 |
Belmond train |
Ξένοι στο τρένο (Πατρίσια Χάισμιθ - 1950) Ο Γκάι Χέινς,
αρχιτέκτονας με ήσυχη ζωή, συναντά τυχαία στο τρένο τον Τσαρλς Μπράνο, έναν
γοητευτικό πλην διαταραγμένο νεαρό που του προτείνει ένα «τέλειο σύμφωνο»: ο
καθένας θα δολοφονήσει το πρόσωπο που ο άλλος θέλει να εξαφανίσει, χωρίς
κίνητρο για τους αστυνομικούς. Ο Γκάι αρνείται, αλλά ο Μπράνο εκτελεί τη δική
του δουλειά και πιέζει αμείλικτα τον Γκάι να τηρήσει τη συμφωνία. Από εκείνη τη
στιγμή, ο Γκάι βυθίζεται σε έναν λαβύρινθο ενοχής και παρακολούθησης, όπου τα
όρια θύτη και θύματος θολώνουν, ώσπου η συνάντηση των δύο ανδρών οδηγεί σε ένα
φινάλε που ανατρέπει τις έννοιες δικαιοσύνης και ταυτότητας. Το βιβλίο
καθιέρωσε την συγγραφέα ως ηθογράφο του ψυχολογικού θρίλερ. Η τεχνική της
διπλής εστίασης (Γκάι / Μπράνο) και το αργό ξεδίπλωμα της ενοχής προετοιμάζουν
το έδαφος για το «δίδυμο» που θα γίνει σήμα-κατατεθέν της: ο αθώος που σταδιακά
μοιάζει με τον ένοχο. Το κύριο μήνυμα είναι ότι η ενοχή είναι πιο ισχυρή από
την ίδια την πράξη, όταν κάποιος φαντασιώνεται ή επιτρέπει το έγκλημα, το μυαλό
του γίνεται πια κοινωνός του. Η «συμφωνία» των δύο ανδρών αποκαλύπτει πως η
ηθική διαχωριστική γραμμή είναι ρευστή: ο «αθώος» Γκάι και ο «ένοχος» Μπράνο
είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος της βίας. Οι γυναικείοι χαρακτήρες του
έργου είναι δευτερεύοντες και λειτουργούν κυρίως ως «αντικείμενα» του συμφώνου
και ως καταλύτες της πλοκής, όχι ως πλήρως ανεπτυγμένα πρόσωπα. Η Μίριαμ Χέινς
είναι η άπιστη σύζυγος του Γκάι, η οποία τον ωθεί (έμμεσα) να επιθυμεί το
διαζύγιο και ο Μπράνο προσφέρεται να τη σκοτώσει. Η Άνν Μπράνο είναι η
πατροκτόνα μητέρα του Τσαρλς, που ο Μπράνο θέλει να εξαφανίσει. Και οι δύο
εμφανίζονται λίγο και κυρίως μέσα από τις ανδρικές ματιές, δεν έχουν δικό τους
αφηγηματικό βάρος. Συνεπώς, το έργο παραμένει ουσιαστικά μια ανδροκεντρική
μελέτη ενοχής. Τελικά, το μυθιστόρημα προειδοποιεί ότι ο φόβος της τιμωρίας δεν
προέρχεται από το δικαστήριο, αλλά από τον καθρέφτη. Η γραφή είναι λιτή, σχεδόν
ψυχρή, αλλά το αποτέλεσμα είναι μια ατμόσφαιρα κλειστοφοβικής παρακμής.
Συμβολικά, το τρένο είναι ο κόσμος σε κίνηση όπου οι ταυτότητες γίνονται αναλώσιμα
εισιτήρια.
Μια πόλη σαν την Αλίκη (Νέβιλ Σουτ – 1950)
Η Ζαν, νεαρή Αυστραλή γραμματέας, πιάνεται αιχμάλωτη από τους Ιάπωνες κατά την
κατάρρευση της Σιγκαπούρης το 1942. Μαζί με ομάδα Αγγλίδων γυναικών διασχίζει
τη Μαλαισία πεζή, ενώ ο Τζο, Αυστραλός όμηρος, τις βοηθά, κλέβει ένα φορτηγό
για να τις ταΐσει και καταδικάζεται σε θάνατο. Η Ζαν επιβιώνει, επιστρέφει στην
Αυστραλία και, με τα χρήματα μιας κληρονομιάς, αποφασίζει να χτίσει ένα «υποδειγματικό
χωριό» δημιουργώντας ένα αντίγραφο των «μια πόλη σαν τα Alice Springs»,
δημιουργώντας επιχειρήσεις και δουλειές για να δώσει νέες ευκαιρίες στις
γυναίκες που ήταν μαζί στη Μαλαισία. τη συνόδεψαν. Η αφήγηση κλείνει με την
επανένωση Ζαν–Τζο, όπου η αγάπη και η ανοικοδόμηση συμβολίζουν τη μεταπολεμική
αναγέννηση. Ο Σουτ στα πλαίσια του μεταπολεμικού ρεαλισμού, βασιζόμενος σε
πραγματικά γεγονότα χρησιμοποιεί απλή, λιτή πρόζα για να αποδώσει την ανθρώπινη
αντοχή και τη θέληση για επιβίωση. Φτιάχνει μια γυναικεία ηρωίδα τη Ζαν που είναι μία από τις πρώτες «δυναμικές»
γυναίκες της λογοτεχνίας του ’50 – μάνατζερ, μηχανικός, ευεργέτης. Στέλνει αντί-αποικιοκρατικό
μήνυμα: καταγγέλλει τη βαρβαρότητα της ιαπωνικής κατοχής αλλά αποφεύγει τον
ρατσισμό, προβάλλοντας την αλληλεπίδραση και τη συνεργασία των λαών της
Κοινοπολιτείας. Συμβολικά μετατρέπει μια μικρή και απομονωμένη πόλη της ερήμου της
ενδοχώρας της Αυστραλίας σε ορόσημο για μια κοινότητα ελπίδας – μικρογραφία του
ονείρου «η αποικία που γίνεται πατρίδα». Το κύριο μήνυμα που αποδίδει η αφήγηση
είναι ότι η πραγματική ελευθερία και η αναγέννηση δεν προκύπτουν από θαύματα ή
«σωτήρες», αλλά από την ανθρώπινη αλληλεγγύη, την αφοσίωση, την αυτοθυσία και
την πρωτοβουλία των απλών ανθρώπων. Η Ζαν δεν περιμένει τον «ανώτερο» να σώσει
τις συντρόφους της, μετατρέπει τον πόνο της σε κοινωνικό κεφάλαιο και χτίζει
μια κοινότητα όπου οι γυναίκες δεν είναι πλέον θύματα, αλλά συν-δημιουργοί.
Έτσι, το βιβλίο διατρανώνει ότι η μεταπολεμική εποχή μπορεί να γεννήσει νέες
πατρίδες όταν οι άνθρωποι επιλέγουν να ενώσουν τις δυνάμεις τους αντί να
διαιρούνται από το παρελθόν. Στα ελληνικά εκδόθηκε το 1982 από τις εκδόσεις
Κέδρος.
 |
J.Vermeer_Lady_at_the_Virginal_with Gentleman_The_Music_Lesson-GoogleArtProject |
Η Οικογένεια Μόσκατ (Ισαάκ Σίνγκερ - 1950). Το μυθιστόρημα ξετυλίγεται
από το 1911 ως το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και παρακολουθεί την
πολυμελή, πλούσια οικογένεια Μόσκατ στη Βαρσοβία. Ο γηραιός πατριάρχης Ρεμπ και
«βασιλιάς» της κοινότητας, επιχειρεί να διατηρήσει άθικτη την παράδοση, αλλά τα
παιδιά και τα εγγόνια του διασκορπίζονται σε διάφορες ιδεολογίες: ο διανοούμενος
Άσα παλεύει ανάμεσα στον σοσιαλισμό και τον έρωτα για την Άντελ, μια γυναίκα
εγκλωβισμένη σε γάμο συμφέροντος. Παράλληλα, η κόρη Ζόσια αγκαλιάζει τον
κομμουνισμό, ο γιος Νόχουμ γίνεται στυγνός καπιταλιστής, ενώ οι ανιψιοί
στρέφονται στον σιωνισμό ή στην άθεη αμφισβήτηση. Η πόλη μεταμορφώνεται: τραμ,
αναρχικές διαδηλώσεις, φασιστικές συμμορίες, και πάνω από όλα το σύννεφο του
Ολοκαυτώματος. Το έργο κλείνει με τον Άσα να φεύγει για το Παρίσι, αφήνοντας
πίσω μια Βαρσοβία που καταρρέει μαζί με την παλιά πίστη. Είναι η τελευταία
ζωντανή πινακοθήκη της εβραϊκής Ανατολικής Ευρώπης πριν από τη γενοκτονία. Έχει
πολυφωνία με διάφορους θεσμούς, ιδρύματα, γλώσσες (γίντις, πολωνικά,
γερμανικά), ιδεολογίες, όλα συνομιλούν μέσα από μια γραφή που κινείται από το
χιούμορ του Γκόγκολ ως το δράμα του Ντοστογιέφσκι. Η οικογένεια Μόσκατ είναι ο
«παλιός κόσμος» που δεν μπορεί να προσαρμοστεί, η διάλυσή της προεικονίζει τη
διάλυση της εβραϊκής Ευρώπης. Ο Σίνγκερ θέτει το αιώνιο φιλοσοφικό ερώτημα της
ελεύθερης βούλησης μέσα σε ένα σύμπαν όπου ο Θεός και η ιστορία φαίνεται να
συμπλέκονται. Το κύριο μήνυμα του έργου είναι ότι η οικογένεια, η πίστη και η πόλη
δεν είναι στατικά καταφύγια, όταν οι άνθρωποι αρνούνται να αλλάξουν, τα
καταφύγια γίνονται φυλακές. Η διάλυση της οικογένειας Μόσκατ είναι προάγγελος
της καταστροφής που περιμένει όσους μένουν κολλημένοι στο παρελθόν. Στην Ελλάδα
εκδόθηκε το 1992 από τις εκδόσεις Άγρα.
 |
By unknown |
Τα χρονικά του Άρη (Ρέι Μπράντμπερι – 1950)
Τα γεγονότα στο χρονικό περιλαμβάνουν την
αποκαλυπτική καταστροφή των αρειανών και ανθρώπινων πολιτισμών, που υποκινήθηκαν
από τους ανθρώπους, αν και δεν υπάρχουν ιστορίες με σκηνικά για τις
καταστροφές. Δεν είναι μυθιστόρημα με κλασική πλοκή, αλλά «κύκλος» είκοσι-έξι
διηγημάτων - επεισοδίων που καλύπτουν μια χρονολογική περίοδο. Μεταξύ τους
υπάρχουν χρονολογικές γέφυρες, επανεμφανιζόμενα πρόσωπα και μια υποβόσκουσα
αφήγηση που προχωρά από την πρώτη ανίχνευση του Άρη ως την τελική εγκατάλειψη
της Γης και την αναγέννηση του κόκκινου πλανήτη. Οι πρώτοι γήινοι εξερευνητές
φέρνουν μαζί μικρόβια, θρησκείες και εμπορικά καταστήματα, αναπαράγοντας το
«Δυτικό Φανταστικό» της Αμερικής του 19ου αιώνα. Οι Αρειανοί εξοντώνονται από
ιούς, αλλά και από την ανθρώπινη αλαζονεία, η ιστορία αποικιοκρατίας και
κυκλικής βίας επαναλαμβάνεται, αυτή τη φορά με Αρειανούς «ιθαγενείς» και
γήινους «αποίκους». Οι πύραυλοι και τα ρομπότ προσφέρουν άπειρες δυνατότητες,
όμως οι άνθρωποι παραμένουν εγκλωβισμένοι στον εαυτό τους και στη διαστημική
μοναξιά. Στο διήγημα «Υπάρχει άνεμος στον Άρη», οι αστροναύτες καταλήγουν να
κλαίνε μπροστά σε ένα ραδιόφωνο που παίζει τζαζ, ενώ τα σώματα των νεκρών Αρειανών
ταξιδεύουν στον κόκκινο ορίζοντα. Η διήγηση του Μπράντμπερι είναι ποιητική και
μελαγχολική: χρησιμοποιεί επαναλήψεις, οπτικές εικόνες και λυρικές παύσεις ώστε
ο αναγνώστης να αισθανθεί ότι διαβάζει «ιερά βιβλία» ενός πολιτισμού που δεν
υπάρχει πια. μεταξύ των χαρακτηριστικών επεισοδίων: Όταν ο πύραυλος
απογειώνεται από το Καναβεράλ, ο χειμώνας γίνεται καλοκαίρι – μεταφορά για την
προσμονή της ελπίδας. Στο «Usher II»: ο παραλογοτέχνης Στάρτον ανασταίνει το
«Πτώμα του Έντγκαρ Άλαν Πόε» για να εκδικηθεί την λογοκρισία των γήινων
αποίκων. Το αυτόματο έξυπνο σπίτι συνεχίζει να λειτουργεί μετά την πυρηνική
καταστροφή της Γης, αφήνοντας τον αναγνώστη να αναρωτηθεί ποιος είναι ο
πραγματικός «ιδιοκτήτης» της τεχνολογίας. Στο «Πικνικ», μια οικογένεια
προσγειώνεται στον Άρη ως οι τελευταίοι γήινοι και αντικρίζει τον εαυτό της σαν
«Αρειανούς» – κλείσιμο του κύκλου. Το βιβλίο λειτουργεί ως «ιστορικός χάρτης»
της ψυχρής εποχής του πυραύλου και τω νέων τεχνολογιών, αλλά και ως ποίημα της
εγκατάλειψης. Ο Μπράντμπερι δεν ενδιαφέρεται για την επιστημονική ακρίβεια,
αλλά για τη συναισθηματική ακρίβεια: ο Άρης είναι ο καθρέφτης της Αμερικής του
1950, όπου η πρόοδος συνοδεύεται από μια βαθιά νοσταλγία για τη χαμένη ανθρωπιά.
Στο μήνυμα του έργου συμπλέκονται οι ιδέες ότι κάθε αποίκηση είναι επανάληψη, κάθε
τεχνολογικό θαύμα είναι ταυτόχρονα επιτάφιος. Μόνος τρόπος να γλιτώσουμε τον
κύκλο είναι να εκτιμήσουμε τη σιωπή των «άλλων» πριν χρησιμοποιήσουμε
οποιαδήποτε τεχνολογία.
Το Λιοντάρι, η Μάγισσα και η Ντουλάπα (Κλάιβ Σ.Λιούις – 1950) Ο Λιούις αν και
χριστιανός φιλόσοφος είχε ένα εκπληκτικά έντονο μάτι για τις σκοτεινές
αποχρώσεις της ανθρώπινης ψυχής, την αμαρτία, τον θυμό και τον πειρασμό. Οι
αναγνώστες οποιασδήποτε ή και καμιάς πίστης θα νιώσουν την τεράστια δύναμη της
ακαταμάχητης, μεταφορικής αίσθησης του απρόσμενου (ή θαύματος για όσους
πιστεύουν). Λονδίνο, 1940. Τα τέσσερα
αδέλφια Πένσι (Πίτερ, Σούζαν, Έντμουντ, Λούσι) εγκαταλείπουν την πρωτεύουσα και
στέλνονται στην εξοχή για να προστατευτούν από τους βομβαρδισμούς. Στο παλιό
αρχοντικό του καθηγητή Κίρκε, η Λούσι ανακαλύπτει μια τεράστια ξύλινη ντουλάπα
που οδηγεί στο μαγικό βασίλειο της Νάρνια,
έναν τόπο αιώνιου χειμώνα, όπου τα ζώα μιλούν και η κακή Λευκή Μάγισσα
κρατά τον θρόνο με σιδηρά παγωμένη πυγμή. Με τη βοήθεια του καλού λιονταριού Άσλαν, οι Πένσι καλούνται να
εκπληρώσουν μια αρχαία προφητεία: να σώσουν τη Νάρνια και να σπάσουν το ξόρκι
της αιώνιας παγωνιάς. Ο Έντμουντ, δελεασμένος από τη Μάγισσα με τουρκικά
λουκούμια, προδίδει τα αδέλφια του, αλλά η θυσία του Άσλαν – που πεθαίνει και
ανασταίνεται – τον φέρνει πίσω στην οδό της λύτρωσης. Τελικά, τα παιδιά
στέφονται βασιλιάδες και βασίλισσες της Νάρνια, ενώ, όταν επιστρέφουν στη Γη,
διαπιστώνουν ότι όλη η περιπέτεια διήρκεσε μόνο λίγα λεπτά του ανθρώπινου
χρόνου. Το μυθιστόρημα συνδυάζει φαντασία,
χριστιανική αλληγορία και πολεμικό ρεαλισμό. Ο Άσλαν ενσαρκώνει τη θυσία και την ανάσταση
του Χριστού, ενώ η μάχη καλού-κακού αντικατοπτρίζει τη χριστιανική σωτηριολογία.
Κάθε παιδί ενσωματώνει μια αρετή (θάρρος, σοφία, ειλικρίνεια, αγνότητα) και
μαθαίνει να την αναπτύσσει μέσα από τη δοκιμασία (παιδαγωγικό μήνυμα). Η
παγωμένη Νάρνια είναι η Ευρώπη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου· η Μάγισσα συμβολίζει
τον ολοκληρωτισμό κάθε είδους, ενώ το πέρασμα μέσα από τη ντουλάπα είναι η φυγή
από την πραγματικότητα προς τη φαντασία ως καταφύγιο και ως όπλο. (κοινωνικό
σχόλιο). Η Λευκή Μάγισσα δεν είναι απλώς ένας «κακός» χαρακτήρας· συμπυκνώνει
όλες τις δυνάμεις που παγώνουν τη ζωή, τη φύση και τη συνείδηση. Συμβολίζει τον
ολοκληρωτισμό, την ανθρώπινη ψυχρότητα, την πονηριά (σαγηνεύει με τουρκικά
λουκούμια και υπόσχεται άμεση ικανοποίηση, αλλά οδηγεί σε σκλαβιά). Έτσι, η
ήττα της Λευκής Μάγισσας από τον Άσλαν δεν είναι μόνο νίκη του καλού, είναι το
σπάσιμο κάθε πάγου που στερεί την ανάπτυξη, την αγάπη και την ελπίδα. Το βιβλίο
έγινε κλασικό παιδικό ανάγνωσμα και
άνοιξε τον δρόμο στη σύγχρονη παιδική φαντασία, ενώ παράλληλα λειτούργησε ως καταφύγιο ψυχής για γενιές νέων αναγνωστών
που μεγάλωσαν μέσα σε κλίμα αστάθειας και ανασφάλειες. Στην Ελλάδα εκδόθηκε το
1974 από τις εκδόσεις Άγκυρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου