Εδώ και αρκετά χρόνια έχουν διατυπωθεί από διεθνή φόρα και οργανισμούς οι βασικές αρχές, οι στόχοι και συγκεκριμένες πολιτικές για την προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης (μεταξύ αυτών η Agenda 21, η στρατηγική για την Αειφόρο Ανάπτυξη της ΕΕ, η πρωτοβουλία Global Compact του ΟΗΕ, η Διακήρυξη της Χιλιετίας κ.α). Αρκετές εργασίες πρωτοποριακών διανοητών, αλλά και πρακτικές (βλ. χώρες της Βόρειας Ευρώπης) όχι μόνο έμπρακτα υποστηρίζουν αλλά και προχωρούν ακόμη πιο πέρα από τα καθορισθέντα όρια από τους διεθνείς οργανισμούς. Στην ολότητα αλλά και κριτική αξιοποίηση των προαναφερθέντων για την Ελληνική πραγματικότητα, βασίζεται η ιδέα της πρότασης που ακολουθεί.
Όπως όλοι γνωρίζουμε, στη χώρα μας το πλαίσιο των άμεσων ή έμμεσων επιδοτήσεων για την υλοποίηση επενδύσεων παίζει σημαντικό ρόλο στην οικονομική λειτουργία. Χρήματα των φορολογουμένων ενισχύουν επενδύσεις (και επενδυτές) όλων των τομέων της οικονομίας.
Όμως έχουν ορθολογική και αειφορική απόδοση? Ή μήπως θα μπορούσαν με εφαρμογή κάποιων καλλίτερων αρχών, εργαλείων και μεθόδων να συμβάλλουν πιο θετικά στην οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική ανάπτυξη?
Η ιδέα είναι να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο που παραστατικά θα απεικονίζει μια διπλή δυνατότητα για τις μελλοντικές επενδύσεις. Αφ’ ενός μεν θα ξεχωρίζει τις επενδύσεις πραγματικής αειφορίας από τις κοινές επενδύσεις και αφετέρου θα αξιολογεί κατά πόσο μια μελλοντική επένδυση πλησιάζει το ιδανικό ζητούμενο. Για παράδειγμα μια μελλοντική επένδυση μπορεί να καλύπτει μερικά κριτήρια κάποιου απαραίτητου ελάχιστου (ίσως και τα περισσότερα), κάποια άλλα από ένα δεύτερο πιο απαιτητικό σύνολο και κάποια ή και κανένα από μια τρίτη πιο προηγμένη ενότητα προϋποθέσεων.
Έτσι μπορεί να συγκεντρώνει π.χ. το 50% του μέγιστου δυνατού ποσοστού, να αξιολογείται σε σύγκριση με κάποια άλλη που ίσως συγκεντρώνει πιο μεγάλο ποσοστό (ή και πιο μικρό) και να προτιμάται ή όχι σε σύγκριση με τη δεύτερη, ειδικά για την απορρόφηση δημόσιων επιδοτήσεων. Θα μπορεί επίσης ο κάθε επενδυτής να βελτιώσει τις επιδόσεις της επένδυσής του με την ανάληψη των σχετικών δεσμεύσεων απέναντι στο κράτος, ως εκφραστή του δημόσιου συμφέροντος.
Από την άλλη μεριά τα κριτήρια έχουν αξιολογηθεί και καθοριστεί έτσι ώστε ακόμη και αν πληρούνται όλα για όλες τις κατηγορίες να μην ξεπερνούν το 95%, δεδομένου ότι η κοινωνική, επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος τρέχει με πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς από οποιαδήποτε δημόσια ή ιδιωτική γραφειοκρατία σε οποιοδήποτε μέρος του Κόσμου (Αθήνα ή Βρυξέλλες ή Ουάσιγκτον κλπ) Έγινε αυτό για να φανεί ότι δεν υπάρχει επένδυση που να καλύπτει το ιδεώδες της αειφόρου ανάπτυξης.
Οι επενδυτές πρέπει να προσεγγίζουν τα αναφερόμενα κριτήρια όχι ως ένα υποχρεωτικό πρόσθετο στις μελλοντικές τους επενδύσεις, αλλά ως συμφωνημένο, αναπόσπαστο τμήμα της επιχειρησιακής τους στρατηγικής και των δικών τους διαδικασιών. Η προτεινόμενη προσέγγιση εκτιμά τα δικαιώματα αλλά και θέτει σαφείς υποχρεώσεις για την ηγεσία, τους μετόχους, τους υπαλλήλους και τους πελάτες των επιχειρήσεων.
Η εφαρμογή των κριτηρίων πρέπει να είναι μια μακροπρόθεσμη διαδικασία, που απαιτεί δεσμεύσεις για μια συνεχή οργανωτική αλλαγή και βελτίωση.
Εντούτοις, δεν υπάρχει κανένας «σωστός εγκυκλοπαιδικά» τρόπος για την απρόσκοπτη εισαγωγή της στο management μιας επιχείρησης. Στη πράξη υπάρχουν και μπορούν να εφαρμοστούν διαφορετικές προσεγγίσεις για να υποστηρίξουν αυτή τη διαδικασία.
Τα κριτήρια έχουν ταξινομηθεί σε τρία επίπεδα:
Ι - Το ανθρωπιστικό επίπεδο που είναι αναγνωρισμένο και συμφωνημένο σε επίπεδο παγκόσμιων οργανισμών, αλλά δεν εφαρμόζεται σε πολλές χώρες, ειδικά του τρίτου κόσμου.
ΙΙ – Ο κεντρικός πυρήνας της αειφόρου ανάπτυξης (που έχει καθορισθεί και συμφωνηθεί από σημαντικούς διεθνείς οργανισμούς (συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εφαρμόζεται απολύτως και σε όλες τις χώρες, κάθε άλλο μάλιστα, πάρτε για παράδειγμα τη χώρα μας)
ΙΙΙ - Το προηγμένο επίπεδο αειφόρου ανάπτυξης (που έχει διατυπωθεί θεωρητικά αλλά δεν έχει ακόμη αναγνωριστεί, ούτε εγκριθεί ως κατεύθυνση στρατηγικής και μέτρων εφαρμογής)
Επίπεδο Ι: Βασικές απαιτήσεις (max αξιολόγησης 3 βαθμοί ανά κριτήριο)
1.Να υποστηρίζουν και σέβονται τη προστασία των διεθνώς αναγνωρισμένων ανθρώπινων δικαιωμάτων
2.Να επιβεβαιώνουν ότι δεν εμπλέκονται στην καταπάτησή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
3.Να δέχονται στην πράξη την ανεξαρτησία των σωματείων και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις
4.Να επιδιώκουν τον περιορισμό όλων των μορφών αναγκαστικής εργασίας
5.Να μην επιτρέπουν την παιδική εργασία.
6.Να επιδιώκουν τον περιορισμό των διακρίσεων σε σχέση με την απασχόληση και το επάγγελμα.
7.Να αναγνωρίζουν, υποστηρίζουν και συμμορφώνονται με την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει»
8.Να εργάζονται εναντίον όλων των μορφών διαφθοράς, συμπεριλαμβανομένων των εκβιασμών και των δωροδοκιών
9.Να αναγνωρίζουν, υποστηρίζουν και συμμορφώνονται όχι μόνο με τα δικαιώματα και το διάλογο μεταξύ ιδιοκτητών αλλά και τα δικαιώματα και το διάλογο με τους εργαζόμενους και τους πελάτες τους.
10.Να αναγνωρίζουν, υποστηρίζουν και συμμορφώνονται με την αρχή της ανοικτής και δημοκρατικής κοινωνίας με τη συμμετοχή και συνεισφορά των κοινωνικών εταίρων, της κοινωνίας των πολιτών και μεμονωμένων προσώπων
11.Να αντιμετωπίζουν κάθε διάκριση που έχει σχέση με το χρώμα, την εθνικότητα, τη θρησκεία, το φύλο και τη πολιτική ένταξη.
12.Να αναγνωρίζουν, υποστηρίζουν και συμμορφώνονται με την αξιοκρατία.
13.Να εισάγουν και υποστηρίζουν ένα διαφανές σύστημα επικοινωνίας.
Η αξιολόγηση για τα παραπάνω μπορεί να βασιστεί σε μια απλή μεθοδολογία βαθμολόγησης των επιδόσεων της επιχείρησης: καμία συμμόρφωση 0 βαθμοί, έναρξη διαδικασιών συμμόρφωσης 1 βαθμός, αποδεδειγμένα μερική συμμόρφωση 2 βαθμοί, πλήρης συμμόρφωση 3 βαθμοί.
Επίπεδο ΙΙ: Απαιτήσεις αειφορίας (max αξιολόγησης 4 βαθμοί ανά κριτήριο)
1.Να υποστηρίζουν την προληπτική προσέγγιση για τις περιβαλλοντικές προκλήσεις
2.Να παίρνουν πρωτοβουλίες μεγαλύτερης περιβαλλοντικής ευθύνης
3.Να ενθαρρύνουν την ανάπτυξη και διάδοση φιλικών προς το περιβάλλον τεχνολογιών
4.Να περιορίζουν τη συνεισφορά τους στις κλιματικές αλλαγές, στο κόστος και στην αρνητική επίδραση αυτών στη κοινωνία και στο περιβάλλον.
5.Να αναγνωρίζουν, υποστηρίζουν και συμμορφώνονται με τις αρχές, τους κανόνες και τις κατευθύνσεις της Αειφόρου Ανάπτυξης.
6.Να υποστηρίζουν την προληπτική προσέγγιση για τις επαγγελματικές ασθένειες, την υγιεινή και την ασφάλεια της εργασίας και να προστατεύουν τη μητρότητα
7.Να υποστηρίζουν την δια βίου εκπαίδευση, την επαγγελματική κατάρτιση στο χώρο εργασίας, την προθυμία και δυνατότητα εκμάθησης και προσαρμογής.
8.Να εξασφαλίζουν ότι τα χρησιμοποιούμενα συστήματα μεταφοράς ικανοποιούν τις οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές ανάγκες της κοινωνίας ελαχιστοποιώντας ταυτόχρονα τις ανεπιθύμητες παρενέργειές τους.
9.Να προωθούν την βιώσιμη κατανάλωση και παραγωγή
10.Να βελτιώνουν τη διαχείριση των φυσικών πόρων, με στόχο την αποφυγή της υπερεκμετάλλευσή τους και να αναγνωρίζουν στη πράξη την αξία του οικοσυστήματος.
11.Να προωθούν την καλή δημόσια υγεία για όλους και να βελτιώνουν την προστασία της εντός και εκτός της παραγωγής.
12.Να προωθούν ενεργά τη βιώσιμη ανάπτυξη όχι μόνο μέσα στην εταιρία αλλά και εκτός.
13.Να αναγνωρίζουν και να προωθούν στη πράξη συνέργιες μεταξύ της εταιρίας, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και οργανισμών επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας.
14.Να υποστηρίζουν τις νέες ιδέες, την επιχειρηματική καινοτομία και την προώθηση νέων ταλέντων.
Η αξιολόγηση και για το δεύτερο επίπεδο θα μπορούσε να έχει όπως ακολουθεί, λαμβάνοντας όμως υπ’ όψη της το μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας του δεύτερου επιπέδου: καμία συμμόρφωση 0 βαθμοί, έναρξη διαδικασιών συμμόρφωσης 1 βαθμός, αποδεδειγμένα μερική συμμόρφωση 2 βαθμοί, σχεδόν πλήρης συμμόρφωση 3 βαθμοί, πλήρης συμμόρφωση 4 βαθμοί.
Το μέγιστο δυνατό άθροισμα για το σύνολο των κριτηρίων για τα επίπεδα Ι & ΙΙ είναι 95 βαθμοί, σύμφωνα με τη λογική που έχει προαναφερθεί.
Για την συγκεκριμένη παρακολούθηση των προαναφερθέντων δεικτών των επιπέδων Ι & ΙΙ θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί το δυναμικό πλαίσιο δεικτών αειφορίας της Ε.Ε (βλ. http://epp.eurostat.ec.europa.eu/portal/page?_pageid=1998,66119021,1998_66391726&_dad=portal&_schema=PORTAL )
Με ευχαρίστηση θα δεχτούμε οποιαδήποτε κριτική αντιμετώπιση των προταθέντων, προτάσεις βελτίωσης, διεύρυνσης των κριτηρίων, εξειδίκευσης ή και βάσιμες αντιρρήσεις. Θα μπορούσαμε επίσης να παρουσιάσουμε λεπτομερώς τη πρόταση σε συσκέψεις κατά περιοχή, κλάδο ή και επιχείρηση.
Το τρίτο επίπεδο είμαστε υποχρεωμένοι να το αφήσουμε προς το παρόν εκτός της πρότασης, όχι μόνο επειδή δεν έχει θεσμοθετηθεί διεθνώς, αλλά επειδή για τις συνθήκες της χώρας μας είναι πολύ προωθημένο, δεδομένου ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων θα δυσκολεύονταν να τηρήσουν ακόμη και το σύνολο κριτηρίων του πρώτου επιπέδου. Το αναφέρουμε μόνο για ενημέρωση
Επίπεδο ΙΙΙ: Προηγμένες απαιτήσεις
1.Να λαμβάνουν υπ’ όψη τους την αλληλεγγύη μεταξύ και εντός των γενεών για την εξασφάλιση και βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών ως προϋπόθεση διαρκούς προσωπικής ευημερίας
2.Να αποδέχονται και προωθούν τη συμμετοχική προσέγγιση στο management της επιχείρησης
3.Να οργανώνουν ορθολογικά τον όγκο, την ποιότητα και τη χρήση της πληροφορίας
4.Να μειώνουν το έλλειμμα οργανωτικής και επαγγελματικής ευθύνης
5.Να αντιμετωπίζουν ενεργά το επαγγελματικό και κοινωνικό στρες
6.Να αντιμετωπίζουν την καθημερινή απογοήτευση πλατειών κοινωνικών στρωμάτων και να συντελούν στη βελτίωση της συναισθηματικής συμμετοχής και κατανόησης.
7.Να αποφεύγουν ηθικά διλήμματα αλλά και να τα διαχειρίζονται σωστά όταν προκύπτουν.
8.Να ευνοούν όχι μόνο τις ανθρωπιστικές αξίες αλλά να σέβονται επίσης και την διαφορετικότητα και ποικιλία των ανθρώπινων αντιλήψεων
1 σχόλιο:
Από την εφημερίδα ΑΥΓΗ 31-03-09, ένα ενδιαφέρον άρθρο του Σάκη ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΗ.
Την πράσινη οικονομία δεν την ανακάλυψε βέβαια εσχάτως το ΠΑΣΟΚ, για να τρομάζει κάποιους η πιθανή υιοθέτησή της και από την καθʼ ημάς αριστερά. Η πράσινη οικονομία πατά εδώ και περισσότερο από 20 χρόνια σε πολλά γερά εργαλεία για να τεκμηριώσει, όχι μόνον ηθικά αλλά και οικονομικά, ότι «η προστασία συμφέρει».
Ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία που χρησιμοποιεί η οικολογική σκέψη δια της πράσινης οικονομίας είναι και ο υπολογισμός του «εξωτερικού περιβαλλοντικού κόστους», για να το εισαγάγει στη συνέχεια στο συνολικό κόστος ενός προϊόντος - μιας επένδυσης.
Από το 1988 έχουμε ήδη κάποιες σοβαρές εργασίες για την οικονομική αποτίμηση του περιβαλλοντικού κόστους, με πρώτη εφαρμογή την αποτίμηση των εξωτερικών οικονομιών στην ηλεκτροπαραγωγή. Για την Ελλάδα έχουμε και συγκεκριμένες εφαρμογές, κυρίως σε συγκριτική αξιολόγηση ενεργειακών επενδύσεων.
Η συνολική οικονομική αξία του φυσικού περιβάλλοντος προκύπτει ως το άθροισμα της χρηστικής και της εσωτερικής του αξίας. Η χρηστική αξία είναι πιο εύκολο να υπολογιστεί: όλες οι υπηρεσίες που το φυσικό περιβάλλον προσφέρει άμεσα ή έμμεσα, τα καταναλωτικά ή μη αγαθά που μας προμηθεύει κ.λπ.
Ο υπολογισμός της εσωτερικής αξίας έχει περισσότερες δυσκολίες υπολογισμού, καθώς αναφερόμαστε σε αξίες που βρίσκονται στη φύση των αγαθών αυτών. Γενικά όμως, μπορούμε να πούμε ότι είναι το κόστος της αειφορίας, της δυνατότητας, δηλαδή, να διατηρεί η φύση την αναπαραγώγιμη δυνατότητά της.
Η συγκριτική αξιολόγηση έργων ή πολιτικών επιλογών, η έγκριση ή απόρριψή τους με βάση σαφείς δείκτες που φέρνουν σε κοινή βάση όλες τις παραμέτρους που υπεισέρχονται στην συνολική οικονομική ανάλυση και αφορούν στα εμπορεύσιμα ή μη αγαθά, γίνεται έτσι πιο ολοκληρωμένη και πιο «δίκαιη». Πιο δίκαιη απέναντι στη φύση, απέναντι στις επόμενες γενιές, απέναντι σε τοπικές ιδιαιτερότητες.
Μέχρι τώρα, η επικρατούσα αναπτυξιακή αντίληψη στηρίζεται στο λεγόμενο «ιδιωτικό κόστος» (λειτουργικό κόστος, κόστος διοίκησης, κόστος κεφαλαίου κ.λπ.), προκειμένου να αξιολογήσει μια επιλογή, να καθορίσει το κόστος ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας.
Το εξωτερικό κόστος που αντιπροσωπεύει η μείωση της ευημερίας του κοινωνικού συνόλου λόγω της συγκεκριμένης κάθε φορά παραγωγικής διαδικασίας δεν λαμβάνονταν υπʼ όψη στη διαμόρφωση της τιμής. Η φύση θεωρούνταν ως μια δωρεάν εισροή στην παραγωγική διαδικασία.
Συνυπολογίζοντας το εξωτερικό κόστος, για τον υπολογισμό του κόστους μιας επένδυσης θα πρέπει τότε να λαμβάνουμε υπʼ όψη μας το συνολικό «κοινωνικό κόστος», το οποίο θα προκύπτει ως το άθροισμα του «ιδιωτικού» και του «εξωτερικού» κόστους.
Οι υπολογισμοί του εξωτερικού κόστους στηρίζονται πλέον σε οικονομικές αναλύσεις και όχι σε εμπειρικές προσεγγίσεις. Η οικονομική επιστήμη έχει αναδείξει μεθοδολογίες και οικονομικά εργαλεία που μετρούν το περιβαλλοντικό κόστος με μεγάλη φερεγγυότητα και το ζητούμενο πια είναι να μετράμε αυτό το κόστος από τη φάση του σχεδιασμού μιας επένδυσης και όχι μόνον όταν ρυπάνει.
Μήπως, όμως, έτσι ανεβαίνει το κόστος των αγαθών που παράγονται; Σωστό! Σωστό είναι ότι ανεβαίνει το κόστος και σωστό είναι που ανεβαίνει. Και είναι σωστό με την έννοια ότι πλέον η τιμή που θα διαμορφώνεται με τον τρόπο αυτό θα είναι μια «δίκαιη τιμή». Με τον παραδοσιακό τρόπο διαμόρφωσης των τιμών, η επιλογή του πετρελαίου ήταν πιο «φτηνή» σε σχέση με τι ΑΠΕ, π.χ., ενώ και η πυρηνική ενέργεια επιδιώκει να εμφανιστεί ως «φτηνότερη» άλλων μορφών ενέργειας εφόσον δεν εσωτερικεύει το περιβαλλοντικό κόστος από τα απόβλητα ή το ρίσκο των ατυχημάτων.
Αυτή η ανακατανομή στη διαμόρφωση των τιμών θα επηρεάσει και πολλές μεγάλες αναπτυξιακές επιλογές, θα προστατέψει φυσικούς πόρους που βρίσκονται σε πορεία εξάντλησης, θα επηρεάσει τη χωροθέτηση κάποιων μονάδων ανάλογα με τη φύση της παραγωγικής τους διαδικασίας, θα ευνοήσει τη στροφή σε επενδύσεις φιλικές προς το περιβάλλον, σε καθαρές τεχνολογίες. Δεν θα πρόκειται, δηλαδή, για μια συγκυριακή και μονοδιάστατη αύξηση των τιμών, αλλά για μια γενική αναδιάταξη του αναπτυξιακού σκηνικού. Και αυτό το θεωρώ πολύ σημαντικό για να τύχει της ανάλογης προσοχής από τον χώρο της αριστεράς και όχι μιας αφοριστικής διαγραφής από τις επιλογές της, επειδή, λέει, είναι ένας μηχανισμός της αγοράς που απλώς ανεβάζει τις τιμές.
Δημοσίευση σχολίου