Σάββατο 12 Ιουλίου 2014

Η υπεραλίευση στη Μεσόγειο απαιτεί άμεσα δραστικά μέτρα υπεράσπισης του ενάλιου πλούτου

Οι πληθυσμοί των ψαριών στη Μεσόγειο θάλασσα εμφανίζουν συνεχή και ανησυχητική μείωση κατά τα τελευταία 20 χρόνια, σύμφωνα με μια νέα ελληνική επιστημονική έρευνα.
Η νέα αυτή μελέτη κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, καθώς ενώ σε άλλες περιοχές της Ευρώπης, ιδίως στον Ατλαντικό, έχει υπάρξει σταθεροποίηση ή ακόμη και αύξηση των αλιευτικών αποθεμάτων κατά την τελευταία δεκαετία, στη Μεσόγειο η κατάσταση επιδεινώνεται διαχρονικά.
Οι ερευνητές του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ - βλ.σημείωση μας παρακάτω), με επικεφαλής τον Παρασκευά Βασιλακόπουλο, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο διεθνούς κύρους περιοδικό βιολογίας «Current Biology», αναλύουν τη δυσοίωνη κατάσταση για εννέα είδη ψαριών και εισηγούνται αυστηρότερα μέτρα επιτήρησης της αλιευτικών δραστηριοτήτων στη Μεσόγειο και καλύτερη εφαρμογή των υπαρχόντων κανονισμών.
Η μελέτη διαπιστώνει ότι η πίεση της αλιείας στους πληθυσμούς των ψαριών συνεχώς εντείνεται μετά το 1990 και μέχρι σήμερα, καθώς όλο και περισσότερα ψάρια πιάνονται σε πολύ μικρή ηλικία στα δίχτυα των αλιέων.
Αν αυτά τα νεαρά ψάρια αφήνονταν να φθάσουν σε ώριμη ηλικία, ώστε να γεννήσουν έστω μια φορά, τότε θα υπήρχε σημαντική βελτίωση στα αλιευτικά αποθέματα της Μεσογείου.
«Είναι καιρός η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι κυβερνήσεις να αρχίσουν να παίρνουν πιο σοβαρά την έρευνα και διαχείριση της Μεσογειακής αλιείας», δήλωσε ο κ. Βασιλακόπουλος.
Η μελέτη, η οποία πραγματοποιήθηκε με τη συνεργασία των Χρήστου Μαραβέλια και Γιώργου Τσερπέ, δείχνει ότι μετά το 1990 ο βαθμός εκμετάλλευσης των μεσογειακών ψαριών έχει αυξηθεί σταθερά, καθώς μειώνεται συνεχώς η επιλεκτικότητα των αλιέων και, παράλληλα, μειώνονται οι πληθυσμοί των ψαριών.
Τα υπολογιστικά μοντέλα προσομοίωσης ανά είδος ψαριού δείχνουν ότι τα ιχθυαποθέματα θα ήταν πολύ πιο ανθεκτικά στην υπεραλίευση, αν τα ψάρια πιάνονταν λίγα χρόνια αφότου έφταναν στην αναπαραγωγική ωριμότητά τους.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για ψάρια όπως ο μπακαλιάρος και το μπαρμπούνι, που ζουν κοντά στο βυθό και συχνά πιάνονται σε πολύ μεγάλους αριθμούς από τα δίχτυα που ρίχνουν οι τράτες.
Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι οι πληθυσμοί των ψαριών της Μεσογείου περιέχουν μεγαλύτερη ποικιλία ειδών σε σχέση με τα ψάρια του Βορείου Ατλαντικού και, αντίστοιχα, στη Μεσόγειο χρησιμοποιείται μια μεγαλύτερη ποικιλομορφία αλιευτικού εξοπλισμού.
Οι περισσότεροι αλιευτικοί στόλοι στη Μεσόγειο (πάνω από το 95%) είναι μικρής κλίμακας και καλύπτουν συνήθως μια τεράστια ακτογραμμή, πράγμα που καθιστά πιο δύσκολο τον έλεγχό τους από ό,τι σε άλλες θάλασσες.
Η οικονομική κρίση σε πολλές μεσογειακές χώρες κάνει ακόμη πιο μεγάλες τις δυσκολίες σωστής επιτήρησης της αλιείας, όπως επισημαίνουν οι Έλληνες επιστήμονες.
Η μελέτη προβλέπει ότι στο μέλλον ακόμη περισσότερα είδη ψαριών θα εμφανίσουν συρρίκνωση, όχι μόνο στην Μεσόγειο, αλλά και σε άλλες περιοχές, όπως η Κίνα, η υποσαχάρια Αφρική και οι τροπικές θάλασσες.
Πηγή: http://www.naftemporiki.gr/story/832007/apeili-gia-ta-psaria-tis-mesogeiou-i-uperalieusi

Σημείωση για το ΕΛΚΕΘΕ: 
Το ενδιαφέρον για τη θάλασσα ανιχνεύεται στην Ελλάδα από τους Μινωικούς Χρόνους. Οι τοιχογραφίες της Κνωσού και της Σαντορίνης, οι διδασκαλίες των Ιώνων φιλοσόφων και τα κείμενα του Αριστοτέλη, μαρτυρούν το ενδιαφέρον αυτό, το οποίο συνεχίζεται από τότε μέχρι σήμερα. 

Το 1912 η Ελληνική Κυβέρνηση αποφάσισε να προχωρήσει στη διερεύνηση της δημιουργίας ενός Ινστιτούτου, προσκαλώντας ως σύμβουλο τον Ιταλό καθηγητή D. Vinciguerra, πρότεινε τη δημιουργία ενός Θαλάσσιου Υδροβιολογικού Σταθμού ο οποίος ιδρύθηκε το 1914. Ο Θαλάσσιος Υδροβιολογικός Σταθμός, που είχε έδρα το Παλαιό Φάληρο, ξεκίνησε το 1915 μελέτες αλιείας και θαλάσσιας βιολογίας. Ο σταθμός αυτός μετονομάστηκε σε Εργαστήριο Αλιευτικών Ερευνών το 1948 και τέθηκε υπό την Εποπτεία του Υπουργείου Γεωργίας. 

Μετά τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο και συγκεκριμένα το 1945, ιδρύθηκε το Ελληνικό Υδροβιολογικό Ινστιτούτο της Ακαδημίας Αθηνών, με έδρα τον Πειραιά, στο οποίο ενσωματώθηκε το 1947 ο Υδροβιολογικός Σταθμός Ρόδου, που είχε ιδρυθεί από τους Ιταλούς κατά τη διάρκεια της κατοχής των Δωδεκανήσων (Reale Instituto di Ricerche Biologiche). Συγχρόνως ένα μικρό σκάφος με το όνομα “ΓΛΑΥΚΗ”, μετασκευάστηκε σε ερευνητικό και πραγματοποίησε το 1946 τους τρεις πρώτους ελληνικούς ωκεανογραφικούς πλόες. Το “ΓΛΑΥΚΗ” αντικαταστάθηκε το 1948 από το ερευνητικό σκάφος “ΑΛΚΥΟΝΗ".

Το 1965 το Υδροβιολογικό Ινστιτούτο της Ακαδημίας Αθηνών, μαζί με το Εργαστήριο Αλιευτικών Ερευνών ενώθηκαν στο νεοσυσταθέν Ινστιτούτο Ωκεανογραφικών και Αλιευτικών Ερευνών (Ι.ΩΚ.Α.Ε.), που άρχισε να λειτουργεί από το 1970. Το 1985 με το νόμο 1514 της Έρευνας ιδρύθηκε το Εθνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών (Ε.Κ.Θ.Ε.), που αποτέλεσε τη μετεξέλιξη του Ι.ΩΚ.Α.Ε. και ήταν ΝΠΔΔ εποπτευόμενο από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας του Υπουργείου Βιομηχανίας Ενέργειας και Τεχνολογίας, του μετέπειτα Υπουργείου Ανάπτυξης. 

Το 1985 ναυπηγήθηκε στα ναυπηγεία Χαλκίδας και το ωκεανογραφικό σκάφος “ΑΙΓΑΙΟ”. Το Ε.Κ.Θ.Ε. αποτέλεσε τον κύριο ερευνητικό φορέα θαλάσσιων επιστημών στην Ελλάδα. Το 1987 ιδρύθηκε το Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας Κρήτης (Ι.ΘΑ.ΒΙ.Κ.) με έδρα το Ηράκλειο. Το Ι.ΘΑ.ΒΙ.Κ. αναπτύχθηκε με γρήγορους ρυθμούς και με το ερευνητικό σκάφος “ΦΙΛΙΑ” έπαιξε τα τελευταία χρόνια σημαντικό ρόλο στους τομείς της θαλάσσιας βιολογίας, της αλιείας και των υδατοκαλλιεργειών. Τέλος, με το Νόμο 2919/25.6.2001 «Σύνδεση Έρευνας και Τεχνολογίας με την παραγωγή» αποφασίστηκε η ίδρυση ΝΠΔΔ με την επωνυμία Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε.), με την ενοποίηση του Εθνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών (Ε.Κ.Θ.Ε.) και του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Βιολογίας Κρήτης (Ι.ΘΑ.ΒΙ.Κ.). 

Το Δεκέμβριο του 2005 άνοιξε το Cretaquarium στο Ηράκλειο Κρήτης, αποτελώντας ένα από τα μεγαλύτερα ενυδρεία στην Ευρώπη και προσφέροντας μια καταπληκτική θέα στον υποθαλάσσιο κόσμο της Μεσογείου θάλασσας. 
Περισσότερα στο: http://www.hcmr.gr/gr/listview2_el.php?id=829

Δεν υπάρχουν σχόλια: