Τις τελευταίες εβδομάδες έχω μιλήσει με δεκάδες ειδικούς για τον CΟVID-19 και υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι η ασθένεια κάνει διακρίσεις, με διάφορους τρόπους: σκοτώνει τους ηλικιωμένους συχνότερα απ’ ό,τι τους νέους, τους άνδρες συχνότερα από τις γυναίκες και επηρεάζει δυσανάλογα τους φτωχούς. Αλλά ιδού κάτι για το οποίο δεν έχω δει κανένα αντίστοιχο στοιχείο: ότι ο CΟVID-19 κάνει διακρίσεις με βάση την εθνικότητα. Ο ιός δεν ενδιαφέρεται για τα σύνορα.
Το αναφέρω αυτό επειδή από τη στιγμή που ο κόσμος έμαθε για αυτόν τον ιό στις αρχές Ιανουαρίου, οι κυβερνήσεις επικεντρώθηκαν στις δικές τους εθνικές απαντήσεις – πώς μπορούν να προστατεύσουν τους ανθρώπους που ζουν μέσα από τα σύνορά τους. Και αυτό είναι κατανοητό. Αλλά με έναν τόσο μολυσματικό και ευρέως διαδεδομένο ιό, οι ηγέτες πρέπει επίσης να αναγνωρίσουν ότι, εφόσον υπάρχει κάπου CΟVID-19, αυτό αφορά τους ανθρώπους παντού.
Ο CΟVID-19 δεν έχει πλήξει ακόμη πολλές χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος. Δεν είμαστε βέβαιοι για ποιον λόγο. Αλλά αυτό που ξέρουμε είναι ότι η ασθένεια τελικά θα εξαπλωθεί ευρέως σε αυτά τα έθνη, και χωρίς περισσότερη βοήθεια, τα κρούσματα και οι θάνατοι θα είναι πιθανώς χειρότερα από οτιδήποτε έχουμε δει μέχρι στιγμής. Σκεφτείτε το εξής: o CΟVID-19 έχει κατακλύσει πόλεις όπως η Νέα Υόρκη, αλλά τα νούμερα δείχνουν ότι ακόμη και ένα νοσοκομείο του Μανχάταν έχει περισσότερα κρεβάτια εντατικής φροντίδας από τις περισσότερες αφρικανικές χώρες. Εκατομμύρια θα μπορούσαν να πεθάνουν.
Δεν χρειάζεται να ζείτε σε μια αναπτυσσόμενη χώρα για να ανησυχήσετε ότι αυτό μπορεί να σας επηρεάσει. Ακόμη και αν τα πλούσια έθνη επιτύχουν να επιβραδύνουν την ασθένεια τους επόμενους μήνες, ο CΟVID-19 θα μπορούσε να επιστρέψει αν η πανδημία παραμείνει αρκετά σοβαρή αλλού. Είναι πιθανώς μόνο θέμα χρόνου προτού ένα μέρος του πλανήτη μολύνει ξανά κάποιο άλλο.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο χρειαζόμαστε μια παγκόσμια προσέγγιση για την καταπολέμηση αυτής της νόσου. Το πώς αυτή διαμορφώνεται σίγουρα θα αλλάζει, καθώς εξελίσσεται η πανδημία. Αλλά υπάρχουν τουλάχιστον τρία βήματα τα οποία οι παγκόσμιοι ηγέτες – ιδίως εκείνοι που συμμετέχουν στο G20 – μπορούν να κάνουν αμέσως τώρα.
Το πρώτο είναι να διασφαλίσουν ότι οι παγκόσμιοι πόροι για την καταπολέμηση αυτής της πανδημίας κατανέμονται αποτελεσματικά – πράγματα όπως μάσκες, γάντια και διαγνωστικά τεστ. Τελικά, ελπίζουμε ότι θα είναι αρκετά για όλους. Αλλά από τη στιγμή που η παγκόσμια προσφορά είναι περιορισμένη, χρειάζεται να κάνουμε δύσκολες επιλογές με έξυπνους τρόπους. Δυστυχώς, για την ώρα, αυτό δεν συμβαίνει πάντα.
Υπάρχουν κάποια ζητήματα στα οποία οι ηγέτες αρχίζουν να συμφωνούν – για παράδειγμα, ότι οι υγειονομικοί εργαζόμενοι της πρώτης γραμμής θα πρέπει να εξεταστούν πρώτοι και να έχουν κατά προτεραιότητα πρόσβαση σε εξοπλισμό ατομικής προστασίας. Αλλά σκεφτείτε τις επιλογές που κάνουμε σε μεγαλύτερη κλίμακα: Πώς αυτές οι μάσκες και τα τεστ κατανέμονται σε μια κοινότητα ή σε ένα έθνος έναντι κάποιου άλλου; Αυτή τη στιγμή η απάντηση οδηγεί συχνά σε μια προβληματική ερώτηση: Ποιος είναι ο πλειοδότης;
Είμαι ένας μεγάλος υποστηρικτής του καπιταλισμού – αλλά κάποιες αγορές απλώς δεν λειτουργούν κατάλληλα σε μια πανδημία και η αγορά για τις προμήθειες διάσωσης είναι ένα προφανές παράδειγμα. Ο ιδιωτικός τομέας έχει να διαδραματίσει έναν σημαντικό ρόλο, αλλά αν η στρατηγική μας για την καταπολέμηση του COVID-19 μετατραπεί σε έναν πόλεμο πλειοδοσίας μεταξύ των χωρών, τότε αυτή η ασθένεια θα σκοτώσει πολύ περισσότερους ανθρώπους απ’ ό,τι θα έκανε σε διαφορετική περίπτωση.
Πρέπει να διαθέσουμε πόρους με βάση τη δημόσια υγεία και τις ιατρικές ανάγκες. Υπάρχουν πολλοί βετεράνοι των επιδημιών Εμπολα και HIV που μπορούν να βοηθήσουν να χαράξουμε τις κατευθυντήριες γραμμές για να το πετύχουμε, και οι ηγέτες τόσο των ανεπτυγμένων όσο και των αναπτυσσόμενων χωρών πρέπει να συνεργαστούν με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) και τους εταίρους του για να τις καταγράψουν. Στη συνέχεια, όλα τα έθνη που συμμετέχουν πρέπει να συμφωνήσουν δημοσίως με αυτές τις οδηγίες, ώστε όλοι να είναι υπόλογοι. Αυτές οι συμφωνίες θα είναι ιδιαιτέρως σημαντικές όταν θα γίνει τελικά διαθέσιμο ένα εμβόλιο για τον COVID-19, διότι ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούμε να τερματίσουμε απολύτως αυτήν την πανδημία είναι η ανοσοποίηση των ανθρώπων απέναντί της.
Αυτό με φέρνει στο δεύτερο βήμα που πρέπει να κάνουν οι ηγέτες: να δεσμευθούν στην αναγκαία χρηματοδότηση R&D (έρευνα και ανάπτυξη) για την παρασκευή ενός εμβολίου.
Εχουν υπάρξει πολύ λίγες θετικές ιστορίες για τον COVID-19, αλλά μία από αυτές αφορά την επιστήμη. Πριν από τρία χρόνια, το ίδρυμά μας, το Wellcome Trust, και διάφορες κυβερνήσεις θέσπισαν τον Συνασπισμό για τις Καινοτομίες Επιδημιολογικής Ετοιμότητας (CEPI). Ο στόχος ήταν να επιταχύνουμε τη διαδικασία της δοκιμής εμβολίων και να χρηματοδοτήσουμε νέους, γρηγορότερους τρόπους ανάπτυξης ανοσοποιήσεων. Αν ένας νέος ιός επρόκειτο να αρχίσει να εξαπλώνεται σε ολόκληρο τον κόσμο, θέλαμε να είμαστε έτοιμοι.
Ο CEPI ήδη αναπτύσσει τουλάχιστον οκτώ δυνητικά εμβόλια για τον COVID-19 και οι ερευνητές αισθάνονται βέβαιοι ότι θα έχουν έτοιμο τουλάχιστον ένα μέσα σε 18 μήνες. Αυτό θα ήταν το πιο σύντομο χρονικό διάστημα που θα έχει χρειαστεί ποτέ ο άνθρωπος από τη στιγμή που είδε ένα εντελώς καινούργιο παθογόνο μέχρι τη στιγμή που ανέπτυξε ένα εμβόλιο εναντίον του.
Το αναφέρω αυτό επειδή από τη στιγμή που ο κόσμος έμαθε για αυτόν τον ιό στις αρχές Ιανουαρίου, οι κυβερνήσεις επικεντρώθηκαν στις δικές τους εθνικές απαντήσεις – πώς μπορούν να προστατεύσουν τους ανθρώπους που ζουν μέσα από τα σύνορά τους. Και αυτό είναι κατανοητό. Αλλά με έναν τόσο μολυσματικό και ευρέως διαδεδομένο ιό, οι ηγέτες πρέπει επίσης να αναγνωρίσουν ότι, εφόσον υπάρχει κάπου CΟVID-19, αυτό αφορά τους ανθρώπους παντού.
Ο CΟVID-19 δεν έχει πλήξει ακόμη πολλές χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος. Δεν είμαστε βέβαιοι για ποιον λόγο. Αλλά αυτό που ξέρουμε είναι ότι η ασθένεια τελικά θα εξαπλωθεί ευρέως σε αυτά τα έθνη, και χωρίς περισσότερη βοήθεια, τα κρούσματα και οι θάνατοι θα είναι πιθανώς χειρότερα από οτιδήποτε έχουμε δει μέχρι στιγμής. Σκεφτείτε το εξής: o CΟVID-19 έχει κατακλύσει πόλεις όπως η Νέα Υόρκη, αλλά τα νούμερα δείχνουν ότι ακόμη και ένα νοσοκομείο του Μανχάταν έχει περισσότερα κρεβάτια εντατικής φροντίδας από τις περισσότερες αφρικανικές χώρες. Εκατομμύρια θα μπορούσαν να πεθάνουν.
Δεν χρειάζεται να ζείτε σε μια αναπτυσσόμενη χώρα για να ανησυχήσετε ότι αυτό μπορεί να σας επηρεάσει. Ακόμη και αν τα πλούσια έθνη επιτύχουν να επιβραδύνουν την ασθένεια τους επόμενους μήνες, ο CΟVID-19 θα μπορούσε να επιστρέψει αν η πανδημία παραμείνει αρκετά σοβαρή αλλού. Είναι πιθανώς μόνο θέμα χρόνου προτού ένα μέρος του πλανήτη μολύνει ξανά κάποιο άλλο.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο χρειαζόμαστε μια παγκόσμια προσέγγιση για την καταπολέμηση αυτής της νόσου. Το πώς αυτή διαμορφώνεται σίγουρα θα αλλάζει, καθώς εξελίσσεται η πανδημία. Αλλά υπάρχουν τουλάχιστον τρία βήματα τα οποία οι παγκόσμιοι ηγέτες – ιδίως εκείνοι που συμμετέχουν στο G20 – μπορούν να κάνουν αμέσως τώρα.
Το πρώτο είναι να διασφαλίσουν ότι οι παγκόσμιοι πόροι για την καταπολέμηση αυτής της πανδημίας κατανέμονται αποτελεσματικά – πράγματα όπως μάσκες, γάντια και διαγνωστικά τεστ. Τελικά, ελπίζουμε ότι θα είναι αρκετά για όλους. Αλλά από τη στιγμή που η παγκόσμια προσφορά είναι περιορισμένη, χρειάζεται να κάνουμε δύσκολες επιλογές με έξυπνους τρόπους. Δυστυχώς, για την ώρα, αυτό δεν συμβαίνει πάντα.
Υπάρχουν κάποια ζητήματα στα οποία οι ηγέτες αρχίζουν να συμφωνούν – για παράδειγμα, ότι οι υγειονομικοί εργαζόμενοι της πρώτης γραμμής θα πρέπει να εξεταστούν πρώτοι και να έχουν κατά προτεραιότητα πρόσβαση σε εξοπλισμό ατομικής προστασίας. Αλλά σκεφτείτε τις επιλογές που κάνουμε σε μεγαλύτερη κλίμακα: Πώς αυτές οι μάσκες και τα τεστ κατανέμονται σε μια κοινότητα ή σε ένα έθνος έναντι κάποιου άλλου; Αυτή τη στιγμή η απάντηση οδηγεί συχνά σε μια προβληματική ερώτηση: Ποιος είναι ο πλειοδότης;
Είμαι ένας μεγάλος υποστηρικτής του καπιταλισμού – αλλά κάποιες αγορές απλώς δεν λειτουργούν κατάλληλα σε μια πανδημία και η αγορά για τις προμήθειες διάσωσης είναι ένα προφανές παράδειγμα. Ο ιδιωτικός τομέας έχει να διαδραματίσει έναν σημαντικό ρόλο, αλλά αν η στρατηγική μας για την καταπολέμηση του COVID-19 μετατραπεί σε έναν πόλεμο πλειοδοσίας μεταξύ των χωρών, τότε αυτή η ασθένεια θα σκοτώσει πολύ περισσότερους ανθρώπους απ’ ό,τι θα έκανε σε διαφορετική περίπτωση.
Πρέπει να διαθέσουμε πόρους με βάση τη δημόσια υγεία και τις ιατρικές ανάγκες. Υπάρχουν πολλοί βετεράνοι των επιδημιών Εμπολα και HIV που μπορούν να βοηθήσουν να χαράξουμε τις κατευθυντήριες γραμμές για να το πετύχουμε, και οι ηγέτες τόσο των ανεπτυγμένων όσο και των αναπτυσσόμενων χωρών πρέπει να συνεργαστούν με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) και τους εταίρους του για να τις καταγράψουν. Στη συνέχεια, όλα τα έθνη που συμμετέχουν πρέπει να συμφωνήσουν δημοσίως με αυτές τις οδηγίες, ώστε όλοι να είναι υπόλογοι. Αυτές οι συμφωνίες θα είναι ιδιαιτέρως σημαντικές όταν θα γίνει τελικά διαθέσιμο ένα εμβόλιο για τον COVID-19, διότι ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούμε να τερματίσουμε απολύτως αυτήν την πανδημία είναι η ανοσοποίηση των ανθρώπων απέναντί της.
Αυτό με φέρνει στο δεύτερο βήμα που πρέπει να κάνουν οι ηγέτες: να δεσμευθούν στην αναγκαία χρηματοδότηση R&D (έρευνα και ανάπτυξη) για την παρασκευή ενός εμβολίου.
Εχουν υπάρξει πολύ λίγες θετικές ιστορίες για τον COVID-19, αλλά μία από αυτές αφορά την επιστήμη. Πριν από τρία χρόνια, το ίδρυμά μας, το Wellcome Trust, και διάφορες κυβερνήσεις θέσπισαν τον Συνασπισμό για τις Καινοτομίες Επιδημιολογικής Ετοιμότητας (CEPI). Ο στόχος ήταν να επιταχύνουμε τη διαδικασία της δοκιμής εμβολίων και να χρηματοδοτήσουμε νέους, γρηγορότερους τρόπους ανάπτυξης ανοσοποιήσεων. Αν ένας νέος ιός επρόκειτο να αρχίσει να εξαπλώνεται σε ολόκληρο τον κόσμο, θέλαμε να είμαστε έτοιμοι.
Ο CEPI ήδη αναπτύσσει τουλάχιστον οκτώ δυνητικά εμβόλια για τον COVID-19 και οι ερευνητές αισθάνονται βέβαιοι ότι θα έχουν έτοιμο τουλάχιστον ένα μέσα σε 18 μήνες. Αυτό θα ήταν το πιο σύντομο χρονικό διάστημα που θα έχει χρειαστεί ποτέ ο άνθρωπος από τη στιγμή που είδε ένα εντελώς καινούργιο παθογόνο μέχρι τη στιγμή που ανέπτυξε ένα εμβόλιο εναντίον του.
Το χρονοδιάγραμμα αυτό, ωστόσο, εξαρτάται από τη χρηματοδότηση. Πολλά έθνη έχουν συνεισφέρει στον CEPI τις τελευταίες δύο εβδομάδες, αλλά ο συνασπισμός χρειάζεται τουλάχιστον 2 δισ. δολάρια για το έργο του. Αυτό είναι μόνο χονδρικά το νούμερο –η καινοτομία είναι μια απρόβλεπτη επιχείρηση– αλλά οι ηγέτες του G20 πρέπει τώρα να αναλάβουν ουσιαστικές δεσμεύσεις.
Θα πρέπει επίσης να αναγνωρίσουν ότι αυτή η χρηματοδότηση είναι μόνο για τη δημιουργία του εμβολίου και όχι για την παραγωγή ή την παράδοσή του, που θα απαιτήσουν ακόμη περισσότερα χρήματα και προγραμματισμό. Αυτό είναι το τρίτο θέμα που θα πρέπει να αρχίσει να σκέφτεται το G20.
Δεν είμαστε σίγουροι ακόμη για το ποια εμβόλια θα είναι τα πιο αποτελεσματικά και το καθένα απαιτεί μοναδική τεχνολογία για τη δημιουργία του. Αυτό σημαίνει ότι τα έθνη πρέπει να επενδύσουν τώρα σε πολλά διαφορετικά είδη εγκαταστάσεων παραγωγής, γνωρίζοντας ότι κάποια δεν θα χρησιμοποιηθούν ποτέ. Διαφορετικά, θα χάσουμε μήνες από τη στιγμή που το εργαστήριο θα αναπτύξει μια ανοσοποίηση, περιμένοντας τον σωστό παραγωγό ώστε να αποκτήσει την απαιτούμενη κλίμακα.
Ενα άλλο στοιχείο που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι το κόστος: εάν ο ιδιωτικός τομέας είναι πρόθυμος να βγει μπροστά και να φτιάξει αυτό το εμβόλιο, για παράδειγμα, δεν θα πρέπει να χάσει χρήματα για να το κάνει. Ταυτόχρονα, οποιοδήποτε εμβόλιο για τον COVID-19 πρέπει να χαρακτηριστεί «παγκόσμιο δημόσιο αγαθό» και να παραμείνει προσιτό και προσβάσιμο σε όλους. Ευτυχώς, υπάρχουν οργανώσεις όπως η Gavi, η Συμμαχία Εμβολίων, η οποία έχει μακρά ιστορία να βοηθάει τα έθνη χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος ώστε να έχουν πρόσβαση σε κρίσιμους εμβολιασμούς.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, σε μεγάλο βαθμό χάρη στην υποστήριξη από το Ηνωμένο Βασίλειο, η Gavi συνεργάστηκε με τον ΠΟΥ και τη UNICEF για την εισαγωγή 13 νέων εμβολίων, συμπεριλαμβανομένου του εμβολίου για τον Eμπολα, στις 73 φτωχότερες χώρες του κόσμου. Είναι πρόθυμοι και ικανοί να κάνουν το ίδιο με ένα εμβόλιο για τον COVID-19, αλλά και αυτοί χρειάζονται περισσότερη χρηματοδότηση. Συγκεκριμένα, η Gavi θα χρειαστεί 7,4 δισ. δολάρια για τα επόμενα πέντε χρόνια – και αυτό είναι μόνο για να διατηρήσει την τρέχουσα προσπάθεια ανοσοποίησης. Η παράδοση εμβολίου για τον COVID-19 θα κοστίσει ακόμη περισσότερο.
Αυτές οι ετικέτες τιμών, πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων, ίσως φαίνονται πολλά χρήματα – ιδίως σε μια εποχή κατά την οποία ολόκληρες οικονομίες επιβραδύνουν. Αλλά δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με το κόστος μιας πρόχειρης προσπάθειας ανοσοποίησης και μιας πιο μακράς έξαρσης.
Εδώ και 20 χρόνια ζητώ από τους παγκόσμιους ηγέτες να επενδύσουν στην υγεία των φτωχότερων ανθρώπων του κόσμου. Εχω υποστηρίξει ότι ήταν το σωστό – και είναι. Αλλά οι πανδημίες μάς θυμίζουν ότι η βοήθεια προς τους άλλους δεν είναι απλώς το σωστό. Είναι και το έξυπνο.
Η ανθρωπότητα, εξάλλου, δεν συνδέεται μόνο με κοινές αξίες και κοινωνικούς δεσμούς. Είμαστε επίσης συνδεδεμένοι βιολογικά, μέσα από ένα μικροσκοπικό δίκτυο μικροβίων που συνδέει την υγεία του ενός με την υγεία όλων των υπολοίπων.
Σε αυτή την πανδημία είμαστε όλοι συνδεδεμένοι. Αντίστοιχη πρέπει να είναι και η απάντησή μας.
* Ο κ. Μπιλ Γκέιτς είναι συμπρόεδρος του Bill & Melinda Gates Foundation και συνιδρυτής της Microsoft.
Θα πρέπει επίσης να αναγνωρίσουν ότι αυτή η χρηματοδότηση είναι μόνο για τη δημιουργία του εμβολίου και όχι για την παραγωγή ή την παράδοσή του, που θα απαιτήσουν ακόμη περισσότερα χρήματα και προγραμματισμό. Αυτό είναι το τρίτο θέμα που θα πρέπει να αρχίσει να σκέφτεται το G20.
Δεν είμαστε σίγουροι ακόμη για το ποια εμβόλια θα είναι τα πιο αποτελεσματικά και το καθένα απαιτεί μοναδική τεχνολογία για τη δημιουργία του. Αυτό σημαίνει ότι τα έθνη πρέπει να επενδύσουν τώρα σε πολλά διαφορετικά είδη εγκαταστάσεων παραγωγής, γνωρίζοντας ότι κάποια δεν θα χρησιμοποιηθούν ποτέ. Διαφορετικά, θα χάσουμε μήνες από τη στιγμή που το εργαστήριο θα αναπτύξει μια ανοσοποίηση, περιμένοντας τον σωστό παραγωγό ώστε να αποκτήσει την απαιτούμενη κλίμακα.
Ενα άλλο στοιχείο που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι το κόστος: εάν ο ιδιωτικός τομέας είναι πρόθυμος να βγει μπροστά και να φτιάξει αυτό το εμβόλιο, για παράδειγμα, δεν θα πρέπει να χάσει χρήματα για να το κάνει. Ταυτόχρονα, οποιοδήποτε εμβόλιο για τον COVID-19 πρέπει να χαρακτηριστεί «παγκόσμιο δημόσιο αγαθό» και να παραμείνει προσιτό και προσβάσιμο σε όλους. Ευτυχώς, υπάρχουν οργανώσεις όπως η Gavi, η Συμμαχία Εμβολίων, η οποία έχει μακρά ιστορία να βοηθάει τα έθνη χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος ώστε να έχουν πρόσβαση σε κρίσιμους εμβολιασμούς.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, σε μεγάλο βαθμό χάρη στην υποστήριξη από το Ηνωμένο Βασίλειο, η Gavi συνεργάστηκε με τον ΠΟΥ και τη UNICEF για την εισαγωγή 13 νέων εμβολίων, συμπεριλαμβανομένου του εμβολίου για τον Eμπολα, στις 73 φτωχότερες χώρες του κόσμου. Είναι πρόθυμοι και ικανοί να κάνουν το ίδιο με ένα εμβόλιο για τον COVID-19, αλλά και αυτοί χρειάζονται περισσότερη χρηματοδότηση. Συγκεκριμένα, η Gavi θα χρειαστεί 7,4 δισ. δολάρια για τα επόμενα πέντε χρόνια – και αυτό είναι μόνο για να διατηρήσει την τρέχουσα προσπάθεια ανοσοποίησης. Η παράδοση εμβολίου για τον COVID-19 θα κοστίσει ακόμη περισσότερο.
Αυτές οι ετικέτες τιμών, πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων, ίσως φαίνονται πολλά χρήματα – ιδίως σε μια εποχή κατά την οποία ολόκληρες οικονομίες επιβραδύνουν. Αλλά δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με το κόστος μιας πρόχειρης προσπάθειας ανοσοποίησης και μιας πιο μακράς έξαρσης.
Εδώ και 20 χρόνια ζητώ από τους παγκόσμιους ηγέτες να επενδύσουν στην υγεία των φτωχότερων ανθρώπων του κόσμου. Εχω υποστηρίξει ότι ήταν το σωστό – και είναι. Αλλά οι πανδημίες μάς θυμίζουν ότι η βοήθεια προς τους άλλους δεν είναι απλώς το σωστό. Είναι και το έξυπνο.
Η ανθρωπότητα, εξάλλου, δεν συνδέεται μόνο με κοινές αξίες και κοινωνικούς δεσμούς. Είμαστε επίσης συνδεδεμένοι βιολογικά, μέσα από ένα μικροσκοπικό δίκτυο μικροβίων που συνδέει την υγεία του ενός με την υγεία όλων των υπολοίπων.
Σε αυτή την πανδημία είμαστε όλοι συνδεδεμένοι. Αντίστοιχη πρέπει να είναι και η απάντησή μας.
* Ο κ. Μπιλ Γκέιτς είναι συμπρόεδρος του Bill & Melinda Gates Foundation και συνιδρυτής της Microsoft.