό σχόλιο πάνω στη θέση της γυναίκας, στη βία της πατριαρχίας και στην καταστροφική δύναμη της κοινωνικής καταπίεσης. Σήμερα παραμένει ένα από τα πιο παιγμένα και πολυσυζητημένα έργα του παγκόσμιου θεάτρου.  

Coolie (Mulk Raj Anand - 1936). Ο Μούνου, δεκατετράχρονος αγρότης από τα Ιμαλάια, φεύγει για τη Βομβάη αναζητώντας δουλειά. Περνά περιπέτειες κάνοντας χειρωνακτικές εργασίες: φορτωτή στο λιμάνι, εργάτη σε εργοστάσιο υφασμάτων, υπηρέτη σε πλούσιο σπίτι, ακόμη και το θύμα τροχαίου. Κάθε περιπέτειά του αποκαλύπτει ένα νέο πρόσωπο της αποικιοκρατίας και του συστήματος της κάστας. Τελικά, πεθαίνει από φυματίωση στους δρόμους της πόλης, αφήνοντας πίσω του μόνο το ραβδί του και το όνομα «coolie». Είναι το πρώτο μυθιστόρημα που τοποθετεί τον φτωχό Ινδό στο κέντρο της αφήγησης. Ο Άναντ χρησιμοποιεί ρεαλισμό-καταγραφή, διάλογους σε χίντι-αγγλικά ιδιώματα και εναλλασσόμενη οπτική γωνία για να δείξει πώς η αποικιοκρατία και το σύστημα των καστών διαπλέκονται. Η δομή «οδοιπορικό» θυμίζει βουδιστικό τζατάκα, αλλά αντί για φώτιση οδηγεί στον θάνατο, καθιστώντας το έργο σκληρή καταγγελία. Εκδόθηκε την ίδια χρονιά με το ιδρυτικό μανιφέστο της Indian Progressive Writers’ Association, και μαζί με το Untouchable καθιέρωσε την «αγγλο-ινδική» πεζογραφία ως όχημα κοινωνικής αλλαγής.            

Από την έκθεση  των Γ. Ανδρεάδη, Μ.Μαύρου και Π.Ρηγοπούλου
Όσα Παίρνει ο Άνεμος (Μάργκαρετ Μίτσελ – 1936)  Από τα πιο εμβληματικά και πολυδιαβασμένα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα. Η Μάργκαρετ Μίτσελ, στο μοναδικό της μυθιστόρημα, κατόρθωσε να συνθέσει μια μεγάλη επική αφήγηση, που συνδυάζει την ιστορική τοιχογραφία με την προσωπική τραγωδία και την ιστορία ενηλικίωσης της κεντρικής ηρωίδας. Το έργο διαδραματίζεται στον αμερικανικό Νότο κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου (1861-1865) και της Ανασυγκρότησης που ακολούθησε. Στο κέντρο της αφήγησης βρίσκεται η Σκάρλετ Ο’Χάρα, η κακομαθημένη κόρη μιας πλούσιας οικογένειας γαιοκτημόνων. Στην αρχή του έργου η Σκάρλετ είναι μια νεαρή γυναίκα που ζει ανέμελα στη φυτεία της οικογένειας και απολαμβάνει τα προνόμια της τάξης της. Η ερωτική της απογοήτευση —ο γάμος του Άσλεϊ με τη γλυκιά Μέλανι— και η έκρηξη του πολέμου ανατρέπουν βίαια τη ζωή της. Καθώς ο Νότος καταρρέει, η Σκάρλετ καλείται να επιβιώσει σε έναν κόσμο που αλλάζει ριζικά. Το μυθιστόρημα παρακολουθεί τη μεταμόρφωσή της από επιπόλαιη κοπέλα σε μια σκληρή, αποφασιστική γυναίκα, ικανή να παλέψει για την επιβίωση της οικογένειας και της γης της. Ο χαρακτήρας της είναι πολύπλοκος: είναι πεισματάρα, εγωίστρια και συχνά ανήθικη, αλλά ταυτόχρονα γοητευτική, γεμάτη ζωντάνια και αδάμαστη θέληση. Η σχέση της με τον Ρετ, τον κυνικό και διορατικό άντρα που βλέπει καθαρά την παρακμή του παλιού Νότου, είναι κεντρική στο έργο. Ο Ρετ την αγαπά, αλλά η Σκάρλετ τυφλώνεται από την εμμονή της με τον Άσλεϊ και τις κοινωνικές συμβάσεις. Η σύγκρουση ανάμεσα στα δυο αυτά πρόσωπα εκφράζει τη σύγκρουση παλιού και νέου κόσμου, παράδοσης και προσαρμογής. Το έργο είναι ταυτόχρονα ιστορικό και κοινωνικό μυθιστόρημα. Μέσα από τα μάτια της Σκάρλετ, ο αναγνώστης βιώνει την πτώση της αριστοκρατίας του Νότου, τις φρικαλεότητες του πολέμου και τις δυσκολίες της ανοικοδόμησης. Ωστόσο, το έργο έχει δεχθεί έντονη κριτική για την ιδεαλιστική απεικόνιση του Νότου και τη ρομαντικοποίηση της δουλείας και των φυλετικών διακρίσεων. Η γραφή της Μίτσελ είναι πλούσια σε περιγραφές και έντονα δραματική. Το μυθιστόρημα, αν και εκτενές, διαβάζεται με αμείωτο ενδιαφέρον χάρη στη ζωντάνια των χαρακτήρων και την κινηματογραφική αφήγηση.

Σημείωση για τα ιστορικά γεγονότα της περιόδου: 

Στο κόσμο: Στη Σοβιετική Ένωση, αρχίζει μια σειρά μαζικών πολιτικών εκκαθαρίσεων και φυσικής εξόντωσης αντιπάλων του Στάλιν. Στη Γερμανία θεσπίζονται οι Νόμοι της Νυρεμβέργης (1935) που αφαιρούν τα πολιτικά δικαιώματα των Εβραίων, κλιμακώνοντας τον αντισημιτισμό προ του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Το Μάρτιο του 1936 η Ναζιστική Γερμανία αποστέλλει στρατεύματα στη Ρηνανία, παραβιάζοντας τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και αυξάνοντας την ένταση στην ευρασιατική ήπειρο. Ξεκινά ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος (Ιούλιος 1936), στον οποίο οι δυνάμεις του Φράνκο υποστηρίζονται από τη Γερμανία και την Ιταλία, επιταχύνοντας την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη. 

Στη Μεσόγειο: Η Ιταλία εισβάλλει στην Αιθιοπία (Οκτώβριος 1935), σηματοδοτώντας την έναρξη του Δεύτερου Ιταλο-Αβυσσινιακού Πολέμου και ένταση στα μεσογειακά κράτη. Την κατακτά το Μάιο του 1936, ενισχύοντας την εκστρατεία επιρροής της στην ευρύτερη περιοχή.

Στην Ελλάδα: Αποτυχημένο πραξικόπημα του Βενιζελικού κινήματος υπό τον Ν. Πλαστήρα (1–11 Μαρτίου 1935), που κατέληξε σε εθνική εκκαθάριση δημοκρατικών αξιωματικών, αποδυναμώνοντας τη Β’ Ελληνική Δημοκρατία. Στις 4 Αυγούστου 1936 εγκαθίδρυση του καθεστώτος του Ιωάννη Μεταξά, που αναστέλλει το σύνταγμα και επιβάλλει δικτατορία με βασιλική και στρατιωτική υποστήριξη.