![]() |
Ιδιωτική συλλογή. Αθήνα |
Η Έρημος των Ταρτάρων (Ντίνο Μπουτζάτι - 1940) Σε κλίμα καφκικό (όσο και καβαφικό) αφηγείται την ιστορία του νεαρού υπολοχαγού Τζοβάνι, ο οποίος περνάει τη ζωή του σε ένα οχυρό, όπου τοποθετείται στον πρώτο του διορισμό, περιμένοντάς µάταια την εισβολή ενός εχθρού από τον βορρά. Με φόντο την απέραντη, ομοιόμορφη έρημο, αφηγείται την αναμονή της επίθεσης, που θα αποτελούσε για το νεαρό αξιωματικό ευκαιρία επαγγελματικής ανέλιξης. Μόνο που αυτή δεν έρχεται ποτέ για τριάντα ολόκληρα χρόνια. Το πέρασμα του χρόνου φέρνει και το ανυπέρβλητο κορυφαίο γεγονός: τον θάνατο. Και τον αντιμετωπίζει µμονάχος, χωρίς να περιμένει συμπαράσταση, βοήθεια ή κατανόηση από κανέναν, σ’ ένα αδιάφορο για τη μοίρα του περιβάλλον. Το έργο περιγράφει τη μοναξιά, την υπαρξιακή αγωνία, την άνιση μάχη ενάντια στο πέρασμα του χρόνου, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τον θάνατο, τη ζωή σ’ ένα στρατόπεδο που περιμένει την επίθεση των βαρβάρων – που δεν έρχονται ποτέ.
![]() |
Νίκος Εγγονόπουλος 1942 |
Γέννημα θρέμμα (Ρίτσαρντ Ράϊτ – 1940) Θα ήταν εύκολο να γραφτεί ένα βιβλίο για έναν νεαρό και φτωχό μαύρο άνδρα που κατηγορήθηκε άδικα. Ο Ράϊτ έγραψε το δύσκολο. Το κύριο θέμα του Native Son είναι η φυλή. Ο Bigger νιώθει μόνος επειδή είναι ένας μαύρος άνδρας σε έναν κόσμο λευκών ανθρώπων που φαίνεται να υπαγορεύουν τις σκέψεις και τις συμπεριφορές του. Είναι θυμωμένος και αγανακτισμένος, συναισθήματα που κορυφώνονται με τη δολοφονία δύο γυναικών, μιας λευκής, που πιστεύει στην ισότητα, και μια φτωχής μαύρης που ήταν βέβαιη ότι ισότητα δεν υπάρχει... Στο Σικάγο της δεκαετίας του 1930, όλα αρχίζουν όταν ο Bigger Thomas έχει βρίσκει δουλειά ως σοφέρ και δολοφονεί το μοναδικό κορίτσι της πλούσιας οικογένειας που μόλις τον προσέλαβε. Αν και η δολοφονία είναι τυχαία, γίνεται ένα είδος αναδρομικής πράξης βούλησης. Οδηγεί τον Thomas σε μια έρευνα για τα δικά του τραύματα και ταπεινώσεις, στα χέρια μιας μερικές φορές κυριολεκτικά αιμοδιψής λευκής κοινωνίας. Υπάρχουν αποσπάσματα τυπικού κοινωνικού κηρύγματος σε αυτό το βιβλίο, αλλά ο Ράϊτ περιγράφει την κατάσταση του Thomas στα πιο άβολα μέρη της αμερικανικής φυλετικής αντιπαράθεσης. Εκεί ακριβώς έπρεπε να την πάει. Λόγω της ευρείας επιτυχίας του, το έργο χρησίμευσε ως εργαλείο για να ξεκινήσουν συζητήσεις σχετικά με τον ρόλο που διαδραματίζει η κοινωνία και η κουλτούρα καταπίεσης στην εγκληματικότητα. Το μυθιστόρημα συχνά επικρίνεται από τους Αφροαμερικανούς για την έλλειψη θετικών προτύπων, καθώς ο πρωταγωνιστής, είναι ένας βαθιά ελαττωματικός χαρακτήρας.
Η Καρδιά Κυνηγάει Μονάχη (Κάρσον ΜακΚάλλερς – 1940) Όταν η συγγραφέας ήταν έφηβη, πήγε στη Νέα Υόρκη για να σπουδάσει πιάνο. Έχασε το πορτοφόλι με τα χρήματα των διδάκτρων της και δεν γράφτηκε στο πιάνο. Τέτοιες μικρές, αδιόρθωτες τραγωδίες όπως αυτή, βρίσκονται στη σιωπηλή, μοναχική καρδιά του μυθιστορήματος, Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα σε στιλ Νότου Γοτθικού ρυθμού για έναν κωφό άνδρα τον Τζον Σίνγκερ και τους ανθρώπους που συναντά σε μια πόλη με μύλους της δεκαετίας του 1930 στην πολιτεία Τζόρτζια των ΗΠΑ. Το μυθιστόρημα έγινε δεκτό θετικά τόσο ως ένα ρεαλιστικό σχόλιο για την κοινωνική σύγκρουση όσο και ως μια παραβολή για τον φασισμό. Το βιβλίο ξεκινά με έμφαση στη σχέση μεταξύ των φίλων Τζον Σίνγκερ και Σπύρου Αντωνόπουλου, οι οποίοι είναι και οι δύο κωφοί και ζουν μαζί για αρκετά χρόνια. Λόγω της ολοένα και συχνότερης κακής συμπεριφοράς του Σπύρου που προκαλείται από το αλκοόλ, τον στέλνουν σε ένα άσυλο φρενοβλαβών μακριά από την πόλη, παρά τις προσπάθειες του Σίνγκερ να παρέμβει. Μόνος πλέον, ο Σίνγκερ μετακομίζει σε ένα νέο δωμάτιο σε άλλο σπίτι. Το υπόλοιπο της αφήγησης επικεντρώνεται στους αγώνες τεσσάρων γνωστών του Σίνγκερ, οι οποίοι τον επισκέπτονται όλοι συχνά: ένα αγοροκόριτσο που αγαπά τη μουσική και ονειρεύεται να αγοράσει ένα πιάνο, ένας αλκοολικός εργάτης, ένας παρατηρητικός ιδιοκτήτης εστιατορίου και ένας ιδεαλιστής γιατρός. Παρά την έλλειψη λεκτικής απάντησης, καθένας από αυτούς τους ανθρώπους πιστεύει ότι ο Σίνγκερ έχει μια μοναδική κατανόηση των δυσκολιών τους. Ο Σίνγκερ νοσταλγεί τον Σπύρο και τον επισκέπτεται στο άσυλο, αλλά αυτός φαίνεται να μην ανταποκρίνεται στις προσπάθειες επικοινωνίας του Σίνγκερ. Στην τρίτη του επίσκεψη, ο Σίνγκερ μαθαίνει από το προσωπικό ότι ο Σπύρος πέθανε. Ο Σίνγκερ αυτοκτονεί επιστρέφοντας σπίτι. Οι χαρακτήρες της McCullers πλησιάζουν ο ένας τον άλλον για συμπάθεια και κατανόηση, αλλά δεν μπορούν όλοι να ολοκληρώσουν την επικοινωνία τους και τη σύνδεση τους και οι απομονωμένες σκέψεις τους σχηματίζουν μια χορωδία εκπληκτικής, υπερβατικής βαρύτητας, μουσική που μόνο ο αναγνώστης μπορεί να ακούσει.
Λευκά χρονικά (Γκεντούν Τσόπελ – 1940). Είναι ανολοκλήρωτη ιστορία του πρώιμου Θιβέτ (7ος-9ος αι.) γραμμένη στα Θιβετιανά, που συνθέτει γραπτές πηγές, προφορικά τραγούδια βασιλέων και δικά του ποιήματα, δημιουργώντας ένα ιστορικό-ποιητικό μωσαϊκό. Τα κύρια θέματα του είναι: η πρώιμη ιστορία του Θιβέτ ως ποίηση και όχι μόνο χρονολόγιο, η κριτική της παραδοσιακής κοσμολογίας και η παγκοσμιοποιημένη ματιά, που συνδυάζει σανσκριτικά, κινέζικα χειρόγραφα και προσωπικά ταξίδια στην Ινδία και τη Σρι Λάνκα. Είναι το πρώτο Θιβετιανό κείμενο που ιστοριογραφεί ως ποίηση με ρυθμική και λυρική γλώσσα, πρότυπο κοσμοπολίτικου δοκιμίου, που συνδυάζει ιστορία, φιλοσοφία, ταξίδια, ερωτισμό. Το κείμενο διαβάζεται ως μανιφέστο ελευθερίας, ως ποίημα ιστορίας και ιστορία ποίησης – ένας Θιβετιανός Δον Κιχώτης που τριγυρνά και περιγράφει τον κόσμο για να τον ξυπνήσει. Ο νεαρός μοναχός Dorje γίνεται το νήμα που ενώνει τις φωνές των Σιχ, των Μουσουλμάνων, των Ινδουιστών, των Χριστιανών, των Τζαϊνιστών, των Πάρσων, των Κινέζων και των φυλών σε ένα ποικιλόχρωμο ανθρώπινο ύφασμα - απόδειξη ότι η ποικιλομορφία είναι μια ζωντανή, αναπνέουσα αγορά ιδεών που μεταφέρεται παντού. Ο Dorje γράφει στον δάσκαλό του: «Ο ουρανός δεν είναι πια μπλε, είναι όλων των χρωμάτων». Πρόκειται για το πρώτο θιβετιανό έργο που γράφεται σε ευρωπαϊκή μυθιστορηματική φόρμα ενώ διατηρεί τη ρυθμική παλίρροια των θιβετιανών γκουρ. Ο Gendun Chophel, λάμα και ιστορικός, εισάγει πειραματικές τεχνικές: εσωτερικό μονόλογο, πολυφωνία, αλλά και διαλογική δομή που θυμίζει βουδιστική συζήτηση. Το βιβλίο αποτελεί «διανοητικό πέρασμα» από το κλειστό θεοκρατικό Θιβέτ στον κόσμο της αποαποικιοποίησης. Για πρώτη φορά ο ήρωας δεν επιστρέφει στο μοναστήρι, η απώλεια είναι συνειδητή πράξη ελευθερίας. Διαβάστηκε κρυφά στην Λάσα και αργότερα στην εξορία, λειτουργώντας ως προάγγελος της σύγχρονης θιβετιανής λογοτεχνίας. Στην Ελλάδα δεν έχει κυκλοφορήσει ολόκληρο, αποσπάσματα του όμως βρίσκονται «Στο Δάσος της Ξεθωριασμένης Σοφίας» (In the Forest of Faded Wisdom, 2009), εκδόσεις Κέδρος και μερικά ποιήματα στο «Τιβετιανή Τέχνη του Έρωτα» (Tibetan Arts of Love, 1992), εκδόσεις Κέδρος.
Ο Άνθρωπος που Αγαπούσε τα Παιδιά (Κριστίνα Στεντ – 1940) Το μυθιστόρημα αφηγείται την ιστορία μιας εξαιρετικά δυσλειτουργικής οικογένειας. Ο αφελής εγωισμός του πατέρα Σαμ Πόλιτ κατακλύζει την οικογένειά του, ειδικά τη σύζυγό του Χένι και τη μεγαλύτερη κόρη του Λούι. Η οικογένεια δεν είναι πλούσια, μια κατάσταση που επιδεινώνεται από τον ιδεαλισμό του Σαμ, τα συσσωρευμένα χρέη της Χένι και το τρομερό ρήγμα μεταξύ του ζευγαριού. Ο Σαμ Πόλλιτ είναι ένα εξουθενωτικό τέρας συζύγου, κάθε άλλο παρά τολμηρός, μερικές φορές σκληρό, αλλά πάντα με σεβασμό στον εαυτό του. Η σύζυγός του, η Χένι, με την οποία σχεδόν δεν μιλάει, νευρωτική, το είδος της μητέρας που κλέβει από τους κουμπαράδες των παιδιών της, εκτρέπεται με έναν μισογύνη φίλο. Τα έξι
Φωτο: Ανήσυχη πένα |
Παράξενο (Ορχάν Βελί Κανίκ – 1941) Πρωτοποριακή ποιητική συλλογή που έθεσε τα θεμέλια για το κίνημα Garip. Δημιούργησε ένα νέο στυλ που απέρριπτε τη διακόσμηση και τους παραδοσιακούς κανόνες. Έδωσε έμφαση στην απλή γλώσσα, στην καθομιλουμένη και στην εστίαση στην καθημερινή ζωή και όχι σε εξιδανικευμένα θέματα. Αγγίζει τους παραλογισμούς της ζωής, τον αγώνα του ατόμου σε έναν αδιάφορο κόσμο και τις προκλήσεις της κοινωνίας που αλλάζει. Απορρίπτει τα μεγαλεπήβολα ιδανικά της αγάπης, του πατριωτισμού και του ηρωισμού, εστιάζοντας αντ' αυτού σε προσωπικές, μερικές φορές ειρωνικές εμπειρίες.
Ανθρώπινα Τοπία (Ναζίμ Χικμέτ – 1941) Ένα μεγάλο, πολύφωνο ποίημα με 16.000 στίχους, που σκιαγραφεί μια λεπτομερή, πανοραμική εικόνα της κοινωνίας. Καλύπτει σημαντικά ιστορικά γεγονότα στην Τουρκία κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Επικρίνει την ανισότητα, τη φτώχεια και την έλλειψη κοινωνικής δικαιοσύνης που αντιμετώπισαν πολλοί άνθρωποι, ειδικά οι φτωχοί της υπαίθρου και τα εργατικά στρώματα. Η οπτική του περιπλανιέται από άνθρωπο σε άνθρωπο στην τότε Ανατολία. Eίναι ένας βαθύς προβληματισμός για την ανθρώπινη ζωή, τον πόνο και την αναζήτηση της ελευθερίας. Ο ποιητής επικεντρώνεται στην εγγενή αξιοπρέπεια κάθε ατόμου, ανεξάρτητα από την κοινωνική του θέση ή το υπόβαθρό του. Αυτό το έργο είναι μοναδικό για τη χρήση ελεύθερου στίχου και την έλλειψη σαφούς αφηγηματικής δομής. Το έργο θεωρείται ένα από τα θεμελιώδη έργα της τουρκικής λογοτεχνίας και το magnum opus του Χικμέτ. Αποτελείται από πέντε μέρη, με το τελευταίο όμως ημιτελές.
Ο Κολοσσός του Μαρουσίου (Χένρι Μίλλερ – 1941) Ο συγγραφέας ήρθε στην Ελλάδα το 1939, φιλοξενούμενος του Άγγλου συγγραφέα Λόρενς Ντάρελ, που ζούσε στην Κέρκυρα. Επισκέφτηκε την Αθήνα, την Πελοπόννησο αλλά και αρκετά από τα νησιά της Ελλάδας και γνωρίστηκε με τον Γιώργο Σεφέρη και τον Γιώργο Κατσίμπαλη, από τον οποίο είναι εμπνευσμένος και ο τίτλος. «Η ελληνική γη ανοίγει μπροστά μου σαν το Βιβλίο της Αποκάλυψης. Ποτέ δεν ήξερα ότι η γη εμπεριέχει τόσα πολλά· περπατούσα με παρωπίδες, με διστακτικά, αβέβαια βήματα· ήμουν περήφανος και αλαζονικός, ευχαριστημένος που ζούσα τη λάθος, περιορισμένη ζωή της πόλης. Το φως της Ελλάδας μου άνοιξε τα μάτια, διαπέρασε τους πόρους μου, διεύρυνε ολόκληρη την ύπαρξή μου. Γύρισα πίσω στον κόσμο, έχοντας βρει το πραγματικό κέντρο και το πραγματικό νόημα της επανάστασης. Καμιά πολεμική σύγκρουση ανάμεσα στα έθνη της γης δεν μπορεί να διαταράξει αυτή την ισορροπία. Μπορεί η ίδια η Ελλάδα να περιπλακεί, όπως περιπλεκόμαστε εμείς τώρα, αλλά αρνούμαι κατηγορηματικά να είμαι οτιδήποτε λιγότερο από πολίτης του κόσμου το οποίο σιωπηλά διακήρυξα ότι είμαι όταν στάθηκα στον τάφο του Αγαμέμνονα. Από τότε και μετά η ζωή μου αφιερώθηκε στην αποκατάσταση της θεϊκότητας του ανθρώπου. Ειρήνη σε όλους τους ανθρώπους, εύχομαι, και μια πιο άφθονη ζωή!»
Σκακιστική νουβέλα (Στέφαν Τσβάιχ - 1941) Κυκλοφόρησε μετά το θάνατο του συγγραφέα το 1942. Αφηγείται την εμπειρία ενός άνδρα, του Δρ. Β., ο οποίος είναι φυλακισμένος από τους Ναζί και αναγκάζεται να παλέψει με τη μοναξιά και την ψυχική απομόνωση. Η μοναδική του διαφυγή είναι το σκάκι, το οποίο χρησιμοποιεί για να επιβιώσει πνευματικά. Όταν αναμετράται με έναν μυστηριώδη αντίπαλο, το σκάκι γίνεται μια συμβολική αναμέτρηση με την ανθρώπινη ψυχή, το βασανιστήριο και τη μοναξιά. Το έργο ασχολείται με θέματα όπως η ψυχική αντοχή, η αναγκαιότητα της ελευθερίας και η ατομική πάλη απέναντι στην εξουσία.