Πέμπτη 14 Αυγούστου 2025

Κρατάμε το τραγούδι (Δ.Βασιλείου)

By Agnieszka Agata

Σαν έβγαινε το πρώτο χνούδι

κι’ έρχονταν η ώρα των φιλιών,

τα χείλη λέγανε τραγούδι

που ‘φτανε στο ύψος των πουλιών


Χάιδευε η καρδιά τον πόνο

κι’ επιζητούσε μ’ αγωνία

τ’ όνειρο, π’ όριζε τον τόνο

για μια ζωή μ’ ελευθερία


Η άκρη τ’ όνειρου εφάνη

παρθένα που ’χε κοκκινίσει,

τη λάμψη άρχισε να χάνει

κι’ έφτασε γρήγορα η δύση


Είμαστε πια χωρίς καν χνούδι

κι’ έρχεται η ώρα των θανών,

κρατάμε όμως το τραγούδι

μέχρι την έφοδο των Ουρανών.

Τρίτη 12 Αυγούστου 2025

Τρία αριστουργήματα απο το Βιετνάμ (1820), την Ινδία (1910) και την Ιαπωνία (1914)

Illustration of Thúy Kiều meeting Kim Trọng (19th century painting)
Το Έπος της Κιέου (Νγκουγιέν Ντου –  1820) Επανεκδόθηκε αργότερα και επηρέασε την κοινωνία του Βιετνάμ κατά τη περίοδο 1900-1945), μετατρεπόμενο σε σύμβολο της αντίστασης ενάντια στην κινεζική και γαλλική κυριαρχία. Συντάχθηκε όταν η χώρα ήταν υποτελής της Κίνας και η ποίηση των λόγιων κινούνταν ακόμα μέσα στο κινεζικό σύστημα «χάικου» και «πεντάστιχων». Ο Nguyễn Du, σχολιαστής της δυναστείας Λέι, μετέφερε όμως τη λιμπρέτα του κινεζικού μυθιστορήματος «Τζίν Πινγκ Μέι» σε βιετναμικό έδαφος, δίνοντας στίχους που μιλούσαν τη γλώσσα του λαού και όχι των αυλών. Συνέθεσε 3.254 στίχους λούσου σε 6-8-6 ρυθμό, που διηγούνται 15 έτη ζωής της Θούι Κιέου, μιας πανέμορφης και ευφυούς κόρης που θυσιάζει τον έρωτά της για να ελευθερώσει τον πατέρα της από χρέη, την πτώση της από την αριστοκρατική οικογένεια σε παλλακίδα, την απαγωγή, πορνεία, κατασκοπία, πολιτική εξορία, απόδραση, μοναχικό βίο και την τελική απελευθέρωση της. Η αφήγηση κινείται ως κύματα: κάθε στίχος είναι και μια εκτέλεση, κάθε ρίμα μια λύπη. Μεταξύ των χαρακτήρων η Κιέου δεν είναι θύμα αλλά αγωνίστρια της συνείδησης, ο Κιμ Τρονγκ ο έρωτας που δεν ολοκληρώνεται, ο Τάο Τσι ο «διεφθαρμένος» του συστήματος. Οι θεματικοί άξονες: α) Το Κάρμα και πολιτική: η μοίρα της Κιέου δεν είναι θεϊκή τιμωρία αλλά κοινωνική κατασκευή β) Η γυναίκα και το εθνικό σώμα: το σώμα της Κιέου είναι ο χάρτης των κατακτήσεων και γ) Η γλώσσα και η απελευθέρωση: η βιετναμική λογοτεχνία γεννιέται όταν η Κιέου μιλάει βιετναμικά, όχι κινέζικα. Ο εσωτερικός μονόλογος σε τρίτο πρόσωπο που αναπτύσσεται στο έργο είναι πρωτοποριακός για την εποχή συγγραφής του. Αξιοσημείωτοι συμβολισμοί των λουλουδιών: το γιασεμί είναι η τιμή, ο λωτός είναι πόθος και το νούφαρο θάνατος. Επίσης ο ρυθμός «song thất lục bát» που αντλεί από το λαϊκό τραγούδι, δίνοντας λαϊκή συνοχή σε αριστοκρατικό θέμα. Το «The Tale of Kieu» είναι το εθνικό έπος του Βιετνάμ, συνδυάζει την ποίηση με λαϊκούς ρυθμούς, δημιουργώντας μια γλώσσα «βιετναμική για πρώτη φορά». Αποτελεί καθρέφτη της τότε κοινωνικής υποτέλειας, όσο και ύμνο στην ανθεκτικότητα της γυναίκας. Καταγγέλλει την κάστα, την πορνεία ως οικονομικό σύστημα, την αποικιοκρατία ως πολιτισμική βία. Είναι το πρώτο έργο που δείχνει ότι η ποίηση μπορεί να έχει κοινωνική δυναμική. Αξιοποιήθηκε από τον Χο Τσι Μινχ ως σύμβολο ανάστασης του βιετναμικού λαού. Κλείνοντας, το έργο δεν είναι μόνο το «Δον Κιχώτης του Βιετνάμ», αλλά και η πρώτη γραμμή άμυνας ενάντια σε κάθε μορφή καταπίεσης – από την κάστα ως τον ιμπεριαλισμό – και ταυτόχρονα η αρχή της σύγχρονης βιετναμικής λογοτεχνίας. 

Γκόρα (Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ – 1910). Γραμμένο στο απόγειο του κινήματος swadeshi, όταν η ινδική αστική τάξη διαπραγματεύεται το πέρασμα από την παθητική πίστη στο «αγγλικό πολιτισμικό πρότυπο» στην ένοπλη ή πολιτισμική αντίσταση, το Γκόρα τοποθετεί το πρόβλημα της ταυτότητας στο κέντρο της εθνικής αφύπνισης. Η ανάκτηση της ελευθερίας δεν είναι μόνο πολιτική πράξη αλλά επαναπροσδιορισμός του «τι σημαίνει να είσαι Ινδός». Η ιστορία κινείται σε τρεις δικτυωμένους άξονες: α) Ο Γκόρα, φανατικός ινδουιστής σαμπότ, απορρίπτει κάθε δυτική επιρροή β) Η σχέση του με την Λατσά, χήρα που ζει έξω από τα στεγανά της κάστας και γ) Η αποκάλυψη ότι ο ίδιος είναι ιρλανδός ορφανός, θύμα της αποικιοκρατίας που τον ανέθρεψαν βραχμάνοι. Η ανατροπή αυτή καταρρίπτει όχι μόνο το σύμπαν του ήρωα αλλά και το σύνολο των ιδεολογιών που κινούν το μυθιστόρημα: ινδουισμός, χριστιανισμός, εθνικισμός, φεμινισμός, καπιταλισμός. Ο Γκόρα ως χαρακτήρας είναι ο «σκληρός πυρήνας» της ινδικής παράδοσης που όμως αποδεικνύεται «ξένος». Η Λατσά είναι η ενσάρκωση της γυναικείας ύπαρξης που αμφισβητεί τον πατριαρχικό ινδουισμό. Ο Χαριμόχαν είναι ο ιδεαλιστής δάσκαλος που αναζητεί «σύνθεση» ανάμεσα στους δύο κόσμους. Οι θεματικοί άξονες που αναπτύσσονται: α) Η ταυτότητα ως κατασκεύασμα: το βιολογικό αίμα δεν καθορίζει το πολιτισμικό σώμα β) Η Κάστα και το φύλο: η Λατσά ως γυναίκα που ζει έξω από τα στεγανά της κάστας της και χήρα είναι τριπλά περιθωριακή και γ) Η αποικιοκρατία και η κοινωνική-πολιτισμική υβριδικότητα: η εξουσία δημιουργεί «αλλότριους γιους» και πολυσύνθετες καταστάσεις. Ο Ταγκόρ χρησιμοποιεί εναλλασσόμενη εσωτερική εστίαση που θυμίζει ρομαντισμό και σύγχρονο ρεύμα συνείδησης καθώς και πολυφωνία (βεγκάλι, αγγλικά, σανσκριτικά) για να δείξει ότι η «μητρική γλώσσα» είναι πολλαπλή. Το Γκόρα δεν είναι απλώς μυθιστόρημα του εθνικού εαυτού, αλλά μια μετα-εθνική ανατομή του. Η τελική σκηνή – όπου ο Γκόρα απαρνείται τον ινδουισμό και αγκαλιάζει την «ανθρωπότητα» – προαναγγέλλει τη σύγχρονη ιδέα της μετα-εθνικής πολιτικής ταυτότητας, μια «Ινδία χωρίς τείχη». Παράλληλα, το βιβλίο αποτελεί ρηξικέλευθο φεμινιστικό μανιφέστο: η Λατσά δεν είναι μόνο η «φωνή των γυναικών» αλλά και το μέσο διαλόγου ανάμεσα σε θρησκεία και κοσμικότητα. Το έργο  στέκει ως πρόδρομος του ινδικού μοντερνισμού: προεικονογραφεί την αποδόμηση του εθνικού μύθου και την ανάγκη για έναν «πολυφωνικό» πολιτισμό, όπου η ταυτότητα δεν είναι περιουσία αίματος αλλά συνειδητή πολιτική και κοινωνική πράξη. Στην Ελλάδα η μετάφραση τονίζει την επικαιρότητα του διαλόγου μεταξύ εθνικισμού και κοσμοπολιτισμού (εκδ. Κέδρος 2019).

Κόκορο (Νατσούμε Σοσέκι – 1914).  Ένας φοιτητής συνδέεται με έναν μυστηριώδη καθηγητή, τον «Δάσκαλο», που κουβαλά ένα ένοχο μυστικό από την εποχή της Μεϊτζί. Ο φοιτητής ερωτεύεται την κόρη του, αλλά δεν μπορεί να την παντρευτεί, ο Δάσκαλος αυτοκτονεί, αφήνοντας ένα ημερολόγιο που αποκαλύπτει ένα τρίγωνο προδοσίας, φθόνου και μοναξιάς. Το μυθιστόρημα κλείνει με τον φοιτητή να συνειδητοποιεί ότι «κόκορο» σημαίνει όχι μόνο «καρδιά» αλλά και «μοναξιά του ανθρώπου ενώπιον της ιστορίας». Το έργο είναι το κύκνειο άσμα του Ιαπωνικού Μεϊτζί. Η γλώσσα ακροβατεί ανάμεσα στη παραδοσιακή ιαπωνική και τα δάνεια από τα γερμανικά φιλοσοφικά δοκίμια, η δομή του αφηγητή-μαθητή που γίνεται μαθητής του εαυτού του προαναγγέλλει τον μοντερνισμό. Στο «Κόκορο» η πολιτική δυναμική δεν εκφράζεται με συνθήματα ή σκηνές εξέγερσης, αλλά με τον ήχο του πιστολιού που σβήνει στο κενό και με τη σιωπή που αφήνει πίσω της η πτώση της Μεϊτζί. Ο Natsume Sōseki τοποθετεί την ιστορία την κρίσιμη στιγμή όπου ο «αυτοκρατορικός πατριωτισμός» μεταλλάσσεται σε καπιταλιστικό κράτος-έθνος. Ο «Δάσκαλος» είναι ένας από τους τελευταίους σαμουράι της παλαιάς τάξης που νιώθει τον κόσμο να τον προσπερνά. Η αυτοκτονία του δεν είναι μόνο προσωπική έξοδος, αλλά και έμβλημα της αδυναμίας μιας ολόκληρης γενιάς να προσαρμοστεί στο νέο ιδεώδες του «εκσυγχρονισμού». Από την άλλη, ο φοιτητής-αφηγητής αντιπροσωπεύει τη νεότερη γενιά που ακόμα δεν ξέρει αν θα γίνει υποτελής του κράτους ή υποκείμενο της ιστορίας. Το «κόκορο» γίνεται έτσι ο τόπος όπου η ιδιωτική μοναξιά συναντά τη δημόσια απώλεια νοήματος, η πολιτική εδώ δεν είναι ιδεολογία, αλλά το συνταρακτικό κενό που αφήνει η αλλαγή των εποχών. Η ελληνική έκδοση του 2022 (εκδ. Ίκαρος) επισημαίνει τη διαχρονική σύγκρουση μεταξύ παράδοσης και εκσυγχρονισμού.

Κυριακή 10 Αυγούστου 2025

1933: Πολυδιαβασμενα και καλοπουλημένα λογοτεχνικά έργα

Μπαλέτο-ΕΛΣ-Η-χρυσή-εποχή-φωτό-Β. Κεχαγιάς

Η μορφή των πραγμάτων που θα έρθουν (Χέρμπερτ Τζ. Γουέλς – 1933) Μια οικονομική ύφεση προκαλεί έναν μεγάλο πόλεμο που αφήνει την Ευρώπη κατεστραμμένη και απειλούμενη από την πανούκλα. Το χάος επιστρέφει μεγάλο μέρος του κόσμου σε μεσαιωνικές συνθήκες. Οι τεχνικοί που υπηρέτησαν στο παρελθόν σε αεροπορικές δυνάμεις διαφόρων εθνών διατηρούν ένα δίκτυο λειτουργικών αεροδρομίων. Γύρω από αυτόν τον πυρήνα, ο τεχνολογικός πολιτισμός ξαναχτίζεται, με ειδικευμένους τεχνικούς να καταλαμβάνουν τελικά την παγκόσμια εξουσία και να σαρώνουν τα απομεινάρια των εθνικών κρατών. Δημιουργείται μια «πεφωτισμένη» δικτατορία, η οποία ανοίγει το δρόμο για την παγκόσμια ειρήνη καταργώντας τους εθνικούς διαχωρισμούς, επιβάλλοντας την αγγλική γλώσσα, προωθώντας την επιστημονική μάθηση και θέτοντας εκτός νόμου τη θρησκεία. Οι φωτισμένοι πολίτες του κόσμου είναι σε θέση να καθαιρέσουν τους δικτάτορες ειρηνικά και να συνεχίσουν να αναπτύσσουν μια νέα φυλή υπερ-ταλέντων, ικανών να διατηρήσουν μια μόνιμη ουτοπία. Όπως σημειώνει ο Nathaniel Ward, το μυθιστόρημα του Γουέλς εκδόθηκε δύο χρόνια μετά το «Θαυμαστό Νέο Κόσμο» του Aldous Huxley. Και στα δύο έργα, ένας πόλεμος αφήνει τον κόσμο σε ερείπια, μια αυτοανακηρυγμένη ελίτ αναλαμβάνει τον έλεγχο, τον ξαναχτίζει και επιδίδεται σε κοινωνική μηχανική για να αναδιαμορφώσει την ανθρώπινη κοινωνία. Η κρίσιμη διαφορά είναι ότι η κοινωνία που οραματίζεται ο Huxley είναι εξαιρετικά ιεραρχική, με τους ευφυείς «Άλφα» στην κορυφή και τους καθυστερημένους «Έψιλον» στο κάτω μέρος, με τον Huxley να υποστηρίζει ότι μια κοινωνία που αποτελείται αποκλειστικά από τους δυναμικούς και ανταγωνιστικούς «Άλφα» θα διαλυθεί στο χάος και στις συνεχείς συγκρούσεις. Ήταν αυτό το όραμα που ο Wells πίστευε ότι θα έκανε τον Huxley να μείνει στη μνήμη των επόμενων γενιών ως «αντιδραστικό συγγραφέα». Μεγάλο μέρος του έργου του Γουέλς, είναι αφιερωμένο στο να καταδείξει ότι δεδομένου του χρόνου, μια ελίτ με τον έλεγχο της παγκόσμιας εκπαίδευσης μπορεί να κάνει μια τέτοια κοινωνία ευφυών και δυναμικών «Άλφα» αρμονική και λειτουργική, χωρίς να υπάρχει μια κατώτερη τάξη.

Οι Σαράντα Ημέρες του Μούσα Ντάγ (Φραντς Βίκτορ Βέρφελ – 1933) Το σημαντικότερο μυθιστόρημα του που είναι ένα από τα πρώτα μεγάλα λογοτεχνικά έργα που έφεραν στο φως τη γενοκτονία των Αρμενίων. Κυκλοφόρησε το 1933 και βασίζεται σε αληθινά γεγονότα που εκτυλίχθηκαν το 1915, όταν μια ομάδα Αρμενίων από χωριά της Κιλικίας αρνήθηκε να υποταχθεί στις διαταγές των Οθωμανών για εκτοπισμό και αφανισμό και κατέφυγε στο όρος Μούσα Ντάγ (Όρος Μωυσή). Εκεί, πολιορκημένοι, αντιστάθηκαν ηρωικά για σαράντα μέρες, μέχρι που διασώθηκαν από γαλλικά πολεμικά πλοία. Κεντρικό πρόσωπο του έργου είναι ο Γκάμπριελ, ένας κοσμοπολίτης Αρμένιος που αναλαμβάνει την ηγεσία των αμυνόμενων. Μέσα από την αφήγηση, ο Werfel σκιαγραφεί με δραματικό ρεαλισμό την οδύσσεια αυτών των ανθρώπων: τον φόβο, την ελπίδα, τη σκληρότητα του πολέμου αλλά και την αλληλεγγύη και την αξιοπρέπεια. Το μυθιστόρημα δεν είναι μόνο μια ιστορία ηρωισμού, αλλά και μια βαθιά στοχαστική ματιά πάνω στη βία, τη θρησκευτική και εθνοτική καταπίεση και τη δύναμη του ανθρώπινου πνεύματος απέναντι στην εξουσία. Είχε τεράστια απήχηση στην εποχή του, ενώ προκάλεσε την οργή της Τουρκίας και υπήρξε αντικείμενο διπλωματικών πιέσεων. Απαγορεύτηκε στη ναζιστική Γερμανία, καθώς ο Werfel ήταν Εβραίος και το έργο του θεωρήθηκε «επικίνδυνο» λόγω της καταγγελίας του κρατικού εγκλήματος. Μέχρι σήμερα παραμένει ένα κορυφαίο ιστορικό και λογοτεχνικό μνημείο για τη γενοκτονία των Αρμενίων και ένας ύμνος στη δύναμη της ανθρώπινης αντίστασης.

Φονταμάρα (Ινιάτσιο Σιλόνε – 1933) Το πρώτο και πιο γνωστό μυθιστόρημα του Ιταλού συγγραφέα και διανοούμενου Σεκόντο Τρανκουίλι. Εκδόθηκε αρχικά στη γερμανική γλώσσα, καθώς ο συγγραφέας βρισκόταν στην εξορία, κυνηγημένος από το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι. Αποτελεί μια από τις πρώτες και πιο συγκλονιστικές λογοτεχνικές καταγγελίες της κοινωνικής αδικίας και της καταπίεσης που υπέστησαν οι φτωχοί χωρικοί στην Ιταλία της εποχής. Η ιστορία εκτυλίσσεται στο φανταστικό χωριό Fontamara, που συμβολίζει την άγρια ορεινή περιοχή των Αμπρούζων, ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα. Οι χωρικοί του Fontamara είναι αγράμματοι, φτωχοί και συνεχώς θύματα εκμετάλλευσης από τους γαιοκτήμονες, τους τοπικούς άρχοντες και τους φασίστες. Το έργο ξεκινά με την κλοπή του νερού — πηγή ζωής για τους χωρικούς — από έναν πλούσιο επιχειρηματία, πράξη που συμβολίζει την υφαρπαγή των αγαθών και της αξιοπρέπειας των απλών ανθρώπων από τους ισχυρούς. Ο Silone καταγράφει με γλώσσα λιτή και ρεαλιστική τη μοίρα των «cafoni», όπως αποκαλούνται οι αγρότες: την αφέλεια, τη θρησκευτική πίστη, την ελπίδα για δικαιοσύνη, αλλά και την τραγική κατάληξη κάθε τους προσπάθειας αντίστασης. Το Fontamara δεν είναι απλώς μια κοινωνική καταγγελία· είναι και ένα έργο βαθιά ανθρώπινο, που υμνεί την αντοχή και την ηθική δύναμη των καταπιεσμένων. Αν και γραμμένο σε απλή μορφή, θυμίζοντας λαϊκή αφήγηση, διαθέτει έντονη πολιτική διάσταση και αποτέλεσε ισχυρό όπλο κατά του φασισμού. Το μυθιστόρημα γνώρισε διεθνή απήχηση και παραμένει μέχρι σήμερα σύμβολο του αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη και ελευθερία.

Η μαγεμένη ψυχή (Ρομέν Ρολάν – 1933) Αν και ο 1ος τόμος εκδόθηκε το 1922, η τετραλογία ολοκληρώθηκε το 1933. Η ψυχή μιας γυναίκας μαγεμένης απ’ το θαύμα της ζωής, απ’ τη σκληρότητα, τον πόνο και την ομορφιά, απ’ τον έρωτα και το μίσος -μια ματωμένη ψυχή μαγεμένη πάντα απ’ τη δημιουργία και την καταστροφή- δημιουργεί τη ζωή, αγωνίζεται να την κάνει πιο όμορφη, ώσπου σβήνει τσακισμένη μα πάντα μαγεμένη, κοιτάζοντας μακριά, μ’ ένα χαμόγελο γεμάτο βεβαιότητα για το μέλλον του ανθρώπου. Επικεντρώνεται σε μια γυναίκα, το θηλυκό αντίστοιχο του Ζαν Κριστόφ, την Ανέτ, η οποία σταδιακά απογοητεύεται από τα υλικά αγαθά και μάχεται για να κερδίσει την πνευματική της ελευθερία. Είναι η κορωνίδα του ώριμου έργου του συγγραφέα, ένα ηθικό έπος. Πέρα από την πλοκή, πρόκειται για ένα φιλοσοφικό στοχασμό πάνω στην ατομική συνείδηση, την ευθύνη απέναντι στον εαυτό και στην κοινωνία, τον έρωτα, τη μητρότητα, τον πόλεμο και την ειρήνη. Συνιστά μια πνευματική βιογραφία, πρωτίστως της ηρωίδας Αντουανέτ και στη συνέχεια της αδελφής της Αννέτ, αλλά και μιας ολόκληρης εποχής – της Ευρώπης πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέσα από προσωπικά δράματα, πολιτικές ταραχές και ηθικά διλήμματα, ο Ρολάν φιλοτεχνεί ένα ανθρώπινο και φιλοσοφικό οδοιπορικό με κεντρικό άξονα την αναζήτηση της εσωτερικής ελευθερίας, της ηθικής αλήθειας και της κοινωνικής ευθύνης. Η αφήγηση ξεκινά με την οικογένεια Ριβιέρ: δύο αδελφές, μεγαλώνουν με καταπιεστικό πατέρα και μια μάνα ανίκανη να τις προστατεύσει. Η Αντουανέτ, η μεγαλύτερη, γίνεται πρόωρα γυναίκα, αναλαμβάνει το ρόλο προστάτιδας, ενώ αναπτύσσει ένα βαθύ αίσθημα καθήκοντος και αυτοθυσίας. Η Αντουανέτ ζει έναν πλατωνικό, σχεδόν μυθικό έρωτα, που όμως καταλήγει σε ματαίωση. Στο μεταξύ, καταρρέει οικονομικά και ψυχικά, εξαιτίας του καταπιεστικού περιβάλλοντος, των συναισθηματικών απογοητεύσεων και της έλλειψης εσωτερικής διεξόδου. Πεθαίνει πρόωρα, αφήνοντας την Αννέτ μόνη. Ο πρώτος τόμος λειτουργεί σαν εισαγωγή. Η Αντουανέτ προσωποποιεί την παλιά Ευρώπη, θυσιάζεται χωρίς ανταμοιβή, εξιδανικεύει, υπακούει και καταρρέει από τον συναισθηματικό της ιδεαλισμό. Στο δεύτερο τόμο, η Αννέτ αναλαμβάνει την αφήγηση. Εδώ ξεκινά η δική της πνευματική και ψυχολογική διαδρομή. Μόνη, δυναμική αλλά άπειρη, μένει έγκυος από έναν νεαρό, τον Ζαν, ο οποίος εξαφανίζεται. Αντιμέτωπη με κοινωνικά στερεότυπα, αποφασίζει να κρατήσει το παιδί και να το μεγαλώσει μόνη της – πρόκειται για μια ριζοσπαστική πράξη αυτονομίας για την εποχή της. Βασανίζεται από την αντίφαση μεταξύ προσωπικής ελευθερίας και μητρικής ευθύνης, μεταξύ του έρωτα και του καθήκοντος. Η ηρωίδα εσωτερικεύει τους ενοχικούς μηχανισμούς της κοινωνίας. Ο τόμος αυτός επικεντρώνεται στην ηθική αυτονομία και στο θάρρος της ατομικής επιλογής. Ο Ρολάν εστιάζει στη γυναικεία χειραφέτηση όχι ως μόδα, αλλά ως ηθική αναγκαιότητα. Στη συνέχεια η Αννέτ μεγαλώνει τον γιο της, Μαρκ, με σθένος και τρυφερότητα. Ταυτόχρονα εισέρχεται στον κόσμο της πολιτικής. Βιώνει την Ευρώπη του πολέμου και του μίσους. Αν και δεν ταυτίζεται με την αριστερή γραφειοκρατία, αναζητά στον σοσιαλισμό την κοινωνική δικαιοσύνη. Γνωρίζει τον Μπρούνο, έναν Γερμανό αντιμιλιταριστή, με τον οποίο θα αναπτύξει μια βαθιά συντροφική σχέση. Ο τόμος είναι γεμάτος εσωτερικές συγκρούσεις: πατρίδα ή ειρήνη; αγάπη ή καθήκον; ιδεαλισμός ή δράση; Το κεντρικό ερώτημα εδώ είναι η δράση στον κόσμο χωρίς να προδώσεις τον εαυτό σου. Η Αννέτ δεν είναι πλέον μόνο μάνα ή ερωμένη – είναι πολίτης του κόσμου. Ο Ρολάν υπερασπίζεται έναν ηθικό διεθνισμό. Ο τελευταίος τόμος, ο πιο φιλοσοφικός, πραγματεύεται τη συμφιλίωση. Ο Μαρκ, τώρα έφηβος, δεν συμμερίζεται τις αγωνίες της μητέρας του· είναι ψυχρός, πραγματιστής. Ο Μπρούνο έχει πεθάνει. Η Αννέτ μένει μόνη ξανά, ωστόσο δεν είναι πια η νεαρή θυμωμένη γυναίκα – έχει γαληνέψει. Αναζητά την εσωτερική ειρήνη, όχι ως παραίτηση, αλλά ως συνειδητή αποδοχή του κόσμου. Ο τίτλος του τόμου δεν είναι ειρωνικός: είναι μια ήπια, σχεδόν βουδιστική πρόταση συμφιλίωσης με το τραγικό. Η ψυχή δεν μαγεύεται πλέον από ουτοπίες αλλά από τη βαθύτερη κατανόηση της ζωής. Ο συγγραφέας καταλήγει σε μια κοσμοαντίληψη που ενσωματώνει τον πόνο χωρίς να τον θεοποιεί. Μια πρόταση για έναν ηθικό ανθρωπισμό που δεν απαιτεί υπερήρωες, αλλά συνειδητούς ανθρώπους. Η Αννέτ είναι μια ηρωίδα του 20ού αιώνα: αναζητά την αλήθεια μέσα της, την ελευθερία από τον ηθικό καταναγκασμό, αλλά και τη σύνδεση με τον κόσμο. Δεν είναι τέλεια, είναι ανθρώπινη – αυτό ακριβώς κάνει τη διαδρομή της σημαντική. Ο Ρολάν, επηρεασμένος από τον Τολστόι και τον Γκάντι, προτείνει έναν ηθικό ιδεαλισμό χωρίς φανατισμό. Η λύση δεν είναι η επανάσταση ή η απόσυρση, αλλά η εσωτερική ωρίμανση και η ευθύνη απέναντι στο Όλον. Η γυναικεία εμπειρία παρουσιάζεται με σπάνια ευαισθησία για άνδρα συγγραφέα της εποχής. Η Αννέτ είναι ίσως από τις πιο πλήρεις γυναικείες ηρωίδες της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο ανθρωπισμός του έργου είναι πράος, αλλά όχι αφελής: αποδέχεται την ήττα, αλλά δεν εγκαταλείπει την ελπίδα. Η Μαγεμένη Ψυχή παραμένει επίκαιρη σε μια εποχή ηθικής ασάφειας και πολιτικού φανατισμού. Η πρότασή της είναι: ενότητα μέσα στη διαφορά, ηθική χωρίς φανατισμό, πίστη χωρίς μισαλλοδοξία.

Ματωμένος γάμος (Φ.Γκ.Λόρκα – 1933) Από τα σημαντικότερα θεατρικά έργα του Λόρκα και το πρώτο της λεγόμενης «αγροτικής τριλογίας» του, μαζί με τη Γέρμα και το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα. Το έργο καθιέρωσε τον Λόρκα ως κορυφαίο δραματουργό της εποχής του. Είναι εμπνευσμένο από πραγματικά γεγονότα: μια τραγωδία τιμής που συνέβη στην επαρχιακή Ανδαλουσία, όπου η νύφη εγκατέλειψε τον γαμπρό για τον εραστή της και η ιστορία κατέληξε σε φόνο. Ο Λόρκα μετατρέπει αυτό το περιστατικό σε μια ποιητική τραγωδία με διαχρονική δύναμη, που πραγματεύεται τα πάθη, τη μοίρα, τον θάνατο και τη σύγκρουση ανάμεσα στις επιθυμίες του ατόμου και στις άτεγκτες κοινωνικές επιταγές. Διαδραματίζεται σε μια σκληρή, ανδροκρατούμενη αγροτική κοινωνία, όπου οι έννοιες της τιμής και του αίματος καθορίζουν τις ζωές των ανθρώπων. Η νύφη, διχασμένη ανάμεσα στο καθήκον και στο πάθος, εγκαταλείπει τον γάμο της για τον Λεονάρντο, τον παλιό της έρωτα, με ολέθριες συνέπειες. Η ποίηση του Λόρκα, οι συμβολισμοί, οι λαϊκές μουσικές και οι χοροί που ενσωματώνονται στο έργο ενισχύουν το τραγικό στοιχείο και δημιουργούν μια υποβλητική ατμόσφαιρα. Έργο πλούσιο σε σύμβολα, που ενισχύουν τη δραματική ένταση και τη μοίρα των προσώπων: Το Φεγγάρι - αποκτά πρόσωπο και φωνή, γίνεται συνεργός, λειτουργεί ως αγγελιοφόρος του θανάτου και της μοίρας. Εμφανίζεται ως ζωντανή μορφή που φωτίζει το δάσος και καθοδηγεί προς την αναπόφευκτη τραγωδία. Συμβολίζει τη δύναμη της φύσης και την αναπότρεπτη μοίρα που παραμονεύει τους ανθρώπους όταν παραβαίνουν τους άγραφους νόμους της κοινότητας. Ο Θάνατος - εμφανίζεται με ανθρώπινη μορφή, ως ζητιάνα. Είναι το σύμβολο της μοίρας που καραδοκεί και της βίας που επιβάλλει η κοινωνία. Αντιπροσωπεύει το αναπόφευκτο τέλος των ηρώων και υπενθυμίζει πως όποιος προσπαθήσει να ξεφύγει από τους κοινωνικούς κανόνες θα συναντήσει το τραγικό του πεπρωμένο. Το Αίμα - είναι σύμβολο της ζωής και ταυτόχρονα του θανάτου. Εκφράζει το πάθος, τον έρωτα, την τιμή και την καταστροφή. Είναι το στοιχείο που συνδέει τη γη, τη γενιά και την παράδοση. Το αίμα που χύνεται στο τέλος του έργου σφραγίζει την τραγωδία και την αιώνια επανάληψη του κύκλου βίας. Το Μαχαίρι – εκτός από φαλλικό σύμβολο, εδώ αναπαριστά τη βία και την εκδίκηση. Από την αρχή του έργου η Μητέρα μιλά για το μίσος της στα μαχαίρια, προμηνύοντας το τραγικό τέλος. Είναι το όργανο που ενσαρκώνει την κοινωνική επιταγή της τιμής και του αίματος. Το έργο αποτελεί έναν ύμνο στη δύναμη του ανθρώπινου πάθους, αλλά και μια καταγγελία της βίας που γεννά η κοινωνική καταπίεση. Μέσα από τον μύθο και την ποίηση, ο Λόρκα μιλά για τις πανανθρώπινες συγκρούσεις που εξακολουθούν να συγκινούν το κοινό μέχρι σήμερα.

Το Αληθινό Βιβλίο του Κόκκινου Κεφαλιού (Cao Yu - 1933). Η θεατρική διασκευή του Cao Yu αντλεί τον πυρήνα της από το ομώνυμο κλασικό μυθιστόρημα του 18ου αι., αλλά το φέρνει στο σήμερα του 1930· εστιάζει στις τελευταίες μέρες της πλούσιας οικογένειας Τζιά. Ο νεαρός Πάο-Γιού, ευαίσθητος και καλλιεργημένος, αδυνατεί να εκπληρώσει τις προσδοκίες του πατέρα του· η Λιν Ντάι-Γιού, ανιψιά του, αγαπιέται μαζί του, αλλά η μοίρα της έχει ήδη κλειδωθεί σε έναν πολιτικό γάμο. Καθώς τα οικονομικά χρέη και οι εξωτερικές πιέσεις αυξάνονται, το «Κόκκινο Κεφάλι» – το οικογενειακό μέγαρο – μετατρέπεται σε σκηνικό παρακμής. Το έργο τελειώνει με την κατάρρευση του σπιτιού και τον διασκορπισμό των μελών του. Μεταφέροντας ένα εμβληματικό προ-μοντέρνο κείμενο στο σύγχρονο θέατρο, ο Cao Yu δημιουργεί πολυεπίπεδη αλληγορία: η παρακμή της αριστοκρατίας προαναγγέλλει την κατάρρευση της παλιάς Κίνας. Χρησιμοποιεί τον εσωτερικό μονόλογο και το σπάσιμο του χρόνου για να δείξει πώς το παρελθόν βαραίνει το παρόν. Το 1933, έτος ιαπωνικής εισβολής στη Μαντζουρία, το έργο διαβάζεται ως προειδοποίηση: «κανένας τοίχος δεν προστατεύει πλέον από την ιστορία». Η πρεμιέρα στο Σανγκάη προκάλεσε σκάνδαλο – η λογοκρισία το έκοψε μετά από λίγες παραστάσεις, επιβεβαιώνοντας τη δύναμή του.

Μεσάνυκτα (Mao Dun - 1933). Σανγκάη, Μάιος 1930. Ο Γου Σουν-Φου, μεγαλοαστός χρηματιστής, ρίχνει όλα του τα κεφάλαια στο χρηματιστήριο για να σώσει την υφαντουργία του από την ιαπωνική και ευρωπαϊκή ανταγωνιστική πίεση. Παράλληλα, οι εργάτες του απεργούν, απαιτώντας καλύτερες συνθήκες, ενώ οι μικροϊδιοκτήτες καταστρέφονται το ένας μετά τον άλλον. Σε μία νύχτα – η «νύχτα του μεσονυκτίου» – η φούσκα σκάει· ο Γου χάνει τα πάντα, η εργατική τάξη βγαίνει στους δρόμους, και η πόλη βυθίζεται στο χάος. Το Midnight είναι το πρώτο κινεζικό μυθιστόρημα που επιχειρεί ρεαλιστική «μαρτυρία» της κρίσης του καπιταλισμού. Ο Mao Dun χρησιμοποιεί κινηματογραφικό μοντάζ, εναλλάσσοντας το χρηματιστήριο, το εργοστάσιο και το σπίτι για να δείξει πώς οι ατομικές μοίρες δένονται με την παγκόσμια οικονομία. Η κατάρρευση της Σανγκάης το 1932, λίγους μήνες πριν την έκδοση, έκανε το βιβλίο best-seller και σημείο αναφοράς για την Αριστερά – ο ίδιος ο Στάλιν το χαρακτήρισε «μαρξιστικό μυθιστόρημα χωρίς μαρξιστικά συνθήματα».

Οικογένεια (Ba Jin - 1933). Το σπίτι των Γκαό, μια παραδοσιακή πολυμελής οικογένεια στην Τσενγκντού, είναι «φρούριο» πατριαρχίας. Ο νεαρός Τζουέι, τρίτος γιος, αρνείται τον προκαθορισμένο γάμο και διαβάζει Ρουσό και Ντόστογιεφσκι. Η ξαδέρφη του, Μέι, αγαπιέται μαζί του, αλλά παντρεύεται σύμφωνα με το «συμφέρον» της οικογένειας και πεθαίνει από θλίψη. Όταν ο πατέρας πεθαίνει, ο Τζουέι εγκαταλείπει το σπίτι, αφήνοντας πίσω τα ερείπια του παλιού κόσμου. Το Family είναι το μανιφέστο της «Μεγάλης Εξόδου» της κινεζικής νεολαίας από τον παραδοσιακό οίκο. Ο Ba Jin χρησιμοποιεί ρεαλισμό και μελοδραματισμό για να καταγγείλει τα «τρία σύμβολα καταπίεσης»: πατέρα, σύζυγο, γιο. Το 1933, με το κίνημα της 4ης Μαΐου να βρίσκεται ήδη δεκαπέντε χρόνια πίσω, το βιβλίο έδωσε λέξεις σε μια γενιά που έψαχνε δίοδο από την παράδοση προς τον εκσυγχρονισμό. Εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα διαβάστηκαν μυστικά σε γυμνάσια και πανεπιστήμια· οι πατέρες το έκρυβαν, οι γιοι το έκλεβαν – το σύνθημα «βγες από το σπίτι σου» έγινε πράξη ελευθερίας

Η ανθρώπινη μοίρα (Αντρέ Μαλρώ – 1933) Είναι το τρίτο και τελευταίο μέρος της ασιατικής τριλογίας του Μαλρώ του οποίου προηγήθηκαν «Οι κατακτητές» (1928) και «Η βασιλική οδός» (1930). Θεωρείται κορυφαίο δείγμα του επαναστατικού και υπαρξιακού μυθιστορήματος του 20ού αιώνα. Το έργο διαδραματίζεται στη Σαγκάη του 1927, κατά τη διάρκεια της κομμουνιστικής εξέγερσης εναντίον του εθνικιστικού κόμματος του Τσανγκ Κάι Σεκ, και εξετάζει τα όρια της ανθρώπινης ελευθερίας και της δράσης μέσα σε συνθήκες πολιτικής βίας και ιστορικής αναταραχής. Μέσα από την πλούσια πλοκή και τους πολύπλευρους χαρακτήρες του, αναλύει βαθιά το ζήτημα της ανθρώπινης μοίρας μπροστά στον θάνατο, την προδοσία και την ανάγκη για δέσμευση. Το μυθιστόρημα ξεκινά με τον Χεμίνγκ, έναν Ρώσο επαναστάτη, που οργανώνει τη δολοφονία ενός εμπόρου όπλων για να εξασφαλίσουν οι επαναστάτες τα εφόδια τους. Ο Χεμίνγκ είναι ο πιο ψύχραιμος και ιδεολογικά ακλόνητος ήρωας, που ενσαρκώνει την ιδέα της απόλυτης θυσίας για τον σκοπό. Πλάι του στέκονται άλλα κεντρικά πρόσωπα, όπως ο Κιό, γιος Ιάπωνα επαναστάτη και Κινέζας μητέρας, που βιώνει σπαρακτικά το υπαρξιακό δράμα της επανάστασης και το βάρος της αμφιβολίας. Ο Μπαρόν, ένας πρώην αξιωματικός, και ο Φεράλ, ένας κυνικός καιροσκόπος, συμπληρώνουν το σύνολο των χαρακτήρων που αντιπροσωπεύουν διαφορετικές μορφές στάσης απέναντι στην Ιστορία και την ανθρώπινη συνθήκη. Η αφήγηση του Μαλρώ χαρακτηρίζεται από έντονη εσωτερικότητα και φιλοσοφικό στοχασμό. Ο συγγραφέας δεν περιορίζεται στην εξιστόρηση της πολιτικής σύγκρουσης, αλλά θέτει ερωτήματα για το νόημα της ζωής, την αξία της ανθρώπινης ύπαρξης και την τραγικότητα της ελευθερίας. Οι ήρωες καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα στη ζωή και το καθήκον, ανάμεσα στην προσωπική ευτυχία και την αφοσίωση σε μια συλλογική υπόθεση που συχνά προδίδεται από την ίδια την Ιστορία. Ιδιαίτερο βάρος δίνεται στη μοίρα του Κιό, που τελικά αυτοκτονεί για να μην πέσει στα χέρια των βασανιστών του, ολοκληρώνοντας έτσι τον δικό του τραγικό κύκλο. Το τέλος των περισσότερων ηρώων είναι δραματικό, υπογραμμίζοντας την αδυσώπητη μοίρα που συνοδεύει τον άνθρωπο στις μεγάλες ιστορικές καμπές. Δεν είναι απλώς ένα πολιτικό μυθιστόρημα, αλλά και μια βαθιά μελέτη του ανθρώπινου πόνου, της μοναξιάς και της ανάγκης για νόημα στη ζωή. Ο Μαλρώ συνθέτει μια σκοτεινή συμφωνία πάνω στον αγώνα του ανθρώπου ενάντια στην αναπόφευκτη φθορά και στον θάνατο. Παραμένει μέχρι σήμερα ένα κλασικό ανάγνωσμα για όσους αναζητούν την κατανόηση της ανθρώπινης περιπέτειας μέσα στην Ιστορία 

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2025

"Ο ηγεμών" του Ν.Μακιαβέλι (1532)

Θεωρούμε σκόπιμο να κάνουμε μια μικρή παρουσίαση του βιβλίου «Ο Ηγεμών» (Il Principe) που είναι ένα από τα πιο σημαντικά και πολυσυζητημένα έργα πολιτικής φιλοσοφίας της Αναγέννησης, γραμμένο από τον Ιταλό διανοητή Νικολό Μακιαβέλι το 1513 και δημοσιευμένο μετά το θάνατό του το 1532. Το βιβλίο αποτελεί έναν πρακτικό οδηγό για την απόκτηση και τη διατήρηση της πολιτικής εξουσίας, αλλά και για την έξυπνη διαχείριση της ηγεσίας μέσα σε ρευστές και συχνά βίαιες συνθήκες.

Ο Μακιαβέλι το συνέγραψε στη φάση της πολιτικής του απομόνωσης μετά την πτώση της Δημοκρατίας της Φλωρεντίας και την επιστροφή στην εξουσία των Μεδίκων το 1512, μια περίοδο που τον ανάγκασε να αποστασιοποιηθεί από την ενεργό δράση. Σκοπός του ήταν να κερδίσει την εύνοια των νέων ηγεμόνων και να προσφέρει ένα εγχειρίδιο που αποτυπώνει την εμπειρία του και την κριτική του ματιά προς την πολιτική εξουσία.

Το έργο αποτελείται από 26 κεφάλαια που καλύπτουν θέματα όπως οι διάφορες μορφές ηγεμονιών, οι τρόποι κατάκτησης και διατήρησης της εξουσίας, η σημασία της γενναιοδωρίας αλλά και της σκληρότητας, η πολιτική ευφυΐα και η προσαρμοστικότητα, καθώς και η σχέση του ηγεμόνα με την τύχη και τις υποσχέσεις του. Ο Μακιαβέλι τονίζει ότι ο επιτυχημένος ηγεμόνας δεν πρέπει να διστάζει να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο — ακόμα και αν χρειαστεί να παραβιάσει ηθικούς κανόνες — αρκεί να διασφαλίσει την πολιτική σταθερότητα και την ισχύ του κράτους.

Ένα από τα πιο γνωστά χαρακτηριστικά του «Ηγεμόνα» είναι η απομάκρυνση από τα ιδεαλιστικά πρότυπα ηγεσίας που είχαν διατυπωθεί από αρχαίους και μεσαιωνικούς φιλοσόφους, όπως ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης. Αντίθετα, ο Μακιαβέλι παρουσιάζει τον ηγεμόνα ως έναν ρεαλιστή, στρατηγό και πολιτικό που πρέπει να γνωρίζει πότε να είναι σκληρός και πότε να δείχνει ευσπλαχνία, πώς να αντιμετωπίζει τους αντίπαλους και πώς να κερδίζει την εμπιστοσύνη των υπηκόων του.

Η γλώσσα του είναι απλή και άμεση, χωρίς υπερβολές, ώστε να κάνει σαφείς τις πολιτικές του συμβουλές ακόμα και στους μη ειδικούς. Από το 1532 έχει ασκήσει τεράστια επιρροή στην πολιτική θεωρία και πρακτική, ενίοτε εννοούμενο και ως σύμβολο πολιτικού ρεαλισμού και "μακιαβελισμού". Αποτελεί ένα οδηγό πρακτικής πολιτικής στρατηγικής, ο οποίος διερευνά τις σύνθετες δυναμικές της ηγεσίας με βάση την ιστορική εμπειρία, την παρατήρηση και το ρεαλισμό, προσφέροντας παραδείγματα από την πολιτική σκηνή της εποχής του και εφόδια για κάθε επίδοξο ηγέτη που επιθυμεί να διατηρήσει και να ενισχύσει την εξουσία του σε έναν αβέβαιο κόσμο.

Αποτελεί βασικό έργο ανάγνωσης για όσους ενδιαφέρονται για την πολιτική φιλοσοφία, τη διακυβέρνηση και την ιστορία της πολιτικής σκέψης, μέχρι και σήμερα.

Σημειώνουμε το υψηλό λογοτεχνικό και φιλοσοφικό ενδιαφέρον, καθώς αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά και πολυσυζητημένα πολιτικά κείμενα της Αναγέννησης και της παγκόσμιας πολιτικής σκέψης.

Ιστορική και πολιτική σημασία: «Εγχειρίδιο» προς τους ηγέτες, παρέχοντας συμβουλές για την κατάκτηση και διατήρηση της εξουσίας με ρεαλιστική και συχνά σκληρή προσέγγιση.

Λογοτεχνικά χαρακτηριστικά: Το ύφος είναι σύντομο, ευθύ και αξιομνημόνευτο, χαρακτηριστικό που μεγιστοποιεί την επιρροή των αποφθεγμάτων του. Το έργο είναι επίσης ποιητικό στην ένταση και τη ζωντάνια του λόγου του, που αποτυπώνει τη δυναμική τούτο πολιτικού στοχασμού.

Κοινωνικοπολιτική διάσταση: Αντικατοπτρίζει την κρίση και τις αλλαγές της εποχής του, το πέρασμα από τη μεσαιωνική τάξη σε νέες μορφές εξουσίας, και την ανάδειξη της ατομοκεντρικής πολιτικής σκέψης. Θεωρείται θεμέλιο της σύγχρονης πολιτικής επιστήμης.

Αμφιλεγόμενη φύση: Η ρεαλιστική - και συχνά αμοραλιστική – θεώρηση για την πολιτική προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί πολλές συζητήσεις, γεγονός που προσθέτει βάθος και κίνητρο για μελέτη, κυρίως όσον αφορά τη σχέση μεταξύ ηθικής και εξουσίας.

Εκδόσεις και επιρροή: Η πληθώρα ελληνικών και διεθνών εκδόσεων (άνω των δέκα μόνο στην Ελλάδα) μαρτυρεί το διαχρονικό ενδιαφέρον που προκαλεί το έργο, τόσο σε ακαδημαϊκό όσο και σε ευρύ κοινό.

Συνολικά, το έργο έχει λογοτεχνικά ενδιαφέρον και είναι διαχρονικά σημαντικό, όχι μόνο ως πολιτική πραγματεία, αλλά και ως κείμενο που διερευνά τις θεμελιώδεις ανθρώπινες και κοινωνικές διεργασίες της εξουσίας και της ηγεσίας. 

Κυριακή 3 Αυγούστου 2025

1931-1932: Πολυδιαβασμενα και καλοπουλημένα λογοτεχνικά έργα

Δικαιοσύνη by E.Matiuscenko
336.         Πέτρος ο Λετονός (Ζωρζ Σιμενόν - 1931) Το έργο σηματοδοτεί την αρχή μιας από τις πιο εμβληματικές σειρές αστυνομικής λογοτεχνίας, που καθιέρωσε τον Σιμενόν ως δεξιοτέχνη του είδους. Η υπόθεση ξεκινά με τον Μαγκρέ να καλείται να συλλάβει έναν διεθνή απατεώνα, ο οποίος υποτίθεται ότι πρόκειται να φτάσει με το τρένο στο Παρίσι. Από την αρχή, όμως, τα πράγματα περιπλέκονται: το πτώμα ενός άντρα που μοιάζει με τον Πέτρο βρίσκεται σε βαγόνι του τρένου, ενώ σχεδόν ταυτόχρονα ο φημολογούμενος απατεώνας εμφανίζεται ζωντανός σε διάφορα μέρη της πόλης. Ο Μαγκρέ ξεκινά μια αγωνιώδη καταδίωξη που τον οδηγεί σε σκοτεινά ξενοδοχεία, υπόγεια καταγώγια και πολυσύχναστα καφέ της παρισινής νύχτας. Το Παρίσι του Σιμενόν παρουσιάζεται υγρό, κλειστοφοβικό και απειλητικό, ένα σκηνικό που καθρεφτίζει τη ζοφερή ψυχολογία των χαρακτήρων. Το μυθιστόρημα δεν βασίζεται σε περίπλοκους γρίφους ή εξεζητημένες ανατροπές, η δύναμή του έγκειται στην ατμόσφαιρα και στους χαρακτήρες. Ο Σιμενόν εστιάζει στη σκιαγράφηση ενός κόσμου όπου η εγκληματικότητα δεν είναι μόνο ατομική παρεκτροπή, αλλά συνδέεται με ευρύτερες κοινωνικές και διεθνείς διεργασίες. Ο Μαγκρέ δεν είναι ο αλάνθαστος ντετέκτιβ τύπου Σέρλοκ Χολμς, αλλά ένας άνθρωπος με ευαισθησίες και αμφιβολίες, που παρατηρεί, αφουγκράζεται και συμπάσχει, ακόμη και με τους υπόπτους του. Αποτελεί ένα υποδειγματικό νουάρ μυθιστόρημα, με λιτή αλλά μεστή γραφή, γεμάτη υπόγεια ένταση και μια διαρκή αίσθηση απειλής.         

337.         Στροφή (Γιώργος Σεφέρης – 1931) Η πρώτη έκδοση είναι χωρισμένη σε τρία τμήματα: το πρώτο «Τα κοχύλια», περιλαμβάνει οχτώ ποιήματα και το τρίτο, τα «Σύννεφα», έξι. Το δεύτερο είναι το εκτενέστερο ποίημα «Ερωτικός λόγος». Τα σημαντικότερα στοιχεία των ποιημάτων της συλλογής αυτής είναι η αινιγματικότητα, η λακωνικότητα, η αποφυγή κοινοτοπιών και πλατειασμών, αποδεικνύοντας την τεχνική κατάρτιση του ποιητή. Αυτά τα στοιχεία εξασφαλίζουν την υποβλητικότητα των ποιημάτων του. Το «κρυπτογραφικό» που επισημαίνεται στην ποίηση του Σεφέρη από τον Παλαμά αλλά και άλλους κριτικούς, ίσως να μην είναι άσχετο με τη θητεία και τις προσλαμβάνουσες του από τη Κρυπτογραφική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, αφού μάλιστα του είχαν αναθέσει και την επιμέλεια της έκδοσης ενός λεξικού κρυπτογραφίας.                                           

338.         Θαυμαστός καινούργιος κόσμος (Άλντους Χάξλεϋ – 1932) Εξετάζει τη σχέση ευτυχίας-ελευθερίας και τη φιλοσοφία της τεχνολογικής ουτοπίας. Μάς μεταφέρει σε ένα μέλλον όπου η κοινωνία έχει διαμορφωθεί με βάση την απόλυτη τεχνολογική πρόοδο, τον γενετικό προγραμματισμό και τον μαζικό καταναλωτισμό. Οι άνθρωποι δεν γεννιούνται φυσιολογικά αλλά παράγονται σε εργοστάσια με ελεγχόμενα χαρακτηριστικά, ώστε να ανήκουν σε προκαθορισμένες κοινωνικές τάξεις, από τους Άλφα μέχρι τους Έψιλον. Στον κόσμο αυτόν η ευτυχία επιβάλλεται: το κράτος εξασφαλίζει ότι οι πολίτες του είναι διαρκώς ικανοποιημένοι μέσω της χρήσης του ναρκωτικού «σόμα», της ψυχαγωγίας και της ελεύθερης σεξουαλικότητας, καταργώντας κάθε προσωπική επιθυμία για ατομική ελευθερία ή πνευματική αναζήτηση. Οι παραδοσιακές θρησκείες και η οικογένεια έχουν εξαφανιστεί και αντικατασταθεί από την λατρεία της τεχνολογίας και του Χένρι Φορντ. Η ιστορία ακολουθεί τον Μπέρναρντ και τον φίλο του Χελμχολτς, που νιώθουν παρείσακτοι σε αυτή την κοινωνία, καθώς και τον «άγριο» Τζον, έναν άνθρωπο που μεγάλωσε έξω από τον πολιτισμό και έρχεται αντιμέτωπος με την απάνθρωπη κανονικότητα του «θαυμαστού» αυτού κόσμου. Ο συγγραφέας, μέσα από το έργο του, προειδοποιεί για τους κινδύνους της απόλυτης τεχνολογικής κυριαρχίας, της χειραγώγησης των μαζών και της απώλειας της ελευθερίας. Το βιβλίο παραμένει διαχρονικό, θέτοντας ερωτήματα για το τίμημα της προόδου και τα όρια της ανθρώπινης αυτονομίας.

339.         Το εμβατήριο Ραντέτσκυ (Γιόζεφ Ροτ1932) Η ιστορία ακολουθεί την πορεία της αυστριακής οικογένειας φον Τρόττα, με καταγωγή από τη Σλοβενία, σε τρεις γενιές, παράλληλα με την παρακμή της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Ο παππούς, ήρωας της μάχης του Σολφερίνο, σώζει τη ζωή του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ και αποκτά τίτλο ευγενείας. Ο γιος του, δικαστικός λειτουργός, ζει πιστός στις αρχές του κράτους και της μοναρχίας, ενώ ο εγγονός, αξιωματικός του στρατού, προσωποποιεί την παρακμή και τη διάλυση της παλιάς τάξης πραγμάτων. Το μυθιστόρημα σκιαγραφεί την αποσύνθεση μιας ολόκληρης εποχής, μιας αυτοκρατορίας που παραπαίει ανάμεσα στην παράδοση και την αναπόφευκτη κατάρρευση. Το εμβατήριο, που είναι ο τίτλος του έργου, λειτουργεί ως υπενθύμιση της χαμένης δόξας και της ψευδαίσθησης της αιώνιας ισχύος του κράτους και του αυτοκράτορα. Η αφήγηση είναι βαθιά μελαγχολική, γεμάτη νοσταλγία για έναν κόσμο που χάνεται, ενώ οι χαρακτήρες παλεύουν με την προσωπική τους μοναξιά, τα καθήκοντα και τα αδιέξοδά τους. Ο Ροτ, με πλούσια και ποιητική γλώσσα περιγράφει με μοναδική δεξιοτεχνία την ανθρώπινη μοίρα μέσα στη δίνη της ιστορίας. Το έργο του δεν είναι απλώς χρονικό μιας οικογένειας ή μιας εποχής, αλλά βαθιά στοχασμός πάνω στην πτώση των αυτοκρατοριών, την πίστη, την αφοσίωση και την αναπόφευκτη φθορά του χρόνου.                                                     

340.         Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες (Ρόμπερτ Μούζιλ  1932) Μνημειώδες και ημιτελές (ο τρίτος τόμος εκδόθηκε από τη χήρα του συγγραφέα τη δεκαετία του 1950), γραμμένο σε χιουμοριστικό και ειρωνικό ύφος, ανατέμνει ειρωνικά την αβεβαιότητα της εποχής, τις ψευδείς αξίες και την πολιτική ανοησία των κρατούντων. Η ιστορία εκτυλίσσεται στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία λίγο πριν από το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σε μια κοινωνία που παραπαίει ανάμεσα στη μεγαλοπρέπεια του παρελθόντος και στη διάχυτη αίσθηση παρακμής και αποσύνθεσης. Κεντρικός ήρωας είναι ο Ούλριχ, ο άνθρωπος «χωρίς ιδιότητες», ένας διανοούμενος που προσπαθεί να κατανοήσει τον κόσμο γύρω του αλλά μένει παραλυμένος από την αναποφασιστικότητα και την αμφιβολία. Ο Ούλριχ κινείται σε έναν κύκλο αριστοκρατών, διανοουμένων και γραφειοκρατών που σχεδιάζουν τον εορτασμό των 70 χρόνων βασιλείας του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ, μια «Πατριωτική Δράση» που τελικά καταρρέει, όπως και η αυτοκρατορία την οποία υποτίθεται ότι δοξάζει. Το μυθιστόρημα δεν περιορίζεται στη δράση αλλά εμβαθύνει σε φιλοσοφικούς στοχασμούς για την ταυτότητα, την ηθική, την πρόοδο, την επιστήμη και τον έρωτα. Η γλώσσα του Μούζιλ είναι σύνθετη, διανοητική και γεμάτη ειρωνεία, ενώ το ίδιο το έργο αποτελεί έναν καθρέφτη του τέλους μιας εποχής, όπου οι αξίες καταρρέουν και το άτομο μένει ακυβέρνητο μέσα στο χάος της Ιστορίας. και αυτό, όπως και το προηγούμενο που παρουσιάσαμε «Το εμβατήριο Ραντέτσκυ», αποτυπώνει την παρακμή της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, όμως διαφέρει στη μορφή και στην εστίασή του. Ο Ροτ, υφαίνει μια αφήγηση γεμάτη νοσταλγία και συναισθηματική φόρτιση, παρακολουθεί τη μοίρα μιας οικογένειας που παρασύρεται από την Ιστορία. Αντίθετα, ο Μούζιλ, δημιουργεί ένα έργο διανοητικό, όπου κυριαρχεί η ειρωνεία, η ανάλυση και η φιλοσοφική αναζήτηση. Ο Ροτ δείχνει την κατάρρευση μέσα από ανθρώπινα δράματα και σχέσεις, ενώ ο Μούζιλ αναλύει τον παραλογισμό μιας κοινωνίας χωρίς σταθερές αξίες. Και οι δύο, ωστόσο, καταγράφουν το τέλος ενός κόσμου, ο καθένας με το δικό του μοναδικό ύφος: ο Ροτ με λυρισμό, ο Μούζιλ με στοχαστική αυστηρότητα.

By Gazdag Sandor 1976
341.         Φως τον Αύγουστο (Γουίλιαμ Φώκνερ – 1932) Με ένα χαλαρό, αδόμητο μοντερνιστικό ύφος αφήγησης που αντλεί από τη χριστιανική αλληγορία και την προφορική αφήγηση, ο Φώκνερ εξερευνά θέματα φυλής, φύλου, τάξης και θρησκείας. Εστιάζοντας σε χαρακτήρες που είναι απροσάρμοστοι, απόκληροι ή άλλως περιθωριοποιημένοι στην κοινότητά τους, απεικονίζει τη σύγκρουση αλλοτριωμένων ατόμων ενάντια σε μια πουριτανική, προκατειλημμένη αγροτική κοινωνία. διαδραματίζεται σε φανταστική περιοχή της πολιτείας Μισισιπή, ένα τοπίο που ο Φώκνερ χρησιμοποίησε συχνά για να εξερευνήσει τα τραύματα και τις αντιφάσεις του νότου. Η αφήγηση κινείται ανάμεσα σε πολλούς ήρωες και χρονικές στιγμές, υφαίνοντας ένα σύνθετο πορτρέτο μιας κοινωνίας βυθισμένης στη βία, το ρατσισμό, τη θρησκοληψία και τη μοναξιά. Κεντρικός άξονας της ιστορίας είναι η τραγική μορφή του Τζο Κρίσμας, ενός άνδρα με αδιευκρίνιστη φυλετική ταυτότητα, που μεγάλωσε σε ορφανοτροφεία και αναζητά απεγνωσμένα τη θέση του στον κόσμο. Ο Τζο στοιχειώνεται από την αβεβαιότητα για την καταγωγή του, γίνεται από θύμα θύτης συγκρουόμενος με μια κοινωνία που τον απορρίπτει. Παράλληλα, παρακολουθούμε τη Λίνα, μια νεαρή έγκυο γυναίκα που φτάνει στο Τζέφερσον του Μισισιπή αναζητώντας τον εραστή που την εγκατέλειψε. Ο χαρακτήρας της Λίνα φέρνει μια ελπίδα γαλήνης και αναγέννησης, καθώς ενσαρκώνει την επιμονή και την αθωότητα. Άλλες σημαντικές μορφές είναι ο ιεροκήρυκας Χάιταουερ, ένας άντρας που καταδιώκεται από το παρελθόν του και ζει απομονωμένος, και ο Μπάιρον, ένας μοναχικός εργάτης που βοηθά τη Λίνα. Μέσα από τη διασταύρωση αυτών των ιστοριών, ο Φώκνερ αναδεικνύει την κοινωνική υποκρισία και τις σκοτεινές δυνάμεις που καθορίζουν τη μοίρα των ανθρώπων στον αμερικανικό Νότο. Το έργο ξεχωρίζει για τον ποιητικό και υπαινικτικό του λόγο, την πολλαπλή οπτική αφήγησης και τη βαθιά υπαρξιακή του διάσταση. Ένα έργο που εξετάζει την ανθρώπινη οδύνη, την ταυτότητα και τη μοιραία δύναμη της προκατάληψης, παραμένοντας επίκαιρο και συγκλονιστικό μέχρι σήμερα.

By Kulinyi Istvan 1975
342
.         «1919» (Τζον Ντος Πάσος - 1932) είναι το δεύτερο μέρος της τριλογίας ΗΠΑ, που αποτελεί ένα από τα πιο εμβληματικά έργα του αμερικανικού μοντερνισμού. Εστιάζει στην ταραγμένη περίοδο γύρω από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και τις συνέπειες του για την αμερικανική κοινωνία. Ο τίτλος παραπέμπει στο έτος κατά το οποίο οι ελπίδες και οι απογοητεύσεις ενός έθνους κορυφώνονται, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες βγαίνουν από τον πόλεμο και έρχονται αντιμέτωπες με κοινωνικές εντάσεις, πολιτικές διαμάχες και οικονομικές ανισότητες. Συνεχίζει τη χρήση τα ίδιας αφηγηματικής τεχνικής, όπως στο ¨42ο Παράλληλο¨ συνδυάζοντας διάφορα είδη κειμένων με τις ιδιαίτερες ενότητες Camera Eye, που αποτυπώνουν προσωπικές, σχεδόν ποιητικές, εντυπώσεις του συγγραφέα. Εμφανίζονται ποικίλοι ήρωες: νέοι εργάτες, στρατιώτες, γυναίκες που διεκδικούν χειραφέτηση, διανοούμενοι και καλλιτέχνες. Κοινό τους γνώρισμα είναι η απογοήτευση μπροστά στα ιδανικά που διαψεύστηκαν από τον πόλεμο και το κυνήγι του κέρδους. Ο συγγραφέας αναδεικνύει τις ταξικές συγκρούσεις και τον αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη, ενώ ασκεί δριμεία κριτική στον καπιταλισμό, τον ιμπεριαλισμό και τον αυξανόμενο υλισμό που κυριαρχεί στην αμερικανική κοινωνία. Το έργο δεν αφηγείται μια γραμμική ιστορία αλλά παρουσιάζει έναν κόσμο σε συνειδησιακή κρίση, έναν κόσμο που αναζητά νέα ταυτότητα σε μια εποχή αλλαγών και συγκρούσεων. Με τον πειραματισμό στη μορφή και το περιεχόμενο, το έργο του Ντος Πάσος παραμένει ένα από τα πιο τολμηρά και επιδραστικά πολιτικά μυθιστορήματα του 20ού αιώνα, αποτυπώνοντας με ένταση και πάθος την εποχή του.

343.         Ο δρόμος του καπνού (Έρσκιν Κάλντγουελ - 1932) Αν και συχνά παρουσιάζεται ως έργο κοινωνικού ρεαλισμού, το μυθιστόρημα περιέχει πολλά στοιχεία μαύρης κωμωδίας και εντυπωσιασμού, γεγονός που το κατέστησε αντικείμενο διαμάχης μετά την έκδοσή του. Είναι όμως ένα από τα χαρακτηριστικά έργα της αμερικανικής λογοτεχνίας του Μεσοπολέμου. Το βιβλίο εστιάζει στη φτώχεια, την εξαθλίωση και την παρακμή των λευκών αγροτών του αμερικανικού Νότου, σκιαγραφώντας με ρεαλισμό και με μαύρο χιούμορ τη ζωή μιας οικογένειας που συνθλίβεται από τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Κεντρικοί ήρωες είναι οι Λέστερς, μια οικογένεια φτωχών καπνοκαλλιεργητών που ζει σε μια ετοιμόρροπη καλύβα στη Γεωργία. Ο πατέρας, είναι ένας γέρος γεμάτος όνειρα για το παρελθόν, όταν η γη απέδιδε πλούσιες σοδειές καπνού, αλλά ανήμπορος πια να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Η οικογένεια ζει μέσα στην απόγνωση, την αμάθεια και την αδράνεια, ενώ η πείνα και η εξαθλίωση τους ωθούν σε απελπισμένες πράξεις. Η γυναίκα του Άντι Μπελ, τα παιδιά τους και οι άλλοι χαρακτήρες του μυθιστορήματος παρασύρονται σε έναν κύκλο στέρησης και ηθικής αποσύνθεσης. Το έργο δεν ακολουθεί μια παραδοσιακή πλοκή με κορύφωση και λύση, είναι περισσότερο ένα σκληρό χρονικό της καθημερινής ζωής και της επιβίωσης στα όρια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ο Κάλντγουελ σκιαγραφεί τους ήρωές του χωρίς εξιδανικεύσεις: η άγνοια, η βία, η σεξουαλική καταπίεση και η ωμότητα διαπερνούν το έργο, προκαλώντας συχνά αμηχανία στον αναγνώστη. Παράλληλα, πίσω από την τραγικότητα, διαφαίνεται και ένα είδος πικρής ειρωνείας που απογυμνώνει τις ψευδαισθήσεις της κοινωνίας του Νότου. Το μυθιστόρημα αναδεικνύει την κοινωνική ανισότητα, τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης και την αποτυχία του αμερικανικού ονείρου για τους φτωχότερους. Ππροκάλεσε έντονες αντιδράσεις στην εποχή του, καθώς αποκάλυπτε όψεις της αμερικανικής επαρχίας που πολλοί προτιμούσαν να αγνοούν. Σήμερα παραμένει ένα συγκλονιστικό και επίκαιρο έργο, που φωτίζει τις σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης μοίρας και της κοινωνικής αδικίας.

Luciano Castelli. 1994
344.         Ταξίδι στο τέλος της νύχτας (Λουί-Φερντινάντ Σελίν - 1932) Ένα από τα κορυφαία έργα της γαλλικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας του 20ού αιώνα, λόγω της τολμηρής θεματικής του και της ανατρεπτικής γραφής του. Το βιβλίο είναι μια πικρή, οργισμένη και απαισιόδοξη τοιχογραφία της ανθρώπινης ύπαρξης, μέσα από τα μάτια του αντιηρωικού αφηγητή Μπαρνταμού, γιατρού και ανθρώπου του λαού. Αφηγείται την περιπλάνησή του σε μια σειρά από σκοτεινά και εχθρικά περιβάλλοντα: στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στις αποικίες της Αφρικής, στην Αμερική της βιομηχανικής εκμετάλλευσης και τελικά στις υποβαθμισμένες συνοικίες του Παρισιού. Κάθε σταθμός του ταξιδιού του αποτελεί και μια αποκάλυψη της φρίκης, της βίας, της απληστίας και της μικρότητας που διαποτίζουν τη σύγχρονη κοινωνία. Η αφήγηση του Σελίν είναι βαθιά προσωπική, γεμάτη μαύρο χιούμορ, πικρία και σαρκασμό. Η γλώσσα του είναι προφορική, ωμή, γεμάτη λεκτικές ιδιομορφίες και ρυθμό που θυμίζει προφορικό λόγο, καταρρίπτοντας τα καθιερωμένα ύφη της λογοτεχνίας της εποχής. Το ύφος του επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τη σύγχρονη γαλλική λογοτεχνία. Ο συγγραφέας δίνει φωνή στους ταπεινούς και περιθωριοποιημένους, φωτίζοντας την αθλιότητα και τη μοναξιά τους χωρίς καμιά εξιδανίκευση. Στο επίκεντρο του έργου βρίσκεται η ιδέα της νύχτας ως μεταφοράς για την ανθρώπινη μοίρα: μια διαρκής πορεία μέσα στο σκοτάδι της ύπαρξης, χωρίς ελπίδα σωτηρίας ή εξιλέωσης. Ο Μπαρνταμού δεν αναζητά ήρωες ή ιδανικά, αντίθετα, απογυμνώνει κάθε ψευδαίσθηση γύρω από την πρόοδο, τον πατριωτισμό, την αγάπη και την αλληλεγγύη. Είναι ένα έργο που συγκλονίζει με την αλήθεια και την αμεσότητά του. Η απαισιοδοξία του δεν είναι κυνισμός, αλλά μια ανελέητη κατάδυση στα βάθη της ανθρώπινης κατάστασης. Παραμένει ένα μυθιστόρημα που προκλητικά και με μοναδική λογοτεχνική δύναμη μιλά για τον φόβο, την απελπισία και το αναπόφευκτο της φθοράς.

Τετάρτη 30 Ιουλίου 2025

Η ανάγκη είν΄ η αφορμή (Δ.Βασιλείου)

Hieronymus_Bosch_-_The_Garden_of_Earthly_Delights

 Πόσες εχάρισ’ ηδονές,

πόσες ανέστησε ψυχές,

μα βρέθηκε στον Άδη.

Πόσες ακτίνες έστειλε

το φως, λευκό ανέτειλε,

μα επνίγη στο σκοτάδι.


Όνειρα πυροδότησε,

ότι και να του κόστισε,

για των ανθρώπων τη ζωή.

Έκανε πολλές θυσίες,

ξεπέρασε τις προδοσίες.

Του ’μεινε μόνο η πνοή.


Έτσι, άρχισε και πάλι,

ερώτων νέων, κάλλη

να πλέκει με ορμή,

στου νέου κόσμου την αυλή.

Για θαύμα δεν παρακαλεί,

η ανάγκη είν’ η αφορμή.


27. 07. 2025 Αθήνα

Τρίτη 29 Ιουλίου 2025

ΑΙΕΝ ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ (Του Δ.Βασιλείου)

100 χρόνια πέρασαν απ’ την γέννηση του Μίκη Θεοδωράκη και τέσσερα από τότε, που εκείνο το τραίνο τον πήρε πέρα απ’ τη ζωή, στις φωτεινές λεωφόρους της ιστορίας, του μύθου και του θρύλου. 
Μίκης Θεοδωράκης!
Συμπαντικός χορδιστής και μελωδιστής. Μύστης της αρμονίας της ψυχής και του φωτός, της καρδιάς και της φωτιάς. 
Συμπαντικό θαύμα μιας αρμονίας αγαστής, επαναστάτης κι εραστής.
Άτλαντας της συμπαντικής αρμονίας.
Συνομιλητής και συνδημιουργός της ιστορίας.

Ενοποιό και ταυτοτικό στοιχείο των ανθρώπων ολόκληρης της γης. Ο Μίκης, που μας τραγούδησε για το όνειρο που ’γινε καπνός, αλλά και τις καμπάνες που θα σημάνουν την ανάσταση.
Ο Μίκης, που μας τραγούδησε για το φεγγάρι που μας έκανε μάγια και για τη ζωή μας που να ’ταν σαββατόβραδο.
Ο Μίκης, που μας τραγούδησε για τα αίματα της αγάπης και των ερώτων τα θαύματα.
Ο Μίκης, που μας τραγούδησε για το Χάρο που χόρεψαν και ήπιαν μαζί και που στο τέλος έγιναν φιλαράκια.
Ο Μίκης, που πολέμησε τον Δεκέμβρη, αλλά έγραψε το τραγούδι για τον νεκρό αδελφό.
Αυτός ήταν και είναι ο Μίκης Θεοδωράκης!
Ο Μίκης της Δραπετσώνας και της Βουλής.
Ο Μίκης του καημού και του «χάθηκα».
Ο Μίκης της «Ρωμιοσύνης» και του «Επιτάφιου», του «Canto General» και του «Romancero Gitano», του «Άξιον Εστί» και του «Διόνυσου».

Αυτός ήταν και είναι ο Μίκης Θεοδωράκης που πάνω του «κακιά σκουριά δεν πιάνει».
Μετά την αναχώρηση του τραίνου, που τον πήρε πέρα απ’ τη ζωή, όλοι εκείνοι που τον έριχναν σε φυλακές και εξορίες, όλοι εκείνοι που απαγόρευαν τα τραγούδια του, όλοι εκείνοι που σομποτάριζαν τις συναυλίες του και έκοβαν τα καλώδια των μικροφώνων του, όλοι εκείνοι που τον κατηγορούσαν σαν 
συμβιβασμένο και οπορτουνιστή, όλοι εκείνοι που ασύστολα κι’ αναίσχυντα τον συκοφαντούσαν, όλοι αυτοί που του γύριζαν τη πλάτη, όλοι αυτοί έρχονται σήμερα να τον «υμνήσουν», να τον «τιμήσουν», να τον «τσιμπολογήσουν», να τον «κάνουν κομμάτια άγιου ξύλου», να τον «κάνουν δρόμους και πλατείες», να τον «καρπωθούν» εν τέλει, μπας και γευτούν λίγη αναγνωρισιμότητα, λίγη δόξα, λίγες τιμές, λίγες ψήφους, λίγα λεφτά (και πολλά αν είναι δεν τους πειράζει), λίγο ότι να ’ναι, αρκεί κάτι να ’ναι που να δώσει μια διάτουσσα λάμψη στην αισχρή ασημαντότητά τους.

Εκάς οι βέβηλοι και κάθε λογής έμποροι και διαχειριστές της μνήμης και της ιστορίας μας.

Αυτός ήταν και είναι ο Μίκης Θεοδωράκης, ο δικός μας Μίκης, ο Μίκης του κάθε δικού μας ανθρώπου σ’ όλα τα μήκη και πλάτη αυτής της γης, παιδί του Ουρανού, αδελφός του Προμηθέα, συνάδελφος του Ομήρου. Αυτός ο Μίκης Θεοδωράκης της γης και τα ουρανού, της οικουμένης και του σύμπαντος, του έρωτα και της επανάστασης θα είναι πάντα μαζί μας για να βρούμε τη ψυχή μας και θα βοηθάει να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο, να φωτίζει το Δίκιο και τη Λευτεριά. 

Στη μνήμη του Μίκη Θεοδωράκη, αφιερώνω τα ποιήματά μου , “ΔΙΑΘΗΚΕΣ”, “ΛΙΒΑΝΙΣΤΗΡΙΑ” και “ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ 1944”.

ΔΙΑΘΗΚΕΣ

Τις διαθήκες
των προγόνων της Επανάστασης,
αυτών που προσπαθήσανε
τον κόσμο να αλλάξουν,
προς την Ελευθερία και το Δίκιο
τον δρόμο να χαράξουν,
πέτρινες εντολές και θείους λόγους
εμείς δεν θα τις κάνουμε,
μα οδηγούς ψυχής
και του μυαλού μας προβοκάτορες.

28.08.2023 , Πρέβεζα

ΛΙΒΑΝΙΣΤΗΡΙΑ

Και τώρα, τούτοι εδώ χτίζουν βαριά μνημεία,
μεγαλοπρεπή, δεν λέω, αλλά βαριά, πολύ βαριά,
στων επαναστατών τους τάφους πάνω,
μήπως εκείνοι σηκωθούν και τα λιβανιστήρια τους πάρουν απ’ τα χέρια
και μη τους μαστιγώσουν, σαν ανταπόδοση κι’ αντίποινο 
για την αγιοποίησή τους.

Γιατί αυτοί το ξέρανε πως η Επανάσταση
είναι πράξη και δοκιμασία
καθημερινή και αδιάκοπη!

30.11.2021 , Αθήνα

ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ 1944

Πάνω στον τάφο μου, είπε, να γράψετε με κεφαλαία:
«ΠΟΛΕΜΗΣΕ ΤΟΝ ΔΕΚΕΜΒΡΗ».
Μίκης Θεοδωράκης
Πολέμησε,
33 ημέρες πολεμούσε,
για την τιμή και την αξιοπρέπεια
αυτών που χάθηκαν
κι’ αυτών που θα ’ρθουν.

Πολέμησε,
33 ημέρες πολεμούσε,
για λευτεριά και για ζωή,
για τη ψυχή και τ’ όνειρο
αυτής της γης
και τούτων των ανθρώπων.

Και τον τιμώρησαν σαν άλλο Προμηθέα!
Στης Ικαριάς τα βράχια τον καρφώσαν,
γιατί δεν είχαν Καύκασο,
και το συκώτι του έτρωγαν,
αντί για τον αητό, οι καλοπατριώτες.

Ότι κι αν έγινε μετά,
το σύμπαν κι αν τον φίλησε
κι αρμονικά στον κόσμο κι αν σεργιάνισε,
δεν σβήνει εκείνη η φωτιά
π’ άναψε τον Δεκέμβρη,
μεσ’ στα μυαλά μας αναμμένη
για πάντα παραμένει.

01.12.2023 , Αθήνα

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2025

Πάπισσα Ιωάννα (Εμμανουήλ Ροΐδη – 1866)

Δημοσιεύτηκε την ίδια χρονιά με το "Έγκλημα και Τιμωρία" του Ντοστογιέφσκι και τον "Μπραντ" του Ίψεν. Είναι ένα από τα λίγα νεοελληνικά βιβλία που έγιναν δεκτά στην Ευρώπη του ΧΙΧ αι. και το μόνο ελληνικό μυθιστόρημα του ίδιου αιώνα που είχε διεθνή απήχηση. Μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, μεταξύ των οποίων γαλλικά, γερμανικά, αγγλικά και ρωσικά. Κατατασσόμενο ως ένα από τα λίγα σατυρικά αριστουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, παρέκκλινε σημαντικά από τις συμβάσεις της μυθοπλασίας της εποχής. Με την έκδοσή του, το έργο προκάλεσε συζήτηση στον αθηναϊκό τύπο και άμεση διαμάχη στους θρησκευτικούς κύκλους. Αυτή η αντίδραση αναμφίβολα βοήθησε στην εδραίωση της διαρκούς φήμης του μυθιστορήματος. Η διαμάχη επικεντρώθηκε στην άσεμνη γλώσσα, τις ερωτικές σκηνές και τα κριτικά σχόλια του Ροΐδη για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Το ζήτημα τελικά εισήχθη στην Ιερά Σύνοδο, η οποία χαρακτήρισε το μυθιστόρημα ως βλάσφημο. Ο Ροΐδης απάντησε στην κριτική της Εκκλησίας αρχικά με σατιρικά σχόλια για τον τύπο, ακολουθούμενα - σε πιο σοβαρό τόνο - από το έργο "Λίγα λόγια σε απάντηση στην αφοριστική εγκύκλιο της Συνόδου". Ο Ροΐδης δήλωσε ειρωνικά ότι η διαμάχη αύξησε τη δημοτικότητα του, διαφορετικά θα ήταν γνωστό μόνο σε έναν στενό κύκλο μελετητών. 

Στην καθαυτό αφήγηση, ακριβώς όπως είχε προαναγγείλει στον πρόλογο, παρουσιάζει μία άκρως αρνητική εικόνα του δυτικού κυρίως, αλλά και του ελληνικού μεσαίωνα, καθώς και της σύγχρονης εκκλησιαστικής ζωής. Ένα στοιχείο στο οποίο επιμένει ιδιαίτερα είναι η ερωτική δραστηριότητα των μοναχών: ο πατέρας της Ιωάννας ήταν μοναχός που γνώρισε τη μητέρα της, όταν του την πρόσφερε ένας υπηρέτης με αντάλλαγμα το δόντι ενός Αγίου, η Ιωάννα ακολούθησε την μοναστική ζωή επειδή στον ύπνο της εμφανίστηκε μία Αγία που της εκθείασε τα αγαθά της ζωής στο μοναστήρ,ι λέγοντας ότι οι μοναχές απολαμβάνουν τις επισκέψεις εραστών και πολυτελή ζωή, ενώ διαδίδουν ότι περνούν τη ζωή τους με προσευχές και στερήσεις. Επιπλέον ο Ροΐδης παρουσιάζει τους καθολικούς ιερείς ως αγράμματους, πρόθυμους να παραβιάσουν τη νηστεία βαφτίζοντας ψάρι το κρέας και τους ανώτερους κληρικούς ενδιαφερόμενους μόνο για ραδιουργίες, υλικές απολαύσεις και απόκτηση δόξας και χρημάτων. Στο κεφάλαιο όπου αφηγείται την παραμονή της Ιωάννας στην Αθήνα ο Ροΐδης αναφέρεται εκτενώς στην Ορθόδοξη Εκκλησία και με πολλές αφορμές παρουσιάζει και τους ορθόδοξους ιερείς ενδιαφερόμενους μόνο για τα επίγεια αγαθά, επιρρεπείς στην παραβίαση της νηστείας και στις ερωτικές προσφορές της Ιωάννας, κυρίως όμως κατηγορεί την Ορθόδοξη Εκκλησία για τυπολατρία και συντηρητισμό καθώς και για χαρακτηριστικά που κατά τη γνώμη του απομακρύνουν τους πιστούς από την άσκηση της λατρείας, όπως η μεγάλη διάρκεια της λειτουργίας και η αισθητική των αγιογραφιών και της βυζαντινής ψαλμωδίας (την οποία ονομάζει «ρινοφωνία»). «Ὁ χριστιανισμός κατέπνιξε τὴν εἰδωλολατρείαν καὶ ἐν τούτοις τὸ ἄκακον τοῦτο θῦμα κατέστησε τὸν φονέα του γενικὸν κληρονόμον, κληροδοτῆσαν αὐτῷ τοὺς ναούς, τὰς τελετάς, τὰς θυσίας, τοὺς μάντεις, τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς ὀνειροκρίτας. Ταῦτα πάντα παραλαβόντες οἱ χριστιανοὶ μετεσχημάτισαν ὁπωσοῦν πρὸς χρῆσίν των, ὡς οἱ λογοκλόποι τὰς ξένας ἰδέας, ὀνομάσαντες ἐκκλησίας τοὺς ναούς, τοὺς βωμοὺς θυσιαστήρια, τὰς πομπὰς λιτανείας καὶ τοὺς θεοὺς Ἁγίους. Ἅγ. Νικόλαον τὸν Ποσειδῶνα, τὸν Πᾶνα  Ἅγ. Δημήτριον καὶ Ἀπόλλωνα τὸν Ἅγ. Ἠλίαν, ἀλλ’ εἰς τούτους προσήρτησαν οἱ ἱερεῖς, ἵνα τοὺς καταστήσωσι σεβαστοτέρους, καὶ μακρὰν γενειάδα, ὡς αἱ προαγωγοὶ τῆς Ρώμης ξανθὴν φενάκην εἰς τὰς ὑποτρόφους των, ἵνα ἑλκύωσι πλείονας πελάτας». 

Ο συγγραφέας, δημοσιογράφος στο επάγγελμα έγραφε σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά, και μεταξύ 1875 και 1885 εξέδωσε τη δική του σατιρική εφημερίδα «Ασμοδαίος», μαζί με τον φίλο του και γελοιογράφο Θέμο Άννινο. Μετέφρασε πρώτος στα ελληνικά μυθιστορήματα του Ε.Α.Πόε. Υπογράφοντας τα άρθρα του με διάφορα ψευδώνυμα, σχολίαζε τη δημόσια και πολιτική ζωή της Ελλάδας και συχνά τάχθηκε υπέρ της πολιτικής του Χαρίλαου Τρικούπη. Το 1877 με το άρθρο του «Περί Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης», ενεπλάκη σε δημόσια διαμάχη με τον πολιτικό και συγγραφέα Άγγελο Βλάχο, σχετικά με τις επιρροές και τον χαρακτήρα της σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Ο Ροΐδης ήταν κριτικός απέναντι στον ρομαντισμό στη λογοτεχνία και την ποίηση, και συχνά καυστικός και σαρκαστικός προς τους ρομαντικούς της εποχής του. Δημοσίευσε μια σειρά δοκιμίων, όπου υποστήριζε τη χρήση της δημοτικής γλώσσας, παρόλο που ο ίδιος έγραφε στη καθαρεύουσας. Θεωρούσε την καθομιλουμένη ισάξια με την καθαρεύουσα, σε πλούτο, ακρίβεια και σαφήνεια και υποστήριζε τη συγχώνευση των δύο σε μία γλώσσα, ώστε να αποφευχθεί η διγλωσσία της εποχής. Το 1878 διορίστηκε διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, όπου εργάστηκε κατά τη διάρκεια των κυβερνήσεων Τρικούπη, και απολύθηκε από τις κυβερνήσεις Δεληγιάννη. Έχει πει το γνωστό απόφθεγμα: «Κάθε τόπος υποφέρει από κάτι, η Αγγλία από την ομίχλη, η Ρουμανία από τις ακρίδες, η Αίγυπτος από τις οφθαλμικές ασθένειες και η Ελλάδα από τους Έλληνες». Μετά τον θάνατό του, όπως δήλωσε ο ανιψιός και βιογράφος του, ο ίδιος ο Ροΐδης στην πραγματικότητα δεν αφορίστηκε ποτέ, συνέχισε να ακολουθεί τις θρησκευτικές πρακτικές και έλαβε την τυπική ορθόδοξη ταφή.

Κυριακή 27 Ιουλίου 2025

1930: Πολυδιαβασμενα και καλοπουλημένα λογοτεχνικά έργα

By Antal Pal 1974
«Στην εποχή μας οι άνθρωποι έχουν μάθει να υποτάσσουν τη φιλία σε αυτό που ονομάζεται «πεποιθήσεις». Και μάλιστα με έναν υπερήφανο τόνο ηθικής ορθότητας. Χρειάζεται μεγάλη ωριμότητα για να καταλάβουμε ότι η άποψη που υποστηρίζουμε είναι απλώς η υπόθεση που υποστηρίζουμε, αναγκαστικά ατελής, πιθανώς παροδική, την οποία μόνο πολύ περιορισμένα μυαλά μπορούν να διακηρύξουν ως βεβαιότητα ή αλήθεια. Σε αντίθεση με την παιδική αφοσίωση σε μια πεποίθηση, η αφοσίωση σε έναν φίλο είναι μια αρετή - ίσως η μόνη αρετή, η τελευταία που απομένει». (Μίλαν Κούντερα, Έχθρα και Φιλία)

328.         Χελιδόνια και Αμαζόνες (Άρθουρ Ρένσομ – 1930) Κλασικό έργο της βρετανικής παιδικής λογοτεχνίας, που εγκαινίασε μια ολόκληρη σειρά (12 βιβλία συνολικά) και επηρέασε πολλές γενιές, προβάλλοντας τα ιδανικά της απλής, φυσικής διαβίωσης και της δημιουργικής απασχόλησης των παιδιών. Αφηγείται την ιστορία τεσσάρων παιδιών της οικογένειας Γουόκερ, που περνούν τις καλοκαιρινές τους διακοπές στην περιοχή των Λιμνών της Αγγλίας και με ένα ιστιοπλοϊκό σκάφος με το όνομα Swallow, ξεκινούν περιπέτειες στη λίμνη, εξερευνώντας νησιά και κατασκηνώνοντας στις ακτές της. Σύντομα συναντούν τις αδελφές Μπλακκετ, που έχουν το δικό τους πλοίο, το Amazon, και οι δύο ομάδες μπλέκονται σε παιχνίδια εξερεύνησης, ανταγωνισμών και συνεργασίας. Η ιστορία είναι ύμνος στη φαντασία των παιδιών, την περιπέτεια, την ελευθερία και αυτονομία, τη σχέση ανθρώπου και φύσης και την φιλία και ομαδικότητα. «Τα παιδικά βιβλία είναι ίσως τα πιο δύσκολα να γραφτούν, είναι σίγουρα τα πιο δύσκολα στην κριτική. Γιατί μόνο τα παιδιά μπορούν να κρίνουν σωστά την αξία τους, και τα παιδιά, πολύ σοφά, δεν αναθεωρούν ποτέ. Ένας ενήλικας πρέπει να ανατρέξει στην παιδική του ηλικία και να αναρωτηθεί: Θα μου άρεσε ένα τέτοιο βιβλίο τότε; Η απάντηση, στην περίπτωση του Swallow και των Amazons, είναι πολύ σίγουρη. Ναι. Επιπλέον, το βιβλίο είναι εντελώς γοητευτικό, πέρα από τις ιδιότητες του ως παιδική λογοτεχνία. Αυτό είναι σπάνιο. γιατί, γενικά, τίποτα δεν κάνει πιο θλιβερό το διάβασμα από τη συνειδητή νεανικότητα των ενηλίκων».(Malcolm Muggeridge)

329.         Το Δελφικό μανιφέστο (Άγγελος Σικελιανός – 1930)  Είναι το πνευματικό - ιδεολογικό θεμέλιο και η κορύφωση της Δελφικής Προσπάθειας. «Ο Άνθρωπος, φέροντας μέσα του τον Σπόρο του Πνεύματος όλων των εποχών, δεν έχει άλλη αποστολή από το να τον φυτέψει στον αγρό της Συνείδησης και να τον καρπίσει. Οι Δελφοί, ως τόπος και σύμβολο, δεν ζητούν τίποτε άλλο παρά την Ενότητα. Την Ενότητα του Ανθρώπου με τον Άλλο, με το Όλον, με το Θείο μέσα του. Δεν ήλθαμε εδώ να κοιτάξουμε ερείπια, αλλά να αφυπνίσουμε τον Ρυθμό της Ανθρωπότητας. Γιατί μόνον ο Πνευματικός Ρυθμός οδηγεί στη Ζωή. Όλα τ’ άλλα είναι παραφωνία και Θάνατος.» Οραματίζεται ένα σύμπαν ενότητας μέσω του πολιτισμού και της πνευματικότητας, όπου οι Δελφοί γίνονται σύμβολο παγκόσμιας συνείδησης. Το κείμενο προηγείται κατά δεκαετίες της σύγχρονης συζήτησης για την πολιτιστική παγκοσμιότητα, την οικολογία, τον διάλογο πολιτισμών και τις ολιστικές προσεγγίσεις. Παραμένει όραμα και έμπνευση μέχρι σήμερα ως πρότυπο πνευματικής στάσης ζωής και ως υπόμνηση ότι η αληθινή αναγέννηση αρχίζει από τη συνείδηση του κάθε ανθρώπου.

ChatGPT Image
330.         Το μπάνιο (Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι – 1930) Είναι μια πολιτική σάτιρα που ασκεί σφοδρή κριτική στη γραφειοκρατία της σοβιετικής εποχής. Παρουσιάστηκε ως θεατρικό έργο και αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα του ύφους του συγγραφέα: δυναμικό, ειρωνικό και βαθιά πολιτικό. Ο εφευρέτης Τσουντακόφ δημιουργεί τη Μηχανή του Χρόνου, αλλά αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες, έχοντας να αντιμετωπίσει τη σοβιετική γραφειοκρατία, κυρίως στο πρόσωπο του Πομπεντονόσεφ, ενός αρχέτυπου γραφειοκράτη, που αντιπροσωπεύει το τέρας της διοικητικής αδράνειας και της αυταρέσκειας. Αναζητά την «πρόοδο», μα μπλέκεται σε έναν λαβύρινθο από διαδικασίες, άδειες και παράλογες εντολές. Η παρέμβαση ενός φανταστικού χαρακτήρα, της Φοσφορίνας – μιας επισκέπτριας από το μέλλον – φέρνει στο φως τη στασιμότητα του παρόντος. Η Φοσφορίνα εκπροσωπεί το πνεύμα της αυριανής κοινωνίας, της τεχνολογικής και ηθικής εξέλιξης. Η σύγκρουσή της με τον κόσμο των γραφειοκρατών είναι βαθιά ειρωνική και αποκαλυπτική. Γράφτηκε σε μια περίοδο όπου η Σοβιετική Ένωση άρχιζε να γίνεται περισσότερο αυταρχική και η γραφειοκρατία να πνίγει τις επαναστατικές αξίες. Ο Μαγιακόφσκι χρησιμοποιεί το θέατρο ως όπλο κριτικής και αφύπνισης, με σκηνές γεμάτες φαντασία, χιούμορ και οξύτατους διαλόγους. Παρά τη δημιουργική του δύναμη, το έργο αντιμετωπίστηκε με ψυχρότητα από τις αρχές και δέχτηκε επιθέσεις. Δεν είναι τυχαίο πως ο συγγραφέας αυτοκτόνησε λίγο αργότερα, το 1930, απογοητευμένος από την πορεία της επανάστασης και την προσωπική του ζωή. Παραμένει ένα τολμηρό και διαχρονικό έργο, αποκαλύπτοντας την τραγική ειρωνεία της επαναστατικής προδοσίας από το ίδιο της το σύστημα. Καθώς η αποστολή ξεκινά για το κομμουνιστικό μέλλον, όλοι οι γραφειοκράτες πετιούνται από τη Μηχανή, εκτοξευόμενοι από τον ίδιο τον Χρόνο. «Είναι το μεγαλύτερο φαινόμενο στην ιστορία του ρωσικού θεάτρου, πρέπει να επικροτήσουμε τον ποιητή Μαγιακόφσκι, που μας χάρισε τα κομμάτια της πεζογραφίας, γραμμένα τόσο αριστοτεχνικά όσο και η ποίηση... Χωρίς καμία αμφιβολία, ο Μαγιακόφσκι ξεκινά ολόκληρη  νέα εποχή». (Vsevolod Meyerhold)                                        

Νικηφόρος Λύτρας. 1870
331.         Ο τελευταίος έρωτας της Ντόνα Προυέζ (Υβάν Γκολ - 1930) Ενσωματώνει την ένταση της υπαρξιακής αναζήτησης και της ατομικής απώλειας. Ο Goll, μέλος του κινήματος της «Εξπρεσιονιστικής Ποίησης», επηρεάστηκε από την ένταση και τις αντιφάσεις του σύγχρονου κόσμου. Στο έργο του, χρησιμοποιεί το λογοτεχνικό μοτίβο του παράφορου έρωτα και της τραγικής κατάληξης για να εκφράσει την ανησυχία του για τον ανθρώπινο πόνο και την απομόνωση. Είναι ένα ποιητικό δράμα που ανήκει στη σφαίρα του υπερρεαλιστικού θεάτρου. Ο Goll, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας με βαθιά επίδραση από τον υπερρεαλισμό και τον εξπρεσιονισμό, δημιουργεί ένα έργο στο οποίο η αγάπη, η πίστη και η πνευματική αναζήτηση μπλέκονται με το μυστικισμό και το όραμα. Η ηρωίδα, Ντόνα Προυέζ, είναι μια γυναίκα που παλεύει ανάμεσα στον γήινο έρωτα και το θείο καθήκον. Το έργο εξερευνά το τελευταίο πάθος της προς έναν άνδρα, το οποίο όμως συγκρούεται με τη δέσμευσή της σε έναν ανώτερο σκοπό, σε ένα ιδανικό που υπερβαίνει το προσωπικό. Μέσα από ποιητικούς μονολόγους και συμβολικούς διαλόγους, η Προυέζ παρουσιάζεται ως τραγική φιγούρα που αδυνατεί να συμβιβάσει το πνευματικό με το σαρκικό. Η γραφή του είναι γεμάτη έντονη λυρικότητα και εικόνες που παραπέμπουν σε όνειρο ή οπτασία. Το έργο αντλεί από τη γλώσσα και την αισθητική της θρησκευτικής ποίησης και του μεσαιωνικού μύθου, ενώ η μορφή της Προυέζ παρουσιάζεται ως μια αγία και ταυτόχρονα ερωτευμένη γυναίκα. Ο συγγραφέας προβάλλει τη σύγκρουση ανάμεσα στο πάθος και την υπέρβαση, σε μια εποχή που οι βεβαιότητες της παράδοσης είχαν κλονιστεί από τις ιστορικές και κοινωνικές ανακατατάξεις του Μεσοπολέμου. Το έργο ξεχωρίζει για τη μουσικότητα του λόγου και τη δύναμη των συμβόλων του, ενώ αποτελεί και έναν στοχασμό για τον έρωτα ως μορφή πόνου αλλά και λύτρωσης. Αν και λιγότερο γνωστό από άλλα έργα του Goll, παραμένει σημαντικό δείγμα του θεάτρου-ποίησης της εποχής του.

332.         Το γεράκι της Μάλτας (Ντάσιελ Χάμετ – 1930) Καθιέρωσε τον Χάμετ ως πρωτοπόρο του λεγόμενου «σκληρού» αστυνομικού μυθιστορήματος, ένα είδος που διακρίνεται για τον ρεαλισμό, τον κυνισμό και την ατμόσφαιρα διαφθοράς. Κεντρικός ήρωας είναι ο Σαμ Σπέιντ, ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ στο Σαν Φρανσίσκο. Όταν μια μυστηριώδης γυναίκα, τον προσλαμβάνει για να παρακολουθήσει έναν άντρα, τα πράγματα παίρνουν γρήγορα τραγική τροπή: ο συνεργάτης του Σπέιντ δολοφονείται και ο ίδιος μπλέκεται σε μια υπόθεση προδοσίας και φόνου που περιστρέφεται γύρω από ένα μυστηριώδες, ανεκτίμητο άγαλμα, το θρυλικό γεράκι της Μάλτας. Στην υπόθεση εμπλέκονται σκοτεινοί χαρακτήρες, που είναι πρόθυμοι να κάνουν τα πάντα για να αποκτήσουν το πολύτιμο αντικείμενο. Η επιτυχία του μυθιστορήματος οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη δημιουργία του αντι-ήρωα που έγινε αρχέτυπο: ο Σπέιντ είναι σκληρός, αυτάρκης και ηθικά αμφίσημος. Δεν είναι το πρότυπο του άμεμπτου ντετέκτιβ, αλλά ένας άνθρωπος που κινείται σε έναν κόσμο διαφθοράς χωρίς να χάνει το προσωπικό του κώδικα τιμής. Καθώς επίσης και στη πυκνή και γεμάτη ανατροπές πλοκή. Οι διάλογοι είναι κοφτοί και ρεαλιστικοί, δίνοντας ένταση και αμεσότητα στην αφήγηση. Επιπλέον, το έργο εντυπωσίασε με τη ζωντανή αναπαράσταση του underground αστικού τοπίου και της ατμόσφαιρας παρακμής, ενώ ταυτόχρονα ανέδειξε μια πιο «ώριμη» προσέγγιση στο αστυνομικό μυθιστόρημα, μακριά από τα τετριμμένα  αστυνομικά μυθιστορήματα της εποχής.

333.         Ίχνη (Ερνστ Μπλοχ – 1930) Χρησιμοποιεί την έννοια των «ιχνών» για να αναφερθεί σε όλες τις πολιτισμικές και πνευματικές εκφάνσεις της ανθρώπινης ιστορίας που αφήνουν πίσω τους σημάδια – από θρησκευτικές πεποιθήσεις και πολιτικές κινήσεις μέχρι καλλιτεχνικές και φιλοσοφικές αντιφάσεις. Αυτά τα ίχνη συνδέονται με την αναζήτηση για μια καλύτερη, δικαιότερη κοινωνία και την επιθυμία του ανθρώπου για αλλαγή και προοδευτική εξέλιξη. Θεωρεί ότι η ουτοπία – η ιδέα ενός καλύτερου μέλλοντος – αποτελεί ένα «ίχνος» της ανθρώπινης διάνοιας και των δυνατοτήτων της. Οι άνθρωποι μπορούν να διαμορφώσουν το μέλλον τους μέσα από τη συνειδητοποίηση των ιχνών που αφήνει η ιστορία και η κοινωνία. Είναι συλλογή πεζών αποσπασμάτων (αφορισμοί, μικρές παραβολές, σύντομες διηγήσεις και αναμνήσεις). Πρόκειται για ένα είδος φιλοσοφικού ημερολογίου ή “λογοτεχνικής φιλοσοφίας”, όπου ο Μπλοχ διερευνά τα όρια ανάμεσα στο καθημερινό και το υπερβατικό· σε αυτά που συχνά προσπερνάμε, αλλά φέρουν μέσα τους προάγγελους ενός “όχι ακόμη” καλύτερου κόσμου. Τα κείμενα, συνολικά 87 στην μεταγενέστερη έκδοση, ποικίλλουν όσον αφορά το θέμα: από όνειρα, μύθους, τεχνολογία, κοινωνία έως στιγμιότυπα παιδικών αναμνήσεων. Στο επίκεντρο βρίσκεται η έννοια των "Ιχνών" – οι λεπτομέρειες, τα σκιρτήματα που προκαλούν στάση προβληματισμού και οδηγούν σε βαθύτερη αντίληψη του εαυτού και της ιστορίας, ως χώρο ουτοπικής σκέψης. Χρησιμοποιεί μικρές, συχνά γρίφο-όμοιες αφηγήσεις, που μοιάζουν με νουάρ ανέκδοτα ή φανταστικές παραβολές· ξαφνικές στροφές δίνουν σε απλά περιστατικά διττή σημασία και ενδέχεται να αποκαλύψουν μία άλλη πραγματικότητα πίσω από τα φαινόμενα. Η μελέτη αυτών των στιγμιαίων “ειδικών” σημείων επιτρέπει μια ουτοπική ερμηνεία του πραγματικού.  Σήμερα το Ίχνη αποτελεί το προοίμιο της Κριτικής του Ουτοπικού Σκεπτικού του Μπλοχ – ένα έργο που δείχνει πως μέσα στην καθημερινότητα, ακόμα και το πιο ασήμαντο ίχνος, μπορεί να ενεργοποιήσει τη σκέψη και να οδηγήσει σε μια ουτοπία που μέλλεται.

334.         Το Δυσάρεστο στην κουλτούρα (Σίγκμουντ Φρόιντ – 1930) Είναι, μαζί με την Ομαδική Ψυχολογία και την Ανάλυση του Εγώ του 1921, η πιο ολοκληρωμένη πραγματεία του Φρόιντ για την πολιτισμική θεωρία. Ενα από τα πιο σημαίνοντα κείμενα πολιτιστικής κριτικής του 20ού αιώνα. Το θέμα είναι η αντίθεση μεταξύ της κουλτούρας και των ενστικτωδών παρορμήσεων. Ο πολιτισμός προσπαθεί να σχηματίσει όλο και μεγαλύτερες κοινωνικές ενότητες. Για το σκοπό αυτό, περιορίζει την ικανοποίηση των σεξουαλικών και επιθετικών ορμών. Μεταμορφώνει μέρος της επιθετικότητάς τους σε ενοχή. Με αυτόν τον τρόπο, ο πολιτισμός είναι πηγή οδύνης. Η ανάπτυξή του οδηγεί σε αυξανόμενη ανησυχία. Οι ρητορικές ιδέες του Φρόιντ και οι δραματικές περιγραφές της ψυχολογικής πάλης μεταξύ ευχαρίστησης και κοινωνικών κανόνων έχουν κάνει αυτό το κείμενο βασικό σημείο αναφοράς για κριτικούς που εξετάζουν λογοτεχνικά έργα που αναδεικνύουν ψυχολογικά διλλήματα και τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης.                                                                                                         

335.         42ος παράλληλος (Τζον Ντος Πάσος – 1930) To πρώτο έργο της τριλογίας ¨ΗΠΑ¨, που έχει άλλα δυο, το ¨1919¨ και το ¨The Big Money¨. Χρησιμοποίησε πειραματικές τεχνικές σε αυτά τα μυθιστορήματα. Αν και κάθε μυθιστόρημα στέκεται από μόνο του, η τριλογία έχει σχεδιαστεί για να διαβάζεται ως σύνολο. Οι πολιτικοί και κοινωνικοί προβληματισμοί του στο μυθιστόρημα είναι βαθιά απαισιόδοξοι για την πολιτική και οικονομική κατεύθυνση των ΗΠΑ και λίγοι από τους χαρακτήρες καταφέρνουν να κρατήσουν τα ιδανικά τους. Ένα πολυφωνικό, πειραματικό μυθιστόρημα που αναπαριστά τον μετασχηματισμό της αμερικανικής κοινωνίας από το 1900 έως τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κεντρικό θέμα είναι η σταδιακή απώλεια αθωότητας ενός έθνους που μεταμορφώνεται σε βιομηχανική υπερδύναμη και η κοινωνική ανισότητα, εκμετάλλευση εργατών, διαφθορά και αποξένωση, ακόμα και η ελπίδα για κινηματική επίλυση των αντιθέσεων. Η μέθοδος του Dos Passos έχει σαφή πολιτική φόρτιση· η αφήγηση δείχνει έναν επικριτικό τόνο απέναντι στην εξουσία, την καταστολή των δικαιωμάτων, τον ατομικισμό και τη μετατόπιση του ονείρου σε οικονομικό κέρδος. Δομημένο γύρω από τρεις κεντρικούς άξονες – τη μυθοπλαστική αφήγηση, αποσπάσματα ειδήσεων, σύντομα βιογραφικά ιστορικών προσώπων και αυτοβιογραφικά ρεύματα συνείδησης, το βιβλίο αναπτύσσει την προσωπική και συλλογική εμπειρία της εποχής. Το έργο εστιάζει σε μία πληθώρα χαρακτήρων, όπου ο καθένας αντιπροσωπεύει διαφορετικά κοινωνικά στρώματα και επιδιώξεις. Καθώς οι ΗΠΑ προχωρούν προς τη σύγκρουση του Α’ΠΠ  και την οικονομική τους αναβάθμιση, οι χαρακτήρες βιώνουν τις αντιφάσεις της εντεινόμενης βιομηχανικής ανάπτυξης, της εργασιακής απελπισίας, της κοινωνικής ανόδου ή παρακμής. Η πολυσυλλεκτική, συχνά αντιθετική δομή δημιουργεί ένα καλειδοσκόπιο της Αμερικής – μία «γλωσσικά περιπετειώδη εθνική προσωπογραφία» . Η επιτυχία του Dos Passos είναι ότι εξισορροπεί τον πειραματισμό με την αφηγηματική επιφανειακή πρόσληψη, εξασφαλίζοντας ότι η «δύσκολη τεχνική αφήγησης» δεν κουράζει τον αναγνώστη. Καινοτόμο στην αφήγηση, πλουραλιστικό σε θέματα, διαχρονικό στον προβληματισμό του για τις συνέπειες της βιομηχανικής και πολεμικής ανάπτυξης. Αποτελεί πρόδρομο στην πολιτική μυθοπλασία και σαρωμένο πορτραίτο μίας νεαρής υπερδύναμης που αρχίζει να αντιλαμβάνεται την πραγματική της δύναμη… και τις θυσίες της.

Σημείωση για μερικά από τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα της περιόδου 1924-1930 και την επίδραση του ιστορικού πλαισίου της περιόδου 1924-1930 στη λογοτεχνική δημιουργία:

Στο κόσμο: Περίοδος της «Μεταπολεμικής Ανάκαμψης» (1924–1929), χαρακτηριζόμενη από σχετική οικονομική ευημερία. Αναπτύσσονται οι βασικές τεχνολογίες για τη τηλεόραση (1925). Καταδικάζεται το 2025 ο καθηγητής John T.Scopes στις ΗΠΑ που δίδασκε τη θεωρία της εξέλιξης με νόμο που έμεινε σε ισχύ στο Τενεσί μέχρι το 1967. Η οικονομική κρίση των ΗΠΑ (1929) επηρεάζει γρήγορα όλον τον κόσμο.

Στην Ευρασία: Η Τουρκία υπό τον Ατατούρκ μεταβαίνει σε μια νεωτερική, κοσμική Δημοκρατία. Υλοποιούνται κοινωνικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις (2024). Στην ΕΣΣΔ συνεχίζεται η ανάπτυξη της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (ΝΕΠ) και δημοσιεύεται η πρώτη έκδοση της Μεγάλης Σοβιετικής Εγκυκλοπαίδειας. (1925). Η Τουρκία προχωρά σε καθοριστικές δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, όπως η κατάργηση του χαρεμιού (1926). Στην Άπω Ανατολή η εκσυγχρονιζόμενη Ιαπωνία αργά και σταθερά μετασχηματίζεται σε κύρια δύναμη. Σταθεροποίηση της Σοβιετικής Ένωσης με ΝΕΠ και τον εκσυγχρονισμό της βιομηχανίας (1926). Στη Σοβιετική Ένωση, δημοσιεύονται τα πρώτα μέτρα για τον κεντρικό οικονομικό σχεδιασμό (1928). Ψηφίζεται και αρχίζει η εφαρμογή του πρώτου πεντάχρονου σχεδίου οικονομικής ανάπτυξης  στην  ΕΣΣΔ, που δίνει μεγάλη τεχνολογική και βιομηχανική ώθηση (1930).

Στη Μεσόγειο: Στην Ιταλία, ο Μουσολίνι κηρύσσει επίσημα την εγκαθίδρυση της φασιστικής δικτατορίας του στις 3 Ιανουαρίου 1925 — αλλαγή που διαμορφώνει σταθερά τη μεσογειακή πολιτική σκηνή. Ισχυρή παρουσία Ιταλίας στη Λιβύη — επιρροή που προκάλεσε εντάσεις με άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις. (1927). Οικονομικές συμφωνίες μεταξύ Ιταλίας και Ελλήνων επενδυτών στην Αφρική (1930).

Στην Ελλάδα: Το δημοψήφισμα του 1924 καταργεί τη μοναρχία και ανακηρύσσει την Δεύτερη Ελληνική Δημοκρατία. Το στρατιωτικό πραξικόπημα του Θεόδωρου Πάγκαλου (24–25 Ιουνίου 1925). Ο Πάγκαλος παίρνει την εξουσία και ανακηρύσσεται δικτάτορας. Το 1926 λήξη της δικτατορίας Πάγκαλου μετά από πίεση και λαϊκή αντίδραση. Προσπάθειες εκσυγχρονισμού της διοίκησης των ΟΤΑ με την εφαρμογή τυποποίησης και μέτρων ενίσχυσης της τοπικής αυτοδιοίκησης (1930)

Το οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο διεθνώς τη περίοδο μετά τον Α’ΠΠ χαρακτηρίζεται από έντονες ανακατατάξεις, πολιτική αστάθεια, οικονομικές κρίσεις και μεγάλες κοινωνικές αλλαγές. Το κλίμα αυτό επηρεάζει τη λογοτεχνία, η οποία αναζητά νέους τρόπους έκφρασης και αμφισβητεί παλιές αξίες και δομές. Η εμφάνιση νέων καθεστώτων, η τεχνολογική πρόοδος, ο εκμοντερνισμός και ο κατακερματισμός των παραδοσιακών αφηγήσεων διαμορφώνουν το πολιτισμικό υπόβαθρο της λογοτεχνίας. Εμφανίζονται μοντερνισμοί και πειραματισμοί στη φόρμα και το περιεχόμενο. Μετατόπιση από την παραδοσιακή αφηγηματική λογοτεχνία σε πιο πειραματικές μορφές, αμφισβήτηση της γραμμικότητας και της ρεαλιστικής αποτύπωσης. Χρήση ελεύθερου στίχου στην ποίηση, πολυφωνία, συμβολισμός, σουρεαλισμός, εξπρεσιονισμός και ντανταϊσμός. Στο επίκεντρο μπαίνει η υποκειμενική εμπειρία, το ασύνδετο και το ασυνείδητο, με έντονη επιρροή από την ψυχανάλυση. Επίσης κατά την περίοδο αυτή κυκλοφόρησαν κλασικά δυστοπικά έργα που αμφισβητούσαν τους πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς, με έντονη κριτική σε ολοκληρωτισμούς και τεχνολογικές εξουσίες. Η λογοτεχνία της εποχής φέρνει σε διάλογο διαφορετικούς πολιτισμούς, γλώσσες και ιδεολογίες. Οι συγγραφείς συχνά ήταν αυτοεξόριστοι ή ταξίδευαν, διαμορφώνοντας έργα που συνδύαζαν τοπικούς και παγκόσμιους προβληματισμούς. Παράλληλα, μεγάλα κινήματα όπως ο φουτουρισμός, ο μοντερνισμός και ο σουρεαλισμός αποκτούν διεθνείς διαστάσεις. Μεταξύ των θεματικών και ιδεολογικών τάσεων ξεχωρίζουν: Η κρίση και αναζήτηση ταυτότητας μετά τους πολέμους και τις κοινωνικές αναταράξεις. Η αμφισβήτηση της εξουσίας, της γραφειοκρατίας, και του ολοκληρωτισμού. Ο πραγματισμός των ανθρώπινων σχέσεων μέσα σε μια αποξενωμένη, μηχανιστική κοινωνία. Η ενασχόληση με το υποσυνείδητο, το όνειρο και το παράλογο. Τέλος αναδύεται και κυριαρχεί η ποικιλομορφία των ειδών και λογοτεχνικών μορφών. Ανάπτυξη νέων ειδών όπως το μοντέρνο μυθιστόρημα, το ψυχολογικό μυθιστόρημα, το δοκίμιο, και η πεζοποίηση. Επίσης πειραματισμοί με τη γλώσσα, δημοτικισμό και επίσημη γλώσσα, χρήση λογοτεχνικής γλώσσας ως μέσο «ανοικείωσης» (ξένης, αποκλίνουσας χρήσης της γλώσσας).

Στη χώρα μας, καίρια λογοτεχνική κίνηση της περιόδου ήταν η «γενιά του ’30», που εισήγαγε τον μοντερνισμό και έφερε σε επαφή τη νεοελληνική ποίηση με τις σύγχρονες ευρωπαϊκές καλλιτεχνικές εξελίξεις. Χαρακτηρίζεται από την εκφραστική λιτότητα, τη χρήση του ελεύθερου στίχου, την ανανέωση θεμάτων και μορφών, και τη ρήξη με παλιότερες παραδοσιακές φόρμες. Μεταξύ των σημαντικότερων εκπροσώπων της: Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης (αν και νεότερος), Γιάννης Ρίτσος, Ανδρέας Εμπειρίκος, Νίκος Εγγονόπουλος, Άγγελος Σικελιανός. Η γενιά αυτή ανέπτυξε έναν διάλογο μεταξύ παράδοσης και μοντερνισμού, πολυφωνική και διφορούμενη ως προς το ιδεολογικό και αισθητικό της περιεχόμενο.