Τετάρτη 12 Μαρτίου 2025

Οι Βέδες της Ινδικής Παράδοσης (Αγνώστων, 1500 π.Ε – 800 π.Ε)

Rigveda,__Mandala_1,_Hymn_1_(Sukta_1),_Adhyaya_1,_lines_1.1.1_to_1.1.9,_Sanskrit,_Devanagari
Αποτελούν τα αρχαιότερα ιερά κείμενα του Ινδουισμού και θεμέλιο της ινδικής φιλοσοφικής παράδοσης. Παραδοσιακά αναγνωρίζονται τέσσερις: Ṛigveda, Sāmaveda, Yajurveda και Atharvaveda. Ωστόσο, τα τρία πρώτα θεωρούνται τα παλαιότερα και πιο αντιπροσωπευτικά (τα καλούμενα ΤραγιαβέδαṚg, Sāma, Yajus).

Ριγκβέδα (περ. 1500–1200 π.Ε.) Η Ṛigveda είναι η αρχαιότερη συλλογή ύμνων της ινδικής θρησκευτικής παράδοσης και το αρχαιότερο κείμενο της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας. Αποτελείται από περίπου 1.028 ύμνους (sūkta) κατανεμημένους σε δέκα βιβλία (maṇḍala). Οι ύμνοι απευθύνονται σε διάφορες θεότητες, κυρίως προσωποποιήσεις φυσικών δυνάμεων, όπως ο Ίντρα (θεός της καταιγίδας και πολεμιστής), ο Αγνί (φωτιά), ο Βαρούνα (κοσμική τάξη) και ο Σούρια (ήλιος). Η θεματολογία της Ṛgveda εκτείνεται από επικλήσεις για νίκες στη μάχη και ευφορία στη σοδειά, έως φιλοσοφικούς στοχασμούς για την προέλευση του κόσμου, όπως στον περίφημο «Ύμνο της Δημιουργίας» (Nasadiya Sukta). Στο τελευταίο ποίημα αυτό διατυπώνεται η απορία αν κανείς – ακόμη και οι θεοί – γνωρίζουν το πώς προήλθε η ύπαρξη, μια ένδειξη πρώιμης κοσμολογικής αναζήτησης. Η αξία της Ṛigveda είναι διπλή: από τη μία, αποτελεί θρησκευτικό εγχειρίδιο για τους Βραχμάνους και τελετουργικό οδηγό· από την άλλη, καταγράφει την κοσμοαντίληψη των πρώιμων Ινδών, μια κοινωνία που ζούσε σε φυλετικές ομάδες, με ισχυρή πολεμική και ποιμενική ταυτότητα. Ο ρυθμός, η ποιητική δομή και η τελετουργική χρήση των ύμνων συνδέονται στενά με τη μνήμη και την προφορική παράδοση.  Δεν είναι απλώς κείμενο, αλλά μνημείο μιας ολόκληρης εποχής σκέψης και πίστης, θεμέλιο για την εξέλιξη όλων των ινδικών φιλοσοφικών σχολών

Σαμαβέδα (περ. 1200–1000 π.Ε.) Η Sāmaveda είναι κυρίως μια συλλογή μελωδικών διασκευών ύμνων της Ṛigveda, προορισμένων να τραγουδιούνται κατά τις τελετές. Περιέχει περίπου 1.875 στίχους, αλλά το μεγαλύτερο μέρος τους είναι δανεισμένο από την Ṛigveda. Η ιδιαιτερότητα της είναι η μουσική σημειογραφία και η μελωδική της διάσταση: τα μάντρα γίνονται σάμαν (sāman = άσμα). Η βαρύτητα εδώ δίνεται στην εκφορά του λόγου ως ήχου που φέρει ιερή δύναμη. Η λειτουργία της Sāmaveda συνδέεται με τις τελετές soma, στις οποίες γινόταν προσφορά και πόση του ιερού ποτού soma, που θεωρούνταν θεϊκός φορέας ενέργειας και αθανασίας. Οι ψαλμοί έπρεπε να εκτελούνται με ακρίβεια, καθώς η σωστή απαγγελία θεωρούταν αναγκαία για την ισχύ του τελετουργικού. Εδώ συναντάμε τη σύλληψη ότι ο ήχος δεν είναι απλό μέσο επικοινωνίας, αλλά έχει οντολογική δύναμη, μια ιδέα που θα επηρεάσει αργότερα τις φιλοσοφικές σχολές, όπως η Μιμάμσα και η Βεντάντα. Η σημασία της Sāmaveda έγκειται στην καθιέρωση της μουσικής και του ρυθμού ως αναπόσπαστου μέρους της θρησκευτικής εμπειρίας. Συχνά περιγράφεται ως το θεμέλιο της ινδικής κλασικής μουσικής (ragas), διότι από εδώ προκύπτει η θεωρία της ιερής μελωδίας. Παρότι λιγότερο αυτόνομο σε περιεχόμενο, σε σχέση με την Ṛigveda, το έργο αυτό φανερώνει την πεποίθηση ότι η ιερή διδασκαλία αποκτά δύναμη μόνο όταν μετουσιώνεται σε ήχο και δόνηση. Έτσι η Sāmaveda είναι ουσιωδώς η «μουσική ψυχή» της βεδικής παράδοσης.

Γιατζουρβέδα (περ. 1100–900 π.Ε.) Είναι το κατεξοχήν «τελετουργικό εγχειρίδιο». Αποτελείται από δύο κύριες παραδόσεις: τον Μαύρο (Kṛṣṇa) και τον Λευκό (Śukla) Yajurveda. Περιέχει προσευχές, θυσιαστικούς τύπους και πρακτικές οδηγίες για τις θυσίες (yajña), που αποτελούσαν τον πυρήνα της βεδικής λατρείας. Σε αντίθεση με την Ṛigveda, όπου δεσπόζουν οι ποιητικοί ύμνοι, εδώ βρίσκουμε κυρίως προσευχές συνοδευόμενες από επεξηγήσεις για την εκτέλεση της θυσίας. Η Yajurveda έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της βραχμανικής ιεραρχίας. Οι Βραχμάνοι ιερείς, ως αποκλειστικοί γνώστες των σωστών τύπων και χειρονομιών, κατείχαν την κεντρική θέση στη βεδική κοινωνία. Το έργο υπογραμμίζει την ιδέα ότι το κοσμικό και το θείο διατηρούνται μέσω της σωστής τελετουργικής τάξης: η θυσία δεν είναι μόνο δώρο στους θεούς αλλά και πράξη που συντηρεί τον ίδιο τον κόσμο. Εδώ συναντάμε τον στοχασμό γύρω από τη σχέση ανθρώπου – σύμπαντος, με έμφαση στο ότι η ανθρώπινη πράξη (karma) έχει κοσμική απήχηση. Η αξία της βρίσκεται στο ότι αποκαλύπτει τη μετάβαση από την προφορική ποιητική παράδοση σε συστηματική τελετουργική θεολογία. Είναι το κείμενο που ορίζει το τελετουργικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι ύμνοι της Ṛigveda και οι μελωδίες της Sāmaveda αποκτούν λειτουργική σημασία. Παράλληλα, θέτει τις βάσεις για την ανάπτυξη των Brāhmaṇa και αργότερα των Ουπανισάδων, όπου το ερώτημα μετατοπίζεται από τη θυσία ως πράξη στη θυσία ως εσωτερική εμπειρία.

Αθαρβαβέδα (περ. 1000–800 π.Ε.) Διαφέρει αισθητά από τις άλλες Βέδες. Αν και αναγνωρίστηκε κάπως αργότερα στον επίσημο κανόνα, αποτελεί πολύτιμη πηγή για την κατανόηση της καθημερινής ζωής, των φόβων και των ελπίδων των αρχαίων Ινδών. Περιλαμβάνει περίπου 730 ύμνους και πάνω από 6.000 στίχους, οργανωμένους σε είκοσι βιβλία. Το περιεχόμενό της είναι πολυσχιδές: ξόρκια για ίαση ασθενειών, μαγικές επικλήσεις για προστασία από δαίμονες ή εχθρούς, ευχές για μακροζωία, για αγάπη και ευημερία. Συναντάμε επίσης φιλοσοφικά αποσπάσματα, όπως στο 10ο βιβλίο όπου διατυπώνονται σκέψεις για τον Κόσμο, τον Νόμο (ṛta) και την Υπέρτατη Αρχή. Η Atharvaveda έτσι συνδυάζει μαγικο-θρησκευτικές πρακτικές με πρώιμο φιλοσοφικό στοχασμό. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της είναι η πρακτική διάσταση: ενώ οι άλλες Βέδες απευθύνονται κυρίως στους ιερείς για τις μεγάλες θυσίες, ο Atharvaveda φέρνει στο φως την καθημερινή λαϊκή θρησκευτικότητα. Οι επωδές για θεραπεία, για απομάκρυνση του κακού ματιού ή για εξασφάλιση γονιμότητας αποκαλύπτουν τον κόσμο της «λαϊκής μαγείας» που συνυπήρχε με την υψηλή βραχμανική λατρεία. Ωστόσο, δεν περιορίζεται εκεί. Εισάγει καινούργια θεότητα, τον Πράτζαπατι (Κύριο των πλασμάτων), που αργότερα θα ταυτιστεί με τον Μπράχμαν, τον απρόσωπο απόλυτο. Στο ίδιο έργο διακρίνουμε τα πρώτα σπέρματα της μεταφυσικής σκέψης που θα ωριμάσει στις Ουπανισάδες: την ιδέα δηλαδή ότι η ύπαρξη έχει ενιαία θεμελιώδη αρχή. Η σημασία της βρίσκεται στη γέφυρα που δημιουργεί ανάμεσα στη μαγεία, τη θρησκεία και τη φιλοσοφία. Δείχνει ότι η ινδική παράδοση δεν ήταν μονολιθική, δίπλα στο τελετουργικό μεγαλείο των άλλων Βέδων, η Atharvaveda καταγράφει τον αγώνα του ανθρώπου απέναντι στον πόνο, τον θάνατο και το άγνωστο, αλλά και την αναζήτηση μιας βαθύτερης αρχής που δίνει ενότητα στον κόσμο. 

Σημείωση: Μεταγενέστερα κείμενα της Ινδικής λογοτεχνίας όπως τα Μαχαμπαράτα, Ραμαγιάνα και Πουράνα θεωρούνται ως η «πέμπτη Βέδα». Η παλαιότερη αναφορά της «πέμπτης Βέδα» γίνεται στην Τσαντόγκια Ουπανισάντ. Για παράδειγμα, ο Βαϊσναβισμός θεωρεί αυτές τις γραφές smriti ως Βεδική λογοτεχνία. Υπάρχει επίσης μια κατηγορία κειμένων που ονομάζεται upaveda («δευτερεύουσα γνώση»). Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται στην παραδοσιακή λογοτεχνία, για να δηλώσει μια σειρά από συγκεκριμένα κείμενα που δεν σχετίζονται με τις Βέδες, αλλά απλώς αντιπροσωπεύουν ένα ενδιαφέρον θέμα για μελέτη. Ο Charanavyuha αναφέρει τέσσερις upavedas: Ayurveda - «ιατρική», δίπλα στην Atharvaveda, Dhanurveda - «πολεμικές τέχνες», δίπλα στην Yajurveda, Gandharvaveda - «μουσική και ιεροί χοροί», δίπλα στην «Samaveda» και Astrashastra - «στρατιωτική επιστήμη», δίπλα στην «Atharvaveda».

Δεν υπάρχουν σχόλια: