(*) Του Απόστολου Λακασά, από την Καθημερινή
Η ιδιωτική εκπαίδευση αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα με το άρθρο 11 του Συντάγματος του 1844 που προέβλεπε τη δυνατότητα «σύστασης εκπαιδευτικών καταστημάτων». Στο Διάταγμα της 18ης Αυγούστου 1856 γίνεται λόγος «περί προγυμνάσεως μαθητών και διδασκαλίας εν ιδιωτικοίς εκπαιδευτηρίοις παρά καθηγητών και διδασκάλων» και ουσιαστικά εισάγονται τα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα μαθήματα στον δημόσιο βίο. Σχεδόν 170 έτη μετά, η ιδιωτική εκπαίδευση έχει καταστεί βασικός πυλώνας στήριξης, της κατ’ ευφημισμόν δωρεάν δημόσιας παιδείας. Πάνω από ένα δισεκατομμύριο ευρώ δίνουν ετησίως οι γονείς σε δίδακτρα σχολείων, φροντιστηρίων και ιδιαίτερα μαθήματα -986,1 εκατ. ευρώ. για δίδακτρα και 256,7 εκατ. ευρώ ο τζίρος των «κατ’οίκον» μαθημάτων-, ενώ η ιδιωτική εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι από τις πιο ανεπτυγμένες στην Ευρώπη.
Ειδικότερα, σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής συνολικά 77.043 μαθητές φοιτούν στα 956 ιδιωτικά νηπιαγωγεία, δημοτικά, γυμνάσια, λύκεια. Οι μαθητές αυτοί -με στοιχεία από τον Ιούνιο του 2014- αποτελούν το 5,75% του συνόλου των 1.338.453 μαθητών. Το 2014, όταν πια η κρίση είχε πλήξει έντονα τη μεσαία τάξη στην Ελλάδα, η μείωση των μαθητών των ιδιωτικών σχολείων ξεπέρασε το 5% (5,2% στα δημοτικά), φθάνοντας το 9,6% στα νηπιαγωγεία. Στα γυμνάσια η μείωση ήταν 6,9% και στα λύκεια 6,2%.
Ακόμη κι έτσι όμως, το ποσοστό των μαθητών στην ιδιωτική εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη. Με βάση στοιχεία της ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής υπηρεσίας «Ευριδίκη», προηγούνται η Πορτογαλία (13,4%), η Κύπρος (12,5%), και η Μάλτα (7%). Μεταξύ αυτών των μαθητών δεν υπολογίζονται όσοι πηγαίνουν στα σχολεία που λειτουργούν σε ιδιωτικό πλαίσιο αλλά για τη λειτουργία τους δεν εξαρτώνται κυρίως από κρατική χρηματοδότηση. Από την άλλη, οι μαθητές στα ανεξάρτητα ιδιωτικά σχολεία κατά μέσο όρο αντιστοιχούν στο 2,9% των συνολικών εγγραφών. Το εντυπωσιακό είναι ότι μεταξύ των ετών 2000 και 2009 ο αριθμός των ιδιωτικών σχολείων αυξήθηκε εντυπωσιακά σε χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που πριν από την πτώση του Τείχους ήταν υπό την ομπρέλα της ΕΣΣΔ.
«Στην Ελλάδα σήμερα τα ιδιωτικά σχολεία καλύπτουν την έγνοια του γονιού να προσφέρει καλή εκπαίδευση στο παιδί του. Επίσης, οι εργαζόμενοι γονείς μπορούν να είναι ήσυχοι ότι το παιδί απασχολείται στο σχολείο, στην περίπτωση που εκείνοι τελειώνουν αργότερα τη δουλειά τους. Τέλος, να τονίσω ότι -κυρίως παλαιότερα- πολλοί γονείς επέλεγαν ιδιωτικό σχολείο για το παιδί τους για να το βοηθήσουν στην περίπτωση που αυτό είχε σημαντικές αδυναμίες» λέει στην «Κ» ο Ν. Παΐζης, ερευνητής του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ.
H «έκρηξη» των ιδιωτικών
«Η ιδιωτική εκπαίδευση άρχισε να διευρύνεται λόγω της οικονομικής ανάπτυξης στη χώρα και της διεύρυνσης της αστικής τάξης» παρατηρεί, μιλώντας στην «Κ», ο Σπ. Μπολφέτας, εκπαιδευτικός με μακρά θητεία στην ιδιωτική εκπαίδευση. Ενδεικτικά, το 2004 οι μαθητές των ιδιωτικών αντιστοιχούσαν στο 4,5% του συνόλου και τα επόμενα έτη το ποσοστό ξεπέρασε το 6% σε μία χώρα όπως η Ελλάδα, με υπογεννητικότητα.
Τότε πολλοί γονείς επέλεγαν το ιδιωτικό σχολείο και ως μέσο κοινωνικής καταξίωσης.
Ενας πρόσθετος λόγος επιλογής του ιδιωτικού σχολείου είναι και η σαφής πτώση της ποιότητας των υπηρεσιών του δημόσιου. Χαρακτηριστικά, πριν από την έναρξη της κρίσης λειτουργούσαν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση τα ολοήμερα σχολεία με διευρυμένο ωράριο και προσέφεραν σημαντική βοήθεια στους εργαζόμενους γονείς. Φέτος, με τις μεγάλες ελλείψεις σε προσωπικό υπάρχουν σχολεία που ολοκληρώνουν το καθημερινό πρόγραμμα έως και τη 1 μ.μ. «Το διευρυμένο ωράριο λειτουργίας, η σταθερότητα στην εκπαίδευση του παιδιού χωρίς κενά και ελλείψεις εκπαιδευτικών, οι καλύτερες υποδομές αποτελούν βασικούς λόγους που ένας γονιός με μέσο εισόδημα θα επιλέξει ιδιωτικό σχολείο» προσθέτει ο κ. Μολφέτας. Παράλληλα, οι εκπαιδευτικοί των ιδιωτικών λειτουργούν υπό όρους αξιολόγησης, χωρίς να παραβλέπεται το γεγονός ότι γίνεται ουσιαστική διδασκαλία σε σύγκριση με τα κενά που συχνά-πυκνά παρατηρούνται σε δημόσια σχολεία. «Επιλέγοντας ιδιωτικό είναι σαν να προικίζουμε τα παιδιά μας με γνώση» λέει στην «Κ» η 46χρονη Ερασμία Παπαδοπούλου, εργαζόμενη στον ιδιωτικό τομέα και με τη 10χρονη κόρη της να φοιτά σε ιδιωτικό σχολείο στα Κιούρκα. «Αυτό είναι η πιο παραγωγική επένδυση στην Ελλάδα της κρίσης. Ας το κάνει το υπ. Παιδείας και με τα δημόσια σχολεία».
Μετά το Λύκειο...
Στον χώρο της μεταλυκειακής ιδιωτικής εκπαίδευσης κατατάσσονται 17 Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΙΕΚ) με περίπου 12.000 μαθητές και 370 εκπαιδευτικούς, 163 Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών με 18.745 σπουδαστές και 1.630 εκπαιδευτικούς, και 30 κολέγια, τα περισσότερα εκ των οποίων συνεργάζονται με ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, ενώ ορισμένα ακολουθούν πρόγραμμα σπουδών κατά τα αμερικανικά πρότυπα.
Ο χώρος βιώνει τους κραδασμούς της οικονομικής κρίσης και μάλιστα φέτος παρατηρείται μία στροφή φοιτητών προς τα ΙΕΚ και τα Εργαστήρια αντί των κολεγίων, τα πτυχία των οποίων πάντως είναι σε υψηλότερο επίπεδο στη διαβάθμιση επαγγελματικών προσόντων. Η στροφή προς τα ΙΕΚ και τα εργαστήρια εξηγείται από το ύψος των διδάκτρων τους -1.500 έως 2.000 ευρώ ετησίως- ενώ το κόστος στα κολέγια κινείται από 5.000 έως 8.000 ευρώ ετησίως. Βέβαια, δεν λείπουν οι προσφορές από τα κολέγια (εκπτώσεις, δόσεις, υποτροφίες), ενώ πληροφορίες της «Κ» αναφέρουν ότι γίνονται κινήσεις -από εκπροσώπους των κολεγίων σε συνεργασία με τα υπουργεία Εξωτερικών και Παιδείας- για την προσέλκυση Κινέζων σπουδαστών.
Φροντιστήρια και ιδιαίτερα σε άνθηση
Η λειτουργία φροντιστηρίων είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη στην Ελλάδα σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και αναλογικά με τον πληθυσμό κάθε χώρας. Κυρίως το φροντιστήριο έχει αναπτυχθεί στην Ασία, και ιδιαίτερα στην Ιαπωνία, την Ινδία, τη Ν. Κορέα και τη Σιγκαπούρη. Από την άλλη, στην Ελλάδα αναμένονται αλλαγές στην αγορά των οργανωμένων φροντιστηρίων, καθώς πλέον τα ιδιαίτερα μαθήματα είναι ανταγωνιστικά, λόγω της κρίσης και της πτώσης των τιμών από τις στρατιές αδιόριστων πτυχιούχων που πληρώνονται «μαύρα».
Στην Ελλάδα, με βάση στοιχεία του ΚΑΝΕΠ, εκτός της τυπικής εκπαίδευσης λειτουργούν συνολικά 9.794 μονάδες με 643.471 μαθητές και 39.409 εκπαιδευτικούς. Από τις μονάδες αυτές, 6.619 είναι κέντρα ξένων γλωσσών, στα οποία φοιτούν 472.423 μαθητές και υπηρετούν 20.019 εκπαιδευτικοί, 2.348 φροντιστήρια δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με 130.683 μαθητές και 16.826 εκπαιδευτικούς και 28 φροντιστήρια τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με 1.268 φοιτητές και 171 εκπαιδευτικούς. Επίσης, υπάρχουν 636 βρεφονηπιακοί και παιδικοί σταθμοί και 163 εργαστήρια ελευθέρων σπουδών.
Ταυτόχρονα, πολλοί γονείς επιλέγουν για τα παιδιά τους ιδιαίτερα μαθήματα, είτε ατομικά είτε σε μικρές ομάδες. Σύμφωνα με πανελλαδική έρευνα της PALMOS ANALYSIS για λογαριασμό του Συλλόγου Εκπαιδευτικών Φροντιστών Αττικής, το 22% των μαθητών Λυκείου (όπου και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον λόγω της προετοιμασίας για τις πανελλαδικές εξετάσεις) κάνει ιδιαίτερα μαθήματα. Λόγω της μεγάλης αύξησης των αδιόριστων πτυχιούχων καθηγητικών σχολών (φυσικών, μαθηματικών, φιλολόγων) πολλοί γονείς επιλέγουν συγγενείς τους να κάνουν ιδιαίτερα στα παιδιά. Ετσι, το κόστος των ιδιαίτερων ποικίλλει, ξεκινώντας από 3,5 ευρώ την ώρα. Στην ίδια έρευνα, το 46% παραδέχθηκε ότι δεν παίρνει απόδειξη για τα ιδιαίτερα και μόνο το 35% είπε ότι λαμβάνει αποδείξεις. Σύμφωνα με στοιχεία του ΚΑΝΕΠ, ο ετήσιος τζίρος της παραοικονομίας του χώρου υπολογίζεται κατ’ ελάχιστο στα 256,7 εκατ. ευρώ, ενώ με βάση την μέση τιμή των διδάκτρων, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Γ.Γ. Εμπορίου, ο συνολικός τζίρος του ιδιωτικού τομέα της εκπαίδευσης (δίδακτρα για σχολεία, φροντιστήρια και άλλα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια) ανέρχεται στα 986,1 εκατ. ευρώ.
Αναμένεται πτώση τζίρου
Για το τρέχον σχολικό έτος βέβαια, λόγω αλλαγής του εξεταστικού συστήματος -τα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα από έξι έως και φέτος μειώνονται σε τέσσερα από το 2016- ο τζίρος των φροντιστηρίων μέσης εκπαίδευσης και των ιδιαίτερων θα μειωθεί.
«Ο εξεταστικοκεντρικός χαρακτήρας του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος ενισχύει τα φροντιστήρια» παρατηρεί, μιλώντας στην «Κ», η φιλόλογος Μαρία Πολυχρονάκη, η οποία έχει κάνει το διδακτορικό της στις Επιστήμες της Αγωγής και έχει μελετήσει το θέμα των φροντιστηρίων. Σύμφωνα με έρευνα υπό την εποπτεία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, βρέθηκε ότι ενώ το 1984 το 64% των μαθητών παρακολουθούσε φροντιστήριο και ιδιαίτερο μάθημα, το 1993 το ποσοστό αυξήθηκε σε 95%. Η μεταρρύθμιση Αρσένη (με εξετάσεις σε όλα τα μαθήματα του σχολείου) παγίωσε το ποσοστό πάνω από 95%. Από την άλλη, τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών έχουν εδραιωθεί εξαιτίας της ανεπάρκειας του σχολείου να προσφέρει επαρκείς και πιστοποιημένες γνώσεις ξένων γλωσσών. «Ενώ η κοινωνιολογία της εκπαίδευσης δείχνει ότι το κίνητρο για μόρφωση έχουν οι μαθητές από τα υψηλότερα οικονομικά στρώματα, αυτό στην Ελλάδα ανατρέπεται. Στη χώρα μας παρατηρείται μία ιδιότυπη κατάσταση, καθώς οι γονείς θέλουν το παιδί να σπουδάσει, έστω κι αν υπάρχει υψηλή ανεργία στον συγκεκριμένο κλάδο. Μία από τις εξηγήσεις είναι και ότι δεν έχει αναπτυχθεί επαρκώς η δευτεροβάθμια επαγγελματική εκπαίδευση» λέει η κ. Πολυχρονάκη.
Η ιδιωτική εκπαίδευση αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα με το άρθρο 11 του Συντάγματος του 1844 που προέβλεπε τη δυνατότητα «σύστασης εκπαιδευτικών καταστημάτων». Στο Διάταγμα της 18ης Αυγούστου 1856 γίνεται λόγος «περί προγυμνάσεως μαθητών και διδασκαλίας εν ιδιωτικοίς εκπαιδευτηρίοις παρά καθηγητών και διδασκάλων» και ουσιαστικά εισάγονται τα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα μαθήματα στον δημόσιο βίο. Σχεδόν 170 έτη μετά, η ιδιωτική εκπαίδευση έχει καταστεί βασικός πυλώνας στήριξης, της κατ’ ευφημισμόν δωρεάν δημόσιας παιδείας. Πάνω από ένα δισεκατομμύριο ευρώ δίνουν ετησίως οι γονείς σε δίδακτρα σχολείων, φροντιστηρίων και ιδιαίτερα μαθήματα -986,1 εκατ. ευρώ. για δίδακτρα και 256,7 εκατ. ευρώ ο τζίρος των «κατ’οίκον» μαθημάτων-, ενώ η ιδιωτική εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι από τις πιο ανεπτυγμένες στην Ευρώπη.
Ειδικότερα, σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής συνολικά 77.043 μαθητές φοιτούν στα 956 ιδιωτικά νηπιαγωγεία, δημοτικά, γυμνάσια, λύκεια. Οι μαθητές αυτοί -με στοιχεία από τον Ιούνιο του 2014- αποτελούν το 5,75% του συνόλου των 1.338.453 μαθητών. Το 2014, όταν πια η κρίση είχε πλήξει έντονα τη μεσαία τάξη στην Ελλάδα, η μείωση των μαθητών των ιδιωτικών σχολείων ξεπέρασε το 5% (5,2% στα δημοτικά), φθάνοντας το 9,6% στα νηπιαγωγεία. Στα γυμνάσια η μείωση ήταν 6,9% και στα λύκεια 6,2%.
Ακόμη κι έτσι όμως, το ποσοστό των μαθητών στην ιδιωτική εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη. Με βάση στοιχεία της ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής υπηρεσίας «Ευριδίκη», προηγούνται η Πορτογαλία (13,4%), η Κύπρος (12,5%), και η Μάλτα (7%). Μεταξύ αυτών των μαθητών δεν υπολογίζονται όσοι πηγαίνουν στα σχολεία που λειτουργούν σε ιδιωτικό πλαίσιο αλλά για τη λειτουργία τους δεν εξαρτώνται κυρίως από κρατική χρηματοδότηση. Από την άλλη, οι μαθητές στα ανεξάρτητα ιδιωτικά σχολεία κατά μέσο όρο αντιστοιχούν στο 2,9% των συνολικών εγγραφών. Το εντυπωσιακό είναι ότι μεταξύ των ετών 2000 και 2009 ο αριθμός των ιδιωτικών σχολείων αυξήθηκε εντυπωσιακά σε χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που πριν από την πτώση του Τείχους ήταν υπό την ομπρέλα της ΕΣΣΔ.
«Στην Ελλάδα σήμερα τα ιδιωτικά σχολεία καλύπτουν την έγνοια του γονιού να προσφέρει καλή εκπαίδευση στο παιδί του. Επίσης, οι εργαζόμενοι γονείς μπορούν να είναι ήσυχοι ότι το παιδί απασχολείται στο σχολείο, στην περίπτωση που εκείνοι τελειώνουν αργότερα τη δουλειά τους. Τέλος, να τονίσω ότι -κυρίως παλαιότερα- πολλοί γονείς επέλεγαν ιδιωτικό σχολείο για το παιδί τους για να το βοηθήσουν στην περίπτωση που αυτό είχε σημαντικές αδυναμίες» λέει στην «Κ» ο Ν. Παΐζης, ερευνητής του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ.
H «έκρηξη» των ιδιωτικών
«Η ιδιωτική εκπαίδευση άρχισε να διευρύνεται λόγω της οικονομικής ανάπτυξης στη χώρα και της διεύρυνσης της αστικής τάξης» παρατηρεί, μιλώντας στην «Κ», ο Σπ. Μπολφέτας, εκπαιδευτικός με μακρά θητεία στην ιδιωτική εκπαίδευση. Ενδεικτικά, το 2004 οι μαθητές των ιδιωτικών αντιστοιχούσαν στο 4,5% του συνόλου και τα επόμενα έτη το ποσοστό ξεπέρασε το 6% σε μία χώρα όπως η Ελλάδα, με υπογεννητικότητα.
Τότε πολλοί γονείς επέλεγαν το ιδιωτικό σχολείο και ως μέσο κοινωνικής καταξίωσης.
Ενας πρόσθετος λόγος επιλογής του ιδιωτικού σχολείου είναι και η σαφής πτώση της ποιότητας των υπηρεσιών του δημόσιου. Χαρακτηριστικά, πριν από την έναρξη της κρίσης λειτουργούσαν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση τα ολοήμερα σχολεία με διευρυμένο ωράριο και προσέφεραν σημαντική βοήθεια στους εργαζόμενους γονείς. Φέτος, με τις μεγάλες ελλείψεις σε προσωπικό υπάρχουν σχολεία που ολοκληρώνουν το καθημερινό πρόγραμμα έως και τη 1 μ.μ. «Το διευρυμένο ωράριο λειτουργίας, η σταθερότητα στην εκπαίδευση του παιδιού χωρίς κενά και ελλείψεις εκπαιδευτικών, οι καλύτερες υποδομές αποτελούν βασικούς λόγους που ένας γονιός με μέσο εισόδημα θα επιλέξει ιδιωτικό σχολείο» προσθέτει ο κ. Μολφέτας. Παράλληλα, οι εκπαιδευτικοί των ιδιωτικών λειτουργούν υπό όρους αξιολόγησης, χωρίς να παραβλέπεται το γεγονός ότι γίνεται ουσιαστική διδασκαλία σε σύγκριση με τα κενά που συχνά-πυκνά παρατηρούνται σε δημόσια σχολεία. «Επιλέγοντας ιδιωτικό είναι σαν να προικίζουμε τα παιδιά μας με γνώση» λέει στην «Κ» η 46χρονη Ερασμία Παπαδοπούλου, εργαζόμενη στον ιδιωτικό τομέα και με τη 10χρονη κόρη της να φοιτά σε ιδιωτικό σχολείο στα Κιούρκα. «Αυτό είναι η πιο παραγωγική επένδυση στην Ελλάδα της κρίσης. Ας το κάνει το υπ. Παιδείας και με τα δημόσια σχολεία».
Μετά το Λύκειο...
Στον χώρο της μεταλυκειακής ιδιωτικής εκπαίδευσης κατατάσσονται 17 Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΙΕΚ) με περίπου 12.000 μαθητές και 370 εκπαιδευτικούς, 163 Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών με 18.745 σπουδαστές και 1.630 εκπαιδευτικούς, και 30 κολέγια, τα περισσότερα εκ των οποίων συνεργάζονται με ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, ενώ ορισμένα ακολουθούν πρόγραμμα σπουδών κατά τα αμερικανικά πρότυπα.
Ο χώρος βιώνει τους κραδασμούς της οικονομικής κρίσης και μάλιστα φέτος παρατηρείται μία στροφή φοιτητών προς τα ΙΕΚ και τα Εργαστήρια αντί των κολεγίων, τα πτυχία των οποίων πάντως είναι σε υψηλότερο επίπεδο στη διαβάθμιση επαγγελματικών προσόντων. Η στροφή προς τα ΙΕΚ και τα εργαστήρια εξηγείται από το ύψος των διδάκτρων τους -1.500 έως 2.000 ευρώ ετησίως- ενώ το κόστος στα κολέγια κινείται από 5.000 έως 8.000 ευρώ ετησίως. Βέβαια, δεν λείπουν οι προσφορές από τα κολέγια (εκπτώσεις, δόσεις, υποτροφίες), ενώ πληροφορίες της «Κ» αναφέρουν ότι γίνονται κινήσεις -από εκπροσώπους των κολεγίων σε συνεργασία με τα υπουργεία Εξωτερικών και Παιδείας- για την προσέλκυση Κινέζων σπουδαστών.
Φροντιστήρια και ιδιαίτερα σε άνθηση
Η λειτουργία φροντιστηρίων είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη στην Ελλάδα σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και αναλογικά με τον πληθυσμό κάθε χώρας. Κυρίως το φροντιστήριο έχει αναπτυχθεί στην Ασία, και ιδιαίτερα στην Ιαπωνία, την Ινδία, τη Ν. Κορέα και τη Σιγκαπούρη. Από την άλλη, στην Ελλάδα αναμένονται αλλαγές στην αγορά των οργανωμένων φροντιστηρίων, καθώς πλέον τα ιδιαίτερα μαθήματα είναι ανταγωνιστικά, λόγω της κρίσης και της πτώσης των τιμών από τις στρατιές αδιόριστων πτυχιούχων που πληρώνονται «μαύρα».
Στην Ελλάδα, με βάση στοιχεία του ΚΑΝΕΠ, εκτός της τυπικής εκπαίδευσης λειτουργούν συνολικά 9.794 μονάδες με 643.471 μαθητές και 39.409 εκπαιδευτικούς. Από τις μονάδες αυτές, 6.619 είναι κέντρα ξένων γλωσσών, στα οποία φοιτούν 472.423 μαθητές και υπηρετούν 20.019 εκπαιδευτικοί, 2.348 φροντιστήρια δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με 130.683 μαθητές και 16.826 εκπαιδευτικούς και 28 φροντιστήρια τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με 1.268 φοιτητές και 171 εκπαιδευτικούς. Επίσης, υπάρχουν 636 βρεφονηπιακοί και παιδικοί σταθμοί και 163 εργαστήρια ελευθέρων σπουδών.
Ταυτόχρονα, πολλοί γονείς επιλέγουν για τα παιδιά τους ιδιαίτερα μαθήματα, είτε ατομικά είτε σε μικρές ομάδες. Σύμφωνα με πανελλαδική έρευνα της PALMOS ANALYSIS για λογαριασμό του Συλλόγου Εκπαιδευτικών Φροντιστών Αττικής, το 22% των μαθητών Λυκείου (όπου και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον λόγω της προετοιμασίας για τις πανελλαδικές εξετάσεις) κάνει ιδιαίτερα μαθήματα. Λόγω της μεγάλης αύξησης των αδιόριστων πτυχιούχων καθηγητικών σχολών (φυσικών, μαθηματικών, φιλολόγων) πολλοί γονείς επιλέγουν συγγενείς τους να κάνουν ιδιαίτερα στα παιδιά. Ετσι, το κόστος των ιδιαίτερων ποικίλλει, ξεκινώντας από 3,5 ευρώ την ώρα. Στην ίδια έρευνα, το 46% παραδέχθηκε ότι δεν παίρνει απόδειξη για τα ιδιαίτερα και μόνο το 35% είπε ότι λαμβάνει αποδείξεις. Σύμφωνα με στοιχεία του ΚΑΝΕΠ, ο ετήσιος τζίρος της παραοικονομίας του χώρου υπολογίζεται κατ’ ελάχιστο στα 256,7 εκατ. ευρώ, ενώ με βάση την μέση τιμή των διδάκτρων, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Γ.Γ. Εμπορίου, ο συνολικός τζίρος του ιδιωτικού τομέα της εκπαίδευσης (δίδακτρα για σχολεία, φροντιστήρια και άλλα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια) ανέρχεται στα 986,1 εκατ. ευρώ.
Αναμένεται πτώση τζίρου
Για το τρέχον σχολικό έτος βέβαια, λόγω αλλαγής του εξεταστικού συστήματος -τα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα από έξι έως και φέτος μειώνονται σε τέσσερα από το 2016- ο τζίρος των φροντιστηρίων μέσης εκπαίδευσης και των ιδιαίτερων θα μειωθεί.
«Ο εξεταστικοκεντρικός χαρακτήρας του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος ενισχύει τα φροντιστήρια» παρατηρεί, μιλώντας στην «Κ», η φιλόλογος Μαρία Πολυχρονάκη, η οποία έχει κάνει το διδακτορικό της στις Επιστήμες της Αγωγής και έχει μελετήσει το θέμα των φροντιστηρίων. Σύμφωνα με έρευνα υπό την εποπτεία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, βρέθηκε ότι ενώ το 1984 το 64% των μαθητών παρακολουθούσε φροντιστήριο και ιδιαίτερο μάθημα, το 1993 το ποσοστό αυξήθηκε σε 95%. Η μεταρρύθμιση Αρσένη (με εξετάσεις σε όλα τα μαθήματα του σχολείου) παγίωσε το ποσοστό πάνω από 95%. Από την άλλη, τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών έχουν εδραιωθεί εξαιτίας της ανεπάρκειας του σχολείου να προσφέρει επαρκείς και πιστοποιημένες γνώσεις ξένων γλωσσών. «Ενώ η κοινωνιολογία της εκπαίδευσης δείχνει ότι το κίνητρο για μόρφωση έχουν οι μαθητές από τα υψηλότερα οικονομικά στρώματα, αυτό στην Ελλάδα ανατρέπεται. Στη χώρα μας παρατηρείται μία ιδιότυπη κατάσταση, καθώς οι γονείς θέλουν το παιδί να σπουδάσει, έστω κι αν υπάρχει υψηλή ανεργία στον συγκεκριμένο κλάδο. Μία από τις εξηγήσεις είναι και ότι δεν έχει αναπτυχθεί επαρκώς η δευτεροβάθμια επαγγελματική εκπαίδευση» λέει η κ. Πολυχρονάκη.