Δευτέρα 5 Μαΐου 2025

Προτάσεις ανάγνωσης 155-169 (Δημοσιευμένα 1847-1859)

 

Ρούλα Ντούλη-Αλεξίου
155.         Ανεμοδαρμένα Ύψη (Έμιλι Μπροντέ – 1847)       Επικεντρώνεται στην παθιασμένη αλλά καταδικασμένη αγάπη μεταξύ της Κάθριν και του Χίθκλιφ, και στο πως αυτό το άλυτο πάθος καταστρέφει τους ίδιους και πολλούς ακόμα ανθρώπους γύρω τους. Το έργο ψυχογραφεί και αναλύει τον Χίθκλιφ, που οι συνθήκες της ζωής συντέλεσαν στο να απωθήσουν και να εξουδετερώσουν κάθε ψυχική αρετή και να τον μεταβάλλουν σ' ένα στεγνό υποκείμενο, με αισθήματα κακίας και εκδίκησης. (Από τα 10 καλύτερα μυθιστορήματα κατά τον Σόμερσετ Μομ το 1954)

156.         Τζέιν Ειρ (Σαρλότ Μπροντέ - 1847) "Οι νόμοι και οι αρχές δεν είναι για τις στιγμές που δεν υπάρχει πειρασμός: είναι για τέτοιες στιγμές όπως αυτή, όταν το σώμα και η ψυχή εξεγείρονται σε ανταρσία ενάντια στην αυστηρότητά τους". Η αρχική κριτική υποδοχή του μυθιστορήματος έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη σημερινή φήμη του ως κλασικού. Το 1848, η Elizabeth Rigby, το χαρακτήρισε ως «μια εξαιρετικά αντιχριστιανική σύνθεση». Η ίδια έγραψε: «Δεν διστάζουμε να πούμε ότι ο τόνος του μυαλού και της σκέψης που ανέτρεψε την εξουσία και παραβίασε όλους τους νόμους, ανθρώπινους και θεϊκούς, είναι ο ίδιος με αυτόν που έγραψε η Τζέιν Έιρ». Το μυθιστόρημα έφερε επανάσταση στη πεζογραφία, όντας το πρώτο που επικεντρώθηκε στην ηθική και πνευματική ανάπτυξη του πρωταγωνιστή του μέσα από μια οικεία αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, όπου οι πράξεις και τα γεγονότα χρωματίζονται από μια ψυχολογική ένταση. Η Σαρλότ Μπροντέ αποκαλείται «η πρώτη ιστορικός της ιδιωτικής συνείδησης» και λογοτεχνική πρόγονος συγγραφέων όπως ο Μαρσέλ Προυστ και ο Τζέιμς Τζόις. Το βιβλίο περιέχει στοιχεία κοινωνικής κριτικής με μια έντονη αίσθηση της χριστιανικής ηθικής στον πυρήνα του και θεωρείται από πολλούς ότι είναι μπροστά από την εποχή του λόγω του ατομικιστικού χαρακτήρα της Τζέιν και του τρόπου με τον οποίο το μυθιστόρημα προσεγγίζει τα θέματα της τάξης, της σεξουαλικότητας, της θρησκείας και του φεμινισμού. Μαζί με το «Pride and Prejudice» της Jane Austen, είναι ένα από τα πιο διάσημα ρομαντικά μυθιστορήματα. Θεωρείται από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα στην αγγλική γλώσσα                                                                  

157. Το κομμουνιστικό μανιφέστο    (Καρλ Μαρξ – 1848) Αν και τυπικά δεν ταξινομείται ως «λογοτεχνικό» έργο με την παραδοσιακή έννοια, είναι γραμμένο με ύφος που είναι ιδιαίτερα ρητορικό και λογοτεχνικό. Η γλώσσα είναι ισχυρή και υποβλητική, χρησιμοποιεί δραματική, ακόμη και ποιητική γλώσσα για να διαδώσει τα επαναστατικά του ιδανικά. Φράσεις όπως «Εργάτες του κόσμου, ενωθείτε!» ή «Ένα φάντασμα στοιχειώνει την Ευρώπη - το φάντασμα του κομμουνισμού», έχουν λογοτεχνική αίσθηση και απήχηση σε όλους τους πολιτισμούς μέχρι σήμερα. Παρουσιάζει ένα ιστορικό και πολιτικό δράμα, με μια αίσθηση επείγουσας λύσης και αναπόφευκτη αλλαγή. Είναι γραμμένο ταυτόχρονα ως ανάλυση και ως ιστορία ταξικής πάλης, επικαλούμενη τη σύγκρουση των αντιθέτων και προβλέποντας μια επανάσταση που θα διαμόρφωνε το μέλλον της κοινωνίας.                                                  

158.  Ντέιβιντ Κόπερφιλντ (Τσαρλς Ντίκενς – 1849) Έργο με τον πλέον εμφανή αυτοβιογραφικό χαρακτήρα ανάμεσα στα υπόλοιπα έργα του διάσημου συγγραφέα. Ίσως το πιο δημοφιλές από τα μυθιστορήματα του Ντίκενς, όχι μόνο στις αγγλόφωνες χώρες, αλλά και στο εξωτερικό. Είναι ένα κλασικό παράδειγμα εκπαιδευτικού μυθιστορήματος. Το θαύμασαν ο Λ. Ν. Τολστόι («Πόσο απολαυστικός είναι ο Ντέιβιντ Κόπερφιλντ!»), ο Φ. Μ. Ντοστογιέφσκι, ο Φ. Κάφκα και πολλοί άλλοι συγγραφείς. Ο J. Joyce αηδιάστηκε από τον συναισθηματισμό του Ντίκενς, το πάθος του για τα αξιώματα και τη χαλαρότητα της αφηγηματικής του δομής και έχει μια καυστική παρωδία για το μυθιστόρημα στο Oxen of the Sun, το πιο δύσκολο επεισόδιο του «Οδυσσέα». Ο Σόμερσετ Μομ το 1954 χαρακτήρισε το «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ» ως ένα από τα δέκα καλύτερα μυθιστορήματα.

159.         Το ημερολόγιο ενός περιττού ανθρώπου (Ιβάν Τουργκένιεφ – 1850) Καυστική σάτιρα της ρωσικής κοινωνίας. Είναι επιστολικό έργο, γραμμένο στο είδος των ημερολογιακών εγγραφών ενός μοναχικού, «περιττού» ήρωα που ονομάζεται Τσουλκατούριν. Χάρη σε αυτό το έργο, η φράση "περιττός άνθρωπος" καθιερώθηκε στη ρωσική λογοτεχνική παράδοση. Παρουσιάζει την αληθινή τραγωδία ενός «ανθρωπάκου», προσβεβλημένου και ταπεινωμένου, παρεξηγημένου από τους γύρω του και μη αναγνωρίσιμου από την υψηλή κοινωνία. Μοιραία στην πλοκή είναι η 17χρονη όμορφη Λίζα, που την έχει ερωτευτεί αλλά αυτή μετα προτιμά έναν ευγενή, με τον οποίο μονομαχεί ο Τσουλκατούριν, αλλά τελικά η Λίζα παντρεύεται ένα τρίτο θαυμαστή της. Σύμφωνα με τους σύγχρονους του, ο I. S. Turgenev εργάστηκε σχολαστικά για αυτήν την ιστορία επί δύο χρόνια, όντας το μεγαλύτερο διάστημα εκτός Ρωσίας, ζώντας με την οικογένεια της Γαλλίδας ερωμένης του Pauline Viardot. Το 1858, ο Τουργκένιεφ σημείωσε για την ιστορία του: «Αυτό το έργο αποτυπώνει ένα κομμάτι της πραγματικής ζωής». Ο ίδιος ο συγγραφέας, μιλώντας αργότερα για το «Ημερολόγιο», πίστευε ότι είχε γράψει «ένα καλό πράγμα». Ωστόσο, πολλοί λογοκριτές της Τσαρικής αυλής διαφώνησαν με αυτή την εκτίμηση χαρακτηρίζοντας το αντίθετο με τους κανόνες της δημόσιας ηθικής. Έτσι αρχικά υποβλήθηκε σε ριζικές τροποποιήσεις λογοκρισίας. Το μυθιστόρημα μπορεί να θεωρηθεί έργο της μεταβατικής περιόδου μεταξύ των "Αφηγήσεων ενός κυνηγού" που έκανε ευρέως γνωστό το συγγραφέα και των ψυχολογικών ιστοριών στις οποίες στράφηκε αργότερα.                    

Phoebe_Anna_Traquair’s_illuminated_copy_of_‘Sonnets
160.        
Πορτογαλικά σονέτα (Ελίζαμπεθ Μπάρρετ – 1850) Συλλογή από 44 σονέτα που εκφράζουν την αγάπη της για τον σύζυγό της, ποιητή Robert Browning. Η συλλογή είναι άκρως προσωπική, γεμάτη με έντονο συναίσθημα και λυρική ομορφιά και θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα έργα της βικτωριανής ποίησης. Η συλλογή ήταν αναγνωρισμένη και δημοφιλής όσο ζούσε και έτσι παραμένει μέχρι σήμερα. Παρά τα όσα υπονοεί ο τίτλος, τα σονέτα είναι εξ ολοκλήρου δικά της και δεν έχουν μεταφραστεί από τα πορτογαλικά. Η πρώτη γραμμή του 43ου έχει γίνει μια από τις πιο διάσημες στην αγγλική ποίηση: "How do I love you? Let me count the way." Η ποιήτρια  αρχικά δίσταζε να δημοσιεύσει τα ποιήματα, πιστεύοντας ότι ήταν πολύ προσωπικά. Ωστόσο, ο σύζυγός της επέμεινε ότι ήταν η καλύτερη συλλογή σονέτων στα αγγλικά από την εποχή του Σαίξπηρ και την προέτρεψε να τα δημοσιεύσει. Αποφάσισαν να τα δημοσιεύσουν σαν να ήταν μεταφράσεις πορτογαλικών σονέτων. Αρχικά σχεδίαζε να τιτλοφορήσει τη συλλογή "Σονέτα μεταφρασμένα από τα Βοσνιακά" αλλά ο Robert Browning της πρότεινε να ισχυριστεί ότι η πηγή τους ήταν Πορτογαλική, πιθανώς λόγω του χαϊδευτικού του για αυτή "μικρή μου Πορτογαλέζα". Ο τίτλος είναι επίσης μια αναφορά στο Les Lettres Portugaises.          

161.         Μόμπι Ντικ (Χέρμαν Μέλβιλ - 1851) Έχει ταξινομηθεί από μυθιστόρημα όψιμου ρομαντισμού μέχρι και έργο πρώιμου συμβολισμού. Ο ναύτης Ισμαήλ αφηγείται την περιπέτεια ενός καπετάνιου φαλαινοθηρικού πλοίου, με στόχο να εκδικηθεί τον Μόμπι Ντικ, μια γιγάντια λευκή φάλαινα φυσητήρα, επειδή στο προηγούμενο ταξίδι του δάγκωσε το πόδι. Η εναρκτήρια πρόταση «Λέγε με Ισμαήλ» είναι ανάμεσα στις πιο διάσημες της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο Ουίλιαμ Φόκνερ ευχόταν να το είχε γράψει ο ίδιος και ο Ντ. Χ. Λώρενς το αποκάλεσε «ένα από τα πιο περίεργα και υπέροχα βιβλία στον κόσμο». Ο Σόμερσετ Μομ το 1954 το κατέταξε μεταξύ των δέκα καλύτερων μυθιστορημάτων.                      

162.         Η καλύβα του μπάρμπα Θωμά (Χάριετ Μπίτσερ Στόου - 1852) Πρωτοεμφανίστηκε ως σειρά σε 40 εβδομαδιαίες συνέχειες στο περιοδικό Εθνική Εποχή, ένα περιοδικό κατά της δουλείας. Είχε σημαντικό αντίκτυπο στην συμπεριφορά απέναντι στους Αφροαμερικανούς και τη δουλεία στις ΗΠΑ. Ενέτεινε τη διαμάχη μεταξύ Βορρά και Νότου, η οποία οδήγησε στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Ο αντίκτυπος του βιβλίου ήταν τόσο μεγάλος, ώστε όταν ο Αβραάμ Λίνκολν όταν συνάντησε τη συγγραφέα το 1862 είπε: «Ώστε αυτή είναι η μικρή κυρία που έκανε αυτόν τον μεγάλο πόλεμο». Οι σύγχρονοι μελετητές επέκριναν το μυθιστόρημα για τη συγκαταβατική ρατσιστική περιγραφή των χαρακτήρων των μαύρων, ειδικά στην περιγραφή της εμφάνισης, της ομιλίας και της συμπεριφοράς τους, καθώς και για την παθητικότητα του θείου Τομ στην αποδοχή της μοίρας του. Ο ρόλος του βιβλίου στη δημιουργία και τη χρήση κοινών στερεοτύπων για τους Αφροαμερικανούς είναι σημαντικός, καθώς το έργο ήταν ένα μυθιστόρημα με τις μεγαλύτερες πωλήσεις σε όλο τον 19ο αιώνα. Ως αποτέλεσμα, το βιβλίο (μαζί με τις εικονογραφήσεις του) έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ενσωμάτωση αυτών των στερεοτύπων στην αμερικανική συνείδηση. Στα χρόνια της μεγαλύτερης δραστηριότητας των Μαύρων Πανθήρων, η λέξη "Tom" έγινε προσβολή (συνώνυμη στα ελληνικά του χαρακτηρισμού "θύμα"), σε σχέση με εκείνους τους εκπροσώπους του αφροαμερικανικού πληθυσμού που πίστευαν ότι οι λευκοί και οι μαύροι μπορούσαν να συνυπάρχουν χωρίς συγκρούσεις. Οι Πάνθηρες, που υποστήριζαν ριζοσπαστικές μεθόδους αντίστασης στους λευκούς, αντιμετώπιζαν με περιφρόνηση όσους υποστήριζαν τη συμφιλίωση. Αφού ο διάσημος πυγμάχος Κάσιους Κλέι έγινε μέλος του «Έθνους του Ισλάμ», ειρωνεύτηκε επανειλημμένα τον αντίπαλό του Τζο Φρέιζερ αποκαλώντας τον «Τομ».              

163.         Η δέκατη όγδοη Μπρυμέρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη (Καρλ Μαρξ – 1852) Ένα παράδειγμα της ικανότητας του Μαρξ να συνδυάζει την ιστορική ανάλυση με τη λογοτεχνική αίσθηση. Σε αυτή την ανάλυση διερευνά την άνοδο του Λουδοβίκου Ναπολέοντα Βοναπάρτη και τα γεγονότα που οδήγησαν στο πραξικόπημα του στη Γαλλία . Η γραφή του Μαρξ εδώ έχει περισσότερο αφηγηματικό χαρακτήρα από ό,τι σε ορισμένα άλλα έργα του, καθώς εξετάζει την πολιτική κατάσταση και την περιγράφει με ζωηρούς, σχεδόν δραματικούς όρους. Αναφέρεται στα γεγονότα με όρους ταξικής πάλης και προσωπικών φιλοδοξιών και η γλώσσα του είναι ζωντανή, παρέχοντας μια έντονη αίσθηση ιστορικού δράματος. Χρησιμοποιεί συχνά την ειρωνεία για να ασκήσει κριτική στα πολιτικά πρόσωπα και τα γεγονότα που περιγράφει, δίνοντας στο έργο έναν οξύ, κριτικό τόνο. Οι ζωηρές περιγραφές του για το πολιτικό χάος στη Γαλλία δημιουργούν μια αίσθηση έντασης και εκτυλισσόμενης σύγκρουσης, σε πολύ μεγάλο βαθμό σύμφωνα με τα λογοτεχνικά έργα που επικεντρώνονται στην επανάσταση και την πολιτική αλλαγή. Σκεφτείτε και συγκρίνετε τα παρακάτω με την τρέχουσα σκληρή πραγματικότητα στη χώρα μας αλλά και διεθνώς. Ο Μαρξ σε αυτό το έργο τονίζει τη βαθιά διαφορά μεταξύ των φράσεων και των ψευδαισθήσεων των διαφόρων πολιτικών κομμάτων και της πραγματικότητας: «Όπως στην καθημερινή ζωή γίνεται διάκριση μεταξύ του τι σκέφτεται και λέει ο άνθρωπος για τον εαυτό του και τι πραγματικά είναι και κάνει, έτσι και στις ιστορικές μάχες πρέπει να γίνεται ακόμη μεγαλύτερη διάκριση μεταξύ των φράσεων και των ψευδαισθήσεων των κομμάτων και της πραγματικής τους οργάνωσης, των πραγματικών τους συμφερόντων, μεταξύ της ιδέας για τον εαυτό τους και της πραγματικής τους φύσης». Αναδεικνύει παίρνοντας ως  παράδειγμα το σύνταγμα της Δεύτερης Γαλλικής Δημοκρατίας, την περιορισμένη, αντιφατική φύση της αστικής δημοκρατίας: «Κάθε παράγραφος του συντάγματος περιέχει μέσα της το αντίθετό της, τη δική της άνω και κάτω Βουλή: ελευθερία στη γενική φράση, κατάργηση της ελευθερίας στη ρήτρα (στη σημείωση)». Δίνει μια πολιτική περιγραφή του Βοναπαρτισμού, ως πολιτικής ελιγμών μεταξύ των τάξεων, φαινομενικής ανεξαρτησίας της κρατικής εξουσίας και λαϊκισμού: «Ο Βοναπάρτης θα ήθελε να παίξει το ρόλο του πατριαρχικού ευεργέτη όλων των τάξεων». Ο Μαρξ τονίζει ότι βασικός υποστηρικτής του Βοναπαρτικού καθεστώτος ήταν η συντηρητική αγροτιά: «Ο Βοναπάρτης είναι ο εκπρόσωπος μιας τάξης, και επιπλέον της πολυπληθέστερης τάξης της γαλλικής κοινωνίας, ο εκπρόσωπος της μικρής αγροτιάς», που χρησιμοποίησε προς όφελός του την πολιτική υστέρηση και την καταπίεση της «Η δυναστεία του Βοναπάρτη δεν αντιπροσωπεύει τη διαφώτιση του αγρότη, αλλά τη δεισιδαιμονία του, όχι τη λογική του, αλλά την προκατάληψη του, όχι το μέλλον του, αλλά το παρελθόν του...»                        

164.         Ζοφερός Οίκος (Τσαρλς Ντίκενς – 1852)                «Ο πιο σπουδαίος κανόνας του αγγλικού νόμου είναι να γεννάει δουλειές για λογαριασμό του» επισημαίνει στο μνημειώδες έργο του ο συγγραφέας, κλείνοντας συνωμοτικά το μάτι στον αναγνώστη του, ο οποίος έβλεπε απειλητικά να επικρέμαται από πάνω του η δαμόκλειος σπάθη της θρησκευτικής, δικανικής και πολιτικής εξουσίας. ανοίγει την περίοδο της καλλιτεχνικής ωριμότητας του συγγραφέα. Αυτό το βιβλίο παρέχει μια τομή όλων των επιπέδων της βικτωριανής κοινωνίας, από την υψηλότερη αριστοκρατία μέχρι τον κόσμο των σοκακιών της πόλης και αποκαλύπτει τις μυστικές σχέσεις μεταξύ τους. Η απεικόνιση της διαδικασίας στο Πρωτοδικείο από τον Ντίκενς, σε τόνο εφιαλτικού γκροτέσκου, προκάλεσε τον θαυμασμό συγγραφέων όπως ο Φ. Κάφκα. Η δράση διαδραματίζεται με φόντο τον ατελείωτο δικαστικό αγώνα «Jarndyce v. Jarndyce», που κρατάει για περισσότερα από 50 χρόνια. Στον πρόλογο και το πρώτο κεφάλαιο, ο Ντίκενς εισάγει τους αναγνώστες στο κύριο πρόβλημα του μυθιστορήματος και γράφει, "Το Δικαστήριο της Δικαιοσύνης επιτρέπει στη δύναμη του χρήματος να καταπατά το νόμο χωρίς συνείδηση." Το Court of Chancery είναι μια πικρή σατιρική απεικόνιση της πραγματικότητας των αγγλικών νομικών διαδικασιών και σύμβολο φορμαλισμού, γραφειοκρατίας, ανομίας και αδικίας. Η μοίρα όλων σχεδόν των χαρακτήρων του μυθιστορήματος (υπάρχουν περισσότεροι από πενήντα), εκπρόσωποι διαφορετικών κοινωνικών τάξεων, εξαρτάται από αυτό, άμεσα ή έμμεσα, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Τελικά όμως, το έργο διαποτίζεται από την πίστη του συγγραφέα στον άνθρωπο και στην ικανότητά του να αντιστέκεται στις καταστροφικές δυνάμεις. Κατέπληξε τους πρώτους αναγνώστες του με τον εύκολο συνδυασμό της παρουσίασης των γεγονότων σε πρώτο και τρίτο πρόσωπο. Σε πολλά κεφάλαια, ο παντογνώστης αφηγητής δίνει τη θέση του στην αθώα κοπέλα Έσθερ, η οποία περιγράφει γεγονότα άμεσα και διεισδυτικά, γεγονός που δημιουργεί ένα ισχυρό αποτέλεσμα αποξένωσης.                                                                                                                   

165.         Ο πράσινος Χάινριχ (Γκότφριντ Κέλλερ – 1854) Περιγράφει λεπτομερώς τη ζωή του Heinrich Lee από την παιδική του ηλικία, μέσω των πρώτων ρομαντικών συναντήσεών του, των νεοφυών προσπαθειών του να γίνει ζωγράφος στο Μόναχο και της τελικής εγκατάστασης του ως γραφειοκρατικού υπαλλήλου. Η ιστορία πήρε το όνομά της από το χρώμα που τον επηρέασε στο ντύσιμο. Η αλήθεια αναμειγνύεται ελεύθερα με τη μυθοπλασία και υπάρχει ένας γενικευμένος σκοπός να εκτεθεί η ψυχολογική τάση που επηρέασε ολόκληρη τη γενιά της μετάβασης από τον ρομαντισμό στον ρεαλισμό, στη ζωή και την τέχνη.                                                              

166.         Φύλλα Χλόης (Ουώλτ Ουίτμαν - 1855)    Η πρώτη έκδοση ήταν ένα μικρό βιβλίο με δώδεκα ποιήματα και η τελευταία (1892) ήταν μια συλλογή με περισσότερα από 400. Η συλλογή των χαλαρά συνδεδεμένων ποιημάτων εκφράζει τη φιλοσοφίας του για τη ζωή και την ανθρωπότητα και εξυμνεί τη φύση και τον ατομικό ρόλο του ανθρώπου σε αυτήν. Εστιάζει κυρίως στο σώμα και στον υλικό κόσμο. Τα ποιήματά του δεν έχουν ομοιοκαταληξία ούτε ακολουθούν τυπικούς κανόνες για μέτρο και μήκος γραμμής. Είναι επίσης αξιοσημείωτα για την αναζήτηση αισθησιακών απολαύσεων, σε μια εποχή που τέτοιες προσεγγίσεις θεωρούνταν ανήθικες. Μεταξύ των έργων αυτής της συλλογής είναι τα "Song of Myself", "I Sing the Body Electric" και "Out of the Cradle Endlessly Rocking".                            

167.         Μαντάμ Μποβαρύ (Γκυστάβ Φλωμπέρ - 1856) Η Έμμα Μποβαρύ, προσπαθεί με κάθε τρόπο να ξεφύγει από τη βαρετή και άδεια επαρχιακή ζωή, δημιουργεί εξωσυζυγικές σχέσεις, καταχρεώνεται σε δαπάνες για περιττές πολυτέλειες, χρεοκοπεί τον σύζυγό της και στο τέλος αυτοκτονεί.  Στις μέρες μας θεωρείται όχι μόνο ένα από τα βασικά έργα του ρεαλισμού, αλλά και ένα από τα έργα που άσκησαν τη μεγαλύτερη επιρροή στη λογοτεχνία γενικότερα. Το μυθιστόρημα περιέχει χαρακτηριστικά λογοτεχνικού νατουραλισμού. Ο σκεπτικισμός του Φλομπέρ απέναντι στον άνθρωπο εκδηλώθηκε με την απουσία θετικών ηρώων τυπικών του παραδοσιακού μυθιστορήματος. Η προσεκτική απεικόνιση των χαρακτήρων οδήγησε επίσης σε μια πολύ μεγάλη έκταση του μυθιστορήματος, επιτρέποντας σε κάποιον να κατανοήσει καλύτερα τον κύριο χαρακτήρα και κατά συνέπεια, το κίνητρο για τις πράξεις της (σε αντίθεση με τον βολονταρισμό στις πράξεις των ηρώων της συναισθηματικής και ρομαντικής λογοτεχνίας). Ο αυστηρός ντετερμινισμός στις πράξεις των ηρώων έγινε υποχρεωτικό χαρακτηριστικό του γαλλικού μυθιστορήματος στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Η σχολαστική απεικόνιση των χαρακτήρων, η ανελέητα ακριβής σχεδίαση λεπτομερειών (το μυθιστόρημα απεικονίζει με ακρίβεια και νατουραλιστικά τον θάνατο από δηλητηρίαση από αρσενικό κ.α.) σημειώθηκαν από τους κριτικούς ως χαρακτηριστικό του στυλ γραφής του Flaubert. Αυτό αντικατοπτρίστηκε ακόμη και σε μια καρικατούρα στην οποία ο Φλωμπέρ απεικονίζεται στην ποδιά ενός ανατόμου, να κάνει αυτοψία στο σώμα της Emma. Ο συγγραφέας σημείωσε για το έργο του: «ένα βιβλίο για το τίποτα, ένα βιβλίο χωρίς εξωτερικές εξαρτήσεις, που θα διατηρούσε τη συνοχή του από μόνο του μέσω της εσωτερικής δύναμης του ύφους του». Και αλλού έγραψε πως ήθελε να είναι περισσότερο έργο «κριτικής» και «ανατομίας», για «να αντιμετωπίζει την ανθρώπινη ψυχή με την αμεροληψία που χρησιμοποιεί κανείς στις φυσικές επιστήμες». Οι μόνοι σύγχρονοι που αναγνώρισαν την αξία της Μαντάμ Μποβαρύ ήταν ο Βίκτωρ Ουγκώ και ο Σαρλ Μπωντλαίρ. Ο πρώτος είπε πως «η Μαντάμ Μποβαρύ είναι [μεγάλο] έργο» («une œuvre»). Ο δεύτερος, πως εκφράζει «τα πλέον ζεστά, τα πλέον καυτά αισθήματα σε μια περιπέτεια πλέον τετριμμένη» (Από τα 10 καλύτερα μυθιστορήματα κατά τον Σόμερσετ Μομ).

168.         Ιστορία δυο πόλεων  (Τσαρλς Ντίκενς – 1859) Από τα πιο επιτυχημένα σε πωλήσεις βιβλία όλων των εποχών, αφού πούλησε, συνολικά, 200 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως και είναι στην κορυφή της λίστας των βιβλίων με τα περισσότερα αντίτυπα. Εμβληματικό, συναρπαστικό έργο, περιλαμβάνει την πλέον αξιομνημόνευτη αρχή, αλλά και ένα άκρως δραματικό, συγκινητικό φινάλε. Δύο πόλεις, το Λονδίνο και το Παρίσι, στη δίνη της Γαλλικής Επανάστασης, διατρέχουν με τους ανθρώπους τους την επική, γεμάτη αγωνία αυτή αφήγηση, αναδεικνύοντας με έναν μοναδικό τρόπο πώς η Ιστορία μπορεί να διαλύσει τον ανθρώπινο βίο, τα ανθρώπινα πάθη, τις επιθυμίες και τα όνειρα κάθε ατόμου. Αυτό που είναι χαρακτηριστικό για τον ώριμο Ντίκενς, οι γεμάτες δράση δομές πλοκής, του επιτρέπουν να σκιαγραφήσει τα νήματα που διατρέχουν ολόκληρη την κοινωνία και να παρουσιάσει εκπροσώπους των πιο διαφορετικών τάξεων μπροστά στα μάτια του αναγνώστη. Το δικηγορικό επάγγελμα, όπως πάντα, τον παρασύρει σε δραματικές περιγραφές δικαστικών διαδικασιών. Τα θρησκευτικά κίνητρα της επιστροφής στη ζωή, της συγχώρεσης και της αυτοθυσίας αντικατοπτρίζονται σε μια σειρά αντιπαραθέσεων και αντιθέσεων. Για παράδειγμα, το κρασί που χύνεται από ένα σπασμένο βαρέλι σε έναν παριζιάνικο δρόμο προμηνύει ποτάμια αίματος. Σύμφωνα με τον Korney Chukovsky, το έργο ξεκινά με έναν σχεδόν ποιητικό ρυθμό, θέτοντας τον ρυθμό των αντιθέσεων που διαπερνά ολόκληρο το βιβλίο - μεταξύ των ανώτερων και των κατώτερων τάξεων, της αριστοκρατίας και του παρισινού «βυθού», αυτών που αγαπούν και εκείνων που μισούν, το Παρίσι και το Λονδίνο: «Ήταν το καλύτερο όλων των εποχών, ήταν το χειρότερο όλων των εποχών, ήταν η εποχή της σοφίας, ήταν η εποχή της ανοησίας, ήταν μια εποχή πίστης, ήταν μια εποχή απιστίας, αυτά ήταν τα χρόνια του Φωτός, αυτά ήταν τα χρόνια του Σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας, ήταν ο χειμώνας της απόγνωσης, δεν είχαμε τίποτα μπροστά μας…». Η επιβλητική μορφή του Σίντνεϊ Κάρτον έρχεται να μας θυμίσει πως υπάρχει ελπίδα και πίστη ακόμα και στις πιο σκοτεινές, απελπισμένες στιγμές.   

169.         Ομπλόμοφ (Ιβάν Γκοντσάροφ – 1859) Το μυθιστόρημα είναι το δεύτερο μέρος μιας τριλογίας μαζί με τα έργα «Μια συνηθισμένη ιστορία» και «Ο γκρεμός». Ασκεί μια ισχυρή κριτική στη Ρωσία του 19ου αιώνα, αντιπαραβάλλοντας τους γαιοκτήμονες με την τάξη των εμπόρων και καταδικάζοντας το φεουδαρχικό σύστημα. Ο κεντρικός ήρωας είναι ένας μορφωμένος νεαρός γαιοκτήμονας που αδυνατεί να πάρει σημαντικές αποφάσεις ή να αναλάβει πρωτοβουλίες και δεν έχει καμία φιλοδοξία. Στο πρόσωπό του παρουσιάζεται η απόλυτη εικόνα του αυτοκαταστροφικού νωθρού και απαθούς ανθρώπου, ενός συμβολικού χαρακτήρα στη ρωσική λογοτεχνία του 19ου αιώνα. Το 1848, το αλμανάκ "Λογοτεχνική Συλλογή με Εικονογράφηση" δημοσίευσε το κεφάλαιο "Το Όνειρο του Ομπλόμοφ" ως ανεξάρτητο έργο, το οποίο ο ίδιος ο συγγραφέας ονόμασε "ουρά σε ολόκληρο το μυθιστόρημα". Ο συγγραφέας θέτει το ερώτημα: τι είναι ο «ομπλομοβισμός» μια «χρυσή εποχή» ή θάνατος, στασιμότητα;  Στο «Όνειρο…» κυριαρχούν τα μοτίβα της αδράνειας και της ακινησίας, της στασιμότητας, αλλά ταυτόχρονα νιώθει κανείς τη συμπάθεια και το καλοσυνάτο χιούμορ του συγγραφέα και όχι μόνο τη σατιρική άρνηση. Ο Goncharov παραδέχτηκε ότι η ιδέα του Oblomov επηρεάστηκε από τις ιδέες του Belinsky. Η πιο σημαντική περίσταση που επηρέασε την έννοια του έργου θεωρείται η ομιλία του Μπελίνσκι σχετικά με το πρώτο μυθιστόρημα του Γκοντσάροφ, «Μια συνηθισμένη ιστορία». Ο χαρακτήρας του Oblomov περιέχει επίσης αυτοβιογραφικά χαρακτηριστικά: κατά τη δική του παραδοχή, ο ίδιος ο Goncharov ήταν συβαρίτης, αγαπούσε τη γαλήνια ειρήνη που γεννά καλλιτεχνική δημιουργικότητα. Ο διάσημος κριτικός Nikolai Dobrolyubov έγραψε ένα διάσημο άρθρο για αυτό το μυθιστόρημα, "Τι είναι ο Ομπλομοβισμός;" ​​στο οποίο περιέγραψε τις κύριες ιδέες του μυθιστορήματος κατά την άποψή του. Κατά τη σοβιετική εποχή, το άρθρο του Dobrolyubov δημοσιεύονταν συχνά μαζί με το μυθιστόρημα. Ο Ντομπρολιούμποφ αποκάλεσε τον Ομπλόμοφ «σημάδι των καιρών». Σε άλλο άρθρο στην εφημερίδα Pravda αφιερωμένο στην 125η επέτειο από τη γέννηση του Goncharov, γράφτηκε: "Ο Oblomov εμφανίστηκε σε μια εποχή κοινωνικής αναταραχής, αρκετά χρόνια πριν από την αγροτική μεταρρύθμιση, και έγινε αντιληπτός ως ένα κάλεσμα για την καταπολέμηση της αδράνειας και της στασιμότητας".

Δεν υπάρχουν σχόλια: