Ν.Εγγονόπουλου. Ποιητής και Φιλόσοφος |
Φωνάζουνε στον ποιητή:
«Στον τόρνο να σε βλέπαμε!
Τι είν’ οι στίχοι;
Ένα κενό, ένα μηδέν!
Για να δουλέψεις, σίγουρα, τα άντερα δεν έχεις.»
Ίσως, για μας,
η δουλειά απ’ τις ασχολίες όλες,
η πιο συγγενής μας να ‘ναι.
Κι εγώ μια φάμπρικα είμαι!
Χωρίς φουγάρα, ναι,
που ξέρεις όμως; Μπορεί,
για μένα,
πιο δύσκολα χωρίς φουγάρα να ‘ναι.
Το ξέρω –
δεν σας αρέσουνε τα όμορφα τα λόγια.
Βελανιδιές λιανίζετε, δουλεύοντας σκληρά.
Αλλά κι εμείς;
Δεν είμαστε κι εμείς, στ’ αλήθεια, ξυλοκόποι;
Για δες, κατεργαζόμαστε, ίδια βελανιδιές,
τ’ ανθρώπινα κεφάλια.
Φυσικά,
τιμητική υπόθεση το ψάρεμα.
Το δίχτυ να τραβάς
κι’ αυτό γεμάτο να ’ναι με μερσίνια! (2)
Αν κι η δουλειά των ποιητών – απ’ όλες πιο τιμητική –
ανθρώπους ζωντανούς ψαρεύει κι όχι ψάρια.
Τιτάνια δουλειά!
Να καίγεσαι πάν’ απ’ το καμίνι,
να δένεις το ατσάλι που τσιρίζει.
Αλλά ποιος είν’ αυτός που θα μας κατηγορήσει,
τεμπέληδες κι’ αργόσχολους που θα μας πει;
Μυαλά λαξεύουμε με τη χοντρή της γλώσσας λίμα!
Ποιος λέτε να ’ναι υπεράνω –
ο ποιητής ή ο τεχνίτης,
που τους ανθρώπους οδηγεί σε υλικά οφέλη;
Κι οι δυο!
Οι καρδιές – κι αυτές μηχανές.
Η ψυχή – κι αυτή πανούργος κινητήρας.
Ίσοι είμαστε!
Σύντροφοι στων εργατών το πλήθος μέσα,
προλετάριοι του σώματος και της ψυχής.
Μαζί, μόνο μαζί,
το σύμπαν θα ομορφύνουμε
και με παιάνες θα το κάνουμε να ηχήσει.
Φράγμα ορθώνουμε στις λογοκαταιγίδες.
Εμπρός! Στα έργα, στη δουλειά!
Η δουλειά καινούργια είναι, ζωντανή.
Και τους αργόσχολους τους ρήτορες –
στο μύλο, στους μυλωνάδες!
Με το νερό των λόγων τους μυλόπετρες ν’ αλέθουν.
Σημειώσεις:
(1) Ο αυθεντικός τίτλος του ποιήματος είναι: «ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΡΓΑΤΗΣ».
(2) Μερσίνια – οξύρρυγχοι.