![]() |
Νίκος Χατζηκυριάκος - Γκίκας. Μαινάδες 1970 |
Ηλέκτρα (Σοφοκλής - 409 π.Ε) Εστιάζει στην έννοια της δικαιοσύνης και του χρέους προς τον πατέρα και την οικογενειακή τιμή. Το έργο αναδεικνύει το ατομικό ηθικό σθένος και την αφοσίωση στο καθήκον, ακόμη και αν η εκδίκηση σημαίνει αιματοχυσία. Αποτελεί μια από τις πλέον χαρακτηριστικές τραγωδίες του αρχαίου ελληνικού θεάτρου, γραμμένη προς το τέλος της ζωής του ποιητή. Παρά την απουσία των θεών από τη σκηνή, η ιδέα της θείας δικαιοσύνης αιωρείται. Η πράξη της εκδίκησης φαίνεται σαν χρέος προς τον Δία και τους άγραφους νόμους. Το έργο αντλεί το θέμα του από τον κύκλο των Ατρειδών, εστιάζοντας στη μορφή της Ηλέκτρας, κόρης του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Η τραγωδία ξεκινά μετά τη δολοφονία του Αγαμέμνονα από τη σύζυγό του και τον εραστή της, Αίγισθο, και αναπτύσσεται γύρω από την αναμονή της εκδίκησης και την επιμονή της Ηλέκτρας να τιμωρηθούν οι φονείς του πατέρα της.
Η Ηλέκτρα παρουσιάζεται ως μια γυναίκα γεμάτη πάθος και
δύναμη, που παραμένει ακλόνητη στην αφοσίωσή της στον νεκρό πατέρα της και στην
ανάγκη να αποδοθεί δικαιοσύνη. Παρουσιάζεται ως γυναίκα-σύμβολο αφοσίωσης και
αδιάλλακτης επιμονής. Δεν διστάζει μπροστά στην προσωπική της δυστυχία, αν αυτό
σημαίνει ότι θα αποδοθεί δικαιοσύνη. Ζει σε καθεστώς καταπίεσης στο παλάτι των
Μυκηνών, περιφρονημένη από τη μητέρα της και τον Αίγισθο, ενώ η αδελφή της,
Χρυσόθεμις, προτείνει μια πιο μετριοπαθή και συμβιβαστική στάση. Η Ηλέκτρα όμως
απορρίπτει κάθε προοπτική υποταγής και προβάλλει ως τραγική μορφή της
ανυποχώρητης αλήθειας και αξιοπρέπειας.
Η επιστροφή του Ορέστη, του αδελφού της, σηματοδοτεί την
κορύφωση του δράματος. Με τη βοήθεια του παιδαγωγού του, εμφανίζεται αρχικά
μεταμφιεσμένος, ανακοινώνοντας ψευδώς τον θάνατό του, ώστε να αιφνιδιάσει την
Κλυταιμνήστρα και τον Αίγισθο. Το σχέδιο στέφεται με επιτυχία: η μητέρα θανατώνεται
από τον ίδιο τον Ορέστη, και το έργο καταλήγει με τον θρίαμβο της εκδίκησης.
Ωστόσο, πίσω από τον θρίαμβο αυτόν διαφαίνεται και η τραγικότητα της
κατάστασης: το αίμα ξεπλένεται με αίμα, και ο κύκλος της βίας δεν παύει.
Συγκριτικά με την Ηλέκτρα του Ευριπίδη, το έργο του
Σοφοκλή δίνει μεγαλύτερη έμφαση στο ηρωικό σθένος και στην αφοσίωση της κόρης
στον πατέρα. Ο χαρακτήρας της αναδεικνύεται ως πρότυπο αφοσίωσης στην
οικογενειακή τιμή και στη δικαιοσύνη, ακόμη κι αν το τίμημα είναι η καταστροφή.
Ο Σοφοκλής δεν ενδιαφέρεται τόσο για τα ψυχολογικά διλήμματα, όσο για την
ανάδειξη της ανθρώπινης σταθερότητας απέναντι στις αντιξοότητες και στο ηθικό
χρέος.
Θεματικά, η Ηλέκτρα φωτίζει ζητήματα όπως η σχέση
πατρίδας και οικογένειας, η σημασία της μνήμης και της πίστης στους προγόνους,
αλλά και η τραγική αδυναμία του ανθρώπου να ξεφύγει από τον κύκλο της βίας και
της μοίρας. Ο ποιητής παρουσιάζει μια ηρωίδα που ξεπερνά τα όρια του φύλου και
της κοινωνικής της θέσης, ενσαρκώνοντας την ιδέα της αταλάντευτης προσήλωσης
στο δίκαιο. Η τραγωδία αυτή του Σοφοκλή δεν είναι μόνο αφήγηση εκδίκησης, αλλά
και στοχασμός πάνω στη φύση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Η Ηλέκτρα υψώνεται σε
διαχρονικό σύμβολο αντίστασης απέναντι στην αδικία και υπογραμμίζει το μεγαλείο
αλλά και το βάρος του ηθικού χρέους
Βάκχαι (Ευριπίδης - 405 π.Ε) Θέτει στο κέντρο τη σύγκρουση ανάμεσα στη λογική και το άλογο, την ανθρώπινη εξουσία και τη θεϊκή δύναμη. Είναι μια τραγωδία που μιλά για τα όρια του ανθρώπου, την αναγκαιότητα να αποδεχθεί την πλευρά του ασυνείδητου και του μυστηρίου. Αποτελεί το κύκνειο άσμα του Ευριπίδη, γραμμένη λίγο πριν από τον θάνατό του. Ο Διόνυσος είναι παρών ως κυρίαρχος θεός-σκηνοθέτης, τιμωρός και ταυτόχρονα φορέας του μυστηρίου. Εδώ οι θεοί δεν είναι απλώς δίκαιοι, αλλά τρομακτικοί και ανεξιχνίαστοι. Εξετάζει τη δύναμη του διονυσιακού (φυσικού) στοιχείου και την αναπόφευκτη σύγκρουσή του με την ανθρώπινη λογική και την πολιτική εξουσία. Στο επίκεντρο βρίσκεται ο θεός Διόνυσος, ο οποίος επιστρέφει στη Θήβα, πατρίδα της μητέρας του Σεμέλης, για να επιβάλει την αναγνώρισή του ως θεού και να τιμωρήσει όσους αμφισβήτησαν τη θεϊκή του καταγωγή. Ο Διόνυσος εμφανίζεται με ανθρώπινη μορφή και με συνοδεία των μαινάδων, γυναικών παραδομένων στην έκσταση και στον ενθουσιασμό. Απέναντί του βρίσκεται ο βασιλιάς Πενθέας, εγγονός του Κάδμου, ο οποίος ενσαρκώνει τη λογική, την τάξη και την άρνηση απέναντι στο μυστήριο και την παραφορά του διονυσιακού. Ο Πενθέας θεωρεί τον Διόνυσο ψεύτικο θεό και τους οπαδούς του επικίνδυνους για την κοινωνική συνοχή. Η σύγκρουση των δύο είναι αναπόφευκτη.
Το δράμα κορυφώνεται με την παγίδευση του Πενθέα. Ο
Διόνυσος, με δόλο και γοητεία, τον παρασύρει να μεταμφιεστεί σε γυναίκα για να
παρακολουθήσει τις μαινάδες στο βουνό. Εκεί, μέσα στην έκσταση, οι μαινάδες τον
κατασπαράζουν, με πρωταγωνίστρια τη μητέρα του, την Αγάβη, η οποία δεν
αναγνωρίζει τον ίδιο της τον γιο. Όταν η έκσταση παρέλθει, η φρίκη της αλήθειας
καταρρακώνει την οικογένεια των Λαβδακιδών. Η κοινότητα διαλύεται από την
αδυναμία να συμφιλιωθεί με τη θεϊκή δύναμη. Ο Πενθέας συγκρούεται με τον
Διόνυσο, αλλά η ήττα του παρασύρει και την πόλη.
Οι Βάκχες είναι έργο βαθιά αμφίσημο και πολυσήμαντο.
Ο Ευριπίδης δεν προσφέρει εύκολες απαντήσεις. Από τη μια, ο Πενθέας αντιπροσωπεύει
την αλαζονεία της λογικής που αρνείται το μυστήριο, αλλά και την πολιτική
εξουσία που δεν αναγνωρίζει τα όρια της. Από την άλλη, ο Διόνυσος παρουσιάζεται
ως σκληρός και εκδικητικός θεός, που απαιτεί τυφλή υποταγή και φέρνει τον
όλεθρο. Η τραγωδία φέρνει στο προσκήνιο τα δίπολα λογική – παραφορά, τάξη –
χάος, ανθρώπινο – φυσικό, δείχνοντας ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να ελέγξει όλες
τις δυνάμεις της φύσης και της ψυχής.
Το έργο αντανακλά και την πολιτική και κοινωνική κρίση της
Αθήνας του τέλους του Πελοποννησιακού Πολέμου. Ο Ευριπίδης, με μια σχεδόν
προφητική ματιά, παρουσιάζει τη σύγκρουση των αξιών και τη διάλυση της
κοινωνικής συνοχής. Το διονυσιακό στοιχείο εκφράζει το άλογο, το ανεξέλεγκτο,
που όμως είναι απαραίτητο για την πληρότητα της ζωής. Η άρνησή του οδηγεί στην
καταστροφή, όπως συμβαίνει με τον Πενθέα.
Οι Βάκχες έχουν χαρακτηριστεί ως η πιο «διονυσιακή»
τραγωδία. Συνδυάζουν την ποίηση με τη φρίκη, το μυστήριο με την αιματηρή λύση,
προβάλλοντας την ακατανίκητη δύναμη του θεϊκού και τη μικρότητα του ανθρώπου. Η
τραγωδία αυτή στέκει ως μια από τις κορυφές του παγκόσμιου θεάτρου,
αποτυπώνοντας με αξεπέραστο τρόπο την αιώνια σύγκρουση λογικής και μυστικισμού.
Οιδίπους επι Κολωνώ (Σοφοκλής - 401 π.Ε) Επικεντρώνεται στη λύτρωση μέσα από τον πόνο. Ο Οιδίπους, από μίασμα, μετατρέπεται σε ιερή μορφή. Εδώ η τραγωδία ξεπερνά την έννοια της εκδίκησης ή της τιμωρίας και οδηγεί σε στοχασμό για τον θάνατο και τη συμφιλίωση με τη μοίρα. Είναι το τελευταίο έργο του Σοφοκλή, παρουσιασμένο το 401 π.Χ., μετά τον θάνατό του, από τον εγγονό του. Αποτελεί τη συνέχεια της τραγικής ιστορίας του Οιδίποδα, μετά τον Οιδίποδα Τύραννο, και ολοκληρώνει το δράμα της ζωής του ήρωα. Ο Σοφοκλής, σε βαθιά γεράματα, επιστρέφει στο πρόσωπο που τον καθιέρωσε και προσφέρει ένα έργο γεμάτο στοχασμό, μελαγχολία, αλλά και υπερβατική γαλήνη. Η τραγικότητα παίρνει ήπια μορφή. Ο θάνατος δεν είναι καταστροφή, αλλά ύψωση και λύτρωση. Πρόκειται για μια σχεδόν λυρική εκδοχή της τραγωδίας.
Το
έργο διαδραματίζεται στον Κολωνό, προάστιο της Αθήνας και πατρίδα του ίδιου του
Σοφοκλή. Ο Οιδίπους, τυφλός και εξόριστος, περιπλανώμενος με τη θυγατέρα του
Αντιγόνη, φτάνει εκεί, αναζητώντας καταφύγιο και λύτρωση. Ο ίδιος έχει
μετατραπεί από βασιλιάς σε ικέτη, όμως μέσα από τη δοκιμασία και τον πόνο
αποκτά μια νέα, σχεδόν ιερή διάσταση. Οι χρησμοί προαναγγέλλουν ότι ο τόπος του
θανάτου του θα φέρει μεγάλη ευλογία και προστασία σε εκείνη την πόλη που θα τον
φιλοξενήσει.
Η
σύγκρουση αναζωπυρώνεται με την εμφάνιση των γιων του, Ετεοκλή και Πολυνείκη,
που διεκδικούν την εξουσία στη Θήβα και προσπαθούν να κερδίσουν τον πατέρα τους
με το μέρος τους. Ο Οιδίπους, απορρίπτοντας και τους δύο, καταριέται τους γιους
του, προλέγοντας τον αλληλοσπαραγμό τους. Αντίθετα, η τρυφερή παρουσία της
Αντιγόνης και της Ισμήνης αναδεικνύει τη σημασία της αφοσίωσης και της αγάπης
ως αντίβαρο στη φιλοδοξία και στην αλαζονεία.
Κομβική
είναι η φιγούρα του Θησέα, βασιλιά της Αθήνας, που δέχεται τον Οιδίποδα με
σεβασμό και του προσφέρει άσυλο. Ο Θησέας ενσαρκώνει το ιδανικό του δίκαιου και
φιλόξενου άρχοντα, σε αντιπαράθεση με τη σκληρότητα των Θηβαίων. Η κοινότητα
(Αθήνα) εκπροσωπούμενη από το Θησέα αγκαλιάζει τον ξένο που βρίσκει σε αυτήν πηγή
προστασίας. Η σχέση του ήρωα με την πόλη είναι σχέση αμοιβαίας ευεργεσίας. Μέσα
από αυτή τη σχέση, ο Σοφοκλής προβάλλει και το μεγαλείο της αθηναϊκής
δημοκρατίας, ενώ ο ίδιος ο Κολωνός αποκτά σχεδόν μυθική διάσταση, ως τόπος
λύτρωσης.
Το
τέλος του Οιδίποδα παρουσιάζεται με μυσταγωγικό τρόπο. Ο ήρωας οδηγείται από
τον Θησέα σε έναν ιερό τόπο, όπου εξαφανίζεται αθόρυβα, χωρίς θάνατο βίαιο ή
ταπεινωτικό, αλλά σαν να περνά σε μια ανώτερη σφαίρα ύπαρξης. Ο θάνατός του
είναι η υπέρτατη κάθαρση: από αμαρτωλός και μίασμα, ο Οιδίπους ανυψώνεται σε
προστάτη ήρωα, αποκαθιστώντας την τιμή του. Στη παρούσα τραγωδία το θείο
παρουσιάζεται μέσα από τη γαλήνια αποδοχή του θανάτου και τη μετατροπή του ήρωα
σε ημίθεο. Δεν υπάρχει καμιά θεϊκή
τιμωρία, αλλά θεϊκή λύτρωση.
Η
τραγωδία αυτή δεν είναι τόσο έργο δράσης όσο στοχασμού. Ο Σοφοκλής εξετάζει
θέματα όπως η μοίρα, η ανθρώπινη αδυναμία, η έννοια της δικαιοσύνης, αλλά και η
δυνατότητα της λύτρωσης μέσα από τον πόνο. Ο Οιδίπους, αν και καταβεβλημένος,
κατακτά μια εσωτερική δύναμη και ηρεμία, γινόμενος σύμβολο συμφιλίωσης με το
αναπόφευκτο. Από βασιλιάς-τραγικό θύμα της μοίρας, μετατρέπεται σε σοφό και
σχεδόν ιερό πρόσωπο. Δεν είναι πια το σύμβολο της ύβρεως, αλλά της συμφιλίωσης.
Ο Οιδίπους
επί Κολωνώ συνδυάζει προσωπικό βίωμα του ποιητή με παγκόσμια ζητήματα.
Είναι το κύκνειο άσμα του Σοφοκλή, όπου η τραγωδία συναντά την ελπίδα και το
σκοτάδι δίνει τη θέση του σε μια υπερβατική γαλήνη. Ο Οιδίπους κλείνει την
πορεία του όχι με ντροπή, αλλά με δόξα, προσφέροντας ένα από τα πιο βαθιά και
συγκινητικά μηνύματα της αρχαίας τραγωδίας