Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γ.Τανιζάκι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γ.Τανιζάκι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2025

Ισχυρές γυναίκες καταρρίπτουν παραδοσιακές αντρικές προσδοκίες: Τρία έργα της δεκαετίας του 1920

Ντομινικ Μ.Τζάκσον
Naomi (Γιουνιχίρο Τανιζάκι, 1924) Η παθιασμένη και σχεδόν αυτοκαταστροφική σχέση ενός μεσήλικα άντρα με τη νεαρή Νάομι – μια μοιραία γυναίκα που συνδυάζει κοκεταρία, σαδομαζοχισμό και δυτικό τρόπο ζωής στην περίοδο του Ταϊσό (περιορισμένου εκδημοκρατισμού ή ¨Αυτοκρατορικής Δημοκρατίας¨). Σώμα, μακιγιάζ, ρούχα και κίνηση ζωγραφίζονται σαν ερωτικά εγχειρίδια, ενώ η γλώσσα κινείται ανάμεσα στην αποθέωση της επιθυμίας και στον φόβο της εξουσίας. Πρώτο ιαπωνικό έργο που αγκαλιάζει τον δυτικό ερωτισμό χωρίς να χάνει την ιαπωνική αισθητική – ονομάστηκε από κριτικούς «¨Λολίτα¨ του Βερολίνου της Ανατολής».

Ο Τανιζάκι στήνει ένα «πειραματικό» ερωτικό μυθιστόρημα μέσα στο εργαστήριο της ταχέως εκδυτικιζόμενης Ιαπωνίας του Μεσοπολέμου. Αφηγητής είναι ο Τζότζι, ένας εύπορος μηχανικός που επιχειρεί να πλάσει—σαν άλλος Πυγμαλίων—τη 15χρονη Νάομι σε κυριολεκτική φαντασίωση μοντέρνας Δυτικής γυναίκας: της μαθαίνει αγγλικά, χορό, ξενόφερτες συνήθειες, και σταδιακά παραδίδεται στο παιχνίδι της υποταγής. Το συναρπαστικό εδώ δεν είναι μόνο το ερωτικό «σχοινί» ανάμεσα στους δύο, αλλά ο τρόπος που η αφήγηση (εξομολογητική, ειρωνική και συχνά αυτοακυρωτική) αποκαλύπτει πόσο ο μύθος της «μοντέρνας κοπέλας» (moga) ανατρέπει έμφυλες ιεραρχίες. Η Νάομι δεν είναι απλό αντικείμενο του βλέμματος: εκμεταλλεύεται τον ναρκισσισμό και την ενοχή του Τζότζι, αντιστρέφει τους όρους και μετατρέπει τον «παιδαγωγό» της σε εκούσιο δούλο του πόθου. Έτσι το μυθιστόρημα γίνεται διπλό πορτρέτο - της επιθυμίας και της εποχής: φετιχισμός Δυτικών αξεσουάρ, μιμητισμός, μικροαστική φιλοδοξία και ηθικός πανικός γύρω από τη γυναικεία ελευθεριότητα.

Η Νάομι «νικάει» τον άντρα ψυχολογικά – είναι μια αλλαγή στο σκηνικό, με σαφή δυτικό και πολιτισμικό υπόβαθρο. Η ερωτική δυναμική είναι άμεσα αισθησιακή και εξουσιαστική. Το έργο αναδεικνύει τη σύγχυση ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, εξουσία και πάθος, ιδιοποίηση και υποταγή. Η αισθητική ένταση, με επιλογές που φλερτάρουν με την ψυχολογική διαστροφή, καθιστούν το Naomi ένα ορόσημο του ιαπωνικού μοντερνισμού και της κοινωνικής κριτικής της εποχής Ταϊσό.

Λογοτεχνικά, ο Τανιζάκι πετυχαίνει ένα κράμα σάτιρας και μελέτης της εξουσίας· η αφήγηση γλιστρά επίτηδες ανάμεσα στη γελοιοποίηση του αφηγητή και στην υφέρπουσα βία της εμμονής. Το κείμενο «μιλά» και για τη γλώσσα: οι απομιμήσεις αγγλικών, τα ονόματα, η υφολογική μίξη λειτουργούν σαν καθρέφτες πολιτισμικής μετάφρασης. Η σημασία του έργου έγκειται τόσο στη σκιαγράφηση της moga όσο και στη μετατόπιση που προαναγγέλλει σε όλο το μετέπειτα έργο του Τανιζάκι: την εμμονή με την κυριαρχία των γυναικών, την ηδονή της υποταγής, την αμφισημία ανάμεσα σε «παράδοση» και «μοντέρνο». Η αρχική δημοσίευση προκάλεσε αντιδράσεις ακριβώς γι’ αυτή την προκλητική ανατομία της επιθυμίας και του έμφυλου ρόλου.

Angelos Theodoropoulos . Δρυάδες 1938
Τρεις γυναίκες (Ρόμπερτ Μούζιλ 1924) Η τριλογία νουβελών (Grigia, Η Πορτογαλίδα, Tonka) συγκροτεί μια εμβληματική εξερεύνηση του έρωτα ως γνωσιολογικού αινίγματος. Η αφήγηση είναι υπονομευτικά ειρωνική, ο αφηγητής (άντρας) προβάλλει πάνω στις γυναίκες το δικό του εσωτερικό χάος. Στη Grigia, ο αστός άντρας - χειραφετημένος, ορθολογικός - βρίσκεται μπροστά σε μια «πρωτογενή» θηλυκότητα που δεν χωρά στα σχήματα του. Στην Πορτογαλίδα, η αριστοκρατική γυναίκα στέκει ως απρόσιτο σύμβολο πίστης και σιωπής. Στην Tonka, μια φαινομενικά «απλή» πωλήτρια θέτει υπό αίρεση όλη την ανδρική βεβαιότητα μέσω μιας εγκυμοσύνης που δεν επιδέχεται απόδειξη. Το στυλ είναι εντυπωσιακά ψυχολογικό, με πολυσύνθετο ύφος, έντονο συμβολισμό, και κλιμακούμενη αμφισημία – χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού μοντερνισμού. Το κοινό νήμα δεν είναι η «γυναικεία ψυχολογία» ως ουσία, αλλά το πώς η γυναικεία παρουσία λειτουργεί για τον Μούζιλ ως όριο της γνώσης: εκεί που ο νους συναντά το ασύλληπτο. Ο έρωτας παρουσιάζεται αφαιρετικά, ως ιδέα και τραγωδία, έντονα διανοητικός, ακατανόητος και αισθητικά περίπλοκος, λιγότερο σωματικός, χωρίς σαφή «νικητή».

Η πρόζα του (κοφτή, διαυγής, με μικροσκοπική παρατήρηση) μετατρέπει την ερωτική επιθυμία σε ευκαιρία για φιλοσοφικό πείραμα. Ο Μούζιλ δεν εξιδανικεύει ούτε δαιμονοποιεί, απογυμνώνει την ανδρική οπτική από τις βεβαιότητές της, δείχνοντας πως ο άλλος (η γυναίκα) δεν είναι ποτέ πλήρως προσπελάσιμος. Γι’ αυτό και οι ιστορίες λειτουργούν σαν τριπλός καθρέφτης: μαρτυρούν τρεις τρόπους αποτυχίας του ανδρικού υποκειμένου να «ορίσει» την επιθυμία, και άρα τρεις εκτροπές της λογικής προς το άλογο, το τελετουργικό, το μυστικό. "Δείξε δυσπιστία σ' έναν άντρα, και οι πιο ξεκάθαρες αποδείξεις πίστεως θα γίνουνε στο άψε σβήσε σημάδια απιστίας - εμπιστέψου τον, και οι πιο χειροπιαστές αποδείξεις απιστίας γίνονται σημάδια παραγνωρισμένης πίστεως που κλαίει σαν μικρό παιδί δαρμένο. Τίποτα δεν ερμηνευόταν καθαυτό, το ένα πράγμα εξαρτάτο από τ' άλλο, έπρεπε ή να εμπιστεύεται ή να μην εμπιστεύεται το Όλον, να το αγαπά ή να το θεωρεί απάτη". Τρεις γυναίκες αντιμέτωπες με άντρες, οι οποίοι θα γίνουν υπαίτιοι για την προσωπική τραγωδία της καθεμιάς. Τρεις αριστουργηματικές ιστορίες του Μούζιλ με θέμα την αέναη πάλη ανάμεσα στο θαύμα και τις αντιφάσεις που κρύβουν οι ανθρώπινες σχέσεις και ειδικότερα αυτές μεταξύ ανδρών και γυναικών. (Από την παρουσίαση της έκδοσης). Το έργο είναι μία διείσδυση στον κόσμο των γυναικών απέναντι στον κόσμο των ανδρών, με τα κοινωνικά δεδομένα μιας ορισμένης εποχής και με τη διάθεση σύλληψης των δεδομένων, που θα λειτουργούν στον ίδιο συσχετισμό, διαχρονικά... (Χάρης Μαυρομάτης, Απογευματινή της Κυριακής, 24/10/2004)

Η λογοτεχνική σημασία του έγκειται στην ακριβή ισορροπία ανάμεσα σε «ψυχολογικό ρεαλισμό» και γνωσιοθεωρητική απορία - στιγμές όπου η φράση ανοίγει ρωγμές στον κόσμο, χωρίς να προσφέρει παρηγορητικό νόημα. Στα ελληνικά πρωτοκυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νεφέλη το 1985 (μτφρ. Γ. Κεντρωτής)

Painting by Georgy Kurasov
Manji (Γιουνιχίρο Τανιζάκι, 1928–1930) Ο συγγραφέας εναλλάσσει λεπτές πινελιές αφής με σκληρές εικόνες κυριαρχίας, ενώ το σύμβολο «μανζί» (βουδιστική σβάστικα), γίνεται κινούμενο κρεβάτι πάθους και φθοράς. Πρώτο ιαπωνικό μυθιστόρημα που ανοίγει φανερά την πόρτα του σαδομαζοχισμού χωρίς να χάσει την ποιητική του φωνή, επηρεάζοντας από τον Μισίμα ως τον Κουροσάβα. Αφηγείται η Σονόκο, μια παντρεμένη αστή της Οσάκα, την καταβύθισή της σε δεσμό με τη φοιτήτρια Μιτσούκο—έναν έρωτα που, σαν το ίδιο το σύμβολο manji στρέφεται και περιπλέκεται μέχρι να γίνει αχαρτογράφητος κόμβος εμμονών. Ο Τανιζάκι σκιαγραφεί σπαρακτικά - και χωρίς ηθικολογία - ένα γυναικείο ομόφυλο πάθος, καταγράφοντας τη ρευστότητα του έρωτα και τη χειραγώγηση ως ερωτική τεχνική. Επιπρόσθετα, ανανεώνει το μοτίβο της «γυναικείας κυριαρχίας»: η Μιτσούκο είναι αντικείμενο λατρείας αλλά και σκηνοθέτης των όρων της, ενώ η Σονόκο, ως αφηγήτρια, αποκαλύπτει τη συναινετική αυτοπαράδοσή της. Η προσεκτική αρχιτεκτονική (κύκλοι προδοσιών, συμφωνίες διπλής αυτοκτονίας που αναβάλλονται, τριάδες που γίνονται τετράδες) δείχνει τον έρωτα σαν κινούμενη άμμο—κάθε βήμα βαθύτερη βύθιση. Το Manji συνομιλεί με τη μοντερνιστική παράδοση της εξομολόγησης και, ταυτόχρονα, με την ιαπωνική παράδοση του shinjū (συμφωνημένη αυτοκτονία), για να αποδώσει την τραγικωμική ειρωνεία μιας εποχής που διαπραγματεύεται νέα ήθη με παλιούς κώδικες.

Το κείμενο αξιοποιεί τη φόρμα της «καταγεγραμμένης κατάθεσης»: μια εξομολόγηση προς τρίτο πρόσωπο που ανασηκώνει το πέπλο του ιδιωτικού και υπογραμμίζει τη θεατρικότητα της επιθυμίας. Γύρω από τις δύο ερωτευμένες  γυναίκες υφαίνεται μια τετράδα πάθους (Σονόκο–Μιτσούκο–ο σύζυγος της πρώτης – ο αρραβωνιαστικός της δεύτερης) όπου ο πόθος εναλλάσσεται με την εξαπάτηση, η ζήλια με το παιχνίδι εξουσίας, και το ερωτικό πάθος με την αυτοκαταστροφή. Η ασιατική λιτότητα συνδυάζεται με έντονη ψυχολογική ένταση· οι χαρακτήρες διαπλέκονται μέσα από χειραγώγηση, επιθυμία, ζήλια. Η σεξουαλικότητα λειτουργεί ως εξουσία και τρυφερό παιχνίδι – τα σώματα, τα πάθη και η οριακή ψυχολογία ισορροπούν με μανιχαϊστική ένταση. Το έργο αναλύει εκτός από τη σεξουαλικότητα, τις ανθρώπινες σχέσεις ως πεδίο δύναμης, και προβληματίζεται για την ελευθερία και τον έλεγχο μέσα στις σχέσεις. Η λογοτεχνική του σημασία βρίσκεται στην αποδόμηση της ερωτικής δομής και στην εισαγωγή του ψυχολογικού «θρίλερ» στις σχέσεις. Στα ελληνικά κυκλοφόρησε ως «Σβάστικα» από τις εκδόσεις Καστανιώτη το 2003.

Και τα τρία έργα αντανακλούν οξεία κοινωνική κριτική και εξερευνούν την ψυχολογία του έρωτα και της εξουσίας. Παρουσιάζουν ισχυρές γυναίκες που καταρρίπτουν (ή υπονομεύουν) τις παραδοσιακές αντρικές προσδοκίες. Το αισθησιακό στοιχείο δεν είναι αθώο, αλλά μονοπωλείται από εξουσιαστικές δυναμικές, πάθη και χειραγώγηση. Καταδύονται στον ψυχισμό του έρωτα, της επιθυμίας και της εξουσίας με τις γυναίκες ως κινητήρια δύναμη των αφηγήσεων. Βέβαια έχουν διαφορετικές λογοτεχνικές προσεγγίσεις: από το πολιτισμικό παιχνίδι στο Naomi (όπου από αντικείμενο επιθυμίας γίνεται κυρία που χειραγωγεί), στην διανοητικά αμφιλεγόμενη ανάλυση του Musil (όπου οι γυναίκες είναι το πρίσμα της αντρικής υποκειμενικότητας – εκφράζουν την αντίφαση και την ασάφεια της σχέσης), ως την ψυχολογική ένταση στο Manji (όπου είναι παίκτες σε ψυχοσεξουαλικό θρίλερ – όχι θύματα, αλλά φορείς πάθους και εκδίκησης).

Στα δύο έργα του Τανιζάκι, ο αισθησιασμός συνδέεται με μηχανισμούς εξουσίας και θεατρικότητα: η γυναικεία μορφή (Νάομι/Μιτσούκο) ορίζει τους κανόνες του παιχνιδιού, ενώ ο ανδρικός πόθος προσδένεται μαζοχιστικά σε μια καθεστώς υποταγής. Η moga στο Naomi είναι πολιτισμικό σύμπτωμα και ερωτικό αντικείμενο μαζί, η Σβάστικα πάει βαθύτερα, αποτυπώνοντας ομόφυλο πάθος και μια γεωμετρία σχέσεων όπου το φύλο, ο ρόλος και η επιθυμία ρευστοποιούνται. Στον Μούζιλ, αντιθέτως, ο αισθησιασμός λειτουργεί ως δοκιμασία γνώσης: οι γυναίκες δεν «κυριαρχούν» σωματικά όσο θέτουν όρια στη νοητική κυριαρχία του άντρα. Εκεί που ο Τανιζάκι ανατέμνει την επιθυμία ως παιχνίδι δύναμης και ηδονής, ο Μούζιλ την αντιμετωπίζει ως σημειακή ρωγμή στο σχέδιο της λογικής—μια εμπειρία που δεν εξαντλείται σε εξουσία ή σαγήνη. Έτσι, ο γυναικείος ρόλος στον Τανιζάκι είναι ενεργός, σκηνοθετικός και συχνά κυριαρχικός· στον Μούζιλ είναι καταλυτικός και «ασύλληπτος», υπονομεύοντας την ανδρική αυτοπεποίθηση χωρίς να μετατρέπεται σε απλή δεσποτική φιγούρα.