Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φ.Γκ.Λόρκα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φ.Γκ.Λόρκα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2025

Από τον Τζον Ντος Πάσος στον Λόρκα και στον Εμπειρίκο: λογοτεχνικά έργα της περιόδου 1935-1936

Φανταχτερή νύχτα (Ντόροθι Σάγιερς - 1935) Ο όρος «φανταχτερή νύχτα» εμφανίζεται στο έργο «Αντώνιος και Κλεοπάτρα» του Σαίξπηρ: «Ας έχουμε άλλη μια φανταχτερή νύχτα: φωνάξτε με / Όλοι οι λυπημένοι καπετάνιοι μου, γεμίστε τα μπολ μας για άλλη μια φορά / Ας κοροϊδέψουμε την καμπάνα του μεσονυχτίου». Είναι από τα πιο γνωστά μυθιστορήματα της Dorothy L. Sayers, και αποτελεί μέρος της σειράς με πρωταγωνιστή τον λόρδο Πίτερ Ουίμσεϊ. Η υπόθεση εκτυλίσσεται στο φανταστικό κολέγιο Shrewsbury της Οξφόρδης, όταν η παλιά φοιτήτρια Χάριετ επιστρέφει για μια εκδήλωση αποφοίτων. Σύντομα, το κολέγιο ταράζεται από μια σειρά ανώνυμων απειλητικών σημειωμάτων, βανδαλισμών και κακόβουλων πράξεων. Η Χάριετ αναλαμβάνει να βρει τον ένοχο, προσπαθώντας να ισορροπήσει μεταξύ της αφοσίωσής της στη λογική και των προσωπικών της συναισθημάτων, ιδιαίτερα για τον λόρδο Ουίμσεϊ, που εμφανίζεται αργότερα για να τη βοηθήσει. Το έργο εξετάζει ζητήματα όπως η θέση της γυναίκας στην ακαδημαϊκή κοινότητα, οι συγκρούσεις μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής, και η σημασία της πνευματικής ανεξαρτησίας. Δεν είναι ένα τυπικό αστυνομικό μυθιστόρημα· η εστίαση είναι περισσότερο στη ψυχολογική ανάλυση και στην κοινωνική κριτική παρά στη δράση. 

Ο άθικτος (Mulk Raj Anand - 1935) Ακολουθεί μια μέρα από τη ζωή του Μπακά, ενός νέου άνδρα που ανήκει στην κάστα των "παριών" στην Ινδία. Ο Μπακά είναι καθαριστής αποχωρητηρίων, και μέσα από τις εμπειρίες του αναδεικνύονται οι φρικτές κοινωνικές διακρίσεις και η ταπείνωση που βιώνουν τα μέλη των κατώτερων καστών. Ο αναγνώστης παρακολουθεί πώς οι ελπίδες του για αξιοπρέπεια και ισότητα συντρίβονται από την απάνθρωπη μεταχείριση και το στιγματισμό. Το βιβλίο εμπνεύστηκε από την εμπειρία της θείας του συγγραφέα που εξοστρακίστηκε επειδή μοιράστηκε ένα γεύμα με μια μουσουλμάνα γυναίκα. Ο Anand χρησιμοποιεί ρεαλισμό και λογοτεχνικές επιρροές από τον δυτικό μοντερνισμό, προσφέροντας έντονη κοινωνική κριτική κατά του συστήματος των καστών. Η συνάντηση του Μπακά με τον Μαχάτμα Γκάντι στο τέλος αφήνει ένα ίχνος ελπίδας για αλλαγή. Το έργο αναγνωρίζεται για την αφοσίωσή του στην κοινωνική δικαιοσύνη και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.                                

Πες το ύπνο (Χένρι Ροθ – 1935)  Νέα Υόρκη, 1911. Ένα νεαρό, ευαίσθητο αγόρι ο Ντέιβιντ μεγαλώνει στις βρώμικες φτωχογειτονιές του Κάτω Ιστ Σάιντ, με τον άνεργο, αγχωτικό πατέρα του και την άδολη μητέρα του. Το μυθιστόρημα έχει το σκηνικό ενός σκληρού, ρεαλιστικού πολιτικού μυθιστορήματος - και λειτουργεί τέλεια ως τέτοιο - αλλά στην καρδιά του είναι ένα βιβλίο βαθιά εσωτερικό. Ένα εξαιρετικά δυναμικό λογοτέχνημα, που αφηγείται την ιστορία του μικρού Ντέιβιντ, ενός παιδιού εβραϊκής καταγωγής που μεγαλώνει στις αρχές του 20ού αιώνα. Μέσα από τα μάτια του παιδιού, ο αναγνώστης βλέπει την καθημερινότητα των μεταναστών, την φτώχεια, τον κοινωνικό αποκλεισμό και την αναζήτηση ταυτότητας. Το μυθιστόρημα διακρίνεται για τη μοντερνιστική του γραφή, τη χρήση εσωτερικού μονολόγου και πλούσιας γλώσσας, καθώς και για τη ζωντανή απεικόνιση του χάους και της ποικιλομορφίας της μεγαλούπολης. Βαθύτερα, εξετάζει την ένταση μεταξύ πατέρα και γιου, την ενοχή, τον φόβο και τη λύτρωση, με φόντο τις θρησκευτικές παραδόσεις που ασκούν έντονη επιρροή στον ψυχισμό του ήρωα. Ο Ροθ καταγράφει ακούραστα και ακλόνητα την καθημερινή ζημιά που προκαλεί η σκληρότητα της ζωής στην φτωχογειτονιά στην τρεμάμενα δεκτική, συναισθηματικά ανυπεράσπιστη συνείδηση ​​του Ντέιβιντ. Ως ακριβής χρονικογράφος των λεπτών εντυπώσεων και της ανάπτυξης ενός διανοητικά πρώιμου μυαλού, ο μόνος όμοιος του είναι ο Τζέιμς Τζόις.

Δεν γίνονται αυτά εδώ  (Σινκλέρ Λιούις  1935) Πολιτικό δυστοπικό μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας, επηρεασμένος από την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη και την εξάπλωση ολοκληρωτικών καθεστώτων, επιχειρεί να δείξει ότι ακόμη και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι απρόσβλητες από την απειλή της δικτατορίας. Η πλοκή εκτυλίσσεται σε μια φανταστική Αμερική της δεκαετίας του 1930, όπου ο Μπέρζιπ Γουίντριπ, ένας χαρισματικός και δημαγωγικός πολιτικός, κερδίζει τις εκλογές προβάλλοντας συνθήματα που υπόσχονται ασφάλεια, οικονομική ευημερία και εθνική υπερηφάνεια. Πολύ σύντομα όμως, το νέο καθεστώς εγκαθιδρύει μια φασιστικού τύπου δικτατορία: το Σύνταγμα παραβιάζεται, οι ελευθερίες καταργούνται, οι πολιτικοί αντίπαλοι φυλακίζονται ή εξορίζονται, και οι πολίτες ζουν κάτω από ένα καθεστώς φόβου και καταπίεσης. Κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος είναι ο Ντόρεμους Τζες, ένας φιλελεύθερος επαρχιακός δημοσιογράφος που στην αρχή παρακολουθεί με δυσπιστία αλλά και κάποια αμηχανία την άνοδο του Γουίντριπ. Καθώς όμως η χώρα βυθίζεται στον ολοκληρωτισμό, ο Τζες αναγκάζεται να περάσει από τη σιωπηλή αντίσταση στη δράση, συμμετέχοντας σε ένα υπόγειο δίκτυο που αγωνίζεται για την ελευθερία. Μέσα από τα μάτια του Τζες, ο αναγνώστης παρακολουθεί πώς η καθημερινότητα μεταμορφώνεται σε εφιάλτη: φίλοι και γείτονες γίνονται καταδότες, η βία και η προπαγάνδα κυριαρχούν, και η δημοκρατία μοιάζει χαμένη υπόθεση. Το έργο συνδυάζει πολιτική αλληγορία και κοινωνικό σχόλιο, θίγοντας ζητήματα όπως ο λαϊκισμός, η χειραγώγηση της κοινής γνώμης, η αδυναμία των θεσμών να αντισταθούν στην αυθαιρεσία και η ευθύνη του πολίτη απέναντι στην ελευθερία. Το ύφος είναι ρεαλιστικό αλλά και δηκτικό, γεμάτο ειρωνεία και πικρία για τις αδυναμίες του ανθρώπου και της κοινωνίας. Παραμένει επίκαιρο ακόμη και σήμερα, ως προειδοποίηση για το πόσο εύθραυστη μπορεί να γίνει η δημοκρατία όταν η αδιαφορία, ο φόβος και η δημαγωγία κυριαρχήσουν. Ο τίτλος του λειτουργεί ως πικρή υπενθύμιση πως η ιστορία επαναλαμβάνεται όταν ξεχνιέται. χαρακτηριστικά παραδείγματα των τελευταίων δεκαετιών είναι οι Μπερλουσκόνι, Τραμπ, Όρμπαν κ.α.

ChatGPT Image
Υψικάμινος (Ανδρέας Εμπειρίκος - 1935) «Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας δὲν εἶναι ἡ χαμέρπεια. Ὑπάρχουν ἀπειράκις ὡραιότερα πράγματα καὶ ἀπ' αὐτὴν τὴν ἀγαλματώδη παρουσία τοῦ περασμένου ἔπους. Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ ἀγάπη. Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ ἀτελεύτητη μᾶζα μας. Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ λυσιτελὴς παραδοχὴ τῆς ζωῆς μας καὶ τῆς κάθε μας εὐχῆς ἐν παντὶ τόπῳ εἰς πᾶσαν στιγμήν εἰς κάθε ἔνθερμον ἀναμόχλευσιν τῶν ὑπαρχόντων. Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι τὸ σεσημασμένον δέρας τῆς ὑπάρξεώς μας»

Το πρώτο ποιητικό έργο του συγγραφέα αποτελεί ορόσημο στην πορεία της νεοελληνικής ποίησης, καθώς εγκαινιάζει επίσημα την είσοδο του υπερρεαλισμού στα ελληνικά γράμματα. Πρόκειται για μια ποιητική σύνθεση που όχι μόνο διαφοροποιείται ριζικά από τα ως τότε λογοτεχνικά ρεύματα, αλλά και ταράζει τα νερά του πνευματικού κόσμου της εποχής, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις. Αντιμετωπίστηκε με σκωπτική και σκεπτικιστική διάθεση από το τότε λογοτεχνικό κατεστημένο. Για αυτό δεν ήταν μόνο ακατανόητο έργο, αλλά και κατακριτέο επειδή συνυπήρχαν γλωσσικά είδη έως τότε θεωρούμενα ασύμβατα μεταξύ τους. Εισήγαγε έναν καινοτόμο τρόπο συγγραφής ποίησης στην Ελλάδα, καθώς ο Εμπειρίκος χρησιμοποίησε τη μέθοδο της αυτόματης γραφής, χαρακτηριστικού των υπερρεαλιστών, καθώς και το υποσυνείδητο, με το οποίο είχε εξοικειωθεί μέσω των σπουδών του στην Ψυχανάλυση. Ο τίτλος παραπέμπει σε ένα «ποιητικό φούρνο», στον οποίο λιώνουν και αναπλάθονται οι λέξεις, οι εικόνες, τα σύμβολα και οι έννοιες. Ο Εμπειρίκος φαίνεται να επιχειρεί μέσα από το έργο του τη διάλυση της συμβατικής λογικής και την απελευθέρωση της δημιουργικής ενέργειας του υποσυνείδητου. Το έργο γράφεται και κυκλοφορεί σε μια περίοδο όπου όχι μόνο η Ελλάδα βρίσκεται σε έντονη κοινωνικοπολιτική αναταραχή. Η δεκαετία του 1930 χαρακτηρίζεται από πολιτικές κρίσεις, οικονομικά προβλήματα και την άνοδο αυταρχικών καθεστώτων διεθνώς. Στη χώρα μας η γενιά του ’30 προσπαθεί να ανανεώσει την έκφραση και να φέρει σε επαφή τα ελληνικά γράμματα με τα ευρωπαϊκά ρεύματα. Ο Εμπειρίκος, επηρεασμένος από τη γαλλική υπερρεαλιστική σχολή και ειδικότερα από τον Αντρέ Μπρετόν, προσπαθεί να εντάξει τις αρχές του υπερρεαλισμού σε ελληνικό έδαφος. Έρχεται σε άμεση επαφή με τα κινήματα της εποχής και με τις θεωρίες της ψυχανάλυσης του Φρόιντ, που θα καθορίσουν τη στάση του απέναντι στην τέχνη και τον λόγο. Είναι γραμμένη σε ελεύθερο στίχο, χωρίς σημεία στίξης, χωρίς κεφαλαία γράμματα και χωρίς δομή που να υπακούει σε συμβατικούς ρυθμούς και μετρικά σχήματα. Η αφαίρεση αυτή υπηρετεί τη βασική αρχή του υπερρεαλισμού: την 

1920. Λωζάνη. Αγνώστου
αυτόματη γραφή. Ο ποιητής αφήνει τη συνείδηση και τη λογική εκτός και αφήνεται στις ελεύθερες συνειρμικές ροές του ασυνείδητου, προσφέροντας ένα έργο που μοιάζει αρχικά ακατανόητο ή παράλογο, αλλά το οποίο επιδιώκει να μιλήσει κατευθείαν στην ψυχή και το ένστικτο. Οι εικόνες είναι τολμηρές, συχνά ερωτικές ή και βίαιες, με έντονη εικονοπλαστική δύναμη. Ο λόγος του Εμπειρίκου καταργεί τα όρια μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, μεταπλάθει την καθημερινότητα σε χώρο φαντασιακής ελευθερίας και απενοχοποιεί το σώμα, τον έρωτα και το ένστικτο. Αποτελεί ένα ταξίδι στο ασυνείδητο. Ο ποιητής αναζητεί την πλήρη ελευθερία της έκφρασης, χωρίς τις επιβολές της ηθικής, της κοινωνίας ή της λογικής. Το ασυνείδητο δεν είναι εδώ απλώς αντικείμενο εξερεύνησης, αλλά η ίδια η πηγή της δημιουργίας. Ο έρωτας, κυρίως με την έννοια του σαρκικού πάθους, διατρέχει το έργο. Ο Εμπειρίκος τον υμνεί ως υπέρτατη δύναμη που καταλύει κάθε περιορισμό. Ο ερωτισμός του δεν είναι ρομαντικός ούτε ηθικοπλαστικός· είναι πρωτόγονος, εκρηκτικός, στοιχείο ζωής και δημιουργίας. Εμπεριέχει συχνά βίαιες εικόνες, που εκφράζουν την ανάγκη για διάρρηξη του παλαιού, για καταστροφή κάθε κατεστημένου μορφώματος ώστε να γεννηθεί το νέο. Είναι η φωτιά της μεταμόρφωσης, ο φούρνος που λιώνει τα παλιά υλικά για να τα ξαναπλάσει. Τέλος έχει συχνές αναφορές σε μηχανές, ατμόπλοια, βιομηχανικά στοιχεία, που αναδεικνύουν τον εκσυγχρονισμό και την τεχνολογική πρόοδο της εποχής, αλλά και το άγχος που αυτά τα σύμβολα προκαλούν. Πόσο αποδεκτά είναι αυτά ακόμη και σήμερα; Με το πέρασμα των χρόνων, η αξία του έργου αναγνωρίστηκε και θεωρείται πλέον θεμέλιο του ελληνικού υπερρεαλισμού και έργο-σταθμός για την απελευθέρωση του ποιητικού λόγου στη χώρα μας. Ο Εμπειρίκος δεν επεδίωξε να γράψει «ωραία ποίηση» με την κλασική έννοια. Στόχος του ήταν η ποιητική πράξη ως πράξη επανάστασης και απελευθέρωσης του ανθρώπου από κάθε μορφή καταπίεσης. Η γλώσσα του έργου είναι πρωτότυπη, τολμηρή, με αδιάκοπες εναλλαγές εικόνων, ανατροπές της γραμματικής και του συντακτικού, νεολογισμούς, αλλά και αναφορές σε καθημερινές λέξεις που σε άλλο συμφραζόμενο αποκτούν νέο, παράδοξο νόημα. Ο λόγος είναι πλημμυρισμένος από ρυθμούς εσωτερικούς, που δεν υπακούουν σε μετρικούς κανόνες, αλλά σε παλμούς ψυχής και φαντασίας. Σημαντικό στοιχείο είναι η απουσία σημείων στίξης, που κάνει τον αναγνώστη να «παρασυρθεί» σε μια ροή λέξεων, χωρίς σταματημό, όπως στο όνειρο. Έτσι επιτυγχάνεται η συνεχής ροή του υποσυνειδήτου. Εξακολουθεί να διαβάζεται και να μελετάται όχι μόνο ως πρωτοποριακό ποιητικό έργο, αλλά και ως πολιτιστικό τεκμήριο μιας εποχής που αναζητούσε νέες μορφές έκφρασης. Είναι ένα βιβλίο που απαιτεί από τον αναγνώστη να αφήσει πίσω του κάθε συμβατική προσδοκία από την ποίηση και να εισέλθει σε έναν κόσμο όπου οι λέξεις λειτουργούν όπως τα όνειρα: απελευθερωμένες από κάθε έλεγχο. Σήμερα, το έργο αυτό συνεχίζει να εμπνέει ποιητές, καλλιτέχνες και στοχαστές, ως παράδειγμα ποίησης που δεν φοβάται να ανατρέψει, να προκαλέσει και να πειραματιστεί. Είναι ένας ύμνος στην ελευθερία της ψυχής και του σώματος, στην ανάγκη της εσωτερικής αλλαγής, στη δύναμη της φαντασίας και του ασυνειδήτου, και στη δυνατότητα της ποίησης να γίνεται όχημα ρήξης και αναγέννησης. "Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ ἀγάπη".

Η χώρα του χιονιού (Γιασουνάρι Καβαμπάτα, 1935-1937). Στη χιονισμένη επαρχιακή πόλη της Ιαπωνίας, ο πλούσιος Shimamura από το Τόκυο, ταξιδεύει κάθε χειμώνα στο ίδιο ροτέι-σπιτι για να συναντήσει την Komako, νεαρή γκέισα που ερωτεύεται απελπισμένα. Παράλληλα, η Yukiko, παλιά της φίλη, νοσεί από φυματίωση. Σε ένα τοπίο μεταβαλλόμενων χιονισμένων εποχών, η σχέση ανάμεσα στον άνδρα που δεν μπορεί να δεσμευτεί και τις δύο γυναίκες που διεκδικούν το δικό τους νόημα αγάπης, κορυφώνεται σε μια τελευταία τραγωδία: το τρένο που φέρνει τον Shimamura και τη Yukiko πίσω στην πόλη πιάνει φωτιά στο τούνελ, σκοτώνοντας την άρρωστη κοπέλα. Θεωρείται η κορυφαία έκφραση του ιαπωνικού “mono no aware”, της λύπησης για τη φθορά των πραγμάτων. Ο Καβαμπάτα απογειώνει τη χαϊκού αισθητική στο πεζό: χιονισμένα πεδία, τρένα που διασχίζουν την ομίχλη, ήχοι σακούρας που σπάνε τη σιωπή. Η χρήση της «κενής σελίδας» (ma) δημιουργεί ρυθμό αναπνοής, ενώ οι επαναλήψεις και οι εποχιακοί κύκλοι ενισχύουν την αίσθηση μοιραίου. Ο Καβαμπάτα βρήκε την πρώτη ύλη για το Snow Country από τρεις πηγές. Τοπική εμπειρία: Το φθινόπωρο του 1934 ταξίδεψε για πρώτη φορά στο Γιουζάγουα (νομός Νιιγκάτα), την περιοχή που οι Ιάπωνες αποκαλούν «Χώρα του Χιονιού». Διέσχισε το τούνελ Σιμιζού με τρένο – η σκηνή αυτή έγινε το διάσημο άνοιγμα του μυθιστορήματος. Λαογραφική ανάγνωση: Πριν και μετά την επίσκεψή του μελέτησε το λαογραφικό δοκίμιο Snow Country Tales του Μποκούσι Σουζούκι, που περιέγραφε τα τοπικά έθιμα, τις θερμές πηγές και τις «θερμές γκέισες» της περιοχής. Αυτοβιογραφικό «μοντέλο»: Στο παραδοσιακό ριόκαν Takahan συνάντησε μια τοπική γκέισα, τη Μάτσουε, η οποία υπήρξε η βασική έμπνευση για τον χαρακτήρα της Κομάκο. Συνδυάζοντας αυτά τα τρία στοιχεία δημιούργησε ένα έργο όπου το φυσικό τοπίο, οι παραδόσεις και οι ανθρώπινες σχέσεις συγχωνεύονται σε μια λυρική αφήγηση. Πρωτοποριακό για την εποχή, το μυθιστόρημα εισάγει τον μοντερνισμό στην ιαπωνική πεζογραφία χωρίς να απορρίπτει την παράδοση. 

Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ! (Γουίλιαμ Φώκνερ – 1936) Ξεχωρίζει όχι μόνο για την πλούτο της ιστορίας σε λεπτομέρειες, και την πολυπλοκότητα των αφηγήσεων, αλλά κυρίως γιατί συνδιαλέγεται με αυτό που αποκαλούν το κέντρο βάρους της ιστορίας του Νότου , που δεν είναι άλλο από τον ρατσισμό σε όλες σχεδόν τις μορφές του και τον έντονο διαχωρισμό των κοινωνικών τάξεων. Μελετά τη γένεση της αριστοκρατίας του Νότου πριν τον αμερικάνικο εμφύλιο και το που και πως αυτή θεμελίωσε τα προνόμια της. Θεωρείται ένα από τα πιο σύνθετα και σημαντικά έργα της αμερικανικής λογοτεχνίας. Ο τίτλος παραπέμπει στη βιβλική μορφή του Αβεσσαλώμ, γιου του Δαβίδ, ο οποίος επαναστάτησε κατά του πατέρα του και σκοτώθηκε, συμβολίζοντας την αμαρτία, την προδοσία και την κατάρρευση. Ο Φώκνερ χτίζει ένα μυθιστόρημα που συνδυάζει το έπος και την τραγωδία για να μιλήσει για την Ιστορία, τη μοίρα και την ανθρώπινη αλαζονεία. Στο επίκεντρο της αφήγησης βρίσκεται η μορφή του Τόμας Σάτπεν, ενός μυστηριώδους άντρα που φτάνει στο Γιόκναπατοφα του Μισισιπή με σκοπό να δημιουργήσει μια δυναστεία και να αποκτήσει κοινωνική και οικονομική δύναμη. Ο Σάτπεν, γεννημένος σε συνθήκες φτώχειας και ταπείνωσης, ονειρεύεται έναν κόσμο που θα έχει χτίσει ο ίδιος, αλλά το σχέδιό του βασίζεται σε εκμετάλλευση, ρατσισμό, βία και απόρριψη όσων δεν ταιριάζουν στο όραμά του. Η δομή του έργου είναι περίπλοκη και πρωτοποριακή: η ιστορία ξετυλίγεται μέσα από τις αφηγήσεις διαφορετικών χαρακτήρων, κυρίως του Κουέντιν και του φίλου του, Σάρι. Οι ήρωες προσπαθούν να ανασυνθέσουν το παρελθόν του Σάτπεν, μέσα από φήμες, μισές αλήθειες και θρύλους. Το αποτέλεσμα είναι ένα μυθιστόρημα που μιλά για την αδυναμία του ανθρώπου να κατανοήσει πλήρως την Ιστορία και την αλήθεια. Τα μεγάλα θέματα του Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ! είναι η κατάρα της φυλετικής μισαλλοδοξίας, η καταστροφική φιλοδοξία και η παρακμή του Νότου. Ο Σάτπεν καταρρέει όταν το όραμά του απειλείται από το ίδιο το αίμα του: ο γιος που απέκτησε από προηγούμενο γάμο με γυναίκα μεικτής καταγωγής αποδεικνύεται το απαγορευμένο στοιχείο που οδηγεί στην καταστροφή της δυναστείας του. Ο Σάτπεν, αντί να αναγνωρίσει τον γιο του, προσπαθεί να τον εξαλείψει, εγκλωβισμένος στις προκαταλήψεις της εποχής. Η γλώσσα του Φώκνερ είναι πυκνή, ποιητική, με μεγάλες, ρυθμικές προτάσεις που απαιτούν προσοχή. Το μυθιστόρημα αποτελεί στοχασμό για το πώς οι αμαρτίες του παρελθόντος στοιχειώνουν το παρόν και για το πώς η Ιστορία επαναλαμβάνεται ως τραγωδία. Το μυθιστόρημα είναι όχι μόνο μια οικογενειακή σάγκα αλλά και μια αλληγορία για τον αμερικανικό Νότο και τις πληγές του.                                             

Το μεγάλο χρήμα (Τζον  Ντος Πάσος – 1936)       Είναι το τρίτο και τελευταίο μέρος της μνημειώδους τριλογίας U.S.A. που καταγράφει την ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών από τις αρχές του 20ού αιώνα έως και τη δεκαετία του 1930. Επικεντρώνεται στη δεκαετία του 1920, την εποχή της οικονομικής άνθησης, των μεγάλων προσδοκιών και τελικά της οικονομικής καταστροφής. Σε αυτό ο συγγραφέας εξερευνά τη δύναμη του πλούτου και πώς αυτή διαμορφώνει την αμερικανική κοινωνία. Εστιάζει σε μια σειρά χαρακτήρων που είτε κυνηγούν το «μεγάλο χρήμα» είτε συνθλίβονται από αυτό: επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι, εργάτες, καλλιτέχνες και αριβίστες που προσπαθούν να επιβιώσουν ή να ανέλθουν μέσα σε ένα περιβάλλον όπου οι αξίες διαβρώνονται από την απληστία και τον ατομικισμό. Συνεχίζει την παράθεση χαρακτήρων που συνθέτουν το πανόραμα της αμερικανικής κοινωνίας των αρχών του 20ού αιώνα. Οι ήρωες έχουν περισσότερη συνάφεια με τον κόσμο του πλούτου, της διαφήμισης, της δημοσιότητας και της οικονομικής δύναμης, σε αντίθεση με την εστίαση στους εργάτες, στους μικροαστούς και στους ριζοσπάστες των δυο προηγούμενων βιβλίων. Ο Charlie είναι γιος πλούσιας οικογένειας που καταδιώκει την επιτυχία και τις ηδονές της ζωής, αλλά συνθλίβεται από το ίδιο το κυνήγι του κέρδους και της κοινωνικής αναγνώρισης. Ο χαρακτήρας του αποτυπώνει την αλλοτρίωση της νεολαίας του μεσοπολέμου. Η Margo, πρώην σταρ του βοντβίλ που αναρριχάται στην κοινωνική ιεραρχία χάρη στις σχέσεις της και στη χειραγώγηση του ανδρικού κόσμου, πληρώνει το τίμημα της κενότητας της αντίληψής της. Η Mary French είναι μορφή που συνδέει το έργο με το πνεύμα του 1919, καθώς ενσαρκώνει τον ιδεαλισμό και τη δέσμευση σε κοινωνικούς αγώνες, έστω κι αν η εποχή πια κυριαρχείται από τον κυνισμό. Σε σύγκριση με τους χαρακτήρες των δύο προηγούμενων τόμων, βλέπουμε μια μετατόπιση: Στον «42ο παράλληλο» κυριαρχούν μορφές όπως ο Mac (εργατικός αγωνιστής) και η Eleanor (γυναίκα με όνειρα κοινωνικής ανέλιξης αλλά και συναισθηματικής σύγκρουσης). Οι χαρακτήρες αυτοί κινούνται σε ένα πλαίσιο πάλης για αλλαγή και ελπίδας. Στο «1919» οι ήρωες, όπως ο Joe Williams, βιώνουν την απογοήτευση του πολέμου και τη σκληρότητα της κοινωνικής ανισότητας, ενώ κάποιοι συνεχίζουν να πιστεύουν σε συλλογικά ιδανικά. Στο «Μεγάλο χρήμα», οι ήρωες είτε παραδίδονται στο ρεύμα του καπιταλιστικού αμοραλισμού είτε συνθλίβονται από αυτό. Η ιδεολογία υποχωρεί μπροστά στην παντοδυναμία του χρήματος. Μόνο λίγοι χαρακτήρες (όπως η Mary French) θυμίζουν τους πιο ιδεαλιστές ήρωες του παρελθόντος. Ο Dos Passos, με αυτή τη σύγκριση, τονίζει την πορεία της Αμερικής: από τα οράματα και τους αγώνες στην υποταγή στο «μεγάλο χρήμα» και στην ψευδαίσθηση της επιτυχίας. Η ειρωνεία είναι πως αρκετοί χαρακτήρες του τρίτου τόμου επίσης ξεκίνησαν με ελπίδες παρόμοιες με αυτές των ηρώων των δυο προηγούμενων τόμων, αλλά κατέληξαν αλλοτριωμένοι, απογοητευμένοι ή καταρρακωμένοι, δείχνοντας πώς οι ίδιες οι συνθήκες τους διέφθειραν. Το μυθιστόρημα, όπως και τα δυο προηγούμενα ακολουθεί την πρωτοποριακή τεχνική του συγγραφέα με την εναλλαγή τεσσάρων τύπων κειμένου (βιογραφίες, ειδησεογραφικά κολάζ, προσωπικούς εσωτερικούς μονόλογους του συγγραφέα και την κύρια αφήγηση, με τις ιστορίες των φανταστικών χαρακτήρων). Η γλώσσα είναι άμεση, συχνά κοφτή, με έντονη αίσθηση ρυθμού, ενώ οι εικόνες που δημιουργούνται είναι ζωντανές και δυνατές. Ο Dos Passos εκφράζει την απογοήτευσή του για το πώς η Αμερική, αντί να υλοποιήσει τα ιδανικά της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, γίνεται όμηρος του κεφαλαίου και της διαφθοράς. Το έργο δεν είναι απλώς ένα μυθιστόρημα για το χρήμα αλλά και για τη σύγκρουση ανάμεσα στο άτομο και τις δυνάμεις της ιστορίας. Η τριλογία U.S.A. και ιδιαίτερα το κλείσιμό της, με το «The Big Money» θεωρείται από τα σημαντικότερα επιτεύγματα του αμερικανικού μοντερνισμού και άσκησε μεγάλη επιρροή στη λογοτεχνία του 20ού αιώνα.   

Η στέγη από γρασίδι (Yi Sang - 1936). Ένας νεαρός διανοούμενος στην αποικιοκρατούμενη Σεούλ καταγράφει στο ημερολόγιό του την πνευματική αποσύνθεση. Ανάμεσα σε ονειρικές περιγραφές σπιτιών με στέγες από γρασίδι και σκηνές καθημερινής καταπίεσης από τους Ιάπωνες, ο ήρωας βιώνει την αποξένωση από το σώμα του, τη γλώσσα του, την ίδια την ιστορία. Το βιβλίο κλείνει με την εικόνα του να σκαρφαλώνει σε μια κεραμοσκεπή που σπάει κάτω από τα πόδια του – σύμβολο του πολιτισμού που καταρρέει. Ο Γι Σανγκ, μαθηματικός και σουρεαλιστής ποιητής, δημιουργεί το πρώτο κορεατικό αντιστασιακό μυθιστόρημα. Χρησιμοποιεί κυβιστική διάταξη κειμένου, εσωτερικό μονόλογο και αυτοαναφορικότητα για να αποδομήσει τη γραμμική αφήγηση της ιαπωνικής κυριαρχίας. Η «στέγη από γρασίδι» γίνεται μεταφορά για μια εθνική ταυτότητα που δεν μπορεί να στεγάσει πια τους ανθρώπους της. Παρότι απαγορεύτηκε αμέσως, κυκλοφόρησε παράνομα και επηρέασε τη γενιά του ’40 που οδήγησε την ανεξαρτησία του 1945. Θεωρείται σημείο τομή ανάμεσα στον συμβολισμό και τον μοντερνισμό της Άπω Ανατολής.                                                                                                           

ChatGPT Image
Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα (Φ.Γκ.Λόρκα – 1936)   Το τελευταίο θεατρικό έργο του Λόρκα, γραμμένο λίγο πριν τη δολοφονία του, αποτελεί κορύφωση της θεατρικής του δημιουργίας. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1940. Πρόκειται για μια τραγωδία της τιμής και της καταπίεσης, με φόντο την επαρχιακή Ισπανία και τις άγραφες κοινωνικές και ηθικές επιταγές που καθορίζουν τις ζωές των γυναικών. Η υπόθεση εκτυλίσσεται εξολοκλήρου μέσα στο σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα, μιας αυταρχικής χήρας που, μετά τον θάνατο του δεύτερου συζύγου της, επιβάλλει οκταετή πένθος στις πέντε κόρες της. Στο κλειστό και αποπνικτικό αυτό περιβάλλον, η Μπερνάρντα γίνεται τύραννος, αποφασισμένη να διαφυλάξει την «τιμή» της οικογένειας με κάθε κόστος. Η αυστηρότητά της καταπνίγει κάθε επιθυμία, ενώ οι κόρες  της (Άνχελα, Μαρτίριο, Μαγδαλένα, Αμέλια και Αντέλα) βασανίζονται από την απραξία, τη ζήλεια και τον πόθο. Κεντρική μορφή της σύγκρουσης είναι η Αντέλα, η μικρότερη κόρη, που αντιδρά στην καταπίεση και διεκδικεί το δικαίωμα στη ζωή και τον έρωτα. Ο Πέπε ελ Ρομάνο, ο άνδρας που ζητά σε γάμο την πρωτότοκη Άνχελα, γίνεται το αντικείμενο του κρυφού πόθου και της διεκδίκησης όλων σχεδόν των κοριτσιών, οδηγώντας σε τραγική κορύφωση. Το έργο καταλήγει με την αυτοκτονία της Αντέλα, μια πράξη που συντρίβει κάθε ελπίδα απελευθέρωσης. Το έργο είναι μια αλληγορία για την τυραννία και την κοινωνική υποκρισία. Το σπίτι λειτουργεί ως σύμβολο φυλακής, ενώ η ίδια η Μπερνάρντα προσωποποιεί την καταπιεστική εξουσία: τη μητέρα, το κράτος, την παράδοση. Η τραγωδία δεν πηγάζει μόνο από τις εξωτερικές συνθήκες αλλά και από την εσωτερίκευση αυτών των αξιών από τα ίδια τα πρόσωπα. Η γλώσσα του είναι λιτή αλλά γεμάτη ποίηση και συμβολισμούς. Η αντίθεση άσπρου-μαύρου (π.χ. τα λευκά τείχη του σπιτιού, τα μαύρα ρούχα του πένθους) υπογραμμίζει το δίπολο καταπίεσης και επιθυμίας, αγνότητας και αμαρτίας. Οι διάλογοι είναι έντονοι, γεμάτοι υπαινιγμούς και κρυφές εντάσεις, ενώ η ατμόσφαιρα του έργου γίνεται όλο και πιο ασφυκτική όσο πλησιάζει το μοιραίο τέλος. Το έργο, αν και βασισμένο στην ισπανική παράδοση, έχει οικουμενική διάσταση και ερμηνεύεται ως διαχρονικό σχόλιο πάνω στη θέση της γυναίκας, στη βία της πατριαρχίας και στην καταστροφική δύναμη της κοινωνικής καταπίεσης. Σήμερα παραμένει ένα από τα πιο παιγμένα και πολυσυζητημένα έργα του παγκόσμιου θεάτρου.  

Coolie (Mulk Raj Anand - 1936). Ο Μούνου, δεκατετράχρονος αγρότης από τα Ιμαλάια, φεύγει για τη Βομβάη αναζητώντας δουλειά. Περνά περιπέτειες κάνοντας χειρωνακτικές εργασίες: φορτωτή στο λιμάνι, εργάτη σε εργοστάσιο υφασμάτων, υπηρέτη σε πλούσιο σπίτι, ακόμη και το θύμα τροχαίου. Κάθε περιπέτειά του αποκαλύπτει ένα νέο πρόσωπο της αποικιοκρατίας και του συστήματος της κάστας. Τελικά, πεθαίνει από φυματίωση στους δρόμους της πόλης, αφήνοντας πίσω του μόνο το ραβδί του και το όνομα «coolie». Είναι το πρώτο μυθιστόρημα που τοποθετεί τον φτωχό Ινδό στο κέντρο της αφήγησης. Ο Άναντ χρησιμοποιεί ρεαλισμό-καταγραφή, διάλογους σε χίντι-αγγλικά ιδιώματα και εναλλασσόμενη οπτική γωνία για να δείξει πώς η αποικιοκρατία και το σύστημα των καστών διαπλέκονται. Η δομή «οδοιπορικό» θυμίζει βουδιστικό τζατάκα, αλλά αντί για φώτιση οδηγεί στον θάνατο, καθιστώντας το έργο σκληρή καταγγελία. Εκδόθηκε την ίδια χρονιά με το ιδρυτικό μανιφέστο της Indian Progressive Writers’ Association, και μαζί με το Untouchable καθιέρωσε την «αγγλο-ινδική» πεζογραφία ως όχημα κοινωνικής αλλαγής.            

Από την έκθεση  των Γ. Ανδρεάδη, Μ.Μαύρου και Π.Ρηγοπούλου
Όσα Παίρνει ο Άνεμος (Μάργκαρετ Μίτσελ – 1936)  Από τα πιο εμβληματικά και πολυδιαβασμένα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα. Η Μάργκαρετ Μίτσελ, στο μοναδικό της μυθιστόρημα, κατόρθωσε να συνθέσει μια μεγάλη επική αφήγηση, που συνδυάζει την ιστορική τοιχογραφία με την προσωπική τραγωδία και την ιστορία ενηλικίωσης της κεντρικής ηρωίδας. Το έργο διαδραματίζεται στον αμερικανικό Νότο κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου (1861-1865) και της Ανασυγκρότησης που ακολούθησε. Στο κέντρο της αφήγησης βρίσκεται η Σκάρλετ Ο’Χάρα, η κακομαθημένη κόρη μιας πλούσιας οικογένειας γαιοκτημόνων. Στην αρχή του έργου η Σκάρλετ είναι μια νεαρή γυναίκα που ζει ανέμελα στη φυτεία της οικογένειας και απολαμβάνει τα προνόμια της τάξης της. Η ερωτική της απογοήτευση —ο γάμος του Άσλεϊ με τη γλυκιά Μέλανι— και η έκρηξη του πολέμου ανατρέπουν βίαια τη ζωή της. Καθώς ο Νότος καταρρέει, η Σκάρλετ καλείται να επιβιώσει σε έναν κόσμο που αλλάζει ριζικά. Το μυθιστόρημα παρακολουθεί τη μεταμόρφωσή της από επιπόλαιη κοπέλα σε μια σκληρή, αποφασιστική γυναίκα, ικανή να παλέψει για την επιβίωση της οικογένειας και της γης της. Ο χαρακτήρας της είναι πολύπλοκος: είναι πεισματάρα, εγωίστρια και συχνά ανήθικη, αλλά ταυτόχρονα γοητευτική, γεμάτη ζωντάνια και αδάμαστη θέληση. Η σχέση της με τον Ρετ, τον κυνικό και διορατικό άντρα που βλέπει καθαρά την παρακμή του παλιού Νότου, είναι κεντρική στο έργο. Ο Ρετ την αγαπά, αλλά η Σκάρλετ τυφλώνεται από την εμμονή της με τον Άσλεϊ και τις κοινωνικές συμβάσεις. Η σύγκρουση ανάμεσα στα δυο αυτά πρόσωπα εκφράζει τη σύγκρουση παλιού και νέου κόσμου, παράδοσης και προσαρμογής. Το έργο είναι ταυτόχρονα ιστορικό και κοινωνικό μυθιστόρημα. Μέσα από τα μάτια της Σκάρλετ, ο αναγνώστης βιώνει την πτώση της αριστοκρατίας του Νότου, τις φρικαλεότητες του πολέμου και τις δυσκολίες της ανοικοδόμησης. Ωστόσο, το έργο έχει δεχθεί έντονη κριτική για την ιδεαλιστική απεικόνιση του Νότου και τη ρομαντικοποίηση της δουλείας και των φυλετικών διακρίσεων. Η γραφή της Μίτσελ είναι πλούσια σε περιγραφές και έντονα δραματική. Το μυθιστόρημα, αν και εκτενές, διαβάζεται με αμείωτο ενδιαφέρον χάρη στη ζωντάνια των χαρακτήρων και την κινηματογραφική αφήγηση.

Σημείωση για τα ιστορικά γεγονότα της περιόδου: 

Στο κόσμο: Στη Σοβιετική Ένωση, αρχίζει μια σειρά μαζικών πολιτικών εκκαθαρίσεων και φυσικής εξόντωσης αντιπάλων του Στάλιν. Στη Γερμανία θεσπίζονται οι Νόμοι της Νυρεμβέργης (1935) που αφαιρούν τα πολιτικά δικαιώματα των Εβραίων, κλιμακώνοντας τον αντισημιτισμό προ του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Το Μάρτιο του 1936 η Ναζιστική Γερμανία αποστέλλει στρατεύματα στη Ρηνανία, παραβιάζοντας τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και αυξάνοντας την ένταση στην ευρασιατική ήπειρο. Ξεκινά ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος (Ιούλιος 1936), στον οποίο οι δυνάμεις του Φράνκο υποστηρίζονται από τη Γερμανία και την Ιταλία, επιταχύνοντας την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη. 

Στη Μεσόγειο: Η Ιταλία εισβάλλει στην Αιθιοπία (Οκτώβριος 1935), σηματοδοτώντας την έναρξη του Δεύτερου Ιταλο-Αβυσσινιακού Πολέμου και ένταση στα μεσογειακά κράτη. Την κατακτά το Μάιο του 1936, ενισχύοντας την εκστρατεία επιρροής της στην ευρύτερη περιοχή.

Στην Ελλάδα: Αποτυχημένο πραξικόπημα του Βενιζελικού κινήματος υπό τον Ν. Πλαστήρα (1–11 Μαρτίου 1935), που κατέληξε σε εθνική εκκαθάριση δημοκρατικών αξιωματικών, αποδυναμώνοντας τη Β’ Ελληνική Δημοκρατία. Στις 4 Αυγούστου 1936 εγκαθίδρυση του καθεστώτος του Ιωάννη Μεταξά, που αναστέλλει το σύνταγμα και επιβάλλει δικτατορία με βασιλική και στρατιωτική υποστήριξη.   



Κυριακή 10 Αυγούστου 2025

1933: Πολυδιαβασμενα και καλοπουλημένα λογοτεχνικά έργα

Μπαλέτο-ΕΛΣ-Η-χρυσή-εποχή-φωτό-Β. Κεχαγιάς

Η μορφή των πραγμάτων που θα έρθουν (Χέρμπερτ Τζ. Γουέλς – 1933) Μια οικονομική ύφεση προκαλεί έναν μεγάλο πόλεμο που αφήνει την Ευρώπη κατεστραμμένη και απειλούμενη από την πανούκλα. Το χάος επιστρέφει μεγάλο μέρος του κόσμου σε μεσαιωνικές συνθήκες. Οι τεχνικοί που υπηρέτησαν στο παρελθόν σε αεροπορικές δυνάμεις διαφόρων εθνών διατηρούν ένα δίκτυο λειτουργικών αεροδρομίων. Γύρω από αυτόν τον πυρήνα, ο τεχνολογικός πολιτισμός ξαναχτίζεται, με ειδικευμένους τεχνικούς να καταλαμβάνουν τελικά την παγκόσμια εξουσία και να σαρώνουν τα απομεινάρια των εθνικών κρατών. Δημιουργείται μια «πεφωτισμένη» δικτατορία, η οποία ανοίγει το δρόμο για την παγκόσμια ειρήνη καταργώντας τους εθνικούς διαχωρισμούς, επιβάλλοντας την αγγλική γλώσσα, προωθώντας την επιστημονική μάθηση και θέτοντας εκτός νόμου τη θρησκεία. Οι φωτισμένοι πολίτες του κόσμου είναι σε θέση να καθαιρέσουν τους δικτάτορες ειρηνικά και να συνεχίσουν να αναπτύσσουν μια νέα φυλή υπερ-ταλέντων, ικανών να διατηρήσουν μια μόνιμη ουτοπία. Όπως σημειώνει ο Nathaniel Ward, το μυθιστόρημα του Γουέλς εκδόθηκε δύο χρόνια μετά το «Θαυμαστό Νέο Κόσμο» του Aldous Huxley. Και στα δύο έργα, ένας πόλεμος αφήνει τον κόσμο σε ερείπια, μια αυτοανακηρυγμένη ελίτ αναλαμβάνει τον έλεγχο, τον ξαναχτίζει και επιδίδεται σε κοινωνική μηχανική για να αναδιαμορφώσει την ανθρώπινη κοινωνία. Η κρίσιμη διαφορά είναι ότι η κοινωνία που οραματίζεται ο Huxley είναι εξαιρετικά ιεραρχική, με τους ευφυείς «Άλφα» στην κορυφή και τους καθυστερημένους «Έψιλον» στο κάτω μέρος, με τον Huxley να υποστηρίζει ότι μια κοινωνία που αποτελείται αποκλειστικά από τους δυναμικούς και ανταγωνιστικούς «Άλφα» θα διαλυθεί στο χάος και στις συνεχείς συγκρούσεις. Ήταν αυτό το όραμα που ο Wells πίστευε ότι θα έκανε τον Huxley να μείνει στη μνήμη των επόμενων γενιών ως «αντιδραστικό συγγραφέα». Μεγάλο μέρος του έργου του Γουέλς, είναι αφιερωμένο στο να καταδείξει ότι δεδομένου του χρόνου, μια ελίτ με τον έλεγχο της παγκόσμιας εκπαίδευσης μπορεί να κάνει μια τέτοια κοινωνία ευφυών και δυναμικών «Άλφα» αρμονική και λειτουργική, χωρίς να υπάρχει μια κατώτερη τάξη.

Οι Σαράντα Ημέρες του Μούσα Ντάγ (Φραντς Βίκτορ Βέρφελ – 1933) Το σημαντικότερο μυθιστόρημα του που είναι ένα από τα πρώτα μεγάλα λογοτεχνικά έργα που έφεραν στο φως τη γενοκτονία των Αρμενίων. Κυκλοφόρησε το 1933 και βασίζεται σε αληθινά γεγονότα που εκτυλίχθηκαν το 1915, όταν μια ομάδα Αρμενίων από χωριά της Κιλικίας αρνήθηκε να υποταχθεί στις διαταγές των Οθωμανών για εκτοπισμό και αφανισμό και κατέφυγε στο όρος Μούσα Ντάγ (Όρος Μωυσή). Εκεί, πολιορκημένοι, αντιστάθηκαν ηρωικά για σαράντα μέρες, μέχρι που διασώθηκαν από γαλλικά πολεμικά πλοία. Κεντρικό πρόσωπο του έργου είναι ο Γκάμπριελ, ένας κοσμοπολίτης Αρμένιος που αναλαμβάνει την ηγεσία των αμυνόμενων. Μέσα από την αφήγηση, ο Werfel σκιαγραφεί με δραματικό ρεαλισμό την οδύσσεια αυτών των ανθρώπων: τον φόβο, την ελπίδα, τη σκληρότητα του πολέμου αλλά και την αλληλεγγύη και την αξιοπρέπεια. Το μυθιστόρημα δεν είναι μόνο μια ιστορία ηρωισμού, αλλά και μια βαθιά στοχαστική ματιά πάνω στη βία, τη θρησκευτική και εθνοτική καταπίεση και τη δύναμη του ανθρώπινου πνεύματος απέναντι στην εξουσία. Είχε τεράστια απήχηση στην εποχή του, ενώ προκάλεσε την οργή της Τουρκίας και υπήρξε αντικείμενο διπλωματικών πιέσεων. Απαγορεύτηκε στη ναζιστική Γερμανία, καθώς ο Werfel ήταν Εβραίος και το έργο του θεωρήθηκε «επικίνδυνο» λόγω της καταγγελίας του κρατικού εγκλήματος. Μέχρι σήμερα παραμένει ένα κορυφαίο ιστορικό και λογοτεχνικό μνημείο για τη γενοκτονία των Αρμενίων και ένας ύμνος στη δύναμη της ανθρώπινης αντίστασης.

Φονταμάρα (Ινιάτσιο Σιλόνε – 1933) Το πρώτο και πιο γνωστό μυθιστόρημα του Ιταλού συγγραφέα και διανοούμενου Σεκόντο Τρανκουίλι. Εκδόθηκε αρχικά στη γερμανική γλώσσα, καθώς ο συγγραφέας βρισκόταν στην εξορία, κυνηγημένος από το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι. Αποτελεί μια από τις πρώτες και πιο συγκλονιστικές λογοτεχνικές καταγγελίες της κοινωνικής αδικίας και της καταπίεσης που υπέστησαν οι φτωχοί χωρικοί στην Ιταλία της εποχής. Η ιστορία εκτυλίσσεται στο φανταστικό χωριό Fontamara, που συμβολίζει την άγρια ορεινή περιοχή των Αμπρούζων, ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα. Οι χωρικοί του Fontamara είναι αγράμματοι, φτωχοί και συνεχώς θύματα εκμετάλλευσης από τους γαιοκτήμονες, τους τοπικούς άρχοντες και τους φασίστες. Το έργο ξεκινά με την κλοπή του νερού — πηγή ζωής για τους χωρικούς — από έναν πλούσιο επιχειρηματία, πράξη που συμβολίζει την υφαρπαγή των αγαθών και της αξιοπρέπειας των απλών ανθρώπων από τους ισχυρούς. Ο Silone καταγράφει με γλώσσα λιτή και ρεαλιστική τη μοίρα των «cafoni», όπως αποκαλούνται οι αγρότες: την αφέλεια, τη θρησκευτική πίστη, την ελπίδα για δικαιοσύνη, αλλά και την τραγική κατάληξη κάθε τους προσπάθειας αντίστασης. Το Fontamara δεν είναι απλώς μια κοινωνική καταγγελία· είναι και ένα έργο βαθιά ανθρώπινο, που υμνεί την αντοχή και την ηθική δύναμη των καταπιεσμένων. Αν και γραμμένο σε απλή μορφή, θυμίζοντας λαϊκή αφήγηση, διαθέτει έντονη πολιτική διάσταση και αποτέλεσε ισχυρό όπλο κατά του φασισμού. Το μυθιστόρημα γνώρισε διεθνή απήχηση και παραμένει μέχρι σήμερα σύμβολο του αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη και ελευθερία.

Η μαγεμένη ψυχή (Ρομέν Ρολάν – 1933) Αν και ο 1ος τόμος εκδόθηκε το 1922, η τετραλογία ολοκληρώθηκε το 1933. Η ψυχή μιας γυναίκας μαγεμένης απ’ το θαύμα της ζωής, απ’ τη σκληρότητα, τον πόνο και την ομορφιά, απ’ τον έρωτα και το μίσος -μια ματωμένη ψυχή μαγεμένη πάντα απ’ τη δημιουργία και την καταστροφή- δημιουργεί τη ζωή, αγωνίζεται να την κάνει πιο όμορφη, ώσπου σβήνει τσακισμένη μα πάντα μαγεμένη, κοιτάζοντας μακριά, μ’ ένα χαμόγελο γεμάτο βεβαιότητα για το μέλλον του ανθρώπου. Επικεντρώνεται σε μια γυναίκα, το θηλυκό αντίστοιχο του Ζαν Κριστόφ, την Ανέτ, η οποία σταδιακά απογοητεύεται από τα υλικά αγαθά και μάχεται για να κερδίσει την πνευματική της ελευθερία. Είναι η κορωνίδα του ώριμου έργου του συγγραφέα, ένα ηθικό έπος. Πέρα από την πλοκή, πρόκειται για ένα φιλοσοφικό στοχασμό πάνω στην ατομική συνείδηση, την ευθύνη απέναντι στον εαυτό και στην κοινωνία, τον έρωτα, τη μητρότητα, τον πόλεμο και την ειρήνη. Συνιστά μια πνευματική βιογραφία, πρωτίστως της ηρωίδας Αντουανέτ και στη συνέχεια της αδελφής της Αννέτ, αλλά και μιας ολόκληρης εποχής – της Ευρώπης πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέσα από προσωπικά δράματα, πολιτικές ταραχές και ηθικά διλήμματα, ο Ρολάν φιλοτεχνεί ένα ανθρώπινο και φιλοσοφικό οδοιπορικό με κεντρικό άξονα την αναζήτηση της εσωτερικής ελευθερίας, της ηθικής αλήθειας και της κοινωνικής ευθύνης. Η αφήγηση ξεκινά με την οικογένεια Ριβιέρ: δύο αδελφές, μεγαλώνουν με καταπιεστικό πατέρα και μια μάνα ανίκανη να τις προστατεύσει. Η Αντουανέτ, η μεγαλύτερη, γίνεται πρόωρα γυναίκα, αναλαμβάνει το ρόλο προστάτιδας, ενώ αναπτύσσει ένα βαθύ αίσθημα καθήκοντος και αυτοθυσίας. Η Αντουανέτ ζει έναν πλατωνικό, σχεδόν μυθικό έρωτα, που όμως καταλήγει σε ματαίωση. Στο μεταξύ, καταρρέει οικονομικά και ψυχικά, εξαιτίας του καταπιεστικού περιβάλλοντος, των συναισθηματικών απογοητεύσεων και της έλλειψης εσωτερικής διεξόδου. Πεθαίνει πρόωρα, αφήνοντας την Αννέτ μόνη. Ο πρώτος τόμος λειτουργεί σαν εισαγωγή. Η Αντουανέτ προσωποποιεί την παλιά Ευρώπη, θυσιάζεται χωρίς ανταμοιβή, εξιδανικεύει, υπακούει και καταρρέει από τον συναισθηματικό της ιδεαλισμό. Στο δεύτερο τόμο, η Αννέτ αναλαμβάνει την αφήγηση. Εδώ ξεκινά η δική της πνευματική και ψυχολογική διαδρομή. Μόνη, δυναμική αλλά άπειρη, μένει έγκυος από έναν νεαρό, τον Ζαν, ο οποίος εξαφανίζεται. Αντιμέτωπη με κοινωνικά στερεότυπα, αποφασίζει να κρατήσει το παιδί και να το μεγαλώσει μόνη της – πρόκειται για μια ριζοσπαστική πράξη αυτονομίας για την εποχή της. Βασανίζεται από την αντίφαση μεταξύ προσωπικής ελευθερίας και μητρικής ευθύνης, μεταξύ του έρωτα και του καθήκοντος. Η ηρωίδα εσωτερικεύει τους ενοχικούς μηχανισμούς της κοινωνίας. Ο τόμος αυτός επικεντρώνεται στην ηθική αυτονομία και στο θάρρος της ατομικής επιλογής. Ο Ρολάν εστιάζει στη γυναικεία χειραφέτηση όχι ως μόδα, αλλά ως ηθική αναγκαιότητα. Στη συνέχεια η Αννέτ μεγαλώνει τον γιο της, Μαρκ, με σθένος και τρυφερότητα. Ταυτόχρονα εισέρχεται στον κόσμο της πολιτικής. Βιώνει την Ευρώπη του πολέμου και του μίσους. Αν και δεν ταυτίζεται με την αριστερή γραφειοκρατία, αναζητά στον σοσιαλισμό την κοινωνική δικαιοσύνη. Γνωρίζει τον Μπρούνο, έναν Γερμανό αντιμιλιταριστή, με τον οποίο θα αναπτύξει μια βαθιά συντροφική σχέση. Ο τόμος είναι γεμάτος εσωτερικές συγκρούσεις: πατρίδα ή ειρήνη; αγάπη ή καθήκον; ιδεαλισμός ή δράση; Το κεντρικό ερώτημα εδώ είναι η δράση στον κόσμο χωρίς να προδώσεις τον εαυτό σου. Η Αννέτ δεν είναι πλέον μόνο μάνα ή ερωμένη – είναι πολίτης του κόσμου. Ο Ρολάν υπερασπίζεται έναν ηθικό διεθνισμό. Ο τελευταίος τόμος, ο πιο φιλοσοφικός, πραγματεύεται τη συμφιλίωση. Ο Μαρκ, τώρα έφηβος, δεν συμμερίζεται τις αγωνίες της μητέρας του· είναι ψυχρός, πραγματιστής. Ο Μπρούνο έχει πεθάνει. Η Αννέτ μένει μόνη ξανά, ωστόσο δεν είναι πια η νεαρή θυμωμένη γυναίκα – έχει γαληνέψει. Αναζητά την εσωτερική ειρήνη, όχι ως παραίτηση, αλλά ως συνειδητή αποδοχή του κόσμου. Ο τίτλος του τόμου δεν είναι ειρωνικός: είναι μια ήπια, σχεδόν βουδιστική πρόταση συμφιλίωσης με το τραγικό. Η ψυχή δεν μαγεύεται πλέον από ουτοπίες αλλά από τη βαθύτερη κατανόηση της ζωής. Ο συγγραφέας καταλήγει σε μια κοσμοαντίληψη που ενσωματώνει τον πόνο χωρίς να τον θεοποιεί. Μια πρόταση για έναν ηθικό ανθρωπισμό που δεν απαιτεί υπερήρωες, αλλά συνειδητούς ανθρώπους. Η Αννέτ είναι μια ηρωίδα του 20ού αιώνα: αναζητά την αλήθεια μέσα της, την ελευθερία από τον ηθικό καταναγκασμό, αλλά και τη σύνδεση με τον κόσμο. Δεν είναι τέλεια, είναι ανθρώπινη – αυτό ακριβώς κάνει τη διαδρομή της σημαντική. Ο Ρολάν, επηρεασμένος από τον Τολστόι και τον Γκάντι, προτείνει έναν ηθικό ιδεαλισμό χωρίς φανατισμό. Η λύση δεν είναι η επανάσταση ή η απόσυρση, αλλά η εσωτερική ωρίμανση και η ευθύνη απέναντι στο Όλον. Η γυναικεία εμπειρία παρουσιάζεται με σπάνια ευαισθησία για άνδρα συγγραφέα της εποχής. Η Αννέτ είναι ίσως από τις πιο πλήρεις γυναικείες ηρωίδες της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο ανθρωπισμός του έργου είναι πράος, αλλά όχι αφελής: αποδέχεται την ήττα, αλλά δεν εγκαταλείπει την ελπίδα. Η Μαγεμένη Ψυχή παραμένει επίκαιρη σε μια εποχή ηθικής ασάφειας και πολιτικού φανατισμού. Η πρότασή της είναι: ενότητα μέσα στη διαφορά, ηθική χωρίς φανατισμό, πίστη χωρίς μισαλλοδοξία.

Ματωμένος γάμος (Φ.Γκ.Λόρκα – 1933) Από τα σημαντικότερα θεατρικά έργα του Λόρκα και το πρώτο της λεγόμενης «αγροτικής τριλογίας» του, μαζί με τη Γέρμα και το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα. Το έργο καθιέρωσε τον Λόρκα ως κορυφαίο δραματουργό της εποχής του. Είναι εμπνευσμένο από πραγματικά γεγονότα: μια τραγωδία τιμής που συνέβη στην επαρχιακή Ανδαλουσία, όπου η νύφη εγκατέλειψε τον γαμπρό για τον εραστή της και η ιστορία κατέληξε σε φόνο. Ο Λόρκα μετατρέπει αυτό το περιστατικό σε μια ποιητική τραγωδία με διαχρονική δύναμη, που πραγματεύεται τα πάθη, τη μοίρα, τον θάνατο και τη σύγκρουση ανάμεσα στις επιθυμίες του ατόμου και στις άτεγκτες κοινωνικές επιταγές. Διαδραματίζεται σε μια σκληρή, ανδροκρατούμενη αγροτική κοινωνία, όπου οι έννοιες της τιμής και του αίματος καθορίζουν τις ζωές των ανθρώπων. Η νύφη, διχασμένη ανάμεσα στο καθήκον και στο πάθος, εγκαταλείπει τον γάμο της για τον Λεονάρντο, τον παλιό της έρωτα, με ολέθριες συνέπειες. Η ποίηση του Λόρκα, οι συμβολισμοί, οι λαϊκές μουσικές και οι χοροί που ενσωματώνονται στο έργο ενισχύουν το τραγικό στοιχείο και δημιουργούν μια υποβλητική ατμόσφαιρα. Έργο πλούσιο σε σύμβολα, που ενισχύουν τη δραματική ένταση και τη μοίρα των προσώπων: Το Φεγγάρι - αποκτά πρόσωπο και φωνή, γίνεται συνεργός, λειτουργεί ως αγγελιοφόρος του θανάτου και της μοίρας. Εμφανίζεται ως ζωντανή μορφή που φωτίζει το δάσος και καθοδηγεί προς την αναπόφευκτη τραγωδία. Συμβολίζει τη δύναμη της φύσης και την αναπότρεπτη μοίρα που παραμονεύει τους ανθρώπους όταν παραβαίνουν τους άγραφους νόμους της κοινότητας. Ο Θάνατος - εμφανίζεται με ανθρώπινη μορφή, ως ζητιάνα. Είναι το σύμβολο της μοίρας που καραδοκεί και της βίας που επιβάλλει η κοινωνία. Αντιπροσωπεύει το αναπόφευκτο τέλος των ηρώων και υπενθυμίζει πως όποιος προσπαθήσει να ξεφύγει από τους κοινωνικούς κανόνες θα συναντήσει το τραγικό του πεπρωμένο. Το Αίμα - είναι σύμβολο της ζωής και ταυτόχρονα του θανάτου. Εκφράζει το πάθος, τον έρωτα, την τιμή και την καταστροφή. Είναι το στοιχείο που συνδέει τη γη, τη γενιά και την παράδοση. Το αίμα που χύνεται στο τέλος του έργου σφραγίζει την τραγωδία και την αιώνια επανάληψη του κύκλου βίας. Το Μαχαίρι – εκτός από φαλλικό σύμβολο, εδώ αναπαριστά τη βία και την εκδίκηση. Από την αρχή του έργου η Μητέρα μιλά για το μίσος της στα μαχαίρια, προμηνύοντας το τραγικό τέλος. Είναι το όργανο που ενσαρκώνει την κοινωνική επιταγή της τιμής και του αίματος. Το έργο αποτελεί έναν ύμνο στη δύναμη του ανθρώπινου πάθους, αλλά και μια καταγγελία της βίας που γεννά η κοινωνική καταπίεση. Μέσα από τον μύθο και την ποίηση, ο Λόρκα μιλά για τις πανανθρώπινες συγκρούσεις που εξακολουθούν να συγκινούν το κοινό μέχρι σήμερα.

Το Αληθινό Βιβλίο του Κόκκινου Κεφαλιού (Cao Yu - 1933). Η θεατρική διασκευή του Cao Yu αντλεί τον πυρήνα της από το ομώνυμο κλασικό μυθιστόρημα του 18ου αι., αλλά το φέρνει στο σήμερα του 1930· εστιάζει στις τελευταίες μέρες της πλούσιας οικογένειας Τζιά. Ο νεαρός Πάο-Γιού, ευαίσθητος και καλλιεργημένος, αδυνατεί να εκπληρώσει τις προσδοκίες του πατέρα του· η Λιν Ντάι-Γιού, ανιψιά του, αγαπιέται μαζί του, αλλά η μοίρα της έχει ήδη κλειδωθεί σε έναν πολιτικό γάμο. Καθώς τα οικονομικά χρέη και οι εξωτερικές πιέσεις αυξάνονται, το «Κόκκινο Κεφάλι» – το οικογενειακό μέγαρο – μετατρέπεται σε σκηνικό παρακμής. Το έργο τελειώνει με την κατάρρευση του σπιτιού και τον διασκορπισμό των μελών του. Μεταφέροντας ένα εμβληματικό προ-μοντέρνο κείμενο στο σύγχρονο θέατρο, ο Cao Yu δημιουργεί πολυεπίπεδη αλληγορία: η παρακμή της αριστοκρατίας προαναγγέλλει την κατάρρευση της παλιάς Κίνας. Χρησιμοποιεί τον εσωτερικό μονόλογο και το σπάσιμο του χρόνου για να δείξει πώς το παρελθόν βαραίνει το παρόν. Το 1933, έτος ιαπωνικής εισβολής στη Μαντζουρία, το έργο διαβάζεται ως προειδοποίηση: «κανένας τοίχος δεν προστατεύει πλέον από την ιστορία». Η πρεμιέρα στο Σανγκάη προκάλεσε σκάνδαλο – η λογοκρισία το έκοψε μετά από λίγες παραστάσεις, επιβεβαιώνοντας τη δύναμή του.

Μεσάνυκτα (Mao Dun - 1933). Σανγκάη, Μάιος 1930. Ο Γου Σουν-Φου, μεγαλοαστός χρηματιστής, ρίχνει όλα του τα κεφάλαια στο χρηματιστήριο για να σώσει την υφαντουργία του από την ιαπωνική και ευρωπαϊκή ανταγωνιστική πίεση. Παράλληλα, οι εργάτες του απεργούν, απαιτώντας καλύτερες συνθήκες, ενώ οι μικροϊδιοκτήτες καταστρέφονται το ένας μετά τον άλλον. Σε μία νύχτα – η «νύχτα του μεσονυκτίου» – η φούσκα σκάει· ο Γου χάνει τα πάντα, η εργατική τάξη βγαίνει στους δρόμους, και η πόλη βυθίζεται στο χάος. Το Midnight είναι το πρώτο κινεζικό μυθιστόρημα που επιχειρεί ρεαλιστική «μαρτυρία» της κρίσης του καπιταλισμού. Ο Mao Dun χρησιμοποιεί κινηματογραφικό μοντάζ, εναλλάσσοντας το χρηματιστήριο, το εργοστάσιο και το σπίτι για να δείξει πώς οι ατομικές μοίρες δένονται με την παγκόσμια οικονομία. Η κατάρρευση της Σανγκάης το 1932, λίγους μήνες πριν την έκδοση, έκανε το βιβλίο best-seller και σημείο αναφοράς για την Αριστερά – ο ίδιος ο Στάλιν το χαρακτήρισε «μαρξιστικό μυθιστόρημα χωρίς μαρξιστικά συνθήματα».

Οικογένεια (Ba Jin - 1933). Το σπίτι των Γκαό, μια παραδοσιακή πολυμελής οικογένεια στην Τσενγκντού, είναι «φρούριο» πατριαρχίας. Ο νεαρός Τζουέι, τρίτος γιος, αρνείται τον προκαθορισμένο γάμο και διαβάζει Ρουσό και Ντόστογιεφσκι. Η ξαδέρφη του, Μέι, αγαπιέται μαζί του, αλλά παντρεύεται σύμφωνα με το «συμφέρον» της οικογένειας και πεθαίνει από θλίψη. Όταν ο πατέρας πεθαίνει, ο Τζουέι εγκαταλείπει το σπίτι, αφήνοντας πίσω τα ερείπια του παλιού κόσμου. Το Family είναι το μανιφέστο της «Μεγάλης Εξόδου» της κινεζικής νεολαίας από τον παραδοσιακό οίκο. Ο Ba Jin χρησιμοποιεί ρεαλισμό και μελοδραματισμό για να καταγγείλει τα «τρία σύμβολα καταπίεσης»: πατέρα, σύζυγο, γιο. Το 1933, με το κίνημα της 4ης Μαΐου να βρίσκεται ήδη δεκαπέντε χρόνια πίσω, το βιβλίο έδωσε λέξεις σε μια γενιά που έψαχνε δίοδο από την παράδοση προς τον εκσυγχρονισμό. Εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα διαβάστηκαν μυστικά σε γυμνάσια και πανεπιστήμια· οι πατέρες το έκρυβαν, οι γιοι το έκλεβαν – το σύνθημα «βγες από το σπίτι σου» έγινε πράξη ελευθερίας

Η ανθρώπινη μοίρα (Αντρέ Μαλρώ – 1933) Είναι το τρίτο και τελευταίο μέρος της ασιατικής τριλογίας του Μαλρώ του οποίου προηγήθηκαν «Οι κατακτητές» (1928) και «Η βασιλική οδός» (1930). Θεωρείται κορυφαίο δείγμα του επαναστατικού και υπαρξιακού μυθιστορήματος του 20ού αιώνα. Το έργο διαδραματίζεται στη Σαγκάη του 1927, κατά τη διάρκεια της κομμουνιστικής εξέγερσης εναντίον του εθνικιστικού κόμματος του Τσανγκ Κάι Σεκ, και εξετάζει τα όρια της ανθρώπινης ελευθερίας και της δράσης μέσα σε συνθήκες πολιτικής βίας και ιστορικής αναταραχής. Μέσα από την πλούσια πλοκή και τους πολύπλευρους χαρακτήρες του, αναλύει βαθιά το ζήτημα της ανθρώπινης μοίρας μπροστά στον θάνατο, την προδοσία και την ανάγκη για δέσμευση. Το μυθιστόρημα ξεκινά με τον Χεμίνγκ, έναν Ρώσο επαναστάτη, που οργανώνει τη δολοφονία ενός εμπόρου όπλων για να εξασφαλίσουν οι επαναστάτες τα εφόδια τους. Ο Χεμίνγκ είναι ο πιο ψύχραιμος και ιδεολογικά ακλόνητος ήρωας, που ενσαρκώνει την ιδέα της απόλυτης θυσίας για τον σκοπό. Πλάι του στέκονται άλλα κεντρικά πρόσωπα, όπως ο Κιό, γιος Ιάπωνα επαναστάτη και Κινέζας μητέρας, που βιώνει σπαρακτικά το υπαρξιακό δράμα της επανάστασης και το βάρος της αμφιβολίας. Ο Μπαρόν, ένας πρώην αξιωματικός, και ο Φεράλ, ένας κυνικός καιροσκόπος, συμπληρώνουν το σύνολο των χαρακτήρων που αντιπροσωπεύουν διαφορετικές μορφές στάσης απέναντι στην Ιστορία και την ανθρώπινη συνθήκη. Η αφήγηση του Μαλρώ χαρακτηρίζεται από έντονη εσωτερικότητα και φιλοσοφικό στοχασμό. Ο συγγραφέας δεν περιορίζεται στην εξιστόρηση της πολιτικής σύγκρουσης, αλλά θέτει ερωτήματα για το νόημα της ζωής, την αξία της ανθρώπινης ύπαρξης και την τραγικότητα της ελευθερίας. Οι ήρωες καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα στη ζωή και το καθήκον, ανάμεσα στην προσωπική ευτυχία και την αφοσίωση σε μια συλλογική υπόθεση που συχνά προδίδεται από την ίδια την Ιστορία. Ιδιαίτερο βάρος δίνεται στη μοίρα του Κιό, που τελικά αυτοκτονεί για να μην πέσει στα χέρια των βασανιστών του, ολοκληρώνοντας έτσι τον δικό του τραγικό κύκλο. Το τέλος των περισσότερων ηρώων είναι δραματικό, υπογραμμίζοντας την αδυσώπητη μοίρα που συνοδεύει τον άνθρωπο στις μεγάλες ιστορικές καμπές. Δεν είναι απλώς ένα πολιτικό μυθιστόρημα, αλλά και μια βαθιά μελέτη του ανθρώπινου πόνου, της μοναξιάς και της ανάγκης για νόημα στη ζωή. Ο Μαλρώ συνθέτει μια σκοτεινή συμφωνία πάνω στον αγώνα του ανθρώπου ενάντια στην αναπόφευκτη φθορά και στον θάνατο. Παραμένει μέχρι σήμερα ένα κλασικό ανάγνωσμα για όσους αναζητούν την κατανόηση της ανθρώπινης περιπέτειας μέσα στην Ιστορία 

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2025

1928: Πολυδιαβασμενα και καλοπουλημένα λογοτεχνικά έργα

Ν. Γκύζης Νύμφη και Έρως 1890
312.         Ο εραστής της λαίδη Τσάτερλι (Ντ. Χ. Λώρενς – 1928) Η ερωτική ιστορία μιας αριστοκράτισσας και ενός θηροφύλακα. Το 1917, η Κόνστανς είκοσι δύο ετών, κόρη ενός κάποτε διάσημου καλλιτέχνη της Βασιλικής Ακαδημίας,  παντρεύεται τον Βαρονέτο Κλίφορντ Τσάτερλι. Η ευτυχία τους όμως διαρκεί μόλις έξι μήνες, αφού ο σύζυγός έμεινε ημιπαράλυτος, καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι. Για την Κονστάνς, ο έγγαμος βίος περιορίστηκε σε κοινά γεύματα, ώρες συζήτησης, φωναχτά διάβασμα και μοναξιά στο κρεβάτι. Μετά τρία χρόνια το ζευγάρι επιστρέφει στο κτήμα της οικογένειας Τσάτερλι. Παρά την αναπηρία του συζύγου της, η Κόνι τον αγαπάει και είναι έτοιμη να τον φροντίσει και να του παραμείνει πιστή, αλλά εκείνος, συνειδητοποιώντας ότι η ζωή χωρίς σεξ μπορεί να είναι δύσκολη για μια νεαρή γυναίκα, της επιτρέπει να έχει έναν εραστή αν βρεθεί ένας κατάλληλος υποψήφιος. Ο Σερ Κλίφορντ μάλιστα συμφωνεί να δώσει στο παιδί το όνομά του σε περίπτωση που η σύζυγός του μείνει έγκυος. Κατά τη διάρκεια μιας από τις βόλτες τους, η Κόνι γνωρίζει στον νέο τους θηροφύλακα, Όλιβερ, με τον οποίο μετά από τυχαίες συναντήσεις προκύπτει αμοιβαίο σεξουαλικό ενδιαφέρον. Τελικά, η Κονστάνς γίνεται ερωμένη του και  κάνοντας σεξουαλική «γυμναστική» στην αρχή επιδίδεται σε ολοένα και πιο εξελιγμένα πειράματα μαζί του. Ωστόσο, μετά από μεγάλες διακοπές, η Κονστάνς συνειδητοποιεί ότι νιώθει αληθινή αγάπη για τον Όλιβερ. Παρά τη συγκατάθεση του συζύγου της, για τη γέννηση ενός παιδιού που θα φέρει το επώνυμο του βαρονέτου και θα γίνει ο κληρονόμος του, αποφασίζει να συνδέσει τη ζωή της με τον άντρα που αγαπά και να δώσει στο παιδί το όνομα του πραγματικού του πατέρα. Μια διερεύνηση του σεξουαλικού πάθους ως ζωτικού και αληθινού στοιχείου της ζωής και μια διεισδυτική αποτύπωση της γυναικείας ιδιοσυγκρασίας. Υπάρχουν τολμηρές, αισθητικά υπέροχες  περιγραφές, αλλά το σημαντικότερο είναι η αναζήτηση της προσωπικής πληρότητας. Η περιγραφή των ερωτικών σκηνών προκάλεσε σκάνδαλο και η κυκλοφορία του απαγορεύτηκε για χρόνια. Το έργο είναι μια πρωτοποριακή έκφραση διαμαρτυρίας για την καταπίεση του ερωτικού ενστίκτου και τη φθορά που προκαλούν στους ανθρώπους τα κοινωνικά στερεότυπα και οι καθεστηκυίες αντιλήψεις. «Είναι κατά βάθος τραγική η εποχή μας, έτσι κι εμείς αρνούμαστε να τη δούμε τραγικά. Ο κατακλυσμός πέρασε, στη μέση τώρα εμείς και γύρω μας χαλάσματα. Αρχίζουμε να στήνουμε μικρά καινούργια σπιτικά, να τρέφουμε μικρές νέες ελπίδες. Μάλλον δύσκολη δουλειά, ομαλός δρόμος για το μέλλον δεν υπάρχει πια. Τα εμπόδια, όμως, είτε τα παρακάμπτουμε είτε σκαρφαλώνουμε και τα ξεπερνάμε. Πρέπει να ζήσουμε, όσοι κι αν είναι οι ουρανοί που τσακίστηκαν».

313.         Τσιγγάνικο τραγουδιστάρι (Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα – 1928) Η ηρωίδα της ποιητικής συλλογής με δεκαοκτώ θέματα, είναι η θλιμμένη Ανδαλουσία. Υπάρχουν τρία κύρια μοτίβα στα ρομαντικά έργα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα: η μοίρα, ο θάνατος και ο έρωτας. Στρεφόμενος στις λαογραφικές παραδόσεις, αντικατοπτρίζει τους ακραίους πόλους της ζωής. Ο ποιητής περιγράφει τον κόσμο φιλοσοφικά, καταδεικνύοντας τη σύγκρουση του κακού και του καλού, της ζωής και του θανάτου. Ο Λόρκα δημιούργησε το δικό του σχέδιο για το εξώφυλλο: τα γράμματα του τίτλου είναι προσεκτικά γραμμένα με κόκκινο χρώμα. Πάνω από αυτά υπάρχει μια γλάστρα — η ανδαλουσιανή «μπουκάρο» — από την οποία εκτείνονται προς τα πάνω τρία λεπτά στελέχη με τρία ηλιοτρόπια. Έχουν τη μορφή τριών μαύρων ήλιων, που δημιουργούν μια ξεχωριστή εικόνα ξηρασίας και φτώχειας. Τα περιγράμματα ενός χάρτη της Ισπανίας, ο οποίος είναι καλυμμένος με κόκκινες κουκκίδες, σαν να ήταν σταγόνες αίματος, επικαλύπτονται πάνω στην εικόνα του δοχείου. Έτσι είδε την εικόνα της πολύπαθης Ανδαλουσίας, και όχι μόνο αυτής, αλλά ολόκληρης της Ισπανίας.             

314.         Το κάλεσμα του Κθούλου (Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ – 1928) Φανταστικό διήγημα τρόμου, το πρώτο με ένα τόνο επιστημονικής φαντασίας, που καθιέρωσε τον συγγραφέα ως κορυφαίο συγγραφέα του υπερφυσικού. Η έμπνευση του μεγαλύτερου μέρος του έργου του Λάβκραφτ προήλθε από τους εφιάλτες του. Ίσως αυτή η άμεση ενόραση από το υποσυνείδητό του και οι αντίστοιχοι συμβολισμοί, να είναι τα στοιχεία στα οποία οφείλεται η συνεχιζόμενη απήχηση και επιτυχία του Η ιστορία εξετάζει την ανακάλυψη μιας αρχαίας θεότητας, του Cthulhu, που ξυπνά μετά από αιώνες, προκαλώντας τον τρόμο σε όποιον την ανακαλύπτει. Σταδιακά ανάπτυξε την δικιά του μυθολογία, ένα πάνθεον, από εξωγήινες, εξωδιαστατικές θεότητες και φρικιαστικά όντα που έχουν στόχο να κάνουν την ανθρωπότητα θήραμά τους και η ύπαρξη των οποίων δήθεν υπονοείται σε αρχαίους μύθους και θρύλους Η μυθολογία του Lovecraft έχει επηρεάσει έντονα τη λογοτεχνία τρόμου και την ποπ κουλτούρα.                                             

She lights up my days. By Dan Tocher.
315.         Ορλάντο (Βιρτζίνια Γουλφ – 1928) Εμπνευσμένο από την ταραχώδη οικογενειακή ιστορία της ποιήτριας και μυθιστοριογράφου Vita Sackville-West, ερωμένης και στενής φίλης της Woolf. Είναι ένα φανταστικό χρονικό της αγγλικής λογοτεχνίας και ιστορίας σε σατιρική μορφή. Περιγράφει τις περιπέτειες ενός ποιητή που αλλάζει φύλο από άνδρα σε γυναίκα και ζει για αιώνες, συναντώντας τις βασικές προσωπικότητες της αγγλικής ιστορίας της λογοτεχνίας. Ο διδακτικός λόγος του φλύαρου βιογράφου-αφηγητή συνδυάζεται με την ουδέτερη φωνή του συγγραφέα, ο οποίος, με τη σειρά του, κατά καιρούς διαλύεται στους εσωτερικούς μονολόγους και τους λυρικούς στοχασμούς του Ορλάντο. Η επίδραση της πολυφωνίας ενισχύεται από την εκτεταμένη χρήση επιστολογραφικής και απομνημονευματολογικής λογοτεχνίας του 17ου αιώνα (π.χ. το τρίτο κεφάλαιο, «Κωνσταντινούπολη», περιέχει «αποσπάσματα» ημερολογίου και επιστολής με περιγραφή της  τελετής απονομής στον Ορλάντο του Τάγματος του Λουτρού), καθώς και ρεπορτάζ εφημερίδων, ιστορικά χρονικά, βαρυσήμαντα νομικά έγγραφα, εμπορικά μητρώα κ.λπ. Σημαντικό δομικό υλικό για τη «βιογραφία» είναι οι πολυάριθμες νύξεις και τα αποσπάσματα, χάρη στα οποία η υφή καθενός από τα έξι κεφάλαια του μυθιστορήματος αντανακλά τα χαρακτηριστικά μιας συγκεκριμένης περιόδου της αγγλικής λογοτεχνίας. Η  αλλαγή φύλου είναι μια αλληγορία για τον «θηλυκό» χαρακτήρα της βικτωριανής λογοτεχνίας, σε αντίθεση με την αυστηρή αρρενωπότητα της λογοτεχνίας των προηγούμενων αιώνων. Θεωρείται κλασικό έργο φεμινισμού, γυναικείας γραφής και μελετών για το φύλο και τους τρανς.

316.         Νάντια (Αντρέ Μπρετόν – 1928) Αυτοβιογραφική αφήγηση που αναφέρεται στη σύντομη ερωτική σχέση του συγγραφέα με τη νεαρή Νάντια, που τον μάγεψε. Σκόπιμα παραλείπει την ψυχολογική ανάλυση και την περιγραφική πεζογραφία και αντ' αυτών προσθέτει εικονογραφήσεις που δείχνουν μέρη, άτομα που συναντήθηκαν ή αναφέρθηκαν, πίνακες ή σχέδια από σουρεαλιστές, σχέδια της Νάντιας. Όλα αυτά γίνονται ένα είδος παράλληλης ιστορίας που επικοινωνεί με το κείμενο του βιβλίου και μερικές φορές οι εικόνες τονίζουν ορισμένες φράσεις του κειμένου και αποσκοπούν στο να αντικαταστήσουν την περιγραφή. Τελειώνει με έναν ορισμό της ομορφιάς που έγινε διάσημος: «Η ομορφιά θα είναι σπασμωδική ή δεν θα είναι» που ενέπνευσε το κονσέρτο για φλάουτο του Πιερ Μπουλέζ            

Σαμψών και Δαλιδά . Γ.Δούκα 1873
317.         Το βιβλίο της ανησυχίας (Φερνάντο Πεσσόα- 1928) Είναι μια μοναδική συλλογή από αφοριστικά ρητά που αποτελούν την αυτοβιογραφία του Μπερνάρντο Σοάρες, βοηθού λογιστή στην πόλη της Λισαβόνας, μιας από τις εναλλακτικές προσωπικότητες του συγγραφέα. Αυτή η «αυτοβιογραφία χωρίς γεγονότα» είναι η πεζογραφία ενός ποιητή ή η ποίηση σε πεζό λόγο, οι βαθιά λυρικές σκέψεις ενός φιλοσόφου, η λεκτική ζωγραφική ενός καλλιτέχνη που βλέπει μέσα από μια επιφάνεια που του είναι διαφανής την ίδια την ουσία των πραγμάτων. Το βιβλίο έχει ως στόχο να υπνωτίσει τον αναγνώστη και να τον οδηγήσει στην ίδια την καρδιά αυτής της ίδιας της «ανησυχίας», αυτής της ίδιας της δίψας-λαχτάρας που γεμίζει όλα τα έργα του Πεσσόα. «Αλίμονο σε σένα όμως αν είναι το φορτίο της ζωής, η ίδια η ζωή που σε σκλαβώνει. Αλίμονο σε σένα, που έχεις γεννηθεί ελεύθερος, αυτάρκης και ικανός να αποχωριστείς τους ανθρώπους, αν η φτώχεια σου σου επιβάλλει να ζεις μαζί τους. Αυτή μάλιστα, αυτή είναι η δική σου τραγωδία που κουβαλάς παντού μαζί σου». Δημοσιεύτηκε μετά θάνατον, είναι ένα αποσπασματικό έργο ζωής, και έμεινε χωρίς επεξεργασία από τον συγγραφέα.

318.         Είκοσι κανόνες για το γράψιμο αστυνομικών ιστοριών (S.S. Van Dine - 1928) Αρχικά ο Willard H. Wright με το ψευδώνυμο S.S. Van Dine τους δημοσίευσε το Σεπτέμβρη 1928 στο American Magazine και αργότερα συμπεριλήφθηκαν στο Philo Vance investigates omnibus (1936). «Η ιστορία ενός αστυνομικού μυθιστορήματος είναι ένα είδος πνευματικού παιχνιδιού. Είναι κάτι περισσότερο, ένα διαγωνιστικό γεγονός. Και για τη συγγραφή αστυνομικών ιστοριών υπάρχουν πολύ συγκεκριμένοι νόμοι — άγραφοι, ίσως, αλλά παρ' όλα αυτά δεσμευτικοί. Τους τηρεί κάθε αξιόλογος επινοητής λογοτεχνικών μυστηρίων που σέβεται τον εαυτό του. Εδώ, λοιπόν, υπάρχει ένα είδος Κανόνα, βασισμένου εν μέρει στην πρακτική όλων των μεγάλων συγγραφέων αστυνομικών ιστοριών και εν μέρει στις προτροπές της εσωτερικής συνείδησης του έντιμου συγγραφέα».                  

319.         Ο ήρεμος Ντον (Μιχαήλ Σόλοχοφ, 1928-1940) Αναφέρεται στους Κοζάκους της περιοχής γύρω από το ποταμό Ντον της Νότιας Ρωσίας στον Α’ΠΠ και τον Εμφύλιο που ακολούθησε. έχει μεγάλη πλοκή και χαρακτηρίζεται ως ένα από τα καλύτερα αντιπολεμικά έργα του ΧΧ αιώνα. Όντας κομμουνιστής που τάχθηκε στο πλευρό των κόκκινων κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, ο Σόλοχοφ αφιερώνει σημαντική θέση στο μυθιστόρημά του στους Λευκούς Κοζάκους, και ο πρωταγωνιστής του Γκριγκόρι δεν «έρχεται ποτέ στους κόκκινους», ούτε στο τέλος της ιστορίας. Αυτό προκάλεσε κριτική από κομμουνιστές επικριτές. Ωστόσο, αυτό το μυθιστόρημα διαβάστηκε προσωπικά από τον Στάλιν και εγκρίθηκε από αυτόν για δημοσίευση. Πραγματεύεται θέματα πίστης, βίας, ταυτότητας και ιδεολογικής σύγκρουσης. Μέσα από τους χαρακτήρες, ο συγγραφέας εξερευνά το ανθρώπινο κόστος της επανάστασης και του πολέμου, την τραγική απογοήτευση του λαού των Κοζάκων και τη σύνδεσή τους με τη γη και την παράδοση. Το μυθιστόρημα πραγματεύεται επίσης τις συναισθηματικές και ηθικές συνέπειες της ιστορικής αλλαγής και την ένταση μεταξύ παράδοσης και νεωτερικότητας. Η γραφή του Σόλοχοφ συνδυάζει τον ρεαλισμό με τη βαθιά ψυχολογική διορατικότητα και προσφέρει μια λεπτομερή απεικόνιση της ζωής στις κοινότητες των Κοζάκων. Η ικανότητά του να μεταφέρει τόσο τη δυναμική της ιστορίας όσο και τους προσωπικούς αγώνες των χαρακτήρων του βοήθησαν να γίνει το μυθιστόρημα ακρογωνιαίος λίθος της ρωσικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα.