Η περίοδος της ύστερης Σοβιετικής Ένωσης (1985-1991), που χαρακτηρίστηκε
από τις πολιτικές της Γκλάσνοστ και της Περεστρόικα, αποτέλεσε καίριο σημείο
για τη ρωσική λογοτεχνία. Η "αναγέννηση" και η
"αποκατάσταση" κειμένων που είχαν απαγορευτεί για δεκαετίες, μαζί με
τη νέα ελευθερία έκφρασης, δημιούργησαν ένα πρωτόγνωρο λογοτεχνικό κλίμα. Τα
έργα της περιόδου αυτής ήταν μια λογοτεχνική θεμελίωση για την πνευματική
αναγέννηση που όλοι περίμεναν ότι θα συνόδευε τη νέα εποχή, αλλά απογοητεύτηκαν
από τις εξελίξεις που ακολούθησαν και στο λογοτεχνικό τομέα. Τα έργα που δημοσιεύουμε
σήμερα προμήνυαν την αναγκαιότητα αλλαγών και αντιπροσωπεύουν διακριτές, αλλά εξίσου σημαντικές, πτυχές πολύ
πιο πριν από αυτή την εποχή.
Μεσημέρι (Ναταλία Γκορμπανέφσκαγια – 1969) Η λογοτεχνική δημιουργία της συγγραφέα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη ζωή της. Η χρήση της λέξης «Μεσημέρι» στο τίτλο της συλλογής είναι βαθιά ποιητική και συμβολική, αποτυπώνοντας την ατμόσφαιρα ηθικής αφύπνισης και ιστορικής κρίσης την οποία παρουσίαζε.
Η συγγραφέας ήταν πρώτα απ' όλα ποιήτρια και
δραστήρια αντικαθεστωτική. Η συμμετοχή της στη διαδήλωση του 1968 στην Κόκκινη
Πλατεία κατά της εισβολής στην Τσεχοσλοβακία και η επακόλουθη φυλάκισή της σε
ψυχιατρική κλινική την κατέστησαν σύμβολο της αντιπολίτευσης. Η ποιητική
συλλογή εκδόθηκε στο Παρίσι το 1969 πολύ πριν από την εξορία της (1975). Η ίδια
βρισκόταν ακόμη στη Μόσχα, αντιμετωπίζοντας άμεσα τις συνέπειες των πράξεων της
(είχε ήδη κρατηθεί για τη διαδήλωση του 1968 και θα οδηγούνταν σε ψυχιατρική
κλινική λίγο αργότερα, το 1970). Το σημαντικότερο έργο της δεν ήταν προϊόν της
εξορίας, αλλά αντίστασης που δημιουργήθηκε εντός του καθεστώτος που απέρριπτε.
Η δημοσίευση στο Παρίσι ήταν μέρος του φαινομένου της "Σαμίζντατ"
(Самиздат) - της μυστικής κυκλοφορίας απαγορευμένων κειμένων – και της
"Ταμίζντατ" (Тамиздат) - της δημοσίευσης τέτοιων έργων στο εξωτερικό.
Αυτό έδωσε στη φωνή της μια διεθνή ακροαματικότητα και την κατέστησε σύμβολο
της πνευματικής αντίστασης.
Ο τίτλος του πιο σημαντικού της έργου συμβολίζει
τη στιγμή της μέγιστης φωτεινότητας, όταν ο ήλιος φωτίζει τα πάντα χωρίς σκιά.
Μπορεί επίσης να συμβολίζει τη στιγμή της αλήθειας, της ηθικής σαφήνειας και
της αποκάλυψης. Είναι το απόγειο, η κορύφωση, μια στιγμή κρίσης ή απόφασης.
Αυτό αντανακλά το ιστορικό πλαίσιο της εποχής (η Πράξη της Κόκκινης Πλατείας
του 1968 ήταν μια τέτοια "κρίσιμη στιγμή" ηθικής επιλογής). Είναι
επίσης η στιγμή που ο χρόνος φαίνεται να σταματά, γεγονός που μπορεί να
μεταφέρει μια αίσθηση αδιεξόδου, αναμονής ή έντονης ψυχολογικής πίεσης.
Τα ποιήματα της συλλογής αυτής γράφτηκαν κατά τη δεκαετία του 1960 και
αντανακλούν άμεσα το ηθικό και πνευματικό κλίμα της Μπρεζνιεβικής εποχής, την
πτώση των ιδεαλισμών και την προσωπική ευθύνη απέναντι στο καθεστώς. Η
αντίσταση δεν είναι μόνο πολιτική, αλλά και πνευματική και υπαρξιακή.
Η ποίησή της δεν είναι πολιτικά ρητορική, αλλά
μια βαθιά προσωπική, σχεδόν μυστικιστική, αναζήτηση για νόημα και πίστη μέσα
στην περιθωριοποίηση, υποδηλώνοντας μια πορεία μέσα από τον πόνo και την
απώλεια.
Μετά τη μετεγκατάστασή της στο Παρίσι το 1975, η ποίηση της
Γκορμπανέφσκαγια φυσικά και εξελίχθηκε. Τα θέματα της νοσταλγίας, του
αποχωρισμού και της γλωσσικής ταυτότητας έγιναν ακόμη πιο έντονα. Οι επόμενες
συλλογές της, αναπτύσσουν περαιτέρω αυτά τα μοτίβα. Η εμπειρία της να ζει
μακριά από τη Ρωσία, αλλά να συνεχίζει να γράφει στη ρωσική γλώσσα, την
κατέστησε μια κεντρική φιγούρα της λογοτεχνίας της διασποράς.
Η σημασία της Γκορμπανέφσκαγια βρίσκεται ακριβώς στη συνέχεια της
πνευματικής και ποιητικής της πρακτικής πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την
εξορία. Το έργο της «Μεσημέρι» είναι το θεμέλιο που έθεσε εντός της Σοβιετικής
Ένωσης, το οποίο αργότερα, κατά την εποχή της Γκλάσνοστ, θα αναγνωριζόταν
επίσημα ως μέρος της νόμιμης λογοτεχνικής κληρονομιάς. Ενσωματώνει την
αντίσταση στην πολιτική καταπίεση με μια βαθιά προσωπική αναζήτηση για νόημα
και πίστη, καθιστώντας την μια από τις πιο αξιοσημείωτες και ηθικά ακλόνητες
φωνές της εποχής της.
Καιρός να μαζέψεις τις πέτρες (Βλαντίμιρ Σολούχιν - 1980) Ο τίτλος προέρχεται από τον «Εκκλησιαστή» (3:5), και μεταφράζεται ως «...καιρός να μαζέψεις πέτρες...». Αυτή η βιβλική αναφορά δίνει αμέσως το ηθικό και πνευματικό κλίμα του έργου: ήρθε η ώρα να επανασυναρμολογήσουμε, να "μαζέψουμε" τα θραύσματα της καταστραμμένης ρωσικής πολιτισμικής κληρονομιάς.
Το βιβλίο είναι ένας συγκινητικός και αμφισβητητικός στοχασμός για την
ιστορία και την κουλτούρα της Ρωσίας. Ο Σολούχιν ταξιδεύει σε διάφορες
περιοχές, καταγράφοντας τα ερείπια αρχαίων εκκλησιών, μοναστηριών και αρχοντικών.
Κάθε πέτρα είναι για αυτόν ένα λείψανο της εθνικής μνήμης. Δεν είναι ένα
μυθιστόρημα με την κλασική έννοια, αλλά μια συλλογή δοκιμίων, αναμνήσεων και
στοχασμών που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες κατά τα τελευταία χρόνια της Σοβιετικής
εποχής. Είναι ένα έργο-ορόσημο της εποχής πριν τη Γκλάσνοστ, που ενσαρκώνει την
αναζήτηση της εθνικής και πνευματικής ταυτότητας που απασχολούσε τη ρωσική
κοινωνία.
Το κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι η επιστροφή στις ρίζες. Ο Σολούχιν αναδύει το τοπίο της παιδικής του
ηλικίας, το χωριό Αλέπινο, και μέσα από αυτό ανασκάπτει την ξεχασμένη
κληρονομιά της προ-επαναστατικής Ρωσίας. Το έργο ασχολείται με την καταστροφή
των ρωσικών εκκλησιών και μονών, με την απώλεια της αγροτικής ζωής και των
λαϊκών τεχνών, και με την ηθική κρίση που προκλήθηκε από τη βίαιη
κολεκτιβοποίηση.
Τα κεντρικά θέματα που αναπτύσσει είναι: η
συστηματική καταγραφή των καταστραμμένων και εναπομεινάντων αρχαίων μνημείων, η
διερεύνηση του τι σημαίνει να είσαι Ρώσος πέρα από το κομμουνιστικό καθεστώς,
αναζητώντας την απάντηση στη λαϊκή παράδοση, τη γη και το Χριστιανικό
πολιτισμό, και η έκκληση για την
αποκατάσταση της ιστορικής συνέχειας, που είχε κοπεί βίαια μετά την Επανάσταση
του 1917.
Η σημασία του κατά την εποχή της Γκλάσνοστ ήταν τεράστια. Ήταν ένα από τα
πρώτα έργα που αμφισβήτησαν ανοιχτά τον επίσημο ιστορικό αφήγημα της Σοβιετικής
εξουσίας. Δεν ήταν ένα πολιτικό φυλλάδιο, αλλά μια ποιητική και βαθιά προσωπική
αναγνώριση ότι η σοβιετική πραγματικότητα είχε χτιστεί πάνω στα ερείπια ενός
πλούσιου πολιτισμού. Ο Σολούχιν, μέσα από τη νοσταλγία και τον πόνο του, νομιμοποίησε τη συζήτηση για το θρησκευτικό
και πολιτιστικό παρελθόν, ανοίγοντας το δρόμο για τη δημοσίευση θρησκευτικών
κειμένων και την αποκατάσταση θρησκευτικών μνημείων. Ξεκίνησε ένα κίνημα
"εθελοντικής αποκατάστασης" (επονομαζόμενο και "κίνημα των
ταγμάτων κατασκευής") μεταξύ των νέων για την αναπαλαίωση ξεχασμένων
εκκλησιών.
Το έργο του ήταν μια λογοτεχνική θεμελίωση για την πνευματική αναγέννηση
που όλοι περίμεναν ότι θα συνόδευε τη νέα εποχή…
Μια μέρα ένας αιώνας (Τσινγκίζ Αϊτμάτοφ – 1980) Το μυθιστόρημα του είναι ένα από τα πιο φιλόδοξα και πολυσυλλεκτικά έργα της εποχής. Ο τίτλος προέρχεται από ένα στίχο του Ρώσου ποιητή Μπόρις Παστερνάκ. Αυτό το ποίημα χρησιμοποιείται και ως επιγράφημα στο μυθιστόρημα. Η φράση αποτυπώνει την κεντρική ιδέα του βιβλίου: ότι μια συνηθισμένη μέρα στη ζωή ενός ανθρώπου μπορεί να περιέχει το βάρος μιας ολόκληρης ζωής, ιστορίας, παράδοσης και ακόμη και του μέλλοντος της ανθρωπότητας. Στην αγγλική και γερμανική έκδοση χρησιμοποιήθηκαν διαφορετικοί τίτλοι: «The Place of the Skull» και «Der Richtplatz», ωστόσο, ο αρχικός και επίσημος τίτλος παραμένει «И дольше века длится день».
Διαδραματίζεται σε ένα απομονωμένο σιδηροδρομικό σταθμό στη στέπα του
Καζακστάν και συνδυάζει ρεαλιστική αφήγηση, μύθο, επιστημονική φαντασία και μια
μοιραία πολιτική αλληγορία. Ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Γιεντιγκέι, προσπαθεί να
θάψει με αξιοπρέπεια τον παλιό του φίλο, τον Καζαγγαπ. Η ταφική πομπή διασχίζει
την απέραντη στέπα, και αυτή η μονοήμερη πορεία γίνεται η αφηγηματική ράβδος
που συνδέει το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον.
Παράλληλα, ο Αϊτμάτοφ εισάγει δύο ισχυρούς μύθους: τον μύθο του μανκούρτ
(ενός αιχμάλωτου που έχει χάσει τη μνήμη και την ταυτότητά του μέσω μιας
βάναυσης διαδικασίας) και την παράλληλη αφήγηση μιας σοβιετο-αμερικανικής
διαστημικής αποστολής, της οποίας οι αστροναύτες επικοινωνούν με ένα εξελιγμένο
τεχνολογικά εξωγήινο πολιτισμό, με τελικό αποτέλεσμα οι δυο υπερδυνάμεις να
αποφασίσουν να απομονώσουν τη Γη με ένα "απροσπέλαστο φράγμα
ακτινοβολίας".
Η ανάλυση εστιάζει
στην απώλεια μνήμης και ταυτότητας.
Ο μανκούρτ είναι η πιο ισχυρή μεταφορά για την βίαια χειραγώγηση, τον ξεριζωμό
και το πώς ένα σύστημα μπορεί να καταστρέψει την ανθρώπινη υπόσταση. Ο
Γιεντιγκέι, αντιθέτως, είναι ο φύλακας της μνήμης και της παράδοσης. Η
επιστημονικοφανής πλοκή λειτουργεί ως μια δριμεία κριτική στον Ψυχρό Πόλεμο και
στην παράνοια της αμοιβαίας καταστροφής, που εμποδίζει την ανθρωπότητα από το
να εξελιχθεί. Το μυθιστόρημα είναι μια ολοκληρωμένη καταγγελία τόσο του
σοβιετικού καθεστώτος, όσο και της άλλης υπερδύναμης, του ξεριζωμού και της
πολιτικής απομόνωσης, και ταυτόχρονα προβάλλει μια οικουμενική, ανθρωπιστική
ανησυχία για το μέλλον του πλανήτη. Ήταν ένα έργο που, παρά τη σοβιετική του
προέλευση, μίλησε σε ολόκληρο τον κόσμο.
Συνολικά, αυτοί οι τρεις συγγραφείς σκιαγραφούν το πολύπλευρο πορτρέτο μιας εποχής σε μετάβαση, η οποία είχε αρχίσει πολύ πριν την περεστρόικα. Ο Σολούχιν αναζήτησε τη λύτρωση μέσα από την επιστροφή στο εθνικό παρελθόν, ο Αϊτμάτοφ διεύρυνε την κριτική του σε μια οικουμενική, ανθρωπιστική προοπτική, ενώ η Γκορμπανέφσκαγια ενσάρκωσε το τραύμα και την πνευματική αντοχή της αντικαθεστωτικής. Μαζί, αποτελούν τα αντίθετα αλλά συμπληρωματικά κομμάτια του λογοτεχνικού παζλ της τελικής πράξης του δράματος της Σοβιετικής Ένωσης.
Σημείωση: Κατά τη περίοδο της περεστρόικα (1985 – 1991) επιπρόσθετα
των ήδη γνωστών (Ζαχάροφ, Σολζενίτσιν, Γκορμπανέφσκαγια, Σολούχιν κ.α.) προγενέστεροι
συγγραφείς απέκτησαν τεράστια δημοτικότητα, όπως ο Σάσα Σόκολοβ (Sasha Sokolov), Ρώσος που είχε
μεταναστεύσει στο Καναδά («Σχολή για ηλίθιους» – 1976) και ο Σεργκέι Ντοβλάτοφ
(Sergei Dovlatov), επίσης Ρώσος που είχε μεταναστεύσει στις ΗΠΑ («Ο συμβιβασμός»
- 1981 & «Η βαλίτσα» - 1986)
Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ (1991) και των άλλων σοσιαλιστικών κρατών ήταν ένα
γεγονός παγκόσμιας σημασίας. Όμως δεν έφερε την λογοτεχνική αναγέννηση
ελευθερίας και δημιουργία που πολλοί προέβλεπαν. Σε αρκετούς φαίνεται παράδοξο
και απρόσμενο. Είναι όμως έτσι; Θα
δούμε πρώτα το γιατί δεν υπήρξε η αναμενόμενη "λογοτεχνική
αναγέννηση" και στη συνέχεια θα αναφέρουμε μερικούς σημαντικούς
συγγραφείς.
Η πρόβλεψη για μια νέα χρυσή λογοτεχνική εποχή ήταν λογική και βασιζόταν σε
παρελθοντολογικές αναλύσεις (ίσως γραμμικής ανάπτυξης), αλλά αγνόησε βαθύτερες δυναμικές,
δομικές και ψυχολογικές καταστάσεις. Οι λόγοι είναι πολλοί και πολύπλοκοι:
1.
Η Απώλεια
του "Εχθρού" και της νομιμοποίησης: Κατά τη σοβιετική εποχή, ο συγγραφέας είχε μια σαφή, ηρωική αποστολή:
να είναι η φωνή της αντίστασης, ο κριτής του καθεστώτος, ο φύλακας της
αλήθειας. Αυτό το αφήγημα έδινε τεράστιο ηθικό και δημιουργικό κύρος. Μετά το
1991, αυτός ο εχθρός εξαφανίστηκε. Ο συγγραφέας έχασε τη συγκεκριμένη κοινωνικό-πολιτική
του θέση και βρέθηκε να ανταγωνίζεται σε μια απρόσωπη "ελεύθερη
αγορά" ιδεών, χωρίς το προστατευτικό περιβάλλον του "απαγορευμένου".
2.
Η κατάρρευση δεν ήταν «άνοιξη» αλλά «σεισμός»: Η διάλυση της ΕΣΣΔ (1991) και των άλλων
σοσιαλιστικών κρατών δημιούργησε οικονομικό χάος, εθνικές συγκρούσεις,
πληθωρισμό και κρατικές δομές μαφιόζικων διασυνδέσεων. Η πτώση δεν «απελευθέρωσε» αλλά αποδόμησε τις υποδομές: κρατικοί εκδότες κλείνανε,
ιδιωτικοί δεν είχαν κεφάλαια ή προτιμούσαν άλλους κλάδους. Η μετάβαση
στην ελεύθερη αγορά ήταν καταστροφική για την πολιτιστική υποδομή. Τα κρατικά
εκδοτικά ιδρύματα κατέρρευσαν, οι τιμές του χαρτιού ανέβηκαν δραματικά και το
κοινό δεν είχε χρήματα να αγοράζει βιβλία. Οι συγγραφείς βρέθηκαν ξαφνικά χωρίς
εκδότες, χωρίς αγοραστική δύναμη και χωρίς το σύστημα προνομίων (σπίτι, μισθός)
που τους υποστήριζε πριν. Η πείνα και η αναγκαστική μετάβαση σε άλλες δουλειές
ήταν συχνά ο κανόνας. Η προτεραιότητα
ήταν η επιβίωση, όχι η τέχνη.
3.
Η
«γκλάσνοστ» είχε ήδη χαλαρώσει τη λογοκρισία: Η περεστρόικα είχε ήδη
ανοίξει τις πόρτες της ελεύθερης δημοσίευσης, ότι μπορούσε να δημοσιευτεί από
αυτά που απαγορευόντουσαν στο παρελθόν, ήδη είχε κυκλοφορήσει πριν την πτώση.
4.
Η Εισβολή
της μαζικής κουλτούρας: Στο
κενό που δημιούργησε η κατάρρευση του "υψηλού" πολιτισμού, εισέβαλαν
αμέσως οι δυτικές μορφές μαζικής ψυχαγωγίας (αστυνομικά μυθιστορήματα,
αισθηματικές νουβέλες, τηλεοπτικές σειρές). Το λογοτεχνικό βιβλίο έχασε την
προτεραιότητά του έναντι μιας νέας, γλαφυρής και εύκολης ψυχαγωγίας.
5.
Η ψυχολογική κρίση και η απώλεια ταυτότητας: Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ δεν ήταν απλώς πολιτική. Ήταν η κατάρρευση ενός
ολόκληρου σύμπαντος, ενός συστήματος αξιών, μιας κοινής ταυτότητας ("ο
Σοβιετικός Λαός"). Αυτό προκάλεσε ένα τεράστιο κενό, μια κρίση νοήματος
και μια βαθιά ψυχολογική αποπροσανατολισμό. "Πριν, ξέραμε τι απαγορευόταν.
Τώρα, τι επιτρέπεται;" (Λεβ Ρουμπινστάιν). Αυτή η αβεβαιότητα ήταν
καταστροφική για τη λογοτεχνική δημιουργία. Η νοσταλγία για τη σοβιετική εποχή
(όπως φαίνεται στην σύγχρονη επιρροή του Βλαντίμιρ Βισότσκι) έγινε ισχυρότερη
από το όραμα για ένα νέο και εν πολλοίς αβέβαιο μέλλον.
6.
Η απουσία νέων "Μεγάλων Αφηγημάτων": Η μετα-κομμουνιστική εποχή αποδείχθηκε πολύ πιο μπερδεμένη, διχασμένη
και αντιφατική από ότι φανταζόταν ο πιο ευφάνταστος πολιτικός. Δεν υπήρξε ένα
νέο, ελκυστικό αφήγημα "ελευθερίας – δημιουργικότητας - οράματος" που
θα μπορούσε να αντικαταστήσει άμεσα και αποτελεσματικά το παλιό. Αντίθετα,
επικράτησαν τα μικρά, ιδιωτικά, προσωπικά και τραυματικά αφηγήματα.
7.
Η αναβίωση
του εθνικισμού και η μη αποφυγή ένοπλων συγκρούσεων: Στη Γιουγκοσλαβία
είναι πιο γνωστό αλλά υπήρξαν και μεταξύ Αρμενίας-Αζερμπαϊτζάν, εντός της Ρωσίας
(Καύκασος), Ρωσίας-Γεωργίας, Ρωσίας-Ουκρανίας - πόλεμοι αντί για ποίηση. Η
λογοτεχνία μετατράπηκε σε μαρτυρία (testimonio) ή σε εθνικιστική προπαγάνδα των
νέων κρατών.
8. Μετανάστευση και διασπορά αντί για αναγέννηση: Οι συγγραφείς έφευγαν (από
τη περιφέρεια προς τη Μόσχα και από εκεί προς Βερολίνο, Παρίσι). Η λογοτεχνία μεταναστεύει, δεν «αναγεννάται» από
τις στάχτες της.
Η κατάρρευση (μετά το 1991), όπως είπαμε ήδη, δεν
γέννησε «άνοιξη» αλλά μια «χειμωνιάτικη ιστορία» - μια λογοτεχνία που μιλάει
για την αβεβαιότητα, την αστάθεια, τη μετάβαση, για τη μνήμη, για τον πόλεμο
και για τη φωνή που επιβιώνει μέσα στο κενό. Η λογοτεχνία των νέων κρατών δεν
είναι αναγέννηση - είναι μαρτυρία και αυτή η μαρτυρία ηχεί δυνατά σε κάθε
σελίδα των σύγχρονων συγγραφέων των νέων κρατών
Παρόλη την κρίση, προέκυψαν σημαντικές νέες φωνές που αντιμετώπισαν αυτή τη
νέα πραγματικότητα. Δεν υπήρξε ένας ενιαίος "κανόνας", αλλά μια
ποικιλία ατομικών ταλέντων, μεταξύ των οποίων είναι και οι εξής: Η Σβετλάνα Αλεξιέβιτς (Svetlana Alexievich) από
τη Λευκορωσία, οι Βίκτορ Πελέβιν (Victor Pelevin), Λιουντμίλα
Ουλίτσκαγια (Lyudmila Ulitskaya), Αλίσα Γκανίεβα (Alisa Ganieva) και Βλαντίμιρ
Σορόκιν (Vladimir Sorokin) από τη Ρωσία,
οι Αντρέι Κουρκόφ (Andrei Kurkov) και Οξάνα Ζαμπούζσκο (Oksana Zabuzhko) από την Ουκρανία. Τα
σημαντικότερα έργα τους θα παρουσιάσουμε με χρονολογική σειρά στη παρούσα
ετικέτα ¨Προτάσεις ανάγνωσης¨.
Συμπέρασμα: Αντί για μια "αναγέννηση ελευθερίας", η λογοτεχνία των χωρών της
πρώην ΕΣΣΔ χαρακτηρίστηκε από: Τραυματικό
Ρεαλισμό (Αλεξιέβιτς κ.α) - Μεταμοντέρνα
Σάτιρα και Αποδόμηση (Σορόκιν, Πελέβιν κ.α.) - Προσωπικά και Ανθρωπιστικά Αφηγήματα (Ουλίτσκαγια κ.α.)
Η αναγέννηση που προβλέφθηκε δεν ήταν λοιπόν χρυσή, αλλά ήταν βαθιά, πολύπλευρη , βασανιστική εμπειρία που αντιμετώπισε ένα σύμπλεγμα τραυμάτων μιας πολύπλοκης ιστορικής μετάβασης