Πηγαίνοντας προς τη βόρεια Εύβοια, μπήκα στο φέριμποτ ‘Καπετάν Αριστείδης’ από Αρκίτσα για Αιδηψό. Το οποίο ήταν πεντακάθαρο παρεμπιπτόντως και το προσωπικό ευγενέστατο κι εξυπηρετικό.
Το καράβι ήταν γεμάτο από κυρίες μιας κάποιας ηλικίας. Προχωρημένης. Ελάχιστοι άντρες, τέσσερις πέντε σύζυγοι κείτονταν τήδε κακείσε. Οι κυρίες ήταν σε δύο γκρουπ το ένα ΚΑΠΗ από Αθήνα, το άλλο προσφορά από ταξιδιωτικό γραφείο. Πήγαιναν στην Αιδηψό για ιαματικά λουτρά. Λίγο ντροπαλές. Λες κι έκαναν κάτι που δεν πρέπει, κάτι που δεν το δικαιούνταν: αυτές γεννήθηκαν για να φροντίζουν όλους τους άλλους, ποτέ τον εαυτό τους.
Στις δυο γιγαντοοθόνες του σαλονιού σε απευθείας μετάδοση η ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης. Έβλεπαν όλες μαζί και τιτίβιζαν, μα τι ωραίο ταγιέρ, πώς την φωτίζει το λευκό, καλέ πολύ ψηλός ο Μητσοτάκης, ο κοντός ποιος είναι, όχι αυτός ο κοντός, ο άλλος κοντός πίσω από τον κοντό, μπράβο, τιτ τιτ τιτ σαν τα πουλάκια.
Στις δυο γιγαντοοθόνες του σαλονιού σε απευθείας μετάδοση η ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης. Έβλεπαν όλες μαζί και τιτίβιζαν, μα τι ωραίο ταγιέρ, πώς την φωτίζει το λευκό, καλέ πολύ ψηλός ο Μητσοτάκης, ο κοντός ποιος είναι, όχι αυτός ο κοντός, ο άλλος κοντός πίσω από τον κοντό, μπράβο, τιτ τιτ τιτ σαν τα πουλάκια.
‘Ήταν χαρούμενες. Πολύ. Στα ρυτιδιασμένα πρόσωπα έλαμπαν μάτια κοριτσιών σε πενταήμερη. Όλες είχαν φρεσκοβαμμένα μαλλιά το κοκκινοκάστανο το γλυκό, το πεισματάρικο, αυτό που αρνείται να μεγαλώσει και να δώσει τη θέση του στο λευκό της κεφαλής. Το χτένισμα ασάλευτο από τη λακ και το κρεπάρισμα, τα ρούχα φλοράλ, τα νυχάκια περιποιημένα με μανόν περλέ. Είχαν κάνει προετοιμασίες το ‘βλεπες αυτό: πήγαν κομμωτήρια, ψώνισαν καινούργιο μαγιό με ασορτί παρεό, σκουφάκι του μπάνιου, όμορφα πεδιλάκια μπρονζέ κι ένα καπέλο μα ένα καπέλο, σαν της Αλίκης στο Ναυτικό…. Κι ήταν όμορφες, τόσο όμορφες…
Μιλούσαν και γελούσαν κι έλεγαν κι έλεγαν και γλώσσα μέσα δεν έβαζαν. Κι άντε πάλι χωρατά κι άντε πάλι γέλιο, ένα γέλιο γάργαρο, κοριτσίστικο, το γέλιο της εκδρομής και της νιότης και μιας ανεμελιάς που ξέχασε το όνομά της.
Μιλούσαν και γελούσαν κι έλεγαν κι έλεγαν και γλώσσα μέσα δεν έβαζαν. Κι άντε πάλι χωρατά κι άντε πάλι γέλιο, ένα γέλιο γάργαρο, κοριτσίστικο, το γέλιο της εκδρομής και της νιότης και μιας ανεμελιάς που ξέχασε το όνομά της.
Όλες με το κινητό στο χέρι. Ούτε στην τσάντα δεν το έβαζαν μη δεν τ’ ακούσουν. Έλα Νίκο μου. Έλα Μαιρούλα. Έλα αγόρι μου, κορίτσι μου, έλα άντρα μου. Έλα πες μου ό,τι αηδία σου κατέβει στο κεφάλι, πες μου για τη βρύση που στάζει, λες και μπορώ από εδώ που είμαι να βρω λύση για μια βρύση που στάζει στο Πικέρμι. Ρώτα με πού είναι τα παυσίπονα που κοντεύουν ν’ αυτοκτονήσουν από πλήξη τόσα χρόνια στο ίδιο ντουλάπι. Κι αν τελείωσαν τα χάπια πες το μου. Πες το μου μην μού το κρύβεις. Και προπαντός μη διανοηθείς να πεταχτείς στο απέναντι φαρμακείο ν’ αγοράσεις, όχι, όοοοχι σε μένα θα το πεις. Σε μένα θ’ ανοίξεις την καρδούλα σου, καρδούλα μου, σε μένα που βρίσκομαι 200 χιλιόμετρα μακριά. Μα και βέβαια θα το σηκώσω το ρημαδι, και βέβαια θα το καταπιώ το μπινελίκι το αυθόρμητο. Ναι εννοείται να με αγχώσεις άνευ λόγου και αιτίας αλίμονο, αν δε με αγχώσει ο άνθρωπός μου ποιος θα με αγχώσει ο ξένος;
Όμως οι όμορφες κυρίες των φέριμποτ δεν κατσουφιάζαν για πολύ, δεν χαλούσαν τη ζαχαρένια τους. Μόλις έκλειναν το κινητό, ξαναβρίσκαν το κέφι τους. Ξανασυναντιόντουσαν με τη χαρά τη σπάνια, την ακριβοθώρητη που σε κανέναν κερατά δεν τη χαλάλιζαν.
ΚΙ όσο ξεμάκραινε το φέριμποτ τόσο πιο δυνατά γελούσαν. Μέσα στα 40 λεπτά της διαδρομής άλλαζαν, μεταμορφώνονταν, λες κι αφήναν ξέπλεκα των φρονίμων τα μαλλιά.
Να ξέρετε εσείς οι νεότεροι, χρωστάτε πολλά στις κυρίες των φέριμποτ. Να τις αγαπάτε και να τους το λέτε. Να τους λέτε ότι τους πάει το φόρεμα, να τους λέτε ότι είναι όμορφες, γιατί είναι όμορφες… Τόσο όμορφες…
Α, και να μην τους παίρνετε τηλέφωνο για βλακείες. Αφήστε τις ήσυχες για λίγο. Μόνο για λίγο…
Και μην ξεχνάτε. Κάποτε θα ανέβετε κι εσείς στο φέριμποτ.
Καλό υπόλοιπο από μένα, τα λέμε τον Σεπτέμβριο.