Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2025

Έργα που κυκλοφόρησαν στη δίνη του Β'ΠΠ (1940-1941)

Ιδιωτική συλλογή. Αθήνα
Η Δύναμη και η Δόξα (Γκράχαμ Γκριν – 1940) Ο τίτλος είναι δανεισμένος από τη δοξολογία. Το έργο καταδεικνύει τους τρόπους με τους οποίους η έντονη υιοθέτηση μιας συγκεκριμένης κοσμοθεωρίας μπορεί τελικά να εμποδίσει τους ανθρώπους να δουν τα πράγματα καθαρά. Ένα άλλο από τα περίπλοκα ηθικά μάτριξ του Γκριν, όπου οι διεφθαρμένοι χαρακτήρες μπορεί να είναι ακόμα ικανοί για καλοσύνη και οι ενάρετοι αναδεικνύουν δολοφονικά τις αρετές τους. Η κεντρική φιγούρα είναι ένας «ιερέας του ουίσκι», που διέφυγε στο Μεξικό τη δεκαετία του 1930, κατά τη διάρκεια των ετών που η Καθολική Εκκλησία καταστέλλονταν από τη μεξικανική κυβέρνηση. Ο ιερέας, που δεν κατονομάστηκε ποτέ, καταδιώκεται από έναν ανώνυμο υπολοχαγό της αστυνομίας, έναν αδίστακτο ιδεαλιστή που δεν θα διστάσει να πάρει ομήρους από κάθε χωριό όπου ο φυγάς ιερέας θα μπορούσε να σταματήσει και να τους πυροβολήσει αν δεν αναφερθεί η επίσκεψη του ιερέα. Ενοχοποιημένος, λαχταρώντας πάντα αλκοόλ - κάποια στιγμή κατεβάζει το κρασί της κοινωνίας - ο ιερέας καταφέρνει παρόλα αυτά να εκτελεί τα καθήκοντά του στο δρόμο και να κάνει μικρές πράξεις χάρης, ακόμη και αυτές που σφραγίζουν τη μοίρα του. Αυτά δεν αποδείχθηκαν αρκετά για το Βατικανό. Δεκατρία χρόνια μετά τη δημοσίευση αυτού του βιβλίου, η Εκκλησία το καταδίκασε και επέμεινε στον Γκριν να κάνει αλλαγές. Ως ειλικρινής καθολικός αλλά και επιδέξιος μάνατζερ, απάντησε ότι τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στους εκδότες του.

Η Έρημος των Ταρτάρων (Ντίνο Μπουτζάτι - 1940) Σε κλίμα καφκικό (όσο και καβαφικό) αφηγείται την ιστορία του νεαρού υπολοχαγού Τζοβάνι, ο οποίος περνάει τη ζωή του σε ένα οχυρό, όπου τοποθετείται στον πρώτο του διορισμό, περιμένοντάς µάταια την εισβολή ενός  εχθρού από τον βορρά. Με φόντο την απέραντη, ομοιόμορφη έρημο, αφηγείται την αναμονή της επίθεσης, που θα αποτελούσε για το νεαρό αξιωματικό ευκαιρία επαγγελματικής ανέλιξης. Μόνο που αυτή δεν έρχεται ποτέ για τριάντα ολόκληρα χρόνια. Το πέρασμα του χρόνου φέρνει και το ανυπέρβλητο κορυφαίο γεγονός: τον θάνατο. Και τον αντιμετωπίζει µμονάχος, χωρίς να περιμένει συμπαράσταση, βοήθεια ή κατανόηση από κανέναν, σ’ ένα αδιάφορο για τη μοίρα του περιβάλλον. Το έργο περιγράφει τη μοναξιά, την υπαρξιακή αγωνία, την άνιση μάχη ενάντια στο πέρασμα του χρόνου, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τον θάνατο, τη ζωή σ’ ένα στρατόπεδο που περιμένει την επίθεση των βαρβάρων  – που δεν έρχονται ποτέ.                    

Νίκος Εγγονόπουλος 1942
Για ποιον χτυπά η καμπάνα (Έρνεστ Χέμινγουεϊ – 1940) Οι χαρακτήρες του δεν είναι άφοβοι και άτρωτοι, όμως αγαπούν την ζωή και γι αυτό μάχονται γι αυτήν, παρ' ότι πολλές φορές αναρωτιούνται αν αξίζει τον κόπο. Γι αυτούς, δημοκρατία σημαίνει επιβίωση. Η πρόθεση του συγγραφέα ήταν να μεταδώσει την πίστη ότι κανένας δεν μπορεί να μένει αμέτοχος σε ότι συμβαίνει γύρω του. Είναι υπεύθυνος, γι αυτό και υποχρεωμένος να λάβει μέρος.«...Και γι' αυτό ποτέ μη στείλεις να μάθεις για ποιον χτυπά η καμπάνα. Χτυπά για σένα».  

Γέννημα θρέμμα (Ρίτσαρντ Ράϊτ – 1940) Θα ήταν εύκολο να γραφτεί ένα βιβλίο για έναν νεαρό και φτωχό μαύρο άνδρα που κατηγορήθηκε άδικα. Ο Ράϊτ έγραψε το δύσκολο. Το κύριο θέμα του Native Son είναι η φυλή. Ο Bigger νιώθει μόνος επειδή είναι ένας μαύρος άνδρας σε έναν κόσμο λευκών ανθρώπων που φαίνεται να υπαγορεύουν τις σκέψεις και τις συμπεριφορές του. Είναι θυμωμένος και αγανακτισμένος, συναισθήματα που κορυφώνονται με τη δολοφονία δύο γυναικών, μιας λευκής, που πιστεύει στην ισότητα, και μια φτωχής μαύρης που ήταν βέβαιη ότι ισότητα δεν υπάρχει... Στο Σικάγο της δεκαετίας του 1930, όλα αρχίζουν όταν ο Bigger Thomas έχει βρίσκει δουλειά ως σοφέρ και δολοφονεί το μοναδικό κορίτσι της πλούσιας οικογένειας που μόλις τον προσέλαβε. Αν και η δολοφονία είναι τυχαία, γίνεται ένα είδος αναδρομικής πράξης βούλησης. Οδηγεί τον Thomas σε μια έρευνα για τα δικά του τραύματα και ταπεινώσεις, στα χέρια μιας μερικές φορές κυριολεκτικά αιμοδιψής λευκής κοινωνίας. Υπάρχουν αποσπάσματα τυπικού κοινωνικού κηρύγματος σε αυτό το βιβλίο, αλλά ο Ράϊτ περιγράφει την κατάσταση του Thomas στα πιο άβολα μέρη της αμερικανικής φυλετικής αντιπαράθεσης. Εκεί ακριβώς έπρεπε να την πάει. Λόγω της ευρείας επιτυχίας του, το έργο  χρησίμευσε ως εργαλείο για να ξεκινήσουν συζητήσεις σχετικά με τον ρόλο που διαδραματίζει η κοινωνία και η κουλτούρα καταπίεσης στην εγκληματικότητα. Το μυθιστόρημα συχνά επικρίνεται από τους Αφροαμερικανούς για την έλλειψη θετικών προτύπων, καθώς ο πρωταγωνιστής, είναι ένας βαθιά ελαττωματικός χαρακτήρας.                         

Η Καρδιά Κυνηγάει Μονάχη (Κάρσον ΜακΚάλλερς – 1940) Όταν η συγγραφέας ήταν έφηβη, πήγε στη Νέα Υόρκη για να σπουδάσει πιάνο. Έχασε το πορτοφόλι με τα χρήματα των διδάκτρων της και δεν γράφτηκε στο πιάνο. Τέτοιες μικρές, αδιόρθωτες τραγωδίες όπως αυτή, βρίσκονται στη σιωπηλή, μοναχική καρδιά του μυθιστορήματος, Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα σε στιλ Νότου Γοτθικού ρυθμού για έναν κωφό άνδρα τον Τζον Σίνγκερ και τους ανθρώπους που συναντά σε μια πόλη με μύλους της δεκαετίας του 1930 στην πολιτεία Τζόρτζια των ΗΠΑ. Το μυθιστόρημα έγινε δεκτό θετικά τόσο ως ένα ρεαλιστικό σχόλιο για την κοινωνική σύγκρουση όσο και ως μια παραβολή για τον φασισμό. Το βιβλίο ξεκινά με έμφαση στη σχέση μεταξύ των φίλων Τζον Σίνγκερ και Σπύρου Αντωνόπουλου, οι οποίοι είναι και οι δύο κωφοί και ζουν μαζί για αρκετά χρόνια. Λόγω της ολοένα και συχνότερης κακής συμπεριφοράς του Σπύρου που προκαλείται από το αλκοόλ, τον στέλνουν σε ένα άσυλο φρενοβλαβών μακριά από την πόλη, παρά τις προσπάθειες του Σίνγκερ να παρέμβει. Μόνος πλέον, ο Σίνγκερ μετακομίζει σε ένα νέο δωμάτιο σε άλλο σπίτι. Το υπόλοιπο της αφήγησης επικεντρώνεται στους αγώνες τεσσάρων γνωστών του Σίνγκερ, οι οποίοι τον επισκέπτονται όλοι συχνά: ένα αγοροκόριτσο που αγαπά τη μουσική και ονειρεύεται να αγοράσει ένα πιάνο, ένας αλκοολικός εργάτης, ένας παρατηρητικός ιδιοκτήτης εστιατορίου και ένας ιδεαλιστής γιατρός. Παρά την έλλειψη λεκτικής απάντησης, καθένας από αυτούς τους ανθρώπους πιστεύει ότι ο Σίνγκερ έχει μια μοναδική κατανόηση των δυσκολιών τους. Ο Σίνγκερ νοσταλγεί τον Σπύρο και τον επισκέπτεται στο άσυλο, αλλά αυτός φαίνεται να μην ανταποκρίνεται στις προσπάθειες επικοινωνίας του Σίνγκερ. Στην τρίτη του επίσκεψη, ο Σίνγκερ μαθαίνει από το προσωπικό ότι ο Σπύρος πέθανε. Ο Σίνγκερ αυτοκτονεί επιστρέφοντας σπίτι. Οι χαρακτήρες της McCullers πλησιάζουν ο ένας τον άλλον για συμπάθεια και κατανόηση, αλλά δεν μπορούν όλοι να ολοκληρώσουν την επικοινωνία τους και τη σύνδεση τους και οι απομονωμένες σκέψεις τους σχηματίζουν μια χορωδία εκπληκτικής, υπερβατικής βαρύτητας, μουσική που μόνο ο αναγνώστης μπορεί να ακούσει.

Λευκά χρονικά (Γκεντούν Τσόπελ – 1940). Είναι ανολοκλήρωτη ιστορία του πρώιμου Θιβέτ (7ος-9ος αι.) γραμμένη στα Θιβετιανά, που συνθέτει γραπτές πηγές, προφορικά τραγούδια βασιλέων και δικά του ποιήματα, δημιουργώντας ένα ιστορικό-ποιητικό μωσαϊκό. Τα κύρια θέματα του είναι: η πρώιμη ιστορία του Θιβέτ ως ποίηση και όχι μόνο χρονολόγιο, η κριτική της παραδοσιακής κοσμολογίας και η παγκοσμιοποιημένη ματιά, που συνδυάζει σανσκριτικά, κινέζικα χειρόγραφα και προσωπικά ταξίδια στην Ινδία και τη Σρι Λάνκα. Είναι το πρώτο Θιβετιανό κείμενο που ιστοριογραφεί ως ποίηση με ρυθμική και λυρική  γλώσσα, πρότυπο κοσμοπολίτικου δοκιμίου, που συνδυάζει ιστορία, φιλοσοφία, ταξίδια, ερωτισμό. Το κείμενο διαβάζεται ως μανιφέστο ελευθερίας, ως ποίημα ιστορίας και ιστορία ποίησης – ένας Θιβετιανός Δον Κιχώτης που τριγυρνά και περιγράφει τον κόσμο για να τον ξυπνήσει. Ο νεαρός μοναχός Dorje γίνεται το νήμα που ενώνει τις φωνές των Σιχ, των Μουσουλμάνων, των Ινδουιστών, των Χριστιανών, των Τζαϊνιστών, των Πάρσων, των Κινέζων και των φυλών σε ένα ποικιλόχρωμο ανθρώπινο ύφασμα - απόδειξη ότι η ποικιλομορφία είναι μια ζωντανή, αναπνέουσα αγορά ιδεών που μεταφέρεται παντού. Ο Dorje γράφει στον δάσκαλό του: «Ο ουρανός δεν είναι πια μπλε, είναι όλων των χρωμάτων». Πρόκειται για το πρώτο θιβετιανό έργο που γράφεται σε ευρωπαϊκή μυθιστορηματική φόρμα ενώ διατηρεί τη ρυθμική παλίρροια των θιβετιανών γκουρ. Ο Gendun Chophel, λάμα και ιστορικός, εισάγει πειραματικές τεχνικές: εσωτερικό μονόλογο, πολυφωνία, αλλά και διαλογική δομή που θυμίζει βουδιστική συζήτηση. Το βιβλίο αποτελεί «διανοητικό πέρασμα» από το κλειστό θεοκρατικό Θιβέτ στον κόσμο της αποαποικιοποίησης. Για πρώτη φορά ο ήρωας δεν επιστρέφει στο μοναστήρι, η απώλεια είναι συνειδητή πράξη ελευθερίας. Διαβάστηκε κρυφά στην Λάσα και αργότερα στην εξορία, λειτουργώντας ως προάγγελος της σύγχρονης θιβετιανής λογοτεχνίας. Στην Ελλάδα δεν έχει κυκλοφορήσει ολόκληρο, αποσπάσματα του όμως βρίσκονται «Στο Δάσος της Ξεθωριασμένης Σοφίας» (In the Forest of Faded Wisdom, 2009), εκδόσεις Κέδρος και μερικά ποιήματα στο «Τιβετιανή Τέχνη του Έρωτα» (Tibetan Arts of Love, 1992), εκδόσεις Κέδρος.

Ο Άνθρωπος που Αγαπούσε τα Παιδιά (Κριστίνα Στεντ – 1940) Το μυθιστόρημα αφηγείται την ιστορία μιας εξαιρετικά δυσλειτουργικής οικογένειας. Ο αφελής εγωισμός του πατέρα Σαμ Πόλιτ κατακλύζει την οικογένειά του, ειδικά τη σύζυγό του Χένι και τη μεγαλύτερη κόρη του Λούι. Η οικογένεια δεν είναι πλούσια, μια κατάσταση που επιδεινώνεται από τον ιδεαλισμό του Σαμ, τα συσσωρευμένα χρέη της Χένι και το τρομερό ρήγμα μεταξύ του ζευγαριού. Ο Σαμ Πόλλιτ είναι ένα εξουθενωτικό τέρας συζύγου, κάθε άλλο παρά τολμηρός, μερικές φορές σκληρό, αλλά πάντα με σεβασμό στον εαυτό του. Η σύζυγός του, η Χένι, με την οποία σχεδόν δεν μιλάει, νευρωτική, το είδος της μητέρας που κλέβει από τους κουμπαράδες των παιδιών της, εκτρέπεται με έναν μισογύνη φίλο. Τα έξι

Φωτο: Ανήσυχη πένα
  παιδιά τους, είναι τρομοκρατημένοι μάρτυρες της κατάρρευσης των γονιών τους και οι αβοήθητοι αποδέκτες της τοξικής τους προσοχής. Η Stead περιγράφει λεπτομερώς τις συζυγικές μάχες των γονέων και τις διάφορες αφηγήσεις για τις σχέσεις και τις συμμαχίες της οικογένειας. Ο χαρακτήρας Σαμ βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στον πατέρα της Στεντ. Το έργο διαδραματίζεται αρχικά στο Σίδνεϋ, αλλά το σκηνικό τροποποιήθηκε για να ταιριάζει στο αμερικανικό κοινό, στην Ουάσιγκτον, κάπως μη πειστικά λόγω γλωσσικών αποχρώσεων. Αδίστακτη και διεισδυτική, η Στεντ αποκαλύπτει, μεταξύ άλλων, τον κίνδυνο του ανεξέλεγκτου συναισθηματισμού στις σχέσεις και στην πολιτική σκέψη. Η συγγραφέας, μια Αυστραλή με υπέροχο στιλ, τόσο αδιάφορη όσο και στιβαρή, είναι ατρόμητη στην απεικόνιση της οικογένειας Πόλλιτ και πιο συμπονετική στις κρίσεις της από ό,τι θα μπορούσαμε να είμαστε εσείς ή εγώ. Όταν ξέρετε πόσο πολύ αυτό το μυθιστόρημα βασίστηκε στη δική της παιδική ηλικία, αυτή η συμπόνια φαίνεται ακόμα πιο αξιοσημείωτη.                                                               

Παράξενο (Ορχάν Βελί Κανίκ – 1941) Πρωτοποριακή ποιητική συλλογή που έθεσε τα θεμέλια για το κίνημα Garip. Δημιούργησε ένα νέο στυλ που απέρριπτε τη διακόσμηση και τους παραδοσιακούς κανόνες. Έδωσε έμφαση στην απλή γλώσσα, στην καθομιλουμένη και στην εστίαση στην καθημερινή ζωή και όχι σε εξιδανικευμένα θέματα. Αγγίζει τους παραλογισμούς της ζωής, τον αγώνα του ατόμου σε έναν αδιάφορο κόσμο και τις προκλήσεις της κοινωνίας που αλλάζει. Απορρίπτει τα μεγαλεπήβολα ιδανικά της αγάπης, του πατριωτισμού και του ηρωισμού, εστιάζοντας αντ' αυτού σε προσωπικές, μερικές φορές ειρωνικές εμπειρίες.                                                                                                               

Ανθρώπινα Τοπία (Ναζίμ Χικμέτ – 1941) Ένα μεγάλο, πολύφωνο ποίημα με 16.000 στίχους, που σκιαγραφεί μια λεπτομερή, πανοραμική εικόνα της κοινωνίας. Καλύπτει σημαντικά ιστορικά γεγονότα στην Τουρκία κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Επικρίνει την ανισότητα, τη φτώχεια και την έλλειψη κοινωνικής δικαιοσύνης που αντιμετώπισαν πολλοί άνθρωποι, ειδικά οι φτωχοί της υπαίθρου και τα εργατικά στρώματα. Η οπτική του περιπλανιέται από άνθρωπο σε άνθρωπο στην τότε Ανατολία. Eίναι ένας βαθύς προβληματισμός για την ανθρώπινη ζωή, τον πόνο και την αναζήτηση της ελευθερίας. Ο ποιητής επικεντρώνεται στην εγγενή αξιοπρέπεια κάθε ατόμου, ανεξάρτητα από την κοινωνική του θέση ή το υπόβαθρό του. Αυτό το έργο είναι μοναδικό για τη χρήση ελεύθερου στίχου και την έλλειψη σαφούς αφηγηματικής δομής. Το έργο θεωρείται ένα από τα θεμελιώδη έργα της τουρκικής λογοτεχνίας και το magnum opus του Χικμέτ. Αποτελείται από πέντε μέρη, με το τελευταίο όμως ημιτελές.                                                    

Ο Κολοσσός του Μαρουσίου (Χένρι Μίλλερ – 1941)  Ο συγγραφέας ήρθε στην Ελλάδα το 1939, φιλοξενούμενος του Άγγλου συγγραφέα Λόρενς Ντάρελ, που ζούσε στην Κέρκυρα.  Επισκέφτηκε την Αθήνα, την Πελοπόννησο αλλά και αρκετά από τα νησιά της Ελλάδας και γνωρίστηκε με τον Γιώργο Σεφέρη και τον Γιώργο Κατσίμπαλη, από τον οποίο είναι εμπνευσμένος και ο τίτλος. «Η ελληνική γη ανοίγει μπροστά μου σαν το Βιβλίο της Αποκάλυψης. Ποτέ δεν ήξερα ότι η γη εμπεριέχει τόσα πολλά· περπατούσα με παρωπίδες, με διστακτικά, αβέβαια βήματα· ήμουν περήφανος και αλαζονικός, ευχαριστημένος που ζούσα τη λάθος, περιορισμένη ζωή της πόλης. Το φως της Ελλάδας μου άνοιξε τα μάτια, διαπέρασε τους πόρους μου, διεύρυνε ολόκληρη την ύπαρξή μου. Γύρισα πίσω στον κόσμο, έχοντας βρει το πραγματικό κέντρο και το πραγματικό νόημα της επανάστασης. Καμιά πολεμική σύγκρουση ανάμεσα στα έθνη της γης δεν μπορεί να διαταράξει αυτή την ισορροπία. Μπορεί η ίδια η Ελλάδα να περιπλακεί, όπως περιπλεκόμαστε εμείς τώρα, αλλά αρνούμαι κατηγορηματικά να είμαι οτιδήποτε λιγότερο από πολίτης του κόσμου το οποίο σιωπηλά διακήρυξα ότι είμαι όταν στάθηκα στον τάφο του Αγαμέμνονα. Από τότε και μετά η ζωή μου αφιερώθηκε στην αποκατάσταση της θεϊκότητας του ανθρώπου. Ειρήνη σε όλους τους ανθρώπους, εύχομαι, και μια πιο άφθονη ζωή!»

Σκακιστική νουβέλα (Στέφαν Τσβάιχ - 1941) Κυκλοφόρησε μετά το θάνατο του συγγραφέα το 1942. Αφηγείται την εμπειρία ενός άνδρα, του Δρ. Β., ο οποίος είναι φυλακισμένος από τους Ναζί και αναγκάζεται να παλέψει με τη μοναξιά και την ψυχική απομόνωση. Η μοναδική του διαφυγή είναι το σκάκι, το οποίο χρησιμοποιεί για να επιβιώσει πνευματικά. Όταν αναμετράται με έναν μυστηριώδη αντίπαλο, το σκάκι γίνεται μια συμβολική αναμέτρηση με την ανθρώπινη ψυχή, το βασανιστήριο και τη μοναξιά. Το έργο ασχολείται με θέματα όπως η ψυχική αντοχή, η αναγκαιότητα της ελευθερίας και η ατομική πάλη απέναντι στην εξουσία.

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2025

Χελιδονάκι (Δ.Βασιλείου)

By unknown

Μέσα μου έχτισες φωλιά

χελιδονάκι του Μαρτιού,

που φεύγεις τον Σεπτέμβρη.

Μα ’γω δεν έβγαλα μιλιά

και ένα δάκρυ του ματιού

έστειλα για να σ’ εύρη.


Το δάκρυ, είπε, πως σε βρήκε

κι’ ήσουν χαρούμενο πολύ

μέσα στου έρωτα τ’ αλώνι.

Ευχή μου ήτανε και βγήκε:

να ’ναι για σε Ανατολή

ότι εμένα με στοιχειώνει.

Αθήνα 31/8/2025

Κυριακή 31 Αυγούστου 2025

Λίγο πριν τον Β'ΠΠ: απο τον Καζαντζάκη, στον Φλαν Ο΄Μπραϊεν και στο Μαλρώ (1937-1938)

 Η κυρίαρχη καθεστωτικά τέχνη απαιτεί πόρους, που με τη σειρά τους προϋποθέτουν τουλάχιστον συναίνεση προθέσεων από την οικονομική, κοινωνική (και σε κάποιες χώρες και από την πολιτική) ελίτ. Αυτό, που οι προηγούμενες ελίτ αρκετές φορές χαρακτήρισαν ως «κακή» ή απαγορευμένη  λογοτεχνία είναι τις περισσότερες φορές η πραγματική λογοτεχνία που παρουσιάζει τις αλήθειες που δεν θέλουν να φαίνονται. Οι ήρωές της, που έχουν μείνει αθάνατοι στη παγκόσμια συνείδηση είναι οι ασυμβίβαστοι, αυτοκαταστροφικοί, πολύ λιγότερο «ηθικοί», θρησκόληπτοι και «πολιτικά ορθοί» από ότι οι ήρωες της «αποδεκτής» λογοτεχνίας.

Luciano Castelli. 1994
Η ελπίδα (Αντρέ Μαλρώ – 1937) Μυθιστόρημα εμπνευσμένο από εμπειρία του στον Ισπανικό Εμφύλιο, όπου συμμετείχε ενεργά στο πλευρό των Δημοκρατικών. Το έργο αποτελεί μια λογοτεχνική σύνθεση που αποτυπώνει τη σύγκρουση ανάμεσα στις δυνάμεις της ελευθερίας και του φασισμού, ενώ ταυτόχρονα εξερευνά την ηθική και ψυχολογική διάσταση της επαναστατικής δράσης. Η υπόθεση του μυθιστορήματος εκτυλίσσεται κυρίως στα πρώτα στάδια του εμφυλίου το 1936. Πρωταγωνιστές είναι μαχητές της Δημοκρατίας, άνθρωποι απλοί ή διανοούμενοι, Ισπανοί και ξένοι εθελοντές, που παλεύουν με θάρρος και απελπισία ενάντια στον στρατό του Φράνκο. Ανάμεσά τους διακρίνονται μορφές και χαρακτήρες που συμβολίζουν την πίστη, την αμφιβολία και το δράμα της ατομικής συνείδησης μέσα στη δίνη της Ιστορίας. Η γραφή είναι φορτισμένη από φιλοσοφικούς στοχασμούς για τη μοίρα του ανθρώπου, την αξία της θυσίας και το τίμημα της ελευθερίας. Παράλληλα, το μυθιστόρημα διαθέτει έντονο ρεαλισμό στις περιγραφές της μάχης και της καταστροφής, αποδίδοντας τη φρίκη του πολέμου αλλά και τη δύναμη της συλλογικής ελπίδας. Ο τίτλος δεν είναι τυχαίος: παρά τη βία, τον θάνατο και τις ήττες, ο Μαλρώ υμνεί την πίστη σε έναν κόσμο δικαιότερο, αν και γνωρίζει την τραγικότητα αυτής της πίστης. Το έργο συνδέεται άμεσα με τη μαρτυρία του συγγραφέα ως ανθρώπου που έζησε την Ιστορία και την κατέγραψε όχι απλώς ως θεατής αλλά ως μαχόμενος δημιουργός της.                     

Τα μάτια τους κοιτούσαν το Θεό (Ζόρα Νιλ Χάρστον – 1937) Θεωρείται κλασικό της Αναγέννησης του Χάρλεμ και το πιο γνωστό έργο της Χάρστον. Το μυθιστόρημα της εξερευνά τη ζωή της Janie «ωριμάζοντας από ένα ζωντανό, αλλά άφωνο, έφηβο κορίτσι σε μια γυναίκα με το δάχτυλό της στη σκανδάλη του πεπρωμένου της». Στην αρχή της ιστορίας, περιγράφεται ως αφελής, όμορφη και ενεργητική. Ωστόσο, καθώς η ιστορία εξελίσσεται, η Janie βρίσκεται συνεχώς υπό την επιρροή και την πίεση των κανόνων φύλου στις ρομαντικές της σχέσεις. Καθώς καθοδηγείται από τους άνδρες σε κάθε σχέση της, χάνει τελικά την αυτοπεποίθησή της και την εικόνα του εαυτού της, συμμορφούμενη με τους ρόλους που αυτοί θέλουν να καλύψει.            

Άνθρωποι και ποντίκια (Τζον Στάινμπεκ – 1937) Μεγάλη νουβέλα που περιγράφει τις εμπειρίες του George και της Lennie, δύο μεταναστών εργατών σε ράντσο, καθώς μετακινούνται από μέρος σε μέρος στην Καλιφόρνια, αναζητώντας δουλειά κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης. Ο Στάινμπεκ βάσισε τη νουβέλα στις δικές του εμπειρίες ως έφηβος που εργαζόταν δίπλα σε μετανάστες εργάτες αγροκτημάτων τη δεκαετία του 1910. Έχει γίνει συχνός στόχος λογοκρισίας και απαγορεύσεων για χυδαιότητα και προσβλητική και ρατσιστική γλώσσα.

Χόμπιτ (Τζ.Ρ.Ρ. Τόλκιν - 1937) Μυθιστόρημα φαντασίας που ενώ μπορεί και να σταθεί αυτόνομα συχνά προωθείται ως το προοίμιο του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, του ίδιου συγγραφέα.  Η ιστορία λέγεται με τη μορφή μιας πικαρέσκου ή επεισοδιακής αναζήτησης. Ο Μπίλμπο αποκτά ένα νέο επίπεδο ωριμότητας, ικανότητας και σοφίας αποδεχόμενος τις ανυπόληπτες, ρομαντικές, φειδωλές και περιπετειώδεις πλευρές της φύσης του και εφαρμόζοντας την εξυπνάδα και την κοινή λογική του. Η ιστορία φτάνει στο αποκορύφωμά της στη Μάχη των Πέντε Στρατών, όπου πολλοί από τους χαρακτήρες και τα πλάσματα από τα προηγούμενα κεφάλαια επανεμφανίζονται για να εμπλακούν σε σύγκρουση. Η προσωπική ανάπτυξη και οι μορφές ηρωισμού είναι κεντρικά θέματα της ιστορίας, μαζί με μοτίβα πολέμου. Αυτά τα θέματα οδήγησαν τους κριτικούς να δουν τις εμπειρίες του Τόλκιν κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ως καθοριστικής σημασίας για τη διαμόρφωση της ιστορίας. Οι επιστημονικές γνώσεις του συγγραφέα για τη γερμανική φιλολογία και το ενδιαφέρον για τη μυθολογία και τα παραμύθια συχνά σημειώνονται ως επιρροές. 

Ivan Aivazovsky, ιδιωτική συλλογή, Αθήνα
Πέρα από την Αφρική (Κάρεν Μπλίξεν – 1937)   Η συγγραφέας άρχισε να το γράφει το 1913, όταν πήγε με τον άντρα της στην Κένυα για ν' αναλάβουν μια φυτεία καφέ και το τέλειωσε μετά την αποτυχία της επιχείρησης και την επιστροφή της στη Δανία. Αναμειγνύει τις προσωπικές της εμπειρίες με την ιστορία της αποικιακής Αφρικής και τη σχέση της με τους ντόπιους. Η γραφή της είναι ποιητική και αναστοχαστική, με το έργο να αγγίζει θέματα αποικιοκρατίας, αγάπης και εσωτερικής αναζήτησης. Πνεύμα αντισυμβατικό και ελεύθερο, η συγγραφέας διαπερνά με τη γραφή της τις καθεστηκυίες αντιλήψεις της αποικιοκρατίας και του ρατσισμού και μας δίνει ένα πολύχρωμο και πραγματικό πορτραίτο της Βρετανικής Ανατολικής Αφρικής.                           

Rickshaw Boy (Λάο Σε - 1937). Ο Σιάνγκ Τζι, χωρικός από τη βόρεια Κίνα, έρχεται στο Πεκίνο ονειρευόμενος να αγοράσει το δικό του ρίκσα. Με υπεράνθρωπες οικονομίες το καταφέρνει, αλλά τρεις φορές το χάνει: πρώτα από τον πόλεμο των στρατοκρατών, μετά από μια απάτη του αφεντικού-δανειστή, τέλος από την αρρώστια της συζύγου του. Καταλήγει να γίνει «χαμένος άνθρωπος» που πίνει και προδίδει συναδέλφους του. Ο Λάο Σε μετατρέπει το ρίκσα σε σύμβολο του κινέζικου ονείρου που γίνεται εφιάλτης. Χρησιμοποιεί πεκινουά ιδιώματα, λαϊκές παροιμίες και μια κωμικοτραγική γλώσσα που αποδίδει τη ζωντανή πολυφωνία της πόλης. Η αποτυχία του Σιάνγκ Τζι δεν είναι ατομική, αλλά συνέπεια ενός συστήματος που συνθλίβει τον αυτοδημιούργητο άνθρωπο. Εκδόθηκε λίγο πριν την ιαπωνική εισβολή και διαβάστηκε ως προφητεία για την πτώση της «Νέας Κίνας». Σήμερα θεωρείται το πιο ολοκληρωμένο δείγμα κοινωνικού ρεαλισμού του Παλιού Πεκίνου.                                       

Η Ναυτία - (Ζαν-Πωλ Σαρτρ         1938) Tο πρώτο μυθιστόρημα και λογοτεχνική επιτυχία του συγγραφέα. Είναι γραμμένο με τη μορφή ημερολογίου και αφηγείται τα επαναλαμβανόμενα συναισθήματα αποστροφής που βιώνει ο πρωταγωνιστής Αντουάν, ιστορικός, καθώς συνειδητοποιεί την κοινοτοπία και το αυθαίρετο της ύπαρξης.  Σιγά σιγά, παρατηρεί ότι η σχέση του με τα συνηθισμένα αντικείμενα έχει αλλάξει και αναρωτιέται πώς. Όλα του φαίνονται δυσάρεστα και πολλές φορές τον κυριεύει μια οντολογική δυσφορία: η ναυτία, κατά την οποία δεν μπορεί πλέον να δει ή να νιώσει τον εαυτό του χωρίς να βιώσει βαθιά αποστροφή.  Καθώς οι κρίσεις ναυτίας εμφανίζονται πιο συχνά, δεν αντέχει πλέον την αστική τάξη της πόλης του,  ούτε τον μαρκήσιο του οποίου ετοιμάζει τη βιογραφία, «γιατί η ιστορία μιλάει για ό,τι υπήρξε [και] ποτέ ένα υπάρχον δεν μπορεί να αιτιολογήσει την ύπαρξη ενός άλλου υπάρχοντος». Μαθαίνει ότι η πρώην σύντροφός του, Άννυ, με την οποία μοιράζονταν τις εντυπώσεις του, φεύγει για το Λονδίνο, έτσι βρίσκεται πραγματικά μόνος και δεν υπάρχει πια για τίποτα και για κανέναν. Μόνο η φαντασία θα καταφέρει ίσως να τον λυτρώσει από τη ναυτία και αποφασίζει να γράψει ένα μυθιστόρημα που θα τον κάνει να αποδεχθεί την ύπαρξη και να υπερβεί την πραγματικότητα. Το έργο είναι θεμέλιο κείμενο του υπαρξισμού που στοχάζεται το νόημα και το βάρος της ελευθερίας.                                                                                   

At Swim-Two-Birds  (Φλαν Ο’Μπράϊεν – 1938)   Ένα από τα πιο εκλεπτυσμένα παραδείγματα μεταμυθοπλασίας. Ο τίτλος του μυθιστορήματος προέρχεται από το "Τα στενά νερά των δύο πουλιών", ένα αρχαίο πέρασμα στον ποταμό Shannon, το οποίο φέρεται να επισκέφθηκε ο θρυλικός βασιλιάς Sweeney, ένας χαρακτήρας του μυθιστορήματος. Ο συγγραφέας Ιρλανδός Brian O'Nolan - θα ήταν απογοητευμένος αν κάποιος μπορούσε να βρει μια συνεκτική περίληψη αυτού του λαμπρού, εμποτισμένου με μπύρα μικροσκοπικού αριστουργήματος. Ένα από τα καλύτερα κρυμμένα μυστικά της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα, το έργο είναι φαινομενικά ένα μυθιστόρημα για έναν τεμπέλη, φτωχό φοιτητή που γράφει ένα μυθιστόρημα («Μία αρχή και ένα τέλος για ένα βιβλίο είναι κάτι με το οποίο δεν συμφωνώ», πιστεύει), αλλά οι χαρακτήρες του δεν ταιριάζουν με τους ντόπιους τύπους. Είναι σαν ο Οδυσσέας (του Τζ. Τζόυς) να παίζεται με κωμικό τρόπο και σε πιο ανθρώπινη κλίμακα. «Είναι ένα βιβλίο ανάμεσα σε χίλια... αντάξιο των Τρίστραμ Σάντι και Οδυσσέα.» (Γκράχαμ Γκριν – 1939). Οι κριτικές μετά την έκδοση του βιβλίου ήταν ως επί το πλείστον αρνητικές. Το περιεχόμενο επικρίθηκε ως μια σχολική εκδοχή ήπιας χυδαιότητας, ενώ τα μεγάλα αποσπάσματα που μιμούνται την παρωδία του Τζόυς του πρώιμου ιρλανδικού έπους, ως καταστροφικά βαρετά. Ο Τζέιμς Τζόυς όμως επαίνεσε το βιβλίο. Αποκάλεσε τον Ο’Μπράϊεν πραγματικό συγγραφέα και επιβεβαίωσε ότι είχε γνήσιο κωμικό πνεύμα. Το 1939 ο  Μπόρχες επαίνεσε την πολυπλοκότητα του βιβλίου, το οποίο συνέκρινε με λαβύρινθο. Ο Κιθ Χόπερ χαρακτήρισε το βιβλίο ως Μενίππεια σάτιρα. έχει μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, όπως γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, ολλανδικά, πολωνικά, ουγγρικά, σουηδικά, ρουμανικά και βουλγαρικά.                                                                                                              

N.Lytras National Gallery - Athens
Ρεβέκκα (Δάφνη Ντι Μωριέ – 1938) Μια ορφανή νεαρή συνεσταλμένη γυναίκα παντρεύεται ένα πλούσιο χήρο, προτού ανακαλύψει ότι τόσο ο ίδιος όσο και το σπίτι του στοιχειώνονται από τη μνήμη της εκλιπούσας πρώτης του συζύγου. Ορισμένοι σχολιαστές έχουν σημειώσει παραλληλισμούς με την Τζέιν Έιρ. Ένα άλλο από τα έργα της du Maurier, το Jamaica Inn, συνδέεται επίσης με ένα από τα έργα των αδελφών Brontë, το «Ανεμοδαρμένα ύψη» της Έμιλι. Ενώ η du Maurier «κατηγοριοποίησε τη Rebecca ως μελέτη για τη ζήλια ... παραδέχτηκε σε λίγους την έμπνευσή της από την ίδια της τη ζωή». Ο σύζυγός της είχε αρραβωνιαστεί στο παρελθόν την Jan Ricardo, μια λαμπερή μελαχρινή φιγούρα. Η συγγραφέας προφανώς υποψιαζόταν ότι ο σύζυγος ήταν κολλημένος στην Ρικάρντο. «Οι σπόροι άρχισαν να πέφτουν. Ένα όμορφο σπίτι ... μια πρώτη σύζυγος ... ζήλια, ένα ναυάγιο, ίσως στη θάλασσα, κοντά στο σπίτι ... Αλλά κάτι τρομερό θα έπρεπε να συμβεί, δεν ήξερα τι...» Στις προκαταρκτικές σημειώσεις της γράφει: «Θέλω να οικοδομήσω τον χαρακτήρα της πρώτης [συζύγου] στο μυαλό της δεύτερης...μέχρι η 2η γυναίκα να στοιχειώνεται μέρα και νύχτα...μια τραγωδία πλησιάζει πολύ κοντά και η σύγκρουση! κάτι συμβαίνει».

Kanthapura (Raja Rao - 1938). Στο μικρό χωριό Κανταπούρα της νότιας Ινδίας, ο γέροντας ιερέας Ναραγιάνα διηγείται πώς η γαλήνη του τόπου διαταράχτηκε από την άφιξη του Γκάντι. Η νεαρή Μούτια οργανώνει μποϊκοτάζ των βρετανικών εμπορευμάτων, οι γυναίκες περνούν από σπίτι σε σπίτι μιλώντας για αυτοδιάθεση, ενώ τα τύμπανα του ναού μετατρέπονται σε σήματα αντίστασης. Όταν οι Βρετανοί συλλαμβάνουν τους ηγέτες, το χωριό καίγεται, αλλά οι επιζήσαντες ξεκινούν πεζοί για το Μπόμπιλι προκειμένου να συνεχίσουν τον αγώνα. Ο Raja Rao γράφει σε αγγλικά με ρυθμό προφορικής παράδοσης· οι περίοδοι είναι μακροσκελείς, οι επαναλήψεις μαντραδες, η γλώσσα διασταυρώνεται με σανσκριτικές λέξεις. Έτσι δημιουργείται ένα «εθνικό» αγγλικό ιδίωμα που αντιστέκεται στην αποικιοκρατική γλώσσα. Το Kanthapura είναι το πρώτο μυθιστόρημα που ενσωματώνει τη φιλοσοφία του Γκάντι σε λογοτεχνική φόρμα: αχίμσα, αυτοθυσία, γυναικεία συμμετοχή. Εκδόθηκε το 1938, την ώρα που το κίνημα Quit India φούντωνε, και λειτούργησε ως «εγχειρίδιο» για τους αγωνιστές της υπαίθρου. Σήμερα θεωρείται κλασικό κείμενο της μετα-αποικιοκρατικής λογοτεχνίας και παράδειγμα «γλωσσικής αποαποικιοποίησης».

Μέρφι (Σάμιουελ Μπέκετ - 1938) Ο άνεργος Ιρλανδός μετανάστης Μέρφι που ζει στο Λονδίνο και η τραγική-γκροτέσκα ιστορία της προσπάθειάς του να αποδράσει από την πραγματικότητα. «Η Σίλια ξόδευε κάθε δεκάρα που κέρδιζε και ο Μέρφι δεν κέρδιζε δεκάρες». Ταυτόχρονα και ως αντίστιξη, αναπτύσσεται μια κωμική, ταραχώδης αστυνομική ιστορία. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, το κείμενο - μια σειρά αλληλοσυνδεόμενων ιστοριών με έξυπνα, πνευματώδη, σκοτεινά αστεία - με τις διακειμενικές αναφορές, τα λογοπαίγνια μέχρι την ασάφεια μεγάλου μέρους των διαλόγων και τον παραλογισμό της πλοκής, είναι ένα απαιτητικό ανάγνωσμα. Στο τέλος  ο Μέρφι πεθαίνει από πυρκαγιά και ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Κούπερ σε ένα καυγά σε μπαρ σπάζει τη τεφροδόχο του Μέρφι , οι στάχτες του οποίου, μαζι με μπύρα και άλλα υγρά καταλήγουν στο πάτωμα και παρασύρονται κατά το καθάρισμα το επόμενο πρωί. Επισημαίνεται η ομοιότητά του με έργα του θεάτρου του παραλόγου, του οποίου ο συγγραφέας θεωρείται εξέχων εκπρόσωπος: παράλογα σενάρια, παράλογες ενέργειες και φαινομενικά τυχαία συνδεδεμένες σειρές διαλόγων, η φτώχεια και ο παραλογισμός της ανθρώπινης ζωής, παρωδίες των αφηγηματικών τεχνικών της παραδοσιακής λογοτεχνίας κ.α.

Το θέατρο και το είδωλό του (Αντονέν Αρτώ - 1938) Δύο βασικά θέματα είναι το «είδωλο» και η «σκληρότητα». Για τον Αρτώ, «το είδωλο αποτελούνταν από εκείνα τα πράγματα που μπορούν να φέρουν μια ματιά στην πραγματική ζωή, αυτή που δεν έχει διαφθαρεί από τον πολιτισμό και την κουλτούρα». Η σκληρότητα ήταν «μια βίαιη αυστηρότητα» και «ακραία συγκέντρωση σκηνικών στοιχείων» που θα αποκαθιστούσαν στο κοινό «μια παθιασμένη, σπασμωδική αντίληψη της ζωής στο θέατρο». Ο συγγραφέας εξέφρασε τη σημασία της ανάκτησης «της έννοιας ενός είδους μοναδικής γλώσσας, ενδιάμεσα στη χειρονομία και τη σκέψη». Ο Αρτώ επιδίωκε να αναζωογονήσει τη ζωή μέσω του θεάτρου, επιφέροντας μια μεταμόρφωση του κοινού και της κοινωνίας. Το έργο του ήταν μια επίθεση στις θεατρικές συμβάσεις και στην υπερβολική έμφαση του θεάτρου στη γραπτή και προφορική γλώσσα. Για παράδειγμα, επιτίθεται σε αυτό που πίστευε ότι ήταν ο ελιτισμός ενός άσχετου, ξεπερασμένου λογοτεχνικού / θεατρικού κανόνα, ζητώντας από το θέατρο «να καταργήσει επιτέλους την ιδέα των αριστουργημάτων που προορίζονται για την λεγόμενη ελίτ, αλλά είναι ακατανόητα στις μάζες».                                                                                                                                                    

H J. Draper, Ulysses and the Sirens, 1909
Οδύσεια (Νίκος Καζαντζάκης - 1938) Ο Δυσσέας του Καζαντζάκη φεύγοντας από την Ιθάκη περιπλανιέται στη Σπάρτη, την Κρήτη και την Αίγυπτο, που συνταράσσονται από εσωτερικές επαναστάσεις και επιδρομές «ξανθομάλληδων βαρβάρων», των Δωριέων, στις οποίες λαμβάνει και ο ίδιος μέρος υπέρ των ανατροπέων. Στη συνέχεια ιδρύει την δική του πολιτεία, «το κάστρο του Θεού», η οποία όμως καταστρέφεται από σεισμό. Στις τελευταίες ραψωδίες, γίνεται ασκητής και αρχίζει μοναχική πορεία, στη διάρκεια της οποίας συναντά μορφές του ανθρώπινου πνεύματος, όπως τον Χριστό και τον Βούδα, τον Φάουστ και τον Δον Κιχώτη. Αφού δώσει στον καθένα, αλλά και πάρει από τον καθένα κάτι, πεθαίνει γαντζωμένος από ένα παγόβουνο στο Νότιο Πόλο. «Αντάρτης, Ξεριζωμένος, Desperado. Κλίμα της ψυχής του; Η μοναξιά και η ανταρσία! Κοσμικές τρομάρες, συναίσθημα ανεστιότητας, έξαψη του εγώ. Απανθρωπία. Desperación. Μηδενισμός». 

Εμπνέεται από την αφήγηση του Ομήρου αλλά δεν αντιγράφει, αντίθετα την διευρύνει με τη δική του ανθρωποκεντρική και εσωτερική αντίληψη. Επιπλέον δεν περιορίζεται στο μύθο, αλλά μέσω αυτού κάνει φιλοσοφικές υπερβάσεις. Ο Δυσέας γίνεται σύμβολο της αναζήτησης και απελευθέρωσης από το φόβο του θανάτου. Είναι δημιουργικός, δυναμικός, αβέβαιος και θέλει να δώσει το στίγμα του. Δεν δίνει λύσεις – βάζει ερωτήματα: πού τούς θεούς, πώς τη ζωή, πώς το τέλος; Ζητά ελευθερία, αλήθεια, ανθρώπινη αξιοπρέπεια.  Ο Καζαντζάκης  έγραψε με σκοπό ν’ ερευνήσει τήν ανθρώπινη υπόσταση: τόν πόθο, τήν αμφιβολία, τήν άρνηση, τόν αγώνα. Ὁ κύριος στόχος του είναι να προσδιορίσει τόν άνθρωπο ως δημιουργό, αλλά και ως δέκτη τού άπειρου, ανοιχτό στην αιωνιότητα. Βλέπει τον Οδυσσέα ως πνευματικό ταξιδιώτη. Κάθε δοκιμασία, κάθε πειρασμός, κάθε επιστροφή – αντίδραση είναι και ἡ αφορμή τής εσωτερικής διερεύνησης. 
Το έργο χωρίζεται σε κεφάλαια, με σαφή αφήγηση. Κάθε κεφάλαιο αναπτύσσει μία σκηνή – ένα τοπίο – μία κατάσταση ψυχολογική: Τήν περιπέτεια (μέσω προκλήσεων, απειλών, πειρασμών) και την ανάταξη (μέσω της συνειδητοποίησης, θανάτου, αναγέννησης). Αποφεύγει τήν ομηρική επανάληψη, δημιουργεί δικό του μύθο, εσωτερικά πορτραίτα και υπόγειες συγκρούσεις. 
Τα κεντρικά θέματα είναι: Η αλήθεια (που δεν αποδίδεται αλλά απαιτείται), η αρετή (που δεν έρχεται από κάπου, αλλά πρέπει να την κατακτήσεις μέσα από πειρασμούς και πτώσεις), η εσωτερική απελευθέρωση (με αμφισβήτηση, άρνηση, αγώνα, επιμονή) το ταξίδι και οι σταθμοί του ως αλληγορία (στη θάλασσα / ζωή με μοναξιά, αμφιβολία, φόβο, απόφαση, κάθε νησί / σταθμός είναι αναμέτρηση παθών), η ζωογόνος ένταση σε αντίθεση με τον θάνατο, ο Θεός και ο Άνθρωπος (ο Δυσσέας δεν περιμένει θεϊκή γνώμη / παρέμβαση αλλά αναζητεί τη δικιά του και κάνει αυτό που θέλει. Οι θεϊκές παρεμβάσεις είναι μάλλον πειραματισμοί πάνω στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. 
Γραμμένο με νεοελληνική ροή ο συγγραφέας ενοποιεί τη γλώσσα. Ανθρωποκεντρικός, με έμφαση στο υποκείμενο, αναζητεί ταυτόχρονα εθνική και πνευματική ταυτότητα.

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2025

Φρυκτωρίες (Επτά επτάστιχα του Δημήτρη Βασιλείου)


ΓΕΝΝΗΤΟΥΡΙΑ

Κάθε μέρα,

κάθε ώρα και στιγμή

στα μάτια σου μπροστά

γεννιέται η Ιστορία.

Στα γεννητούρια πάρε μέρος,

αλλιώς θα σε παραμυθιάζουν,

αυτοί, που τη ζωή σου θέλουν να χαράζουν.


ΚΑΡΔΙΕΣ

Τις καρδιές σας αφήστε

να συγχρονιστούν

με τους πόνους, τους καημούς

και τις ελπίδες του σήμερα.

Αφήστε τις καρδιές σας λεύτερες,

τις αγάπες τού χθες να μνημονεύουν,

του αύριο τους έρωτες να ανιχνεύουν.


ΜΥΑΛΟ ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ

Ότι δεν ονειρευτείς

πράξη ποτέ, τ’ ακούς,

ποτέ, δεν πρόκειται να γίνει.

Βάλε στην καρδιά φωτιά,

μυαλό στα όνειρά σου,

υπόσταση να πάρουν υλική

για να σωθεί ο άνθρωπος κι’ η γη.


ΚΑΨΤΕ ΤΙΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ

Τα ονόματά σας γράψτε τα ανάποδα,

στης γλώσσας σας το κάτω μέρος

και κάψτε τις ταυτότητες,

να μην σας βρουν οι πρόθυμοι

και υποτακτικοί της κάθε εξουσίας,

ώσπου να ‘ρθεί η μέρα εκείνη,

που οι ταυτότητες, χωρίς αξία θα ‘χουν μείνει.


ΣΚΑΙΕΣ ΠΥΛΕΣ

Μπροστά στις Πύλες τις Σκαιές

στάθηκε για λίγο, ενεός, και αναστέναξε.

Όχι από θλίψη για το έσχατό του βήμα,

μα για τα βήματα, εκείνα τα χαμένα,

που άφησε σε μας κληρονομιά.

Τέτοια κληρονομιά να μην αφήσεις,

τις Πύλες τις Σκαιές σαν δρασκελίσεις.


ΣΦΗΝΕΣ ΣΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

Τιμήστε τις μνήμες,

που ακόμη δίπλα σας βαδίζουν,

σφήνες στη συνείδηση

των νικητών και των υποταγμένων,

δύναμη, καμάρι της ψυχής, αυτών,

που ακόμη πολεμούν, ταγμένοι,

στης Λευτεριάς το δρόμο, ενωμένοι.


ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ

Μη σε γελούν κι’ εξαπατούν.

Τίποτα δεν είναι ορισμένο,

δεν υπάρχει πεπρωμένο.

Όπως και να ’ρθες στη ζωή,

με τρόπους και σε τόπους χωριστούς,

βρέχει, χιονίζει, μπουμπουνίζει,

το είναι τη συνείδηση ορίζει.

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2025

Από τον Τζον Ντος Πάσος στον Λόρκα και στον Εμπειρίκο: λογοτεχνικά έργα της περιόδου 1935-1936

Φανταχτερή νύχτα (Ντόροθι Σάγιερς - 1935) Ο όρος «φανταχτερή νύχτα» εμφανίζεται στο έργο «Αντώνιος και Κλεοπάτρα» του Σαίξπηρ: «Ας έχουμε άλλη μια φανταχτερή νύχτα: φωνάξτε με / Όλοι οι λυπημένοι καπετάνιοι μου, γεμίστε τα μπολ μας για άλλη μια φορά / Ας κοροϊδέψουμε την καμπάνα του μεσονυχτίου». Είναι από τα πιο γνωστά μυθιστορήματα της Dorothy L. Sayers, και αποτελεί μέρος της σειράς με πρωταγωνιστή τον λόρδο Πίτερ Ουίμσεϊ. Η υπόθεση εκτυλίσσεται στο φανταστικό κολέγιο Shrewsbury της Οξφόρδης, όταν η παλιά φοιτήτρια Χάριετ επιστρέφει για μια εκδήλωση αποφοίτων. Σύντομα, το κολέγιο ταράζεται από μια σειρά ανώνυμων απειλητικών σημειωμάτων, βανδαλισμών και κακόβουλων πράξεων. Η Χάριετ αναλαμβάνει να βρει τον ένοχο, προσπαθώντας να ισορροπήσει μεταξύ της αφοσίωσής της στη λογική και των προσωπικών της συναισθημάτων, ιδιαίτερα για τον λόρδο Ουίμσεϊ, που εμφανίζεται αργότερα για να τη βοηθήσει. Το έργο εξετάζει ζητήματα όπως η θέση της γυναίκας στην ακαδημαϊκή κοινότητα, οι συγκρούσεις μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής, και η σημασία της πνευματικής ανεξαρτησίας. Δεν είναι ένα τυπικό αστυνομικό μυθιστόρημα· η εστίαση είναι περισσότερο στη ψυχολογική ανάλυση και στην κοινωνική κριτική παρά στη δράση. 

Ο άθικτος (Mulk Raj Anand - 1935) Ακολουθεί μια μέρα από τη ζωή του Μπακά, ενός νέου άνδρα που ανήκει στην κάστα των "παριών" στην Ινδία. Ο Μπακά είναι καθαριστής αποχωρητηρίων, και μέσα από τις εμπειρίες του αναδεικνύονται οι φρικτές κοινωνικές διακρίσεις και η ταπείνωση που βιώνουν τα μέλη των κατώτερων καστών. Ο αναγνώστης παρακολουθεί πώς οι ελπίδες του για αξιοπρέπεια και ισότητα συντρίβονται από την απάνθρωπη μεταχείριση και το στιγματισμό. Το βιβλίο εμπνεύστηκε από την εμπειρία της θείας του συγγραφέα που εξοστρακίστηκε επειδή μοιράστηκε ένα γεύμα με μια μουσουλμάνα γυναίκα. Ο Anand χρησιμοποιεί ρεαλισμό και λογοτεχνικές επιρροές από τον δυτικό μοντερνισμό, προσφέροντας έντονη κοινωνική κριτική κατά του συστήματος των καστών. Η συνάντηση του Μπακά με τον Μαχάτμα Γκάντι στο τέλος αφήνει ένα ίχνος ελπίδας για αλλαγή. Το έργο αναγνωρίζεται για την αφοσίωσή του στην κοινωνική δικαιοσύνη και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.                                

Πες το ύπνο (Χένρι Ροθ – 1935)  Νέα Υόρκη, 1911. Ένα νεαρό, ευαίσθητο αγόρι ο Ντέιβιντ μεγαλώνει στις βρώμικες φτωχογειτονιές του Κάτω Ιστ Σάιντ, με τον άνεργο, αγχωτικό πατέρα του και την άδολη μητέρα του. Το μυθιστόρημα έχει το σκηνικό ενός σκληρού, ρεαλιστικού πολιτικού μυθιστορήματος - και λειτουργεί τέλεια ως τέτοιο - αλλά στην καρδιά του είναι ένα βιβλίο βαθιά εσωτερικό. Ένα εξαιρετικά δυναμικό λογοτέχνημα, που αφηγείται την ιστορία του μικρού Ντέιβιντ, ενός παιδιού εβραϊκής καταγωγής που μεγαλώνει στις αρχές του 20ού αιώνα. Μέσα από τα μάτια του παιδιού, ο αναγνώστης βλέπει την καθημερινότητα των μεταναστών, την φτώχεια, τον κοινωνικό αποκλεισμό και την αναζήτηση ταυτότητας. Το μυθιστόρημα διακρίνεται για τη μοντερνιστική του γραφή, τη χρήση εσωτερικού μονολόγου και πλούσιας γλώσσας, καθώς και για τη ζωντανή απεικόνιση του χάους και της ποικιλομορφίας της μεγαλούπολης. Βαθύτερα, εξετάζει την ένταση μεταξύ πατέρα και γιου, την ενοχή, τον φόβο και τη λύτρωση, με φόντο τις θρησκευτικές παραδόσεις που ασκούν έντονη επιρροή στον ψυχισμό του ήρωα. Ο Ροθ καταγράφει ακούραστα και ακλόνητα την καθημερινή ζημιά που προκαλεί η σκληρότητα της ζωής στην φτωχογειτονιά στην τρεμάμενα δεκτική, συναισθηματικά ανυπεράσπιστη συνείδηση ​​του Ντέιβιντ. Ως ακριβής χρονικογράφος των λεπτών εντυπώσεων και της ανάπτυξης ενός διανοητικά πρώιμου μυαλού, ο μόνος όμοιος του είναι ο Τζέιμς Τζόις.

Δεν γίνονται αυτά εδώ  (Σινκλέρ Λιούις  1935) Πολιτικό δυστοπικό μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας, επηρεασμένος από την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη και την εξάπλωση ολοκληρωτικών καθεστώτων, επιχειρεί να δείξει ότι ακόμη και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι απρόσβλητες από την απειλή της δικτατορίας. Η πλοκή εκτυλίσσεται σε μια φανταστική Αμερική της δεκαετίας του 1930, όπου ο Μπέρζιπ Γουίντριπ, ένας χαρισματικός και δημαγωγικός πολιτικός, κερδίζει τις εκλογές προβάλλοντας συνθήματα που υπόσχονται ασφάλεια, οικονομική ευημερία και εθνική υπερηφάνεια. Πολύ σύντομα όμως, το νέο καθεστώς εγκαθιδρύει μια φασιστικού τύπου δικτατορία: το Σύνταγμα παραβιάζεται, οι ελευθερίες καταργούνται, οι πολιτικοί αντίπαλοι φυλακίζονται ή εξορίζονται, και οι πολίτες ζουν κάτω από ένα καθεστώς φόβου και καταπίεσης. Κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος είναι ο Ντόρεμους Τζες, ένας φιλελεύθερος επαρχιακός δημοσιογράφος που στην αρχή παρακολουθεί με δυσπιστία αλλά και κάποια αμηχανία την άνοδο του Γουίντριπ. Καθώς όμως η χώρα βυθίζεται στον ολοκληρωτισμό, ο Τζες αναγκάζεται να περάσει από τη σιωπηλή αντίσταση στη δράση, συμμετέχοντας σε ένα υπόγειο δίκτυο που αγωνίζεται για την ελευθερία. Μέσα από τα μάτια του Τζες, ο αναγνώστης παρακολουθεί πώς η καθημερινότητα μεταμορφώνεται σε εφιάλτη: φίλοι και γείτονες γίνονται καταδότες, η βία και η προπαγάνδα κυριαρχούν, και η δημοκρατία μοιάζει χαμένη υπόθεση. Το έργο συνδυάζει πολιτική αλληγορία και κοινωνικό σχόλιο, θίγοντας ζητήματα όπως ο λαϊκισμός, η χειραγώγηση της κοινής γνώμης, η αδυναμία των θεσμών να αντισταθούν στην αυθαιρεσία και η ευθύνη του πολίτη απέναντι στην ελευθερία. Το ύφος είναι ρεαλιστικό αλλά και δηκτικό, γεμάτο ειρωνεία και πικρία για τις αδυναμίες του ανθρώπου και της κοινωνίας. Παραμένει επίκαιρο ακόμη και σήμερα, ως προειδοποίηση για το πόσο εύθραυστη μπορεί να γίνει η δημοκρατία όταν η αδιαφορία, ο φόβος και η δημαγωγία κυριαρχήσουν. Ο τίτλος του λειτουργεί ως πικρή υπενθύμιση πως η ιστορία επαναλαμβάνεται όταν ξεχνιέται. χαρακτηριστικά παραδείγματα των τελευταίων δεκαετιών είναι οι Μπερλουσκόνι, Τραμπ, Όρμπαν κ.α.

ChatGPT Image
Υψικάμινος (Ανδρέας Εμπειρίκος - 1935) «Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας δὲν εἶναι ἡ χαμέρπεια. Ὑπάρχουν ἀπειράκις ὡραιότερα πράγματα καὶ ἀπ' αὐτὴν τὴν ἀγαλματώδη παρουσία τοῦ περασμένου ἔπους. Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ ἀγάπη. Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ ἀτελεύτητη μᾶζα μας. Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ λυσιτελὴς παραδοχὴ τῆς ζωῆς μας καὶ τῆς κάθε μας εὐχῆς ἐν παντὶ τόπῳ εἰς πᾶσαν στιγμήν εἰς κάθε ἔνθερμον ἀναμόχλευσιν τῶν ὑπαρχόντων. Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι τὸ σεσημασμένον δέρας τῆς ὑπάρξεώς μας»

Το πρώτο ποιητικό έργο του συγγραφέα αποτελεί ορόσημο στην πορεία της νεοελληνικής ποίησης, καθώς εγκαινιάζει επίσημα την είσοδο του υπερρεαλισμού στα ελληνικά γράμματα. Πρόκειται για μια ποιητική σύνθεση που όχι μόνο διαφοροποιείται ριζικά από τα ως τότε λογοτεχνικά ρεύματα, αλλά και ταράζει τα νερά του πνευματικού κόσμου της εποχής, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις. Αντιμετωπίστηκε με σκωπτική και σκεπτικιστική διάθεση από το τότε λογοτεχνικό κατεστημένο. Για αυτό δεν ήταν μόνο ακατανόητο έργο, αλλά και κατακριτέο επειδή συνυπήρχαν γλωσσικά είδη έως τότε θεωρούμενα ασύμβατα μεταξύ τους. Εισήγαγε έναν καινοτόμο τρόπο συγγραφής ποίησης στην Ελλάδα, καθώς ο Εμπειρίκος χρησιμοποίησε τη μέθοδο της αυτόματης γραφής, χαρακτηριστικού των υπερρεαλιστών, καθώς και το υποσυνείδητο, με το οποίο είχε εξοικειωθεί μέσω των σπουδών του στην Ψυχανάλυση. Ο τίτλος παραπέμπει σε ένα «ποιητικό φούρνο», στον οποίο λιώνουν και αναπλάθονται οι λέξεις, οι εικόνες, τα σύμβολα και οι έννοιες. Ο Εμπειρίκος φαίνεται να επιχειρεί μέσα από το έργο του τη διάλυση της συμβατικής λογικής και την απελευθέρωση της δημιουργικής ενέργειας του υποσυνείδητου. Το έργο γράφεται και κυκλοφορεί σε μια περίοδο όπου όχι μόνο η Ελλάδα βρίσκεται σε έντονη κοινωνικοπολιτική αναταραχή. Η δεκαετία του 1930 χαρακτηρίζεται από πολιτικές κρίσεις, οικονομικά προβλήματα και την άνοδο αυταρχικών καθεστώτων διεθνώς. Στη χώρα μας η γενιά του ’30 προσπαθεί να ανανεώσει την έκφραση και να φέρει σε επαφή τα ελληνικά γράμματα με τα ευρωπαϊκά ρεύματα. Ο Εμπειρίκος, επηρεασμένος από τη γαλλική υπερρεαλιστική σχολή και ειδικότερα από τον Αντρέ Μπρετόν, προσπαθεί να εντάξει τις αρχές του υπερρεαλισμού σε ελληνικό έδαφος. Έρχεται σε άμεση επαφή με τα κινήματα της εποχής και με τις θεωρίες της ψυχανάλυσης του Φρόιντ, που θα καθορίσουν τη στάση του απέναντι στην τέχνη και τον λόγο. Είναι γραμμένη σε ελεύθερο στίχο, χωρίς σημεία στίξης, χωρίς κεφαλαία γράμματα και χωρίς δομή που να υπακούει σε συμβατικούς ρυθμούς και μετρικά σχήματα. Η αφαίρεση αυτή υπηρετεί τη βασική αρχή του υπερρεαλισμού: την 

1920. Λωζάνη. Αγνώστου
αυτόματη γραφή. Ο ποιητής αφήνει τη συνείδηση και τη λογική εκτός και αφήνεται στις ελεύθερες συνειρμικές ροές του ασυνείδητου, προσφέροντας ένα έργο που μοιάζει αρχικά ακατανόητο ή παράλογο, αλλά το οποίο επιδιώκει να μιλήσει κατευθείαν στην ψυχή και το ένστικτο. Οι εικόνες είναι τολμηρές, συχνά ερωτικές ή και βίαιες, με έντονη εικονοπλαστική δύναμη. Ο λόγος του Εμπειρίκου καταργεί τα όρια μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, μεταπλάθει την καθημερινότητα σε χώρο φαντασιακής ελευθερίας και απενοχοποιεί το σώμα, τον έρωτα και το ένστικτο. Αποτελεί ένα ταξίδι στο ασυνείδητο. Ο ποιητής αναζητεί την πλήρη ελευθερία της έκφρασης, χωρίς τις επιβολές της ηθικής, της κοινωνίας ή της λογικής. Το ασυνείδητο δεν είναι εδώ απλώς αντικείμενο εξερεύνησης, αλλά η ίδια η πηγή της δημιουργίας. Ο έρωτας, κυρίως με την έννοια του σαρκικού πάθους, διατρέχει το έργο. Ο Εμπειρίκος τον υμνεί ως υπέρτατη δύναμη που καταλύει κάθε περιορισμό. Ο ερωτισμός του δεν είναι ρομαντικός ούτε ηθικοπλαστικός· είναι πρωτόγονος, εκρηκτικός, στοιχείο ζωής και δημιουργίας. Εμπεριέχει συχνά βίαιες εικόνες, που εκφράζουν την ανάγκη για διάρρηξη του παλαιού, για καταστροφή κάθε κατεστημένου μορφώματος ώστε να γεννηθεί το νέο. Είναι η φωτιά της μεταμόρφωσης, ο φούρνος που λιώνει τα παλιά υλικά για να τα ξαναπλάσει. Τέλος έχει συχνές αναφορές σε μηχανές, ατμόπλοια, βιομηχανικά στοιχεία, που αναδεικνύουν τον εκσυγχρονισμό και την τεχνολογική πρόοδο της εποχής, αλλά και το άγχος που αυτά τα σύμβολα προκαλούν. Πόσο αποδεκτά είναι αυτά ακόμη και σήμερα; Με το πέρασμα των χρόνων, η αξία του έργου αναγνωρίστηκε και θεωρείται πλέον θεμέλιο του ελληνικού υπερρεαλισμού και έργο-σταθμός για την απελευθέρωση του ποιητικού λόγου στη χώρα μας. Ο Εμπειρίκος δεν επεδίωξε να γράψει «ωραία ποίηση» με την κλασική έννοια. Στόχος του ήταν η ποιητική πράξη ως πράξη επανάστασης και απελευθέρωσης του ανθρώπου από κάθε μορφή καταπίεσης. Η γλώσσα του έργου είναι πρωτότυπη, τολμηρή, με αδιάκοπες εναλλαγές εικόνων, ανατροπές της γραμματικής και του συντακτικού, νεολογισμούς, αλλά και αναφορές σε καθημερινές λέξεις που σε άλλο συμφραζόμενο αποκτούν νέο, παράδοξο νόημα. Ο λόγος είναι πλημμυρισμένος από ρυθμούς εσωτερικούς, που δεν υπακούουν σε μετρικούς κανόνες, αλλά σε παλμούς ψυχής και φαντασίας. Σημαντικό στοιχείο είναι η απουσία σημείων στίξης, που κάνει τον αναγνώστη να «παρασυρθεί» σε μια ροή λέξεων, χωρίς σταματημό, όπως στο όνειρο. Έτσι επιτυγχάνεται η συνεχής ροή του υποσυνειδήτου. Εξακολουθεί να διαβάζεται και να μελετάται όχι μόνο ως πρωτοποριακό ποιητικό έργο, αλλά και ως πολιτιστικό τεκμήριο μιας εποχής που αναζητούσε νέες μορφές έκφρασης. Είναι ένα βιβλίο που απαιτεί από τον αναγνώστη να αφήσει πίσω του κάθε συμβατική προσδοκία από την ποίηση και να εισέλθει σε έναν κόσμο όπου οι λέξεις λειτουργούν όπως τα όνειρα: απελευθερωμένες από κάθε έλεγχο. Σήμερα, το έργο αυτό συνεχίζει να εμπνέει ποιητές, καλλιτέχνες και στοχαστές, ως παράδειγμα ποίησης που δεν φοβάται να ανατρέψει, να προκαλέσει και να πειραματιστεί. Είναι ένας ύμνος στην ελευθερία της ψυχής και του σώματος, στην ανάγκη της εσωτερικής αλλαγής, στη δύναμη της φαντασίας και του ασυνειδήτου, και στη δυνατότητα της ποίησης να γίνεται όχημα ρήξης και αναγέννησης. "Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ ἀγάπη".

Η χώρα του χιονιού (Γιασουνάρι Καβαμπάτα, 1935-1937). Στη χιονισμένη επαρχιακή πόλη της Ιαπωνίας, ο πλούσιος Shimamura από το Τόκυο, ταξιδεύει κάθε χειμώνα στο ίδιο ροτέι-σπιτι για να συναντήσει την Komako, νεαρή γκέισα που ερωτεύεται απελπισμένα. Παράλληλα, η Yukiko, παλιά της φίλη, νοσεί από φυματίωση. Σε ένα τοπίο μεταβαλλόμενων χιονισμένων εποχών, η σχέση ανάμεσα στον άνδρα που δεν μπορεί να δεσμευτεί και τις δύο γυναίκες που διεκδικούν το δικό τους νόημα αγάπης, κορυφώνεται σε μια τελευταία τραγωδία: το τρένο που φέρνει τον Shimamura και τη Yukiko πίσω στην πόλη πιάνει φωτιά στο τούνελ, σκοτώνοντας την άρρωστη κοπέλα. Θεωρείται η κορυφαία έκφραση του ιαπωνικού “mono no aware”, της λύπησης για τη φθορά των πραγμάτων. Ο Καβαμπάτα απογειώνει τη χαϊκού αισθητική στο πεζό: χιονισμένα πεδία, τρένα που διασχίζουν την ομίχλη, ήχοι σακούρας που σπάνε τη σιωπή. Η χρήση της «κενής σελίδας» (ma) δημιουργεί ρυθμό αναπνοής, ενώ οι επαναλήψεις και οι εποχιακοί κύκλοι ενισχύουν την αίσθηση μοιραίου. Ο Καβαμπάτα βρήκε την πρώτη ύλη για το Snow Country από τρεις πηγές. Τοπική εμπειρία: Το φθινόπωρο του 1934 ταξίδεψε για πρώτη φορά στο Γιουζάγουα (νομός Νιιγκάτα), την περιοχή που οι Ιάπωνες αποκαλούν «Χώρα του Χιονιού». Διέσχισε το τούνελ Σιμιζού με τρένο – η σκηνή αυτή έγινε το διάσημο άνοιγμα του μυθιστορήματος. Λαογραφική ανάγνωση: Πριν και μετά την επίσκεψή του μελέτησε το λαογραφικό δοκίμιο Snow Country Tales του Μποκούσι Σουζούκι, που περιέγραφε τα τοπικά έθιμα, τις θερμές πηγές και τις «θερμές γκέισες» της περιοχής. Αυτοβιογραφικό «μοντέλο»: Στο παραδοσιακό ριόκαν Takahan συνάντησε μια τοπική γκέισα, τη Μάτσουε, η οποία υπήρξε η βασική έμπνευση για τον χαρακτήρα της Κομάκο. Συνδυάζοντας αυτά τα τρία στοιχεία δημιούργησε ένα έργο όπου το φυσικό τοπίο, οι παραδόσεις και οι ανθρώπινες σχέσεις συγχωνεύονται σε μια λυρική αφήγηση. Πρωτοποριακό για την εποχή, το μυθιστόρημα εισάγει τον μοντερνισμό στην ιαπωνική πεζογραφία χωρίς να απορρίπτει την παράδοση. 

Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ! (Γουίλιαμ Φώκνερ – 1936) Ξεχωρίζει όχι μόνο για την πλούτο της ιστορίας σε λεπτομέρειες, και την πολυπλοκότητα των αφηγήσεων, αλλά κυρίως γιατί συνδιαλέγεται με αυτό που αποκαλούν το κέντρο βάρους της ιστορίας του Νότου , που δεν είναι άλλο από τον ρατσισμό σε όλες σχεδόν τις μορφές του και τον έντονο διαχωρισμό των κοινωνικών τάξεων. Μελετά τη γένεση της αριστοκρατίας του Νότου πριν τον αμερικάνικο εμφύλιο και το που και πως αυτή θεμελίωσε τα προνόμια της. Θεωρείται ένα από τα πιο σύνθετα και σημαντικά έργα της αμερικανικής λογοτεχνίας. Ο τίτλος παραπέμπει στη βιβλική μορφή του Αβεσσαλώμ, γιου του Δαβίδ, ο οποίος επαναστάτησε κατά του πατέρα του και σκοτώθηκε, συμβολίζοντας την αμαρτία, την προδοσία και την κατάρρευση. Ο Φώκνερ χτίζει ένα μυθιστόρημα που συνδυάζει το έπος και την τραγωδία για να μιλήσει για την Ιστορία, τη μοίρα και την ανθρώπινη αλαζονεία. Στο επίκεντρο της αφήγησης βρίσκεται η μορφή του Τόμας Σάτπεν, ενός μυστηριώδους άντρα που φτάνει στο Γιόκναπατοφα του Μισισιπή με σκοπό να δημιουργήσει μια δυναστεία και να αποκτήσει κοινωνική και οικονομική δύναμη. Ο Σάτπεν, γεννημένος σε συνθήκες φτώχειας και ταπείνωσης, ονειρεύεται έναν κόσμο που θα έχει χτίσει ο ίδιος, αλλά το σχέδιό του βασίζεται σε εκμετάλλευση, ρατσισμό, βία και απόρριψη όσων δεν ταιριάζουν στο όραμά του. Η δομή του έργου είναι περίπλοκη και πρωτοποριακή: η ιστορία ξετυλίγεται μέσα από τις αφηγήσεις διαφορετικών χαρακτήρων, κυρίως του Κουέντιν και του φίλου του, Σάρι. Οι ήρωες προσπαθούν να ανασυνθέσουν το παρελθόν του Σάτπεν, μέσα από φήμες, μισές αλήθειες και θρύλους. Το αποτέλεσμα είναι ένα μυθιστόρημα που μιλά για την αδυναμία του ανθρώπου να κατανοήσει πλήρως την Ιστορία και την αλήθεια. Τα μεγάλα θέματα του Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ! είναι η κατάρα της φυλετικής μισαλλοδοξίας, η καταστροφική φιλοδοξία και η παρακμή του Νότου. Ο Σάτπεν καταρρέει όταν το όραμά του απειλείται από το ίδιο το αίμα του: ο γιος που απέκτησε από προηγούμενο γάμο με γυναίκα μεικτής καταγωγής αποδεικνύεται το απαγορευμένο στοιχείο που οδηγεί στην καταστροφή της δυναστείας του. Ο Σάτπεν, αντί να αναγνωρίσει τον γιο του, προσπαθεί να τον εξαλείψει, εγκλωβισμένος στις προκαταλήψεις της εποχής. Η γλώσσα του Φώκνερ είναι πυκνή, ποιητική, με μεγάλες, ρυθμικές προτάσεις που απαιτούν προσοχή. Το μυθιστόρημα αποτελεί στοχασμό για το πώς οι αμαρτίες του παρελθόντος στοιχειώνουν το παρόν και για το πώς η Ιστορία επαναλαμβάνεται ως τραγωδία. Το μυθιστόρημα είναι όχι μόνο μια οικογενειακή σάγκα αλλά και μια αλληγορία για τον αμερικανικό Νότο και τις πληγές του.                                             

Το μεγάλο χρήμα (Τζον  Ντος Πάσος – 1936)       Είναι το τρίτο και τελευταίο μέρος της μνημειώδους τριλογίας U.S.A. που καταγράφει την ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών από τις αρχές του 20ού αιώνα έως και τη δεκαετία του 1930. Επικεντρώνεται στη δεκαετία του 1920, την εποχή της οικονομικής άνθησης, των μεγάλων προσδοκιών και τελικά της οικονομικής καταστροφής. Σε αυτό ο συγγραφέας εξερευνά τη δύναμη του πλούτου και πώς αυτή διαμορφώνει την αμερικανική κοινωνία. Εστιάζει σε μια σειρά χαρακτήρων που είτε κυνηγούν το «μεγάλο χρήμα» είτε συνθλίβονται από αυτό: επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι, εργάτες, καλλιτέχνες και αριβίστες που προσπαθούν να επιβιώσουν ή να ανέλθουν μέσα σε ένα περιβάλλον όπου οι αξίες διαβρώνονται από την απληστία και τον ατομικισμό. Συνεχίζει την παράθεση χαρακτήρων που συνθέτουν το πανόραμα της αμερικανικής κοινωνίας των αρχών του 20ού αιώνα. Οι ήρωες έχουν περισσότερη συνάφεια με τον κόσμο του πλούτου, της διαφήμισης, της δημοσιότητας και της οικονομικής δύναμης, σε αντίθεση με την εστίαση στους εργάτες, στους μικροαστούς και στους ριζοσπάστες των δυο προηγούμενων βιβλίων. Ο Charlie είναι γιος πλούσιας οικογένειας που καταδιώκει την επιτυχία και τις ηδονές της ζωής, αλλά συνθλίβεται από το ίδιο το κυνήγι του κέρδους και της κοινωνικής αναγνώρισης. Ο χαρακτήρας του αποτυπώνει την αλλοτρίωση της νεολαίας του μεσοπολέμου. Η Margo, πρώην σταρ του βοντβίλ που αναρριχάται στην κοινωνική ιεραρχία χάρη στις σχέσεις της και στη χειραγώγηση του ανδρικού κόσμου, πληρώνει το τίμημα της κενότητας της αντίληψής της. Η Mary French είναι μορφή που συνδέει το έργο με το πνεύμα του 1919, καθώς ενσαρκώνει τον ιδεαλισμό και τη δέσμευση σε κοινωνικούς αγώνες, έστω κι αν η εποχή πια κυριαρχείται από τον κυνισμό. Σε σύγκριση με τους χαρακτήρες των δύο προηγούμενων τόμων, βλέπουμε μια μετατόπιση: Στον «42ο παράλληλο» κυριαρχούν μορφές όπως ο Mac (εργατικός αγωνιστής) και η Eleanor (γυναίκα με όνειρα κοινωνικής ανέλιξης αλλά και συναισθηματικής σύγκρουσης). Οι χαρακτήρες αυτοί κινούνται σε ένα πλαίσιο πάλης για αλλαγή και ελπίδας. Στο «1919» οι ήρωες, όπως ο Joe Williams, βιώνουν την απογοήτευση του πολέμου και τη σκληρότητα της κοινωνικής ανισότητας, ενώ κάποιοι συνεχίζουν να πιστεύουν σε συλλογικά ιδανικά. Στο «Μεγάλο χρήμα», οι ήρωες είτε παραδίδονται στο ρεύμα του καπιταλιστικού αμοραλισμού είτε συνθλίβονται από αυτό. Η ιδεολογία υποχωρεί μπροστά στην παντοδυναμία του χρήματος. Μόνο λίγοι χαρακτήρες (όπως η Mary French) θυμίζουν τους πιο ιδεαλιστές ήρωες του παρελθόντος. Ο Dos Passos, με αυτή τη σύγκριση, τονίζει την πορεία της Αμερικής: από τα οράματα και τους αγώνες στην υποταγή στο «μεγάλο χρήμα» και στην ψευδαίσθηση της επιτυχίας. Η ειρωνεία είναι πως αρκετοί χαρακτήρες του τρίτου τόμου επίσης ξεκίνησαν με ελπίδες παρόμοιες με αυτές των ηρώων των δυο προηγούμενων τόμων, αλλά κατέληξαν αλλοτριωμένοι, απογοητευμένοι ή καταρρακωμένοι, δείχνοντας πώς οι ίδιες οι συνθήκες τους διέφθειραν. Το μυθιστόρημα, όπως και τα δυο προηγούμενα ακολουθεί την πρωτοποριακή τεχνική του συγγραφέα με την εναλλαγή τεσσάρων τύπων κειμένου (βιογραφίες, ειδησεογραφικά κολάζ, προσωπικούς εσωτερικούς μονόλογους του συγγραφέα και την κύρια αφήγηση, με τις ιστορίες των φανταστικών χαρακτήρων). Η γλώσσα είναι άμεση, συχνά κοφτή, με έντονη αίσθηση ρυθμού, ενώ οι εικόνες που δημιουργούνται είναι ζωντανές και δυνατές. Ο Dos Passos εκφράζει την απογοήτευσή του για το πώς η Αμερική, αντί να υλοποιήσει τα ιδανικά της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, γίνεται όμηρος του κεφαλαίου και της διαφθοράς. Το έργο δεν είναι απλώς ένα μυθιστόρημα για το χρήμα αλλά και για τη σύγκρουση ανάμεσα στο άτομο και τις δυνάμεις της ιστορίας. Η τριλογία U.S.A. και ιδιαίτερα το κλείσιμό της, με το «The Big Money» θεωρείται από τα σημαντικότερα επιτεύγματα του αμερικανικού μοντερνισμού και άσκησε μεγάλη επιρροή στη λογοτεχνία του 20ού αιώνα.   

Η στέγη από γρασίδι (Yi Sang - 1936). Ένας νεαρός διανοούμενος στην αποικιοκρατούμενη Σεούλ καταγράφει στο ημερολόγιό του την πνευματική αποσύνθεση. Ανάμεσα σε ονειρικές περιγραφές σπιτιών με στέγες από γρασίδι και σκηνές καθημερινής καταπίεσης από τους Ιάπωνες, ο ήρωας βιώνει την αποξένωση από το σώμα του, τη γλώσσα του, την ίδια την ιστορία. Το βιβλίο κλείνει με την εικόνα του να σκαρφαλώνει σε μια κεραμοσκεπή που σπάει κάτω από τα πόδια του – σύμβολο του πολιτισμού που καταρρέει. Ο Γι Σανγκ, μαθηματικός και σουρεαλιστής ποιητής, δημιουργεί το πρώτο κορεατικό αντιστασιακό μυθιστόρημα. Χρησιμοποιεί κυβιστική διάταξη κειμένου, εσωτερικό μονόλογο και αυτοαναφορικότητα για να αποδομήσει τη γραμμική αφήγηση της ιαπωνικής κυριαρχίας. Η «στέγη από γρασίδι» γίνεται μεταφορά για μια εθνική ταυτότητα που δεν μπορεί να στεγάσει πια τους ανθρώπους της. Παρότι απαγορεύτηκε αμέσως, κυκλοφόρησε παράνομα και επηρέασε τη γενιά του ’40 που οδήγησε την ανεξαρτησία του 1945. Θεωρείται σημείο τομή ανάμεσα στον συμβολισμό και τον μοντερνισμό της Άπω Ανατολής.                                                                                                           

ChatGPT Image
Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα (Φ.Γκ.Λόρκα – 1936)   Το τελευταίο θεατρικό έργο του Λόρκα, γραμμένο λίγο πριν τη δολοφονία του, αποτελεί κορύφωση της θεατρικής του δημιουργίας. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1940. Πρόκειται για μια τραγωδία της τιμής και της καταπίεσης, με φόντο την επαρχιακή Ισπανία και τις άγραφες κοινωνικές και ηθικές επιταγές που καθορίζουν τις ζωές των γυναικών. Η υπόθεση εκτυλίσσεται εξολοκλήρου μέσα στο σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα, μιας αυταρχικής χήρας που, μετά τον θάνατο του δεύτερου συζύγου της, επιβάλλει οκταετή πένθος στις πέντε κόρες της. Στο κλειστό και αποπνικτικό αυτό περιβάλλον, η Μπερνάρντα γίνεται τύραννος, αποφασισμένη να διαφυλάξει την «τιμή» της οικογένειας με κάθε κόστος. Η αυστηρότητά της καταπνίγει κάθε επιθυμία, ενώ οι κόρες  της (Άνχελα, Μαρτίριο, Μαγδαλένα, Αμέλια και Αντέλα) βασανίζονται από την απραξία, τη ζήλεια και τον πόθο. Κεντρική μορφή της σύγκρουσης είναι η Αντέλα, η μικρότερη κόρη, που αντιδρά στην καταπίεση και διεκδικεί το δικαίωμα στη ζωή και τον έρωτα. Ο Πέπε ελ Ρομάνο, ο άνδρας που ζητά σε γάμο την πρωτότοκη Άνχελα, γίνεται το αντικείμενο του κρυφού πόθου και της διεκδίκησης όλων σχεδόν των κοριτσιών, οδηγώντας σε τραγική κορύφωση. Το έργο καταλήγει με την αυτοκτονία της Αντέλα, μια πράξη που συντρίβει κάθε ελπίδα απελευθέρωσης. Το έργο είναι μια αλληγορία για την τυραννία και την κοινωνική υποκρισία. Το σπίτι λειτουργεί ως σύμβολο φυλακής, ενώ η ίδια η Μπερνάρντα προσωποποιεί την καταπιεστική εξουσία: τη μητέρα, το κράτος, την παράδοση. Η τραγωδία δεν πηγάζει μόνο από τις εξωτερικές συνθήκες αλλά και από την εσωτερίκευση αυτών των αξιών από τα ίδια τα πρόσωπα. Η γλώσσα του είναι λιτή αλλά γεμάτη ποίηση και συμβολισμούς. Η αντίθεση άσπρου-μαύρου (π.χ. τα λευκά τείχη του σπιτιού, τα μαύρα ρούχα του πένθους) υπογραμμίζει το δίπολο καταπίεσης και επιθυμίας, αγνότητας και αμαρτίας. Οι διάλογοι είναι έντονοι, γεμάτοι υπαινιγμούς και κρυφές εντάσεις, ενώ η ατμόσφαιρα του έργου γίνεται όλο και πιο ασφυκτική όσο πλησιάζει το μοιραίο τέλος. Το έργο, αν και βασισμένο στην ισπανική παράδοση, έχει οικουμενική διάσταση και ερμηνεύεται ως διαχρονικό σχόλιο πάνω στη θέση της γυναίκας, στη βία της πατριαρχίας και στην καταστροφική δύναμη της κοινωνικής καταπίεσης. Σήμερα παραμένει ένα από τα πιο παιγμένα και πολυσυζητημένα έργα του παγκόσμιου θεάτρου.  

Coolie (Mulk Raj Anand - 1936). Ο Μούνου, δεκατετράχρονος αγρότης από τα Ιμαλάια, φεύγει για τη Βομβάη αναζητώντας δουλειά. Περνά περιπέτειες κάνοντας χειρωνακτικές εργασίες: φορτωτή στο λιμάνι, εργάτη σε εργοστάσιο υφασμάτων, υπηρέτη σε πλούσιο σπίτι, ακόμη και το θύμα τροχαίου. Κάθε περιπέτειά του αποκαλύπτει ένα νέο πρόσωπο της αποικιοκρατίας και του συστήματος της κάστας. Τελικά, πεθαίνει από φυματίωση στους δρόμους της πόλης, αφήνοντας πίσω του μόνο το ραβδί του και το όνομα «coolie». Είναι το πρώτο μυθιστόρημα που τοποθετεί τον φτωχό Ινδό στο κέντρο της αφήγησης. Ο Άναντ χρησιμοποιεί ρεαλισμό-καταγραφή, διάλογους σε χίντι-αγγλικά ιδιώματα και εναλλασσόμενη οπτική γωνία για να δείξει πώς η αποικιοκρατία και το σύστημα των καστών διαπλέκονται. Η δομή «οδοιπορικό» θυμίζει βουδιστικό τζατάκα, αλλά αντί για φώτιση οδηγεί στον θάνατο, καθιστώντας το έργο σκληρή καταγγελία. Εκδόθηκε την ίδια χρονιά με το ιδρυτικό μανιφέστο της Indian Progressive Writers’ Association, και μαζί με το Untouchable καθιέρωσε την «αγγλο-ινδική» πεζογραφία ως όχημα κοινωνικής αλλαγής.            

Από την έκθεση  των Γ. Ανδρεάδη, Μ.Μαύρου και Π.Ρηγοπούλου
Όσα Παίρνει ο Άνεμος (Μάργκαρετ Μίτσελ – 1936)  Από τα πιο εμβληματικά και πολυδιαβασμένα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα. Η Μάργκαρετ Μίτσελ, στο μοναδικό της μυθιστόρημα, κατόρθωσε να συνθέσει μια μεγάλη επική αφήγηση, που συνδυάζει την ιστορική τοιχογραφία με την προσωπική τραγωδία και την ιστορία ενηλικίωσης της κεντρικής ηρωίδας. Το έργο διαδραματίζεται στον αμερικανικό Νότο κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου (1861-1865) και της Ανασυγκρότησης που ακολούθησε. Στο κέντρο της αφήγησης βρίσκεται η Σκάρλετ Ο’Χάρα, η κακομαθημένη κόρη μιας πλούσιας οικογένειας γαιοκτημόνων. Στην αρχή του έργου η Σκάρλετ είναι μια νεαρή γυναίκα που ζει ανέμελα στη φυτεία της οικογένειας και απολαμβάνει τα προνόμια της τάξης της. Η ερωτική της απογοήτευση —ο γάμος του Άσλεϊ με τη γλυκιά Μέλανι— και η έκρηξη του πολέμου ανατρέπουν βίαια τη ζωή της. Καθώς ο Νότος καταρρέει, η Σκάρλετ καλείται να επιβιώσει σε έναν κόσμο που αλλάζει ριζικά. Το μυθιστόρημα παρακολουθεί τη μεταμόρφωσή της από επιπόλαιη κοπέλα σε μια σκληρή, αποφασιστική γυναίκα, ικανή να παλέψει για την επιβίωση της οικογένειας και της γης της. Ο χαρακτήρας της είναι πολύπλοκος: είναι πεισματάρα, εγωίστρια και συχνά ανήθικη, αλλά ταυτόχρονα γοητευτική, γεμάτη ζωντάνια και αδάμαστη θέληση. Η σχέση της με τον Ρετ, τον κυνικό και διορατικό άντρα που βλέπει καθαρά την παρακμή του παλιού Νότου, είναι κεντρική στο έργο. Ο Ρετ την αγαπά, αλλά η Σκάρλετ τυφλώνεται από την εμμονή της με τον Άσλεϊ και τις κοινωνικές συμβάσεις. Η σύγκρουση ανάμεσα στα δυο αυτά πρόσωπα εκφράζει τη σύγκρουση παλιού και νέου κόσμου, παράδοσης και προσαρμογής. Το έργο είναι ταυτόχρονα ιστορικό και κοινωνικό μυθιστόρημα. Μέσα από τα μάτια της Σκάρλετ, ο αναγνώστης βιώνει την πτώση της αριστοκρατίας του Νότου, τις φρικαλεότητες του πολέμου και τις δυσκολίες της ανοικοδόμησης. Ωστόσο, το έργο έχει δεχθεί έντονη κριτική για την ιδεαλιστική απεικόνιση του Νότου και τη ρομαντικοποίηση της δουλείας και των φυλετικών διακρίσεων. Η γραφή της Μίτσελ είναι πλούσια σε περιγραφές και έντονα δραματική. Το μυθιστόρημα, αν και εκτενές, διαβάζεται με αμείωτο ενδιαφέρον χάρη στη ζωντάνια των χαρακτήρων και την κινηματογραφική αφήγηση.

Σημείωση για τα ιστορικά γεγονότα της περιόδου: 

Στο κόσμο: Στη Σοβιετική Ένωση, αρχίζει μια σειρά μαζικών πολιτικών εκκαθαρίσεων και φυσικής εξόντωσης αντιπάλων του Στάλιν. Στη Γερμανία θεσπίζονται οι Νόμοι της Νυρεμβέργης (1935) που αφαιρούν τα πολιτικά δικαιώματα των Εβραίων, κλιμακώνοντας τον αντισημιτισμό προ του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Το Μάρτιο του 1936 η Ναζιστική Γερμανία αποστέλλει στρατεύματα στη Ρηνανία, παραβιάζοντας τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και αυξάνοντας την ένταση στην ευρασιατική ήπειρο. Ξεκινά ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος (Ιούλιος 1936), στον οποίο οι δυνάμεις του Φράνκο υποστηρίζονται από τη Γερμανία και την Ιταλία, επιταχύνοντας την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη. 

Στη Μεσόγειο: Η Ιταλία εισβάλλει στην Αιθιοπία (Οκτώβριος 1935), σηματοδοτώντας την έναρξη του Δεύτερου Ιταλο-Αβυσσινιακού Πολέμου και ένταση στα μεσογειακά κράτη. Την κατακτά το Μάιο του 1936, ενισχύοντας την εκστρατεία επιρροής της στην ευρύτερη περιοχή.

Στην Ελλάδα: Αποτυχημένο πραξικόπημα του Βενιζελικού κινήματος υπό τον Ν. Πλαστήρα (1–11 Μαρτίου 1935), που κατέληξε σε εθνική εκκαθάριση δημοκρατικών αξιωματικών, αποδυναμώνοντας τη Β’ Ελληνική Δημοκρατία. Στις 4 Αυγούστου 1936 εγκαθίδρυση του καθεστώτος του Ιωάννη Μεταξά, που αναστέλλει το σύνταγμα και επιβάλλει δικτατορία με βασιλική και στρατιωτική υποστήριξη.