 |
Πινακοθήκη Τέχνης Buronzu. Η μούσα της αφύπνισης |
Ο φόβος απέναντι στο «γυμνό» είναι πολύ παλιός και καθόλου αθώος. Η
«εισαγωγή» του στη κοινωνική συνείδηση άρχισε από την εποχή της εγκαθίδρυσης
της πατριαρχίας και υπερίσχυσε με την κυριαρχία των πατριαρχικών θρησκειών. Σε εποχές
κρίσεων και μεγάλης αβεβαιότητας – κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής,
συνειδησιακής – οι δυνάστες αλλά και οι δυναστευόμενοι, συχνά αναζητούν οι μεν
πρώτοι την ασφάλεια του ελέγχου και οι δεύτεροι την ψευδαίσθηση της
σταθερότητας. Το πρώτο πεδίο ελέγχου στις πατριαρχικές κοινωνίες είναι η
οικογένεια και το «κλειδί» το γυναικείο σώμα (που αφορά το μισό του πληθυσμού).
Ελέγχοντας αυτό δεν ελέγχονται μόνο αυτές που το έχουν αλλά και αυτοί που το
ποθούν (δηλαδή το άλλο μισό). Ο μύθος
της «σεμνότητας» (που ουσιαστικά παραβιάζει τη φύση), δεν έχει καμιά σχέση με
την αισθητική αλλά είναι βαθιά χειριστικός με ιδεολογικές ρίζες. Διαχωρίζει
τους ανθρώπους σε αυτούς που «σέβονται τον εαυτό τους» και σε αυτούς που δεν
τον σέβονται προκαλώντας τη «δημόσια αιδώ». Φτιάχνεται έτσι ένα μυθολογικό
κατασκεύασμα καταναγκασμού και καταπίεσης. Ωρελιέν (Λουί Αραγκόν – 1944) Εξερευνά τα ηθικά διλήμματα και τις αισθητικές εκτροπές του ομώνυμου σαραντάρη αστού ήρωα, που δεν έχει ποτέ συνέλθει από τις εμπειρίες του στον Α’ΠΠ. Απεικονίζει μια ξεχασμένη και ιδιότροπη γενιά του Μεσοπολέμου, χωρίς καμία σαφή ταυτότητα. Η δράση εκτυλίσσεται με φόντο τη δεκαετία του '20 (με εμφανίσεις από τον Πικάσο και τους Ντανταϊστές στην Πιγκάλ, αναφορές στην αντίδραση κατά του Κοκτώ και νύξεις για εξόδους στο Δάσος της Βουλώνης). Παρά τις ανούσιες αναζητήσεις που τον περιβάλλουν, ο Aurélien παρασύρεται σε έναν κατακλυσμιαίο, βασανιστικό και αδύνατο έρωτα για τη Βερενίκη, μια νεαρή γυναίκα που μόλις ήρθε από την επαρχία με σύζυγο και «γεύση για το απόλυτο» («le goût de l'absolu»). Ο Αραγκόν βλέπει τους δύο ήρωές του να προσπαθούν να ξεφύγουν από το αδιέξοδο τους και να προσκολλώνται στην ιδέα ενός έρωτα που ήδη αποδεικνύεται αδύνατος. Κάθε ένας από τους δύο πρωταγωνιστές προβάλλει τις φαντασιώσεις και τις εμμονές του στον άλλον, και όπως πάντα στα μυθιστορήματα του Αραγκόν, η ιστορία, με τη σκιά των δύο παγκοσμίων πολέμων που πλαισιώνουν το μυθιστόρημα, είναι αυτή που βαραίνει τους δύο εραστές. Η αγάπη τους, δεν μπορεί να αντέξει τις πιέσεις της πραγματικότητάς τους. Η Βερενίκη τελικά επιστρέφει στην επαρχιακή της ζωή, αφήνοντας τον Ωρελιέν να αγκαλιάσει μια ζωή γεμάτη απογοήτευση και ηδονισμό με ανανεωμένο σθένος. Δεκαοκτώ χρόνια αργότερα, συναντιούνται ξανά και ξαναζούν την αδυναμία της χαμένης τους αγάπης. Ανάμεσα στον Ωρελιέν και τη Βερενίκη, ο μακρύς χωρισμός έχει δημιουργήσει μια άβυσσο και απλώς επιβεβαιώνει αυτό που διαισθάνονταν και οι δύο: ο έρωτάς τους δεν θα ήταν τίποτα άλλο παρά μια χίμαιρα. Αυτό το πάθος, που δεν θα ήταν ποτέ τίποτα άλλο παρά μια ανάγκη για αγάπη, βρίσκεται στο επίκεντρο δύο υπάρξεων: του Ωρελιέν, ενός άνδρα συντετριμμένου από τον πόλεμο που δεν μπορούσε να υπάρξει, και της Βερενίκης, που μοιάζει παραδόξως με τη σύγχρονη γυναίκα, που είχε ονειρευτεί ο Αραγκόν, μια διαυγούς και πολιτικοποιημένης γυναίκας, που ήξερε πώς να απαιτεί και, πως τελικά να κατακτά την ανεξαρτησία της.
Η Παναγία των λουλουδιών (Ζαν Ζενέ – 1944) Το πιο "εμπρηστικό" ίσως μυθιστόρημα του 20ού αιώνα. Αφηγείται την ιστορία της Divine, μιας τρανς γυναίκας που έχει πεθάνει από φυματίωση και ως αποτέλεσμα έχει αγιοποιηθεί. Ζει σε μια σοφίτα με θέα στο νεκροταφείο της Μονμάρτρης, την οποία μοιράζεται με διάφορους εραστές, ο σημαντικότερος από τους οποίους είναι ένας νταβατζής. Μια μέρα φέρνει σπίτι έναν νεαρό δολοφόνο, που ονομάζεται «Παναγία των Λουλουδιών». Η Παναγία τελικά συλλαμβάνεται, δικάζεται και εκτελείται. Ο θάνατος και η έκσταση συνοδεύουν τις πράξεις κάθε χαρακτήρα, καθώς ο Ζενέ μεταβάλλει όλες τις αξίες, καθιστώντας την προδοσία ύψιστη ηθική αξία, τον φόνο μια πράξη αρετής και σεξουαλικής έλξης. Ο αφηγητής μάς λέει ότι οι ιστορίες που παρουσιάζει είναι κυρίως για να διασκεδάσει τον εαυτό του, ενώ καταδικάζει την ποινή του στη φυλακή – και οι άκρως ερωτικές, συχνά σεξουαλικές, ιστορίες περιστρέφονται για να βοηθήσουν τον αυνανισμό του. Ο Jean-Paul Sartre το αποκάλεσε «το έπος του αυνανισμού».
 |
Ν.Χατζηκυριάκος Γκίκας 1954 |
Η γειτονιά (Βάσκο Πρατολίνι – 1944) Τοποθετημένο μεταξύ 1932 και 1939, το μυθιστόρημα αφηγείται τις ρομαντικές περιπέτειες μιας ομάδας νέων από μια εργατική γειτονιά της Φλωρεντίας (τη Σάντα Κρότσε), οι οποίες αποτυπώνονται κατά τη μετάβαση από την εφηβεία στην πρώιμη νεότητα: στην πράξη, αποτυπώνει την ανάπτυξη της συναισθηματικής τους εκπαίδευσης και τη διαμόρφωση μιας πολιτικής συνείδησης. Συνδυάζει στοιχεία ρεαλισμού και ψυχολογικής ανάλυσης για να αποδώσει την ένταση και την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων σε περιόδους κρίσεων. Το μυθιστόρημα υποστηρίζεται από μια συνεχή συνύφανση προσωπικών και συναισθηματικών γεγονότων στα οποία κινούνται οι διάφοροι χαρακτήρες, χωρίς κανείς ιδιαίτερα να αναδύεται ή να αναγνωρίζεται, ούτε καν στη μορφή του Βαλέριο, της αφηγηματικής φωνής που ταυτίζεται με τον συγγραφέα. «Ήμασταν συνηθισμένα πλάσματα. Μια χειρονομία ήταν αρκετή για να προκαλέσει τον θυμό μας ή την αγάπη μας». Στην πράξη, η γειτονιά Santa Croce είναι αυτή που λειτουργεί ως φόντο, σχεδόν ως πρωταγωνίστρια, και παρουσιάζεται με ζωηρά φώτα και χρώματα καθώς αλλάζουν οι εποχές, αλλά και με σκούρους τόνους στην περιγραφή των εσωτερικών χώρων των απλών σπιτιών. Αυτός είναι ένας κόσμος απομονωμένος από τους υπόλοιπους, αλλά ενωμένος και μοιρασμένος με τους ανθρώπους του που βιώνουν κοινωνική καταπίεση εν μέσω καθημερινών υλικών δυσκολιών, αλλά πλούσιος σε ανθρωπιά και συναισθήματα, ενωμένος σε μια συμπαγή και συμμετοχική κοινότητα. Ταυτόχρονα, ο Πρατολίνι περιγράφει έμμεσα την πολιτική διάσταση της Φλωρεντίας και, πάνω απ' όλα, την τάση του φασισμού να κατεδαφίζει τις εργατικές γειτονιές, προκειμένου να εξαλείψει τον κίνδυνο της επανάστασης από τις ρίζες του. Τα επαναστατικά συναισθήματα έρχονται σε αντίθεση με τα τυπικά εφηβικά. τα πρώτα ερωτικά αισθήματα που νιώθει ο Βαλέριο, ο οποίος, μετά από ένα αρχικό ενδιαφέρον για τη Λουτσιάνα, η οποία τελικά θα παντρευτεί τον Αρίγκο, συνειδητοποιεί ότι νιώθει κάτι περισσότερο για τη Μαρίσα. Οι δυο τους παραμένουν αρραβωνιασμένοι για δύο χρόνια, μετά τα οποία ο Βαλέριο έχει μια φευγαλέα σχέση με την Όλγα, μέχρι που εκείνη τον αφήνει για να ακολουθήσει τη μητέρα της στο Μιλάνο. Ανάμεσα στους φίλους του στη γειτονιά, ο Κάρλο είναι μια συγκινητική φιγούρα, μεγαλωμένος σε μια εξευτελιστική ανθρώπινη κατάσταση, που εκφράζει την μνησικακία του με ξεσπάσματα οργής που εναλλάσσονται με συναισθήματα νοσηρού δεσμού. Το κύριο θύμα αυτών των σχιζοφρενικών συναισθημάτων είναι η πρόωρη και θλιμμένη Μαρίσα, ένα κορίτσι που κρύβει την υπαρξιακή της μοναξιά και τον φόβο της πίσω από μια μάσκα ψεύτικης ασφάλειας και θράσους απέναντι στους άντρες. Η ιστορία της εντελώς εσωτερικής τους κατάκτησης του τραγικού και απελπισμένου έρωτά τους είναι ένα από τα πιο έντονα και συγκινητικά σημεία του μυθιστορήματος. Ακριβώς τη στιγμή που ο Κάρλο και η Μαρίσα καταλαβαίνουν το βάθος του συναισθήματος που τους δένει, το αγόρι θα φύγει για τον πόλεμο, όπου θα βρει τον θάνατο. Ούτε καν η κατεδάφιση των απλών σπιτιών από τους φασίστες δεν μπορούσε να αποδυναμώσει τους βαθιούς δεσμούς που είχαν δημιουργηθεί μεταξύ των νέων της γειτονιάς, οι οποίοι τώρα είχαν μεγαλώσει και είχαν δοκιμαστεί από σκληρές και τραυματικές εμπειρίες που τους είχαν βοηθήσει να ωριμάσουν. Ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο, η Μαρίσα, στο τέλος του μυθιστορήματος, ισχυρίζεται ότι ο Βαλέριο έβρισκε τη γειτονιά διαφορετική. Αλλά οι άνθρωποι ήταν ακόμα εκεί. Είχε «στριμωχτεί στα σπίτια που στέκονταν ακόμα όρθια σαν να ήθελε να οχυρωθεί». Αυτοί οι λίγοι που είχαν πάει να ζήσουν στα περίχωρα, όπου βρήκαν τον καθαρό αέρα και τον ήλιο, στη γειτονιά σχεδόν θεωρούνται λιποτάκτες. Και για αυτό ο αφηγητής, απαντά: «Στην πραγματικότητα, ακόμη και ο αέρας και ο ήλιος είναι πράγματα που πρέπει να κατακτηθούν πίσω από τα οδοφράγματα».
Η ζούγκλα των ανθρώπων (Κουκρίτ Πραμότζ – 1944). Κατά τη διάρκεια του Β΄ΠΠ., ένας νεαρός
Ταϊλανδός δάσκαλος εγκαταλείπει το σχολείο στους βάλτους για να βρει δουλειά
στην Μπανγκόκ. Στο δρόμο συναντά κλεφτρόνια, πόρνες, ξενοδόχους, Ιάπωνες
στρατιώτες και παπάδες που δίνουν ευλογίες για το ρύζι. Κάθε «άνθρωπος» είναι ένα
σκοτεινό δάσος από επιθυμίες και φόβους. Το μυθιστόρημα τελειώνει με τον
δάσκαλο να επιστρέφει στο χωριό, φέρνοντας μια ανοιχτή πληγή αντί για γνώση. Ο Kukrit Pramoj, μελλοντικός πρωθυπουργός και
διανοούμενος, γράφει το πρώτο ταϊλανδικό μυθιστόρημα «The Jungle of People», που δεν
έχει βασιλικό ή βουδιστικό ήρωα. Χρησιμοποιεί την τεχνική του «πολυπρισματικού
μονολόγου»: κάθε κεφάλαιο φέρει τη φωνή ενός διαφορετικού προσώπου,
δημιουργώντας ένα πολυφωνικό ντοκουμέντο της κατοχής. Η γλώσσα αναμειγνύει την κεντρική
ταϊλανδέζικη με διαλέκτους Λάο και Μον. Με αυτόν τον τρόπο αναιρείται η ιδέα
του ενιαίου «ταϊλανδικού λαού» και αναδεικνύεται η πολυσχιδής πραγματικότητα.
Το βιβλίο απαγορεύτηκε από τους Ιάπωνες, αλλά κυκλοφόρησε παράνομα και ενίσχυσε
το κίνημα της «Ελεύθερης Ταϊλάνδης».
 |
Ν.Χατζηκυριάκος Γκίκας. Μυθικά πλάσματα στη θάλασσα 1971 |
Μυθοπλασίες (Χόρχε Λουίς Μπόρχες - 1944 κ.ε.) Πολλές από τις ιστορίες της συλλογής αποκαλύπτουν τη μυθολογική τους ουσία, ευθυγραμμιζόμενες με την λεπτότερη γραμμή μεταξύ ψευδαίσθησης και πραγματικότητας. Ο αναγνώστης δεν μαντεύει πάντα πού πραγματικά εισάγει ο συγγραφέας μυστικισμό και πού όχι. Ο Μπόρχες χαρακτηρίζεται από έναν συνδυασμό ποιητικών και πεζογραφικών μεθόδων, ο οποίος εστιάζει την προσοχή όχι μόνο στην ιστορία, αλλά και στον τρόπο που παρουσιάζεται. Ο συγγραφέας επιτυγχάνει τη γνώση μέσω συμβολικών και σημασιολογικών εκφράσεων, χρησιμοποιώντας συχνά μεταφορές, οι οποίες λειτουργούν ως επιστημολογικό εργαλείο. Οι «Μυθοπλασίες» χαρακτηρίζονται από τη χρήση συμβόλων όπως «βιβλίο», «βιβλιοθήκη», «καθρέφτης», «λαβύρινθος». Μέσα από τον συμβολισμό, ο συγγραφέας πραγματεύεται τα θέματα του χρόνου, της μοναξιάς, του θανάτου και της αντιφατικής φύσης της παγκόσμιας τάξης. Αν και η εικόνα του λαβυρίνθου μπορεί να βρεθεί σε προηγούμενα έργα του Μπόρχες, είναι θεμελιώδης εδώ. Η πεζογραφία του Αργεντινού συγγραφέα δεν αναφέρεται απλώς στον λαβύρινθο ως αρχιτεκτονικό αντικείμενο ή σύμβολο, είναι από μόνο της «λαβυρινθώδης». Μυθικοί, εικασιακοί λαβύρινθοι χτίζουν την αφήγηση όπως τα τείχη τους, καθιστώντας τη δομή των ιστοριών πολυδιάστατη και συγκεχυμένη. Έτσι, στην ιστορία «Η Βιβλιοθήκη της Βαβέλ», ο λαβύρινθος είναι μια ατελείωτη Βιβλιοθήκη, η δομή της οποίας είναι διατεταγμένη και χωρισμένη σε πανομοιότυπα εξαγωνικά τμήματα. Αλλά το σημαντικό είναι ότι η Βιβλιοθήκη είναι ουσιαστικά ένα Σύμπαν. Έτσι, ο συγγραφέας, σε σύγκριση με την άπειρη βιβλιοθήκη, προβάλλει την έννοια του σύμπαντος. Καθώς η ιστορία προχωρά, καταλαβαίνουμε ότι όλοι οι επισκέπτες της βιβλιοθήκης χάνονται ανεπιστρεπτί στις έννοιες που συνθέτουν αυτόν τον λαβύρινθο, αφού από τη φύση του είναι άπειρος και επομένως άγνωστος. Τα διηγήματα της συλλογής εμπεριέχουν όλα τo φανταστικό στοιχείο, και συχνά γίνεται αναφορά σε αλληγορικές μεταφορές για την ιδιαίτερα περίπλοκη φύση των κόσμων, των συστημάτων, του χρόνου, καθώς και των ανθρωπίνων ενασχολήσεων και ιδιοτήτων. Οι λαβύρινθοι του συγγραφέα είναι παντού και πάντα, από τη φύση, τη κοινωνία και το άνθρωπο. Σε αυτούς συμπυκνώνονται και παρουσιάζονται μέσα από κανονικούς ή παραμορφωμένους καθρέφτες οι ψυχολογικοί εφιάλτες, οι εμμονές, προκαταλήψεις, απωθημένα και φοβίες. «Οι καθρέφτες και οι πατέρες ήταν εξίσου μισητοί, γιατί πολλαπλασίαζαν τον αριθμό των ανθρώπων». Ακόμη και οι ιδέες μπορούν να πάρουν τη μορφή λαβυρίνθου και να οδηγήσουν σε συνεχή περιπλάνηση ή και σε αδιέξοδα. Το ίδιο περιεχόμενο σε πολύ μεγάλο βαθμό υπάρχει και στην ξεχωριστή συλλογή "Λαβύρινθοι".
Η φάρμα των ζώων (Τζωρτζ Όργουελ – 1945) Ήταν το πρώτο έργο στο οποίο προσπάθησε, στοχοπροσηλωμένα, "να ενώσει πολιτικό και καλλιτεχνικό σκοπό σε ένα ενιαίο σύνολο". Είναι ένα βιβλίο εξαιρετικής νοημοσύνης και διαχρονικής αξίας. Συνδυάζει τη γοητεία ενός απλού αφηγήματος με τη βαθύτητα μιας πολιτικής προειδοποίησης. Το μυθιστόρημα αφηγείται την ιστορία των ζώων μιας φάρμας στην Αγγλία, που επαναστατούν ενάντια στον άνθρωπο-ιδιοκτήτη τους, για να εγκαθιδρύσουν ένα σύστημα ισότητας και συνεργασίας. Μετά την επιτυχημένη εξέγερση, αναλαμβάνουν τη διαχείριση της φάρμας υπό την ηγεσία των γουρουνιών — με επικεφαλής τον ευφυή Ναπολέοντα και τον ιδεαλιστή Χιονόμπαλά. Η φάρμα μετονομάζεται σε «Φάρμα των Ζώων» και εισάγεται ένα νέο σύστημα αρχών, οι Επτά κανόνες της Ζωικής Ισότητας, με πιο εμβληματικό το «Όλα τα ζώα είναι ίσα». Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, η νέα τάξη πραγμάτων εκφυλίζεται. Τα γουρούνια σταδιακά συγκεντρώνουν όλη την εξουσία, χειραγωγούν τα υπόλοιπα ζώα και τελικά υιοθετούν τα χαρακτηριστικά του παλιού καθεστώτος. Το έργο κλείνει με τη διάσημη και σοκαριστική φράση: «Όλα τα ζώα είναι ίσα, αλλά κάποια ζώα είναι πιο ίσα από τα άλλα». Είναι μια ιδιοφυής αλληγορική νουβέλα, στην οποία ο Orwell μεταμφιέζει την πολιτική σάτιρα σε παραμύθι για ενήλικες. Παρά το σύντομο μέγεθός της, αποτελεί μία από τις πιο αποτελεσματικές και διαχρονικές κριτικές του ολοκληρωτισμού και ειδικά της σταλινικής ΕΣΣΔ. Η φάρμα λειτουργεί ως μικρογραφία της ρωσικής κοινωνίας μετά την Επανάσταση του 1917. Ο ιδεαλιστής Χιονόμπαλάς παραπέμπει στον Τρότσκι, ενώ ο Ναπολέων αντιπροσωπεύει τον Στάλιν. Η παραποίηση της ιστορίας, οι διώξεις, η κατασκευή εχθρών και η καταπίεση με στόχο τη διατήρηση της εξουσίας, είναι ακριβείς και αιχμηρές αντανακλάσεις της σοβιετικής πρακτικής. Η αφήγηση είναι λιτή, σχεδόν παιδική στην επιφάνειά της, αλλά κρύβει πίσω της στρώματα ειρωνείας και σαρκασμού. Καταφέρνει να φανερώσει πώς τα ιδανικά της ισότητας και της ελευθερίας καταπατούνται όταν δεν υπάρχει διαφάνεια, εκπαίδευση και πολιτική ευθύνη. Τα ζώα —και ιδίως ο Μπόξερ, που συμβολίζει τη λαϊκή τάξη— δεν είναι αθώα θύματα, αλλά συνένοχοι μέσα από την παθητικότητα και την τυφλή υπακοή. Το έργο μιλά επίσης για τη φθορά των επαναστατικών ιδανικών. Η σταδιακή κατάρρευση της ισότητας μέσα από τον λόγο («πρώτα τα γουρούνια κοιμούνται στο σπίτι, μετά φορούν ρούχα, πίνουν αλκοόλ, και τελικά συνομιλούν με τους ανθρώπους σαν ίσοι προς ίσους») είναι αριστοτεχνικά δοσμένη. Στο τέλος, τα ζώα κοιτούν τα γουρούνια και τους ανθρώπους και δεν μπορούν πια να ξεχωρίσουν ποιος είναι ποιος. Η χρήση της αλληγορίας ως λογοτεχνικό εργαλείο δεν είναι απλώς πετυχημένη, είναι κορυφαία. Επιτρέπει στον Orwell να γράψει ένα πολιτικό έργο με διαχρονική ισχύ, χωρίς να το περιορίζει σε συγκεκριμένα γεγονότα. Γι’ αυτό και σήμερα, το έργο αφορά κάθε καθεστώς που χρησιμοποιεί την προπαγάνδα και το φόβο για να διατηρήσει την εξουσία του. Η νουβέλα συνιστά επίσης μάθημα πολιτικής συνείδησης: πώς ο λαός μπορεί, με καλή πίστη και ιδεαλισμό, να παραδώσει την εξουσία του και να παγιδευτεί στον αυταρχισμό χωρίς καν να το καταλάβει.
Τα Χαϊμαλιά του Έρωτα και των Αρμάτων (Αντρέας Εμπειρίκος - 1945) Είναι μια μοναδική ερωτική τριλογία, που περιέχει τα: "Αργώ ή Πλους αεροστάτου", "Ζεμφύρα ή Το μυστικόν της Πασιφάης" και "Βεατρίκη ή Ο έρωτας του Buffalo Bill". Η "Αργώ" είναι γραμμένη στη περίοδο της εμφύλιας σύγκρουσης μετά την απελευθέρωση και περιέχει δύο ταυτόχρονες ιστορίες: την γιορταστική απογείωση του αεροστάτου "Αργώ" στην Σάντα Φε ντε Μπογκοτά το 1906, με τρεις φλογερούς αεροναύτες -Άγγλο Λόρδο, Γάλλο εξερευνητή και Ρώσο ναύαρχο (alter ego του ποιητή), και τη δραματική ιστορία του ζηλιάρη καθηγητή ντον Πέντρο, της κόρης του Καρλόττας και του ινδομιγή εραστή της. Στο "Ζεμφύρα ή Το μυστικόν της Πασιφάης", που αναπτύσσεται στο Παρίσι το 1902, υπάρχει ο έρωτας του λιονταριού Ζαμβέζης και της θηριοδαμάστριας Ζεμφύρας. Το ερωτικό παιχνίδι ανθρώπου/ζώου δεν είναι ακίνδυνο, αφού εμπεριέχει ενστικτώδεις ορμές, όμως νικά ο έρωτας. Η "Βεατρίκη ή Ο έρωτας του Buffalo Bill" έχει δύο ερωτικές ιστορίες, στις οποίες ο τόπος και ο χρόνος διαφέρουν με τρόπο ώστε η μια να εμπεριέχεται στην άλλη. Η πρώτη, αναφέρεται σε μια από τις περιπέτειες του Buffalo Bill μετά τον αμερικανικό εμφύλιο. Ο χρόνος της δεύτερης είναι ο τρέχων της ζωής του συγγραφέα (καλοκαίρι του 1945) και αναπτύσσεται σε επιστολική μορφή με την μετέπειτα σύζυγό του με έξι επιστολές που ανταλλάσσουν η Βιβίκα/Βεατρίκη με τον Εμπειρίκο/ Buffalo Bill. Όλο το έργο διαπερνάτε από τη κυρίαρχη αντίληψη του ποιητή ότι ο "άνευ ορίων και άνευ όρων" έρωτας είναι ο μόνος τρόπος για να λυθούν τα προβλήματα της ανθρωπότητας και να απελευθερωθεί από τα δεινά της. Υπάρχουν πάρα πολλά διαχρονικά κοινωνικά και πολιτικά μηνύματα σε κάθε τμήμα της τριλογίας και συνολικά στο έργο, με τις ερωτικές ιστορίες που αναπτύσσονται σε κλίμα φόβου και βίας αλλά τελικά νικά ο έρωτας. Ο πλανόδιος ποιητής του Παρισιού (alter ego του Εμπειρίκου), κατηγορεί τους "παρακοιμωμένους κάθε ανθρώπινης ανεπάρκειας, τους υπερμάχους της κάθε ηττοπάθειας, τους ευνουχισμένους χριστιανούς ...τους κιβδηλοποιούς του έρωτα και των αρμάτων, τους πάσης φύσεως προαγωγούς της τέχνης … τους ηθικολόγους και ανηθικολόγους, τους πάσης φύσεως βρωμερούς και σκατολόγους".
Ο κύκλος με την κιμωλία (Μπέρτολτ Μπρεχτ - 1945) Η Γκρούσα που είναι υπηρέτρια σε αρχοντικό, παίρνει κοντά της τον γιο τού άρχοντα, όταν αυτός δολοφονείται από επαναστάτες και η μητέρα του τον εγκαταλείπει κυνηγημένη. Με θυσίες κρατάει το παιδί κοντά της, μέχρι την ημέρα που η βιολογική μητέρα του επιστρέφει και το διεκδικεί δικαστικά, κατηγορώντας τη Γκρούσα, ότι της το έκλεψε. Ο Αζντάκ, ένας λαϊκός, μέθυσος και κουτοπόνηρος άνθρωπος που όλως τυχαίως, χρίζεται δικαστής καλείται να αποφασίσει για την τύχη του παιδιού, επιλέγοντας μία σολομώντεια λύση: Τοποθετεί το παιδί μέσα σ’ έναν κύκλο και ζητά από τις δύο γυναίκες να το τραβήξουν από τα χεράκια του με δύναμη, η κάθε μια προς το μέρος της. Όποια καταφέρει να το βγάλει από τον κύκλο, θα το κρατήσει δικό της για πάντα. Η βιολογική μητέρα το τραβά με δύναμη, ενώ η Γκρούσα που δεν θέλει να το πονέσει, το αφήνει.
Αγάπη (Χένρι Γκριν – 1945) Μια κλασική ιστορία στην οποία που έρχονται όλα τα πάνω κάτω, με έμφαση στα κάτω. Η ζωή μιας μεγάλης ιρλανδικής εξοχικής κατοικίας κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου μέσα από τα μάτια των Βρετανών υπηρετών της, οι οποίοι φτιάχνουν έναν δικό τους κόσμο σε μια περίοδο που οι αφέντες τους λείπουν. Περιγράφει τη ζωή πάνω και κάτω από τις σκάλες όπου οι υπηρέτες δίνουν τις δικές τους μάχες και συγκρούσεις εν μέσω φημών για τον πόλεμο στην Ευρώπη, εισβάλλοντας ο ένας στις αρμοδιότητες του άλλου και δημιουργούν ένα ασταθές περιβάλλον ιδιοτελούς συμπεριφοράς, κλοπής, κουτσομπολιού αλλά και αγάπης. Σε μια συνέντευξη του 1958 ο συγγραφέας ανάφερε «Πήρα την ιδέα του "Loving" από έναν υπάλληλο στην Πυροσβεστική Υπηρεσία κατά τη διάρκεια του πολέμου. Υπηρετούσε μαζί μου και μου είπε ότι κάποτε είχε ρωτήσει τον ηλικιωμένο μπάτλερ που τον πρόσεχε σαν παιδί, τι άρεσε περισσότερο στον κόσμο στα γεράματά του. Η απάντηση ήταν: "Ξαπλωμένος στο κρεβάτι ένα καλοκαιρινό πρωινό, με το παράθυρο ανοιχτό, ακούγοντας τις καμπάνες της εκκλησίας, τρώγοντας βουτυρωμένο τοστ με τσιπς¨. Είδα το βιβλίο στην ίδια στιγμή». Η γενναιοδωρία του Γκριν προς ακόμη και τους πιο δόλιους και «άσεμνους» από αυτούς, προσφέρει ένα μάθημα που δεν ξεχνάς ποτέ.
Τραγούδια της Σκιάς (Λεοπόλντ Σεντάρ Σενγκόρ - 1945) Ποίηση – εξερεύνηση της αφρικανικής ταυτότητας και της αποικιοκρατίας. Ο ποιητής, ένας από τους πιο αναγνωρισμένους Αφρικανούς συγγραφείς που χρησιμοποιούν τη γαλλική γλώσσα ως μέσο έκφρασης, συνδυάζει την αφρικανική παράδοση με τη γαλλική κλασική εκπαίδευση, επηρεασμένος από τους δασκάλους της γαλλικής παράδοσης. Ωστόσο, υπάρχουν υποκείμενες ρομαντικές τάσεις στην λυρική του ποίηση. Μάλιστα, τα "Hants d'Ombre", ακολουθούν την ρομαντική παράδοση που καθόρισαν οι δάσκαλοι του αγγλικού ρομαντικού στίχου. Το έργο του Senghor αντικατοπτρίζει την εποχή του, με «κοινά» χαρακτηριστικά της ευαισθησίας στους στίχους που ενσαρκώνουν τη συνείδηση του ποιητή, η οποία ταυτίζεται με αυτή των γηγενών κατοίκων. Αυτή η εξατομίκευση εκδηλώνεται στη χρήση αισθητηριακών εκκλήσεων, συγκεκριμένων εντυπώσεων και συμβολικών εννοιών για να μεταφέρει την ευαισθησία του. Αυτά τα τρία εργαλεία παρουσιάζουν το θέμα του, τη νοσταλγία και την αγάπη, που τροφοδοτούνται από το αίσθημα της εξορίας και της μοναξιάς. Στην πραγματικότητα, ο ποιητής χρησιμοποιεί τα ρομαντικά μέσα της μνήμης και της φύσης για να προβάλει την ευαισθησία του και να παράγει στίχους που ενσαρκώνουν τη μέση συνείδησή της κοινωνίας της πατρίδας του. Τα ποιήματα του τηρούν τον ρομαντικό ορισμό του ποιητή καταδεικνύοντας την στοχαστική φύση του και την ενδοσκόπηση στην οποία επιδίδεται για να προσεγγίσει με επιτυχία τα συναισθήματα του αναγνώστη του, μέσω μιας αριστοτελικής κάθαρσης.
 |
By Kalmanchey Zoltan 1974 |
Πίπη η Φακιδομύτη (Άστριντ Λίντγκρεν - 1945) Ενώ η "φυσικότητα της Πίπης περιέχει εγωισμό, αγνόηση και μια επισημασμένη τάση να λέει ψέματα," ο χαρακτήρας "είναι ταυτοχρόνως γενναιόδωρος, ευέλικτος, σοφός και αληθής για τον εαυτό της και στους άλλους.
Αν φωνάζει άστον να φύγει (Τσέστερ Χάιμς – 1945) Περιέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία και διηγείται τέσσερις μέρες από τη ζωή ενός μαύρου επιστάτη σε ναυπηγείο στο Λος Άντζελες κατά τη διάρκεια του Β'ΠΠ, που αγωνίζεται ενάντια στον ρατσισμό, καθώς και τις δικές του βίαιες αντιδράσεις στον ρατσισμό. Ο Μπομπ είναι νεοφερμένος στη πόλη και έχει κάποια πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Παρά τις ευκαιρίες που δίνει η τρέχουσα πολιτική του Ρούζβελτ στους έγχρωμους ο Μπομπ δεν μπορεί να αποφύγει τις προκλήσεις και πιέσεις του ρατσισμού. Πιστεύει ότι έγινε επιστάτης για να κερδίσει τη συνεργασία των μαύρων εργατών στην πολεμική προσπάθεια. Αναγκάζεται να αντιμετωπίσει την αντικομουνιστική παράνοια, την αγανάκτηση από τους λευκούς που εργάζονται στις ίδιες δουλειές με τα «έγχρωμα αγόρια» και το δόλωμα από μερικές λευκές γυναίκες. Οι φόβοι του εισβάλλουν στα όνειρα, τις φιλοδοξίες και τα πάθη του. Το όνειρό του να κάνει κάτι στην Καλιφόρνια τίθεται σε κίνδυνο καθώς αντιδρά στις πράξεις των λευκών γύρω του. Παλεύει να συγκρατήσει τις ορμές του και την αντίδρασή του. Άλλοι κύριοι χαρακτήρες είναι δύο γυναίκες: η Ματζ, η οποία είναι λευκή και την Άλις Αφροαμερικανίδα κοπέλα του, ανώτερης τάξης. Στο έργο που περιγράφεται ως «σεξουαλικά φορτισμένο μυθιστόρημα», η Ματζ κάνει μια φυλετική προσβολή προς τον Μπομπ. Το να την αποκαλεί «σκύλα» έχει ως αποτέλεσμα τον υποβιβασμό του. Θεωρεί τον βιασμό της ως έναν τρόπο να εκδικηθεί τη λευκή Αμερική, βλέποντάς την ως σύμβολο της, αλλά όταν εκείνη εκφράζει σεξουαλική έλξη προς αυτόν, την απορρίπτει. Η Άλις λέει στον Μπομπ ότι δεν έχει νόημα να θυμώνει για την ανισότητα με την οποία πρέπει να ζουν οι μαύροι, και πρέπει να μάθει να την αντιμετωπίζει….