Το επίμαχο άρθρο του Leonid Bershidsky στο πρακτορείο Bloomberg είναι το ακόλουθο:
Το ανακοινωθέν κλείσιμο του γραφείου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην Αθήνα μοιάζει με ορόσημο, μολονότι η Ελλάδα, σε αντίθεση με πολλά άλλα κράτη που έχουν πληγεί από κρίσεις τις τελευταίες δεκαετίες, δεν διασώθηκε με κεντρικό πυλώνα διάσωσης το ΔΝΤ. Είναι μια στιγμή κατά την οποία μπορούμε να αναλογιστούμε εάν τελικώς η Ελλάδα διασώθηκε στ’ αλήθεια από οποιονδήποτε.
Από τεχνική άποψη, η Ελλάδα δεν είναι πλέον χώρα σε κρίση. Είναι βαρύτερα χρεωμένη σε σχέση με την ετήσια οικονομική της παραγωγή έναντι οποιουδήποτε άλλου κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης: ο δείκτης του χρέους προς το ΑΕΠ ανερχόταν στο 180,2% στο τέλος του β΄ τριμήνου του 2019, σε σύγκριση με έναν μέσο όρο 80,5% στην ΕΕ, ενώ δεν φαίνεται στον ορίζοντα κάποια ισχυρά πτωτική τάση σε αυτό το ποσοστό. Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο και εκτιμά ότι το ποσοστό του επί του ΑΕΠ θα έχει πέσει στο 100% έως το 2041. Η συμφωνία του 2018, η οποία εξομάλυνε τις αποπληρωμές της Ελλάδας, βοήθησε πολύ σε αυτό.
Άλλοι δείκτες μοιάζουν σε κακό, όχι όμως και αποκαρδιωτικό επίπεδο. Η ανεργία έχει μειωθεί στο 16,4%, έναντι του ιστορικού υψηλού του 27,8% το 2014. Ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης έχει επιτέλους θετικό πρόσημο, με τους οικονομικούς αναλυτές του Bloomberg να εκτιμούν ότι θα διαμορφωθεί στο 1,7% για το 2019 και στο 2% για το 2020.
Από τη σκοπιά του ΔΝΤ, ειδικότερα, υπάρχουν λίγα πράγματα για να κάνει πια στην Ελλάδα. Πέρυσι, η χώρα προέβη σε πρόωρη αποπληρωμή 2,7 δισ. ευρώ (3 δισ. δολ.) από το σχετικά ακριβό της χρέος προς το Ταμείο. Τώρα, οφείλει πλέον στο IMF, το οποίο έκανε την τελευταία του εκταμίευση στην Ελλάδα το 2014, μόλις 6,3 δισ. δολ., σε σύνολο 340 δισ. δολ. εξωτερικού χρέους.
Το ανακοινωθέν κλείσιμο του γραφείου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην Αθήνα μοιάζει με ορόσημο, μολονότι η Ελλάδα, σε αντίθεση με πολλά άλλα κράτη που έχουν πληγεί από κρίσεις τις τελευταίες δεκαετίες, δεν διασώθηκε με κεντρικό πυλώνα διάσωσης το ΔΝΤ. Είναι μια στιγμή κατά την οποία μπορούμε να αναλογιστούμε εάν τελικώς η Ελλάδα διασώθηκε στ’ αλήθεια από οποιονδήποτε.
Από τεχνική άποψη, η Ελλάδα δεν είναι πλέον χώρα σε κρίση. Είναι βαρύτερα χρεωμένη σε σχέση με την ετήσια οικονομική της παραγωγή έναντι οποιουδήποτε άλλου κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης: ο δείκτης του χρέους προς το ΑΕΠ ανερχόταν στο 180,2% στο τέλος του β΄ τριμήνου του 2019, σε σύγκριση με έναν μέσο όρο 80,5% στην ΕΕ, ενώ δεν φαίνεται στον ορίζοντα κάποια ισχυρά πτωτική τάση σε αυτό το ποσοστό. Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο και εκτιμά ότι το ποσοστό του επί του ΑΕΠ θα έχει πέσει στο 100% έως το 2041. Η συμφωνία του 2018, η οποία εξομάλυνε τις αποπληρωμές της Ελλάδας, βοήθησε πολύ σε αυτό.
Άλλοι δείκτες μοιάζουν σε κακό, όχι όμως και αποκαρδιωτικό επίπεδο. Η ανεργία έχει μειωθεί στο 16,4%, έναντι του ιστορικού υψηλού του 27,8% το 2014. Ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης έχει επιτέλους θετικό πρόσημο, με τους οικονομικούς αναλυτές του Bloomberg να εκτιμούν ότι θα διαμορφωθεί στο 1,7% για το 2019 και στο 2% για το 2020.
Από τη σκοπιά του ΔΝΤ, ειδικότερα, υπάρχουν λίγα πράγματα για να κάνει πια στην Ελλάδα. Πέρυσι, η χώρα προέβη σε πρόωρη αποπληρωμή 2,7 δισ. ευρώ (3 δισ. δολ.) από το σχετικά ακριβό της χρέος προς το Ταμείο. Τώρα, οφείλει πλέον στο IMF, το οποίο έκανε την τελευταία του εκταμίευση στην Ελλάδα το 2014, μόλις 6,3 δισ. δολ., σε σύνολο 340 δισ. δολ. εξωτερικού χρέους.
Η μετατροπή σε χώρα της Ανατολικής Ευρώπης
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η κρίση και οι απόπειρες διάσωσης έριξαν την Ελλάδα, μέλος της ΕΕ από το 1981, στο οικονομικό επίπεδο ορισμένων από τα νεότερα κράτη-μέλη. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, προσαρμοσμένο σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης (PPP), σταθεροποιήθηκε λίγο πάνω από τα δύο τρίτα του μέσου επιπέδου της ΕΕ, περίπου στα ίδια επίπεδα με εκείνο της Λετονίας ή της Ρουμανίας. Οι υψηλοί φόροι τους οποίους εξαναγκάστηκε από τους πιστωτές να επιβάλει η Ελλάδα δημιούργησαν μια "μαύρη", παράλληλη οικονομία περίπου τόσο μεγάλη, σε σχέση με το ΑΕΠ, όσο και εκείνες στις προαναφερθείσες και σε άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η καθαρή ροή μετανάστευσης ήταν θετική τα τελευταία χρόνια, ωστόσο αυτό είναι περισσότερο ένα πρόβλημα παρά ευχάριστη εξέλιξη. Οι Έλληνες εγκαταλείπουν τη χώρα των περίπου 11 εκατομμυρίων κατοίκων με ρυθμό άνω των 100.000 ετησίως από την έναρξη της κρίσης. Η εκροή αντισταθμίστηκε μόνο από την άφιξη των μεταναστών από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική κατά τη διάρκεια του πρόσφατου προσφυγικού κύματος - ένα βάρος που η Ελλάδα αγωνίζεται να σηκώσει.
Οι παράτυποι μετανάστες που καταφθάνουν στην Ελλάδα δεν μπορούν να θεωρηθούν πραγματικό αντίβαρο στη μετανάστευση Ελλήνων πολιτών στο εξωτερικό
Σε αντίθεση με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, ωστόσο, η Ελλάδα δεν έλαβε ποτέ σημαντική εισροή εμβασμάτων από τους μετανάστες της στο εξωτερικό. Στην πραγματικότητα, οι μεταφορές κεφαλαίων αυτού του τύπου μειώθηκαν αντί να αυξηθούν από την έναρξη της μαζικής μετανάστευσης Ελλήνων στο εξωτερικό που έφερε η κρίση.
Σε αντίθεση με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, ωστόσο, η Ελλάδα δεν έλαβε ποτέ σημαντική εισροή εμβασμάτων από τους μετανάστες της στο εξωτερικό. Στην πραγματικότητα, οι μεταφορές κεφαλαίων αυτού του τύπου μειώθηκαν αντί να αυξηθούν από την έναρξη της μαζικής μετανάστευσης Ελλήνων στο εξωτερικό που έφερε η κρίση.
Η Ελλάδα έχει επίσης μικρότερη ευελιξία για να προωθήσει την οικονομική επέκταση σε σχέση με εκείνη που έχουν τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης: συμφωνίες με τους πιστωτές την έχουν αναγκάσει να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα του κρατικού προϋπολογισμού κάθε χρόνο και, παρά τα χαμηλά επιτόκια που κυριαρχούν σήμερα διεθνώς, οι ανάγκες χρηματοδότησής της είναι πολύ υψηλότερες από εκείνες των ανατολικών χωρών, εξαιτίας του τεράστιου όγκου του σωρευμένου χρέους της. Η Ρουμανία, για παράδειγμα, έχει δείκτη δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ της τάξης μόλις του 34%.
Επιπλέον, σε αντίθεση με τις ανατολικοευρωπαϊκές ομόλογές τους, οι ελληνικές τράπεζες βαρύνονται με τεράστιο όγκο μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs), τα οποία δεν μειώνονται αρκετά γρήγορα ώστε να επιτρέψουν στις τράπεζες να αρχίσουν να επεκτείνουν ξανά την τραπεζική πίστη. Ο δείκτης NPLs του ελληνικού τραπεζικού συστήματος διαμορφώθηκε σε 42,1% τον Σεπτέμβριο, τον τελευταίο μήνα για τον οποίο υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Στη Ρουμανία, ο δείκτης κυμαίνεται κάτω του 5%.
Η Ελλάδα, με άλλα λόγια, δεν ξεκινά απλώς από χαμηλή βάση όπως οι Ανατολικοευρωπαίοι - το κάνει αυτό ενώ σέρνεται γύρω από μια μπάλα, φορώντας μια αλυσίδα. Η κεντροδεξιά κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη προσπαθεί να εκφορτώσει το "κακό" χρέος από τα βιβλία των τραπεζών και να μειώσει φόρους, ωστόσο η ευελιξία των ελληνικών κυβερνήσεων προκειμένου να μπορούν να αναλάβουν δράση για την ανάταξη της οικονομίας θα παραμείνει περιορισμένη για πολλά χρόνια μετά τη λήξη της πρωθυπουργικής θητείας Μητσοτάκη.
Η "τιμωρία" της Ελλάδας και τα όριά της
Κατά κάποιον τρόπο, οι περιορισμοί αυτοί είναι μια "εκδίκηση" για όσα πήγαν στραβά στην Ελλάδα και την οδήγησαν στην κρίση. Σε μια ομιλία του τον Σεπτέμβριο του 2019, ο Poul Thomsen, διευθυντής του ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ, ανέφερε ότι η κρίση στην Ελλάδα ήταν διαφορετικής φύσης από εκείνες με τις οποίες συνέπεσε στην Ισπανία, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία. Στις χώρες αυτές, η υιοθέτηση του ευρώ προκάλεσε μια ιδιωτική πιστωτική επέκταση που οδήγησε σε μια "μη βιώσιμη άνθηση της ζήτησης". Στην Ελλάδα, αντιθέτως, ήταν οι κυβερνήσεις που προχώρησαν σε αλόγιστη επέκταση, αυξάνοντας συντάξεις και κοινωνικές μεταβιβάσεις κατά 7% του ΑΕΠ από την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος έως και την έναρξη της κρίσης. Αυτό, κατά την άποψη του Thomsen, εξηγεί την ατυχή θέση της Ελλάδας να έχει να αντιμετωπίσει μια μεγαλύτερη δημοσιονομική αυστηρότητα σε σχέση με όλα τα υπόλοιπα θύματα της κρίσης στην Ευρώπη.
Ως εκ τούτου, η πολιτική ελίτ της Ελλάδας πρέπει να μάθει να ζει με τους συγκεκριμένους μακρόπνοους περιορισμούς. Κάποιος ο οποίος έχει μάθει να σπαταλά μανιωδώς θα πρέπει να στερείται τις πιστωτικές του κάρτες. Αντίθετα με την κυρίαρχη άποψη, οι ιδιώτες πιστωτές της Ελλάδας τιμωρήθηκαν επίσης για την υποστήριξη που παρείχαν στις ορέξεις των ελληνικών κυβερνήσεων προ κρίσης - δεχόμενοι ένα μεγαλοπρεπές "κούρεμα" το 2012.
Με άλλα λόγια, έχουν γίνει πολλά για την ελαχιστοποίηση του ηθικού κινδύνου εκ μέρους των Ελλήνων πολιτικών και των ιδιωτών επενδυτών. Ωστόσο, ο κίνδυνος αυτός εξακολουθεί να υφίσταται για το ΔΝΤ και την ΕΕ, που επεξεργάστηκαν από κοινού την "τιμωρία" που συνόδευσε τη χρηματοοικονομική διάσωση της Ελλάδας. Δεν θα κριθούν άλλωστε ποτέ υπεύθυνοι για τα λάθη που έκαναν κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων διάσωσης - την υποτίμηση του βάθους της κρίσης, την απαίτηση για δραστικές αυξήσεις φόρων, την επιμονή για υπέρ το δέον περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, μολονότι όλα τα παραπάνω μεταφράστηκαν σε διαρκή οικονομική ύφεση.
Το ΔΝΤ λαμβάνει πίσω τα χρήματά του νωρίτερα του αναμενομένου. Οι αποδόσεις των ομολόγων που εκδίδει ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) προς υποστήριξη της Ελλάδας είναι αρνητικές, οπότε η Ευρώπη μπορεί να αντέξει οικονομικά το να είναι επιεικής όσον αφορά τους όρους αποπληρωμής των δανείων εκ μέρους της Ελλάδας. Η ελληνική κρίση έδωσε σκληρά μαθήματα στην ελληνική ελίτ και στους τραπεζίτες. Ωστόσο, το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ελεύθεροι να διαχειριστούν την επόμενη κρίση με τις ίδιες κακοσχεδιασμένες μεθόδους, παγιδεύοντας το θύμα, αλλά αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα ελάχιστο μέρος του κόστους.
Φυσικά, ο κόσμος δεν είναι απαραιτήτως δίκαιος, ωστόσο οι θεσμικοί πιστωτές της Ελλάδας θα μπορούσαν να εξετάσουν το ενδεχόμενο να αναλάβουν μεγαλύτερο μερίδιο του συνολικού βάρους που κουβαλά η Ελλάδα. Εάν η κυβέρνηση Μητσοτάκη, και ίσως η διάδοχός της, πραγματοποιήσουν σημαντική πρόοδο στην προσπάθεια να εκκινήσουν ξανά τις μηχανές ανάπτυξης της οικονομίας και να φέρουν πίσω στην χώρα τους Έλληνες μετανάστες, δεν θα πρέπει να αποκλείεται και η ονομαστική διαγραφή μέρους του χρέους. Δεν είναι λάθος το γεγονός ότι η Ελλάδα αναγκάστηκε να φορέσει την αλυσίδα με την μπάλα, ωστόσο η διάθεση να διατηρηθεί υπό αυτό το καθεστώς εις στο διηνεκές είναι ξεκάθαρα υπερβολική.