(*) Του Παναγιώτη Ήφαιστου από: www.ifaistosedu.gr
Η κρατούσα άποψη διεθνώς είναι ότι
βιώσιμη ανάπτυξη μπορεί να σημαίνει μόνο αειφόρο ανάπτυξη:
α) διαφύλαξη ενός κρίσιμου φυσικού κεφαλαίου,
β) διασφάλιση αναπλήρωσης των
πλουτοπαραγωγικών πόρων που χρησιμοποιούνται για αναπτυξιακούς λόγους,
γ) διασφάλιση της βιοποικιλότητας και
δ) κανονιστικές ρυθμίσεις που διασφαλίζουν ότι
η ευημερία μελλοντικά είναι ευθέως ανάλογη φιλικών με το περιβάλλον οικονομικών
δραστηριοτήτων που διαφυλάττουν τη φυσική και πολιτισμική κληρονομιά.
Χωρίς ασφαλώς να εξαντλήσουμε αυτή
τη μεγάλη υπόθεση θα
εστιάσουμε την προσοχή στο οικονομικό σκέλος και τη σχέση του με τη φυσική και
πολιτισμική κληρονομιά.
Παρά το γεγονός ότι
επίκεινται αποφάσεις μεγάλης περιβαλλοντολογικής σημασίας, παρατηρείται ένας ανερμήνευτος
εφησυχασμός στο επίπεδο του πολιτικού προσωπικού, των μέσων ενημέρωσης, των
οργανώσεων στο πεδίο της περιβαλλοντολογικής προστασίας και των επιστημονικά
αρμόδιων. Εφησυχασμός ο οποίος θα οδηγήσει σε άνευ προηγουμένου και ανεπίστροφη
καταπάτηση εκείνων των κομματιών του ελληνικού θαλάσσιου οικοσυστήματος που
μέχρι σήμερα έτυχε να μείνει άθικτο.
Γράφοντας αυτές τις
γραμμές έχω μπροστά μου ογκώδεις συλλογικούς τόμους για την «αειφόρο ανάπτυξη»
γραμμένους από εκλεκτούς επιστήμονες. Για λόγους οικονομίας χώρου και για να καταδείξω το
γεγονός ότι εδώ δεν ανακαλύπτουμε τον τροχό αλλά λέμε μόνο το αυτονόητο, καταγράφω
ενδεικτικούς τίτλους επιστημονικών παρεμβάσεων:
·
«Δικαιώματα
του ανθρώπου και των λαών στον πολιτισμό και το περιβάλλον: Μια τελευταία
ανάγνωση της διεθνούς πρακτικής και της νομολογίας».
·
«Το
δικαίωμα σ’ ένα υγιές και αρμονικό περιβάλλον ως συλλογικό ανθρώπινο
δικαίωμα».
·
«Η
αειφορική ανάπτυξη στο πλαίσιο προστασίας και διαχείρισης της φυσικής και
πολιτισμικής κληρονομιάς».
·
«Προστασία
της πολιτισμικής και φυσικής κληρονομιάς, διεθνής και ευρωπαϊκή διάσταση».
·
«Η
οικονομική διάσταση στην προστασία της φυσικής και πολιτισμικής κληρονομιάς».
·
«Η
αειφορία ως παράδειγμα προστασίας και διαχείρισης του φυσικού και πολιτιστικού
περιβάλλοντος».
·
«Ο
ρόλος του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην τήρηση και εφαρμογή του
Κοινοτικού δικαίου για το περιβάλλον».
·
«Οργανωμένα
συμφέροντα και ομάδες πίεσης στην Κοινή Ευρωπαϊκή Πολιτική περιβάλλοντος».
·
«Λειτουργική
σχέση Ανθρώπου και Φύσης».
·
«Ο
ρόλος των ΜΜΕ στην παραγωγή κοινωνικής προβληματικής και της πολιτικής για την
προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και της πολιτισμικής κληρονομιάς».
·
«Αειφορία
και ανάπτυξη των θαλασσών και των ωκεανών». «Η επίτευξη της αειφόρου ανάπτυξης
μέσα από τον χωροταξικό σχεδιασμό».
Συντομογραφικά
συνοψίζουμε την ουσία αυτού του ζητήματος. Ήδη από τον 18ο αιώνα αλλά πολύ περισσότερο το
δεύτερο μισό του 20ού αιώνα έγινε ευρέως αποδεκτό ότι η άκριτη ανάπτυξη εις
βάρος του περιβάλλοντος σημαίνει υποβάθμιση του οικοσυστήματος και υποβάθμιση
του ανθρώπου. Η μαζικοπαραγωγή και η μαζικοκατανάλωση δεν σημαίνει αυτόματα και
πάντοτε πρόοδο, ιδιαίτερα όταν ανταγωνίζεται ευθέως το περιβάλλον και τα
ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ζωής. Μεταξύ άλλων, τους πατροπαράδοτους
τρόπους ζωής τους, την πολιτισμική τους κληρονομιά, τις κοινωνικές σχέσεις, την
άκριτη αστικοποίηση, τις οικογενειακές σχέσεις, την ερωτική συμπεριφορά και τη
δημοκρατία.
Ένας «πλαστικός» και
μηχανοποιημένος τρόπος ζωής προκαλεί ανθρωπολογική υποβάθμιση κάθε είδους και σίγουρα διαφθορά της
διατροφικής αλυσίδας.
Αειφόρος ανάπτυξη σημαίνει:
α) Διασφάλιση πόρων για το μέλλον με χρήση
τους που είναι μικρότερη από την ανανέωσή τους,
β) μέριμνα ούτως ώστε να διαφυλαχθεί η χλωρίδα
και πανίδα και
γ) μέριμνα ούτως ώστε να μην θίγεται η εν
γένει φυσική και πολιτισμική κληρονομιά, της οποίας το δικαίωμα απόλαυσης
των αγαθών ανήκει σε όλους.
«Αειφόρος ή συντηρούμενη ανάπτυξη
(Sustainable Development)», επιπλέον, «είναι εκείνο το είδος της ανάπτυξης που
αντιμετωπίζει τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να αποστερεί από τις επόμενες
γενιές τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν τις δικές τους ανάγκες» (Έκθεση των Ηνωμένων Εθνών).
Κάποια πράγματα είναι τόσο
αντικειμενικά και
τόσο πασίδηλα ορθά, ούτως ώστε με λογικούς όρους δεν τίθεται καν ζήτημα
αμφισβήτησής τους. Η ηθικολογία ή αντίστροφα η «αναπτυξιακή ρητορική»
περιττεύει. Έτσι, μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα ότι οι αναπτυξιακές
δυνατότητες της Ελλάδας, όπως και κάθε άλλης χώρας η οποία (ευτυχώς για τους
κατοίκους της) δεν διαθέτει βαριά και ρυπογόνο βιομηχανία, σχετίζεται με δύο
βασικά αλληλένδετους παράγοντες:
Πρώτον, τη φιλική με
το περιβάλλον και με τους υπάρχοντες πόρους τεχνολογία αιχμής που επιτυγχάνει οικονομική
ανταγωνιστικότητα εκεί όπου η χώρα έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα (υπηρεσίες,
ναυτιλία, τουρισμό υψηλής στάθμης –όχι μαζικό και όχι ενθαρρυντικό της χυδαίας
υποκουλτούρας–, κατασκευαστικός τομέας, εκπαίδευση, γεωργία υψηλών προδιαγραφών
βιολογικού προσανατολισμού, συμμετρικές ξένες επενδύσεις σε αυτούς και άλλους
τομείς κ.τ.λ.
Δεύτερον, διαφύλαξη ως κόρη οφθαλμού των φυσικών πόρων,
δηλαδή την ακεραιότητα όσων φυσικών τοπίων και πολιτισμικών αγαθών έμειναν
άθικτα από την
άκριτη αστικοποίηση, την άναρχη ανάπτυξη και την αυθαίρετη και χωρίς
πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό δόμηση σε πλείστες περιοχές.
Βασικά, θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο
ότι εξ αντικειμένου και αποφεύγοντας κάθε βαρβαρισμό, πιθηκισμό και
υπανάπτυκτων νοοτροπιών (για παράδειγμα, τη βάρβαρη εκποίηση μερικών πανέμορφων παραλιών της
Τουρκίας και την συνεπαγόμενη οικολογική καταστροφή που προκλήθηκε), η Ελλάδα
είναι καταδικασμένη σε οικονομικό θάνατο, εάν δεν κατανοήσει ότι το αειφόρο
οικονομικό πλεονέκτημά της είναι εκείνα τα φυσικά και πολιτισμικά αγαθά της που
έτυχε να μην πληγούν τις τελευταίες δεκαετίες.
Κανένας
«φιλοξενούμενός μας επισκέπτης» –έτσι θεωρεί όσους επισκέπτονται την Ελλάδα μια σωστή
αναπτυξιακή πολιτική αυτού που συμβατικά ονομάζεται «τουρισμός»– δεν θα έλθει
μελλοντικά στην Ελλάδα αν δεν έχουν μείνει ανέπαφα τα φυσικά τοπία που ακόμη
δεν έχουν κατακλυστεί από μαζική υποκουλτούρα και αν δεν έχει διαφυλαχθεί
ακέραια η πολιτιστική κληρονομιά των Ελλήνων.
Δεν αντιλέγουμε ότι τα πιο πάνω δεν
είναι άσχετα με το πώς βλέπουμε την πατρίδα μας και με το πόσο αγαπούμε το
συλλογικό Είναι μας:
Μεταξύ άλλων, πώς και πόσο είμαστε έτοιμοι να θυσιάσουμε την αξιοπρέπειά μας
και τον τρόπο ζωής μας στη μεταμοντέρνα βαρβαρότητα. Πώς και πόσες ξενοκρατικές λογικές θα εισρεύσουν στην
επικράτειά μας. Πώς και πόσο ταυτιζόμαστε με την ιδιοσυστασία της κοινωνίας
στην οποία ανήκουμε. Πως και πόσο σεβόμαστε την πολιτισμική μας κληρονομιά και το
φυσικό περιβάλλον του τόπου μας. Πόσο θέλουμε να είμαστε ελεύθεροι ή εάν
αντίθετα έχουν ήδη κυριαρχήσει αξιοθρήνητα σύνδρομα ξενοκρατίας και υποτέλειας.
Για να συνδέσουμε
αυτά τα ζητήματα με την ζώσα καθημερινότητα: ποιος από τους δύο δίσκους της πλάστιγγας βαραίνει
όταν από τη μία πλευρά είναι το οικοσύστημα και ο πολιτισμός που κληρονομήσαμε
και από την άλλη πλευρά αχρείαστα μωροφιλόδοξα σύνδρομα και συμπλέγματα.
Αρχοντοχωριάτικα ντυσίματα, περιττά αυτοκίνητα «πολυτελείας» και κωμικοτραγικές
επιδειξιομανείς συμπεριφορές κάθε είδους που υποβαστάζουν ελλειμματικές
προσωπικότητες και ασθενείς ψυχές.
Εν κατακλείδι, πόσο αγαπάμε
και σεβόμαστε την πατρίδα μας ή αντίστροφα πόσο θεωρούμε τους εαυτούς μας παροδικούς
αχθοφόρους, άπληστους επιβήτορες των φυσικών και πολιτισμικών αγαθών και
εφήμερους μεταπράτες ξεπουλήματός τους.
Καμιά αντίρρηση δεν
μπορεί να υπάρξει ότι αμφίπλευρες επιλογές στα πιο πάνω «διλήμματα»
προσδιορίζουν τις ποιοτικές βαθμίδες μιας οποιασδήποτε κοινωνίας: Ποια κοσμοθεωρητικά θέσφατα υποβόσκουν
στα κοινωνικοπολιτικά της θεμέλια; Ποιες είναι οι ποιοτικές βαθμίδες της
πολιτικής της ανθρωπολογίας και του κοινωνικοπολιτικού της συστήματος; Τι
κυρίαρχα πολιτισμικά πρότυπα προσδιορίζουν την αισθητική των πολιτών; Ποιες
είναι οι ποιοτικές βαθμίδες του τρόπου ζωής τους; Ποιες πολιτικές προσεγγίσεις
υιοθετούνται εάν σκοπός είναι υψηλές ποιοτικές βαθμίδες ζωής;
Πολύ σωστά και πολλοί
επισημαίνουν ότι αειφόρος ανάπτυξη, πολιτισμός και πολιτική είναι άρρηκτα αλληλένδετα. Υπό αυτό το πρίσμα θα πρόσθετα ότι το πολιτισμικό και
πολιτικό παράδειγμα που επιλέγεται είναι και το μέτρο στάθμισης και εκτίμησης
των ποιοτικών μας βαθμίδων και των πιθανοτήτων εθνοκρατικής επιβίωσης.
Επειδή επιπλέον παρά
τις εξελίξεις στο πεδίο αυτό στους διεθνείς θεσμούς, όπως και για πολλά άλλα ζητήματα
απουσιάζει κάποια παγκόσμια εξουσία για να υποδείξει και εφαρμόσει
περιβαλλοντολογικά υγιείς αποφάσεις, αρμόδιο και υπεύθυνο για ότι συμβαίνει και
ότι αποφασίζεται είναι το κοινωνικοπολιτικό σύστημα κάθε κράτους. Ότι και να
λέγεται και να πράττεται αλλού, σημασία έχει ότι θα πάθουμε αυτό που μας αξίζει
ανάλογα και αντίστοιχα με τις αποφάσεις που υιοθετούνται και εφαρμόζονται τώρα.