Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2025

Νόρμαν Μειλερ: Για την εμπειρία του πολέμου και την ψυχολογία της βίας, τη κοινωνική διαμαρτυρία, και τους κρυφούς αρμούς της εξουσίας.

by D. Arbus for The New York Times Book Review.
Ο Μέιλερ (1923-2007) κατάφερε να διαπρέψει σε δύο βασικούς «τομείς»: το μυθιστόρημα και τη μη-μυθιστορηματική γραφή.  Τα έξι έργα του που παρουσιάζουμε παρακάτω καλύπτουν ένα μεγάλο φάσμα της δημιουργίας του: από την εμπειρία του πολέμου και την ψυχολογία της βίας, μέχρι τη περιγραφή της προσωπικότητας, τη διαμαρτυρία, τη θεσμική εξουσία και τους αρμούς της εξουσίας.

Η γραφή του πρώιμου Μέιλερ χαρακτηρίζεται από ένταση και ωμότητα, ενώ τα μεταγενέστερα έργα του από φιλοδοξία, έκταση και προβληματισμό για την αμερικανική ταυτότητα και ιστορία. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε πως ο ίδιος ο Μέιλερ ήταν δημόσιο πρόσωπο - με έντονη προσωπικότητα, ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, πολιτικά και κοινωνικά «μαχόμενος». Η ζωή του και η δημόσια παρουσία του συχνά συνοδεύουν την ερμηνεία των έργων του.

Όπως με όλους τους μεγάλους συγγραφείς, έτσι με τον Μέιλερ υπάρχουν αντιπαραθέσεις: το εύρος και η ποικιλία στην ποιότητα των έργων του, η συχνά «μαχητική» του στάση απέναντι στο σύστημα και η σχέση του με τη βία και τη σεξουαλικότητα αποτελούν θέματα συζήτησης.

Οι γυμνοί και οι νεκροί (1948) Το The Naked and the Dead, αποτελεί το πρώτο μυθιστόρημα του και ολοκληρώθηκε ενώ ακόμη υπηρετούσε στο στρατό κατά τον Β’ ΠΠ. Αντικείμενό του είναι μια μονάδα του αμερικανικού στρατού που επιχειρεί στις Φιλιππίνες και βασίζεται εν μέρει στις προσωπικές εμπειρίες του.  

Καταγράφει με ρεαλισμό και ένταση την εμπειρία του πολέμου - τη φθορά, την ψυχική καταπόνηση, την εξουσία, τον φόβο, τις αντιθέσεις ανάμεσα στους μαχητές και τη διοίκηση. Καταδεικνύει την αντίθεση ανάμεσα στο «άτομο» και το θεσμό, καθώς ένας διοικητής στέλνει σε αποστολή τον λοχαγό που αμφισβήτησε την εξουσία του, δείγμα της εξουσίας που λειτουργεί αυτόνομα.

Στιλιστικά, παρουσιάζει μεγάλη φρεσκάδα για την εποχή: ο Μέιλερ δεν αποφεύγει την ωμή γλώσσα, τα εγκόσμια, την πάλη ψυχής. Θέτει τις βάσεις για τις συνεχείς εξερευνήσεις του θέματος της εξουσίας, της βίας, της ατομικής ταυτότητας στο έργο του.

Θεωρήθηκε «ένα από τα σπουδαιότερα αγγλόφωνα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα». Πρόκειται για ένα αναγνωστικό και συμβολικό έργο που προσφέρει άμεση εμπειρία πολέμου αλλά και υπαρξιακού αποχρωματισμού, είναι ιδανικό για να αντιληφθούμε από νωρίς την κινητήρια δύναμη του Μέιλερ. Στη χώρα μας κυκλοφορεί σε μετάφραση του Ε. Μπαρτζινόπουλου από τις εκδόσεις Καστανιώτης

Το γραφείο του
Οι ακτές της Μπαρμπαριάς (1951) Ήταν μια σουρεαλιστική παραβολή για την πολιτική της αριστεράς και διαδραματιζόταν σ' ένα σπίτι του Μπρούκλιν. Ενώ το πρώτο του έργο είχε καθαρά πολεμικό χαρακτήρα, το συγκεκριμένο είναι ένα πολιτικό και ψυχολογικό μυθιστόρημα, που εστιάζει στην αμερικανική κοινωνία της μεταπολεμικής περιόδου και τις ιδεολογικές συγκρούσεις του Ψυχρού Πολέμου.

Η ιστορία εκτυλίσσεται σε μια πολυκατοικία, όπου ζει ο Μάικ Λόβερτον, πρώην στρατιώτης, που προσπαθεί να γράψει ένα μυθιστόρημα. Στο ίδιο κτίριο κατοικούν διάφοροι παράξενοι και μυστηριώδεις χαρακτήρες, μεταξύ των οποίων και ο Μακ Λίβινγκστον, μια αινιγματική φιγούρα με κομμουνιστικό παρελθόν, που φαίνεται να καταδιώκεται από τις αρχές. Καθώς ο Λόβερτον έρχεται σε επαφή με τους υπόλοιπους ενοίκους, το κτίριο μετατρέπεται συμβολικά σε μικρογραφία της Αμερικής της εποχής — γεμάτη καχυποψία, ιδεολογική σύγχυση και υπαρξιακό άγχος. Η πλοκή αποκτά σασπένς όταν αποκαλύπτεται ότι ο Μακ κρύβει κρατικά μυστικά και παρακολουθείται από πράκτορες.

Το έργο αντανακλά τον φόβο και την παράνοια του Μακαρθισμού, καθώς και την ένταση ανάμεσα στην αριστερά και το αμερικανικό κατεστημένο. Οι ήρωες είναι μπερδεμένοι, αποξενωμένοι και αναζητούν νόημα σε έναν κόσμο που φαίνεται να έχει χάσει τις βεβαιότητές του. Ο Μέιλερ σχολιάζει ειρωνικά τόσο την αποδυνάμωση της ριζοσπαστικής πολιτικής σκέψης, όσο και την ηθική παρακμή της αμερικανικής κοινωνίας.

Το ύφος του Μέιλερ είναι πυκνό, ψυχαναλυτικό και συμβολικό, μακριά από τη ρεαλιστική γραφή του πρώτου του μυθιστορήματος. Οι διάλογοι έχουν συχνά αλληγορικό χαρακτήρα, και το έργο διακρίνεται για τη φιλοσοφική και πολιτική του διάσταση, περισσότερο παρά για την καθαρά αφηγηματική ένταση. Ο Μέιλερ δείχνει πως, μετά τον πόλεμο, κάθε συλλογικό όραμα έχει διαλυθεί. Οι επαναστάτες της προηγούμενης γενιάς είναι τώρα εξόριστοι ή απογοητευμένοι. Η κοινωνία δεν πιστεύει πια σε καμία ουτοπία, παρά μόνο στη διατήρηση της τάξης και της κατανάλωσης. Ολόκληρη η ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος καθορίζεται από την αίσθηση παρακολούθησης, ελέγχου και προδοσίας. Ο Μέιλερ περιγράφει έναν κόσμο όπου η εξουσία δεν χρειάζεται να είναι βίαιη - αρκεί ο φόβος για να επιβληθεί. Ο Λόβερτον, αντί να δράσει, παρατηρεί. Αυτή η παθητικότητα είναι το σχόλιο του Μέιλερ για τη σιωπηλή συνενοχή των πολιτών στη διατήρηση ενός συστήματος που βασίζεται στην καταστολή και την ψευδαίσθηση ελευθερίας.

Ο συγγραφέας, αν και δεν υποστηρίζει καμία πολιτική παράταξη, εκφράζει μια βαθιά ανησυχία για την απώλεια του ηθικού και πολιτικού πάθους στην αμερικανική κοινωνία. Είναι ένα έργο για το τέλος των ιδεολογιών, για την αποξένωση και για την πνευματική ερήμωση που αφήνει πίσω της μια κοινωνία βασισμένη στον φόβο και στην προπαγάνδα.

Όταν εκδόθηκε, δεν έτυχε θερμής υποδοχής, η κατευθυνόμενη από το «Μακαρθισμό» κριτική το θεώρησε δύσκολο και σκοτεινό. Ωστόσο, με το πέρασμα του χρόνου, αναγνωρίστηκε ως ένα σημαντικό κείμενο που αποτυπώνει την πνευματική αβεβαιότητα της αμερικανικής μεταπολεμικής κοινωνίας και τη μετάβαση του Μέιλερ σε πιο πολιτικά πεδία. Σε μετάφραση του Τ. Μενδράκου κυκλοφορεί στη χώρα μας από το 1975 (εκδ. "Πάπυρος")

Advertisements for Myself (1959) Μια συλλογή κειμένων - μυθιστορηματικών, δοκιμίου, αυτοβιογραφικών αποσπασμάτων - που ο συγγραφέας συνέλλεξε ως «ανακοινώσεις για τον εαυτό μου», όπως λέει και ο τίτλος.  

Περιλαμβάνουν το ενδιαφέρον του για την αντικουλτούρα, την πολιτική και τη σεξουαλική απελευθέρωση και είναι ένα βασικό βιβλίο ανάμεσα στα άλλα έργα του, που βοήθησε στη δημιουργία της περσόνας του ως ιδιότροπου, αντικαθεστωτικού συγγραφέα. Από την αρχή παραθέτει δύο πίνακες περιεχομένων. Ο πρώτος σε χρονολογική σειρά, ενώ ο δεύτερος πίνακας περιεχομένων κατηγοριοποιεί τα κομμάτια με βάση το είδος τους. Ο Μέιλερ παραθέτει αυτά που πιστεύει ότι είναι τα καλύτερα κομμάτια του: Ο Άνθρωπος που Σπούδασε Γιόγκα, "Ο Λευκός Νέγρος", "Η Εποχή της Εποχής της", "Αδιέξοδα" και "Διαφημίσεις για τον Εαυτό μου στο Δρόμο", που θέτουν την αισθητική και τη στάση του συγγραφέα απέναντι στην κοινωνία, τη γραφή, τη μαζική κουλτούρα.

Η φιγούρα του «hip» - αντίπαλος του «τετριμμένου», του συμβατικού, της κοινωνικής συμμόρφωσης -  καταγράφεται και αναλύεται. Ο Μέιλερ μιλά για τον εαυτό του, για τον ρόλο του συγγραφέα, για τη θέση του μέσα στη λογοτεχνία, για το πώς η προσωπικότητα γίνεται κείμενο. Το υλικό είναι ανομοιογενές — διηγήματα, δοκίμια, αποσπάσματα — αλλά ακριβώς αυτή η ποικιλία δείχνει την ευελιξία και την πολυπλοκότητα της σκέψης του Μέιλερ.

Το έργο θεωρείται ορόσημο ως προς την αυτοαναφορική λογοτεχνία: ο Μέιλερ επιδιώκει να συνδυάσει την αυτοβιογραφία, την δοκιμιακή γραφή και τη χάραξη προσωπικού ύφους. Ενισχύει το κοινό του, ειδικά τις νεότερες γενιές που έψαχναν εναλλακτικές φωνές και στάσεις, ένα «μάνιφεστο» για την αποστασιοποίηση από το συμβατικό. Αποτελεί σημείο τομής στην καλλιτεχνική του ανάπτυξη: επιχειρεί να αναδιαμορφώσει τον εαυτό του ως συγγραφέα προσωπικότητας, δημόσιας παρουσίας, αλλά και στοχαστικού δημιουργού.

Αν ο αναγνώστης θέλει να καταλάβει τον Μέιλερ πέρα από τις ιστορίες - δηλαδή την ιδεολογία, τη στάση, τη γραφή του - τότε αυτό είναι το έργο-κλειδί. Ίσως λιγότερο «συγκινησιακό» από  μυθιστόρημα, αλλά εξαιρετικά σημαντικό για την κατανόηση της λογοτεχνικής του φιλοσοφίας.

Οι στρατιές της νύχτας (1968) Βάζει τον εαυτό του ως «πρωταγωνιστή» της αφήγησης, με τρίτο πρόσωπο: γίνεται χαρακτήρας της ιστορίας.

Το The Armies of the Night είναι έργο δημοσιογραφίας / λογοτεχνίας («non-fiction novel») όπου αφηγείται τη συμμετοχή του στη διαμαρτυρία εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ, στις 21 Οκτωβρίου 1967, μπροστά από το Πεντάγωνο.

Συνδυάζει δημοσιογραφική ακρίβεια με λογοτεχνική ελευθερία: «ιστορία ως μυθιστόρημα / μυθιστόρημα ως ιστορία». Εξετάζει τη σχέση του ατόμου με την πολιτική δράση, τον συλλογικό αγώνα και το θεσμικό κράτος - αλλά και τη θεαματικότητα της διαμαρτυρίας στη δεκαετία του ’60.

Αυτό το έργο θεωρείται ως ένα από τα καλύτερα παραδείγματα της «Νέας Δημοσιογραφίας» - όπου ο δημοσιογράφος/συγγραφέας είναι και ο αφηγητής, και η οπτική του έχει κεντρική θέση. Η καινοτομία του στην αφήγηση επηρέασε πολλούς μεταγενέστερους συγγραφείς που ανέμειξαν το γεγονός με τη λογοτεχνική φόρμα.

Για όσους ενδιαφέρονται για τη σύγκλιση πολιτικής, κοινωνίας και λογοτεχνίας - καθώς και για το πώς ο Μέιλερ βλέπει τον εαυτό του μέσα σε αυτά - αυτό το βιβλίο είναι αποκαλυπτικό και καθοριστικό. Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε σε δυο τόμους (1970 - 1971) σε μετάφραση της Η. Κανακάκη από τις εκδόσεις Νέοι Στόχοι.

Το τραγούδι του εκτελεστή (1979) Με αυτό το έργο ο Μέιλερ εξελίσσει περαιτέρω τη φόρμα του «μυθιστορήματος βασισμένου σε πραγματικά γεγονότα» (true-life novel).

Το θέμα του είναι η υπόθεση του Gary Gilmore, ο οποίος δολοφόνησε δύο ανθρώπους, ζήτησε να εκτελεστεί και τελικά εκτελέστηκε στη Utah το 1977. Αναλύει πτυχές όπως η ενοχή, η τιμωρία, η βία, η επιθυμία για αυτοκαταστροφή, η θεαματικότητα της εκτέλεσης και του εγκλήματος.

Ο συγγραφέας επιλέγει έναν ήσυχο, σχεδόν «αντικειμενικό» τόνο, αποφεύγοντας την υπερβολή, αφήνοντας τα γεγονότα να μιλήσουν - παρά το τεράστιο μέγεθος του τόμου. Η αφήγηση συνδυάζει εκτενή τεκμηρίωση με λογοτεχνική αγωγή, ενδεικτικά, το έργο βασίστηκε σε δεκάδες χιλιάδες σελίδες σημειώσεων.

Με το “Executioner’s Song” ο Μέιλερ επιβεβαιώνει ότι μπορεί να γράψει μυθιστόρημα και μη-μυθιστόρημα με κορυφαία ποιότητα - αφού είχε ήδη βραβευτεί και για μη-μυθιστορηματικό έργο.

Το έργο του επιτρέπει να εξετάσουμε πως η αμερικανική κοινωνία διαχειρίζεται τη βία, την τιμωρία και τη θεαματικότητα, θέματα που τον απασχόλησαν αρκετά. Είναι ένα έργο με βάρος - τεράστιο σε έκταση, σοβαρό σε θέμα - και κατά πολλούς το αποκορύφωμα της γραφής του Μέιλερ ως συγγραφέα «μεγάλων μύθων» της Αμερικής.

Το φάντασμα της πόρνης (1991) Αποτελεί μία από τις πιο φιλόδοξες προσπάθειές του. Το είδος του μπορεί να τοποθετηθεί στην πολιτική μυθοπλασία, καθώς αναφέρεται στη CIA και συνδυάζει πραγματικά ιστορικά γεγονότα με φαντασιακά στοιχεία.

Ο συγγραφέας διαπραγματεύεται θέματα όπως η μυστική δράση, οι μη-εμφανείς μηχανισμοί εξουσίας, η αμοραλιστική πλευρά της πολιτικής, η επίδραση των μυστικών οργανώσεων στην ιστορία.

Το έργο είναι εξαιρετικά εκτενές — πάνω από 1.300 σελίδες — γεγονός που υπογραμμίζει τη φιλοδοξία του Μέιλερ να χαρτογραφήσει μία μεγάλη, «εκτός ορατότητας» ιστορία. Συνδυάζει ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα με μυθοπλαστικούς χαρακτήρες, δημιουργώντας ένα νέο είδος μυθιστορήματος για την αμερικάνικη μυθοπλασία του ψυχρού πολέμου.

Δείχνει την συνεχή δημιουργικότητα του Μέιλερ, που δεν επαναπαύθηκε στις δάφνες του, επιχείρησε να δημιουργήσει ένα μεγάλο αφηγηματικό έργο που θα προκαλούσε και θα συγκροτούσε μια «μυθολογία» των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών. Προσφέρει μια ολοκληρωμένη εικόνα της γραφής του Μέιλερ σε ώριμη φάση - όχι μόνο ως πολεμικού συγγραφέα ή δοκιμιογράφου αλλά ως εξερευνητή πιο «σκοτεινών» περιοχών της ιστορίας και της κοινωνίας.

Για τον ενδιαφερόμενο που θέλει να δει τον Μέιλερ στη «μεγάλη» του κλίμακα - στην αφήγηση που δεν περιορίζεται σε ένα γεγονός αλλά εκτείνεται σε έναν κόσμο εξουσίας και μυστικότητας - αυτό το έργο είναι ένα άριστο δείγμα. Το 1994 από τις εκδόσεις Α.Α.Λιβάνη κυκλοφόρησε στην Ελλάδα σε μετάφραση του Κ. Δόλκα.

Διαβάστε και αυτό της Σ.Παπασπύρου απο το LiFO

Δεν υπάρχουν σχόλια: