Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2022

Η λογοτεχνική «πλευρά» του Κώστα Αξελού

By Horkay Istvan 1976
Ο Κώστας Αξελός, παρότι φιλοσοφικός στοχαστής, δεν στερείται λογοτεχνικής ευαισθησίας· το ύφος του φέρει τη σφραγίδα μιας ποιητικής φιλοσοφίας που κινείται πέρα από την αυστηρή ακαδημαϊκή γραφή. Από το εκτενές του έργο, τρία βιβλία ξεχωρίζουν ιδιαίτερα για τη λογοτεχνική τους αξία: «Προς την πλανητική σκέψη» (1964), «Το παιγνίδι του κόσμου» (1969) και «Ορίζοντες του κόσμου» (1974).

Τα τρία αυτά έργα συγκροτούν μια άτυπη τριλογία της λογοτεχνικής φιλοσοφίας του. Παρότι ανήκουν σε διαφορετικές θεματικές ενότητες του στοχασμού του, συναντιούνται στον τρόπο γραφής: η φιλοσοφία γίνεται εδώ μια μορφή ποιητικής πρόζας, η σκέψη υιοθετεί τον ρυθμό και την ατμόσφαιρα της λογοτεχνίας, και η ανάγνωση μετατρέπεται σε αισθητική εμπειρία.

Το «Προς την πλανητική σκέψη» μοιάζει με εισαγωγικό ποιητικό-φιλοσοφικό ταξίδι, η γλώσσα λειτουργεί ως πρόσκληση στη διεύρυνση του προσωπικού μικρόκοσμου προς την παγκοσμιότητα.

Το «Παιγνίδι του κόσμου» είναι η πιο καθαρά λογοτεχνική στιγμή του Αξελού· η φιλοσοφία γίνεται χορός, ρυθμός, θεατρικότητα.

Οι «Ορίζοντες του κόσμου» συνδυάζουν ωριμότητα και λυρισμό, προσφέροντας την πιο εικονιστική και ποιητική εκδοχή της φιλοσοφίας του.

Κοινό χαρακτηριστικό και των τριών είναι ότι δεν διαβάζονται μόνο ως φιλοσοφικά έργα αλλά και ως λογοτεχνικά κείμενα. Ο Αξελός δεν επιδιώκει να πείσει με αυστηρά επιχειρήματα· επιδιώκει να δημιουργήσει εμπειρία ανάγνωσης. Ο λόγος του λειτουργεί όπως η τέχνη: ανοίγει, συγκινεί, εμπνέει, αφήνει τον αναγνώστη σε μια δημιουργική εκκρεμότητα.

Η γραφή του Κ.Αξελού στα τρία αυτά δοκίμια μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα ρευστό μυθιστόρημα χωρίς ήρωες ή με ασυνήθιστους ήρωες. Δεν διαβάζονται ως «κείμενο που διηγείται», αλλά ως κείμενα που περιπλανώνται. Στη κλασική πεζογραφία υπάρχει αρχή-κορύφωση-λύση, εδώ υπάρχει κυκλική, σπειροειδής κίνηση, άπειρος ρυθμός, οι ενότητες επανέρχονται μεταμορφωμένες, σαν μουσικό θέμα. Στη κλασική πεζογραφία περιγράφονται χαρακτήρες ηρώων με ψυχολογικό βάθος. Εδώ ο «νους» και οι έννοιες («στοχασμός», «συγκεκριμένο», «πλανήτης») είναι τα πρόσωπα – δεν εξελίσσονται αλλά εκδιπλώνονται. Στα μυθιστορήματα – εκτός ελάχιστων μεταμοντέρνων εξαιρέσεων - η γλώσσα έχει το ρόλο του υλικού και όχι του μέσου, χαρακτηρίζεται από επίπεδα διαύγειας και αφηγηματικής διαφάνειας, εδώ οι λέξεις γίνονται σώματα, επαναλήψεις και κενά, δημιουργούν ρυθμό ποίησης. Τέλος ο αναγνώστης δεν διαβάζει ή μόνο παρακολουθεί, καλείται να συμπράξει αξιοποιώντας την εμπειρία ζωής, καλείται να «περπατήσει» μέσα στο κείμενο και να το συνθέσει ξανά. Δεν είναι πεζογραφία που αφηγείται· είναι πεζογραφία που συμβαίνει στον νου του αναγνώστη. Οι προτάσεις είναι κοφτές, επαναλαμβανόμενες, σαν ρυθμικό μοτίβο τζαζ. Η γλώσσα είναι τόσο αφαιρετική που γίνεται υλικό – ο αναγνώστης αισθάνεται να διαβάζει ένα σώμα που σκέφτεται τον εαυτό του.

Έτσι, αυτά τα τρία έργα συνιστούν την πιο «λογοτεχνική» όψη του Αξελού: μια γραφή όπου η φιλοσοφία δεν χάνει το βάθος της, αλλά το εκφράζει μέσα από την ομορφιά της γλώσσας