Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χ.Λ.Μπόρχες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χ.Λ.Μπόρχες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2025

1948-1949: Απο τον Γκράχαμ Γκριν και τον Χένρι Μίλλερ στην ντε Μποβουάρ και το Μπόρχες

Γιωργος Οικονομίδης. Εθνική Πινακοθήκη
Πάθος και μυστήριο (Ρενέ Σαρ - 1948) Η συλλογή γράφτηκε κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στη Γαλλία και αντικατοπτρίζει την έντονη ηθική και ιστορική αγωνία εκείνης της εποχής. Ο Σαρ συμμετείχε στην Αντίσταση υπό το ψευδώνυμο "καπετάν Αλέξανδρος", και η ποίησή του λειτουργεί ως όπλο και αντίστιξη στην ιστορική παρακμή και το κακό. Η προσέγγιση του Ρενέ Σαρ είναι επαναστατική, αντιρητορική και αστραπιαία, καταστρέφοντας τα παραδοσιακά λογοτεχνικά συστήματα και επανεφεύροντας μια συνοχή εξορκίζοντας τον ιστορικό τρόμο και την απώλεια ανθρωπιάς. Η συλλογή περιλαμβάνει 238 αποσπάσματα, τα οποία λειτουργούν ως αφηρημένοι ποιητικοί αφορισμοί και συλλογισμοί. Τα αποσπάσματα αυτά, παρότι σύντομα και διηρημένα, αποτυπώνουν μια βαθιά ενότητα στο νόημα και την αισθητική. Μέσα από αυτή τη μορφή, ο ποιητής προσπαθεί να αποδώσει την απόγνωση, το παράλογο και το φως που φωτίζει το σκοτάδι της ανθρώπινης και ιστορικής εμπειρίας. Ενώνει τις δύο δυνάμεις που, σύμφωνα με τον Char, κυριαρχούν στην ποιητική δημιουργία: το «πάθος» αναφέρεται στην πραγματικότητα, αλλά ταυτόχρονα προκαλεί την οργή του επαναστατημένου ανθρώπου, το «μυστήριο», υποδηλώνει τόσο το αίνιγμα του απόλυτου Κακού όσο και τον παραλογισμό της ατυχίας στην Ιστορία, ενώ αναφέρεται στη μυστική επιμονή της ζωής που κρύβει ένα νόημα και μια τάξη κάτω από τα φαινόμενα. Έτσι, η ποίηση στην καρδιά αυτού του ζεύγους δυνάμεων μπορεί να γίνει «πολεμική ζέση». Η παρουσίαση εμφανίζει μια διαλογική σχέση με τον Ηράκλειτο, τη φράση του οποίου χρησιμοποιεί ως πυξίδα, ιδίως την έννοια της συμφιλίωσης των αντιθέτων και του συνεχούς γίγνεσθαι. Η γλώσσα του Σαρ απεχθάνεται τις συμβατικές εκφράσεις και τις φόρμες· δημιουργεί καινούργιες εκφραστικές οδούς, αναμειγνύοντας το αφηρημένο με το συγκεκριμένο, και δημιουργώντας συνθέσεις από ενσταντανέ, αφορισμούς και παρατηρήσεις. Η πολυσημία και η λακωνικότητα χαρακτηρίζουν το έργο, με την πρόζα-ποίηση να κυριαρχεί έναντι του παραδοσιακού στίχου, όπως και η χρήση της αόριστης προσωπικής αντωνυμίας που αναδεικνύει το συλλογικό εμείς. Παρά τις ιστορικές και προσωπικές αναφορές, το ποίημα παραμένει ένα μυστήριο και μια αποκρυπτογράφηση της κοσμικής πραγματικότητας.

Η Φωτιά της Νύχτας «No Longer Human» (Οσάμου Νταζάϊ – 1948) Ένα από τα πιο εμβληματικά έργα της σύγχρονης ιαπωνικής λογοτεχνίας και είναι εμπνευσμένο από τη ζωή του ίδιου του συγγραφέα. Η ιστορία εστιάζει στη ζωή ενός άντρα, ο οποίος αισθάνεται αποξενωμένος από την κοινωνία και ζει μια ζωή γεμάτη μοναξιά και απογοήτευση. Το έργο εξετάζει την ψυχολογική δυστυχία, την αυτοκαταστροφή και τις ψυχολογικές αντιφάσεις του ανθρώπου. Η σύγκρουση στο έργο του Osamu Dazai, εκφράζεται κυρίως ως εσωτερική διαμάχη και πνευματική σύγκρουση του κεντρικού ήρωα  Όμπα Γιόζο. Υπάρχει ένα τρίπτυχο συγκρούσεων: Ψυχική και υπαρξιακή σύγκρουση - Ο πρωταγωνιστής βιώνει βαθιά αποξένωση, αυτοαμφισβήτηση και δυσκολία να ενταχθεί στην κοινωνία και να βρει νόημα στην ανθρώπινη ύπαρξη. Αντιπαλότητα με την κοινωνία - Νιώθει απορριπτέος και "όχι πια άνθρωπος", καθώς αδυνατεί να ανταποκριθεί στους κοινωνικούς κανόνες και τις προσδοκίες, αφήνοντας τον να περιθωριοποιείται και να απομονώνεται. Πρόσωπο και μάσκα - Ο Γιόζο κατασκευάζει έναν αντίστοιχο κοινωνικό ρόλο («κλόουν») για να καλύψει την αδυναμία του να εκφράσει τον αληθινό του εαυτό και να αντιμετωπίσει τον κόσμο. Το τρίπτυχο αυτό αντανακλά σε μεγάλο βαθμό την εμπειρία του Osamu Dazai, που έζησε μια ζωή γεμάτη ψυχικές δυσκολίες, αλκοολισμό, αποτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας και εσωτερικές αναζητήσεις. Τα έργα του αναδεικνύουν τις αντιφάσεις της μεταπολεμικής Ιαπωνίας, όπου η παράδοση και η Δύση συγκρούονται, ενώ το άτομο παλεύει για την επιβίωση της ατομικής του ταυτότητας μέσα σε μια κοινωνία που συχνά απορρίπτει τους πιο ευάλωτους.

Pieter_Brueghel_the_Elder_-_The_Dutch_Proverbs_-_Google_Art_Project
Κατακτώ το κάστρο (Ντόντι Σμιθ – 1948) Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται μεταξύ Απριλίου και Οκτωβρίου σε ένα μόνο έτος τη δεκαετία του 1930. Γράφτηκε όταν εκείνη και ο σύζυγός της Alec, αντιρρησίας συνείδησης, μετακόμισαν από την Αγγλία στην Καλιφόρνια.  Ένα από τα αστεία, σπαρακτικά, εμβληματικά μυθιστορήματα ενηλικίωσης. «Το γράφω αυτό καθισμένη στον νεροχύτη της κουζίνας» είναι η πρώτη γραμμή αυτού του διαχρονικού μυθιστορήματος. Η Κασσάνδρα Μόρτμεϊν ζει με την μποέμ και φτωχή οικογένειά της σε ένα ετοιμόρροπο κάστρο στη μέση του πουθενά. Το ημερολόγιό της καταγράφει τη ζωή της με την εκπληκτικά όμορφη κοκκινομάλλα αδελφή της Ρόουζ,, που ονειρεύεται να βρει έναν πλούσιο, όμορφο σύζυγο για να τους σώσει από τη φτώχεια, την λαμπερή μητριά της Τόπαζ, ένα διάσημο μοντέλο που της αρέσει να επικοινωνεί με τη φύση, μερικές φορές φορώντας μόνο μπότες και που στα «σχεδόν τριάντα» της, φοβάται ότι τα καλύτερά της χρόνια είναι πίσω της, τον μικρό της αδερφό Τόμας και τον εκκεντρικό πατέρα της, μυθιστοριογράφο, ο οποίος έγραψε ένα πρωτοποριακό και «δύσκολο» μοντέρνο μυθιστόρημα που έκανε το όνομά του αναγνωρίσιμο διεθνώς, όμως η οικογένειά του επιβιώνει με την είσπραξη δικαιωμάτων από αυτό το βιβλίο και όταν αυτά μειώνονται με το ξεπούλημα επίπλων. Οι ζωές όλων τους ανατρέπονται όταν φτάνουν οι Αμερικανοί κληρονόμοι του κάστρου και η Κασσάνδρα ερωτεύεται για πρώτη φορά. «Αυτό το βιβλίο έχει έναν από τους πιο χαρισματικούς αφηγητές που έχω γνωρίσει ποτέ». (Τζ. Κ. Ρόουλινγκ).

Η φούγκα του θανάτου «Todesfuge» (Πάουλ Τσέλαν - 1948) Ποίημα του συγγραφέα, «πολίτη του κόσμου» στα αυστριακά γερμανικά Θεωρήθηκε, μαζί με τον Γκαίτε, τον Χέλντερλιν και τον Ρίλκε, ένας από τους σημαντικότερους γερμανόφωνους ποιητές και αναφέρεται εξ ίσου τόσο στη γερμανική όσο και την αυστριακή λογοτεχνία.  Παρά το γεγονός ότι οι κριτικοί ισχυρίζονται ότι η λυρική φινέτσα και η αισθητική του ποιήματος δεν ανταποκρίνεται στη σκληρότητα του Ολοκαυτώματος, άλλοι το θεωρούν ως ένα ποίημα που "συνδυάζει μυστηριωδώς συναρπαστικές εικόνες με ρυθμικές παραλλαγές και δομικά μοτίβα που είναι και άπιαστα και έντονα". Ταυτόχρονα έχει θεωρηθεί ως μια «αριστουργηματική περιγραφή της φρίκης και του θανάτου σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης». Η φωνή που μιλάει στο ποίημα είναι κυρίως ένα συλλογικό «Εμείς». Το ποίημα έχει μήκος 36 στίχους, με διαλείμματα μετά τις γραμμές 9, 15, 18, 23 και 26, που φαίνεται να το χωρίζουν σε έξι στροφές. Ωστόσο, οι κριτικοί συνήθως το θεωρούν ως σε τέσσερις ενότητες, καθεμία από τις οποίες ξεκινά με την εικόνα "Schwarze Milch der Frühe" - "Μαύρο γάλα της αυγής". Λέγεται ότι η δομή του ποιήματος αντανακλά αυτή της μουσικής φούγκας, καθώς οι φράσεις επαναλαμβάνονται και ανασυνδυάζονται, συγκρίσιμα με το μουσικό είδος.

Η καρδιά του θέματος (Γκράχαμ Γκριν – 1948)    Κανείς δεν θα μπορούσε να αναλύσει καλύτερα τα ηθικά διλήμματα, όπως ο Γκριν για τις λεπτές διακρίσεις μεταξύ καλού-κακού στην ανθρώπινη φύση. Πρόκειται για ένα ψυχολογικό και ηθικό μυθιστόρημα που εξερευνά τα βάθη της ανθρώπινης συνείδησης, της πίστης και της ενοχής. Ο ήρωας του έργου Χένρι, είναι ένας έντιμος και ευσυνείδητος Βρετανός αστυνομικός επιθεωρητής σε μια αποικιακή πόλη της Δυτικής Αφρικής, κατά τη διάρκεια του Β΄ ΠΠ. Η ζωή του περιπλέκεται καθώς παλεύει με ηθικά διλήμματα που προκαλούνται από τη θρησκευτική του πίστη (είναι καθολικός), και τα προσωπικά του πάθη. Η σχέση του με τη σύζυγό του, η απιστία του με μια νεαρή γυναίκα, και το καθήκον του απέναντι στο κράτος και στον Θεό, τον φέρνουν σε διαρκή εσωτερική σύγκρουση. Για να απελευθερώσει τη γυναίκα του από τη δυστυχία, οδηγείται σε συνεργασία με λαθρέμπορους. Για να σώσει μια νεαρή γυναίκα από την απελπισία - αλλά όχι λιγότερο για να σώσει τον εαυτό του - παρασύρεται στη μοιχεία. Για να τους σώσει και τους δύο από τις λανθασμένες εκτιμήσεις του, οδηγείται να προδώσει τον Θεό του. Ένας άνθρωπος για τον οποίο η ταπεινοφροσύνη γίνεται ένα είδος διεστραμμένης υπερηφάνειας φτάνει να θέλει τη δική του καταδίκη ως μέσο για να ξεφύγει από τις γήινες δυσκολίες. Η ενοχή και το αίσθημα της ευθύνης τον κατακλύζουν, οδηγώντας τον σταδιακά σε ψυχολογική κατάρρευση. Ο Γκριν  – που είχε και ο ίδιος έντονα υπαρξιακά και θρησκευτικά ερωτήματα –  παρουσιάζει έναν ήρωα που δεν είναι απλώς «καλός» ή «κακός», αλλά έναν άνθρωπο που προσπαθεί να ζήσει με ακεραιότητα μέσα σε έναν ηθικά διφορούμενο κόσμο. Το έργο φωτίζει τις αποικιακές συνθήκες, την ανθρώπινη μοναξιά, την αδυναμία της πίστης να φέρει λύτρωση, και την τραγικότητα των προσώπων που αγαπούν αλλά δεν μπορούν να βρουν σωτηρία.

Sexus (Χένρι Μίλλερ - 1949) είναι το πρώτο βιβλίο της τριλογίας The Rosy Crucifixion (Ο Ρόδινος Σταυρός). Ημι-αυτοβιογραφικό έργο που καταγράφει με ωμότητα και έντονο υπαρξιακό πάθος την εσωτερική αναζήτηση, την πνευματική επανάσταση και τη σεξουαλική απελευθέρωση του πρωταγωνιστή – alter ego του συγγραφέα – που ονομάζεται επίσης Χένρι. Ξεκινά με τον χωρισμό του Χένρι από την πρώτη του σύζυγο και την έναρξη της σχέσης του με την Μόνα (πραγματικό πρόσωπο, βασισμένο στη δεύτερη σύζυγο του Μίλλερ, Τζουν). Ο έρωτας του Χένρι για τη Μόνα παρουσιάζεται με φρενήρη ένταση και βιώνεται ως καθολική εμπειρία: ερωτική, σωματική, πνευματική, και ταυτόχρονα καταστροφική. Η αφήγηση διακατέχεται από λυρική ένταση, φιλοσοφικό στοχασμό και προκλητική ειλικρίνεια. Το έργο αποτελεί έναν ύμνο στην προσωπική ελευθερία και την ατομική εξέγερση απέναντι στις κοινωνικές συμβάσεις, τα αστικά ήθη και την υποκρισία. Ο Μίλλερ δεν γράφει απλώς για το σεξ, περιγράφει τη δύναμη της επιθυμίας ως κινητήρια δύναμη ζωής και τέχνης. Το βιβλίο είναι πλούσιο σε αυτοαναφορικές σκέψεις, υπαρξιακούς μονόλογους και κοινωνική κριτική, συχνά με φιλοσοφικές προεκτάσεις. Η γλώσσα του είναι τολμηρή, προκλητική και βαθιά λογοτεχνική, με ρυθμό σχεδόν μουσικό. Παρά τις επιθέσεις που δέχτηκε για «χυδαιότητα» και «πορνογραφία», θεωρείται σήμερα ορόσημο της μοντέρνας λογοτεχνίας και ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα της λογοτεχνικής επανάστασης του 20ού αιώνα. Η έκδοση του προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, λογοκρισία και απαγορεύσεις σε πολλές χώρες – ωστόσο, μακροπρόθεσμα, άνοιξε δρόμους για την ελευθερία της έκφρασης στη λογοτεχνία.

Χίλια εννιακόσια ογδόντα τέσσερα (Τζωρτζ Όργουελ - 1949) Βιβλίο-σταθμός του 20ού αιώνα στην πολιτική σκέψη. Ένα δυστοπικό και προφητικό αριστούργημα που καταγγέλλει τον ολοκληρωτισμό και την απόλυτη κρατική εξουσία. Περιγράφει έναν εφιαλτικό κόσμο όπου το Κόμμα ελέγχει τα πάντα — τη γλώσσα, τη σκέψη, την αλήθεια. Μέσα από τον ήρωα Γουίνστον Σμιθ, αναδεικνύονται η συντριβή της ατομικότητας και η δύναμη της προπαγάνδας. Το βιβλίο προειδοποιεί για τις συνέπειες της μαζικής παρακολούθησης, του ψεύδους και της χειραγώγησης. Παραμένει επίκαιρο, θέτοντας καίρια ερωτήματα για την ελευθερία, την εξουσία και την αλήθεια. «Δύναμη είναι να επιβάλλεις πόνο και ταπείνωση. Δύναμη είναι να κομματιάσεις το ανθρώπινο μυαλό και να το συναρμολογήσεις πάλι δίνοντας του το σχήμα που θέλεις εσύ. Αρχίζεις να καταλαβαίνεις τι κόσμο δημιουργούμε; Είναι ακριβώς το αντίθετο από τις ανόητες ηδονιστικές ουτοπίες που είχαν οραματιστεί οι παλιοί μεταρρυθμιστές. …Είναι ένας κόσμος φόβου, προδοσίας και βασανιστηρίων. Ένας κόσμος καταπιεστών και καταπιεζομένων, ένας κόσμος που όσο τελειοποιείται θα γίνεται όλο και πιο ανελέητος. …Οι παλιοί πολιτισμοί ισχυρίζονταν πως βασίζονταν πάνω στην αγάπη και τη δικαιοσύνη. Ο δικός μας βασίζεται στο μίσος. Στο δικό μας κόσμο δε θα υπάρχουν άλλα συναισθήματα εκτός από το φόβο, την οργή, τη θριαμβολογία και την ταπείνωση. Όλα τα άλλα θα τα καταπνίξουμε – όλα».

Φωτο Eurokinissi
Το Άλεφ (Χόρχε Λούις Μπόρχες – 1949) Αποτελεί μια από τις πιο χαρακτηριστικές και πυκνές συλλογές διηγημάτων της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας. Περιγράφει ένα σημείο στο χώρο που περιέχει όλα τα άλλα ταυτόχρονα και έχει 17 ιστορίες. Παρουσιάζει επίσης την ιδέα του άπειρου χρόνου. Ο Μπόρχες γράφει στο αρχικό επίλογο, με ημερομηνία 3 Μαΐου 1949, ότι οι περισσότερες ιστορίες ανήκουν στο είδος της φαντασίας, αναφέροντας θέματα όπως η ταυτότητα και η αθανασία. Ο Μπόρχες πρόσθεσε τέσσερις νέες ιστορίες στη συλλογή στην έκδοση του 1952, για τις οποίες παρείχε ένα σύντομο υστερόγραφο στο επόμενο. Η ιστορία "La intrusa" (Ο εισβολέας) τυπώθηκε για πρώτη φορά στην τρίτη έκδοση του 1966). Το ομότιτλο διήγημα —αλλά και η ευρύτερη συλλογή— συνδυάζει φιλοσοφία, μεταφυσική, μνήμη, άπειρο και γλώσσα, μέσα από τη μοναδική οπτική του Μπόρχες. Το "Άλεφ" είναι ένα σύμβολο του απόλυτου και του άπειρου. Ο συγγραφέας-αφηγητής βλέπει μέσα από αυτό το σημείο όλο το σύμπαν ταυτόχρονα, σε πλήρη λεπτομέρεια, χωρίς παραμόρφωση, χωρίς αλληλουχία, σε απόλυτη συνύπαρξη. Το έργο συνδυάζει φιλολογικές αναφορές, θρησκευτικές και μυστικιστικές εικόνες, αλλά και ένα έντονο στοιχείο ειρωνείας. Ο Μπόρχες μετατρέπει την έννοια της γνώσης σε κάτι ταυτόχρονα θεϊκό και ανυπόφορο. Η ολική όραση που του προσφέρει το Άλεφ δεν τον διαφωτίζει· αντίθετα, τον συντρίβει, δείχνοντας ότι το ανθρώπινο πνεύμα δεν μπορεί να αντέξει το απόλυτο. Παράλληλα, σατιρίζει την ανθρώπινη φιλοδοξία να αγγίξει το αιώνιο ή να δημιουργήσει κάτι αληθινά αθάνατο. Τα υπόλοιπα διηγήματα της συλλογής συνεχίζουν αυτή τη μεταφυσική και φιλοσοφική αναζήτηση. Το "Ο θάνατος και η πυξίδα", "Ο Ζωρζ Μποργκές" και "Ο καθρέφτης και η μάσκα" ερευνούν τη σχέση μεταξύ πραγματικότητας και αναπαράστασης, την πολλαπλότητα των ταυτοτήτων και τα όρια της λογικής. Ο Μπόρχες χρησιμοποιεί την αφήγηση ως εργαλείο ανατροπής· κάθε διήγημα λειτουργεί σαν λαβύρινθος, γεμάτος συμβολισμούς, αυτοαναφορικότητα και λογοτεχνικά παίγνια. Το Άλεφ δεν διαβάζεται μόνο ως λογοτεχνία αλλά και ως φιλοσοφική αναζήτηση. Προκαλεί τον αναγνώστη να επαναπροσδιορίσει την έννοια του χρόνου, του χώρου, της γλώσσας και της ύπαρξης. Είναι ένα έργο που, όπως και το «Άλεφ» το ίδιο, περικλείει ταυτόχρονα το ασύλληπτο και το βαθύτατα ανθρώπινο.

Ο Ουρανός που Σκεπάζει (Πωλ Μπόουλς – 1949) Ένα πολύ παράξενο και σαγηνευτικό μυθιστόρημα, υπαρξιακό, βαθιά ατμοσφαιρικό αφήγημα που ακολουθεί ένα ζευγάρι Αμερικανών, τον Πορτ και την Κιτ, καθώς ταξιδεύουν στη Βόρεια Αφρική μετά τον Β’ ΠΠ, αναζητώντας πνευματική αναγέννηση και απόσταση από τον δυτικό πολιτισμό. Μαζί τους ταξιδεύει και ο ενοχλητικός φίλος τους Τάνερ. Όμως το ταξίδι αυτό μετατρέπεται σταδιακά σε εσωτερική και φυσική κατάρρευση. Η απέραντη και σκληρή Σαχάρα, οι απομονωμένες πόλεις και οι άγνωστοι πολιτισμοί που συναντούν λειτουργούν τόσο ως σκηνικό όσο και ως αντανάκλαση της εσωτερικής αποξένωσης και της υπαρξιακής κρίσης των ηρώων. Ο Μπόουλς, μέσα από υποβλητική γραφή, μετατρέπει το ταξίδι σε αλληγορία της σύγχρονης απομόνωσης και του φόβου του κενού. Η αποτυχία της επικοινωνίας μεταξύ των χαρακτήρων, η απουσία νοήματος και η επίγνωση της θνητότητας τους οδηγούν σταδιακά στην απόγνωση. Ιδιαίτερα η Κιτ βιώνει μια πορεία αποξένωσης, ψυχικής κατάρρευσης και εν τέλει συμβολικής διάλυσης του εαυτού της. Το έργο αναδεικνύει την επίδραση της εξορίας, της αποσύνδεσης από τον πολιτισμό και της αποδοχής του μηδενισμού. Η επιρροή του Μπόουλς από τον μοντερνισμό και τον υπαρξισμό είναι έντονη, ενώ η απεικόνιση της Αφρικής λειτουργεί λιγότερο ως ρεαλιστικό περιβάλλον και περισσότερο ως καθρέφτης των ψυχολογικών καταστάσεων των ηρώων. Ο συγγραφέας, που έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του στην Ταγγέρη, γνώριζε τη δελεαστική ετερότητα της Αλγερίας και του Μαρόκου, αρκεί να ξέρεις ότι μπορείς να γράψεις γι' αυτό σε απλή, απέριττη πεζογραφία και παρόλα αυτά να μην παραλείπεις να μεταφέρεις τις ύπουλες απογοητεύσεις της. Η τελευταία από τις τρεις ενότητες του βιβλίου, όταν η Κιτ παραδίδεται στη μοίρα της στην έρημο, είναι ένα από τα πιο καταραμένα πράγματα που θα διαβάσετε ποτέ.              

Béla Czene. Cafe-Confiserie 1974
Το δεύτερο φύλο (Σιμόν ντε Μποβουάρ - 1949) Ένα από τα πιο θεμελιώδη έργα του φεμινιστικού κινήματος και μια ριζοσπαστική ανάλυση της γυναικείας κατάστασης στον δυτικό πολιτισμό. Η συγγραφέας διερευνά την έννοια της γυναίκας όχι ως βιολογική, αλλά κυρίως ως κοινωνική και πολιτισμική κατασκευή. Είναι χωρισμένο σε δύο τόμους. Στον πρώτο, με τίτλο Γεγονότα και Μύθοι, η Μποβουάρ καταγράφει ιστορικά, φιλοσοφικά και λογοτεχνικά παραδείγματα για να δείξει πώς η γυναίκα παρουσιάστηκε πάντα ως το «Άλλο» — ένα υποδεέστερο ον σε σχέση με τον άνδρα, ο οποίος ορίστηκε ως το «ουδέτερο» ή «καθολικό». Η γυναίκα δεν θεωρείται υποκείμενο με αυτόνομη υπόσταση, αλλά ετεροπροσδιορίζεται μέσα από την αντρική ματιά. Στον δεύτερο τόμο, με τίτλο Βιώνοντας, η συγγραφέας καταγράφει την εμπειρία του να είσαι γυναίκα, από την παιδική ηλικία έως το γήρας, μέσα από τις πιέσεις της κοινωνίας, τους θεσμούς, τις προσδοκίες και τις απαγορεύσεις. Αναλύει πώς η πατριαρχική κοινωνία οδηγεί τις γυναίκες σε μια μορφή υπαρξιακής παγίδευσης, καθώς η ελευθερία τους περιορίζεται από τον ρόλο που τους επιβάλλεται. Η Μποβουάρ χρησιμοποιεί υπαρξιστική ορολογία, υποστηρίζοντας ότι «γυναίκα δεν γεννιέσαι, αλλά γίνεσαι». Η φράση αυτή έγινε σύνθημα του φεμινιστικού κινήματος, γιατί συνοψίζει την ιδέα ότι η γυναικεία ταυτότητα δεν είναι προδιαγεγραμμένο πεπρωμένο και αποτέλεσμα της φύσης, αλλά κοινωνικό προϊόν. Μέσα από την πολύπλευρη διερεύνηση της γυναικείας κατάστασης, θεωρεί ότι η διάκριση των φύλων και η γυναικεία κατωτερότητα είναι κοινωνικές κατασκευές, θεμελιωμένες από τους άντρες που έχουν χειραγωγήσει την ανθρώπινη ιστορία. Προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στην εποχή του, θεωρήθηκε προκλητικό και ανατρεπτικό, αλλά σύντομα αναγνωρίστηκε ως θεμελιώδες έργο. Επηρέασε βαθιά τη δεύτερη φάση του φεμινιστικού κινήματος, από τη δεκαετία του ’60 και μετά.   

Ο τρίτος άνθρωπος (Γκράχαμ Γκριν – 1949) «Το πιο σκοτεινό δημιούργημα» του συγγραφέα, ανήκει στην κατηγορία των σκοτεινών ιστοριών και γράφτηκε με σκοπό να διασκευαστεί σε κινηματογραφικό σενάριο. Αν και πρόκειται για ένα σύντομο έργο, αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα μεταπολεμικής λογοτεχνίας και φιλμ νουάρ, με έντονο ψυχολογικό υπόβαθρο και πολιτικό υπαινιγμό. Η ιστορία εκτυλίσσεται στη μεταπολεμική Βιέννη, μια πόλη διαιρεμένη σε ζώνες κατοχής από τους Συμμάχους, με σκηνικό γεμάτο σκοτεινά σοκάκια, ερείπια και πολιτική αβεβαιότητα. Ο συγγραφέας Χόλι φτάνει στην πόλη προσκεκλημένος του παλιού του φίλου Χάρι, μόνο και μόνο για να μάθει ότι αυτός σκοτώθηκε πρόσφατα σε τροχαίο. Καθώς προσπαθεί να κατανοήσει τις συνθήκες του θανάτου, ο Χόλι αρχίζει να αποκαλύπτει ένα δίκτυο απάτης, διαφθοράς και ηθικής διάβρωσης, και έρχεται αντιμέτωπος με μια ζοφερή αλήθεια για τον φίλο του. Θα ανακαλύψει ότι το ατύχημα έχει σχέση με εμπόριο νοθευμένων φαρμάκων και θα διεξάγει έρευνα για να αποδείξει την αθωότητα του φίλου του, με απρόβλεπτη εξέλιξη. Ο τίτλος αναφέρεται σε μια μυστηριώδη φιγούρα που φαίνεται να ήταν παρούσα στο σημείο του δυστυχήματος, αλλά δεν αναφέρεται στις καταθέσεις. Αυτή η ασάφεια και η σταδιακή αποκάλυψη της ταυτότητας του τρίτου ανθρώπου αποτελούν τον πυρήνα του έργου. Το μυθιστόρημα σχολιάζει τη σχετικότητα της ηθικής σε περιόδους χάους και παρακμής. Ο χαρακτήρας του Χάρι, γοητευτικός αλλά κυνικός και αδίστακτος, ενσαρκώνει την απώλεια των ηθικών σταθερών μετά τον πόλεμο. Η διάσημη ατάκα του («Στην Ελβετία είχαν 500 χρόνια δημοκρατίας και τι μας έδωσαν; Το ρολόι κουκούλι») τονίζει τη φιλοσοφική σύγκρουση ανάμεσα στην ηθική και την επιτυχία.

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2025

1944-1945: Απο τον Αραγκόν, στον Μπόρχες και απο τον Μπρεχτ στον Όργουελ

Πινακοθήκη Τέχνης Buronzu. Η μούσα της αφύπνισης
Ο φόβος απέναντι στο «γυμνό» είναι πολύ παλιός και καθόλου αθώος. Η «εισαγωγή» του στη κοινωνική συνείδηση άρχισε από την εποχή της εγκαθίδρυσης της πατριαρχίας και υπερίσχυσε με την κυριαρχία των πατριαρχικών θρησκειών. Σε εποχές κρίσεων και μεγάλης αβεβαιότητας – κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής, συνειδησιακής – οι δυνάστες αλλά και οι δυναστευόμενοι, συχνά αναζητούν οι μεν πρώτοι την ασφάλεια του ελέγχου και οι δεύτεροι την ψευδαίσθηση της σταθερότητας. Το πρώτο πεδίο ελέγχου στις πατριαρχικές κοινωνίες είναι η οικογένεια και το «κλειδί» το γυναικείο σώμα (που αφορά το μισό του πληθυσμού). Ελέγχοντας αυτό δεν ελέγχονται μόνο αυτές που το έχουν αλλά και αυτοί που το ποθούν (δηλαδή το άλλο μισό).  Ο μύθος της «σεμνότητας» (που ουσιαστικά παραβιάζει τη φύση), δεν έχει καμιά σχέση με την αισθητική αλλά είναι βαθιά χειριστικός με ιδεολογικές ρίζες. Διαχωρίζει τους ανθρώπους σε αυτούς που «σέβονται τον εαυτό τους» και σε αυτούς που δεν τον σέβονται προκαλώντας τη «δημόσια αιδώ». Φτιάχνεται έτσι ένα μυθολογικό κατασκεύασμα καταναγκασμού και καταπίεσης.                       

Ωρελιέν (Λουί Αραγκόν – 1944) Εξερευνά τα ηθικά διλήμματα και τις αισθητικές εκτροπές του ομώνυμου σαραντάρη αστού ήρωα, που δεν έχει ποτέ συνέλθει από τις εμπειρίες του στον Α’ΠΠ. Απεικονίζει μια ξεχασμένη και ιδιότροπη γενιά του Μεσοπολέμου, χωρίς καμία σαφή ταυτότητα. Η δράση εκτυλίσσεται με φόντο τη δεκαετία του '20 (με εμφανίσεις από τον Πικάσο και τους Ντανταϊστές στην Πιγκάλ, αναφορές στην αντίδραση κατά του Κοκτώ και νύξεις για εξόδους στο Δάσος της Βουλώνης). Παρά τις ανούσιες αναζητήσεις που τον περιβάλλουν, ο Aurélien παρασύρεται σε έναν κατακλυσμιαίο, βασανιστικό και αδύνατο έρωτα για τη Βερενίκη, μια νεαρή γυναίκα που μόλις ήρθε από την επαρχία με σύζυγο και «γεύση για το απόλυτο» («le goût de l'absolu»). Ο Αραγκόν βλέπει τους δύο ήρωές του να προσπαθούν να ξεφύγουν από το αδιέξοδο τους και να προσκολλώνται στην ιδέα ενός έρωτα που ήδη αποδεικνύεται αδύνατος. Κάθε ένας από τους δύο πρωταγωνιστές προβάλλει τις φαντασιώσεις και τις εμμονές του στον άλλον, και όπως πάντα στα μυθιστορήματα του Αραγκόν, η ιστορία, με τη σκιά των δύο παγκοσμίων πολέμων που πλαισιώνουν το μυθιστόρημα, είναι αυτή που βαραίνει τους δύο εραστές. Η αγάπη τους, δεν μπορεί να αντέξει τις πιέσεις της πραγματικότητάς τους. Η Βερενίκη τελικά επιστρέφει στην επαρχιακή της ζωή, αφήνοντας τον Ωρελιέν να αγκαλιάσει μια ζωή γεμάτη απογοήτευση και ηδονισμό με ανανεωμένο σθένος. Δεκαοκτώ χρόνια αργότερα, συναντιούνται ξανά και ξαναζούν την αδυναμία της χαμένης τους αγάπης. Ανάμεσα στον Ωρελιέν και τη Βερενίκη, ο μακρύς χωρισμός έχει δημιουργήσει μια άβυσσο και απλώς επιβεβαιώνει αυτό που διαισθάνονταν και οι δύο: ο έρωτάς τους δεν θα ήταν τίποτα άλλο παρά μια χίμαιρα. Αυτό το πάθος, που δεν θα ήταν ποτέ τίποτα άλλο παρά μια ανάγκη για αγάπη, βρίσκεται στο επίκεντρο δύο υπάρξεων: του Ωρελιέν, ενός άνδρα συντετριμμένου από τον πόλεμο που δεν μπορούσε να υπάρξει, και της Βερενίκης, που μοιάζει παραδόξως με τη σύγχρονη γυναίκα, που είχε ονειρευτεί ο Αραγκόν, μια διαυγούς και πολιτικοποιημένης γυναίκας, που ήξερε πώς να απαιτεί και, πως τελικά να κατακτά την ανεξαρτησία της.

Η Παναγία των λουλουδιών (Ζαν Ζενέ – 1944) Το πιο "εμπρηστικό" ίσως μυθιστόρημα του 20ού αιώνα. Αφηγείται την ιστορία της Divine, μιας τρανς γυναίκας που έχει πεθάνει από φυματίωση και ως αποτέλεσμα έχει αγιοποιηθεί. Ζει σε μια σοφίτα με θέα στο νεκροταφείο της Μονμάρτρης, την οποία μοιράζεται με διάφορους εραστές, ο σημαντικότερος από τους οποίους είναι ένας νταβατζής. Μια μέρα φέρνει σπίτι έναν νεαρό δολοφόνο, που ονομάζεται «Παναγία των Λουλουδιών». Η Παναγία τελικά συλλαμβάνεται, δικάζεται και εκτελείται. Ο θάνατος και η έκσταση συνοδεύουν τις πράξεις κάθε χαρακτήρα, καθώς ο Ζενέ μεταβάλλει όλες τις αξίες, καθιστώντας την προδοσία ύψιστη ηθική αξία, τον φόνο μια πράξη αρετής και σεξουαλικής έλξης. Ο αφηγητής μάς λέει ότι οι ιστορίες που παρουσιάζει είναι κυρίως για να διασκεδάσει τον εαυτό του, ενώ καταδικάζει την ποινή του στη φυλακή – και οι άκρως ερωτικές, συχνά σεξουαλικές, ιστορίες περιστρέφονται για να βοηθήσουν τον αυνανισμό του. Ο Jean-Paul Sartre το αποκάλεσε «το έπος του αυνανισμού».

Ν.Χατζηκυριάκος Γκίκας 1954
Η γειτονιά (Βάσκο Πρατολίνι – 1944) Τοποθετημένο μεταξύ 1932 και 1939, το μυθιστόρημα αφηγείται τις ρομαντικές περιπέτειες μιας ομάδας νέων από μια εργατική γειτονιά της Φλωρεντίας (τη Σάντα Κρότσε), οι οποίες αποτυπώνονται κατά τη μετάβαση από την εφηβεία στην πρώιμη νεότητα: στην πράξη, αποτυπώνει την ανάπτυξη της συναισθηματικής τους εκπαίδευσης και τη διαμόρφωση μιας πολιτικής συνείδησης. Συνδυάζει στοιχεία ρεαλισμού και ψυχολογικής ανάλυσης για να αποδώσει την ένταση και την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων σε περιόδους κρίσεων. Το μυθιστόρημα υποστηρίζεται από μια συνεχή συνύφανση προσωπικών και συναισθηματικών γεγονότων στα οποία κινούνται οι διάφοροι χαρακτήρες, χωρίς κανείς ιδιαίτερα να αναδύεται ή να αναγνωρίζεται, ούτε καν στη μορφή του Βαλέριο, της αφηγηματικής φωνής που ταυτίζεται με τον συγγραφέα. «Ήμασταν συνηθισμένα πλάσματα. Μια χειρονομία ήταν αρκετή για να προκαλέσει τον θυμό μας ή την αγάπη μας». Στην πράξη, η γειτονιά Santa Croce είναι αυτή που λειτουργεί ως φόντο, σχεδόν ως πρωταγωνίστρια, και παρουσιάζεται με ζωηρά φώτα και χρώματα καθώς αλλάζουν οι εποχές, αλλά και με σκούρους τόνους στην περιγραφή των εσωτερικών χώρων των απλών σπιτιών. Αυτός είναι ένας κόσμος απομονωμένος από τους υπόλοιπους, αλλά ενωμένος και μοιρασμένος με τους ανθρώπους του που βιώνουν κοινωνική καταπίεση εν μέσω καθημερινών υλικών δυσκολιών, αλλά πλούσιος σε ανθρωπιά και συναισθήματα, ενωμένος σε μια συμπαγή και συμμετοχική κοινότητα. Ταυτόχρονα, ο Πρατολίνι περιγράφει έμμεσα την πολιτική διάσταση της Φλωρεντίας και, πάνω απ' όλα, την τάση του φασισμού να κατεδαφίζει τις εργατικές γειτονιές, προκειμένου να εξαλείψει τον κίνδυνο της επανάστασης από τις ρίζες του. Τα επαναστατικά συναισθήματα έρχονται σε αντίθεση με τα τυπικά εφηβικά. τα πρώτα ερωτικά αισθήματα που νιώθει ο Βαλέριο, ο οποίος, μετά από ένα αρχικό ενδιαφέρον για τη Λουτσιάνα, η οποία τελικά θα παντρευτεί τον Αρίγκο, συνειδητοποιεί ότι νιώθει κάτι περισσότερο για τη Μαρίσα. Οι δυο τους παραμένουν αρραβωνιασμένοι για δύο χρόνια, μετά τα οποία ο Βαλέριο έχει μια φευγαλέα σχέση με την Όλγα, μέχρι που εκείνη τον αφήνει για να ακολουθήσει τη μητέρα της στο Μιλάνο. Ανάμεσα στους φίλους του στη γειτονιά, ο Κάρλο είναι μια συγκινητική φιγούρα, μεγαλωμένος σε μια εξευτελιστική ανθρώπινη κατάσταση, που εκφράζει την μνησικακία του με ξεσπάσματα οργής που εναλλάσσονται με συναισθήματα νοσηρού δεσμού. Το κύριο θύμα αυτών των σχιζοφρενικών συναισθημάτων είναι η πρόωρη και θλιμμένη Μαρίσα, ένα κορίτσι που κρύβει την υπαρξιακή της μοναξιά και τον φόβο της πίσω από μια μάσκα ψεύτικης ασφάλειας και θράσους απέναντι στους άντρες. Η ιστορία της εντελώς εσωτερικής τους κατάκτησης του τραγικού και απελπισμένου έρωτά τους είναι ένα από τα πιο έντονα και συγκινητικά σημεία του μυθιστορήματος. Ακριβώς τη στιγμή που ο Κάρλο και η Μαρίσα καταλαβαίνουν το βάθος του συναισθήματος που τους δένει, το αγόρι θα φύγει για τον πόλεμο, όπου θα βρει τον θάνατο. Ούτε καν η κατεδάφιση των απλών σπιτιών από τους φασίστες δεν μπορούσε να αποδυναμώσει τους βαθιούς δεσμούς που είχαν δημιουργηθεί μεταξύ των νέων της γειτονιάς, οι οποίοι τώρα είχαν μεγαλώσει και είχαν δοκιμαστεί από σκληρές και τραυματικές εμπειρίες που τους είχαν βοηθήσει να ωριμάσουν. Ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο, η Μαρίσα, στο τέλος του μυθιστορήματος, ισχυρίζεται ότι ο Βαλέριο έβρισκε τη γειτονιά διαφορετική. Αλλά οι άνθρωποι ήταν ακόμα εκεί. Είχε «στριμωχτεί στα σπίτια που στέκονταν ακόμα όρθια σαν να ήθελε να οχυρωθεί». Αυτοί οι λίγοι που είχαν πάει να ζήσουν στα περίχωρα, όπου βρήκαν τον καθαρό αέρα και τον ήλιο, στη γειτονιά σχεδόν θεωρούνται λιποτάκτες. Και για αυτό ο αφηγητής, απαντά: «Στην πραγματικότητα, ακόμη και ο αέρας και ο ήλιος είναι πράγματα που πρέπει να κατακτηθούν πίσω από τα οδοφράγματα».

Η ζούγκλα των ανθρώπων (Κουκρίτ Πραμότζ – 1944). Κατά τη διάρκεια του Β΄ΠΠ., ένας νεαρός Ταϊλανδός δάσκαλος εγκαταλείπει το σχολείο στους βάλτους για να βρει δουλειά στην Μπανγκόκ. Στο δρόμο συναντά κλεφτρόνια, πόρνες, ξενοδόχους, Ιάπωνες στρατιώτες και παπάδες που δίνουν ευλογίες για το ρύζι. Κάθε «άνθρωπος» είναι ένα σκοτεινό δάσος από επιθυμίες και φόβους. Το μυθιστόρημα τελειώνει με τον δάσκαλο να επιστρέφει στο χωριό, φέρνοντας μια ανοιχτή πληγή αντί για γνώση. Ο Kukrit Pramoj, μελλοντικός πρωθυπουργός και διανοούμενος, γράφει το πρώτο ταϊλανδικό μυθιστόρημα «The Jungle of People», που δεν έχει βασιλικό ή βουδιστικό ήρωα. Χρησιμοποιεί την τεχνική του «πολυπρισματικού μονολόγου»: κάθε κεφάλαιο φέρει τη φωνή ενός διαφορετικού προσώπου, δημιουργώντας ένα πολυφωνικό ντοκουμέντο της κατοχής. Η γλώσσα αναμειγνύει την κεντρική ταϊλανδέζικη με διαλέκτους Λάο και Μον. Με αυτόν τον τρόπο αναιρείται η ιδέα του ενιαίου «ταϊλανδικού λαού» και αναδεικνύεται η πολυσχιδής πραγματικότητα. Το βιβλίο απαγορεύτηκε από τους Ιάπωνες, αλλά κυκλοφόρησε παράνομα και ενίσχυσε το κίνημα της «Ελεύθερης Ταϊλάνδης».

Ν.Χατζηκυριάκος Γκίκας. Μυθικά πλάσματα στη θάλασσα 1971
Μυθοπλασίες (Χόρχε Λουίς Μπόρχες - 1944 κ.ε.) Πολλές από τις ιστορίες της συλλογής αποκαλύπτουν τη μυθολογική τους ουσία, ευθυγραμμιζόμενες με την λεπτότερη γραμμή μεταξύ ψευδαίσθησης και πραγματικότητας. Ο αναγνώστης δεν μαντεύει πάντα πού πραγματικά εισάγει ο συγγραφέας μυστικισμό και πού όχι. Ο Μπόρχες χαρακτηρίζεται από έναν συνδυασμό ποιητικών και πεζογραφικών μεθόδων, ο οποίος εστιάζει την προσοχή όχι μόνο στην ιστορία, αλλά και στον τρόπο που παρουσιάζεται. Ο συγγραφέας επιτυγχάνει τη γνώση μέσω συμβολικών και σημασιολογικών εκφράσεων, χρησιμοποιώντας συχνά μεταφορές, οι οποίες λειτουργούν ως επιστημολογικό εργαλείο. Οι «Μυθοπλασίες» χαρακτηρίζονται από τη χρήση συμβόλων όπως «βιβλίο», «βιβλιοθήκη», «καθρέφτης», «λαβύρινθος». Μέσα από τον συμβολισμό, ο συγγραφέας πραγματεύεται τα θέματα του χρόνου, της μοναξιάς, του θανάτου και της αντιφατικής φύσης της παγκόσμιας τάξης. Αν και η εικόνα του λαβυρίνθου μπορεί να βρεθεί σε προηγούμενα έργα του Μπόρχες, είναι θεμελιώδης εδώ. Η πεζογραφία του Αργεντινού συγγραφέα δεν αναφέρεται απλώς στον λαβύρινθο ως αρχιτεκτονικό αντικείμενο ή σύμβολο, είναι από μόνο της «λαβυρινθώδης». Μυθικοί, εικασιακοί λαβύρινθοι χτίζουν την αφήγηση όπως τα τείχη τους, καθιστώντας τη δομή των ιστοριών πολυδιάστατη και συγκεχυμένη. Έτσι, στην ιστορία «Η Βιβλιοθήκη της Βαβέλ», ο λαβύρινθος είναι μια ατελείωτη Βιβλιοθήκη, η δομή της οποίας είναι διατεταγμένη και χωρισμένη σε πανομοιότυπα εξαγωνικά τμήματα. Αλλά το σημαντικό είναι ότι η Βιβλιοθήκη είναι ουσιαστικά ένα Σύμπαν. Έτσι, ο συγγραφέας, σε σύγκριση με την άπειρη βιβλιοθήκη, προβάλλει την έννοια του σύμπαντος. Καθώς η ιστορία προχωρά, καταλαβαίνουμε ότι όλοι οι επισκέπτες της βιβλιοθήκης χάνονται ανεπιστρεπτί στις έννοιες που συνθέτουν αυτόν τον λαβύρινθο, αφού από τη φύση του είναι άπειρος και επομένως άγνωστος. Τα διηγήματα της συλλογής εμπεριέχουν όλα τo φανταστικό στοιχείο, και συχνά γίνεται αναφορά σε αλληγορικές μεταφορές για την ιδιαίτερα περίπλοκη φύση των κόσμων, των συστημάτων, του χρόνου, καθώς και των ανθρωπίνων ενασχολήσεων και ιδιοτήτων. Οι λαβύρινθοι του συγγραφέα είναι παντού και πάντα, από τη φύση, τη κοινωνία και το άνθρωπο. Σε αυτούς συμπυκνώνονται και παρουσιάζονται μέσα από κανονικούς ή παραμορφωμένους καθρέφτες οι ψυχολογικοί εφιάλτες, οι εμμονές, προκαταλήψεις, απωθημένα και φοβίες. «Οι καθρέφτες και οι πατέρες ήταν εξίσου μισητοί, γιατί πολλαπλασίαζαν τον αριθμό των ανθρώπων». Ακόμη και οι ιδέες μπορούν να πάρουν τη μορφή λαβυρίνθου και να οδηγήσουν σε συνεχή περιπλάνηση ή και σε αδιέξοδα. Το ίδιο περιεχόμενο σε πολύ μεγάλο βαθμό υπάρχει και στην ξεχωριστή συλλογή "Λαβύρινθοι".

Η φάρμα των ζώων (Τζωρτζ Όργουελ – 1945) Ήταν το πρώτο έργο στο οποίο προσπάθησε, στοχοπροσηλωμένα, "να ενώσει πολιτικό και καλλιτεχνικό σκοπό σε ένα ενιαίο σύνολο". Είναι ένα βιβλίο εξαιρετικής νοημοσύνης και διαχρονικής αξίας. Συνδυάζει τη γοητεία ενός απλού αφηγήματος με τη βαθύτητα μιας πολιτικής προειδοποίησης. Το μυθιστόρημα αφηγείται την ιστορία των ζώων μιας φάρμας στην Αγγλία, που επαναστατούν ενάντια στον άνθρωπο-ιδιοκτήτη τους, για να εγκαθιδρύσουν ένα σύστημα ισότητας και συνεργασίας. Μετά την επιτυχημένη εξέγερση, αναλαμβάνουν τη διαχείριση της φάρμας υπό την ηγεσία των γουρουνιών — με επικεφαλής τον ευφυή Ναπολέοντα και τον ιδεαλιστή Χιονόμπαλά. Η φάρμα μετονομάζεται σε «Φάρμα των Ζώων» και εισάγεται ένα νέο σύστημα αρχών, οι Επτά κανόνες της Ζωικής Ισότητας, με πιο εμβληματικό το «Όλα τα ζώα είναι ίσα». Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, η νέα τάξη πραγμάτων εκφυλίζεται. Τα γουρούνια σταδιακά συγκεντρώνουν όλη την εξουσία, χειραγωγούν τα υπόλοιπα ζώα και τελικά υιοθετούν τα χαρακτηριστικά του παλιού καθεστώτος. Το έργο κλείνει με τη διάσημη και σοκαριστική φράση: «Όλα τα ζώα είναι ίσα, αλλά κάποια ζώα είναι πιο ίσα από τα άλλα». Είναι μια ιδιοφυής αλληγορική νουβέλα, στην οποία ο Orwell μεταμφιέζει την πολιτική σάτιρα σε παραμύθι για ενήλικες. Παρά το σύντομο μέγεθός της, αποτελεί μία από τις πιο αποτελεσματικές και διαχρονικές κριτικές του ολοκληρωτισμού και ειδικά της σταλινικής ΕΣΣΔ. Η φάρμα λειτουργεί ως μικρογραφία της ρωσικής κοινωνίας μετά την Επανάσταση του 1917. Ο ιδεαλιστής Χιονόμπαλάς παραπέμπει στον Τρότσκι, ενώ ο Ναπολέων αντιπροσωπεύει τον Στάλιν. Η παραποίηση της ιστορίας, οι διώξεις, η κατασκευή εχθρών και η καταπίεση με στόχο τη διατήρηση της εξουσίας, είναι ακριβείς και αιχμηρές αντανακλάσεις της σοβιετικής πρακτικής. Η αφήγηση είναι λιτή, σχεδόν παιδική στην επιφάνειά της, αλλά κρύβει πίσω της στρώματα ειρωνείας και σαρκασμού. Καταφέρνει να φανερώσει πώς τα ιδανικά της ισότητας και της ελευθερίας καταπατούνται όταν δεν υπάρχει διαφάνεια, εκπαίδευση και πολιτική ευθύνη. Τα ζώα —και ιδίως ο Μπόξερ, που συμβολίζει τη λαϊκή τάξη— δεν είναι αθώα θύματα, αλλά συνένοχοι μέσα από την παθητικότητα και την τυφλή υπακοή. Το έργο μιλά επίσης για τη φθορά των επαναστατικών ιδανικών. Η σταδιακή κατάρρευση της ισότητας μέσα από τον λόγο («πρώτα τα γουρούνια κοιμούνται στο σπίτι, μετά φορούν ρούχα, πίνουν αλκοόλ, και τελικά συνομιλούν με τους ανθρώπους σαν ίσοι προς ίσους») είναι αριστοτεχνικά δοσμένη. Στο τέλος, τα ζώα κοιτούν τα γουρούνια και τους ανθρώπους και δεν μπορούν πια να ξεχωρίσουν ποιος είναι ποιος. Η χρήση της αλληγορίας ως λογοτεχνικό εργαλείο δεν είναι απλώς πετυχημένη, είναι κορυφαία. Επιτρέπει στον Orwell να γράψει ένα πολιτικό έργο με διαχρονική ισχύ, χωρίς να το περιορίζει σε συγκεκριμένα γεγονότα. Γι’ αυτό και σήμερα, το έργο αφορά κάθε καθεστώς που χρησιμοποιεί την προπαγάνδα και το φόβο για να διατηρήσει την εξουσία του. Η νουβέλα συνιστά επίσης μάθημα πολιτικής συνείδησης: πώς ο λαός μπορεί, με καλή πίστη και ιδεαλισμό, να παραδώσει την εξουσία του και να παγιδευτεί στον αυταρχισμό χωρίς καν να το καταλάβει.

Τα Χαϊμαλιά του Έρωτα και των Αρμάτων (Αντρέας Εμπειρίκος - 1945) Είναι μια μοναδική ερωτική τριλογία, που περιέχει τα: "Αργώ ή Πλους αεροστάτου", "Ζεμφύρα ή Το μυστικόν της Πασιφάης" και "Βεατρίκη ή Ο έρωτας του Buffalo Bill". Η "Αργώ" είναι γραμμένη στη περίοδο της εμφύλιας σύγκρουσης μετά την απελευθέρωση και περιέχει δύο ταυτόχρονες ιστορίες: την γιορταστική απογείωση του αεροστάτου "Αργώ" στην Σάντα Φε ντε Μπογκοτά το 1906, με τρεις φλογερούς αεροναύτες -Άγγλο Λόρδο, Γάλλο εξερευνητή και Ρώσο ναύαρχο (alter ego του ποιητή), και τη δραματική ιστορία του ζηλιάρη καθηγητή ντον Πέντρο, της κόρης του Καρλόττας και του ινδομιγή εραστή της. Στο "Ζεμφύρα ή Το μυστικόν της Πασιφάης", που αναπτύσσεται στο Παρίσι το 1902, υπάρχει ο έρωτας του λιονταριού Ζαμβέζης και της θηριοδαμάστριας Ζεμφύρας. Το ερωτικό παιχνίδι ανθρώπου/ζώου δεν είναι ακίνδυνο, αφού εμπεριέχει ενστικτώδεις ορμές, όμως νικά ο έρωτας. Η "Βεατρίκη ή Ο έρωτας του Buffalo Bill" έχει δύο ερωτικές ιστορίες, στις οποίες ο τόπος και ο χρόνος διαφέρουν με τρόπο ώστε η μια να εμπεριέχεται στην άλλη. Η πρώτη, αναφέρεται σε μια από τις περιπέτειες του Buffalo Bill μετά τον αμερικανικό εμφύλιο. Ο χρόνος της δεύτερης είναι ο τρέχων της ζωής του συγγραφέα (καλοκαίρι του 1945) και αναπτύσσεται σε επιστολική μορφή με την μετέπειτα σύζυγό του με έξι επιστολές που ανταλλάσσουν η Βιβίκα/Βεατρίκη με τον Εμπειρίκο/ Buffalo Bill. Όλο το έργο διαπερνάτε από τη κυρίαρχη αντίληψη του ποιητή ότι ο "άνευ ορίων και άνευ όρων" έρωτας είναι ο μόνος τρόπος για να λυθούν τα προβλήματα της ανθρωπότητας και να απελευθερωθεί από τα δεινά της. Υπάρχουν πάρα πολλά διαχρονικά κοινωνικά και πολιτικά μηνύματα σε κάθε τμήμα της τριλογίας και συνολικά στο έργο, με τις ερωτικές ιστορίες που αναπτύσσονται σε κλίμα φόβου και βίας αλλά τελικά νικά ο έρωτας. Ο πλανόδιος ποιητής του Παρισιού (alter ego του Εμπειρίκου), κατηγορεί τους "παρακοιμωμένους κάθε ανθρώπινης ανεπάρκειας, τους υπερμάχους της κάθε ηττοπάθειας, τους ευνουχισμένους χριστιανούς ...τους κιβδηλοποιούς του έρωτα και των αρμάτων, τους πάσης φύσεως προαγωγούς της τέχνης … τους ηθικολόγους και ανηθικολόγους, τους πάσης φύσεως βρωμερούς και σκατολόγους".

Ο κύκλος με την κιμωλία (Μπέρτολτ Μπρεχτ - 1945) Η Γκρούσα που είναι υπηρέτρια σε αρχοντικό, παίρνει κοντά της τον γιο τού άρχοντα, όταν αυτός δολοφονείται από επαναστάτες και η μητέρα του τον εγκαταλείπει κυνηγημένη. Με θυσίες κρατάει το παιδί κοντά της, μέχρι την ημέρα που η βιολογική μητέρα του επιστρέφει και το διεκδικεί δικαστικά, κατηγορώντας τη Γκρούσα, ότι της το έκλεψε. Ο Αζντάκ, ένας λαϊκός, μέθυσος και κουτοπόνηρος άνθρωπος που όλως τυχαίως, χρίζεται δικαστής καλείται να αποφασίσει για την τύχη του παιδιού, επιλέγοντας μία σολομώντεια λύση: Τοποθετεί το παιδί μέσα σ’ έναν κύκλο και ζητά από τις δύο γυναίκες να το τραβήξουν από τα χεράκια του με δύναμη, η κάθε μια προς το μέρος της. Όποια καταφέρει να το βγάλει από τον κύκλο, θα το κρατήσει δικό της για πάντα. Η βιολογική μητέρα το τραβά με δύναμη, ενώ η Γκρούσα που δεν θέλει να το πονέσει, το αφήνει.

Αγάπη (Χένρι Γκριν – 1945) Μια κλασική ιστορία στην οποία που έρχονται όλα τα πάνω κάτω, με έμφαση στα κάτω. Η ζωή μιας μεγάλης ιρλανδικής εξοχικής κατοικίας κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου μέσα από τα μάτια των Βρετανών υπηρετών της, οι οποίοι φτιάχνουν έναν δικό τους κόσμο σε μια περίοδο που οι αφέντες τους λείπουν. Περιγράφει τη ζωή πάνω και κάτω από τις σκάλες όπου οι υπηρέτες δίνουν τις δικές τους μάχες και συγκρούσεις εν μέσω φημών για τον πόλεμο στην Ευρώπη, εισβάλλοντας ο ένας στις αρμοδιότητες του άλλου και δημιουργούν ένα ασταθές περιβάλλον ιδιοτελούς συμπεριφοράς, κλοπής, κουτσομπολιού αλλά και αγάπης. Σε μια συνέντευξη του 1958 ο συγγραφέας ανάφερε «Πήρα την ιδέα του "Loving" από έναν υπάλληλο στην Πυροσβεστική Υπηρεσία κατά τη διάρκεια του πολέμου. Υπηρετούσε μαζί μου και μου είπε ότι κάποτε είχε ρωτήσει τον ηλικιωμένο μπάτλερ που τον πρόσεχε σαν παιδί, τι άρεσε περισσότερο στον κόσμο στα γεράματά του. Η απάντηση ήταν: "Ξαπλωμένος στο κρεβάτι ένα καλοκαιρινό πρωινό, με το παράθυρο ανοιχτό, ακούγοντας τις καμπάνες της εκκλησίας, τρώγοντας βουτυρωμένο τοστ με τσιπς¨. Είδα το βιβλίο στην ίδια στιγμή». Η γενναιοδωρία του Γκριν προς ακόμη και τους πιο δόλιους και «άσεμνους» από αυτούς, προσφέρει ένα μάθημα που δεν ξεχνάς ποτέ.

Τραγούδια της Σκιάς (Λεοπόλντ Σεντάρ Σενγκόρ - 1945) Ποίηση – εξερεύνηση της αφρικανικής ταυτότητας και της αποικιοκρατίας. Ο ποιητής, ένας από τους πιο αναγνωρισμένους Αφρικανούς συγγραφείς που χρησιμοποιούν τη γαλλική γλώσσα ως μέσο έκφρασης, συνδυάζει την αφρικανική παράδοση με τη γαλλική κλασική εκπαίδευση, επηρεασμένος από τους δασκάλους της γαλλικής παράδοσης. Ωστόσο, υπάρχουν υποκείμενες ρομαντικές τάσεις στην λυρική του ποίηση. Μάλιστα, τα "Hants d'Ombre", ακολουθούν την ρομαντική παράδοση που καθόρισαν οι δάσκαλοι του αγγλικού ρομαντικού στίχου. Το έργο του Senghor αντικατοπτρίζει την εποχή του, με «κοινά» χαρακτηριστικά της ευαισθησίας στους στίχους που ενσαρκώνουν τη συνείδηση του ποιητή, η οποία ταυτίζεται με αυτή των γηγενών κατοίκων. Αυτή η εξατομίκευση εκδηλώνεται στη χρήση αισθητηριακών εκκλήσεων, συγκεκριμένων εντυπώσεων και συμβολικών εννοιών για να μεταφέρει την ευαισθησία του. Αυτά τα τρία εργαλεία παρουσιάζουν το θέμα του, τη νοσταλγία και την αγάπη, που τροφοδοτούνται από το αίσθημα της εξορίας και της μοναξιάς. Στην πραγματικότητα, ο ποιητής χρησιμοποιεί τα ρομαντικά μέσα της μνήμης και της φύσης για να προβάλει την ευαισθησία του και να παράγει στίχους που ενσαρκώνουν τη μέση συνείδησή της κοινωνίας της πατρίδας του. Τα ποιήματα του τηρούν τον ρομαντικό ορισμό του ποιητή καταδεικνύοντας την στοχαστική φύση του και την ενδοσκόπηση στην οποία επιδίδεται για να προσεγγίσει με επιτυχία τα συναισθήματα του αναγνώστη του, μέσω μιας αριστοτελικής κάθαρσης.

By Kalmanchey Zoltan 1974
Πίπη η Φακιδομύτη (Άστριντ Λίντγκρεν - 1945) Ενώ η "φυσικότητα της Πίπης περιέχει εγωισμό, αγνόηση και μια επισημασμένη τάση να λέει ψέματα," ο χαρακτήρας "είναι ταυτοχρόνως γενναιόδωρος, ευέλικτος, σοφός και αληθής για τον εαυτό της και στους άλλους.

Αν φωνάζει άστον να φύγει (Τσέστερ Χάιμς – 1945) Περιέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία και διηγείται τέσσερις μέρες από τη ζωή ενός μαύρου επιστάτη σε ναυπηγείο στο Λος Άντζελες κατά τη διάρκεια του Β'ΠΠ, που αγωνίζεται ενάντια στον ρατσισμό, καθώς και τις δικές του βίαιες αντιδράσεις στον ρατσισμό. Ο Μπομπ είναι νεοφερμένος στη πόλη και έχει κάποια πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Παρά τις ευκαιρίες που δίνει η τρέχουσα πολιτική του Ρούζβελτ στους έγχρωμους ο Μπομπ δεν μπορεί να αποφύγει τις προκλήσεις και πιέσεις του ρατσισμού. Πιστεύει ότι έγινε επιστάτης για να κερδίσει τη συνεργασία των μαύρων εργατών στην πολεμική προσπάθεια. Αναγκάζεται να αντιμετωπίσει την αντικομουνιστική παράνοια, την αγανάκτηση από τους λευκούς που εργάζονται στις ίδιες δουλειές με τα «έγχρωμα αγόρια» και το δόλωμα από μερικές λευκές γυναίκες. Οι φόβοι του εισβάλλουν στα όνειρα, τις φιλοδοξίες και τα πάθη του. Το όνειρό του να κάνει κάτι στην Καλιφόρνια τίθεται σε κίνδυνο καθώς αντιδρά στις πράξεις των λευκών γύρω του. Παλεύει να συγκρατήσει τις ορμές του και την αντίδρασή του. Άλλοι κύριοι χαρακτήρες είναι δύο γυναίκες: η Ματζ, η οποία είναι λευκή και την Άλις Αφροαμερικανίδα κοπέλα του, ανώτερης τάξης. Στο έργο που περιγράφεται ως «σεξουαλικά φορτισμένο μυθιστόρημα», η Ματζ κάνει μια φυλετική προσβολή προς τον Μπομπ. Το να την αποκαλεί «σκύλα» έχει ως αποτέλεσμα τον υποβιβασμό του. Θεωρεί τον βιασμό της ως έναν τρόπο να εκδικηθεί τη λευκή Αμερική, βλέποντάς την ως σύμβολο της, αλλά όταν εκείνη εκφράζει σεξουαλική έλξη προς αυτόν, την απορρίπτει. Η Άλις λέει στον Μπομπ ότι δεν έχει νόημα να θυμώνει για την ανισότητα με την οποία πρέπει να ζουν οι μαύροι, και πρέπει να μάθει να την αντιμετωπίζει….