Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε πρόσφατα έκθεση δημογραφικής κατάστασης για την ΕΕ με επικέντρωση στη γήρανση του πληθυσμού με τίτλο: The 2021 Ageing Report: Underlying Assumptions and Projection Methodologies. Η έκθεση αναφέρεται στη σύγχρονη περίοδο με προβλέψεις – βάσει συγκεριμμένων υποθέσεων και μεθοδολογίας - για τα επόμενα 50 χρόνια.
Αναμένεται συνέχιση της μείωσης του πληθυσμού της ΕΕ μακροπρόθεσμα
Ο συνολικός πληθυσμός της ΕΕ προβλέπεται να μειωθεί μακροπρόθεσμα και η ηλικιακή δομή θα αλλάξει σημαντικά τις επόμενες δεκαετίες. Σύμφωνα με τη Eurostat, ο συνολικός πληθυσμός προβλέπεται να μειωθεί κατά 5% μεταξύ 2019 (447 εκατομμύρια) και 2070 (424 εκατομμύρια). Ωστόσο, υπάρχουν μεγάλες διαφορές στις τάσεις του εθνικού πληθυσμού, με αυξήσεις σε 11 κράτη μέλη και μείωση στα υπόλοιπα. Η Ελλάδα δυστυχώς ανήκει στη δεύτερη κατηγορία με συνεχή μείωση πληθυσμού. απο 10,7 εκατ.κατ. σήμερα θα φτάσει στα 8,6 εκατ. το 2070
The fisherman and the Siren - 1858 |
Ο δείκτης εξάρτησης γήρατος θα συνεχίσει να αυξάνεται απότομα τις επόμενες δεκαετίες
Ο δείκτης εξάρτησης γήρατος της ΕΕ (δηλαδή ο λόγος μεταξύ ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω και ηλικίας 20-64 ετών) προβλέπεται να αυξηθεί σημαντικά τις επόμενες δεκαετίες. Από περίπου 29% το 2010, έφτασε στο 34% το 2019 και αναμένεται να σκαρφαλώσει στο 59% το 2070. Δηλαδή ενώ το 2010 αντιστοιχούσαν κάτι λιγότερο από τέσσερα άτομα σε ηλικία εργασίας για κάθε άτομο ηλικίας 65 ετών και άνω, το 2070 θα είναι κάτω των δύο. Για την Ελλάδα το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο αφού απο 37,9% το 2019, θα φτάσει στο 65,2% το 2070
Τα αναμενόμενα ποσοστά γονιμότητας, θνησιμότητας και μετανάστευσης καθορίζουν τις προβλεπόμενες δομικές αλλαγές του πληθυσμού:
·
Το συνολικό ποσοστό γονιμότητας (TFR) προβλέπεται να
αυξηθεί από 1,52 το 2019 σε 1,65 έως το 2070 για το σύνολο της ΕΕ, με προβλεπόμενη
παρόμοια αύξηση για τη ζώνη του ευρώ. Αυτό προϋποθέτει μια υποτιθέμενη
διαδικασία σύγκλισης μεταξύ των κρατών μελών με τη χώρα με το υψηλότερη ποσοστό
γονιμότητας μακροπρόθεσμα. Για την Ελλάδα ο δείκτης απο 1,34 το 2019
προβλέπεται να φτάσει στο 1,54 το 2070 (για
την αύξηση του πληθυσμού πρέπει να είναι 2,1 τουλάχιστον)
· Το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση για τους άνδρες αναμένεται να αυξηθεί κατά 7,4 έτη κατά την περίοδο προβολής, από 78,7 το 2019 σε 86,1 το 2070 στην ΕΕ. Για τις γυναίκες, αντίστοιχα κατά 6,1 χρόνια, από 84,2 το 2019 σε 90,3 το 2070, πρόβλεψη που δείχνει μια τάση συνεχούς σύγκλισης του συνολικού αριθμού ανδρών και γυναικών. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις, τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες, προβλέπονται για τα κράτη μέλη με το χαμηλότερο προσδόκιμο ζωής το 2019. Για τη χώρα μας ο σχετικός δείκτης για τους άνδρες απο 79 το 2019 θα φτάσει το 86,4 το 2070 και από 84,3 τα 90,3 για τις γυναίκες.
· Προβλέπεται μείωση των ετήσιων συνολικών καθαρών εισροών μετανάστευσης από περίπου 1,3 εκατομμύρια ανθρώπους το 2019, σε περίπου 1 εκατομμύριο το 2070 (0,2% του πληθυσμού της ΕΕ). Ωστόσο, υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ κρατών μελών. Για τη χώρα μας απο 13.700 το 2019, ο σχετικός δείκτης προβλέπεται για το 2030: 11.600, το 2040: 16.000, το 2050: 20.700 και το 2070: 26.000. Δηλαδή απο το 0,1% επί του συνολικού πληθυσμού στο 0,3%.
Η αναφερόμενη πρόβλεψη έχει πρόβλημα σε σχέση με το τρίτο
παράγοντα, την μετανάστευση. Άλλοι διεθνείς οργανισμοί προβλέπουν αύξηση των
μεταναστευτικών ροών λόγω της κλιματικής αλλαγής, τοπικών συγκρούσεων,
υπανάπτυξης και υπερπληθυσμού ορισμένων κρατών. Για παράδειγμα το Ινστιτούτο Οικονομικών και Ειρήνης δημοσίευσε
πρόσφατα το νέο του εργαλείο ¨Μητρώο
Οικολογικών Απειλών¨ που εξετάζει τον αριθμό των οικολογικών
απειλών που αντιμετωπίζουν 157 χώρες. Η έρευνα αναφέρει ότι περισσότεροι
από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι ζουν σε 31 χώρες όπου τα επίπεδα ανθεκτικότητας
είναι απίθανο να αντέξουν επαρκώς τον αντίκτυπο οικολογικών γεγονότων έως το
2050, με αποτέλεσμα τη μαζική μετατόπιση του πληθυσμού. Εκτός αυτού πάνω από
100 χώρες του κόσμου πλήττονται σοβαρά από την μετατροπή των εύφορων εδαφών σε
έρημο, ενώ στην Ελλάδα το ένα
τρίτο των εδαφών υπόκειται σε υψηλό δυνητικό κίνδυνο ερημοποίησης. Άλλη έκθεση που κυκλοφόρησε
το Γενάρη του 2020 από την CARE International περιγράφει
τις 10 «άγνωστες» ανθρωπιστικές κρίσεις του 2019. Αναφέρει ότι περισσότεροι από
51 εκατομμύρια άνθρωποι υπέφεραν από αυτές τις κρίσεις, αλλά εμείς δεν δώσαμε
την σημασία που τους άρμοζε. Οι περισσότερες - 9 στις 10 - σημειώθηκαν
στην αφρικανική ήπειρο που είναι δίπλα απο την Ευρώπη.
Οι προβολές εργατικού δυναμικού γίνονται χρησιμοποιώντας ένα μοντέλο προσομοίωσης, καταγράφοντας τη συγκεκριμένη κατάσταση σε κάθε χώρα και με τον όρο ότι δεν θα υπάρξει καμία περαιτέρω αλλαγή πολιτικής πέρα από τις ήδη νομοθετημένες συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις. Αυτό είναι και το αδύνατο σημείο της πρόβλεψης, δεδομένου ότι είναι μάλλον απίθανο να μην υπάρξουν νέες μεταρρυθμίσεις σε διάστημα 50ετίας προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας συνολικά, αλλά και η σύμφιση των φυσικών επιστημών με τις τεχνολογίες πληροφοριών, τη βιολογία, την ιατρική, τις εφαρμογές λογισμικού, τη ρομποτική κ.α μας δείχνουν ότι θα υπάρχουν τεράστιες αλλαγές που η έκθεση δεν τις λαμβάνει υπόψη της, ούτε καν ως ενδεχόμενα σενάρια. Ίσως με αυτό το τρόπο προσπαθεί να διαιωνίσει την υπάρχουσα κυριαρχία στο πολιτικό σκηνικό της ΕΕ νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων. Γενικά η έκθεση προβλέπει αύξηση των ποσοστών συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό των ηλικιωμένων εργαζομένων λόγω των συνταξιοδοτικών μεταρρυθμίσεων και των νεότερων γυναικών.
Η συνολική συμμετοχή του εργατικού δυναμικού (για την ηλικιακή ομάδα 20-64) στην ΕΕ προβλέπεται να αυξηθεί κατά περίπου 3 % (από περισσότερο από 78% το 2019 έως κοντά στο 81% το 2070), παρόμοια και στη ζώνη του ευρώ. Μεγάλη αύξηση του ποσοστού συμμετοχής προβλέπεται για ηλικιωμένους εργαζομένους και των δυό φύλων (ηλικιακή ομάδα 55-64 ετών): σχεδόν 10 %. Το χάσμα συμμετοχής των φύλων στην εργασία θα μειωθεί αρκετά έως το 2070.
Για την Ελλάδα, το ποσοστό ανθρώπων που εργάζονται στις ηλικίες 55-64 από 50,4% το 2019 προβλέπεται να ανέλθει στο 80,8% το 2070. Αντίστοιχα, στις ηλικίας 65-74, απο 8% στο 25,7%.
Δεδομένης της προβλεπόμενης συρρίκνωσης σε πολλές χώρες της ΕΕ του πληθυσμού πρώτης ηλικίας (25-54 ετών) συνολικά η προσφορά εργασίας στην ΕΕ προβλέπεται να μειωθεί κατά τη διάρκεια του ορίζοντα προβολής, κατά μέσο όρο 0,3% ανα έτος, που αντιστοιχεί σε μείωση 16% (32 εκατομμύρια άτομα) κατά την περίοδο έως το 2070.
Η ανδρική προσφορά εργασίας προβλέπεται να μειωθεί κατά 17% (περίπου 19 εκατομμύρια) και η προσφορά εργασίας γυναικών κατά 14% (σχεδόν 13 εκατομμύρια). Στη ζώνη του ευρώ, η συνολική προσφορά εργασίας προβλέπεται να μειωθεί μεταξύ 2019 και 2070 κατά 13%, που ισοδυναμεί με 20 εκατομμύρια άνθρωποι. Στην Ελλάδα η συνολική εργατική δύναμη απο 4.622 χιλ. το 2019, θα εξελιχθεί ως εξής: 2030 - 4.496, 2040 – 4.170, 2050 – 3.843, 2070 – 3.552
Προβλέπονται περαιτέρω αυξήσεις στα ποσοστά απασχόλησης, αν και ο αριθμός των απασχολούμενων μειώνεται
Οι προβλέψεις για το ποσοστό απασχόλησης καθορίζονται με βάση τις προβλέψεις του πληθυσμού, τα ποσοστά συμμετοχής και ανεργίας. Η ανεργία προβλέπεται να μειωθεί ελαφρώς στην ΕΕ (από 6,8% το 2019 σε 5,8% το 2070). Για τη ζώνη του ευρώ αντίστοιχα απο 7,7% το 2019 σε 6% το 2070.
Το συνολικό ποσοστό απασχόλησης (μεταξύ ατόμων ηλικίας 20-64 ετών) προβλέπεται να αυξηθεί από 73,1% το 2019 σε 76,2% το 2070. Στη ζώνη του ευρώ, αναμένεται κάπως μεγαλύτερη αύξηση. Η απασχόληση των γυναικών θα αυξηθεί κατά 5,1 % (από 67,2% σε 72,3%), και των ανδρών κατά 1,1 %. Η απασχόληση των ηλικιωμένων εργαζόμενοι (ηλικίας 55-64 ετών) αναμένεται να αυξηθεί κατά περίπου 10 % (από 59,1% σε 68,7%).
F. de Goya. Old people singing and dancing. 1820
Ο οικονομικός δείκτης εξάρτησης γήρατος της ΕΕ (ανενεργά άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω) στον αριθμό των απασχολούμενων (20-64 ετών) προβλέπεται να αυξηθεί σημαντικά, από 45% το 2019 σε 72% το 2070. Αυτό θα συμβεί δεδομένου ότι, ο αριθμός ηλικιωμένων αυξάνεται και ο αριθμός του ικανού προς εργασία πληθυσμού μειώνεται. Στη ζώνη του ευρώ προβλέπεται παρόμοια επιδείνωση (από 46% σε 71%). Ο συνολικός δείκτης οικονομικής εξάρτησης (ο συνολικός ανενεργός πληθυσμός έναντι της απασχόλησης) προβλέπεται επίσης να αυξηθεί περαιτέρω, από 119% το 2019 σε 141% το 2070, με παρόμοια αλλαγή για τη ζώνη του ευρώ. Για την Ελλάδα ο δείκτης εξάρτησης γήρατος (από τις ηλικίες 20-64) από 59,8% το 2019 θα φτάσει στο 77,2% το 2070. Ο ίδιος δείκτης από τις ηλικίες 20-74 θα έχει μια μικρή διαφορά αρχικά αφού είναι στο 58,5 το 2019, θα αυξάνεται συνεχώς μέχρι το 2050 που θα φτάσει στο 78,8 και μετά θα αρχίσει να μειώνεται σταδιακά φτάνοντας στο 71,7 το 2070. Επίσης ο δείκτης συνολικής εξάρτησης του πληθυσμού που λόγω ηλικίας δεν δουλεύει απο το πληθυσμό ηλικιών 20-74, από 37,9 το 2019 θα αυξάνεται συνεχώς μέχρι το 2050 φτάνοντας στο 68,2 και θα μειώνεται σταδιακά αργότερα φτάνοντας στο 65,2 το 2070. Πρόκειται βέβαια για πρωτόγνωρες καταστάσεις που χρήζουν από σήμερα οργανωμένης και σχεδιασμένης διακομματικής αντιμετώπισης με οικονομικό, δημογραφικό και κοινωνικό προσανατολισμό για να αποφευχθούν.
Ο μέσος ετήσιος
δυνητικός ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ κατά 1,3% το 2019-2070 προβλέπεται για την ΕΕ
στο σύνολό της με βάση το βασικό σενάριο. Η ανάπτυξη θα αυξάνεται κατά μέσο όρο
1,2% έως το 2030, και κατά 1,3% τη δεκαετία του 2030, φτάνοντας στο 1,4% τη
δεκαετία του 2040, από όπου και μετά θα συνεχίσει στον ίδιο ρυθμό έως το 2070.
Οι προβλέψεις για τη ζώνη του ευρώ είναι παρόμοιες αν και ελαφρώς χαμηλότερες.
Για την Ελλάδα προβλέπεται μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ κατά 1,2% για
την περίοδο έως το 2070. Πρόβλεψη που
δείχνει την έλλειψη προοπτικής σύγκλισης με τις αναπτυγμένες οικονομίες της ΕΕ.
Μόνο η παραγωγικότητα της εργασίας αναμένεται να οδηγήσει στην αύξηση του ΑΕΠ μακροπρόθεσμα
Η συμβολή της εισροής εργασίας στην πιθανή ανάπτυξη στην ΕΕ και τη ζώνη του ευρώ είναι αρνητική από τις αρχές της δεκαετίας του 2020 και μετά. Οι δημογραφικές εξελίξεις οδηγούν στη μείωση του πληθυσμού ηλικίας εργασίας και κατ’ επέκταση σε αρνητική συμβολή της εισροής εργασίας στην πιθανή ανάπτυξη για τα περισσότερα κράτη της ΕΕ.
Ως αποτέλεσμα, οι πιθανές προβλέψεις αύξησης του ΑΕΠ καθοδηγούνται σχεδόν εξ ολοκλήρου από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Ετήσια η αύξηση της παραγωγικότητας ανά ώρα εργασίας αναμένεται να αυξηθεί από λιγότερο από 1% σε 1,5% μέχρι τη δεκαετία του 2030 και να παραμείνει αρκετά σταθερή στο 1,6% περίπου κατά την υπόλοιπη περίοδο προβολής. Σαν άποτέλεσμα, η μέση ετήσια αύξηση της διαμορφώνεται στο 1,6% το 2019-2070. Παρόμοια εξέλιξη προβλέπεται και στη ζώνη του ευρώ, με μικρότερη αύξηση παραγωγικότητας 1,4%. Για τη χώρα μας ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας προβλέπεται στο 1,5% για τη περίοδο 2020-2070, με κορυφή το 2,2% το 2040. Πρόβλεψη επίσης ανεπαρκής για την κάλυψη του χάσματος οικονομικής ανάπτυξης μεταξύ της χώρας και των ανεπτυγμένων χωρών της ΕΕ.Απαιτείται άλλου είδους προσέγγιση απο τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας απέναντι στα βασικά θέματα επίδρασης στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας: εκπαίδευση και σύνδεσή της με τη παραγωγή, επικέντρωση στα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της χώρας, ανάπτυξη έρευνας και τεχνολογίας, παραγωγή νέων προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας, αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, αντιμετώπιση της διαφθοράς, ψηφιοποίηση διαδικασιών κ.α
Η πτωτική τάση στην ανάπτυξη της συνολικής παραγωγικότητας εξετάστηκε ως σενάριο κινδύνου.
Δεδομένης της πτωτικής τάσης στην ανάπτυξη της συνολικής παραγωγικότητας τις τελευταίες δεκαετίες, είναι σημαντικό να εκτιμηθεί ο αντίκτυπος δαπανών που σχετίζονται με την γήρανση του πληθυσμού και τη δημοσιονομική βιωσιμότητα. Για το σκοπό αυτό, εκτελέστηκε ένα «σενάριο κινδύνου». Με βάση αυτό η μέση ετήσια δυνητική αύξηση του ΑΕΠ το 2019-2070 προβλέπεται στο 1,1% για την ΕΕ και τη ζώνη του ευρώ, σε σύγκριση με το 1,3% του βασικού σεναρίου.
Οι επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19 διαμόρφωσαν σημαντικούς κινδύνους για τις μελλοντικές προοπτικές αύξησης του ΑΕΠ
Παγκόσμια ζήτηση, αλυσίδες προσφοράς, αγορές εργασίας, βιομηχανική παραγωγή, τιμές των εμπορευμάτων, εξωτερικό εμπόριο και κεφαλαιακές ροές έχουν επηρεαστεί σημαντικά. Είναι σαφές ότι η ΕΕ είχε εισέλθει σε βαθύτερη οικονομική ύφεση από το χρόνο οριστικοποίησης των βασικών συμπερασμάτων της έκθεσης. Το βασικό σενάριο σε αυτήν την έκθεση λαμβάνει υπόψη του την εαρινή πρόβλεψη του 2020 ως αφετηρία, αντικατοπτρίζοντας τον περιορισμένο (τότε) αντίκτυπο της κρίσης και υποθέτοντας ανάκαμψη το Μάιο 2020.
Δεδομένης της τρέχουσας αβεβαιότητας, οι εξελίξεις στην οικονομική ανάπτυξη ενδέχεται να είναι λιγότερο έντονες από αυτές που αναφέρονται στο βασικό σενάριο. Για αυτόν τον λόγο, προετοιμάστηκαν δύο πιο δυσμενή σενάρια:
· Το σενάριο καθυστέρησης ανάκαμψης, το οποίο διατηρεί την υπόθεση σχετικά με το περιορισμένο αντίκτυπο του COVID-19 στην πιθανή αύξηση του ΑΕγχΠ, αλλά με πολύ πιο έντονη κυκλική κάμψη και μεγαλύτερη φάση ανάκτησης, με αποτέλεσμα την ευρεία αποκατάσταση «σε σχήμα U» και
· Το δυσμενές διαρθρωτικό σενάριο όπου εκτός από την ισχυρότερη κυκλική ύφεση στο «καθυστερημένο» σενάριο προϋποθέτει ότι η δυνητική ανάπτυξη θα είναι χαμηλότερη την επόμενη δεκαετία. Η αύξηση της παραγωγικότητας εργασίας ανακάμπτει με χαμηλότερη τάση ανάπτυξης, μέσω χαμηλότερων επενδύσεων ή / και παραγόντων συνολικής παραγωγικότητας (TFP), ανάπτυξη που προέρχεται από μια μακρά περίοδο μειωμένης επιχειρηματικής δραστηριότητας, με την κρίση να συμβάλλει στην ιστορική πτωτική τάση. Επιπλέον, η βαθύτερη ύφεση και η βραδύτερη ανάκαμψη οδηγούν σε χαμηλότερη επιχειρηματική δραστηριότητα, παράγωντας ένα αποτέλεσμα υστέρησης και μόνιμα υψηλότερη ανεργία.
Ωστόσο, η κρίση του COVID-19 συνεχίζει την πορεία της και οι πλήρεις μεσοπρόθεσμες / μακροπρόθεσμες συνέπειές της είναι αβέβαιος. Συνεπώς, απαιτείται συνεχής επαγρύπνηση για να μπορούν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής να προσαρμόζονται και να προσαρμόζουν τις οικονομικές πολιτικές για τον μετριασμό του βραχυπρόθεσμου, μεσοπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου αντίκτυπου. Η πορεία ανάκτησης θα εξαρτηθεί σχετικά με τις πολιτικές που εφαρμόζονται.
Η Επιτροπή υπέβαλε μια περιεκτική πρόταση για μια διαρκή και βιώσιμη ανάκαμψη από την κρίση, χωρίς αποκλεισμούς με τη «Διευκόλυνση Ανάκτησης και Ανθεκτικότητας (RRF)»
Διαβάστε επίσης:
Μίμη Ανδρουλάκη. "Βαμπίρ και κανίβαλοι - Το ρίσκο μιας νέας σύγκρουσης των γενεών" (Εκδόσεις Καστανιώτη)
Τάσου Γιαννίτση. "Ασφαλιστικό, Ανάπτυξη, Μακροοικονομία - Οι κρίσιμες διαπιστώσεις" (Εκδόσεις Πατάκη)
1 σχόλιο:
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ για 1/1/2020:
Ο μόνιμος πληθυσμός εκτιμάται σε 10.718.565 άτομα (5.215.488 άνδρες και 5.503.077 γυναίκες), ή μικρότερος κατά 0,06% σε σχέση με τον αντίστοιχο πληθυσμό της 1ης Ιανουαρίου 2019.
Η φυσική μείωση του πληθυσμού έφτασε τα 40.473 άτομα (83.628 γεννήσεις έναντι 124.101 θανάτων ατόμων με τόπο συνήθους διαμονής εντός της ελληνικής επικράτειας), η οποία εν μέρει αντισταθμίστηκε από την καθαρή μετανάστευση, που ήταν 34.439 άτομα.
Ο πληθυσμός ηλικίας 0- 14 ετών ανήλθε στο 14,2% του συνολικού πληθυσμού, έναντι 63,5% του πληθυσμού 15- 64 ετών και 22,3% του πληθυσμού 65 ετών και άνω.
Ο δείκτης γήρανσης (πληθυσμός ηλικίας 65 ετών και άνω προς τον πληθυσμό ηλικίας 0-14 ετών) ανήλθε σε 156,2.
Οι περισσότεροι (3.738.901 άτομα ή το 34,9%) διαμένουν, όπως είναι αναμενόμενο, στην Αττική.
Η καθαρή μετανάστευση εκτιμάται σε 34.439 άτομα, που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ 129.459 εισερχομένων και 95.020 εξερχομένων μεταναστών. Σημειώνεται ότι στα στοιχεία εισερχόμενης μετανάστευσης περιλαμβάνονται και άτομα που βρίσκονταν στη χώρα μας την 1/1/2020 λόγω της προσφυγικής κρίσης.
Δημοσίευση σχολίου