 |
Marc Chagall. 1979 |
Χρονικό
των φτωχών εραστών (Βάσκο Πρατολίνι – 1947)
Ένα από τα σημαντικότερα έργα της σχολής του νεορεαλισμού. Το μυθιστόρημα
διαδραματίζεται στην περιοχή της Via Del Corno, ενός από τους παλαιότερους
δρόμους της Φλωρεντίας, όπου ο ίδιος ο συγγραφέας πέρασε τα παιδικά του χρόνια,
κατά τη περίοδο εγκαθίδρυσης της φασιστικής δικτατορίας. Οι ήρωες του έργου
είναι απλοί άνθρωποι, οι ιστορίες των οποίων άλλοτε τέμνονται, άλλοτε
αποκλίνουν και, τελικά, αναδύεται μια χορωδιακή αφήγηση, μέσα στην οποία
διάφορες πτυχές της πραγματικότητας συνδέονται χάρη στην ικανότητα του
συγγραφέα να αφηγηθεί άμεσα τα γεγονότα μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα
χρόνια κατά τα οποία ο φασισμός άρχισε να εδραιώνεται στην Ιταλία. “
Τα
ξυπνητήρια είναι φτιαγμένα για να χτυπάνε. Υπάρχουν πέντε στη Βία Ντελ Κόρνο
που χτυπάνε σε διάστημα μιας ώρας. Πρώτο χτυπάει του Οσβάλντο, ενός
εμποροπλασιέ που “χτενίζει” κάθε μέρα την επαρχία της Φλωρεντίας. Είναι μικρό,
ακριβείας, θυμίζει γέλιο κοπελίτσας και έχει μισή ώρα διαφορά από το ξυπνητήρι
των Τσέκι. Εδώ ο σαματάς θυμίζει καμπάνα του τραμ, αλλά είναι αυτό που
χρειάζεται για να ταραχτεί ο ύπνος ενός οδοκαθαριστή, που κοιμάται σαν
κούτσουρο. Στην ίδια οικογένεια ξυπνητηριών ανήκει και αυτό του Ούγκο. Μόνο που
είναι πιο λεπτό και αβέβαιο, σε αντίθεση με το αφεντικό του που σπρώχνει όλη
μέρα ένα καρότσι με φρούτα και λαχανικά και διαλαλεί με φωνή βαρύτονου το
επάγγελμά του“.
Κάτω από
το ηφαίστειο (Μάλκολμ Λόουρυ – 1947) Το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα,
σημαντικό έργο του λογοτεχνικού μοντερνισμού, αφηγείται την απελπισμένη
ημέρα της ζωής ενός αλκοολικού Βρετανού προξένου στην
πόλη Κουερναβάκα του Μεξικού, την Ημέρα των Νεκρών τον
Νοέμβριο του 1938. Η απομακρυσμένη πόλη βρίσκεται κοντά στα δύο
μεγάλα ηφαίστεια Ποποκατεπέλτ και Ιστακσίουατλ, που δίνουν
τον τίτλο του στο έργο και επισκιάζουν το περιβάλλον και τους ήρωες με τη
δύναμή τους. Είναι το δεύτερο και τελευταίο πλήρες μυθιστόρημα του συγγραφέα.
Παρά το εξωτικό περιβάλλον, είναι ένα ευρωπαϊκό έργο και αντανακλά τους φόβους
του τέλους της δεκαετίας του 1930 - τον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, την άνοδο του
φασισμού και τον επερχόμενο Β΄ΠΠ. Είναι ιδιαίτερα πλούσιο σε συμβολισμούς. Οι
αναφορές και οι νύξεις σε άλλους συγγραφείς και λογοτεχνικά έργα αφθονούν. Η
επιρροή της "Τραγικής ιστορίας του δόκτωρος Φάουστους" του Κρίστοφερ
Μάρλοου διαπερνά όλο το μυθιστόρημα, ενώ οι αναφορές στα "Άνθη του
κακού" του Σαρλ Μποντλέρ, στις τραγωδίες του Γουίλιαμ Σαίξπηρ και στη
"Θεία Κωμωδία" του Δάντη εμπλουτίζουν το περιεχόμενο του
μυθιστορήματος. Ο αριθμός των κεφαλαίων ήταν σημαντικός αριθμολογικά, όπως
εξήγησε ο Λόουρυ: υπάρχουν δώδεκα ώρες την ημέρα (και το μεγαλύτερο μέρος του
μυθιστορήματος διαδραματίζεται σε μια μέρα), δώδεκα μήνες σε ένα χρόνο (ένας
χρόνος μεσολαβεί μεταξύ του πρώτου και του τελευταίου κεφαλαίου). Ο αριθμός 12
έχει συμβολική σημασία στην Καμπάλα που, σύμφωνα με τον συγγραφέα,
αντιπροσωπεύει «τις πνευματικές φιλοδοξίες του ανθρώπου».
 |
Diario_de_Anne_Frank,_Iglesia_de_San_Nicolás,_Kiel, |
Το
ημερολόγιο «Το πίσω σπίτι» (Άννα Φρανκ – 1947) Ημερολογιακές σημειώσεις που
κρατούσε η Άννα Φρανκ, στο Άμστερνταμ, για όσο καιρό κρυβόταν με την
οικογένειά της από τους Γερμανούς, κατά τη διάρκεια του Β΄ΠΠ. «Οι Γερμανοί
χτυπούν κάθε κουδούνι και ρωτούν αν υπάρχουν Εβραίοι που ζουν στο σπίτι... Το βράδυ,
όταν νυχτώνει, βλέπω σειρές ανθρώπων με παιδιά που κλαίνε. Περπατούν και
περπατούν, κατακλυσμένοι από χτυπήματα και κλωτσιές που παραλίγο να τους ρίξουν
κάτω. Δεν είχε απομείνει κανείς - οι ηλικιωμένοι, τα βρέφη, οι έγκυες γυναίκες,
οι άρρωστοι - όλοι εντάχθηκαν σε αυτή την θανατηφόρα πορεία». (καταχώρηση της
19
ης Νοεμβρίου 1942). «Τούτο το φαινομενικά ασυνεχές ημερολόγιο,
αυτή η de profundis αποκάλυψη με τη φωνή ενός παιδιού, ενσωματώνει τη φρίκη του
φασισμού περισσότερο από οποιοδήποτε στοιχείο της δίκης της Νυρεμβέργης» (Jan
Romein - 1946).
Ο ήλιος που δύει (Οζάμου Ντάζαι – 1947). Η
Καζούκο, κόρη παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας, καταγράφει στο ημερολόγιό της
την πτώση του οίκου της μετά τον πόλεμο. Ο πατέρας πεθαίνει, η μητέρα
αρρωσταίνει, ο αδελφός Ναότζι επιστρέφει από τον πόλεμο εθισμένος στη μορφίνη
και ερωτεύεται μια παντρεμένη. Η Καζούκο μένει έγκυος από τον εραστή της, αλλά
εκείνος αυτοκτονεί. Το μυθιστόρημα κλείνει με την ίδια να γράφει: «Θα γεννήσω
το παιδί του ήλιου που δύει». Το «Setting Sun» σηματοδοτεί τη γέννηση του
«μπιτάμπουργκ» της Ιαπωνίας. Ο Ντάζαι χρησιμοποιεί την αυτοβιογραφική φόρμα του
ημερολογίου, αλλά τη διαλύει με ειρωνεία και αυτοσαρκασμό. Η γλώσσα αναμειγνύει
κλασικά κινό-χάικου με αμερικάνικα σλανγκ των
στρατιωτών, δημιουργώντας έναν νέο ιδιωματικό ρυθμό. Το έργο καθιέρωσε τον όρο
«μετά-πολεμική παρακμή» και ενέπνευσε τη λογοτεχνική γενιά των «Μαύρων Σκύλων».
Πέρα από την αισθητική, λειτούργησε και ως κοινωνικό ντοκουμέντο: οι πωλήσεις έκαναν
το βιβλίο «manual» για τους νέους που αισθάνονταν «ήλιοι που δύουν».
Αν αυτός
είναι ένας άνθρωπος (Πρίμο Λέβι – 1947) «Από τους 650 Εβραίους που
μεταφέρθηκαν εκείνη τη μέρα του Φεβρουαρίου στο Άουσβιτς τελικά επέζησαν μόλις
20 άτομα». Τις εμπειρίες του από τη ζωή στο Άουσβιτς τις κατέγραψε σε αυτό το
έργο - ένα από τα πιο σημαντικά έργα που καταγράφουν τις φρικαλεότητες του
Ολοκαυτώματος. Ο συγγραφέας υπηρέτησε ως πολιτικός κρατούμενος στο Άουσβιτς. Εξερευνά
τη φύση της ανθρώπινης ύπαρξης και την αξιοπρέπεια της ανθρώπινης ζωής υπό τις
πιο απάνθρωπες συνθήκες. Το έργο ξεκινά με την περιγραφή της σύλληψής του και
την απομόνωση των κρατουμένων. Ακόμη και μέσα στον τρόμο, ο Λέβι βρίσκει τρόπο
να αναλογιστεί την ανθρώπινη κατάσταση και τις συνέπειες της απανθρωπιάς που
προκάλεσαν οι Ναζί. Περιγράφει με λεπτομέρεια τις καθημερινές δοκιμασίες των
κρατουμένων, την πείνα, τη βία και την κατάρρευση της ηθικής τάξης. Χρησιμοποιεί
απλή αλλά δυνατή γλώσσα, γεμάτη άμεσους και μελαγχολικούς συγκινησιακούς
τόνους. Η χρήση προσωπικών εμπειριών και οι αφηγήσεις των άλλων κρατουμένων
καθιστούν τη μαρτυρία του πιο αυθεντική και αληθινή. Η γραφή του διακρίνεται
για την ειλικρίνεια της και για την ικανότητά του να συνδυάζει την πληροφορία
με την προσωπική συγκίνηση, κάτι που επιτρέπει στους αναγνώστες να κατανοήσουν
τη σοβαρότητα των βιωμάτων του. Το έργο δεν είναι απλώς ένα μνημόσυνο των
θυμάτων, αλλά και μια προειδοποίηση για τις επόμενες γενιές. Έχει εκληφθεί ως
μια αναγκαιότητα να θυμόμαστε και να διδασκόμαστε από την ιστορία, ώστε να
αποτρέψουμε παρόμοιες φρικαλεότητες στο μέλλον. Η φράση "Αν αυτός είναι
ένας άνθρωπος" γίνεται το κεντρικό ερώτημα του έργου, προσδιορίζοντας την
αξία της ανθρώπινης ζωής και την ηθική ευθύνη της κοινωνίας έναντι του
συνανθρώπου. Το έργο συγκλονίζει και αναγκάζει τον αναγνώστη να στοχαστεί για
την ανθρώπινη φύση και την κοινωνική ευθύνη στον κόσμο μας. Μέσω της απερίγραπτης
φρίκης που βίωσε, ο συγγραφέας αναδεικνύει την ανθεκτικότητα της ανθρώπινης φύσης,
κάνοντάς μας να αναλογιστούμε την επίδραση των πράξεων μας στην ανθρωπότητα.

Περιμένοντας
τον Γκοντό (Σάμιουελ Μπέκετ - 1947) θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά έργα
του θεάτρου του παραλόγου. Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από δύο άνδρες, τον
Βλαδίμηρο και τον Εστραγκόν, οι οποίοι περιμένουν έναν μυστηριώδη χαρακτήρα,
τον Γκοντό, ο οποίος όμως δεν εμφανίζεται ποτέ. Η υπόθεση είναι αφηρημένη και
χαρακτηρίζεται από την απλότητά της: οι δύο βασικοί χαρακτήρες περνούν τον
χρόνο τους συνομιλώντας, μερικές φορές φιλονικώντας, επαναλαμβάνοντας
τελετουργικές κινήσεις, και εκφράζοντας το αίσθημα της πλήξης και της αγωνίας
ενώ περιμένουν. Η αβεβαιότητα και η αναμονή κυριαρχούν, καθώς ο Γκοντό
λειτουργεί σχεδόν ως σύμβολο σωτηρίας, ελπίδας ή κάποιας ανώτερης δύναμης, αλλά
παραμένει ανέφικτος και αόρατος. Το έργο εξερευνά βαθιά φιλοσοφικά ερωτήματα
όπως η ανθρώπινη ύπαρξη, η αναζήτηση νοήματος, η αβεβαιότητα, η μοναξιά και η
απελπισία. Η αναμονή αντικατοπτρίζει τη θέαση της ζωής ως μια κατάσταση
διαρκούς προσδοκίας για κάτι που ίσως ποτέ να μην έρθει. Η αίσθηση του
υπαρξιακού κενού και της αδράνειας εκφράζεται έντονα μέσα από την απλή, συχνά
επαναλαμβανόμενη δράση και τον διάλογο των δύο ανδρών. Το έργο χαρακτηρίζεται
από διάλογους με σουρεαλιστικές και επαναλαμβανόμενες φράσεις, συχνά με
χιούμορ, ειρωνεία και νοηματικό βάθος. Η απουσία ενός σαφούς σεναρίου και η
επανάληψη δημιουργούν ένα αίσθημα ανεξήγητης έντασης και αποπροσανατολισμού,
επιβεβαιώνοντας την αίσθηση του "παραλόγου" που περιβάλλει την
ανθρώπινη κατάσταση. Θεωρείται ορόσημο του υπαρξιστικού και αβανγκάρντ θεάτρου,
που αμφισβητεί τις συμβάσεις και προκαλεί τον θεατή να συλλογιστεί την ίδια τη
φύση της ύπαρξης και του χρόνου. Αν και το έργο φαίνεται απλό, οι πολλαπλές
ερμηνείες του αφήνουν ανοιχτά ερωτήματα για την ελπίδα, την πίστη, και το νόημα
μέσα στη φαινομενική απουσία νοήματος. Συνολικά, το έργο αντικατοπτρίζει το βάθος και τη δυσκολία της
ανθρώπινης ύπαρξης μέσα στην αβεβαιότητα και το μηδέν, με το μόνιμο θέμα της
αναμονής ως μεταφορά για το αέναο ψάξιμο νοήματος και σκοπού στη ζωή μας.
Πολλές ερμηνείες και συζητήσεις για την ταυτότητα του Γκοντό. Μια ερμηνεία
είναι ότι πρόκειται για την αγγλική λέξη God (Θεός) και τη συχνή γαλλική
κατάληξη -ot, κάτι που θα έδινε μια μεταφυσική διάσταση στο έργο. Οι δυο
χαρακτήρες περιμένουν την άφιξη μιας υπερβατικής φιγούρας που θα τους σώσει,
αλλά δεν έρχεται ποτέ. Ο ίδιος ο Μπέκετ πάντα αρνιόταν αυτή την ερμηνεία, ενώ
σε επιστολή του το 1952 ανέφερε ότι ούτε ο ίδιος είχε σκεφτεί ή γνώριζε «ποιος
είναι ο Γκοντό» και ότι, αν γνώριζε, θα το είχε αναφέρει στο έργο
Δόκτωρ Φαούστους
(Τόμας Μαν – 1947) Ένα από τα σπουδαιότερα έργα της γερμανικής λογοτεχνίας του
20ού αιώνα. Το έργο βασίζεται στην κλασική μορφή του μύθου του Φάουστ, του
ανθρώπου που πούλησε την ψυχή του στον διάβολο για να κερδίσει γνώση και
δύναμη, αλλά ο Μαν το μετασχηματίζει σε μια πολυεπίπεδη αλληγορία για τη
Γερμανία, την τέχνη, τη ζωή, την αγάπη, τη λαγνεία, τη μουσική και το κακό στην
εποχή του. Η αφήγηση επικεντρώνεται στον Άντολφ, έναν φανταστικό συνθέτη, ο
οποίος ως σύγχρονος «Φάουστ», αναζητά την τελειότητα και την υπέρβαση των ορίων
του ανθρώπινου πνεύματος μέσα από τη μουσική. Ο ήρωας, επηρεασμένος από τον
Νίτσε και τη γερμανική φιλοσοφία, κλείνεται στην πνευματική και καλλιτεχνική
του αναζήτηση, που σύντομα παίρνει τη μορφή μιας συμφωνίας με μια σατανική
μορφή, συμβολίζοντας την πτώση της ηθικής αξίας και τον εκφυλισμό. Το
μυθιστόρημα υπηρετεί δύο κεντρικά θέματα: αφενός το προσωπικό δράμα και τη
θυσία του καλλιτέχνη, αφετέρου το ιστορικό δράμα της Γερμανίας που οδηγείται
στην καταστροφή μέσω του ναζισμού. Η μουσική που γράφει ο ήρωας, σύνθετη και
προοδευτική, αντικατοπτρίζει την ψυχολογική ένταση και τη γεωπολιτική κρίση της
εποχής, ενώ η κρίση του ήρωα συμβολίζει την ηθική παρακμή της χώρας του. Ο
Τόμας Μαν δεν περιορίζεται στην αφήγηση της ζωής του Άντολφ, αλλά μέσα από τη
φιλοσοφική και πολιτική του ανάλυση, διερευνά τον ρόλο της τέχνης σε έναν κόσμο
όπου η ηθική απαξιώνεται, και τη σχέση του ανθρώπου με τη μοίρα και το
υπερφυσικό. Η ιστορία του Δόκτωρα Φάουστους γίνεται έτσι μια τραγική μεταφορά
για την ευθύνη, την προδοσία και την εσωτερική σύγκρουση, τόσο σε ατομικό όσο
και σε συλλογικό επίπεδο. Το ύφος του μυθιστορήματος είναι πλούσιο και
απαιτητικό, με εκτενείς περιγραφές, διαλογισμούς και αναφορές στη μουσική
θεωρία, τη φιλοσοφία και την ιστορία, γεγονός που το καθιστά έργο βαθύ και
πολυδιάστατο. Παρά τη δυσκολία του, το έργο ξεχωρίζει για την έντονη
συναισθηματική φόρτιση και την οξύτητα στην κριτική της εποχής. Ένα έργο που
συνδυάζει λογοτεχνική δεξιοτεχνία, φιλοσοφική βάθος και πολιτική ευαισθησία, το
οποίο συνεχίζει να προσελκύει το ενδιαφέρον των αναγνωστών και των μελετητών
μέχρι σήμερα
 |
|
Ο αφρός
των ημερών (Μπορίς Βιάν – 1947) Αφηγείται την ιστορία τριών ζευγαριών
σε έναν φανταστικό, παράλογο, σουρεαλιστικό κόσμο όπου η πραγματικότητα είναι
συνυφασμένη με το όνειρο. Οι κύριοι χαρακτήρες κινούνται σε ένα ποιητικό και
συγκεχυμένο περιβάλλον, με κεντρικά θέματα τον έρωτα, την εργασία, την ασθένεια
και τον θάνατο, μέσα σε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα τζαζ μουσικής και υγρό
καιρό. Το μυθιστόρημα παρουσιάζει τρεις ερωτικές ιστορίες που εκτυλίσσονται σε
έναν παράλογο κόσμο όπου το πραγματικό εναλλάσσεται με το ονειρικό, με συχνές
σουρεαλιστικές εικόνες όπου τα ζώα, τα αντικείμενα και οι άνθρωποι αποκτούν
ανθρώπινα ή αλλόκοτα χαρακτηριστικά. Θεματικά αγγίζει τον έρωτα, την εργασία,
την αρρώστια και τον θάνατο, υπό μία ατμόσφαιρα υγρού καιρού και τζαζ μουσικής.
Η κεντρική ιστορία αφορά τον Κολέν, έναν νεαρό πλούσιο που ερωτεύεται την
όμορφη Κλοέ, την οποία παντρεύεται και η οποία σύντομα αρρωσταίνει σοβαρά από
ένα νούφαρο που μεγαλώνει στους πνεύμονές της. Η αρρώστια της απαιτεί συνεχείς
προμήθειες λουλουδιών για την ανακούφιση της, με αποτέλεσμα ο Κολέν να χάνει
οικονομικά και η ζωή του ζεύγους να γίνεται όλο και πιο θλιβερή και αστεία
ταυτόχρονα. Παράλληλα, εξελίσσονται ιστορίες των φίλων τους Τσικ και Αλίζ αλλά
και του μάγειρα Νικολά, που ζουν ανάλογες περιπέτειες σε αυτόν τον παράξενο
κόσμο γεμάτο σουρεαλιστικές και συμβολικές αναφορές. Το μυθιστόρημα τελειώνει
με την πικρή μοίρα της Κλοέ που πεθαίνει και τη βαθιά απώλεια του Κολέν, ενώ
συμβολικά και το μικρό γκρίζο ποντίκι, σύμβολο συντροφιάς και ελπίδας, επιλέγει
να αυτοκτονήσει από το βάρος της θλίψης. Η γλώσσα του Βιάν είναι πρωτότυπη,
λυρική και παίζει με λέξεις, εικόνες και μη ρεαλιστικές καταστάσεις,
αντικατοπτρίζοντας έναν κόσμο γεμάτο μαγεία, χιούμορ αλλά και βαθιά θλίψη. Οι
σουρεαλιστικές εικόνες συνυπάρχουν αρμονικά με το υπαρξιστικό πνεύμα και τις
κοινωνικές κριτικές της εποχής. Συχνά ο αναγνώστης συναντά έντονες μουσικές
αναφορές στην τζαζ, με ονόματα διάσημων μουσικών να ενσωματώνονται στα ονόματα
δρόμων ή χαρακτήρων. Παρότι το έργο πέρασε απαρατήρητο κατά την αρχική του
έκδοση, εξελίχθηκε σε κλασικό της γαλλικής λογοτεχνίας, κερδίζοντας αναγνώριση
κυρίως μετά τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και συνδέθηκε με το πνεύμα της
μεταπολεμικής γενιάς και των κινημάτων που ακολούθησαν, όπως ο Μάης του ’68
Μόνος στο
Βερολίνο (Χανς Φάλαντα 1947) Το
βιβλίο, με αρχικό τίτλο «Jeder stirbt für sich allein» («Κάθε άνθρωπος πεθαίνει
μόνος»), βασίζεται σε αληθινά αρχεία της Γκεστάπο και εξιστορεί την αντίσταση
ενός μεσοαστικού ζεύγους, του Όττο και της Άννα Κβάνγκελ, που μετά το θάνατο
του γιου τους στον πόλεμο, αρχίζουν να γράφουν και να διανέμουν αντικαθεστωτικά
μηνύματα στο Βερολίνο. Η δράση τους εκτυλίσσεται σε μια εργατική συνοικία όπου
συνυπάρχουν διάφοροι χαρακτήρες που εκφράζουν τις αντιθέσεις και την
τρομοκρατία της εποχής. Το έργο παρουσιάζει με ρεαλισμό και χωρίς ηρωοποιήσεις
τη μοναξιά, τον φόβο, και την ηθική πάλη απέναντι στον ναζισμό. Δείχνει πως η
αντίσταση ήταν έργο απλών ανθρώπων που αγωνίζονταν με γνώμονα τη συνείδηση και
την αξιοπρέπεια τους, παρά το βαρύ τίμημα. Η αφήγηση αναδεικνύει την κοινωνική
σκοτεινιά της εποχής, την εξουσία της τρομοκρατίας, αλλά και τη δύναμη της
ψυχής ενάντια στην παράνοια και το κακό. Ο συγγραφέας Rudolf Wilhelm Friedrich
Ditzen υπήρξε σημαντική λογοτεχνική μορφή του μεσοπολέμου με δύσκολη προσωπική
ζωή, συμπεριλαμβανομένων εθισμών και ψυχικών προβλημάτων. Παρά την πίεση του
ναζιστικού καθεστώτος, παρέμεινε στη Γερμανία και μέσα από τη γραφή του
προσπάθησε να αποτυπώσει την πραγματικότητα και τα δεινά εκείνης της εποχής,
φέρνοντας στο προσκήνιο άγνωστες ιστορίες αντίστασης. Έχει αξιολογηθεί ως ένα
από τα σπουδαιότερα βιβλία για τη γερμανική αντίσταση κατά του ναζισμού. Το
έργο παραμένει επίκαιρο, υπενθυμίζοντας τη σημασία της αντίστασης στο κακό και
την ατομική ευθύνη σε δύσκολες ιστορικές στιγμές. Παράλληλα, αποτελεί έντονο
μάθημα ενάντια στον φασισμό και τη βία.
 |
Από την έκθεση των Γ.Ανδρεάδη, Μ.Μαύρου και Π. Ρηγοπούλου |
Σε ένα
μοναχικό μέρος (Ντόροθι Μπ. Χιουζ - 1947)
Ο τίτλος υπογραμμίζει το αίσθημα της μοναξιάς που διαπερνά το έργο — όχι μόνο
ως συναισθηματική κατάσταση, αλλά και ως μεταφορά της αποξένωσης μέσα στην
αστική ζωή. Εξερευνά το εσωτερικό σκοτάδι ενός άντρα που μάχεται με την
ταυτότητά του, την ενοχή και τη μοναξιά μέσα σε έναν αδιάφορο μεταπολεμικό
κόσμο. Μέσα από την πολυεπίπεδη αφήγησή του, προσφέρει μια βαθιά ψυχολογική
μελέτη και μια έντονη κριτική της κοινωνικής υποκρισίας και της βίας που κρύβει
η ανθρώπινη φύση. Αποτελεί ένα σκοτεινό ψυχολογικό νουάρ και ένα από τα
σημαντικότερα δείγματα αστυνομικής λογοτεχνίας της μεταπολεμικής περιόδου.
Πρόκειται για ένα έργο που συνδυάζει το θρίλερ με μια λεπτομερή ανάλυση της
ανθρώπινης ψυχολογίας, μέσα από τη ζωή και την προσωπικότητα του πρωταγωνιστή. Η
ιστορία επικεντρώνεται στον Ντάξ Μάρεϊ, έναν πρώην στρατιώτη και συγγραφέα, ο
οποίος ζει στο Λος Άντζελες της μεταπολεμικής εποχής. Ο Ντάξ είναι ύποπτος για
μια σειρά από φόνους γυναικών, και καθώς εξελίσσεται η πλοκή, ο αναγνώστης
σταδιακά μαθαίνει περισσότερα για τον ίδιο: την παρελθοντική του βία, τον
εγωισμό, την απειλητική του συμπεριφορά και τις σκοτεινές πτυχές της ψυχής του.
Παρά τις υποψίες που τον βαραίνουν, καθώς και τις σκοτεινές πράξεις που μοιάζει
να κρύβει, ο ίδιος ισχυρίζεται ότι είναι αθώος. Ωστόσο, η αμφιβολία κυριαρχεί
καθώς η αφήγηση γίνεται εσωτερική, δίνοντας έμφαση στη διαστρεβλωμένη αντίληψη
της ηθικής και στις αντιφατικές ανθρώπινες σχέσεις. Ο Ντάξ παρουσιάζεται με μια
έντονη ψυχολογική πολυπλοκότητα, που τον καθιστά τόσο γοητευτικό όσο και
απειλητικό. Η αφήγηση μελετά τις ανασφάλειες, τους φόβους και τη βία που
κρύβονται πίσω από την εξωτερική του μάσκα. Το μυθιστόρημα αποτυπώνει επίσης την
ψυχολογία της αμερικανικής κοινωνίας μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, με την
έντονη αίσθηση απογοήτευσης, φόβου και απώλειας αξιών. Η γραφή της Hughes είναι
λιτή, αλλά γεμάτη ένταση, δημιουργώντας μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα που
καθηλώνει.
The Rope
of Ash (Pramoedya Ananta Toer – 1947).
Στην ανατολική Ιάβα, ο νεαρός Χασάν, απόγονος πριγκιπικού οίκου, γίνεται
δάσκαλος σε ένα χωριό καλλιεργητών καπνού. Όταν οι Ολλανδοί επιβάλλουν νέους
φόρους, οι χωρικοί οργανώνουν απεργία. Η ιστορία διασταυρώνεται με την ιστορία
της Ράχμι, μιας νεαρής που γίνεται αντάρτισσα. Η απεργία
καταπνίγεται στο αίμα, ο Χασάν συλλαμβάνεται, αλλά το τελευταίο κεφάλαιο
βρίσκει τους χωρικούς να μαζεύουν τις στάχτες και να πλέκουν ένα σχοινί –
σύμβολο συνέχειας και ανάστασης. Γραμμένο ενώ ο Πραμοέντυα ήταν φυλακισμένος
από τους Ολλανδούς, το έργο είναι το πρώτο ινδονησιακό μυθιστόρημα που θέτει
τον αγροτικό κόσμο στο επίκεντρο της εθνικής αφήγησης. Χρησιμοποιεί την τοπική
παράδοση wayang kulit, οι χαρακτήρες είναι «σκιές» που εμπαίζονται
από την ιστορία, ενώ ο αφηγητής διακόπτει για να σχολιάσει τον ρόλο του
συγγραφέα. Η γλώσσα αναμειγνύει βαχασά Ιάβας με ολλανδικούς όρους,
δημιουργώντας ένα πολυγλωσσικό κράμα που αποδομεί την αποικιοκρατική κυριαρχία.
Το βιβλίο εκδόθηκε παράνομα το 1947, λίγο πριν την ανεξαρτησία, και θεωρείται
«ιστορικό εγχειρίδιο» της ινδονησιακής επανάστασης
 |
Pierre Auguste Renoir |
Οι δούλες (Ζαν
Ζενέ - 1947) Το έργο θεωρείται από
τα καλύτερα της σύγχρονης δραματουργίας αφού ο Ζενέ κατόρθωσε να συγκεράσει με
θαυμαστό τρόπο της τεχνικές του Θεάτρου μέσα στο θέατρο με την πολιτική σάτιρα,
σε ένα υποβλητικό και γεμάτο συμβολισμούς σκηνικό με όλες τις μεθόδους του
θεάτρου του Παραλόγου, τόσο στον διάλογο όσο και στην κίνηση των ηθοποιών. -
"Αποφάσισα να απαρνηθώ έναν κόσμο που με είχε απαρνηθεί". Αποτελεί
ένα από τα πιο φημισμένα και χαρακτηριστικά δείγματα του θεάτρου του παραλόγου
και της ψυχολογικής τραγωδίας. Η πλοκή, οι χαρακτήρες και οι θεματικές του
έργου εμβαθύνουν στις έννοιες της ταυτότητας, του εξουσιαστικού ρόλου και της
επιθυμίας για απελευθέρωση από κοινωνικούς περιορισμούς. Η ιστορία
επικεντρώνεται σε δύο αδερφές, τις Μανόν και Κλερ, οι οποίες εργάζονται ως
οικιακές βοηθοί σε ένα μεγάλο σπίτι. Οι δύο αυτές γυναίκες ζουν μια
καθημερινότητα έντονα καταπιεστική και οριακά διαταραγμένη, καθώς παράλληλα με
τη φαινομενική ανελευθερία τους, εκδηλώνουν απόκρυφες φαντασιώσεις και έντονα
ψυχολογικά παιγνίδια. Οι δούλες, μέσα από διαλόγους και εναλλαγές ρόλων,
αναπαριστούν τη σχέση τους με την κυρία του σπιτιού, μια μορφή εξουσίας και
καταπίεσης. Οι φαντασιώσεις τους μετατρέπονται σε σχέδια για να σκοτώσουν την
κυρία και έτσι να αποτινάξουν τα δεσμά τους. Η ένταση αυτών των σκηνών
μεγαλώνει και κορυφώνεται σε ένα δραματικό τέλος, όπου η πραγματικότητα και η
φαντασία μπλέκονται. Η μεγαλύτερη αδελφή, είναι πιο δυναμική και κυρίαρχη και
συχνά επιβάλλει τη θέλησή της στην Κλερ. Στερείται όμως δύναμης, πέρα από τον
ψυχισμό της, δείχνοντας τα σημάδια της καταπίεσης που βιώνει. Η μικρότερη
αδελφή, είναι πιο συναισθηματική και ευάλωτη, αλλά συμμετέχει ενεργά στα ψυχολογικά παιχνίδια που
παίζει η Μανόν. Η εργοδότρια, μένει
εκτός σκηνής αλλά είναι η κεντρική φιγούρα καταπίεσης, σύμβολο της εξουσίας και
της υπόστασης που περιθωριοποιεί τις δύο αδελφές. Το έργο επικεντρώνεται στο
πώς η κοινωνική θέση και η δύναμη επηρεάζουν τις σχέσεις των ανθρώπων, ιδίως
μέσα σε καταπιεστικά περιβάλλοντα. Οι δύο αδελφές ζουν διπλή ζωή ανάμεσα στην
πραγματικότητα και στον κόσμο των φαντασιώσεών τους, αγωνιζόμενες κατά της ταυτότητας
και του ρόλου που τους έχει επιβληθεί. Η ένταση και η αμηχανία που προκύπτουν
μέσα από το παιχνίδι των ρόλων και την επιθυμία απόδρασης παίρνυν ψυχολογικές
και υπαρξιακές διαστάσεις. Θεωρείται ένα έργο που αν και γραμμένο μερικά χρόνια
μετά τον Β' ΠΠ, εκφράζει τις πανανθρώπινες ανησυχίες για την ελευθερία, την
ταυτότητα και την κοινωνική θέση. Εξετάζεται συχνά σε ακαδημαϊκούς κύκλους, ως
παράδειγμα ψυχολογικού δράματος με στοιχεία συμβολισμού και σουρεαλισμού. Αποτελεί
μια έντονη θεατρική εξερεύνηση των δυναμικών εξουσίας και καταπίεσης, που μέσα
από μια σκοτεινή και ψυχολογικά φορτισμένη ατμόσφαιρα, φέρνει στην επιφάνεια
την ανθρώπινη ανάγκη για απόδραση και ταυτότητα. Το κείμενο παραμένει επίκαιρο
και εμπνέει προβληματισμό σχετικά με τους κοινωνικούς και ψυχικούς περιορισμούς
που επιβάλλονται στους ανθρώπους