 |
ChatGPT Image |
Η Τριλογία του
Ιδρύματος (Άιζακ Ασίμοφ, 1951-1953) Με επίκεντρο την επιστήμη που προβλέπει
το μέλλον, ο Ασίμοφ εξετάζει τον ντετερμινισμό, την ελεύθερη βούληση και τη
δύναμη της γνώσης και των θεσμών στην ιστορία των πολιτισμών. Συνοπτικά στα τέλη
της δεύτερης χιλιετίας, ο Γαλαξίας έχει γίνει ένα ενιαίο κράτος ενός
εκατομμυρίου πλανητών, το «Ιερό Γαλαξιακό Θεοκρατικό Κράτος». Ο μαθηματικός
Χάρι Σέλντον αναπτύσσει την «Ψυχοϊστορία», έναν συνδυασμό στατιστικής,
κοινωνιολογίας και μαθηματικών που προβλέπει την αναπότρεπτη κατάρρευση της
Αυτοκρατορίας μέσα σε 300 χρόνια και την επακόλουθη 30.000-χρόνη σκοτεινή
εποχή. Για να συρρικνώσει την αναμενόμενη διάρκεια του χάους σε μόλις 1.000
χρόνια, ιδρύει δύο «Ιδρύματα»: το πρώτο, στην άκρη του Γαλαξία, συγκεντρώνει
όλη τη γνώση του πολιτισμού· το δεύτερο, κρυφό, επιμελείται την «εξέλιξη» του
μέλλοντος μέσω μιας ελίτ τηλεπαθητικών ανθρώπων. Η τριλογία αρχίσει με «Το
Ίδρυμα» (1951), που περιγράφει την ίδρυση και τις πρώτες κρίσεις και την
επιβίωσή του χάρη στην τεχνολογία και τη διπλωματία – παράδειγμα ότι η ιστορία
δεν κινείται από ηρωισμό αλλά από στυγνή λογική και αδιάφορα μαθηματικά. Στο
δεύτερο μέρος της το «Ίδρυμα και την Αυτοκρατορία» (1952), η Αυτοκρατορία
εξακολουθεί να καταρρέει, αλλά εμφανίζεται ο «Μουλ», ένας υπεράνθρωπος με
τηλεπάθεια και πολεμική ιδιοφυΐα, που διαλύει τα σχέδια του Σέλντον. Η θεωρία της
Ψυχοϊστορίας αποδεικνύεται ατελής όταν το «άτομο» γίνεται μια απλή μεταβλητή. Στο
τέλος, «Το Δεύτερο Ίδρυμα» (1953), μια μυστική ομάδα «δεύτερων» επανακτά τον
έλεγχο, αποδεικνύοντας ότι η μακροπρόθεσμη ιστορία μπορεί να «διορθωθεί» μόνο
αν υπάρχει και μια τεχνικά μικρή μεν, αλλά ουσιαστική ανθρώπινη παρέμβαση.
Η λογοτεχνική
σπουδαιότητα του έργου εδράζεται στο ότι είναι η πρώτη «ιστορική» επιστημονική φαντασία, που δεν έχει διαστημικές
μάχες, αλλά διαλέξεις, οικονομικά παίγνια και κοινωνικές συγκρούσεις. Καθώς και
στην παρουσίαση της Ψυχοϊστορίας ως μεταφοράς:
Το βιβλίο προβλέπει την εποχή των
big-data και της κοινωνικής μηχανικής, χωρίς
να πέσει στην παγίδα του ντετερμινισμού, ο «Μουλ» υπενθυμίζει ότι το άτομο
μπορεί να ανατρέψει τα μαθηματικά. Επίσης η δομή των επεισοδίων, όπου κάθε κεφάλαιο είναι ένα ιστορικός
«σταθμός», η σύγκρουση, η συνθήκη, η μεταρρύθμιση λειτουργούν σαν παράλληλος
κύκλος της γνωστής ανθρώπινης ιστορίας. Το κύριο μήνυμα της τριλογίας είναι ότι
η ιστορία δεν είναι τυχαία, ούτε εξαρτάται από μεσσίες. Είναι ένα σύστημα
γραμμικών και μη γραμμικών εξισώσεων, όπου η ανθρώπινη ευφυΐα και η αλληλεγγύη
μπορούν να συντομεύσουν το χάος – αλλά μόνο αν αποδεχτούμε ότι η πρόβλεψη είναι
μόνο σχέδιο και όχι πεπρωμένο. Σημαντική διττή και καθοριστική σημασία έχει το
τρίτο βιβλίο του έργου. Εδώ εμφανίζεται η σωτήρια παρέμβαση του απρόβλεπτου
ατόμου». Ο Μουλ, ένας υπεράνθρωπος με γενετική και πολιτική υπεροχή, καταρρίπτει
την αρχική πρόβλεψη της Ψυχοϊστορίας ότι «η μάζα κινείται ανεξάρτητα από το
άτομο». Το Πρώτο Ίδρυμα, σχεδιασμένο για μακρο-στατιστικές διακυμάνσεις,
αδυνατεί να αντιμετωπίσει μια «μεταβλητή-Μ» που λειτουργεί εκτός καμπύλης. Το
Δεύτερο Ίδρυμα εξελίσσεται στον αόρατο ρυθμιστή που μπορεί να «διορθώσει» την
πορεία μέσω «ήπιων» επεμβάσεων: τηλεπάθεια, ψυχολογικός πόλεμος και επιλεκτική
διαφθορά. Είναι ο «βρόχος ανατροφοδότησης» της Ψυχοϊστορίας. Το «Δεύτερο Ίδρυμα»
είναι ο «φύλακας της μακροπρόθεσμης ουτοπίας». Χωρίς αυτό, ο κύκλος των 1.000 ετών θα
κατέρρεε σε χάος, με αυτό, διασφαλίζεται ότι η «επόμενη Αυτοκρατορία» δεν θα
είναι απλώς επανάληψη της προηγούμενης, αλλά ένα πολιτισμικό σύστημα
σχεδιασμένο να μην πέσει ποτέ ξανά. Είναι, ουσιαστικά, η αόρατη «συνείδηση» της
ιστορίας, το σημείο όπου το σχέδιο συναντά την ελευθερία. Η «επόμενη
Αυτοκρατορία» στο σύμπαν του Ιδρύματος είναι το πολιτισμικό-κυβερνητικό σχήμα
που η Ψυχοϊστορία του Χάρι Σέλντον προβλέπει ότι θα αναδυθεί ακριβώς μετά την
ολοκλήρωση των 1.000 ετών της «Δεύτερης Αυτοκρατορίας» που θεμελιώνεται με τη
βοήθεια των δύο Ιδρυμάτων. Πρόκειται για: μια δεύτερη, ανανεωμένη Γαλαξιακή
Αυτοκρατορία, πολύ πιο σταθερή και βιώσιμη από την πρώτη, που θα διαρκέσει
δεκάδες χιλιάδες χρόνια χωρίς να καταρρεύσει και θα βασίζεται σε επιστημονική
διακυβέρνηση, παγκόσμια συνεργασία και αποκεντρωμένη διοίκηση, έχοντας
ενσωματώσει τα μαθήματα της Ψυχοϊστορίας ώστε να αποφεύγει τους κύκλους βίας
και παρακμής που οδήγησαν στην κατάρρευση της αρχικής Αυτοκρατορίας. Με άλλα
λόγια, είναι το τελικό όραμα της ανθρώπινης πολιτικής οργάνωσης που ο Σέλντον
σχεδίασε να αναδυθεί μέσα από τον προσεκτικά κατευθυνόμενο χάος των 1.000 ετών
 |
Samuel_Beckett,_by Roger Pic |
Τριλογία (Σάμιουελ
Μπέκετ, 1951-1953) Θεωρείται από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά έργα του
μοντερνισμού του προηγούμενου αιώνα. Δημοσιεύτηκε το πρώτο στα γαλλικά το 1951
και ολοκληρώθηκε με το τρίτο το 1953. Δεν είναι απλώς τρία μυθιστορήματα, είναι
ένα ενιαίο σώμα που καταργεί τα όρια ανάμεσα σε εσωτερικό μονόλογο, το φιλοσοφικό
δοκίμιο και τη κωμωδία του παραλόγου. Αποτελούν τον πυρήνα του υπαρξισμού και
της γλωσσικής αποδόμησης του 20ού αιώνα. Στο
«Μολλόυ», αφηγητής-διώκτης που
είναι ταυτόχρονα και αφηγητής-διωκόμενος μπλέκονται σε έναν ατέρμονο κύκλο. Ο
Μολλόυ, παραλυμένος και περιπλανώμενος με ποδήλατο-καρότσα, μιλάει από ένα
κρεβάτι άγνωστης τοποθεσίας. Η γλώσσα διασπάται, ο χρόνος διαλύεται, το σώμα
γίνεται τύπος υλικής μνήμης. «Δεν ξέρω πού πάω, ούτε γιατί» λέει – και αυτή η
μη-γνώση είναι η μόνη βεβαιότητα. Στο
«Ο Μαλόν πεθαίνει», σε ένα δωμάτιο χωρίς
παράθυρα, ο Μαλόν καταγράφει την επιβράδυνση του σώματος και την επιτάχυνση της
γλώσσας. Το μυθιστόρημα γίνεται σχεδίασμα πάνω στον θάνατο ως διαδικασία,, όχι
ως στιγμή. Οι λέξεις σωριάζονται σαν στάχτες, οι αναμνήσεις διασπώνται σε
αποσπασματικές εικόνες, και ο αναγνώστης βιώνει την αποσύνθεση του υποκειμένου
σε πραγματικό χρόνο. Στο τελευταίο,
«Ο ακατονόμαστος», ο αφηγητής χωρίς όνομα,
χωρίς σώμα, χωρίς τόπο, ακούει τη φωνή του να μιλάει για τον εαυτό της. Εδώ η
γλώσσα φτάνει στο απόλυτο όριο: αποσπάσματα χωρίς ρήματα, προτάσεις που
τρώγονται από τη σιωπή τους. Το υποκείμενο γίνεται καθαρή συνείδηση που δεν
μπορεί πια να εγγυηθεί την ύπαρξή της. Η λογοτεχνική σπουδαιότητα της τριλογίας
μπορεί να τεκμηριωθεί από τη διήγηση που κάνει την πρώτη συστηματική αποδόμηση
της αφήγησης – τα ρήματα ξεθωριάζουν, οι χρόνοι συγχέονται, το «εγώ» διασπάται
σε πολλαπλές φωνές. Καθώς και από το συμβολισμό για το ανθρώπινο σώμα και το
κείμενο, η φθορά του ενός είναι η φθορά και του άλλου. Επίσης από τη φιλοσοφική
της διάσταση, που εκθέτει το κενό του υπαρξισμού χωρίς μεταφυσική παρηγοριά. Ο
άνθρωπος είναι μια διαδικασία που συνεχίζεται ακόμη και όταν τελειώσει ο κόσμος
ή το αντίστροφο; Οι επιρροές του συγγραφέα είναι από τον Τζόυς ως τον Σαρτρ,
αλλά και ο ίδιος είναι προάγγελος της μεταμοντέρνας λογοτεχνίας και της μετανθρώπινης
προσέγγισης. Το μήνυμα της τριλογίας
είναι ότι η ταυτότητα είναι φάντασμα μέσα σε ένα σώμα που διαλύεται, η γλώσσα
είναι το τελευταίο κάστρο που πέφτει. Η τριλογία δεν αφηγείται ιστορίες, καταγράφει
τη διαδικασία της αφήγησης που σβήνει – και μέσα από αυτήν, αφήνει να διαφανεί
μια σπαρακτική ομορφιά: ότι ακόμη και στο τέλος, κάτι συνεχίζει να ψιθυρίζει. Δεν
είναι ένα αφηρημένο παιχνίδι. Είναι μια ιατροδικαστική ακτινογραφία αυτού που
απομένει όταν όλα τα συνηθισμένα στηρίγματα - όνομα, έθνος, οικογένεια, σώμα,
ακόμη και γλώσσα - αφαιρεθούν. Τα τρία κείμενα εκτελούν ένα μόνο, καταστροφικό
πείραμα: τοποθετούν την ανθρώπινη συνείδηση μέσα σε ένα εργαστήριο όπου κάθε
στήριγμα αφαιρείται συστηματικά και στη συνέχεια παρατηρούν πώς αυτή η
συνείδηση συνεχίζει (ή αποτυγχάνει να συνεχίσει) να αυτοαποκαλείται «εγώ». Σε
κάθε τόμο το σώμα φθείρεται περαιτέρω - ποδήλατο, πατερίτσες, κρεβάτι, απουσία
- μέχρι που στον Ακατανόμαστο μειώνεται σε ένα αδιαφοροποίητο ψίθυρο. Ωστόσο,
το σώμα δεν εξαφανίζεται ποτέ. Γίνεται καθαρό εμπόδιο, ένα βάρος που σέρνει τη
σκέψη πίσω στην ύλη. Η ανθρώπινη ύπαρξη αποκαλύπτεται ως ένας άβολος γάμος νου
και υλικής υπόστασης, ούτε διαχωρίσιμος ούτε συμφιλιώσιμος. Αρνούμενος την
παρηγοριά (θρησκεία, πολιτική, ψυχολογία) ο Μπέκετ τοποθετεί τον αναγνώστη στην
ίδια γυμνή θέση με τους αφηγητές του. Αντιμέτωπος με το παράλογο, δεν μας
προσφέρει ηρωική εξέγερση (Καμύ) ή μεταφυσική υπέρβαση (Σαρτρ), μόνο την
ελάχιστη αξιοπρέπεια της αναγνώρισης του παράλογου και της επιμονής. Η ηθική
επιταγή περιορίζεται στο: συνεχίστε να αναπνέετε, συνεχίστε να μιλάτε,
συνεχίστε να ακούτε. Οικουμενικότητα μέσα και πέρα από τα άκρα. Οι αφαιρέσεις
στη τριλογία έχουν κυρίαρχο χαρακτήρα. Αφαιρώντας κάθε ενδεχόμενη περίσταση, ο
Μπέκετ εκθέτει την κεντρική δομή της ανθρώπινης εμπειρίας - τη συνείδηση που
αντιμετωπίζει τη δική της ενδεχομενικότητα. Το αποτέλεσμα είναι παράδοξα
καθολικό: οποιοσδήποτε, οπουδήποτε, απογυμνωμένος από τα συμφραζόμενα, μπορεί
να βρεθεί να ψιθυρίζει τις ίδιες σπασμένες προτάσεις. Με λίγα λόγια, ο Μπέκετ
δείχνει ότι η ανθρώπινη ύπαρξη είναι μια συνεχής πράξη αυτοαφήγησης που
εκτελείται πάνω σε μια άβυσσο. Η αξιοπρέπεια δεν έγκειται στην ιστορία που
λέμε, αλλά στο καθαρό πείσμα της αφήγησης της.