Η λογοτεχνική παραγωγή του 1957, όπως εκφράζεται από τα παρακάνω έργα, αποτυπώνει με εντυπωσιακό τρόπο την αμφιθυμία μιας εποχής που στέκεται ανάμεσα στον μεταπολεμικό ρεαλισμό και την αναζήτηση νέων μορφών έκφρασης. Από τον αλληγορικό Καλβίνο έως τον υπαρξιακό Μπυτόρ, και από την επική ποίηση του Σαιν-Ζον Περς έως τη σημειωτική αποδόμηση του Μπαρτ, διαγράφεται ένα τοπίο όπου η φαντασία, η γλωσσική καινοτομία και η φιλοσοφική αναζήτηση υπερβαίνουν τα όρια των παραδοσιακών ειδών. Στην Αμερική, το "Στο δρόμο" και το "Ο βοηθός" δείχνουν δύο όψεις της ίδιας ανησυχίας: τη ριζική φυγή προς την εμπειρία και τη στροφή προς την ηθική ευθύνη. Στην Ευρώπη, ο Γκάντα και ο Μπυτόρ ανατρέπουν τις αφηγηματικές συμβάσεις, ενώ ο Γουάιτ στην Αυστραλία δίνει μορφή σε ένα μυθιστόρημα-έπος για την ανθρώπινη ύβρη. Όλα μαζί συγκροτούν μια πολυφωνική εικόνα της δεκαετίας του ’50: μιας εποχής που, μέσα από διαφορετικές ηπείρους και γλώσσες, θέτει το ίδιο θεμελιώδες ερώτημα - πώς ο άνθρωπος, ανάμεσα σε ερείπια και νέες υποσχέσεις, μπορεί να βρει τον δρόμο του προς την ελευθερία, την αλήθεια και το νόημα.
Ο βαρόνος που πετούσε (Ίταλο Καλβίνο) Η γλώσσα γίνεται «αέρινη»· ο βαρόνος που σκαρφαλώνει στα δέντρα και δεν ξανακατεβαίνει μετατρέπει την πεζογραφία σε μεταφυσικό παραμύθι. Θεμέλιο του «ιταλικού μαγικού ρεαλισμού» και σημείο αναφοράς για πολλούς μεταγενέστερους. Ζωγραφίζει την ελευθερία σε αντιδιαστολή με τα κοινωνικά πρότυπα και κανόνες, επίσης το παιδικό όνειρο ως αγνή επιθυμία και αντίσταση στα κοινωνικά «πρέπει». Διαχρονικό μανιφέστο της ατομικής ανυπακοής. Αποτελεί το δεύτερο μέρος της τριλογίας «Οι πρόγονοί μας» (I nostri antenati). Ο πρωταγωνιστής, ο νεαρός βαρόνος Κοζίμο, παίρνει την απόφαση να ζήσει ολόκληρη τη ζωή του πάνω στα δέντρα, αποκηρύσσοντας τον κόσμο της οικογένειάς του και τα συμβατικά κοινωνικά δεσμά. Δεν είναι απλώς μια παιδική αντίδραση, αλλά μια επιλογή που γίνεται υπαρξιακή και καθοριστική: ο Κοζίμο μεγαλώνει, ωριμάζει, ερωτεύεται, φιλοσοφεί και τελικά πεθαίνει χωρίς ποτέ να κατέβει από τα δέντρα. Το περιεχόμενο του έργου αναμειγνύει το ονειρικό παραμύθι και τη φιλοσοφική προσέγγιση. Το έργο εντάσσεται σε εκείνη τη λογοτεχνία που υπερβαίνει το ρεαλιστικό και αγγίζει την αλληγορία, επηρεάζοντας τόσο την ιταλική όσο και την ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Ο Καλβίνο αξιοποιεί το σχήμα του παραλόγου, για να θέσει θεμελιώδη ερωτήματα γύρω από την ελευθερία, την αυτονομία και τη σχέση του ατόμου με την κοινωνία. Παράλληλα, ο ήρωας γίνεται μάρτυρας και συμμέτοχος ιστορικών γεγονότων του 18ου αιώνα, όπως η Γαλλική Επανάσταση, προσφέροντας ένα ευρύτερο πλαίσιο στο προσωπικό του εγχείρημα.
Η λογοτεχνική σημασία του έργου είναι πολλαπλή. Αφενός, ο
Καλβίνο επανερμηνεύει τον Διαφωτισμό μέσα από μια φαντασιακή αφήγηση,
εξετάζοντας την ατομική ελευθερία και τον ορθολογισμό. Αφετέρου, με τον τρόπο
γραφής του, συνδυάζει την ελαφρότητα με τη διανοητική πυκνότητα, ένα
χαρακτηριστικό που θα καθορίσει την υστεροφημία του. Μπορεί να διαβαστεί
ταυτόχρονα ως παιδικό παραμύθι, ως πολιτική αλληγορία, αλλά και ως υπαρξιακή
εξερεύνηση. Ο Κοζίμο γίνεται σύμβολο της άρνησης του συμβιβασμού, του αγώνα για
αυθεντικότητα, αλλά και της μοναχικότητας που συνεπάγεται μια τέτοια στάση. Η
γλώσσα του Καλβίνο, καθαρή και ποιητική, συνδυάζει τη λεπτομέρεια της
περιγραφής με μια αίσθηση μαγείας. Το έργο παραμένει ζωντανό μέχρι σήμερα γιατί
αποτελεί μια στοχαστική αφήγηση για την ελευθερία, την ουτοπία και την ατέρμονη
αναζήτηση νοήματος, δείχνοντας πως η φαντασία μπορεί να φωτίσει τις πιο
ουσιαστικές πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης.
Τα άλλα δυο μέρη της προαναφερθείσας τριλογίας, επίσης πραγματεύονται
με αλληγορικό τρόπο την ανθρώπινη φύση και την ύπαρξη.
Ο διχοτομημένος υποκόμης
(1952): Είναι το
πρώτο μέρος της τριλογίας. Ο ήρωας, ο υποκόμης Μεδώρντο, τραυματίζεται βαριά σε
μια μάχη και χωρίζεται κυριολεκτικά στα δύο: από τη μία ζει το «Κακό» μισό του
και από την άλλη το «Καλό». Οι δύο μισοί συνυπάρχουν, δρουν ανεξάρτητα και
προκαλούν χάος στον κόσμο γύρω τους, ώσπου στο τέλος ενώνεται ξανά σε μία
ολοκληρωμένη προσωπικότητα. Εξετάζει την ανθρώπινη φύση: το Καλό και το Κακό που δεν μπορούν να υπάρξουν
από μόνα τους, αλλά μόνο σε ισορροπία. Η λύτρωση βρίσκεται στην ένωση των δύο μισών, δηλαδή στην
αποδοχή της εσωτερικής μας πολυπλοκότητας. Αλληγορία για τη διπλή φύση του ανθρώπου και την αναζήτηση της ολοκλήρωσης,
που προσεγγίζει φιλοσοφικά το πρόβλημα της ταυτότητας και της ηθικής.
Ο ανύπαρκτος
ιππότης (1959): Το
τρίτο μέρος αφηγείται την ιστορία του ιππότη Αγκιλούλφο, ο οποίος είναι ένα
άδειο κουφάρι πανοπλίας: δεν υπάρχει σωματικά, αλλά ζει χάρη στη θέληση και την
αίσθηση καθήκοντος που τον διακατέχει. Είναι το πρότυπο της αυστηρής
πειθαρχίας, όμως στερείται ζωντάνιας, ενώ οι υπόλοιποι χαρακτήρες γύρω του
ενσαρκώνουν το πάθος, την αδυναμία και την ανθρώπινη τρωτότητα. ο συγγραφέας
επικεντρώνεται στη φόρμα της ύπαρξης:
ο Αγκιλούλφο δεν υπάρχει πραγματικά, αλλά ζει μόνο μέσω της θέλησης και του
καθήκοντός του. Το ερώτημα είναι αν η ζωή που στηρίζεται μόνο σε τυπικότητες
και κανόνες μπορεί να είναι αληθινά ανθρώπινη. Αλληγορία για την ατομική
ταυτότητα, τον ρόλο της τυπικότητας και του καθήκοντος, αλλά και για την
«κενότητα» που μπορεί να κρύβεται πίσω από τον φορμαλισμό και τους κοινωνικούς
ρόλους.
Συνολικά, τα τρία μέρη συνθέτουν μια
παραβολική εξερεύνηση του ανθρώπινου είναι. Η τριλογία αποτελεί μια ενιαία φιλοσοφική και αλληγορική διερεύνηση
της ανθρώπινης φύσης μέσα από τρεις παράλογες ιστορίες. Ο Καλβίνο
αξιοποιεί το παραμυθιακό ύφος, τον ιστορικό φόντο και τη φαντασία για να
μιλήσει για την ταυτότητα, την
ελευθερία και την ύπαρξη. Και τα τρία έργα είναι παραβολές που αξιοποιούν εξωπραγματικά σχήματα (κομμένος άνθρωπος,
άνθρωπος που ζει στα δέντρα, ιππότης χωρίς σώμα) για να φωτίσουν υπαρξιακά
ζητήματα. Ο Καλβίνο χρησιμοποιεί ιστορικά
συμφραζόμενα ως σκηνικό, αλλά τα ερωτήματα είναι διαχρονικά. Η τριλογία συνολικά εστιάζει σε τρεις διαστάσεις του
ανθρώπου: Εσωτερικότητα
(διχασμός καλού/κακού) - Σχέση με την
κοινωνία (ελευθερία – συμβατικότητα) - Οντολογική υπόσταση (υπάρχω ή είμαι κενός τύπος;). Με την τριλογία ο Καλβίνο παρουσιάζει
τρεις διαφορετικές εκδοχές του «ατελούς» ανθρώπου: τον μισό, τον αποστασιοποιημένο
και τον ανύπαρκτο και καταλήγει σε ένα ουμανιστικό
όραμα: η ολοκλήρωση του ανθρώπου δεν βρίσκεται ούτε στην απομόνωση, ούτε
στη μονομέρεια, ούτε στην τυφλή προσκόλληση σε κανόνες, αλλά στη σύνθεση, στην
ανοιχτή σχέση με τους άλλους και στην ισορροπία ανάμεσα στο ατομικό και το
συλλογικό.
![]() |
| Α.Φασιανός. Ποδηλάτης. 1964 |
Δεν έχει κλασική πλοκή αλλά αποτελεί μια σειρά επεισοδίων
που αποτυπώνουν την αναζήτηση ελευθερίας, εμπειριών και πνευματικής λύτρωσης. Η
γραφή του Κέρουακ, βασισμένη στον «αυθόρμητο πεζό λόγο», θυμίζει μουσικό αυτοσχεδιασμό: γρήγορη, ακατέργαστη, γεμάτη
ένταση και εσωτερικό ρυθμό. Αυτός ο τρόπος αφήγησης μετέφερε στο χαρτί τη
ζωντάνια και την αίσθηση μιας γενιάς που ήθελε να αποτινάξει τον συντηρητισμό
της μεταπολεμικής Αμερικής. Οι ήρωες ζουν εκτός κοινωνικών κανόνων, αναζητούν
την εμπειρία μέσα από τη μουσική, τον έρωτα, τα ναρκωτικά, την ποίηση και την
περιπλάνηση.
Δεν είναι μόνο μια αφήγηση προσωπικής περιπλάνησης· είναι
μανιφέστο μιας γενιάς που έθεσε τις βάσεις για τις πολιτιστικές ανατροπές της
δεκαετίας του ’60. Η πνευματική αναζήτηση και η απόρριψη της καταναλωτικής
μανίας, που αναδεικνύει επηρέασαν βαθιά τη μουσική, την τέχνη και την κοινωνική
σκέψη.
Η τροποποίηση
(Μισέλ Μπυτόρ) Το έργο είναι καινοτόμο στη μορφή, η αφήγηση γίνεται σε δεύτερο
πρόσωπο, κάτι που εμπλέκει άμεσα τον αναγνώστη, σαν να απευθύνεται το κείμενο
στον ίδιο. Ολόκληρο το βιβλίο διαδραματίζεται στη διάρκεια ενός ταξιδιού με
τρένο από το Παρίσι στη Ρώμη. Το ταξίδι στο τρένο γίνεται μεταφορά για την
εσωτερική περιπλάνηση του ήρωα, για τις αντιφάσεις του ανθρώπου ανάμεσα στην
επιθυμία και την πραγματικότητα. Η «τροποποίηση» αφορά την εσωτερική
μεταστροφή, την αλλαγή απόφασης, αλλά και τον τρόπο που οι μικρές αλλαγές
αποφάσεων μπορούν να αλλάξουν ολόκληρες ζωές. Ο ήρωας, Λεόν Ντελμόν, είναι
παντρεμένος Γάλλος επιχειρηματίας που πηγαίνει να επισκεφθεί την Ιταλίδα
ερωμένη του με την πρόθεση να αφήσει τη γυναίκα του και να ξεκινήσει νέα ζωή. Ωστόσο,
όσο το τρένο πλησιάζει στον προορισμό του, ο εσωτερικός του διάλογος τον οδηγεί
σε αντίθετη απόφαση: επιλέγει τελικά να παραμείνει στη συζυγική του ζωή. Εξετάζει τα θέματα χρόνου και συνείδησης, της
απόφασης ως συμβάν καθολικής σημασίας. Διαβάζεται ως πρώιμο hypertext της
λογοτεχνίας. Περιγράφει τη σταδιακή αλλαγή γνώμης και τις επιπτώσεις της. Ο
αρχικός του ενθουσιασμός και οι ελπίδες του για ένα αναζωογονητικό νέο ξεκίνημα
δίνουν σιγά σιγά τη θέση του στην αμφιβολία, τον φόβο και τη δειλία. Τελικά αποφασίζει
να περάσει το Σαββατοκύριακο στη Ρώμη μόνος, να επιστρέψει στο Παρίσι την
επόμενη Δευτέρα χωρίς να πει τίποτα στην αγαπημένη του Σεσίλ και να αφήσει την
κατάσταση ως είχε μέχρι να τελειώσει η σχέση τους. Θα γράψει για αυτήν την
αποτυχία σε ένα βιβλίο που τυχαίνει να είναι το ίδιο το La Modification, που
ανήκει στο ρεύμα του «Νέου Μυθιστορήματος» (Nouveau Roman).
Η λογοτεχνική σημασία είναι καθοριστική για το Nouveau
Roman: απορρίπτονται οι παραδοσιακές αφηγηματικές τεχνικές, η πλοκή είναι
περιορισμένη, και το κέντρο βάρους πέφτει στην εσωτερικότητα και τον
υποκειμενικό χρόνο. Ο Μπυτόρ απέδειξε πως η λογοτεχνία μπορεί να αναδείξει τις
ελάχιστες ψυχολογικές δονήσεις και να μετατρέψει μια φαινομενικά απλή ιστορία
σε βαθύ υπαρξιακό στοχασμό.
Βος (Voss) (Πάτρικ Γουάιτ) Αναδεικνύει
το επικό τοπίο της Αυστραλίας σε χαρακτήρα. Η ήπειρος γίνεται ψυχογραφικό
δράμα. Έβαλε την αυστραλιανή λογοτεχνία στον παγκόσμιο χάρτη, επηρεάζοντας αρκετούς
συγγραφείς της ηπείρου και της ευρύτερης περιοχής. Εξετάζει τον ανθρώπινο
εγωϊσμό σε σχέση με τη φύση και την εσωτερική πάλη στην ανθρώπινη ύπαρξη. Ο Voss
του Πάτρικ Γουάιτ, βασίζεται χαλαρά στη ζωή του Γερμανού εξερευνητή Λούντβιχ
Λάιχαρντ. Ο Γιόχαν Βος, Γερμανός ταξιδευτής, επιχειρεί μια επικίνδυνη αποστολή
να διασχίσει τις απέραντες ερήμους της Αυστραλίας τον 19ο αιώνα. Το έργο
αφηγείται τόσο τη σκληρή περιπέτεια της εξερεύνησης όσο και την εσωτερική του
πορεία, ιδιαίτερα μέσω της πνευματικής και ερωτικής του σχέσης με τη Λάουρα,
μια νεαρή γυναίκα που παραμένει στο Σίδνεϋ.
Η πλοκή συνδυάζει το ιστορικό και το μυθολογικό στοιχείο. Ο
Βος γίνεται σύμβολο της ύβρεως του ανθρώπου που προσπαθεί να επιβληθεί στη
φύση, αλλά ταυτόχρονα και μυστικιστής που αναζητά την υπέρβαση. Η σχέση του με
τη Λάουρα είναι κυρίως πνευματική· επικοινωνούν πέρα από φυσικές αποστάσεις,
σχεδόν μεταφυσικά. Ο θάνατος του Βος στην έρημο τον καθιστά μάρτυρα, ενώ η
μνήμη του αναδεικνύεται σε θρύλο.
Ο Γουάιτ, με τον Voss, καθιερώθηκε ως σημαντικότερος
Αυστραλός μυθιστοριογράφος και, αργότερα, βραβεύτηκε με Νόμπελ. Το έργο
προσφέρει μια βαθιά στοχαστική ματιά πάνω στη σχέση Ευρωπαίων αποίκων με την
αυστραλιανή γη, αποκαλύπτοντας την υπαρξιακή διάσταση της εξερεύνησης. Είναι μυθιστόρημα
για τη φιλοδοξία, την πνευματικότητα και την τραγικότητα του ανθρώπου μπροστά
στις αχανείς δυνάμεις της φύσης.
![]() |
| Jörg Immendorff. Studie zu Café de Flore, 1991 |
Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη: στο πρώτο συγκεντρώνονται
σύντομα δοκίμια που αποδομούν τις καθημερινές «μικροϊδεολογίες». Στο δεύτερο, ο
Μπαρτ εισάγει τη θεωρητική του ανάλυση, εξετάζοντας τον τρόπο με τον οποίο τα
σημεία φορτίζονται με κοινωνικό νόημα. Η έννοια του «μύθου» εδώ δεν αφορά την
αρχαία μυθολογία, αλλά τους σύγχρονους μηχανισμούς που κάνουν την ιδεολογία να
φαίνεται φυσική και αυτονόητη.
Η σημασία του έργου είναι καταλυτική για τις ανθρωπιστικές
επιστήμες. Ο Μπαρτ έθεσε τα θεμέλια της σημειωτικής ανάλυσης του πολιτισμού,
που επηρέασε την κοινωνιολογία, την επικοινωνία, τις πολιτισμικές σπουδές και
τη θεωρία των μέσων. Η σκέψη του αποκάλυψε ότι η καθημερινότητα είναι γεμάτη
ιδεολογικά σχήματα, τα οποία η κριτική ματιά μπορεί να αποδομήσει.
Δοκίμια Μυθολογιών: "Ο κόσμος της επαγγελματικής
πάλης¨ - "The Romans in Films"
(η ταινία του 1953 Julius Caesar) - "The Writer on Holiday" (για τα
ταξίδια του André Gide στο Κονγκό) - "Η κρουαζιέρα των γαλαζοαίματων"
(μια κρουαζιέρα βασιλιάδων) - «Τυφλή και χαζή κριτική» - "Σαπούνι και
απορρυπαντικά" (διαφημίσεις για Omo και Persil) - «Οι φτωχοί και το προλεταριάτο»
(Τσάρλι Τσάπλιν) - "Operation Margarine" (διαφημίσεις μαργαρίνης) -
"Dominici, ή ο θρίαμβος της λογοτεχνίας" - "Η εικονογραφία του
αββά Πιέρ" - «Μυθιστορήματα και παιδιά» (Elle για γυναίκες μυθιστοριογράφους)
- "Παιχνίδια" - «Το πρόσωπο της Garbo» - "Κρασί και γάλα" -
"Μπριζόλα και πατατάκια" - «Ο Ναυτίλος και η Μεθυσμένη Βάρκα» -
"Ο εγκέφαλος του Αϊνστάιν" - "The Jet-man" - «Ο μπλε
οδηγός» - «Διακοσμητική Μαγειρική» - «Ούτε-ούτε κριτική» - "Στριπτίζ"
- «Φωτογραφία και Εκλογική Έκκληση» - "Η χαμένη ήπειρος"-
"Αστρολογία" - "Πλαστική ύλη"- "Η κυρία των
καμέλιων"
Ακτοσημεία (Amers) (Σαιν-Ζον Περς) Συλλογή ποιημάτων.
Τίτλος - λογοπαίγνιο στα γαλλικά, που σημαίνει "ακτοσημεία" (ανθρωπογενή
ή φυσικά σημεία, για την πλοήγηση στη θάλασσα), και «παίζει» ταυτόχρονα με το «πικρό»
ίσως και το «λαμπερό», αλλά και την ηχώ του mer (θάλασσα), στην οποία και αναφέρεται
η συλλογή. Πρόκειται για ποίηση μεγάλου εύρους, γεμάτη εικόνες θάλασσας,
ταξιδιού, ανέμων και οριζόντων, που λειτουργεί ως αλληγορία της ανθρώπινης
περιπέτειας.
Ο Περς με τον χαρακτηριστικό του μεγαλειώδη στίχο σε
πεζολογική μορφή, αναδεικνύει τη θάλασσα ως αρχέγονη δύναμη, πηγή ζωής, αλλά
και χώρο κινδύνου και θανάτου. Το ποίημα δεν έχει γραμμική αφήγηση αλλά
αναπτύσσεται σε εικόνες και λυρικές εξάρσεις, δημιουργώντας έναν κοσμογονικό
τόνο. Η θάλασσα γίνεται σύμβολο του απείρου, της περιπέτειας, της γνώσης, αλλά
και του ανθρώπινου πεπρωμένου.
Η συλλογή εκπροσωπεί το ύστατο στάδιο ενός μεγάλου ποιητή
που είχε ήδη βραβευτεί με Νόμπελ (1960). Ο Σαιν-Ζον Περς ανέδειξε μια ποιητική
κοσμοθεωρία, όπου το τοπικό γίνεται οικουμενικό και το φυσικό στοιχείο αποκτά
μεταφυσική διάσταση. Το Amers συγκαταλέγεται στα κορυφαία παραδείγματα
λυρικής ποίησης του 20ού αιώνα.
Η ελληνική έκδοση περιλαμβάνει - εκτός από το ομώνυμο έργο -
και τη συλλογή «Πουλιά», καθώς
και την ομιλία αποδοχής του Νόμπελ λογοτεχνίας. (Εκδόσεις Ίκαρος 2019, σε μετάφραση
της Ελένης Κόλλια)
Ο βοηθός (Μπέρναρντ Μάλαμουντ) Ο Μάλαμουντ ήταν ένας συγγραφέας που είχε πάντα ένα μάτι καρφωμένο στο αιώνιο και ένα στο εδώ και τώρα. Ήταν η ιδιοφυΐα του να δείχνει ότι τα δύο διασταυρώνονται συνεχώς. Σε αυτό το μυθιστόρημα, ο Μόρις Μπόμπερ είναι ένας απογοητευμένος παντοπώλης της γειτονιάς σε μια φτωχή συνοικία του Μπρούκλιν, του οποίου το μέτριο μαγαζί φυτοζωεί και του οποίου η τύχη στην πραγματικότητα γυρίζει προς το χειρότερο όταν τον ληστεύουν κουκουλοφόροι. Ή είναι χειρότερο; Όταν ο νεαρός Φρανκ εμφανίζεται και προσφέρεται να εργαστεί χωρίς αμοιβή, «για την εμπειρία», δεν χρειάζεται πολύς χρόνος για να συνειδητοποιήσει ο αναγνώστης ότι ο ξένος είναι ένας από τους άνδρες που λήστεψαν τον Μπόμπερ. Αλλά ποια είναι τα κίνητρά του να επιστρέψει; Φαίνεται να επιδιώκει να εξιλεωθεί, αλλά σύντομα αρχίζει να ληστεύει αθόρυβα το ταμείο, ενώ επίσης ερωτεύεται την κόρη του Μπόμπερ, μια κλοπή διαφορετικού είδους. Στη συνέχεια τον βοηθά ουσιαστικά στο μαγαζί. Μέσα από αυτήν τη περίπλοκη κατάσταση, ο Φρανκ μετασχηματίζεται, βιώνοντας ηθική και πνευματική αναγέννηση.
Από αυτό το μπερδεμένο υλικό ο συγγραφέας χτίζει έναν
καταστροφικό διαλογισμό πάνω στα βάσανα, τη μετάνοια και τη συγχώρεση, και τους
τρόπους με τους οποίους το βάρος του κόσμου μπορεί λίγο να αλαφρύνει με αποφασισμένες
πράξεις χάριτος.
Το έργο αναδεικνύει τις δυσκολίες των μεταναστών, τη
φτώχεια, την αδικία, αλλά κυρίως τη δύναμη της ηθικής επιλογής. Ο Φρανκ, που
ξεκινά ως απατεώνας, γίνεται τελικά φορέας μιας ηθικής ανανέωσης, σχεδόν
μαθητευόμενος του Μόρις. Η αφήγηση είναι ρεαλιστική, με λεπτομέρεια στην
καθημερινή ζωή, αλλά ταυτόχρονα αγγίζει τον χώρο του ηθικού παραμυθιού.
Η λογοτεχνική σημασία του βρίσκεται στη δημιουργία μιας
ηθικής μυθολογίας της αμερικανικής πόλης. Θεωρείται από τα σημαντικότερα έργα
του συγγραφέα, καθώς εκφράζει την πίστη του στη λύτρωση και στη δυνατότητα του
ανθρώπου να αλλάξει. Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα εβραιοαμερικανικής
λογοτεχνίας, αλλά με πανανθρώπινη διάσταση. Η πρώτη ελληνική μετάφραση κυκλοφόρησε το 1979 από τις Εκδόσεις ΑΣΕ
Α.Ε.
Η παράξενη υπόθεση
της οδού Merulana (Κάρλο Εμίλιο Γκάντα) Συνδυάζει το αστυνομικό μυθιστόρημα
με την κοινωνιολογική ανάλυση και την ψυχολογία. Δημιουργεί ένα ανατρεπτικό
μυθιστόρημα γεμάτο χιούμορ και ένταση, το οποίο ασχολείται με την κοινωνική
διαφθορά και τη σύγχυση της ανθρώπινης φύσης. Πρόκειται για ένα ιδιόρρυθμο
αστυνομικό μυθιστόρημα, που διαδραματίζεται στη Ρώμη του φασιστικού καθεστώτος.
Η υπόθεση αφορά μια ληστεία και έναν φόνο σε πολυκατοικία της οδού Merulana,
αλλά το «μυστήριο» μένει τελικά άλυτο.
Ο Γκάντα χρησιμοποιεί το αστυνομικό σχήμα μόνο ως αφορμή για
να δημιουργήσει μια πολύπλοκη αφήγηση γεμάτη λοξοδρομήσεις, γλωσσικά παιχνίδια
και ειρωνεία. Η γλώσσα είναι μίγμα διαλέκτων, ύφους επίσημου και καθημερινού,
που καθιστά το έργο πλούσιο αλλά και απαιτητικό. Ο αναγνώστης βυθίζεται σε ένα
«χαοτικό» κείμενο, που αντανακλά το χάος της κοινωνίας.
Η λογοτεχνική σημασία του είναι ότι ανατρέπει τους κανόνες
του αστυνομικού μυθιστορήματος: δεν προσφέρει λύση, διότι ο κόσμος είναι από τη
φύση του άλυτος και ακατανόητος. Ο Γκάντα συγκαταλέγεται στους μεγάλους
ανανεωτές της ιταλικής πεζογραφίας, ενώ το έργο του επηρέασε μεταγενέστερους
συγγραφείς που είδαν την αφήγηση όχι ως εργαλείο εξήγησης αλλά ως χώρο αναπαράστασης
της πολυπλοκότητας.



Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου