Έβαζες ψεύτικες φωνές, γελούσες κι έκανες πως κλαις
κι εγώ παιδί, α, ρε μαμά.
Πίσω μου τρέχεις μια ζωή, με ένα πιάτο και μια ευχή
τότε με κράταγες σφιχτά, τώρα κοιτάς από μακριά.
Μέσα απ` τα δόντια να μιλάς, σ` ακούω σαν τώρα "Μη με σκας"
"Δε θα σε ανεχτεί κανείς"
"Θα πας χαμένος, θα το δεις", α, ρε μαμά.
Ύστερα λόγια στο χαρτί "Συγγνώμη, σ` αγαπώ πολύ"
"Έίμαι `δω", α, ρε μαμά.
Ζωγράφιζες και μια καρδιά, με νίκαγες με ζαβολιά
κι έβαζες πάντα στο πικάπ το δίσκο με το Ave Maria
Ave Maria.
Χανόσουνα στη μουσική, εσύ γινόσουν το παιδί
κι εγώ ένας άγγελος στη γη, να σε προσέχω μια ζωή.
Τις πόρτες άνοιγες στο φως, να μπει ο ήλιος κι ο θεός
να μας φυλάει, α, ρε μαμά.
Τα βράδια ήσουν μια αγκαλιά κι ανάμεσα απ` τα φιλιά
έκανες τη φωνή λαγού, το λύκο και την αλεπού.
Και όταν γύριζα αργά "θα σου τα πάρω τα κλειδιά"
"θα βρεις τις πόρτες πια κλειστές"
"θα με πεθάνεις, αυτό θες;" α, ρε μαμά.
Μαμά, πού πας ...
κι εγώ παιδί, α, ρε μαμά.
Πίσω μου τρέχεις μια ζωή, με ένα πιάτο και μια ευχή
τότε με κράταγες σφιχτά, τώρα κοιτάς από μακριά.
Μέσα απ` τα δόντια να μιλάς, σ` ακούω σαν τώρα "Μη με σκας"
"Δε θα σε ανεχτεί κανείς"
"Θα πας χαμένος, θα το δεις", α, ρε μαμά.
Ύστερα λόγια στο χαρτί "Συγγνώμη, σ` αγαπώ πολύ"
"Έίμαι `δω", α, ρε μαμά.
Ζωγράφιζες και μια καρδιά, με νίκαγες με ζαβολιά
κι έβαζες πάντα στο πικάπ το δίσκο με το Ave Maria
Ave Maria.
Χανόσουνα στη μουσική, εσύ γινόσουν το παιδί
κι εγώ ένας άγγελος στη γη, να σε προσέχω μια ζωή.
Τις πόρτες άνοιγες στο φως, να μπει ο ήλιος κι ο θεός
να μας φυλάει, α, ρε μαμά.
Τα βράδια ήσουν μια αγκαλιά κι ανάμεσα απ` τα φιλιά
έκανες τη φωνή λαγού, το λύκο και την αλεπού.
Και όταν γύριζα αργά "θα σου τα πάρω τα κλειδιά"
"θα βρεις τις πόρτες πια κλειστές"
"θα με πεθάνεις, αυτό θες;" α, ρε μαμά.
Μαμά, πού πας ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου