Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2025

1957: Λογοτεχνικά έργα που αναζητούν νέες μορφές έκφρασης

Η λογοτεχνική παραγωγή του 1957, όπως εκφράζεται από τα παρακάνω έργα, αποτυπώνει με εντυπωσιακό τρόπο την αμφιθυμία μιας εποχής που στέκεται ανάμεσα στον μεταπολεμικό ρεαλισμό και την αναζήτηση νέων μορφών έκφρασης. Από τον αλληγορικό Καλβίνο έως τον υπαρξιακό Μπυτόρ, και από την επική ποίηση του Σαιν-Ζον Περς έως τη σημειωτική αποδόμηση του Μπαρτ, διαγράφεται ένα τοπίο όπου η φαντασία, η γλωσσική καινοτομία και η φιλοσοφική αναζήτηση υπερβαίνουν τα όρια των παραδοσιακών ειδών. Στην Αμερική, το "Στο δρόμο" και το "Ο βοηθός" δείχνουν δύο όψεις της ίδιας ανησυχίας: τη ριζική φυγή προς την εμπειρία και τη στροφή προς την ηθική ευθύνη. Στην Ευρώπη, ο Γκάντα και ο Μπυτόρ ανατρέπουν τις αφηγηματικές συμβάσεις, ενώ ο Γουάιτ στην Αυστραλία δίνει μορφή σε ένα μυθιστόρημα-έπος για την ανθρώπινη ύβρη. Όλα μαζί συγκροτούν μια πολυφωνική εικόνα της δεκαετίας του ’50: μιας εποχής που, μέσα από διαφορετικές ηπείρους και γλώσσες, θέτει το ίδιο θεμελιώδες ερώτημα - πώς ο άνθρωπος, ανάμεσα σε ερείπια και νέες υποσχέσεις, μπορεί να βρει τον δρόμο του προς την ελευθερία, την αλήθεια και το νόημα.

Ο βαρόνος που πετούσε (Ίταλο Καλβίνο) Η γλώσσα γίνεται «αέρινη»· ο βαρόνος που σκαρφαλώνει στα δέντρα και δεν ξανακατεβαίνει μετατρέπει την πεζογραφία σε μεταφυσικό παραμύθι. Θεμέλιο του «ιταλικού μαγικού ρεαλισμού» και σημείο αναφοράς για πολλούς μεταγενέστερους. Ζωγραφίζει την ελευθερία σε αντιδιαστολή με τα κοινωνικά πρότυπα και κανόνες, επίσης το παιδικό όνειρο ως αγνή επιθυμία και αντίσταση στα κοινωνικά «πρέπει». Διαχρονικό μανιφέστο της ατομικής ανυπακοής. Αποτελεί το δεύτερο μέρος της τριλογίας «Οι πρόγονοί μας» (I nostri antenati). Ο πρωταγωνιστής, ο νεαρός βαρόνος Κοζίμο, παίρνει την απόφαση να ζήσει ολόκληρη τη ζωή του πάνω στα δέντρα, αποκηρύσσοντας τον κόσμο της οικογένειάς του και τα συμβατικά κοινωνικά δεσμά. Δεν είναι απλώς μια παιδική αντίδραση, αλλά μια επιλογή που γίνεται υπαρξιακή και καθοριστική: ο Κοζίμο μεγαλώνει, ωριμάζει, ερωτεύεται, φιλοσοφεί και τελικά πεθαίνει χωρίς ποτέ να κατέβει από τα δέντρα. Το περιεχόμενο του έργου αναμειγνύει το ονειρικό παραμύθι και τη φιλοσοφική προσέγγιση. Το έργο εντάσσεται σε εκείνη τη λογοτεχνία που υπερβαίνει το ρεαλιστικό και αγγίζει την αλληγορία, επηρεάζοντας τόσο την ιταλική όσο και την ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Ο Καλβίνο αξιοποιεί το σχήμα του παραλόγου, για να θέσει θεμελιώδη ερωτήματα γύρω από την ελευθερία, την αυτονομία και τη σχέση του ατόμου με την κοινωνία. Παράλληλα, ο ήρωας γίνεται μάρτυρας και συμμέτοχος ιστορικών γεγονότων του 18ου αιώνα, όπως η Γαλλική Επανάσταση, προσφέροντας ένα ευρύτερο πλαίσιο στο προσωπικό του εγχείρημα.

Η λογοτεχνική σημασία του έργου είναι πολλαπλή. Αφενός, ο Καλβίνο επανερμηνεύει τον Διαφωτισμό μέσα από μια φαντασιακή αφήγηση, εξετάζοντας την ατομική ελευθερία και τον ορθολογισμό. Αφετέρου, με τον τρόπο γραφής του, συνδυάζει την ελαφρότητα με τη διανοητική πυκνότητα, ένα χαρακτηριστικό που θα καθορίσει την υστεροφημία του. Μπορεί να διαβαστεί ταυτόχρονα ως παιδικό παραμύθι, ως πολιτική αλληγορία, αλλά και ως υπαρξιακή εξερεύνηση. Ο Κοζίμο γίνεται σύμβολο της άρνησης του συμβιβασμού, του αγώνα για αυθεντικότητα, αλλά και της μοναχικότητας που συνεπάγεται μια τέτοια στάση. Η γλώσσα του Καλβίνο, καθαρή και ποιητική, συνδυάζει τη λεπτομέρεια της περιγραφής με μια αίσθηση μαγείας. Το έργο παραμένει ζωντανό μέχρι σήμερα γιατί αποτελεί μια στοχαστική αφήγηση για την ελευθερία, την ουτοπία και την ατέρμονη αναζήτηση νοήματος, δείχνοντας πως η φαντασία μπορεί να φωτίσει τις πιο ουσιαστικές πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης.

Τα άλλα δυο μέρη της προαναφερθείσας τριλογίας, επίσης πραγματεύονται με αλληγορικό τρόπο την ανθρώπινη φύση και την ύπαρξη.

Ο διχοτομημένος υποκόμης (1952): Είναι το πρώτο μέρος της τριλογίας. Ο ήρωας, ο υποκόμης Μεδώρντο, τραυματίζεται βαριά σε μια μάχη και χωρίζεται κυριολεκτικά στα δύο: από τη μία ζει το «Κακό» μισό του και από την άλλη το «Καλό». Οι δύο μισοί συνυπάρχουν, δρουν ανεξάρτητα και προκαλούν χάος στον κόσμο γύρω τους, ώσπου στο τέλος ενώνεται ξανά σε μία ολοκληρωμένη προσωπικότητα. Εξετάζει την ανθρώπινη φύση: το Καλό και το Κακό που δεν μπορούν να υπάρξουν από μόνα τους, αλλά μόνο σε ισορροπία. Η λύτρωση βρίσκεται στην ένωση των δύο μισών, δηλαδή στην αποδοχή της εσωτερικής μας πολυπλοκότητας. Αλληγορία για τη διπλή φύση του ανθρώπου και την αναζήτηση της ολοκλήρωσης, που προσεγγίζει φιλοσοφικά το πρόβλημα της ταυτότητας και της ηθικής.

Ο ανύπαρκτος ιππότης (1959): Το τρίτο μέρος αφηγείται την ιστορία του ιππότη Αγκιλούλφο, ο οποίος είναι ένα άδειο κουφάρι πανοπλίας: δεν υπάρχει σωματικά, αλλά ζει χάρη στη θέληση και την αίσθηση καθήκοντος που τον διακατέχει. Είναι το πρότυπο της αυστηρής πειθαρχίας, όμως στερείται ζωντάνιας, ενώ οι υπόλοιποι χαρακτήρες γύρω του ενσαρκώνουν το πάθος, την αδυναμία και την ανθρώπινη τρωτότητα. ο συγγραφέας επικεντρώνεται στη φόρμα της ύπαρξης: ο Αγκιλούλφο δεν υπάρχει πραγματικά, αλλά ζει μόνο μέσω της θέλησης και του καθήκοντός του. Το ερώτημα είναι αν η ζωή που στηρίζεται μόνο σε τυπικότητες και κανόνες μπορεί να είναι αληθινά ανθρώπινη. Αλληγορία για την ατομική ταυτότητα, τον ρόλο της τυπικότητας και του καθήκοντος, αλλά και για την «κενότητα» που μπορεί να κρύβεται πίσω από τον φορμαλισμό και τους κοινωνικούς ρόλους.

Συνολικά, τα τρία μέρη συνθέτουν μια παραβολική εξερεύνηση του ανθρώπινου είναι. Η τριλογία αποτελεί μια ενιαία φιλοσοφική και αλληγορική διερεύνηση της ανθρώπινης φύσης μέσα από τρεις παράλογες ιστορίες. Ο Καλβίνο αξιοποιεί το παραμυθιακό ύφος, τον ιστορικό φόντο και τη φαντασία για να μιλήσει για την ταυτότητα, την ελευθερία και την ύπαρξη. Και τα τρία έργα είναι παραβολές που αξιοποιούν εξωπραγματικά σχήματα (κομμένος άνθρωπος, άνθρωπος που ζει στα δέντρα, ιππότης χωρίς σώμα) για να φωτίσουν υπαρξιακά ζητήματα. Ο Καλβίνο χρησιμοποιεί ιστορικά συμφραζόμενα ως σκηνικό, αλλά τα ερωτήματα είναι διαχρονικά. Η τριλογία συνολικά εστιάζει σε τρεις διαστάσεις του ανθρώπου: Εσωτερικότητα (διχασμός καλού/κακού) - Σχέση με την κοινωνία (ελευθερία – συμβατικότητα) - Οντολογική υπόσταση (υπάρχω ή είμαι κενός τύπος;). Με την τριλογία ο Καλβίνο παρουσιάζει τρεις διαφορετικές εκδοχές του «ατελούς» ανθρώπου: τον μισό, τον αποστασιοποιημένο και τον ανύπαρκτο και καταλήγει σε ένα ουμανιστικό όραμα: η ολοκλήρωση του ανθρώπου δεν βρίσκεται ούτε στην απομόνωση, ούτε στη μονομέρεια, ούτε στην τυφλή προσκόλληση σε κανόνες, αλλά στη σύνθεση, στην ανοιχτή σχέση με τους άλλους και στην ισορροπία ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό.

Α.Φασιανός. Ποδηλάτης. 1964
Στο δρόμο (Τζακ Κέρουακ) Τον Απρίλιο του 1951, σε τρεις εβδομάδες, ο συγγραφέας έγραψε την πρώτη εκδοχή του σε οκτώ φύλλα λεπτού χαρτιού ιχνογραφίας που σχημάτιζαν ένα ρολό. Το «ρολό» αποτελεί τη «χωρίς περικοπές» εκδοχή του έργου –  ακατέργαστο, άγριο και απροκάλυπτα αισθησιακό, σε σχέση με την τροποποιημένη εκδοχή που κυκλοφόρησε το 1957. Μια από τις πιο σημαντικές εκφράσεις του κινήματος Beat. Με αυτοματική γραφή σε ρυθμό τζαζ – οι προτάσεις κυλούν σαν σόλο σαξόφωνου, επηρέασε πολλούς μεταγενέστερους. Αναζητά την απόλυτη ελευθερία και στιγματίζει το αμερικανικό όνειρο που είναι σε αποσύνθεση. Διαβάζεται μέχρι σήμερα ως οδηγός ελευθεριότητας και αντισυμβατικότητας. Το μυθιστόρημα ακολουθεί τον πρωταγωνιστή, τον Sal Paradise, στις διαδρομές του σε μια ατελείωτη οδύσσεια ταξιδιών στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Μεξικό και είναι γεμάτο με αυτοβιογραφικά στοιχεία. Η γραφή του Kerouac χαρακτηρίζεται από ελευθερία, ένταση και αντισυμβατική διάθεση. Αρκετοί από τους βασικούς χαρακτήρες του μυθιστορήματος ταυτίζονται με σημαντικές προσωπικότητες της γενιάς Beat, όπως τους συγγραφείς Γουίλιαμ Μπάροουζ (Old Bull Lee), Άλλεν Γκίνσμπεργκ (Carlo Marx) και Νιλ Κάσαντι (Dean Moriarty).

Δεν έχει κλασική πλοκή αλλά αποτελεί μια σειρά επεισοδίων που αποτυπώνουν την αναζήτηση ελευθερίας, εμπειριών και πνευματικής λύτρωσης. Η γραφή του Κέρουακ, βασισμένη στον «αυθόρμητο πεζό λόγο», θυμίζει μουσικό  αυτοσχεδιασμό: γρήγορη, ακατέργαστη, γεμάτη ένταση και εσωτερικό ρυθμό. Αυτός ο τρόπος αφήγησης μετέφερε στο χαρτί τη ζωντάνια και την αίσθηση μιας γενιάς που ήθελε να αποτινάξει τον συντηρητισμό της μεταπολεμικής Αμερικής. Οι ήρωες ζουν εκτός κοινωνικών κανόνων, αναζητούν την εμπειρία μέσα από τη μουσική, τον έρωτα, τα ναρκωτικά, την ποίηση και την περιπλάνηση.

Δεν είναι μόνο μια αφήγηση προσωπικής περιπλάνησης· είναι μανιφέστο μιας γενιάς που έθεσε τις βάσεις για τις πολιτιστικές ανατροπές της δεκαετίας του ’60. Η πνευματική αναζήτηση και η απόρριψη της καταναλωτικής μανίας, που αναδεικνύει επηρέασαν βαθιά τη μουσική, την τέχνη και την κοινωνική σκέψη.

Η τροποποίηση (Μισέλ Μπυτόρ) Το έργο είναι καινοτόμο στη μορφή, η αφήγηση γίνεται σε δεύτερο πρόσωπο, κάτι που εμπλέκει άμεσα τον αναγνώστη, σαν να απευθύνεται το κείμενο στον ίδιο. Ολόκληρο το βιβλίο διαδραματίζεται στη διάρκεια ενός ταξιδιού με τρένο από το Παρίσι στη Ρώμη. Το ταξίδι στο τρένο γίνεται μεταφορά για την εσωτερική περιπλάνηση του ήρωα, για τις αντιφάσεις του ανθρώπου ανάμεσα στην επιθυμία και την πραγματικότητα. Η «τροποποίηση» αφορά την εσωτερική μεταστροφή, την αλλαγή απόφασης, αλλά και τον τρόπο που οι μικρές αλλαγές αποφάσεων μπορούν να αλλάξουν ολόκληρες ζωές. Ο ήρωας, Λεόν Ντελμόν, είναι παντρεμένος Γάλλος επιχειρηματίας που πηγαίνει να επισκεφθεί την Ιταλίδα ερωμένη του με την πρόθεση να αφήσει τη γυναίκα του και να ξεκινήσει νέα ζωή. Ωστόσο, όσο το τρένο πλησιάζει στον προορισμό του, ο εσωτερικός του διάλογος τον οδηγεί σε αντίθετη απόφαση: επιλέγει τελικά να παραμείνει στη συζυγική του ζωή.  Εξετάζει τα θέματα χρόνου και συνείδησης, της απόφασης ως συμβάν καθολικής σημασίας. Διαβάζεται ως πρώιμο hypertext της λογοτεχνίας. Περιγράφει τη σταδιακή αλλαγή γνώμης και τις επιπτώσεις της. Ο αρχικός του ενθουσιασμός και οι ελπίδες του για ένα αναζωογονητικό νέο ξεκίνημα δίνουν σιγά σιγά τη θέση του στην αμφιβολία, τον φόβο και τη δειλία. Τελικά αποφασίζει να περάσει το Σαββατοκύριακο στη Ρώμη μόνος, να επιστρέψει στο Παρίσι την επόμενη Δευτέρα χωρίς να πει τίποτα στην αγαπημένη του Σεσίλ και να αφήσει την κατάσταση ως είχε μέχρι να τελειώσει η σχέση τους. Θα γράψει για αυτήν την αποτυχία σε ένα βιβλίο που τυχαίνει να είναι το ίδιο το La Modification, που ανήκει στο ρεύμα του «Νέου Μυθιστορήματος» (Nouveau Roman).

Η λογοτεχνική σημασία είναι καθοριστική για το Nouveau Roman: απορρίπτονται οι παραδοσιακές αφηγηματικές τεχνικές, η πλοκή είναι περιορισμένη, και το κέντρο βάρους πέφτει στην εσωτερικότητα και τον υποκειμενικό χρόνο. Ο Μπυτόρ απέδειξε πως η λογοτεχνία μπορεί να αναδείξει τις ελάχιστες ψυχολογικές δονήσεις και να μετατρέψει μια φαινομενικά απλή ιστορία σε βαθύ υπαρξιακό στοχασμό.

Βος (Voss) (Πάτρικ Γουάιτ) Αναδεικνύει το επικό τοπίο της Αυστραλίας σε χαρακτήρα. Η ήπειρος γίνεται ψυχογραφικό δράμα. Έβαλε την αυστραλιανή λογοτεχνία στον παγκόσμιο χάρτη, επηρεάζοντας αρκετούς συγγραφείς της ηπείρου και της ευρύτερης περιοχής. Εξετάζει τον ανθρώπινο εγωϊσμό σε σχέση με τη φύση και την εσωτερική πάλη στην ανθρώπινη ύπαρξη. Ο Voss του Πάτρικ Γουάιτ, βασίζεται χαλαρά στη ζωή του Γερμανού εξερευνητή Λούντβιχ Λάιχαρντ. Ο Γιόχαν Βος, Γερμανός ταξιδευτής, επιχειρεί μια επικίνδυνη αποστολή να διασχίσει τις απέραντες ερήμους της Αυστραλίας τον 19ο αιώνα. Το έργο αφηγείται τόσο τη σκληρή περιπέτεια της εξερεύνησης όσο και την εσωτερική του πορεία, ιδιαίτερα μέσω της πνευματικής και ερωτικής του σχέσης με τη Λάουρα, μια νεαρή γυναίκα που παραμένει στο Σίδνεϋ.

Η πλοκή συνδυάζει το ιστορικό και το μυθολογικό στοιχείο. Ο Βος γίνεται σύμβολο της ύβρεως του ανθρώπου που προσπαθεί να επιβληθεί στη φύση, αλλά ταυτόχρονα και μυστικιστής που αναζητά την υπέρβαση. Η σχέση του με τη Λάουρα είναι κυρίως πνευματική· επικοινωνούν πέρα από φυσικές αποστάσεις, σχεδόν μεταφυσικά. Ο θάνατος του Βος στην έρημο τον καθιστά μάρτυρα, ενώ η μνήμη του αναδεικνύεται σε θρύλο.

Ο Γουάιτ, με τον Voss, καθιερώθηκε ως σημαντικότερος Αυστραλός μυθιστοριογράφος και, αργότερα, βραβεύτηκε με Νόμπελ. Το έργο προσφέρει μια βαθιά στοχαστική ματιά πάνω στη σχέση Ευρωπαίων αποίκων με την αυστραλιανή γη, αποκαλύπτοντας την υπαρξιακή διάσταση της εξερεύνησης. Είναι μυθιστόρημα για τη φιλοδοξία, την πνευματικότητα και την τραγικότητα του ανθρώπου μπροστά στις αχανείς δυνάμεις της φύσης.

Jörg Immendorff. Studie zu Café de Flore, 1991
Μυθολογίες (Ρολάν Μπαρτ)  Αποτελεί συλλογή δοκιμίων που εξετάζουν την καθημερινή κουλτούρα μέσα από το πρίσμα της σημειωτικής. Ο Μπαρτ αναλύει φαινομενικά ασήμαντα ή κοινά αντικείμενα και πρακτικές —από την πάλη μέχρι τη διαφήμιση απορρυπαντικών, το γαλλικό κρασί ή τα περιοδικά— και δείχνει πως λειτουργούν ως «μύθοι» της σύγχρονης κοινωνίας, μηχανισμοί που παράγουν και αναπαράγουν ιδεολογίες. Κάθε μία από τις «μυθολογίες» περιγράφει ένα σύγχρονο πολιτιστικό φαινόμενο, από τον «εγκέφαλο του Αϊνστάιν» έως τα «απορρυπαντικά», που επιλέχθηκαν για την ιδιότητά τους ως σύγχρονοι μύθοι και για το νόημα που τους έχει αποδοθεί.

Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη: στο πρώτο συγκεντρώνονται σύντομα δοκίμια που αποδομούν τις καθημερινές «μικροϊδεολογίες». Στο δεύτερο, ο Μπαρτ εισάγει τη θεωρητική του ανάλυση, εξετάζοντας τον τρόπο με τον οποίο τα σημεία φορτίζονται με κοινωνικό νόημα. Η έννοια του «μύθου» εδώ δεν αφορά την αρχαία μυθολογία, αλλά τους σύγχρονους μηχανισμούς που κάνουν την ιδεολογία να φαίνεται φυσική και αυτονόητη.

Η σημασία του έργου είναι καταλυτική για τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Ο Μπαρτ έθεσε τα θεμέλια της σημειωτικής ανάλυσης του πολιτισμού, που επηρέασε την κοινωνιολογία, την επικοινωνία, τις πολιτισμικές σπουδές και τη θεωρία των μέσων. Η σκέψη του αποκάλυψε ότι η καθημερινότητα είναι γεμάτη ιδεολογικά σχήματα, τα οποία η κριτική ματιά μπορεί να αποδομήσει.

Δοκίμια Μυθολογιών: "Ο κόσμος της επαγγελματικής πάλης¨  - "The Romans in Films" (η ταινία του 1953 Julius Caesar) - "The Writer on Holiday" (για τα ταξίδια του André Gide στο Κονγκό) - "Η κρουαζιέρα των γαλαζοαίματων" (μια κρουαζιέρα βασιλιάδων) - «Τυφλή και χαζή κριτική» - "Σαπούνι και απορρυπαντικά" (διαφημίσεις για Omo και Persil) - «Οι φτωχοί και το προλεταριάτο» (Τσάρλι Τσάπλιν) - "Operation Margarine" (διαφημίσεις μαργαρίνης) - "Dominici, ή ο θρίαμβος της λογοτεχνίας" - "Η εικονογραφία του αββά Πιέρ" - «Μυθιστορήματα και παιδιά» (Elle για γυναίκες μυθιστοριογράφους) - "Παιχνίδια" - «Το πρόσωπο της Garbo» - "Κρασί και γάλα" - "Μπριζόλα και πατατάκια" - «Ο Ναυτίλος και η Μεθυσμένη Βάρκα» - "Ο εγκέφαλος του Αϊνστάιν" - "The Jet-man" - «Ο μπλε οδηγός» - «Διακοσμητική Μαγειρική» - «Ούτε-ούτε κριτική» - "Στριπτίζ" - «Φωτογραφία και Εκλογική Έκκληση» - "Η χαμένη ήπειρος"- "Αστρολογία" - "Πλαστική ύλη"- "Η κυρία των καμέλιων"                                                                          

Ακτοσημεία (Amers) (Σαιν-Ζον Περς) Συλλογή ποιημάτων. Τίτλος - λογοπαίγνιο στα γαλλικά, που σημαίνει "ακτοσημεία" (ανθρωπογενή ή φυσικά σημεία, για την πλοήγηση στη θάλασσα), και «παίζει» ταυτόχρονα με το «πικρό» ίσως και το «λαμπερό», αλλά και την ηχώ του mer (θάλασσα), στην οποία και αναφέρεται η συλλογή. Πρόκειται για ποίηση μεγάλου εύρους, γεμάτη εικόνες θάλασσας, ταξιδιού, ανέμων και οριζόντων, που λειτουργεί ως αλληγορία της ανθρώπινης περιπέτειας.

Ο Περς με τον χαρακτηριστικό του μεγαλειώδη στίχο σε πεζολογική μορφή, αναδεικνύει τη θάλασσα ως αρχέγονη δύναμη, πηγή ζωής, αλλά και χώρο κινδύνου και θανάτου. Το ποίημα δεν έχει γραμμική αφήγηση αλλά αναπτύσσεται σε εικόνες και λυρικές εξάρσεις, δημιουργώντας έναν κοσμογονικό τόνο. Η θάλασσα γίνεται σύμβολο του απείρου, της περιπέτειας, της γνώσης, αλλά και του ανθρώπινου πεπρωμένου.

Η συλλογή εκπροσωπεί το ύστατο στάδιο ενός μεγάλου ποιητή που είχε ήδη βραβευτεί με Νόμπελ (1960). Ο Σαιν-Ζον Περς ανέδειξε μια ποιητική κοσμοθεωρία, όπου το τοπικό γίνεται οικουμενικό και το φυσικό στοιχείο αποκτά μεταφυσική διάσταση. Το Amers συγκαταλέγεται στα κορυφαία παραδείγματα λυρικής ποίησης του 20ού αιώνα.

Η ελληνική έκδοση περιλαμβάνει - εκτός από το ομώνυμο έργο - και τη συλλογή «Πουλιά», καθώς και την ομιλία αποδοχής του Νόμπελ λογοτεχνίας. (Εκδόσεις Ίκαρος 2019, σε μετάφραση της Ελένης Κόλλια)

Ο βοηθός (Μπέρναρντ Μάλαμουντ) Ο Μάλαμουντ ήταν ένας συγγραφέας που είχε πάντα ένα μάτι καρφωμένο στο αιώνιο και ένα στο εδώ και τώρα. Ήταν η ιδιοφυΐα του να δείχνει ότι τα δύο διασταυρώνονται συνεχώς. Σε αυτό το μυθιστόρημα, ο Μόρις Μπόμπερ είναι ένας απογοητευμένος παντοπώλης της γειτονιάς σε μια φτωχή συνοικία του Μπρούκλιν, του οποίου το μέτριο μαγαζί φυτοζωεί και του οποίου η τύχη στην πραγματικότητα γυρίζει προς το χειρότερο όταν τον ληστεύουν κουκουλοφόροι. Ή είναι χειρότερο; Όταν ο νεαρός Φρανκ εμφανίζεται και προσφέρεται να εργαστεί χωρίς αμοιβή, «για την εμπειρία», δεν χρειάζεται πολύς χρόνος για να συνειδητοποιήσει ο αναγνώστης ότι ο ξένος είναι ένας από τους άνδρες που λήστεψαν τον Μπόμπερ. Αλλά ποια είναι τα κίνητρά του να επιστρέψει; Φαίνεται να επιδιώκει να εξιλεωθεί, αλλά σύντομα αρχίζει να ληστεύει αθόρυβα το ταμείο, ενώ επίσης ερωτεύεται την κόρη του Μπόμπερ, μια κλοπή διαφορετικού είδους. Στη συνέχεια τον βοηθά ουσιαστικά στο μαγαζί. Μέσα από αυτήν τη περίπλοκη κατάσταση, ο Φρανκ μετασχηματίζεται, βιώνοντας ηθική και πνευματική αναγέννηση.

Από αυτό το μπερδεμένο υλικό ο συγγραφέας χτίζει έναν καταστροφικό διαλογισμό πάνω στα βάσανα, τη μετάνοια και τη συγχώρεση, και τους τρόπους με τους οποίους το βάρος του κόσμου μπορεί λίγο να αλαφρύνει με αποφασισμένες πράξεις χάριτος.

Το έργο αναδεικνύει τις δυσκολίες των μεταναστών, τη φτώχεια, την αδικία, αλλά κυρίως τη δύναμη της ηθικής επιλογής. Ο Φρανκ, που ξεκινά ως απατεώνας, γίνεται τελικά φορέας μιας ηθικής ανανέωσης, σχεδόν μαθητευόμενος του Μόρις. Η αφήγηση είναι ρεαλιστική, με λεπτομέρεια στην καθημερινή ζωή, αλλά ταυτόχρονα αγγίζει τον χώρο του ηθικού παραμυθιού.

Η λογοτεχνική σημασία του βρίσκεται στη δημιουργία μιας ηθικής μυθολογίας της αμερικανικής πόλης. Θεωρείται από τα σημαντικότερα έργα του συγγραφέα, καθώς εκφράζει την πίστη του στη λύτρωση και στη δυνατότητα του ανθρώπου να αλλάξει. Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα εβραιοαμερικανικής λογοτεχνίας, αλλά με πανανθρώπινη διάσταση. Η πρώτη ελληνική μετάφραση κυκλοφόρησε το 1979 από τις Εκδόσεις ΑΣΕ Α.Ε.

Η παράξενη υπόθεση της οδού Merulana (Κάρλο Εμίλιο Γκάντα) Συνδυάζει το αστυνομικό μυθιστόρημα με την κοινωνιολογική ανάλυση και την ψυχολογία. Δημιουργεί ένα ανατρεπτικό μυθιστόρημα γεμάτο χιούμορ και ένταση, το οποίο ασχολείται με την κοινωνική διαφθορά και τη σύγχυση της ανθρώπινης φύσης. Πρόκειται για ένα ιδιόρρυθμο αστυνομικό μυθιστόρημα, που διαδραματίζεται στη Ρώμη του φασιστικού καθεστώτος. Η υπόθεση αφορά μια ληστεία και έναν φόνο σε πολυκατοικία της οδού Merulana, αλλά το «μυστήριο» μένει τελικά άλυτο.

Ο Γκάντα χρησιμοποιεί το αστυνομικό σχήμα μόνο ως αφορμή για να δημιουργήσει μια πολύπλοκη αφήγηση γεμάτη λοξοδρομήσεις, γλωσσικά παιχνίδια και ειρωνεία. Η γλώσσα είναι μίγμα διαλέκτων, ύφους επίσημου και καθημερινού, που καθιστά το έργο πλούσιο αλλά και απαιτητικό. Ο αναγνώστης βυθίζεται σε ένα «χαοτικό» κείμενο, που αντανακλά το χάος της κοινωνίας.

Η λογοτεχνική σημασία του είναι ότι ανατρέπει τους κανόνες του αστυνομικού μυθιστορήματος: δεν προσφέρει λύση, διότι ο κόσμος είναι από τη φύση του άλυτος και ακατανόητος. Ο Γκάντα συγκαταλέγεται στους μεγάλους ανανεωτές της ιταλικής πεζογραφίας, ενώ το έργο του επηρέασε μεταγενέστερους συγγραφείς που είδαν την αφήγηση όχι ως εργαλείο εξήγησης αλλά ως χώρο αναπαράστασης της πολυπλοκότητας.

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2025

"Να με προσμένεις κι’ εγώ θα γυρίσω" (του Κ.Σίμονωφ, σε μετάφραση Δ.Βασιλείου)

Σοφία Λασκαρίδου Μπροστά στο τζάκι 1912
Καλημέρα σας!
Ξαφνικά χθες το πρωί μου ήρθε στο μυαλό το ποίημα του Κωνσταντίν Σίμονωφ "Να με προσμένεις κι’ εγώ θα γυρίσω" και αποφάσισα, παρά τις αρκετές ελληνικές του εκδοχές, να το μεταφράσω και να το μεταφέρω στα ελληνικά έτσι, όπως εγώ το αντιλαμβάνομαι και το νιώθω.
Ποιος ήταν ο Κωνσταντίν Σίμονωφ (1915-1979); Σοβιετικός δημοσιογράφος, σεναριογράφος, συγγραφέας και ποιητής. «Έζησε» όλον τον πόλεμο ως πολεμικός ανταποκριτής, φτάνοντας ως το Βερολίνο.
Το ποίημά του «Να με προσμένεις κι’ εγώ θα γυρίσω», γραμμένο το 1941 για την γυναίκα που είχε ερωτευθεί (και κατόπιν, το 1943, παντρεύτηκε), έμελλε να αποτελέσει ένα από τα θρυλικά σοβιετικά ποιήματα, που μέχρι και σήμερα βρίσκεται στη μνήμη και στα χείλη των ανθρώπων όλων των χωρών, που συναποτελούσαν την Σοβιετική Ένωση.

Το ποίημα του Κ. Σίμονωφ «Να με προσμένεις κι’ εγώ θα γυρίσω» - ένας διαχρονικός «ύμνος» στην ζωογόνα και απελευθερωτική δύναμη του έρωτα, κόντρα σε όλες τις μορφές και διαστάσεις του πολέμου, της καταπίεσης και της ανελευθερίας. 

Διαβάστε το:


Να με προσμένεις κι’ εγώ θα γυρίσω …

Να με προσμένεις κι’ εγώ θα γυρίσω,
μόνο, πολύ να προσμένεις.

Να με προσμένεις, όταν κίτρινες βροχές
θα φέρνουν μια θλίψη,
να με προσμένεις, όταν τα χιόνια θα σαρώνουν,
να με προσμένεις, όταν ο λίβας θα καίει.

Να με προσμένεις, όταν τους άλλους δεν τους περιμένουν,
το χθες πετώντας στη λήθη.
Να με προσμένεις, όταν από μέρη μακρινά,
δεν θα ’ρχονται γράμματα.
Να με προσμένεις, όταν όλοι θα ’χουν βαρεθεί,
όλοι, που μαζί σου περιμένουν.

Να με προσμένεις κι’ εγώ θα γυρίσω.
Μην εύχεσαι καλό,
σ’ αυτούς, που ξέρουν, απ’ έξω κι’ ανακατωτά,
πως ήρθ’ ο καιρός να ξεχάσεις.

Ας το πιστέψουν, κι’ η μάνα, κι’ ο γιος,
πως πια δεν υπάρχω.
Ας βαρεθούν κι’ οι φίλοι μου να περιμένουν,
ας κάτσουν γύρω απ’ τη φωτιά
πικρό να πιουν κρασί
σ’ ένα μνημόσυνο ψυχής …

Να με προσμένεις, και μαζί τους
να πιεις μη βιαστείς.

Να με προσμένεις κι’ εγώ θα γυρίσω,
σε πείσμα όλων των θανάτων.
Όποιος δεν με περίμενε, δεν πειράζει,
ας πει: τον χάιδεψε η τύχη.
Πως να καταλάβουν, όσοι δεν περιμέναν,
πως μέσα στη φωτιά
με τη δική σου προσμονή,
με έσωσες, εσύ.

Το πώς επέζησα, θα το κατέχουμε
μονάχα εμείς οι δυο.
Απλά, να με προσμένεις ήξερες εσύ,
όπως κανένας άλλος.

Μετάφραση απ’ τη ρώσικη και απόδοση στην ελληνική γλώσσα - Δημήτρης Βασιλείου - 11. 11. 2025

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2025

Νόρμαν Μειλερ: Για την εμπειρία του πολέμου και την ψυχολογία της βίας, τη κοινωνική διαμαρτυρία, και τους κρυφούς αρμούς της εξουσίας.

by D. Arbus for The New York Times Book Review.
Ο Μέιλερ (1923-2007) κατάφερε να διαπρέψει σε δύο βασικούς «τομείς»: το μυθιστόρημα και τη μη-μυθιστορηματική γραφή.  Τα έξι έργα του που παρουσιάζουμε παρακάτω καλύπτουν ένα μεγάλο φάσμα της δημιουργίας του: από την εμπειρία του πολέμου και την ψυχολογία της βίας, μέχρι τη περιγραφή της προσωπικότητας, τη διαμαρτυρία, τη θεσμική εξουσία και τους αρμούς της εξουσίας.

Η γραφή του πρώιμου Μέιλερ χαρακτηρίζεται από ένταση και ωμότητα, ενώ τα μεταγενέστερα έργα του από φιλοδοξία, έκταση και προβληματισμό για την αμερικανική ταυτότητα και ιστορία. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε πως ο ίδιος ο Μέιλερ ήταν δημόσιο πρόσωπο - με έντονη προσωπικότητα, ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, πολιτικά και κοινωνικά «μαχόμενος». Η ζωή του και η δημόσια παρουσία του συχνά συνοδεύουν την ερμηνεία των έργων του.

Όπως με όλους τους μεγάλους συγγραφείς, έτσι με τον Μέιλερ υπάρχουν αντιπαραθέσεις: το εύρος και η ποικιλία στην ποιότητα των έργων του, η συχνά «μαχητική» του στάση απέναντι στο σύστημα και η σχέση του με τη βία και τη σεξουαλικότητα αποτελούν θέματα συζήτησης.

Οι γυμνοί και οι νεκροί (1948) Το The Naked and the Dead, αποτελεί το πρώτο μυθιστόρημα του και ολοκληρώθηκε ενώ ακόμη υπηρετούσε στο στρατό κατά τον Β’ ΠΠ. Αντικείμενό του είναι μια μονάδα του αμερικανικού στρατού που επιχειρεί στις Φιλιππίνες και βασίζεται εν μέρει στις προσωπικές εμπειρίες του.  

Καταγράφει με ρεαλισμό και ένταση την εμπειρία του πολέμου - τη φθορά, την ψυχική καταπόνηση, την εξουσία, τον φόβο, τις αντιθέσεις ανάμεσα στους μαχητές και τη διοίκηση. Καταδεικνύει την αντίθεση ανάμεσα στο «άτομο» και το θεσμό, καθώς ένας διοικητής στέλνει σε αποστολή τον λοχαγό που αμφισβήτησε την εξουσία του, δείγμα της εξουσίας που λειτουργεί αυτόνομα.

Στιλιστικά, παρουσιάζει μεγάλη φρεσκάδα για την εποχή: ο Μέιλερ δεν αποφεύγει την ωμή γλώσσα, τα εγκόσμια, την πάλη ψυχής. Θέτει τις βάσεις για τις συνεχείς εξερευνήσεις του θέματος της εξουσίας, της βίας, της ατομικής ταυτότητας στο έργο του.

Θεωρήθηκε «ένα από τα σπουδαιότερα αγγλόφωνα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα». Πρόκειται για ένα αναγνωστικό και συμβολικό έργο που προσφέρει άμεση εμπειρία πολέμου αλλά και υπαρξιακού αποχρωματισμού, είναι ιδανικό για να αντιληφθούμε από νωρίς την κινητήρια δύναμη του Μέιλερ. Στη χώρα μας κυκλοφορεί σε μετάφραση του Ε. Μπαρτζινόπουλου από τις εκδόσεις Καστανιώτης

Το γραφείο του
Οι ακτές της Μπαρμπαριάς (1951) Ήταν μια σουρεαλιστική παραβολή για την πολιτική της αριστεράς και διαδραματιζόταν σ' ένα σπίτι του Μπρούκλιν. Ενώ το πρώτο του έργο είχε καθαρά πολεμικό χαρακτήρα, το συγκεκριμένο είναι ένα πολιτικό και ψυχολογικό μυθιστόρημα, που εστιάζει στην αμερικανική κοινωνία της μεταπολεμικής περιόδου και τις ιδεολογικές συγκρούσεις του Ψυχρού Πολέμου.

Η ιστορία εκτυλίσσεται σε μια πολυκατοικία, όπου ζει ο Μάικ Λόβερτον, πρώην στρατιώτης, που προσπαθεί να γράψει ένα μυθιστόρημα. Στο ίδιο κτίριο κατοικούν διάφοροι παράξενοι και μυστηριώδεις χαρακτήρες, μεταξύ των οποίων και ο Μακ Λίβινγκστον, μια αινιγματική φιγούρα με κομμουνιστικό παρελθόν, που φαίνεται να καταδιώκεται από τις αρχές. Καθώς ο Λόβερτον έρχεται σε επαφή με τους υπόλοιπους ενοίκους, το κτίριο μετατρέπεται συμβολικά σε μικρογραφία της Αμερικής της εποχής — γεμάτη καχυποψία, ιδεολογική σύγχυση και υπαρξιακό άγχος. Η πλοκή αποκτά σασπένς όταν αποκαλύπτεται ότι ο Μακ κρύβει κρατικά μυστικά και παρακολουθείται από πράκτορες.

Το έργο αντανακλά τον φόβο και την παράνοια του Μακαρθισμού, καθώς και την ένταση ανάμεσα στην αριστερά και το αμερικανικό κατεστημένο. Οι ήρωες είναι μπερδεμένοι, αποξενωμένοι και αναζητούν νόημα σε έναν κόσμο που φαίνεται να έχει χάσει τις βεβαιότητές του. Ο Μέιλερ σχολιάζει ειρωνικά τόσο την αποδυνάμωση της ριζοσπαστικής πολιτικής σκέψης, όσο και την ηθική παρακμή της αμερικανικής κοινωνίας.

Το ύφος του Μέιλερ είναι πυκνό, ψυχαναλυτικό και συμβολικό, μακριά από τη ρεαλιστική γραφή του πρώτου του μυθιστορήματος. Οι διάλογοι έχουν συχνά αλληγορικό χαρακτήρα, και το έργο διακρίνεται για τη φιλοσοφική και πολιτική του διάσταση, περισσότερο παρά για την καθαρά αφηγηματική ένταση. Ο Μέιλερ δείχνει πως, μετά τον πόλεμο, κάθε συλλογικό όραμα έχει διαλυθεί. Οι επαναστάτες της προηγούμενης γενιάς είναι τώρα εξόριστοι ή απογοητευμένοι. Η κοινωνία δεν πιστεύει πια σε καμία ουτοπία, παρά μόνο στη διατήρηση της τάξης και της κατανάλωσης. Ολόκληρη η ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος καθορίζεται από την αίσθηση παρακολούθησης, ελέγχου και προδοσίας. Ο Μέιλερ περιγράφει έναν κόσμο όπου η εξουσία δεν χρειάζεται να είναι βίαιη - αρκεί ο φόβος για να επιβληθεί. Ο Λόβερτον, αντί να δράσει, παρατηρεί. Αυτή η παθητικότητα είναι το σχόλιο του Μέιλερ για τη σιωπηλή συνενοχή των πολιτών στη διατήρηση ενός συστήματος που βασίζεται στην καταστολή και την ψευδαίσθηση ελευθερίας.

Ο συγγραφέας, αν και δεν υποστηρίζει καμία πολιτική παράταξη, εκφράζει μια βαθιά ανησυχία για την απώλεια του ηθικού και πολιτικού πάθους στην αμερικανική κοινωνία. Είναι ένα έργο για το τέλος των ιδεολογιών, για την αποξένωση και για την πνευματική ερήμωση που αφήνει πίσω της μια κοινωνία βασισμένη στον φόβο και στην προπαγάνδα.

Όταν εκδόθηκε, δεν έτυχε θερμής υποδοχής, η κατευθυνόμενη από το «Μακαρθισμό» κριτική το θεώρησε δύσκολο και σκοτεινό. Ωστόσο, με το πέρασμα του χρόνου, αναγνωρίστηκε ως ένα σημαντικό κείμενο που αποτυπώνει την πνευματική αβεβαιότητα της αμερικανικής μεταπολεμικής κοινωνίας και τη μετάβαση του Μέιλερ σε πιο πολιτικά πεδία. Σε μετάφραση του Τ. Μενδράκου κυκλοφορεί στη χώρα μας από το 1975 (εκδ. "Πάπυρος")

Advertisements for Myself (1959) Μια συλλογή κειμένων - μυθιστορηματικών, δοκιμίου, αυτοβιογραφικών αποσπασμάτων - που ο συγγραφέας συνέλλεξε ως «ανακοινώσεις για τον εαυτό μου», όπως λέει και ο τίτλος.  

Περιλαμβάνουν το ενδιαφέρον του για την αντικουλτούρα, την πολιτική και τη σεξουαλική απελευθέρωση και είναι ένα βασικό βιβλίο ανάμεσα στα άλλα έργα του, που βοήθησε στη δημιουργία της περσόνας του ως ιδιότροπου, αντικαθεστωτικού συγγραφέα. Από την αρχή παραθέτει δύο πίνακες περιεχομένων. Ο πρώτος σε χρονολογική σειρά, ενώ ο δεύτερος πίνακας περιεχομένων κατηγοριοποιεί τα κομμάτια με βάση το είδος τους. Ο Μέιλερ παραθέτει αυτά που πιστεύει ότι είναι τα καλύτερα κομμάτια του: Ο Άνθρωπος που Σπούδασε Γιόγκα, "Ο Λευκός Νέγρος", "Η Εποχή της Εποχής της", "Αδιέξοδα" και "Διαφημίσεις για τον Εαυτό μου στο Δρόμο", που θέτουν την αισθητική και τη στάση του συγγραφέα απέναντι στην κοινωνία, τη γραφή, τη μαζική κουλτούρα.

Η φιγούρα του «hip» - αντίπαλος του «τετριμμένου», του συμβατικού, της κοινωνικής συμμόρφωσης -  καταγράφεται και αναλύεται. Ο Μέιλερ μιλά για τον εαυτό του, για τον ρόλο του συγγραφέα, για τη θέση του μέσα στη λογοτεχνία, για το πώς η προσωπικότητα γίνεται κείμενο. Το υλικό είναι ανομοιογενές — διηγήματα, δοκίμια, αποσπάσματα — αλλά ακριβώς αυτή η ποικιλία δείχνει την ευελιξία και την πολυπλοκότητα της σκέψης του Μέιλερ.

Το έργο θεωρείται ορόσημο ως προς την αυτοαναφορική λογοτεχνία: ο Μέιλερ επιδιώκει να συνδυάσει την αυτοβιογραφία, την δοκιμιακή γραφή και τη χάραξη προσωπικού ύφους. Ενισχύει το κοινό του, ειδικά τις νεότερες γενιές που έψαχναν εναλλακτικές φωνές και στάσεις, ένα «μάνιφεστο» για την αποστασιοποίηση από το συμβατικό. Αποτελεί σημείο τομής στην καλλιτεχνική του ανάπτυξη: επιχειρεί να αναδιαμορφώσει τον εαυτό του ως συγγραφέα προσωπικότητας, δημόσιας παρουσίας, αλλά και στοχαστικού δημιουργού.

Αν ο αναγνώστης θέλει να καταλάβει τον Μέιλερ πέρα από τις ιστορίες - δηλαδή την ιδεολογία, τη στάση, τη γραφή του - τότε αυτό είναι το έργο-κλειδί. Ίσως λιγότερο «συγκινησιακό» από  μυθιστόρημα, αλλά εξαιρετικά σημαντικό για την κατανόηση της λογοτεχνικής του φιλοσοφίας.

Οι στρατιές της νύχτας (1968) Βάζει τον εαυτό του ως «πρωταγωνιστή» της αφήγησης, με τρίτο πρόσωπο: γίνεται χαρακτήρας της ιστορίας.

Το The Armies of the Night είναι έργο δημοσιογραφίας / λογοτεχνίας («non-fiction novel») όπου αφηγείται τη συμμετοχή του στη διαμαρτυρία εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ, στις 21 Οκτωβρίου 1967, μπροστά από το Πεντάγωνο.

Συνδυάζει δημοσιογραφική ακρίβεια με λογοτεχνική ελευθερία: «ιστορία ως μυθιστόρημα / μυθιστόρημα ως ιστορία». Εξετάζει τη σχέση του ατόμου με την πολιτική δράση, τον συλλογικό αγώνα και το θεσμικό κράτος - αλλά και τη θεαματικότητα της διαμαρτυρίας στη δεκαετία του ’60.

Αυτό το έργο θεωρείται ως ένα από τα καλύτερα παραδείγματα της «Νέας Δημοσιογραφίας» - όπου ο δημοσιογράφος/συγγραφέας είναι και ο αφηγητής, και η οπτική του έχει κεντρική θέση. Η καινοτομία του στην αφήγηση επηρέασε πολλούς μεταγενέστερους συγγραφείς που ανέμειξαν το γεγονός με τη λογοτεχνική φόρμα.

Για όσους ενδιαφέρονται για τη σύγκλιση πολιτικής, κοινωνίας και λογοτεχνίας - καθώς και για το πώς ο Μέιλερ βλέπει τον εαυτό του μέσα σε αυτά - αυτό το βιβλίο είναι αποκαλυπτικό και καθοριστικό. Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε σε δυο τόμους (1970 - 1971) σε μετάφραση της Η. Κανακάκη από τις εκδόσεις Νέοι Στόχοι.

Το τραγούδι του εκτελεστή (1979) Με αυτό το έργο ο Μέιλερ εξελίσσει περαιτέρω τη φόρμα του «μυθιστορήματος βασισμένου σε πραγματικά γεγονότα» (true-life novel).

Το θέμα του είναι η υπόθεση του Gary Gilmore, ο οποίος δολοφόνησε δύο ανθρώπους, ζήτησε να εκτελεστεί και τελικά εκτελέστηκε στη Utah το 1977. Αναλύει πτυχές όπως η ενοχή, η τιμωρία, η βία, η επιθυμία για αυτοκαταστροφή, η θεαματικότητα της εκτέλεσης και του εγκλήματος.

Ο συγγραφέας επιλέγει έναν ήσυχο, σχεδόν «αντικειμενικό» τόνο, αποφεύγοντας την υπερβολή, αφήνοντας τα γεγονότα να μιλήσουν - παρά το τεράστιο μέγεθος του τόμου. Η αφήγηση συνδυάζει εκτενή τεκμηρίωση με λογοτεχνική αγωγή, ενδεικτικά, το έργο βασίστηκε σε δεκάδες χιλιάδες σελίδες σημειώσεων.

Με το “Executioner’s Song” ο Μέιλερ επιβεβαιώνει ότι μπορεί να γράψει μυθιστόρημα και μη-μυθιστόρημα με κορυφαία ποιότητα - αφού είχε ήδη βραβευτεί και για μη-μυθιστορηματικό έργο.

Το έργο του επιτρέπει να εξετάσουμε πως η αμερικανική κοινωνία διαχειρίζεται τη βία, την τιμωρία και τη θεαματικότητα, θέματα που τον απασχόλησαν αρκετά. Είναι ένα έργο με βάρος - τεράστιο σε έκταση, σοβαρό σε θέμα - και κατά πολλούς το αποκορύφωμα της γραφής του Μέιλερ ως συγγραφέα «μεγάλων μύθων» της Αμερικής.

Το φάντασμα της πόρνης (1991) Αποτελεί μία από τις πιο φιλόδοξες προσπάθειές του. Το είδος του μπορεί να τοποθετηθεί στην πολιτική μυθοπλασία, καθώς αναφέρεται στη CIA και συνδυάζει πραγματικά ιστορικά γεγονότα με φαντασιακά στοιχεία.

Ο συγγραφέας διαπραγματεύεται θέματα όπως η μυστική δράση, οι μη-εμφανείς μηχανισμοί εξουσίας, η αμοραλιστική πλευρά της πολιτικής, η επίδραση των μυστικών οργανώσεων στην ιστορία.

Το έργο είναι εξαιρετικά εκτενές — πάνω από 1.300 σελίδες — γεγονός που υπογραμμίζει τη φιλοδοξία του Μέιλερ να χαρτογραφήσει μία μεγάλη, «εκτός ορατότητας» ιστορία. Συνδυάζει ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα με μυθοπλαστικούς χαρακτήρες, δημιουργώντας ένα νέο είδος μυθιστορήματος για την αμερικάνικη μυθοπλασία του ψυχρού πολέμου.

Δείχνει την συνεχή δημιουργικότητα του Μέιλερ, που δεν επαναπαύθηκε στις δάφνες του, επιχείρησε να δημιουργήσει ένα μεγάλο αφηγηματικό έργο που θα προκαλούσε και θα συγκροτούσε μια «μυθολογία» των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών. Προσφέρει μια ολοκληρωμένη εικόνα της γραφής του Μέιλερ σε ώριμη φάση - όχι μόνο ως πολεμικού συγγραφέα ή δοκιμιογράφου αλλά ως εξερευνητή πιο «σκοτεινών» περιοχών της ιστορίας και της κοινωνίας.

Για τον ενδιαφερόμενο που θέλει να δει τον Μέιλερ στη «μεγάλη» του κλίμακα - στην αφήγηση που δεν περιορίζεται σε ένα γεγονός αλλά εκτείνεται σε έναν κόσμο εξουσίας και μυστικότητας - αυτό το έργο είναι ένα άριστο δείγμα. Το 1994 από τις εκδόσεις Α.Α.Λιβάνη κυκλοφόρησε στην Ελλάδα σε μετάφραση του Κ. Δόλκα.

Διαβάστε και αυτό της Σ.Παπασπύρου απο το LiFO

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2025

1956: Λογοτεχνικά αριστουργήματα απο τις τέσσερις άκρες του κόσμου

Μέγας δρυμός: Μονοπάτια (Χοάο Γκιμαράες Ρόζα) Ο αρχικός τίτλος αναφέρεται στις veredas, που είναι μικρά μονοπάτια μέσα σε υγροτόπους, ως ένα δαιδαλώδες δίχτυ όπου ένας ξένος μπορεί εύκολα να χαθεί και όπου δεν υπάρχει μόνος δρόμος για ένα συγκεκριμένο μέρος, αφού όλα τα μονοπάτια διασυνδέονται με τέτοιο τρόπο ώστε οποιοσδήποτε δρόμος μπορεί να οδηγήσει οπουδήποτε. Ο αγγλικός τίτλος αναφέρεται σε ένα μεταγενέστερο επεισόδιο του βιβλίου που περιλαμβάνει μια προσπάθεια να γίνει συμφωνία με τον Διάβολο. Ο συνδυασμός του μεγέθους, της γλωσσικής του παραδοξότητας και των πολεμικών θεμάτων προκάλεσε σοκ όταν κυκλοφόρησε. Το βιβλίο είναι γραμμένο σε μια μεγάλη ενότητα, χωρίς διακοπές ενοτήτων ή κεφαλαίων.

Η πορτογαλική γλώσσα αποσυναρμολογείται και ανασυντίθεται σαν τροπικό δάσος, δημιουργώντας ένα «επικό ποίημα χωρίς στίχους». Ο Ριομπάλντο, ο καουμπόης-αφηγητής, δεν διηγείται απλώς, συνομιλεί με τον χρόνο, το διάβολο και τον αναγνώστη. Το βιβλίο ανοίγει την πόρτα για το μαγικό ρεαλισμό της Λατινικής Αμερικής και παραμένει σημείο αναφοράς για κάθε συγγραφέα που θέλει να κάνει τη γλώσσα τόπο και όχι απλώς όχημα. Αποτελεί κορυφαίο μνημείο της βραζιλιάνικης λογοτεχνίας και ένα από τα πιο απαιτητικά αλλά και συγκλονιστικά μυθιστορήματα του 20ού αιώνα. Ο João Guimarães Rosa, εμπνεύστηκε από την απέραντη, άγρια και μυστηριακή ενδοχώρα της Βραζιλίας, την λεγόμενη «σερτάο», για να δημιουργήσει ένα έργο που είναι ταυτόχρονα επικό, φιλοσοφικό και ποιητικό.

Η αφήγηση ξετυλίγεται μέσα από τον λόγο του Ριομπάλντο, ενός πρώην αντάρτη-πολεμιστή, που αναπολεί τη ζωή του και τα γεγονότα που τον σημάδεψαν. Η εξιστόρησή του μοιάζει με ρέοντα μονόλογο, γεμάτο παρεκβάσεις, στοχασμούς και συνειρμούς, σαν να μιλά σε έναν αόρατο ακροατή. Η πλοκή δεν είναι γραμμική: μάχες, φιλίες, έρωτες και φιλοσοφικά ερωτήματα αλληλοδιαδέχονται το ένα το άλλο, σαν ψηφίδες μιας εμπειρίας που ξεπερνά τον ατομικό βίο. Στο κέντρο του έργου βρίσκεται η σχέση του με τον Ντιαδουρού, μια μορφή σχεδόν μυθική, όπου η φιλία διαπλέκεται με τον κρυφό ερωτικό πόθο, αναδεικνύοντας και το θέμα της ομοερωτικής επιθυμίας.

Γλωσσικά, το έργο είναι πρωτόγνωρο. Ο Rosa επινοεί νέες λέξεις, παντρεύει λόγια και λαϊκά στοιχεία, διαστέλλει τη γραμματική και τη σύνταξη, δημιουργώντας ένα ιδίωμα που ταλαντεύεται ανάμεσα στον ρεαλισμό και στη λογοτεχνική φαντασία. Έτσι, η ίδια η γλώσσα γίνεται πρωταγωνιστής. Ο αναγνώστης αισθάνεται πως βαδίζει μέσα σε έναν δρυμό λέξεων, όπου το μονοπάτι ποτέ δεν είναι ευθύ αλλά πάντα αποκαλύπτει καινούριες δυνατότητες. Το ύφος είναι λυρικό, δύστροπο, με συνεχείς αλλαγές τόνου, κάτι που θυμίζει τόσο τον μοντερνισμό όσο και την προφορική παράδοση των cantadores. Πρόκειται για έργο στοχαστικό, επικό και εσωτερικό ταυτόχρονα.

Θεματικά, το έργο αγγίζει το μεταφυσικό: ο Ριομπάλντο αναρωτιέται για την ύπαρξη του Διαβόλου, για το αν ο κόσμος κυβερνάται από τυφλή μοίρα ή ανθρώπινη βούληση. Το κακό δεν παρουσιάζεται μόνο ως εξωτερική δύναμη αλλά και ως ενδόμυχη δυνατότητα της ψυχής. Το ίδιο το τοπίο του σερτάο μετατρέπεται σε αλληγορία: ένας τόπος σκληρός, ανελέητος, αλλά και πηγή ελευθερίας και δοκιμασίας.

Η ανάγνωση είναι απαιτητική, αλλά ανταμείβει με μια εμπειρία σχεδόν μυσταγωγική. Είναι ένα βιβλίο για τον άνθρωπο, τον έρωτα, τον θάνατο, τον Θεό και το Κακό, ένα έργο που δείχνει πως η λογοτεχνία μπορεί να γίνει το ίδιο το τοπίο της ψυχής. Στη χώρα μας εκδόθηκε το 2016 από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Το ουρλιαχτό και άλλα ποιήματα – (Άλεν Γκίνσμπεργκ) Η ποίηση γίνεται κραυγή ολόκληρης γενιάς. Με 112 στίχους που σπάνε τα μέτρα, ο Γκίνσμπεργκ μετατρέπει το μπιτ κίνημα σε λογοτεχνικό γεγονός. Η ελεύθερη ρίμα, ο συνειρμικός λόγος, οι επαναλήψεις και οι εικόνες δημιουργούν ένα μανιφέστο αστικής αγωνίας. Το βιβλίο δικάστηκε για «ασέβεια», αλλά δικαιώθηκε και η ποίηση απέκτησε νέα πολιτική δύναμη. Σήμερα αναγνωρίζεται ως ένα από τα πιο επιδραστικά έργα της αμερικανικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα, καθώς αποτύπωσε τη φωνή μιας γενιάς που ένιωσε αποξενωμένη από την κοινωνία της μεταπολεμικής Αμερικής.

Το ποίημα χωρίζεται σε τρία μέρη και ένα υστερόγραφο. Στο πρώτο μέρος, ο Ginsberg σκιαγραφεί με λυρισμό αλλά και απελπισία τους φίλους και συνοδοιπόρους του: ποιητές, καλλιτέχνες, νέους ανθρώπους που θεωρεί τα «καλύτερα μυαλά» της γενιάς του, αλλά που καταστράφηκαν από την τρέλα, τα ναρκωτικά, την καταστολή, την κοινωνική απόρριψη. Ο ρυθμός είναι εκρηκτικός, με μακροπερίοδο λόγο, σαν αυτοσχεδιασμός τζαζ. Οι εικόνες συσσωρεύονται με καταιγιστικό τρόπο: σκοτεινές πόλεις, ψυχιατρεία, γιορτές, οράματα και εφιάλτες, όλα στοιβάζονται σε έναν καμβά που μοιάζει να πάλλεται. Το δεύτερο μέρος στρέφεται εναντίον του «Μολώχ», ενός συμβόλου που συνοψίζει την απάνθρωπη πλευρά του σύγχρονου κόσμου. Ο Μολώχ είναι η μηχανή του πολέμου, το κέρδος, η τυραννία της κατανάλωσης, η απανθρωπιά της τεχνολογίας. Ο Ginsberg εδώ γίνεται σχεδόν προφήτης, καταγγέλλοντας με ιερή οργή την κοινωνία που θυσιάζει τους νέους στο βωμό του κέρδους και της ισχύος. Το τρίτο μέρος είναι ένα προσωπικό, τρυφερό σημείωμα στον φίλο του Carl Solomon, που βρισκόταν σε ψυχιατρικό άσυλο. Ο τόνος γίνεται πιο ήπιος αλλά και πιο συγκινητικός, μια υπόσχεση συντροφικότητας μέσα στη μοναξιά και την τρέλα. Το υστερόγραφο, το περίφημο «Footnote to Howl», είναι μια σχεδόν μυστικιστική ιαχή, όπου η λέξη «άγιο» επαναλαμβάνεται σαν μάντρα, μετατρέποντας την εμπειρία της παρακμής σε όραμα αγιότητας.

Το ύφος είναι προφητικό, γεμάτο ρυθμό και εκρηκτική ενέργεια, συνδυάζει τη λυρική παράδοση του Walt Whitman με τη δύναμη του προφορικού λόγου και τον ρυθμό της τζαζ. Είναι ποίηση ακατέργαστη, άναρχη αλλά γεμάτη παλμό, που ενσαρκώνει την ίδια την ένταση της ζωής. Η θεματολογία της – σεξουαλικότητα, ναρκωτικά, τρέλα, κοινωνική αδικία – έκανε το έργο απαγορευμένο αλλά ταυτόχρονα σύμβολο ελευθερίας.

Το Howl παραμένει έως σήμερα μια υπενθύμιση πως η ποίηση μπορεί να είναι όχι μόνο τέχνη, αλλά και κραυγή διαμαρτυρίας, προσευχή, μανιφέστο. Ένα κείμενο που δεν προσφέρει απλώς αισθητική απόλαυση, αλλά εμπειρία ζωής – ωμό, ειλικρινές, εκρηκτικό. Θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα ποιήματα του 20ού αιώνα. Είναι αντισυμβατικό και εκρηκτικό, γεμάτο με έντονη κοινωνική και πολιτική κριτική, και επηρέασε τις γενιές των Beatniks και την αντίστοιχη κουλτούρα της εποχής. Στην Ελλάδα εκδόθηκε το 1987 από τις εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος.

Ο Ναός του Χρυσού Περιπτέρου (Γιούκιο Μισίμα) Η αισθητική γίνεται αυτοκαταστροφή. Με λυρικό ρεαλισμό, ο Μισίμα περιγράφει την πυρπόληση ενός ναού ως μεταφορά του εθνικού σώματος που καίει τον εαυτό του για να γίνει η τέλεια ομορφιά. Η γλώσσα είναι σαν ξυράφι που σχίζει το ιαπωνικό τοπίο και προετοιμάζει το έδαφος για το σεισμικό τέλος του συγγραφέα. Εμπνεύστηκε από πραγματικό γεγονός: την πυρπόληση του περίφημου ναού Κινκακού-τζι στο Κιότο από έναν νεαρό μοναχό το 1950. Μέσα από αυτή την ιστορία, ο Mishima εξερευνά την αμφιλεγόμενη σχέση του ανθρώπου με την ομορφιά, την καταστροφή και την εσωτερική του πάλη με την ανεπάρκεια και τον φθόνο.

Ο πρωταγωνιστής, ο Μιζογκούτσι, είναι γιος ενός φτωχού χωρικού ιερέα, μεγαλωμένος με την αφήγηση ότι ο χρυσός ναός είναι το απόλυτο σύμβολο ομορφιάς. Στη νεότητά του καταφέρνει να σπουδάσει ως δόκιμος μοναχός εκεί, αλλά η ίδια η τελειότητα του μνημείου τον συνθλίβει. Τραυλός και κοινωνικά απομονωμένος, νιώθει ανίκανος να συμμετάσχει στην καθημερινή ζωή, αποκομμένος από τον έρωτα και τη χαρά. Η θέα του ναού, αντί να του προσφέρει παρηγοριά, του προκαλεί αγωνία, γιατί αντιλαμβάνεται την απόσταση ανάμεσα στην ανθρώπινη αδυναμία του και στην άφθαρτη ομορφιά του κτιρίου. Η εμμονή του αυτή μετατρέπεται σταδιακά σε μίσος. Ο ναός γίνεται στα μάτια του ένα είδωλο που πρέπει να καταστρέψει για να ελευθερωθεί. Η πράξη του εμπρησμού δεν είναι απλώς βανδαλισμός, είναι μια υπαρξιακή λύτρωση: η καταστροφή ως ο μόνος τρόπος κατάκτησης του απόλυτου. Το μυθιστόρημα οδηγεί έτσι σε μια ανατριχιαστική κορύφωση, όπου η καταστροφή γίνεται ταυτόχρονα απελευθέρωση και απόγνωση.

Το ύφος του Mishima είναι κλασικό, αυστηρά δομημένο, αλλά ταυτόχρονα γεμάτο ψυχολογική ένταση. Ο συγγραφέας αντλεί από την ιαπωνική παράδοση του ζεν και της αισθητικής του wabi-sabi, αλλά παράλληλα επηρεάζεται από τη δυτική φιλοσοφία, ιδιαίτερα από τον Νίτσε και τον Σοπενχάουερ. Η πρόζα του είναι καθαρή, ακριβολόγος, αλλά πίσω της κρύβεται μια σκοτεινή ψυχολογική ένταση. Ο Mishima παρουσιάζει τον ήρωα όχι ως παράφρονα, αλλά ως έναν άνθρωπο που παρασύρεται από τη λογική συνέπεια των δικών του εμμονών.

Δεν είναι απλώς ιστορία ενός κοινωνικού εγκλήματος, αλλά φιλοσοφικό μυθιστόρημα για την αναμέτρηση του ανθρώπου με την ομορφιά, για τον τρόπο που το κάλλος μπορεί να γίνει αφόρητο, ακόμη και καταστροφικό. Παράλληλα, είναι μια μελέτη πάνω στην αποξένωση και τη βία που κρύβεται στην ψυχή, όταν το άτομο δεν βρίσκει διέξοδο για την επιθυμία και την αδυναμία του. Το έργο ανήκει στα κλασικά της ιαπωνικής λογοτεχνίας και φέρει έντονα το στίγμα του Mishima: την έλξη για το απόλυτο, την έμμονη ιδέα του θανάτου και την αναζήτηση μιας ομορφιάς που δεν μπορεί να αντέξει ο ίδιος ο άνθρωπος.  

Τιτσιάνο, Αφροδίτη του Ουρμπίνο, 1538
Το Κλειδί (Γιουνιχίρο Τανιζάκι) Συνδυάζει την τολμηρότητα της ερωτικής λογοτεχνίας με την ψυχολογική οξυδέρκεια και την τεχνική αρτιότητα. Πρόκειται για ένα  τολμηρό ερωτικό μυθιστόρημα σε μορφή ημερολογίου, που σκανδάλισε την εποχή του αλλά σήμερα θεωρείται κλασικό δείγμα εξερεύνησης των μυστικών της επιθυμίας και των σκοτεινών διαστάσεων του έρωτα. Η πλοκή επιφανειακά είναι απλή: ένα παντρεμένο ζευγάρι μεσηλίκων Ιαπώνων γράφει μυστικά ημερολόγια, καταγράφοντας σκέψεις και εμπειρίες που δεν τολμά να μοιραστεί προφορικά. Ωστόσο, ο άντρας και η γυναίκα αφήνουν επίτηδες τα ημερολόγια εκτεθειμένα, γνωρίζοντας πως ο άλλος θα τα διαβάσει. Μέσα από αυτό το παιχνίδι αποκαλύψεων, το ζευγάρι εμπλέκεται σε μια αλληλουχία από ερωτικές φαντασιώσεις, χειρισμούς, ζήλια και δοκιμασίες. Η γυναίκα, όμορφη αλλά παθητική, αναδεικνύεται σταδιακά σε αντικείμενο και εργαλείο των επιθυμιών του άντρα. Εκείνος, εμμονικός και ηδονολάγνος, την ενθαρρύνει να παραδοθεί σε μια σχέση με έναν νεότερο άντρα, πράγμα που οδηγεί σε επικίνδυνα παιχνίδια εξουσίας και πάθους.

Το ύφος του Tanizaki είναι εξαιρετικά λεπτοδουλεμένο. Με ειρωνεία, υπαινικτικότητα και ψυχολογική διεισδυτικότητα, δημιουργεί μια ιστορία όπου η επιθυμία γίνεται μηχανισμός εξουσίας. Ο διάλογος μέσα από τα ημερολόγια προσδίδει μια αίσθηση θεατρικότητας και διαρκούς αποκάλυψης.

Μέσα από τη μορφή του διπλού ημερολογίου, η αφήγηση προσφέρει δύο οπτικές που αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοαναιρούνται. Το αποτέλεσμα είναι μια συνεχή ένταση: ο αναγνώστης δεν ξέρει ποιος λέει την αλήθεια και ποιος χειραγωγεί τον άλλο. Η φαινομενική ειλικρίνεια μετατρέπεται σε μηχανισμό εξαπάτησης, ενώ η σεξουαλικότητα εμφανίζεται όχι ως απλή ηδονή αλλά ως δύναμη που φθείρει, απειλεί και ανατρέπει τις ισορροπίες.

Η τολμηρότητα του έργου δεν έγκειται μόνο στις ερωτικές του περιγραφές, αλλά κυρίως στον τρόπο που συνδέει τον έρωτα με τον θάνατο. Η απόλαυση προσεγγίζεται στα όρια της αυτοκαταστροφής, ενώ η σχέση του ζευγαριού καταλήγει σε ένα σκοτεινό, αμφίσημο φινάλε, όπου ο αναγνώστης μένει να αναρωτιέται για την πραγματική φύση των γεγονότων.

Ο Tanizaki αξιοποιεί τα αγαπημένα του θέματα: την εμμονή με τη γυναικεία ομορφιά, τη λατρεία της υποταγής και της εξουσίας στον έρωτα, και την ιδέα ότι το πάθος μπορεί να μετατραπεί σε μοιραία δύναμη. Μέσα από αυτά, το μυθιστόρημα γίνεται μια μελέτη για τη διπλή φύση της επιθυμίας: απελευθερωτική αλλά και καταστροφική. Παρότι σκανδαλώδες για τα ήθη της εποχής, διαβάζεται σήμερα ως ένα κλασικό έργο που αποκαλύπτει την πολυπλοκότητα του ανθρώπινου ψυχισμού και την αδυναμία μας να ελέγξουμε πλήρως τα πάθη μας. Η ελληνική μετάφραση κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγρα το 1993.

Ο καιρός των δολοφόνων (Χένρι Μίλλερ) Σε μια Ευρώπη που μόλις βγαίνει από τον πόλεμο, ο αφηγητής-Μίλλερ περιπλανιέται από το Παρίσι ως τη Νάπολη σαν σύγχρονος Δον Κιχώτη με σακίδιο αντί για άλογο. Στις σελίδες του βιβλίου δεν υπάρχει «δράση» με την κλασική έννοια, υπάρχουν συναντήσεις με πόρνες, στρατιώτες, ποιητές, αλλά και με σκιές της ίδιας της Ιστορίας. Ο «καιρός των δολοφόνων» δεν είναι μόνον ο ψυχρός πόλεμος των πολιτικών, αλλά και ο καιρός που η ανθρωπότητα σκοτώνει τον εαυτό της μέσα στα γκρίζα σπίτια, στα στενά δρομάκια και στα κρεβάτια με μαύρα σεντόνια. Το βιβλίο είναι ένα ποίημα-οδοιπορικό. Η γλώσσα του Miller ρέει με μακροσκελείς προτάσεις, επαναλήψεις, κραυγές και ψίθυρους που δημιουργούν ρυθμό σαν τη ζωή μιας πόλης. Οι γυναίκες δεν είναι πλάσματα αλλά σύμβολα ζωής μέσα στο θάνατο, οι άνδρες δεν είναι ήρωες αλλά θύματα μιας εποχής που σκοτώνει την επιθυμία.

Η κριτική το χαρακτήρισε «απροσάρμοστο» και «ασεβές», αλλά αυτή η «απροσαρμοσιά» είναι η δύναμή του: ο Miller δεν περιγράφει τον κόσμο· τον ανασκευάζει με λέξεις. Το έργο είναι ταυτόχρονα καταγγελία και ύμνος, μια κραυγή ότι η ζωή μπορεί να γεννηθεί ακόμη και μέσα στα ερείπια.

Στο έργο ο Μίλλερ τιμά και αναμοχλεύει τον Ρεμπώ ως προάγγελο της δικής του περιπλάνησης. Αναφέρει ρητά τον Ρεμπώ ως «μαγκιόρο των φαντασιώσεων» και εντάσσει το όνομά του σε μια συνομιλία γενιών: ο ίδιος ο Μίλλερ, περιπλανώμενος βλέπει στον Ρεμπώ τον πρώτο ταξιδιώτη-ποιητή που έκαψε τον εαυτό του για να φωτίσει το κενό. Βλέπει έναν πνευματικό συγγενή: έναν ανυπότακτο, έναν επαναστάτη που έκαψε τη ζωή του με την ίδια ένταση που έγραψε την ποίησή του. Μέσα από του Γάλλο ποιητή, ο συγγραφέας μιλά για την καλλιτεχνική δημιουργία, την ελευθερία, την τρέλα, αλλά και την αναπόδραστη σχέση τέχνης και καταστροφής. Αξιοποιεί τον Ρεμπώ ως καθρέφτη της δικής του αποστασιοποίησης από την «πολιτισμένη» Δύση: όπως ο Ρεμπώ εγκατέλειψε την ποίηση για την Αφρική, έτσι και ο Μίλλερ εγκαταλείπει το «σύστημα» για τις άγριες οδούς της εμπειρίας. Δεν αναλύει το έργο του Ρεμπώ, αλλά το εντάσσει ως συμβολικό δάκτυλο που δείχνει ότι κάθε εποχή δολοφόνων χρειάζεται έναν ποιητή-δραπέτη για να θυμίζει πως η ζωή μπορεί να γεννηθεί ακόμη και στα ερείπια.

Το ύφος του είναι δοκιμιακό αλλά και προσωπικό: ο Miller αναμειγνύει φιλοσοφία, βιογραφία και δικές του εμπειρίες. Το κείμενο διατρέχεται από τον ενθουσιασμό και την υπερβολή του συγγραφέα, που καταθέτει έναν ύμνο στην απόλυτη ζωή του καλλιτέχνη. Υπάρχει ελληνική έκδοση με τον ίδιο τίτλο, από τις εκδόσεις Εγνατία, του 1980 και από τη «Νεφέλη» το 1982 

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2025

1955: Μια πολυπαραγωγική χρονιά με αντιπροσωπευτικά αριστουργήματα από όλο το κόσμο

Λολίτα (Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ) Επαναπροσδιόρισε το μοντέρνο μυθιστόρημα μέσω της αναξιόπιστης αφήγησης και της γλωσσικής πληθωρικότητας. Η χρήση του λυρικού λόγου για αποτρόπαια θέματα δημιούργησε νέα αισθητική κατηγορία. Αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τη μεταμοντέρνα αφήγηση. Το θέμα του έγινε πολιτισμικός μύθος, επηρεάζοντας ψυχολογία, νομική σκέψη και τέχνη. Παραμένει από τα πιο αμφιλεγόμενα και μελετώμενα έργα του 20ού αιώνα, με συνεχείς επανερμηνείες. Ένας ευφυής, γοητευτικός και διανοητικά ασταθής Ευρωπαίος μεσήλικας, ο Χάμπερτ, αφηγείται την ιστορία του έρωτά του για μια δωδεκάχρονη Αμερικανίδα, την Ντολόρες, την οποία αποκαλεί «Lolita». Ο Χάμπερτ, από τη παιδική του ηλικία στην Ευρώπη, έχει μια παράφορη έλξη για «νυμφίδια» (κορίτσια ηλικίας 9-14 ετών). Μετανάστευσε στην Αμερική και νοικιάζει δωμάτιο στο σπίτι της χήρας Σάρλοτ Χέιζ, μόνο και μόνο για να πλησιάσει την κόρη της, την Ντολόρες. Η Σάρλοτ τον ερωτεύεται και τον πιέζει να την παντρευτεί. Αυτός δέχεται, με μοναδικό σκοπό να μένει κοντά στη Λολίτα. Όταν η Σάρλοτ ανακαλύπτει το ημερολόγιό του, σκοτώνεται τυχαία σε ατύχημα. Ο Χάμπερτ αρπάζει την ευκαιρία και αναλαμβάνει την κηδεμονία της μικρής.  Ξεκινά ένα ταξίδι - καταδίωξη σε όλη την επικράτεια, όπου ο Χάμπερτ την κακοποιεί σεξουαλικά ενώ παράλληλα προσπαθεί να την κρατήσει υπό τον έλεγχό του. Η Λολίτα, παγιδευμένη και εξαρτημένη, αρχίζει να αντιστέκεται. Τελικά δραπετεύει με τον Κουήντι, έναν θεατρικό συγγραφέα. Ο Χάμπερτ την χάνει για χρόνια. Όταν την ξαναβρίσκει, είναι πλέον έγκυος και παντρεμένη με έναν φτωχό μηχανικό. Ο Χάμπερτ σκοτώνει τον Κουήντι και συλλαμβάνεται. Η Λολίτα πεθαίνει σε ηλικία 17 ετών κατά τον τοκετό. Ο Χάμπερτ, στη φυλακή, γράφει την ιστορία του ως «απολογία» και ως ύστατη ερωτική εξομολόγηση. Στο θεματικό πυρήνα του έργου υπάρχουν τέσσερα κύρια ζητήματα: Η κακοποίηση ως αφήγηση - Το βιβλίο δεν απολογείται για την παιδεραστία, αλλά την εκθέτει μέσα από τη γλώσσα του θύτη, αναγκάζοντας τον αναγνώστη να αντιμετωπίσει τη βία μέσα από τη γοητεία του λόγου. Επίσης η αναξιόπιστη αφήγηση - Ο Χάμπερτ είναι ένας τέλειος ψεύτης. Η αφήγησή του είναι γεμάτη από κενά, παραπλανήσεις και λογοτεχνικά παιχνίδια, αφήνοντας τον αναγνώστη να ψάχνει την αλήθεια. Η Αμερική ως φαντασίωση - Η Λολίτα δεν είναι μόνο ένα κορίτσι, αλλά και το σύμβολο της αμερικανικής εφηβείας, της κατανάλωσης και της ψευδαίσθησης. Ο Χάμπερτ, ο Ευρωπαίος διανοούμενος, προσπαθεί να κατακτήσει την Αμερική μέσα από το σώμα ενός παιδιού. Η γλώσσα ως βία - Η γλώσσα του Χάμπερτ είναι ποιητική, αστεία, αλλά και ψυχοπαθητική. Η λογοτεχνικότητα του γραπτού λόγου αντιπαρατίθεται με την ωμότητα των πράξεων. Το ιδιαίτερο ύφος του έργου συμπληρώνεται από την αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο του αναξιόπιστου αφηγητή, τα γλωσσικά παιχνίδια και τις αναφορές στην ποίηση, στη λογοτεχνία και στον κινηματογράφο. Σημαντικό ρόλο στο ύφος του έργου έχει επίσης η διπλή ανάγνωση, ότι μπορεί  να διαβαστεί ως ερωτική ιστορία, αλλά και ως καταγγελία της παιδεραστίας. Είναι ένα βιβλίο που εκθέτει τη βία της επιθυμίας μέσα από μια από τις πιο γοητευτικές και παραπλανητικές λογοτεχνικές γραφές που γράφτηκαν ποτέ

The Great Masturbator, Σαλβαντόρ Νταλί, 1929
Οι αναγνωρίσεις  (Γουίλιαμ Τόμας Γκάντις) Η άγρια ​​δυσαρέσκεια του Γκάντις με τον κόσμο και η τρομακτική του πολυμάθεια δημιουργούν μια απαιτητική και ανταποδοτική ανάγνωση. Το έργο ξεπερνά και τα όρια όγκου μυθιστορήματος με 956 σελίδες χωρίς παραγράφους. Έχει πολυφωνική αφήγηση, ενσωμάτωση φιλοσοφίας και τεχνολογίας και είναι πρόδρομος του μαξιμαλιστικού μεταμοντέρνου. Αποτέλεσε εγχειρίδιο για τους Pynchon, Wallace, Vollmann. Εισήγαγε την "systems novel" - λογοτεχνία ως αντανάκλαση πολύπλοκων κοινωνικών μηχανισμών. Αποτελεί μια από τις πιο ολοκληρωμένες καταγραφές της μεταπολεμικής αμερικανικής κουλτούρας – αυθεντικότητα / πλαστογραφία, καταναλωτισμός, θρησκευτική κρίση. Το μυθιστόρημα περιστρέφεται γύρω από τη ζωή του Γουαιατ, ενός εξαιρετικά ταλαντούχου ζωγράφου και γιού αυστηρού πάστορα, ο οποίος εγκαταλείπει τη θρησκεία για την τέχνη, αλλά καταλήγει να γίνει ο πιο διάσημος πλαστογράφος της εποχής του. Η ιστορία εκτυλίσσεται σε μια διεφθαρμένη μεταπολεμική Αμερική, όπου η αυθεντικότητα (είτε καλλιτεχνική, είτε πνευματική) έχει αντικατασταθεί από την απομίμηση και την εμπορική εκμετάλλευση. Ένα βιβλίο για την απώλεια της αυθεντικότητας σε έναν κόσμο που έχει γεμίσει με απομιμήσεις. Ο Wyatt λαχταράει να ζήσει σε μια πιο αυθεντική εποχή, σε αντίθεση με τον κόσμο των προσομοιώσεων, των υποκατάστατων και των χλωμών ομοιοτήτων του. Αυτό που θέλει ο Wyatt σε κάθε σφαίρα της ζωής είναι το πραγματικό προηγούμενο, και αγωνίζεται σε τρεις δεκαετίες και τρεις ηπείρους για να το βρει. Αρχίζει να αντιγράφει αριστουργήματα του 15ου και 16ου αιώνα με τέτοια μαεστρία, που ακόμη και οι ειδικοί δεν μπορούν να τα ξεχωρίσουν από τα πρωτότυπα. Όμως, όσο πιο διάσημος γίνεται, τόσο περισσότερο χάνει τον εαυτό του. Παράλληλα, παρακολουθούμε μια σειρά από χαρακτήρες που βρίσκονται σε παρόμοια πνευματική αποσύνθεση: Τον Otto, ένας ανεπιτυχή συγγραφέα που κλέβει ιδέες, τον μουσικό Stanley, που προσπαθεί να γράψει έναν θρησκευτικό ύμνο αλλά δεν μπορεί να ολοκληρώσει τίποτα, την πανέμορφη Esme, που πουλάει το κορμί της σαν προϊόν. Στο τέλος, ο Wyatt αποκαλύπτει την αλήθεια για τις πλαστογραφίες του, αλλά κανείς δεν τον πιστεύει. Η κοινωνία προτιμά την ψευδαίσθηση από την πραγματικότητα. Ο ίδιος εγκαταλείπει την τέχνη και επιστρέφει σε μια μονή, όπου προσπαθεί να βρει ξανά τον εαυτό του. Στον θεματικό πυρήνα του έργου βρίσκονται: Η Πλαστογραφία vs. Αυθεντικότητα - διερευνά πώς η σύγχρονη κοινωνία αναπαράγει ψεύτικες εικόνες, μια δήθεν πραγματικότητα και πώς αυτό καταστρέφει την ανθρώπινη ταυτότητα. Η τέχνη στην εξυπηρέτηση της θρησκείας - Ο Wyatt, από το περιβάλλον θρησκευτικής αυστηρότητας, μεταφέρει τη μανία του πατέρα του για την θρησκεία στη τέχνη, αλλά τελικά αποτυγχάνει και στα δύο. Η πολυπρόσωπη παράνοια της σύγχρονης ζωής - Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο από παραληρηματικούς διαλόγους, διαφημίσεις, καλλιτεχνικές συζητήσεις και ψεύτικες προσωπικότητες, δημιουργώντας μια αίσθηση συνεχούς αποσύνθεσης. Η δομή του μιμείται την αποσύνθεση που περιγράφει: είναι ένα βιβλίο που αναγκάζει τον αναγνώστη να αναζητήσει την αυθεντικότητα μέσα στο χάος. Είναι σοβαρό βιβλίο, αλλά είναι επίσης η καλύτερη από τις καλές πικρές κωμωδίες, γεμάτο αγανακτισμένο πνεύμα. Χρειάστηκαν δεκαετίες για να αναγνωριστεί ως το αριστούργημα που είναι και ως βιβλίο που εγκαινίασε τη μεγάλη εποχή του μαύρου χιούμορ στην αμερικανική μυθοπλασία.                                 

Πέδρο Πάραμο (Χουάν Ρούλφο)  Συνέθεσε το μαγικό ρεαλισμό πριν γίνει mainstream. Η ανάμειξη νεκρών / ζωντανών, παρελθόντος / παρόντος δημιούργησε νέα αντίληψη του χωροχρόνου στη λογοτεχνία. Είχε άμεση επίδραση σχεδόν σε όλους τους λατινοαμερικάνους συγγραφείς. Καθόρισε το λατινοαμερικάνικο "Boom" και επηρέασε παγκόσμια τη μετααποικιακή λογοτεχνία. Αποτύπωσε τη μεξικάνικη πραγματικότητα με τρόπο που ξεπέρασε τον ρεαλισμό, ενσωματώνοντας προγενέστερες, προκολομβιανές αντιλήψεις. Ένας νεαρός, ο Χουάν, ταξιδεύει στην έρημη πόλη Κομάλα αναζητώντας τον πατέρα του, Πέδρο Πάραμο, τον πανίσχυρο cacique που κυβερνούσε κάποτε την περιοχή. Δεν ήταν μόνο υπεύθυνος για την οικονομική ευημερία της πόλης αλλά και για την ύπαρξη πολλών από τους κατοίκους της. Απεικονίζεται τακτικά να βιάζει γυναίκες, και κανείς δεν μπορεί να ξέρει όλες τις γυναίκες με τις οποίες έχει κοιμηθεί. Είναι επίσης υπεύθυνος για την ασφάλεια της πόλης. Κάνει συμφωνία με τον επαναστατικό στρατό κυρίως για δικό του συμφέρον και για προστασία. Όντας όμως ιδιοκτήτης μιας τόσο μεγάλης έκτασης γης, είναι, κατ' επέκταση, υπεύθυνος για τη ευημερία της πόλης. Η πόλη όμως μαραίνεται από την απάθεια και την αδιαφορία του. Ολόκληρο το μυθιστόρημα επικεντρώνεται στις πράξεις, τις ορέξεις και τις επιθυμίες του.Μόλις φτάνει ο Χουάν στην πόλη, ανακαλύπτει ότι είναι σχεδόν εγκαταλελειμμένη – οι κάτοικοι είναι νεκροί, αλλά συνεχίζουν να μιλούν, να θυμούνται και οι αναμνήσεις τους να στοιχειώνουν τον τόπο. Το βιβλίο αποτελείται από μονόλογους νεκρών κατοίκων που αφηγούνται την ιστορία τους: Η Σουζάνα Σαν Χουάν, ο ανεκπλήρωτος έρωτας του Πέδρο Πάραμο. Ο πατέρας Φούλγκενσιο, ο ιερέας που βασανίζεται από τις εξομολογήσεις των πιστών. Ο Μιγκέλ Πάραμο, ο γιος του Πέδρο, που σκοτώθηκε νέος. Μέσα από τις αφηγήσεις των νεκρών, ξετυλίγεται η ιστορία του Πέδρο: από φτωχό ορφανό σε αδίστακτο γαιοκτήμονα, που χειραγωγεί, εκβιάζει και σκοτώνει για να επεκτείνει την εξουσία του: Σκοτώνει τον πατέρα της Σουζάνα για να την κάνει δική του. Χάνει τη Σουζάνα, που τρελαίνεται και πεθαίνει. Καταστρέφει την Κομάλα, αφήνοντας την πόλη να ερημώσει. Στο τέλος, ο Χουάν πεθαίνει και ενώνεται με τα φαντάσματα. Η αναζήτηση του πατέρα του μετατρέπεται σε μεταφυσικό ταξίδι στο θάνατο και τη λήθη. Στο θεματικό πυρήνα του έργου βρίσκονται: Ο θάνατος και ανάμνηση - Η πόλη σαν ένα νεκροταφείο αναμνήσεων, που τις κρατάνε «ζωντανές» οι νεκροί της.  Ο μαγικός ρεαλισμός – η αλληλεπίδραση και συνομιλία νεκρών / ζωντανών, χωρίς να γίνεται ποτέ ξεκάθαρο αν είναι φαντασίωση. Η κοινωνική κριτική - μια καταγγελία της μεξικανικής κοινωνίας, όπου η εξουσία και η φτώχεια καταστρέφουν τις ανθρώπινες ζωές. Η ερωτική απώλεια - Η Σουζάνα είναι ο ανεκπλήρωτος έρωτας που στοιχειώνει τον Πέδρο, και η απώλειά της τον οδηγεί στην τρέλα και την καταστροφή. Η πολυφωνική αφήγηση (με σπασμένους μονολόγους και διαλόγους των νεκρών, χωρίς κεντρικό αφηγητή), ο ρευστός χρόνος (με το ανακάτεμα παρελθόντος και παρόντος σε μια υπνωτική ατμόσφαιρα) η λιτή, ποιητική γλώσσα (με σύντομες, σχεδόν αποφθεγματικές προτάσεις, που δημιουργούν  μια σπαρακτική, μελαγχολική αίσθηση) χαρακτηρίζουν το ιδιαίτερο ύφος του έργου. Ο García Márquez ισχυρίστηκε ότι «μπορούσε να απαγγείλει ολόκληρο το βιβλίο, εμπρός και πίσω».- Ο Μπόρχες το θεωρούσε ένα από τα σπουδαιότερα κείμενα που γράφτηκαν σε οποιαδήποτε γλώσσα.

Άννα Αχμάτοβα. Ιδιωτική συλλογή. Αθήνα
Δόκτωρ Ζιβάγκο (Μπόρις Παστερνάκ) Ανανέωσε το ρωσικό επικό μυθιστόρημα μέσω λυρικού εσωτερικού μονολόγου και ποιητικής γλώσσας. Συνέδεσε σε επίπεδο συμβολισμού το προσωπικό με το ιστορικό. Είναι το πιο γνωστό διεθνώς έργο που αμφισβήτησε επίσημα τη σοβιετική ιδεολογία από μέσα, με συνέπειες για τη λογοτεχνία παγκοσμίως. Έγινε σύμβολο καλλιτεχνικής αντίστασης στην πολιτική καταπίεση. Καθιέρωσε τον "διασκευασμένο" ρεαλισμό ως λογοτεχνική στρατηγική. Διηγείται την ιστορία του Γιούρι Ζιβάγκο, ενός ποιητή-ιατρού, που ζει μέσα στις τραγικές αλλαγές της Ρωσίας από την τσαρική εποχή μέχρι την Οκτωβριανή Επανάσταση και τον Εμφύλιο Πόλεμο. Το μυθιστόρημα είναι ένα επικό χρονικό της προσωπικής ζωής μέσα στην ιστορική καταιγίδα. Ξεκινά με την παιδική ηλικία του Γιούρι, που ορφανεύει και μεγαλώνει με το θείο του, αναπτύσσοντας ευαισθησία στην ποίηση και στο ανθρώπινο δράμα. Παντρεύεται την Τόνια, μια καλή, αλλά συμβατική γυναίκα, και γίνεται ιατρός. Η ζωή του φαίνεται ρυθμισμένη, μέχρι που ξεσπά η Επανάσταση. Η οικογένεια του Γιούρι εγκαταλείπει τη Μόσχα και φεύγει στα Ουράλια. Ο Γιούρι αγνοείται και πιάνεται από τους Μπολσεβίκους, που τον αναγκάζουν να γίνει στρατιωτικός γιατρός. Συναντά την όμορφη Λάρα, μια ελεύθερη, παθιασμένη γυναίκα, που έχει σκοτώσει τον εραστή της, τον Κομάροφσκι, έναν αδίστακτο πολιτικό. Ερωτεύονται παράφορα, αλλά δεν μπορούν να είναι μαζί, λόγω της πολιτικής κατάστασης και των κοινωνικών δεσμών. Ο Γιούρι επιστρέφει στη Μόσχα, αλλά δεν μπορεί να προσαρμοστεί στην κομμουνιστική πραγματικότητα. Η Λάρα εξαφανίζεται και πιθανολογείται ότι πεθαίνει σε ένα στρατόπεδο εργασίας. Ο Γιούρι πεθαίνει από καρδιακή προσβολή στο τραμ, διαβάζοντας εφημερίδα. Το τελευταίο του ποίημα είναι μια ωδή στη Λάρα και στην απώλεια της ανθρώπινης ελευθερίας. Μεταξύ άλλων στο πυρήνα του μυθιστορήματος αναπτύσσονται οι ιδέες: Η ιστορική δίνη καταπνίγει την προσωπική ζωή, αλλά η τέχνη (μέσω της ποίησης του Γιούρι) επιβιώνει ως μαρτυρία. Ο έρωτας Γιούρι-Λάρας είναι αδύνατος, αλλά αιώνιος, μέσα σε έναν κόσμο που καταστρέφει την ανθρώπινη ευαισθησία. Το μυθιστόρημα αμφισβητεί την κομμουνιστική ιδεολογία, δείχνοντας πώς η επανάσταση καταστρέφει την ατομικότητα. Παρά την πολιτική καταπίεση, η ποίηση και η τέχνη είναι η μόνη διέξοδος από τη βαρβαρότητα. Το επικό, λυρικό ύφος (με ποιητική, πλούσιες εικόνες και συμβολισμούς), η μεγάλη χρονολογική ροή (με την εξιστόρηση σε βάθος δεκαετιών, φλας μπακ και εσωτερικούς μονολόγους), οι συμβολισμοί (ο γιατρός – ποιητής που αντιστέκεται στην ιδεολογική ομογενοποίηση, η Λάρα σαν σύμβολο ομορφιάς και της χαμένης ελευθερίας) χαρακτηρίζουν το ιδιαίτερο ύφος του έργου.

Toba Tek Singh (Σααντάτ Χασάν Μάντο)  Μια από τις πιο εμβληματικές νουβέλες της ινδικής λογοτεχνίας, γραμμένη λίγα χρόνια μετά τη διαίρεση της Ινδίας και του Πακιστάν. Ο συγγραφέας, γνωστός για το διεισδυτικό του ύφος και την κριτική του ματιά απέναντι στις κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές, καταπιάνεται με την τραυματική εμπειρία της διαίρεσης μέσα από έναν ασυνήθιστο φακό: την τρέλα. Η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα ψυχιατρικό άσυλο, όπου αποφασίζεται η ανταλλαγή ασθενών ανάμεσα στην Ινδία και το Πακιστάν, ανάλογα με τη θρησκευτική τους ταυτότητα. Οι τρόφιμοι, που ήδη ζουν σε μια δική τους πραγματικότητα, βρίσκονται αντιμέτωποι με την παράλογη λογική των εθνικών και πολιτικών αποφάσεων. Κεντρικός ήρωας είναι ο Μπισάν, ένας Σιχ, ο οποίος έζησε όλη του τη ζωή σε ένα χωριό που ονομάζεται Toba Tek Singh. Όταν μαθαίνει πως δεν ξέρει πλέον αν το χωριό του ανήκει στην Ινδία ή στο Πακιστάν, βυθίζεται σε μια αγωνιώδη κρίση ταυτότητας. Η ιστορία τελειώνει με τον Bishan να είναι ξαπλωμένος στη γη ανάμεσα στους δύο συνοριακά συρματοπλέγματα: "Εκεί, πίσω από συρματοπλέγματα, ήταν το Hindustan. Εδώ, πίσω από το ίδιο είδος συρματοπλέγματος, ήταν το Πακιστάν. Ενδιάμεσα, σε εκείνο το κομμάτι γης που δεν είχε όνομα, βρισκόταν αυτός". Μια δραματική αλληγορία για τον αποπροσανατολισμό εκατομμυρίων ανθρώπων που βρέθηκαν ξεριζωμένοι.

Ο Μάντο μέσα από μια φαινομενικά απλή αφήγηση ξεσκεπάζει την παράνοια του εθνικισμού και την απανθρωπιά των γεωπολιτικών αποφάσεων. Η τρέλα των ασθενών λειτουργεί ως καθρέφτης της «λογικής» των πολιτικών, τονίζοντας πως τα σύνορα χαράχτηκαν πάνω σε ανθρώπινες ζωές με βία και αυθαιρεσία. Ο συγγραφέας δεν παίρνει θέση υπέρ καμίας πλευράς· αντίθετα, καταδικάζει την ίδια την πράξη του διαχωρισμού, την οποία παρουσιάζει ως παράλογη, βίαιη και τραγικά ειρωνική.

Η δύναμη του κειμένου βρίσκεται στη λιτότητά του. Με ελάχιστους χαρακτήρες και με φαινομενικά καθημερινές σκηνές, ο Μάντο μεταδίδει τον παραλογισμό και την απόγνωση μιας ολόκληρης εποχής. Παράλληλα, προσφέρει ένα βαθιά ανθρώπινο πορτρέτο των «απλών» ανθρώπων που υπήρξαν τα πραγματικά θύματα της ιστορίας. Σήμερα, θεωρείται κλασικό έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας και εξακολουθεί να συγκινεί, γιατί θέτει διαχρονικά ερωτήματα γύρω από την ταυτότητα, την πατρίδα και την ανθρωπιά. Είναι μια σπαρακτική μαρτυρία για την παράνοια των συνόρων, που παραμένει εξαιρετικά επίκαιρη σε κάθε εποχή διαίρεσης και προσφυγιάς

Ο ταλαντούχος κύριος Ριπλέι (Πατρίσια Χάισμιθ) Η συγγραφέας με τον πιο διάσημο και αμφιλεγόμενο ήρωά της, τον Τομ Ριπλέι, εγκαινίασε μια σειρά μυθιστορημάτων που έμελλε να γίνουν κλασικά της ψυχολογικής αστυνομικής λογοτεχνίας. Ο Ριπλέι είναι ένας νεαρός φτωχός άνδρας, μετέωρος κοινωνικά, που προσπαθεί να βρει τη θέση του σε έναν κόσμο πλούτου και κοσμοπολίτικης αίγλης. Η πλοκή ξεκινά όταν ο Τομ στέλνεται στην Ιταλία για να πείσει τον πλούσιο φίλο του Ντικι, να επιστρέψει στην οικογένειά του στις ΗΠΑ. Όμως, καθώς τον γνωρίζει καλύτερα, γοητεύεται από τον τρόπο ζωής του: την ανεμελιά, την πολυτέλεια, την καλλιτεχνική αύρα. Ο θαυμασμός μετατρέπεται σταδιακά σε ζήλια, και η επιθυμία σε σκοτεινή φιλοδοξία. Ο Τομ, χρησιμοποιώντας την εξυπνάδα του, τη γοητεία του και την έλλειψη ηθικών αναστολών, καταστρώνει ένα σχέδιο για να «γίνει» Ντικι. Η μεταμφίεση, η πλαστοπροσωπία και τελικά η δολοφονία αποτελούν το μονοπάτι του για να ενσωματωθεί στον κόσμο που τόσο λαχταρά.

Η Χάισμιθ δε γράφει απλώς μια αστυνομική ιστορία· συνθέτει μια εις βάθος μελέτη ενός αντι-ήρωα που αναδεικνύει τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στη γοητεία και την ανηθικότητα. Ο Ριπλέι δεν παρουσιάζεται ως τέρας, αλλά ως ένας ακραία ατομικιστής άνθρωπος, που διψά για αποδοχή και άνοδο. Αυτό κάνει τον αναγνώστη να αισθάνεται αμφιθυμία: απεχθάνεται τις πράξεις του, αλλά παράλληλα έλκεται από την ευφυΐα και την επινοητικότητά του.

Η ατμόσφαιρα του έργου είναι κορεσμένη από τοπία της Ιταλίας, μικρές παραθαλάσσιες πόλεις, καλοκαιρινά φώτα και σκιές, που λειτουργούν ως σκηνικό ενός θρίλερ όπου η κομψότητα συναντά τη βία. Η γλώσσα της Χάισμιθ είναι κοφτή, γεμάτη υπονοούμενα, κρατώντας τον αναγνώστη σε συνεχή ένταση.

Το μυθιστόρημα έχει επηρεάσει βαθιά τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο, με πολυάριθμες διασκευές. Ο «ταλαντούχος κύριος Ριπλέι» κατέστη σύμβολο μιας εποχής όπου η κοινωνική κινητικότητα και η ταυτότητα εξετάζονταν μέσα από το πρίσμα του αμοραλισμού. Στο τέλος, το έργο θέτει το ερώτημα: τι σημαίνει να είσαι κάποιος άλλος και πόσο μακριά μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος για να αποφύγει την ασήμαντη ύπαρξή του;

Ο άρχοντας των μυγών (Ουίλιαμ Γκόλντινγκ) Αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αλληγορικά μυθιστορήματα του 20ού αιώνα, καθώς αποκάλυπτε μια ζοφερή εικόνα της ανθρώπινης φύσης. Η υπόθεση αφορά μια ομάδα Άγγλων μαθητών που, ύστερα από αεροπορικό δυστύχημα, βρίσκονται απομονωμένοι σε ένα ακατοίκητο τροπικό νησί. Αρχικά προσπαθούν να οργανωθούν σύμφωνα με τα πρότυπα της κοινωνίας που γνώριζαν: εκλέγουν αρχηγό, θέτουν κανόνες, προσπαθούν να διατηρήσουν μια στοιχειώδη τάξη. Ο Γκόλντινγκ παρακολουθεί την εξέλιξη αυτής της νέας Εδέμ με ανελέητη, σχολαστική φροντίδα και απόλυτη ψυχολογική διαύγεια, και στην πορεία αφαιρεί ανελέητα τους μύθους και τα κλισέ της παιδικής αθωότητας για πάντα. Όσο περνά ο καιρός, η επιθυμία για παιχνίδι, κυριαρχία και βία υπερισχύει. Η ομάδα χωρίζεται σε δύο φατρίες: η μία, υπό τον Ραλφ, προσπαθεί να κρατήσει αναμμένη τη φωτιά για διάσωση, η άλλη, υπό τον Τζακ, παραδίδεται στο κυνήγι και στην αγριότητα.

Το μυθιστόρημα αποτελεί μια ισχυρή αλληγορία για την εγγενή βαρβαρότητα που, κατά τον Γκόλντινγκ, ελλοχεύει σε κάθε άνθρωπο. Ο «Άρχοντας των Μυγών» — ένα κεφάλι γουρουνιού καρφωμένο σε πάσσαλο —  γίνεται το σύμβολο της σκοτεινής δύναμης που κατοικεί μέσα τους, του πρωτόγονου φόβου και της παράνοιας που κυριαρχούν. Η σταδιακή κατάρρευση της κοινωνικής τάξης οδηγεί σε βία, φόνο και χάος, απογυμνώνοντας την «πολιτισμένη» επίφαση του ανθρώπου.

Η γραφή του Γκόλντινγκ συνδυάζει τη ρεαλιστική περιγραφή με έντονο συμβολισμό. Κάθε χαρακτήρας ενσαρκώνει μια πλευρά της ανθρώπινης ψυχολογίας: ο Ραλφ την επιθυμία για τάξη, ο Πίγκι τη λογική και την επιστήμη, ο Τζακ το ένστικτο εξουσίας και βίας, ενώ ο Σάιμον την πνευματικότητα και τη συμπόνια. Η σύγκρουσή τους δεν είναι απλώς κοινωνική αλλά φιλοσοφική, θέτοντας ερωτήματα για τη φύση του κακού και την αδυναμία του ανθρώπου να διατηρήσει τον πολιτισμό χωρίς εξωτερικά στηρίγματα.

Το έργο, γραμμένο σε μια περίοδο μεταπολεμικού σκεπτικισμού, αντικατοπτρίζει τον φόβο ότι ο πολιτισμός είναι ένα εύθραυστο κατασκεύασμα, έτοιμο να διαλυθεί υπό πίεση. Παραμένει επίκαιρο, διδασκόμενο σε σχολεία και πανεπιστήμια ως παράδειγμα λογοτεχνικής ανάλυσης αλλά και πολιτικής φιλοσοφίας.

Θλιβεροί Τροπικοί (Κλοντ Λεβί - Στρος) Καταγράφει τα ταξίδια και το ανθρωπολογικό του έργο, εστιάζοντας κυρίως στη Βραζιλία, αν και αναφέρεται σε πολλά άλλα μέρη, όπως η Καραϊβική και η Ινδία. Αν και φαινομενικά είναι ταξιδιωτικό, συνδυάζει αυτοβιογραφία, εθνογραφία και φιλοσοφικό δοκίμιο. Ο τίτλος φανερώνει εξαρχής τη μελαγχολία του συγγραφέα απέναντι στη σύγκρουση ανάμεσα στη φύση και τον σύγχρονο κόσμο.

Το βιβλίο αφηγείται τις εμπειρίες του συγγραφέα όταν μελέτησε ιθαγενείς φυλές του Αμαζονίου και του Ματο Γκρόσο. Περιγράφει την καθημερινή τους ζωή, τις κοινωνικές δομές, τους μύθους και τις τελετουργίες τους, πάντα μέσα από το πρίσμα της δομικής ανθρωπολογίας που αργότερα θα συστηματοποιούσε. Ωστόσο, πέρα από την επιστημονική καταγραφή, το έργο είναι γεμάτο προσωπικές σκέψεις για τη φθορά των πολιτισμών υπό την πίεση της αποικιοκρατίας και του δυτικού τρόπου ζωής.

Ο Λεβί-Στρος εκφράζει τον θαυμασμό του για την αρμονία με τη φύση που είχαν αυτές οι κοινωνίες, αλλά ταυτόχρονα θρηνεί για την αναπόφευκτη εξαφάνισή τους. Ο ίδιος παραδέχεται την αντίφαση του ρόλου του: ως ανθρωπολόγος επιθυμεί να μελετήσει και να κατανοήσει αυτούς τους πολιτισμούς, αλλά με την παρουσία του συνειδητοποιεί ότι συμβάλλει στην αλλοίωσή τους.

Η αφήγηση εναλλάσσεται ανάμεσα σε πλούσιες περιγραφές τοπίων, φιλοσοφικές σκέψεις για τον πολιτισμό και προσωπικές αναμνήσεις. Ο Λεβί-Στρος δεν διστάζει να κριτικάρει τον δυτικό πολιτισμό, τον οποίο θεωρεί υπεύθυνο για την ομογενοποίηση και την καταστροφή της πολιτισμικής ποικιλίας. Η «θλίψη» του έργου είναι ακριβώς αυτή: η συνειδητοποίηση ότι οι «τροπικοί» που γνώρισε σύντομα θα ανήκουν μόνο στο παρελθόν. Δεν είναι μόνο ένα επιστημονικό έργο, είναι και λογοτεχνικό επίτευγμα, με ποιητική γλώσσα και υπαρξιακό βάθος. Άνοιξε τον δρόμο για μια νέα ανθρωπολογία, πιο στοχαστική, που αναγνωρίζει τον εαυτό της ως κομμάτι της διαδικασίας που μελετά. Μέχρι σήμερα, παραμένει σημείο αναφοράς όχι μόνο για κοινωνικούς επιστήμονες αλλά και για κάθε αναγνώστη που αναζητά μια ειλικρινή ματιά πάνω στον κόσμο και στην ανθρώπινη διαφορετικότητα.

Ο  Ήσυχος Αμερικάνος (Γκράχαμ Γκριν)  Πολιτικό μυθιστόρημα με φόντο τον πόλεμο στην Ινδοκίνα, που συνδυάζει τον έρωτα με την ηθική και την κριτική απέναντι στην ιμπεριαλιστική πολιτική. Κεντρικός αφηγητής είναι ο Τόμας Φάουλερ, ένας Βρετανός δημοσιογράφος στο Σαϊγκόν, κυνικός και αποστασιοποιημένος, που προσπαθεί να παραμείνει ουδέτερος στον πόλεμο. Στη ζωή του εισβάλλει ο νεαρός Αμερικανός Άλντεν, ιδεαλιστής, ευγενικός αλλά επικίνδυνα αφελής. Ο Άλντεν πιστεύει ότι μπορεί να φέρει «τρίτη δύναμη» και σταθερότητα στη χώρα, εμπνευσμένος από θεωρητικά βιβλία πολιτικής. Παράλληλα, διεκδικεί την αγάπη της Φουόνγκ, της νεαρής Βιετναμέζας που είναι σύντροφος του Φάουλερ.

Η σχέση των τριών εξελίσσεται σε ένα ερωτικό και πολιτικό τρίγωνο. Ο Φάουλερ βλέπει στον Άλντεν την ενσάρκωση της αμερικανικής αφέλειας: καλοπροαίρετη στα λόγια, αλλά καταστροφική στην πράξη. Η εμπλοκή του Άλντεν οδηγεί σε αιματηρά γεγονότα, με θύματα αθώους πολίτες. Σταδιακά, ο Φάουλερ συνειδητοποιεί ότι η ουδετερότητά του δεν είναι πλέον δυνατή και ότι ηθικά πρέπει να πάρει θέση, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει προδοσία.

Ο Γκριν μέσα από αυτό το έργο αναλύει με σπάνια διορατικότητα την αμερικανική εξωτερική πολιτική, προφητεύοντας κατά κάποιον τρόπο την τραγωδία του πολέμου στο Βιετνάμ που θα ακολουθούσε τη δεκαετία του ’60. Ο «ήσυχος Αμερικάνος» δεν είναι τόσο ήσυχος όσο φαίνεται, η παρουσία του είναι θορυβώδης και επικίνδυνη, γιατί πίσω από την καλοσύνη του κρύβεται μια ακατέργαστη, άκαμπτη ιδεολογία.

Λογοτεχνικά, το μυθιστόρημα είναι γραμμένο με την πυκνή, ειρωνική και βαθιά ανθρώπινη γλώσσα του Γκριν. Η ατμόσφαιρα της Σαϊγκόν, με τα καφέ, τη βροχή, τη μόνιμη αίσθηση ανασφάλειας, δίνει στο έργο ένα έντονα κινηματογραφικό ύφος. Παράλληλα, το ερωτικό στοιχείο με τη Φουόνγκ φωτίζει την ανθρώπινη πλευρά των συγκρούσεων, δείχνοντας πώς η πολιτική καταστρέφει τις πιο προσωπικές σχέσεις.

Παραμένει ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά μυθιστορήματα του 20ού αιώνα. Είναι μια σκληρή κριτική στον επεμβατισμό, αλλά και μια υπαρξιακή ιστορία για το δίλημμα της ευθύνης, της ενοχής και της αδυναμίας του ανθρώπου να παραμείνει αμέτοχος μπροστά στην αδικία.