Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2025

1951: Από τον Πάουελ στην Τευ και την Γιουρσενάρ και απο τους Καμύ και Ζιονό στον Μπραντμπερι

https://www.oxfordartonline.com/page/wallace-collection-guide
Χορός στον Ρυθμό του Χρόνου (Άντονι Πάουελ – 1951). Ο τίτλος είναι εμπνευσμένος από τον ομώνυμο πίνακα του Γάλλου ζωγράφου Nicolas Poussin. Οι δώδεκα τόμοι δεν εμπνέουν τον αναγνωστικό ζήλο στους περισσότερους ανθρώπους, αλλά μόλις πιάσεις τον ρυθμό του αριστουργήματος του Powell είναι δύσκολο να το αφήσεις κάτω. Ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1920, το μυθιστόρημα ακολουθεί τις ζωές μιας ομάδας Άγγλων φίλων και γνωστών: συναντιούνται και χωρίζουν, πετυχαίνουν και αποτυγχάνουν, αγαπούν και μισούν, ζουν και πεθαίνουν. Υπάρχει άφθονο περιθώριο τόσο για κωμωδία όσο και για τραγωδία σε αυτό το μεγάλο χρονικά και λογοτεχνικά έργο, αλλά ο πραγματικός θρίαμβος του Πάουελ είναι ο τρόπος που πιάνει τον ρυθμό της ίδιας της μοίρας, ο τρόπος που φέρνει κοντά τους ανθρώπους, για να τους χωρίσει και μετά να τους ξαναενώσει αργότερα ως σχεδόν ξένους, μεταμορφωμένους με απροσδόκητους τρόπους στα χρόνια που μεσολάβησαν. Θεωρείται από τα σημαντικότερα έργα της αγγλόφωνης λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Έχει χαρακτηριστεί ως «το αγγλικό αντίστοιχο του Προύστ». Το έργο παρακολουθεί τη ζωή του αφηγητή Νίκολας Τζένκινς και του κύκλου του από τα σχολικά του χρόνια μέχρι την ωριμότητα, καταγράφοντας τη βρετανική κοινωνία, πολιτική και πολιτισμό από το 1920 έως το 1970. Δεν είναι ένας «ήρωας» με μεγάλες περιπέτειες, αλλά ένας παρατηρητής – ένα «alter ego» του ίδιου του συγγραφέα – που μας ξεναγεί στη βρετανική κοινωνία και τη δυναμική της τα χρόνια αναφοράς. Σπούδασε σε αριστοκρατικό σχολείο, πέρασε από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, εργάστηκε στον χώρο του βιβλίου και της τέχνης και υπηρέτησε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – μια πορεία που αντανακλά τη ζωή του ίδιου του Πάουελ. Μορφωμένος, ειρωνικός, συχνά αποστασιοποιημένος, καταγράφει με λεπτό χιούμορ τις αλλαγές των καιρών και τις ζωές των ανθρώπων γύρω του. Με τον Τζένκινς ως «κάτοπτρο», ο Πάουελ σχολιάζει τη φθορά του χρόνου, τις κοινωνικές ανελίξεις και τις ανθρώπινες αδυναμίες, χωρίς ποτέ να γίνεται διδακτικός. Με μαύρο χιούμορ και λεπτή παρατήρηση, ο Powell σχολιάζει τη φθορά του χρόνου, την κοινωνική κινητικότητα και τη μοίρα των ανθρώπων μέσα σε μια κοινωνία που αλλάζει ραγδαία. Κυκλοφόρησε στην Ελλάδα από το 2009 έως το 2020, από τις εκδόσεις Άγρα σε 12 τόμους, όπως το πρωτότυπο.

Η κόρη του χρόνου (Ζόζεφιν Τέυ – 1951). Το πραγματικό όνομα της συγγραφέας είναι Elizabeth Mackintosh. Στο βιβλίο, ο αστυνόμος Γκραντ κρατά ένα πορτρέτο της Ελισάβετ, συζύγου του Εδουάρδου Δ΄ και σχολιάζει ότι «η Αλήθεια είναι κόρη του Χρόνου». Ο «χρόνος» είναι η ιστορική πάροδος που αποκαλύπτει ή συγκαλύπτει την αλήθεια και η «κόρη» είναι η αλήθεια που γεννιέται (ή ξαναγεννιέται) όταν κάποιος τολμήσει να αμφισβητήσει τα στερεότυπα. Η Ελισάβετ, ως «κόρη του χρόνου», είναι το πρόσωπο που τελικά αποκαλύπτει ότι ο Ριχάρδος Γ΄ ήταν αθώος, αποδεικνύοντας ότι ο χρόνος μπορεί να γεννήσει μια νέα αλήθεια, όταν οι άνθρωποι τον εξετάσουν εκ νέου. Ο Γκραντ αρχίζει να «ερευνά» ένα ιστορικό έγκλημα από το 1483: τη δολοφονία των Πριγκιπόπουλων στον Πύργο του Λονδίνου. Μέσα από νοσοκομειακά αρχεία, άλλες αρχειακές σημειώσεις και φαντασία, φτιάχνει το προφίλ του Ριχάρδου Γ΄ ως αθώου. Έτσι η πλοκή του μυθιστορήματος είναι μια αστυνομική έρευνα και δίκη που διαρκεί πέντε αιώνες. Είναι το πρώτο μυθιστόρημα που «δικάζει» την ιστορία ως αστυνομικό κρυπτόλεξο. Ανατρέπει το στερεότυπο του «κακού Ριχάρδου» και ανοίγει τον δρόμο για ιστορικά θρίλερ. Το νοσοκομείο λειτουργεί ως χρονομηχανή: ο τραυματισμένος αστυνόμος γίνεται αναγνώστης και δικαστής. Η γλώσσα είναι στεγνή, ερευνητική, με χιούμορ που αποδομεί τον ηρωισμό. Τα μηνύματα του έργου είναι ότι η αλήθεια είναι μια κατασκευή, η πιο επικίνδυνη φράση για αυτή είναι «πάντα πίστευα», η μνήμη κρίνεται, αναθεωρείται και ξαναγράφεται από όποιον έχει το θάρρος να διαβάσει τα «κρυμμένα αρχεία». «Η ιστορία δεν είναι μνημείο που στέκει ακλόνητο, αλλά ζωντανή αφήγηση που μπορούμε να ξαναγράψουμε όταν τολμήσουμε να την αμφισβητήσουμε». Με απλά λόγια: Η αλήθεια δεν είναι στατική, εξαρτάται από ποιος έχει την πένα ή την εξουσία. Η ιστορική μνήμη είναι αναθεωρητέα, όταν ερευνάται και συνδυάζεται με αποκαλυπτόμενα ιστορικά στοιχεία και ανθρώπινη κριτική σκέψη. Το πιο επικίνδυνο στερεότυπο είναι το «όλοι το ξέρουν», ο καθένας οφείλει να ανασκευάζει τα δεδομένα του χρόνου. Στην Ελλάδα εκδόθηκε το 2008 από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. 

Αδριανού απομνημονεύματα (Μαργκερίτ Γιουρσενάρ – 1951) Γραμμένο σε πυκνό ύφος που φανερώνει την καλή γνώση των πηγών, αυτό το φιλοσοφικό - ιστορικό μυθιστόρημα είναι ένας φανταστικός διαλογισμός του αυτοκράτορα στο τέλος της ζωής του. Με τη μορφή μιας μεγάλης επιστολής που απευθύνει από την έπαυλή του στο Τίβολι στον μελλοντικό αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο, ανατρέχει στα κύρια γεγονότα της ζωής του. Μέσα από εσωτερικό μονόλογο και αναδρομές, ο Αδριανός εξετάζει την εξουσία, τις στρατιωτικές εκστρατείες, τον έρωτα του για τον Αντίνοο, τη φιλοσοφία, τις μεταρρυθμίσεις και την αίσθηση του τέλους. Είναι το πρώτο ιστορικό μυθιστόρημα που χρησιμοποιεί πρώτο πρόσωπο χωρίς να «μοντερνίζει» τον αρχαίο κόσμο, η γλώσσα είναι κλασική, αλλά η ψυχολογία σύγχρονη. Καταργεί τα στερεότυπα του «μεγάλου άνδρα»· ο Αυτοκράτορας παρουσιάζεται ως άνθρωπος που φοβάται, αγαπά, αμφιβάλλει. Η ερωτική σχέση με τον Αντίνοο γίνεται σύμβολο της ανθρώπινης ευαισθησίας μέσα στην εξουσία. Η σχέση του Αδριανού με τον Αντίνοο δεν είναι παράλληλο πολιτικό γεγονός· είναι καθεαυτή πολιτική πράξη. Δείχνει την χειραφέτηση της προσωπικής επιλογής μέσα στην εξουσία, ο Αδριανός μπορούσε να έχει οποιονδήποτε, αλλά επιλέγει αποδομώντας το πρωτόκολλο έναν έφηβο από την Βιθυνία, δείχνοντας ότι  ο έρωτος δεν υπόκειται σε συμβάσεις. Αξιοποιεί τον Αντίνοο ως εργαλείο διπλωματίας ταξιδεύοντας μαζί του στην Αίγυπτο και την Ελλάδα, μετατρέποντας τον σε «ζωντανό σύμβολο» ενότητας των επαρχιών. Μετά τον θάνατο του Αντίνοου, ο Αδριανός ιδρύει πόλεις και αγάλματα, μετατρέπει τον έρωτα σε δημόσιο μνημείο. Η πολιτική του απόφαση να θεοποιήσει τον Αντίνοο δημιουργεί έναν νέο τύπο «πολιτικού μάρτυρα», ο νεκρός εραστής γίνεται συστατικό στοιχείο της κυρίαρχης ιδεολογίας, αντίστοιχο με τα αυτοκρατορικά τρόπαια. Συνοπτικά, ο έρωτας δεν παραμερίζει την πολιτική αλλά την αναδιαμορφώνει. Η σχέση με τον Αντίνοο είναι ο καθρέφτης όπου ο Αδριανός βλέπει την Αυτοκρατορία όχι ως μηχανή φόρων και κατακτήσεων, αλλά ως οργανισμό που μπορεί να αγαπήσει και να πενθήσει και αυτή η ευαισθησία του είναι που τον κάνει τελικά μεγάλο. Η Yourcenar δημιούργησε μια «βιογραφία χωρίς βιογράφο», που συνδέει ιστορία, φιλοσοφία και λογοτεχνία σε ένα ενιαίο σώμα. Το κύριο μήνυμα της είναι ότι η εξουσία δεν είναι μνημείο ιστορίας αλλά ζωντανή, δυναμική διαδικασία. Ο Αδριανός αφήνει πίσω το σώμα του και τα λόγια του, διδάσκοντας ότι η αυτογνωσία είναι το μόνο ανάκτορο που δεν γκρεμίζεται. Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το 1984 από τις εκδόσεις Κέδρος.      

Ο φύλακας στη σίκαλη (Τζ. Ντ. Σάλιντζερ – 1951) Ο τίτλος αναφέρεται στη φαντασίωση του ήρωα να γίνει «φύλακας στη σίκαλη», να σώζει τα παιδιά από τους κινδύνους και την πτώση στο κενό της ενήλικης ζωής. Ενώ αρχικά προοριζόταν για τους ενηλίκους, έγινε δημοφιλές στους ανήλικους εξαιτίας των θεμάτων του όπως η ανησυχία και η αποξένωση των εφήβων. Έτσι ο πρωταγωνιστής έχει γίνει σύμβολο της εφηβικής επανάστασης. Επίσης πραγματεύεται τα σύνθετα ζητήματα της ταυτότητας, της ταύτισης, της απώλειας και των σχέσεων. Μέσα από τη φωνή του δεκαεξάχρονου Χόλντεν, το βιβλίο αφηγείται τρεις μέρες της ζωής του, αφότου εγκαταλείπει το τρίτο κατά σειρά σχολείο του και περιφέρεται στη Νέα Υόρκη. Τα θέματα που αναπτύσσει είναι η εφηβική αποξένωση, η απώλεια της αθωότητας, η αντίδραση στην «υποκρισία» των ενηλίκων, η κατάθλιψη και η αναζήτηση ταυτότητας. Με ένα εσωτερικό μονόλογο ο Χόλντεν μιλάει απευθείας στον αναγνώστη από κάποιο «θεραπευτικό» ίδρυμα. Το μυθιστόρημα έγινε εμβληματικό για τη μεταπολεμική νεολαία και παραμένει ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα βιβλία στις σχολικές βιβλιοθήκες των ΗΠΑ. Στη χώρα μας εκδόθηκε το 1978 (Εκδόσεις Επίκουρος) και σε αναθεωρημένες μεταφράσεις αργότερα.  Με πωλήσεις άνω των 65 εκατομμυρίων αντιτύπων παγκοσμίως, συνεχίζει να επηρεάζει κάθε νέα γενιά αναγνωστών.

Ο επαναστατημένος άνθρωπος (Αλμπέρ Καμύ – 1951). Ένα φιλοσοφικό δοκίμιο που εξετάζει την έννοια της εξέγερσης και της επανάστασης τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Αναλύει το βασικό ερώτημα: Γιατί ο άνθρωπος επαναστατεί και πώς μπορεί να το κάνει χωρίς να οδηγηθεί σε νέες μορφές τυραννίας. Εξετάζει θέματα όπως η άρνηση της αδικίας, τα όρια της βίας, η ηθική του επαναστάτη, η κριτική στον ολοκληρωτισμό και στον υπαρκτό σοσιαλισμό. Η δομή του είναι μια ιστορική και φιλοσοφική περιδιάβαση από τον Μαρκήσιο ντε Σαντ μέχρι τον Ντοστογιέφσκι, τον Νίτσε και τη Σταλινική τρομοκρατία. Ο Καμύ επιχειρεί να ορίσει τον «αληθινό επαναστάτη»: εκείνον που αντιστέκεται στην αδικία αλλά δεν απαρνείται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και απορρίπτει τη βία ως μέθοδο. Το βιβλίο θεωρείται συνέχεια του «Μύθου του Σίσυφου», καθώς προχωρά από την αποδοχή του παράλογου στην πολιτική και ηθική πράξη. Ο συγγραφέας δέχθηκε κριτική από το  Ζαν-Πολ Σαρτρ κατηγορώντας τον για «αστική ηθική». Το έργο επηρέασε φιλοσόφους, συνδικαλιστές και κινήματα πολιτικής ανυπακοής, διαμορφώνοντας τη σύγχρονη έννοια της «μη βίαιης αντίστασης».  Δεν είναι ένα έργο εποχής, κάλλιστα ταιριάζει και στη σύγχρονη εποχή. Παρατίθενται θέματα για τα οποία μιλάει άμεσα για το σήμερα. Από τους «ανελεύθερους» ισχυρούς άνδρες μέχρι τους λαϊκιστές που καθοδηγούνται από αλγόριθμους, οι ηγέτες υπόσχονται και πάλι μια τελική, χωρίς συγκρούσεις κοινωνία, αρκεί να εγκαταλείψουμε τον πλουραλισμό. Η προειδοποίηση του Camus - «κάθε απόλυτο τελειώνει αλυσοδεμένο το μέλλον». Τότε έκανε διάκριση μεταξύ «εξέγερσης» (μιας άρνησης που βασίζεται στην κοινή ανθρώπινη αξιοπρέπεια) και «επανάστασης» (ενός σχεδίου για την αναμόρφωση της ανθρωπότητας). Σήμερα είτε η συζήτηση αφορά τις υλικές ζημιές στις πορείες για το κλίμα, είτε την ηθική του ακτιβισμού, το κριτήριο του Καμύ - «ο επαναστάτης αρνείται να είναι είτε δήμιος είτε θύμα» προσφέρει ένα μη βίαιο κριτήριο, που αποφεύγει τόσο τον ειρηνιστικό εφησυχασμό όσο και την μηδενιστική  βία. Καμύ: «Ο επαναστάτης λέει ναι και όχι ταυτόχρονα: όχι στην καταπίεση, ναι σε μια κοινή ανθρωπιά ακόμη και για τον καταπιεστή». Σήμερα: Η διαδικτυακή διαπόμπευση συχνά εκμηδενίζει τα δικαιώματα του παραβάτη. Η φράση του Καμύ ωθεί τους ακτιβιστές να διατηρήσουν το δεύτερο μισό της πρότασης - το «ναι» - και να θεωρήσουν την λογοδοσία ως διόρθωση, όχι ως εξόντωση. Τότε: Φοβόταν τις γραφειοκρατίες που «μετρούν, αρχειοθετούν και προβλέπουν» την ανθρώπινη συμπεριφορά. Τώρα: Οι εταιρείες μεγάλων δεδομένων και η προγνωστική αστυνόμευση κάνουν ακριβώς αυτό. Η επιμονή του Καμύ ότι η εξέγερση ξεκινά με «το όριο» - το σημείο στο οποίο μια εισβολή γίνεται αφόρητη, βοηθά τους πολίτες να διατυπώσουν γιατί ορισμένες αρπαγές δεδομένων ξεπερνούν τα όρια. Τότε ο Καμύ διέγνωσε τον πειρασμό της απελπισίας όταν η καταστροφή φαίνεται αναπόφευκτη. Σήμερα: Η συνέχιση της καταστροφικής πορείας και το οικολογικό άγχος αναπαράγουν αυτή τη διάθεση. Η απάντησή του - «πρέπει κανείς να φανταστεί τον Σίσυφο ευτυχισμένο» - επαναπροσδιορίζεται από κινήματα όπως η «πεισματάρα αισιοδοξία» (Christiana Figueres) και ο «αποτελεσματικός αλτρουισμός»: ενεργήστε σαν το μέλλον να είναι ακόμα ανοιχτό. Ο Καμύ τότε υποστήριξε ότι ο επαναστάτης είναι πάντα «ο ξένος που μας υπενθυμίζει τη δική μας παραδοξότητα». Το 2024, με ρεκόρ εκτοπισμού (UNHCR: 114 εκατομμύρια), οι διελεύσεις της Μεσογείου, το τείχος ΗΠΑ-Μεξικού και τα στρατόπεδα Ροχίνγκια είναι σύγχρονες αναπαραστάσεις του ισχυρισμού του, ότι οι κοινωνίες προσδιορίζονται από τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τον επαναστάτη που φτάνει στα σύνορά τους. Ο Καμύ δεν δίνει πρόγραμμα. δίνει πυξίδα. Οποιοδήποτε κίνημα - τεχνολογική ρύθμιση, εργασιακά δικαιώματα, κλιματική δικαιοσύνη, αντιρατσισμός - μπορεί να χρησιμοποιήσει τρία ερωτήματα που αντλούνται από το βιβλίο: Αναγνωρίζει ένα όριο που δεν θα ξεπεράσει; Διατηρεί την ανθρωπιά του αντιπάλου; Αρνείται να γίνει αυτό που πολεμά; Αν η απάντηση σε οποιοδήποτε είναι «όχι», το κίνημα κινδυνεύει να επαναλάβει τον ίδιο τον απολυταρχισμό στον οποίο αντιτίθεται. «Τι είναι ένας επαναστατημένος άνθρωπος; Ένας άνθρωπος που λέει όχι. Αρνιέται αλλά δεν παραιτείται: είναι ακόμα κι αυτός που λέει ναι από την πρώτη του κίνηση. Ένας σκλάβος που σ’ όλη του τη ζωή δεχόταν διαταγές ξαφνικά κρίνει μια νέα εντολή απαράδεχτη. Ποιο είναι το περιεχόμενο αυτού του “όχι”; Σημαίνει, λόγου χάρη, “η υπόθεση τραβάει μακριά”, “μέχρι εκεί και μη παρέκει”, “το παρακάνετε” κι ακόμα “υπάρχει ένα όριο που δε θα ξεπεράσετε”. Με λίγα λόγια αυτό το όχι επιβεβαιώνει την παρουσία ενός ορίου. Ξαναβρίσκουμε την ίδια ιδέα του ορίου στο αίσθημα του επαναστατημένου ότι ο άλλος υπερβάλλει, ότι απλώνει τα δικαιώματά του πέρα από κάποια σύνορα όπου εκεί βρίσκουν αντιμέτωπο ένα άλλο δικαίωμα και περιορίζονται απ’ αυτό. Έτσι το κίνημα εξέγερσης στηρίζεται ταυτόχρονα πάνω στην κατηγορηματική άρνηση μιας παραβίασης που κρίνεται απαράδεχτη και την όχι πολύ ξεκάθαρη βεβαιότητα ενός σταθερού δικαιώματος ή σωστότερα την εντύπωση του επαναστατημένου ότι “έχει το δικαίωμα να…». Στην Ελλάδα πρωτοκυκλοφόρησε το 1977 από τις εκδόσεις Μπουκουμάνη.

Ο Ουσάρος στη στέγη (Ζαν Ζιονό – 1951) Αν και αναφέρεται στη δεύτερη πανδημία χολέρας, του 1832, η χολέρα που απεικονίζεται στο μυθιστόρημά δεν είναι μια πιστή και ιστορική μεταγραφή, δεν υπήρξε ποτέ στα συμπτώματά της και σημασία όπως περιγράφεται στο βιβλίο. Στην πραγματικότητα, η χολέρα έχει μια συμβολική αξία, κάτι σαν την Πανούκλα του Καμύ. Η χολέρα αναδεικνύει τον εγωισμό, το μίσος, τον φόβο, την παθητικότητα. Οι άνθρωποι που έχουν αυτά τα ελαττώματα κολλάνε την αρρώστια. Νότος της Γαλλίας, η χολέρα σκίζει τις επαρχίες σαν πολεμική σπάθη. Ο Αντζέλο Παρκολόνι, ένας νεαρός Ιταλός ουσάρος που φεύγει από μια ίντριγκα συνωμοσίας, διασχίζει τις πληγωμένες κοιλάδες καβάλα στο άλογό του. Οι χωριάτες έχουν κλειδώσει πόρτες και καρδιές, οι δρόμοι είναι φράχτες φόβου. Ο Αντζέλο, αντί να κρυφτεί, σκαρφαλώνει στις στέγες των σπιτιών – κυριολεκτικά – και προχωρά από ταράτσα σε ταράτσα, σώζοντας όποιον βρίσκει, μοιράζοντας νερό και κουράγιο. Συναντά τη νεαρή Πολίν ντε Τεό, χήρα που αγωνίζεται να κρατήσει ζωντανή την ανθρωπιά της περιοχής. Μαζί διασχίζουν καμένα χωριά, βοηθούν τους φοβισμένους χωριάτες και αντιμετωπίζουν ληστές. Το ταξίδι γίνεται ένα ποίημα προσφοράς και αντοχής: ο έρωτας γεννιέται μέσα στην πανούκλα, η φύση ανθίζει παράλληλα με την αποσύνθεση. Τελικά, ο Αντζέλο φεύγει, αφήνοντας πίσω του μια κοινότητα που ξαναβρίσκει την πίστη στον άνθρωπο. Ο Γιονό δημιουργεί ένα επικό ποίημα-μυθιστόρημα όπου η πανούκλα είναι και ιστορικό γεγονός και καθρέφτης της ανθρώπινης ψυχής. Η γλώσσα είναι λυρική και αληθινή, γεμάτη ρυθμούς, ενώ οι εικόνες της στέγης και του ουσάρου μετατρέπουν τον πόλεμο του μικροβίου σε πολεμικό ρομάντζο. Ο Αντζέλο είναι η ενσάρκωση της περιπλάνησης και της αντίστασης: δεν πολεμάει με το σπαθί, αλλά με την παρουσία του. Το βιβλίο αποτελεί ύμνο στην αλληλεγγύη, στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια απέναντι στη μοίρα και, ταυτόχρονα, έναν ύμνο στη φύση που συνεχίζει να ανθίζει ακόμη και όταν ο άνθρωπος σβήνει. Πρωτοεκδόθηκε στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Άγρα το 1995.

Le Bain Turc 1862
Η ακτή των Σύρτεων (Ζυλιέν Γκρακ - 1951) Ένα αλληγορικό γεωπολιτικό μυθιστόρημα με σημεία αναφοράς τη Μικρή & Μεγάλη Σύρτη και τις διαμάχες μεταξύ Βενετίας & Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Σε μια φανταστική χερσόνησο της Ανδαλουσίας, ανάμεσα σε δύο παλαιά αντίπαλα βασίλεια, ο νεαρός αξιωματικός Άλντο βρίσκεται διορισμένος «παρατηρητής» της νεκρής ζώνης των Σύρτεων – μιας ακτής όπου η άμμος, ο άνεμος και η θάλασσα έχουν παγιώσει σε ένα αιώνιο σύνορο. Οι κάτοικοι της Φεραντά λειτουργούν με μια εθιμοτυπική ειρήνη, ενώ οι απέναντι Οράνοι έχουν μυστικά σχέδια. Στην περιοχή έρχεται ένα πλοίο με μια νεαρή Ορανή, τη Σιμπύλ, και ο Άλντο την ερωτεύεται χωρίς να καταλαβαίνει ότι η σχέση τους είναι το τελευταίο σκαλοπάτι πριν από μια πολεμική έκρηξη. Η ακτή των Σύρτεων, από νεκρό τοπίο, μετατρέπεται σε θέατρο πολλών πράξεων, όπου ο έρωτας, ο πόλεμος και η μνήμη συγκρούονται. Το τέλος αφήνει τον αναγνώστη να αναρωτηθεί ποιος είναι ο πραγματικός εχθρός: ο άλλος λαός ή η ίδια η ανάγκη για σύγκρουση; Το έργο αποτελεί ένα πρότυπο της γαλλικής «νουβέλ βαγκ»: ελάχιστη δράση, μέγιστη ατμόσφαιρα. Η ακτή είναι σύμβολο της ευρωπαϊκής μεταπολεμικής νοσταλγίας και του ψυχρού πολέμου: ένα σύνορο που δεν σκοτώνει αλλά κρατά ζωντανή την απειλή. Η γλώσσα είναι λυρική και σχεδόν αισθητική, με επαναλήψεις που δημιουργούν μια ονειρική ατμόσφαιρα από την οποία κανείς δεν θέλει να ξυπνήσει. Το έργο επηρέασε αρκετούς σύγχρονους συγγραφείς, από τον Καμύ ως τον Μπόρχες, καθιερώνοντας τη χρήση του φανταστικού τοπίου ως πολιτική αλληγορία. Το κύριο μήνυμά του είναι ότι τα σύνορα δεν χωρίζουν μόνο τα κράτη, χωρίζουν ανθρώπους μεταξύ τους αλλά και από τον εαυτό τους. Η ειρήνη μπορεί να είναι ένα προσωρινό διάλειμμα ανάμεσα σε δύο πολέμους που έχουν ήδη ξεκινήσει μέσα μας. Στη χώρα μας εκδόθηκε το 1992 από τις εκδόσεις Εξάντας.

Ο εικονογραφημένος άνθρωπος (Ρέι Μπράντμπερι – 1951) Ένας περιπλανώμενος άνδρας γεμάτος από τατουάζ σώματος συναντά έναν αφηγητή στην άκρη του δρόμου. Οι εικόνες των τατουάζ δεν είναι απλή διακόσμηση, είναι ζωντανές ιστορίες που ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια των θεατών. Οι 18 ιστορίες που περιέχονται στο βιβλίο αποτελούν «παραθύρια» στο μέλλον, το παρόν και το παρελθόν: διαστημικά ταξίδια, πυρηνικές καταστροφές, ρομποτικές επαναστάσεις, αποικιακές τραγωδίες, παιδικά όνειρα που γίνονται εφιάλτες. Το τελευταίο τατουάζ προβλέπει τον θάνατο του αφηγητή ή του «εικονογραφημένου ανθρώπου»; κλείνοντας έτσι τον κύκλο της αφήγησης. Με λυρική γλώσσα και σύντομα διηγήματα, ο Μπράντμπερι δημιουργεί ένα πολυεπίπεδο σύμπαν όπου η φαντασία και ο ρεαλισμός συγκρούονται, αλληλοσυμπληρώνονται και συγχωνεύονται. Οι ιστορίες προειδοποιούν για την αποξένωση, την πυρηνική απειλή, την καταστροφή του περιβάλλοντος και την απώλεια της ανθρώπινης ταυτότητας. Το σώμα του εικονογραφημένου ανθρώπου γίνεται κινηματογράφος μνήμης και προφητείας – κάθε τατουάζ είναι μια «κινητή εικόνα» που προβάλλει το μέλλον. Στο τελευταίο διήγημα («The Illustrated Man») το τατουάζ που απλώνεται στο στήθος του δείχνει τον ίδιο να πεθαίνει, τον σκοτώνει ο «ψυχρά εκδικητικός» αφηγητής της ιστορίας, ο οποίος είναι ένας άλλος περιπλανώμενος που καταλήγει να πνίξει τον άτυχο «ζωντανό καμβά» για να σταματήσει τις προφητείες. Η αυτοπροφητεία του θανάτου του Εικονογραφημένου Ανθρώπου κλείνει τον βιβλίο με έναν τέλειο κύκλο αυτοαναφοράς: το σώμα-βιβλίο που φέρει όλες τις ιστορίες του μέλλοντος καταλήγει να γίνει και το τελευταίο κεφάλαιο μέσα του. Έτσι, η αφήγηση δεν τελειώνει απλώς, κατατρώει τον ίδιο της τον φορέα. Αυτό σηματοδοτεί ότι οι ιστορίες δεν είναι ανώδυνες προβολές, είναι ζωντανές δυνάμεις που, όταν ξεπεράσουν ένα όριο, επιστρέφουν στον άνθρωπο σαν κατάρα. Το μήνυμα γίνεται σαφές: η ανθρώπινη μνήμη και η φαντασία είναι τατουάζ που μπορούν να σκοτώσουν τον φορέα τους αν δεν αλλάξει τη ζωή του. Η ανθρωπότητα γράφει το πυρήνα της ιστορίας, αλλά τα γράμματα μπορεί να είναι η καταδίκη της. Η τέχνη και η φαντασία είναι τα μόνα «τατουάζ» που μπορούν να αλλάξουν τη μοίρα του μέλλοντος – αν τολμήσουμε να τα διαβάσουμε και έγκαιρα να την αλλάξουμε. Μερικές από τις ιστορίες του έγιναν κλασικά σενάρια τηλεόρασης και κινηματογράφου. Η πρώτη ελληνική έκδοση έγινε το 1971 από τον Πάπυρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: