Τρίτη 5 Ιουλίου 2022

Μερικές διαρθρωτικές αιτίες του αυξημένου πληθωρισμού στην Ελλάδα

Σύμφωνα με την Eurostat οι τιμές καταναλωτή κατα τον Ιούνιο στην Ελλάδα επιταχύνθηκαν με ρυθμό 12%, έναντι 10,5% το προηγούμενο μήνα. Αντίστοιχα στην Ευρωζώνη διαμορφώθηκαν στο 8,6%, από 8,1% τον Μάιο.

Διατυπώνεται η άποψη από ορισμένους αναλυτές ότι τα 2/3 του σύγχρονου πληθωρισμού στην Ελλάδα οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες με κυρίαρχους την αύξηση των τιμών στην ενέργεια (καύσιμα, φυσικό αέριο, πόλεμος στην Ουκρανία). Η αιτιότητα είναι μια πλήρης αλυσίδα αιτίου και αποτελέσματος όταν είναι δυνατό να υπολογιστεί μια πλήρης αλυσίδα αιτιότητας. Η συσχέτιση σημαίνει ότι οι δεδομένες μετρήσεις τείνουν να συνδέονται μεταξύ τους. Αυτή η συσχέτιση που αναφέρεται διαρκώς δεν είναι αιτιότητα. Ακριβώς επειδή μια μέτρηση σχετίζεται με μια άλλη, δεν σημαίνει ότι προκλήθηκε από αυτήν. Η αιτιότητα είναι πάντα πιο δύσκολο να αποδειχθεί από τη συσχέτιση. Όταν αναλύονται πολύπλοκα συστήματα με πολλές μεταβλητές και αλληλεξαρτήσεις, είναι συχνά εξαιρετικά δύσκολο να βρεθεί η αληθινή αιτιότητα. Όσο περισσότερες αλλαγές συμβαίνουν σε ένα σύστημα σε μια χρονική περίοδο, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα περισσότερες από μία αλλαγές να έχουν αντίκτυπο στο αποτέλεσμα που προσπαθείτε να αναλύσετε. «Η συσχέτιση δεν είναι αιτιότητα, αλλά είναι σίγουρα μια υπόδειξη». (Edward Tufte, στατιστικολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Yale)

Οι ίδιοι επισημαίνουν και άλλους παράγοντες που επιτείνουν το πρόβλημα με κυρίαρχο την ανεπαρκή «ιδεώδη» λειτουργία του ανταγωνισμού. Όμως στη σύγχρονη εποχή των μονοπωλίων και ολιγοπωλίων σε ποια χώρα υπάρχει αυτή η υποδειγματική λειτουργία; Σε ποια χώρα η αγορά λειτουργεί «τέλεια»;

Αρκετοί από αυτούς επισημαίνουν την ύπαρξη και άλλων παραγόντων ή «ξεχνούν» να αναφέρουν ορισμένους άλλους. Ένας ξεχασμένος παράγοντας είναι η κερδοσκοπία που γίνεται στη χώρα μας ευρέως και από όσους μπορούν να την υλοποιήσουν, εφόσον δεν υπάρχουν ουσιαστικοί, διαρκείς και αυστηροί έλεγχοι.

Ας δούμε όμως όλους τους παράγοντες με μια σειρά ευκολίας εντοπισμού, που δεν έχει σχέση με τη βαρύτητα τους, η οποία μπορεί να αξιολογηθεί μόνο με ειδικές μελέτες.

Ιστορικά και τραγικά προηγούμενα
Η χώρα που έχει τεράστιες δυνατότητες παραγωγής ΑΠΕ (ήλιος, αέρας, γεωθερμία, βιοκαύσιμα, θαλάσσια ρεύματα) αλλά και λιγνίτη βρίσκεται στη δυσκολότερη θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Δεν μιλάμε για τα αποθέματα υδρογονανθράκων που είναι μια πονεμένη ιστορία πολλών δεκάδων χρόνων. Άρα το θέμα της ενέργειας είναι συζητήσιμο αν είναι αποκλειστικά εξωγενής παράγοντας ή εμφανίζεται ως τέτοιος εξ αιτίας αναγόρευσης της συσχέτισης σε αιτιότητα και της χρόνιας πολιτικής ανεπάρκειας των κυβερνώντων. Η εξωγένειά της σίγουρα δεν έχει το ειδικό βάρος που της προσάπτεται αλλά γίνεται για να αποκρυφτούν τεχνηέντως πολιτικές και άλλες ευθύνες.

Ο μεγάλος αριθμός μεσαζόντων και μεταπωλητών που κυριαρχεί σε όλους του κλάδους της οικονομίας (και φυσικά και στις υπηρεσίες, που πολλοί τις ξεχνούν στο μέτρημα) και δημιουργεί επιπλέον επιβαρύνσεις στις τιμές μέχρι το προϊόν ή η υπηρεσία να φτάσει στο τελικό καταναλωτή. Βέβαια η πρόσφατες εξελίξεις στο ηλεκτρονικό εμπόριο -  με τον αποκλεισμό των μεσαζόντων κλπ - θα μπορούσαν να επιδράσουν θετικά, αλλά και εδώ δυστυχώς εμφανίζεται το ίδιο φαινόμενο.

Η έλλειψη ανταγωνισμού οφείλεται επίσης και στο μικρό μέγεθος της ελληνικής αγοράς  και στον αντίστοιχα μικρό αριθμό των επιχειρήσεων που μπορούν να λειτουργήσουν σε κάθε κλάδο, αλλά και στην έλλειψη εξωστρέφειας και δυνατοτήτων εξαγωγών (πλην των παραδοσιακών κλάδων). Οι τελευταίες με τη σειρά τους επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από τη καθυστέρηση της τεχνολογικής ανάπτυξης, της ανάπτυξης νέων προϊόντων και υπηρεσιών και της καινοτομίας.

Η γραφειοκρατία του δημόσιου τομέα σε συνδυασμό με την έλλειψη συντονισμού των δημόσιων υπηρεσιών και την καθυστέρηση εφαρμογής σύγχρονων τεχνολογιών, αξιολόγησης και ουσιαστικών αναφορών που να λύνουν και δεν «κουκουλώνουν» τα προβλήματα, οδηγεί με τη σειρά της στην αύξηση του κόστους ίδρυσης, λειτουργίας και παραγωγής των επιχειρήσεων.

Η ανεπάρκεια των ελέγχων της αγοράς που οφείλεται εν μέρει στο παραπάνω αλλά και σε χρόνια παθογενή αίτια λειτουργίας του δημόσιου τομέα (βλ. φακελάκια, «γρηγορόσημα», «φιλικές» ειδοποιήσεις προετοιμασίας πριν τους ελέγχους κ.α) έχει επίσης τεράστια ευθύνη, αφού δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο απώλειας εσόδων και ενισχύει το πληθωρισμό.

Υπάρχει βέβαια και ο εισαγόμενος πληθωρισμός λόγω της τεχνολογικής καθυστέρησης και της ανεπαρκούς παραγωγικής βάσης της χώρας μέσω της διαρκούς και χρόνιας αύξησης των εισαγωγών.

Η διαρκής και εκτεταμένη φοροδιαφυγή στην χώρα επίσης έχει το ρόλο της αφού οδηγεί στη ζήτηση συγκεκριμένων «μοδάτων», πολυτελών αγαθών με υψηλότερες τιμές που τελικά επηρεάζουν τον πληθωρισμό. Οδηγεί επίσης σε ένα διαρκή καταναλωτισμό που δεν είναι αντίστοιχος με τις πραγματικές ανάγκες και τις δυνατότητες των καταναλωτών. Το τελευταίο οδήγησε σε «φούσκες» πρόσφατα πολλούς τομείς της οικονομίας (κατασκευές, χρηματιστήριο, στεγαστική και καταναλωτική πίστη κλπ)

Η σύνδεση των μισθών με τη παραγωγικότητα που δεν εφαρμόζεται - πλην φωτισμένων ιδιωτικών εξαιρέσεων - οδηγεί στην δικαιολογημένη πίεση για μισθολογικές αυξήσεις και ημερομίσθια λόγω του αυξημένου πληθωρισμού

Τι πρέπει να γίνει; Αυτό είναι το ουσιώδες θέμα για τους πολίτες, τη κοινωνία των πολιτών, τους καταναλωτές και τα πολιτικά κόμματα, που είναι ή θέλουν να γίνουν πραγματικά προοδευτικά και να αλλάξουν τη πορεία αυτού του τόπου. . 




1 σχόλιο:

Φιλάρετος είπε...

Σχετικά με την αύξηση του πληθωρισμού στην ΕΕ θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι το ευρώ είναι, μέχρι στιγμής, το μεγάλο θύμα της έλλειψης στρατηγικής της ΕΕ και της "ενα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω¨ πολιτικής της ΕΚΤ. Φυσικά και ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει επιδράσει, αλλά η καθοδική πορεία του ευρώ έχει αρχίσει εδώ και πολλά χρόνια. Κάποτε είχε ισοτιμία 1,3 σε σχέση με το δολάριο. Χάνοντας 10% στους τελευταίους μήνες, έχει ήδη υποχωρήσει σε χαμηλό 20 ετών, ενώ η πορεία της ΕΕ προς την ύφεση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πολύ σύντομα θα υποχωρήσει κάτω από την ισοτιμία 1:1 με το δολάριο. Αυτό θα οδηγήσει νομοτελειακά σε γρηγορότερη αύξηση των τιμών (εισαγωγών, χονδρικής και καταναλωτή) σε όλο το χώρο του ευρώ.