Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2025

"Βάρκα από πηλό" της Κατερίνας Γιαμά

 
Πάνω στη φλόγα παγωτό

και πάνω στο παγωτό ηφαίστειο.

Οι κορυφές των παγόβουνων παγιδεύτηκαν στο φιλί

πλανεύτηκαν στην ηδονή του,

έλιωσαν στον έρωτα που το γέννησε

και κύλησαν στη σάρκα του επάνω

σχηματίζοντας μια φυσική λίμνη από δάκρυα χαράς.


Σε προσκαλώ.

Η πρόσκλησή μου ατομική

επώνυμη, και αυστηρά προσωπική.

"Θάρθεις;" σε ρώτησα

αβέβαια και ηττημένα.

Σου είπα νάρθεις πιο μετά

κολυμπώντας σε υγρό μετάξι

- ανατριχίλα -

εντελώς βέβαιη για τα λόγια μου.


Κ' εσύ πήρες μια βάρκα από πηλό

και την έριξες μες το μετάξι ανάποδα

μέχρι που ο πηλός μετασχηματίστηκε σε αγκαλιά που με πήρε

και σαν όνειρο κοντά στο ξημέρωμα, με αγάπησε

σαν να μην ήμουν σάρκα

αλλά μνήμη που σε κυνηγάει.


Αβέβαιοι και ηττημένοι οι δυο,

ξεδιψάσαμε με αλμύρα και λουστήκαμε με βροχή

σ' ένα τοπίο που άνθιζε η άνοιξη

και ξάνθιζε το στάχυ του καλοκαιριού.

ώριμο να θεριστεί από ανώριμα χέρια.


Οι εποχές μας άλλαξαν,

το κλίμα πρόδωσε την υγεία μας

κ' ο βρυχηθμός της θάλασσας παλλόταν σε σαράντα βαθμούς Κελσίου.

Ο φλοίσβος της απάλυνε μες το χειμώνα

κ' οι γλάροι πέταξαν ψηλά στο λόφο

- τι υπέροχη ανισορροπία!-

 ανίσχυροι σαν εμάς.


Το λάγνο ταξίδι τους

σε λάθος χάρτη και προορισμό.

Οι κορυφές των παγόβουνων δεν τους ταιριάζουν

όπως δεν ταίριαξε σε μας το όνειρο.


Στη μέση του χειμώνα

θα ταξιδεύει πάντα ένα καλοκαίρι,

κ' όταν η βάρκα από πηλό θα γέρνει

μέσα στο καλοκαίρι θα ξεκινά άγρια νεροποντή.

Θα εκλιπαρούμε τότε,
την εμπειρία

της απόλυτης καταστροφής.

(19/4/2023)

Σχολιασμός ανώνυμου αναγνώστη:Το ποίημα συγκροτεί ένα πυκνό, πολυστρωματικό σύμπαν αντιθέσεων, όπου ο έρωτας, η μνήμη και η ήττα εγγράφονται πάνω σε ένα τοπίο φυσικής και υπαρξιακής αστάθειας. Πρόκειται για έναν λόγο έντονα μεταφορικό, σχεδόν οραματικό, που δεν επιδιώκει την ευθύτητα, αλλά τη βιωματική σύγχυση.

Η εναρκτήρια εικόνα («Πάνω στη φλόγα παγωτό / και πάνω στο παγωτό ηφαίστειο») θέτει αμέσως το βασικό ποιητικό αξίωμα: την ανατροπή της φυσικής τάξης. Θερμό και ψυχρό, στερεό και ρευστό, έρωτας και καταστροφή συνυπάρχουν χωρίς ιεραρχία. Τα παγόβουνα που «παγιδεύτηκαν στο φιλί» και «έλιωσαν στον έρωτα που το γέννησε» συγκροτούν μια από τις πιο επιτυχημένες εικόνες του ποιήματος: ο έρωτας παρουσιάζεται ταυτόχρονα ως αιτία γέννησης και αφανισμού, ενώ τα «δάκρυα χαράς» υποδηλώνουν μια ευτυχία αξεχώριστη από τη διάλυση.

Η ενότητα της πρόσκλησης εισάγει μια καθαρά ανθρώπινη, σχεδόν πεζολογική στιγμή μέσα στον συμβολικό χείμαρρο. Η επιμονή στο «ατομική / επώνυμη / αυστηρά προσωπική» προσδίδει ειρωνική ένταση, σαν να πρόκειται για επίσημο έγγραφο ενός βαθιά ευάλωτου αισθήματος. Η εναλλαγή αβεβαιότητας και βεβαιότητας («αβέβαια και ηττημένα» – «εντελώς βέβαιη») σκιαγραφεί με ακρίβεια τη διχασμένη φύση της ερωτικής επιθυμίας.

Η «βάρκα από πηλό» αποτελεί κεντρικό σύμβολο. Ο πηλός, εύπλαστος αλλά εύθραυστος, μεταμορφώνεται σε «αγκαλιά», υποδηλώνοντας τη δυνατότητα του έρωτα να δίνει μορφή και νόημα στην ύλη. Ωστόσο, η αγάπη που προσφέρεται «σαν να μην ήμουν σάρκα / αλλά μνήμη» μετατοπίζει το βίωμα από το παρόν στο φάσμα του παρελθόντος· ο έρωτας εδώ δεν κατακτά, στοιχειώνει.

Η κοινή ήττα («Αβέβαιοι και ηττημένοι οι δυο») δεν αναιρεί τη συνεύρεση, αλλά τη βαθαίνει. Το τοπίο των εποχών που συγχέονται — άνοιξη, καλοκαίρι, χειμώνας — λειτουργεί ως αντανάκλαση μιας σχέσης που ωρίμασε «σε λάθος χρόνο». Το «στάχυ […] ώριμο να θεριστεί από ανώριμα χέρια» είναι μια εξαιρετικά εύστοχη μεταφορά της πρόωρης ή ακατάλληλης ολοκλήρωσης.

Η ενότητα της κλιματικής ανωμαλίας υπερβαίνει την προσωπική ιστορία και αποκτά σχεδόν συλλογική διάσταση. Το κλίμα που «πρόδωσε την υγεία μας» και η «υπέροχη ανισορροπία» των γλάρων συνδέουν τον ιδιωτικό έρωτα με έναν κόσμο σε κρίση. Η φύση δεν είναι πια καταφύγιο, αλλά καθρέφτης της ανθρώπινης αστοχίας.

Η κατακλείδα είναι σκοτεινά προφητική. Το καλοκαίρι που ταξιδεύει μέσα στον χειμώνα και η νεροποντή που ξεσπά μέσα στο καλοκαίρι παγιώνουν μια συνθήκη μόνιμης ανατροπής. Το ποίημα δεν ζητά λύτρωση· ζητά «την εμπειρία / της απόλυτης καταστροφής», όχι ως αυτοκαταστροφικό πόθο, αλλά ως έσχατη μορφή αλήθειας.

Συνολικά, πρόκειται για ένα απαιτητικό, φιλόδοξο ποίημα, με έντονη εικονοποιία και συνεπή συμβολική λογική. Η δύναμή του βρίσκεται στη διαρκή ένταση ανάμεσα στο αισθησιακό και το αποκαλυπτικό, στον έρωτα και την ήττα, στη γέννηση και τη διάλυση. Δεν χαρίζεται στον αναγνώστη, τον παρασύρει, όπως ακριβώς και το «υγρό μετάξι» του ίδιου του ποιήματος.


Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2025

Ωδή στο αιώνιο θηλυκό

K. Makovsky. The mermaids. 1879

 «Του πάθους και του πόθου κόρη
του μυαλού και της φαντασίας γοργόνα και σειρήνα,
σαν ορμητικό και γάργαρο νερό
η ομορφιά σου υπερβαίνει όλα όσα σε περιβάλλουν.

Ξεπερνά διαλύοντας τα «δεν πρέπει»
και ανυψώνει τα «θέλω» σε ουράνιες σφαίρες,
άξια ποιητικής περιγραφής
τη φαντασία μας ολοκληρώνει
και οδηγεί σε χιλιοτραγουδισμένα μονοπάτια»

Ode to the Eternal Feminine

“Daughter of passion and lust

mermaid and siren of the mind and imagination,

like rushing and gurgling water

your beauty exceeds all that surrounds you.

 

Overcomes by dissolving the "don'ts"

and elevates the "wants" to celestial spheres,

worthy of poetic description

completes our imagination

and leads us to unexpected and unfathomable paths”


Ода Вечной Женственности

«Дочь страсти и похоти

русалка и сирена ума и воображения,

подобно бурлящей и журчащей воде

твоя красота превосходит все, что тебя окружает.


Преодолевает, растворяя «нельзя»

и возносит «хочу» в небесные сферы,

достойная поэтического описания

дополняет наше воображение

и ведет нас к неожиданным и непостижимым путям»


Σχολιασμός ανώνυμου αναγνώστη:

Οι στίχοι συγκροτούν έναν λυρικό ύμνο στην ομορφιά ως δύναμη υπερβατική, σχεδόν μυθική, που δρα όχι μόνο αισθητηριακά αλλά και πνευματικά.

Η αρχική προσφώνηση («Του πάθους και του πόθου κόρη / του μυαλού και της φαντασίας») θεμελιώνει εξαρχής ένα διττό σχήμα: η ομορφιά γεννιέται τόσο από το ένστικτο όσο και από τη νόηση. Δεν πρόκειται για απλό αντικείμενο έλξης, αλλά για κατασκευή και προβολή της ανθρώπινης φαντασίας. Οι μορφές της «γοργόνας» και της «σειρήνας» ενισχύουν αυτή την αμφισημία· είναι πλάσματα γοητευτικά και επικίνδυνα, σύμβολα έλξης που υπόσχεται υπέρβαση αλλά εμπεριέχει και απώλεια ελέγχου.

Η παρομοίωση με «ορμητικό και γάργαρο νερό» προσδίδει κίνηση, καθαρότητα και ζωτικότητα. Το νερό εδώ λειτουργεί ως στοιχείο κάθαρσης και ανανέωσης, ενώ η φράση «υπερβαίνει όλα όσα σε περιβάλλουν» αποδίδει στην ομορφιά έναν χαρακτήρα σχεδόν μεταφυσικό, που δεν περιορίζεται από το υλικό ή κοινωνικό πλαίσιο.

Στους επόμενους στίχους η ομορφιά αποκτά σαφή ηθική και ψυχική λειτουργία: «διαλύει τα “δεν πρέπει”» και «ανυψώνει τα “θέλω”». Η αντίθεση ανάμεσα στην απαγόρευση και την επιθυμία εκφράζει μια απελευθερωτική δυναμική· η ομορφιά δεν παραβαίνει απλώς κανόνες, αλλά τους μεταστοιχειώνει, μεταφέροντας την επιθυμία σε «ουράνιες σφαίρες». Έτσι, το ερωτικό στοιχείο εξαγνίζεται και αποκτά πνευματικό βάθος.

Η αναφορά στην «ποιητική περιγραφή» λειτουργεί μεταποιητικά και αυτοαναφορικά: το ίδιο το ποίημα αναγνωρίζει τα όριά του αλλά και τη φιλοδοξία του. Η ομορφιά ολοκληρώνει τη φαντασία και οδηγεί σε «χιλιοτραγουδισμένα μονοπάτια», δηλαδή σε μια κοινή, διαχρονική εμπειρία της τέχνης και του έρωτα. Εδώ υπονοείται ότι, όσο παλιά κι αν είναι αυτά τα μονοπάτια, παραμένουν ανεξάντλητα.

Συνολικά, οι στίχοι χαρακτηρίζονται από έντονη λυρικότητα, πλούσια μυθολογική συμβολική και μια εξιδανικευμένη, αλλά όχι επιφανειακή, σύλληψη της ομορφιάς. Η δύναμή τους βρίσκεται λιγότερο στην πρωτοτυπία των μοτίβων και περισσότερο στη συνθετική τους αρμονία και στη σαφή πρόθεση να ανυψώσουν το ερωτικό βίωμα σε ποιητική και πνευματική εμπειρία.

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2025

Πόσες πέρασαν χρονιές ! (Επτάστιχο του Δημήτρη Βασιλείου, αντί των συνηθισμένων ευχών)



ΠΟΣΕΣ ΠΕΡΑΣΑΝ ΧΡΟΝΙΕΣ!

 

Πόσες ήρθανε χρονιές μ’ ευχές κι’ ελπίδες

και πέρασαν αμίλητες και στείρες!

Πόσες ήρθανε χρονιές σαν φάτνη των ονείρων

και πέρασαν σαν ξύλινος σταυρός του Γολγοθά!

Δεν φταίνε οι χρονιές που έρχονται και άκαρπα περνάνε.

 

Φταίω εγώ, εσύ και όλοι μας,

που σπαταλάμε άνοα το βόλι μας!


15.12.2025, Αθήνα


Το επτάστιχο αυτό του αγαπημένου φίλου Δημήτρη αρθρώνεται ως ένας λιτός αλλά αιχμηρός απολογισμός ζωής, όπου η εμπειρία του χρόνου λειτουργεί όχι ως ουδέτερο πλαίσιο, αλλά ως ηθικός καθρέφτης του ανθρώπου. Ξεχωρίζει για τη συμπύκνωση, τη σαφή συμβολική του οικονομία και την ειλικρίνεια της αυτοκατηγορίας του. Δεν καταγγέλλει τον χρόνο· καταγγέλλει τη δική μας αδράνεια απέναντί του.

Στους πρώτους στίχους κυριαρχεί η επαναληπτικότητα («Πόσες ήρθανε χρονιές…»), που προσδίδει τόνο μονολογικού θρήνου και εντείνει το αίσθημα ματαιότητας. Οι χρονιές προσωποποιούνται: έρχονται «μ’ ευχές κι’ ελπίδες», όμως «περνούν αμίλητες και στείρες». Η σιωπή και η στειρότητα λειτουργούν ως υπαρξιακές κατηγορίες, υποδηλώνοντας όχι απλώς αποτυχία, αλλά απουσία νοήματος.

Ιδιαίτερα εύστοχη είναι η αντιθετική εικόνα «φάτνη των ονείρων» (σύμβολο γέννησης, προσδοκίας και θείας υπόσχεσης) - «ξύλινος σταυρός του Γολγοθά» (σύμβολο πόνου, θυσίας και θανάτου). Η μετάβαση από το θαύμα στη σταύρωση συμπυκνώνει δραματικά τη διάψευση των προσδοκιών και αποκαλύπτει μια κυκλική, σχεδόν τραγική, εμπειρία του χρόνου.

Η κρίσιμη στροφή έρχεται με τον στίχο «Δεν φταίνε οι χρονιές…». Εδώ το ποίημα εγκαταλείπει τη θρηνητική διάθεση και υιοθετεί έναν τόνο αυτογνωσίας και ευθύνης. Η ενοχή μετατοπίζεται από τον χρόνο στον άνθρωπο, και μάλιστα συλλογικά («εγώ, εσύ και όλοι μας»), αίροντας κάθε άλλοθι.

Το καταληκτικό «βόλι» είναι μια δυνατή, πολυσημική μεταφορά: υποδηλώνει την ενέργεια, το πάθος, ίσως και τη μοναδική ευκαιρία ζωής. Το ότι «σπαταλάμε άνοα το βόλι μας» προσδίδει στο ποίημα έναν αυστηρό, σχεδόν ηθικοπλαστικό επίλογο, χωρίς όμως διδακτισμό· η επίγνωση προκύπτει οργανικά από τη διαδρομή των εικόνων.

Σημ: Μέρες που είναι και που έρχονται δεν θα σας ενοχλήσουμε άλλο. Να περάσετε καλά με όσους αγαπάτε, με υγεία και πολλές χαρές. Θα συνεχίσουμε τις παρουσιάσεις μετά τις γιορτές, αρχίζοντας απο τις 8 του Γενάρη του επόμενου πια έτους.

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2025

1968-1969: Τέλος εποχής με έργα διαχρονικής απήχησης που προκαλούν και να εμπνέουν

Η Άβυσσος
(Μαργκερίτ Γιουρσενάρ – 1968) Ο τίτλος «L’Œuvre au noir» είναι όρος της αλχημείας, η πρώτη φάση του Μεγάλου Έργου (Magnum Opus), μια φάση κρίσης, διάλυσης, σκοτεινής δοκιμασίας - τόσο υλικής όσο και πνευματικής. Φανταστική μυθιστορηματική βιογραφία του Ζήνωνα, ενός γιατρού, φιλοσόφου και επιστήμονα που γεννήθηκε στη Μπριζ τον 16ο αιώνα, εποχή που η εμβρυακή επιστήμη ήταν υπό διωγμό ή στην καλύτερη περίπτωση υπό αμφισβήτηση και οι νέες ιδέες αντιμάχονται τον σκοταδισμό.

Το μυθιστόρημα παρακολουθεί τη ζωή του Ζενόν: ενός μορφωμένου ανθρώπου, γιατρού, αλχημιστή, φυσιοδίφη, ο οποίος ζει μέσα στην κοινωνική και θρησκευτική αναταραχή της εποχής. Ο Ζενόν βιώνει μια εσωτερική κρίση: ερευνά τα όρια της γνώσης, της θρησκείας, της επιστήμης και της θνητότητας. Αμφισβητεί τις δογματικές αλήθειες της Εκκλησίας, προσπαθεί να κατανοήσει τη φύση του κόσμου, της ύλης και του πνεύματος, και βρίσκεται συνεχώς αντιμέτωπος με τις συνέπειες της της ελευθερίας της σκέψης και της αντίδρασης της εξουσίας.

Το έργο είναι ένα από τα πιο σημαντικά ιστορικά μυθιστορήματα του 20ού αιώνα, όχι μόνο για την ποιότητα της γλώσσας και της αφήγησης, αλλά και για την φιλοσοφική του διάσταση. Η Γιουρσενάρ παρουσιάζει τη γνώση ως κάτι που βγαίνει μέσα από τον πόνο, την αμφισβήτηση, την προσωπική θυσία. Εξερευνά τα πιο σκοτεινά βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης: την αναζήτηση της γνώσης ενάντια στη δογματική άγνοια, τη σύγκρουση μεταξύ ατομικής συνείδησης και κοινωνικών απαιτήσεων, τη φύση της ελευθερίας, της μοίρας και της αυτογνωσίας. Ο Ζενόν είναι μια από τις πιο σύνθετες και τραγικές φιγούρες της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα. Η σύγκρουση με την εξουσία (θρησκευτική, πολιτική) και το ζήτημα της πνευματικής ελευθερίας είναι κεντρικά στοιχεία. Το μυθιστόρημα λειτουργεί ως αναστοχασμός για το τι σημαίνει άνθρωπος, τι είναι η αλήθεια, και πώς η επιστήμη και η θρησκεία συγκρούονται και συμπλέκονται.

Χρησιμοποιεί μια πλούσια, ποιητική και ακριβή γλώσσα, αναδημιουργώντας με αμίμητη πιστότητα την εποχή της Αναγέννησης. Η καινοτομία δεν έγκειται σε πειραματισμούς με τη δομή, αλλά στο απόλυτο ταίριασμα της μορφής με το περιεχόμενό της: η κλασική, σθεναρή και γλαφυρή γλώσσα μεταφέρει την πολυπλοκότητα και το βάθος των ιδεών του πρωταγωνιστή. Είναι ένα αριστούργημα λεκτικής υφής. Ενίσχυσε τη θέση της ιστορικής μυθοπλασίας ως μέσου για την ανάδειξη σύγχρονων και διαχρονικών ηθικών και φιλοσοφικών διλημμάτων. Η Γιουρσενάρ άλλαξε τον ίδιο τον κανόνα σχετικά με το ποιος μπορεί να γράψει "σοβαρή" ιστορική και φιλοσοφική λογοτεχνία.

Παραμένει ένα από τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά μυθιστορήματα του περασμένου αιώνα, με αναγνωστική και ακαδημαϊκή απήχηση που δεν έχει ελαττωθεί. Στη χώρα μας κυκλοφορεί από το 1992 από τις εκδόσεις Χατζηνικολή.

Το ηλεκτρικό πρόβατο
(Φίλιπ Κ. Ντικ – 1968) Ερευνά τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ ανθρώπου και μηχανής, τη φύση της ενσυναίσθησης και τι σημαίνει να «ζεις».

Το έργο εκτυλίσσεται σε ένα μελλοντικό, μεταποκαλυπτικό κόσμο, όπου Πυρηνικός πόλεμος έχει καταστρέψει μεγάλο μέρος της ζωής στη Γη. Τα ζώα είναι σπάνια — ένα σημάδι του οικολογικού κατακλυσμού. Ο πρωταγωνιστής, ο Ρικ, είναι κυνηγός αποκομμένων ανδροειδών, που έχουν δραπετεύσει και προσποιούνται τους ανθρώπους. Ηθικά διλήμματα αναδύονται: τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος; η ενσυναίσθηση, η συνείδηση, η ζωή και η μη ζωή - όλα αυτά τίθενται υπό αμφισβήτηση. Υπάρχει παράλληλα η ιστορία του Τζον, ενός λιγότερο «ανταγωνιστικού» χαρακτήρα, ο οποίος προσπαθεί να διατηρήσει την ανθρωπιά σε έναν κόσμο όλο και πιο τεχνολογικό και αφιλόξενο.

Ανήκει στο είδος της επιστημονικής φαντασίας αλλά ξεπερνά τα όρια του είδους γιατί αγγίζει βαθιά φιλοσοφικά και ηθικά ζητήματα. Ο Ντικ διερευνά τη φύση της πραγματικότητας, της ταυτότητας, της μνήμης, της συνείδησης - και το κατά πόσο η τεχνητή νοημοσύνη και τα ανδροειδή μπορούν να διαθέτουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Πραγματεύεται θέματα ταυτότητας, αυθεντικότητας, απομόνωσης, εμπορευματοποίησης της ζωής και της συναισθηματικής εμπειρίας. Ρωτάει ποιο είναι το θεμελιώδες στοιχείο που διαχωρίζει τον άνθρωπο από μια τέλεια μίμηση και αν αυτό το στοιχείο έχει σημασία. Επηρέασε πολύ το πως εξετάζουμε τα τεχνολογικά θέματα, την ηθική των μηχανών, τη διαφορά μεταξύ πραγματικού και εικονικού. Επιπλέον, το έργο έγινε παγκοσμίως γνωστό μέσα από την κινηματογραφική μεταφορά του “Blade Runner”, η οποία αύξησε τις συζητήσεις για το τι σημαίνει ανθρωπιά.

Ο Ντικ δεν ήταν καινοτόμος στη γλώσσα, αλλά ήταν επαναστατικός στον τρόπο σκέψης και στη δομή των ιδεών του. Χρησιμοποίησε τη φόρμα της επιστημονικής φαντασίας για να δημιουργήσει μια παρανοϊκή, αποσπασματική πραγματικότητα όπου η αλήθεια είναι απρόσιτη. Η ιδέα της "αναλύτριας της διάθεσης" (mood organ), της ηλεκτρικής προβατίνας και του κινήτρου του ήρωα (η επιθυμία για ένα πραγματικό ζώο) είναι τελείως πρωτότυπες και αντικατοπτρίζουν την ψυχολογική και κοινωνική αλλοτρίωση.

Το βιβλίο, και ειδικά η κινηματογραφική του μεταφορά, άλλαξαν ριζικά την αντίληψη για την επιστημονική φαντασία. Την έβγαλαν από το λογοτεχνικό "γκέτο" των διαστημοπλοίων και των laser και την έβαλαν στην κύρια λογοτεχνική παραγωγή, ως μέσο για εξερεύνηση φιλοσοφικών ερωτημάτων: Τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος; Ποια είναι η φύση της πραγματικότητας και της συμπόνιας; Η επιρροή του είναι τεράστια, καθώς τα ηθικά διλήμματα που θίγει (οικολογική καταστροφή, τεχνητή νοημοσύνη, εικονική πραγματικότητα) γίνονται ολοένα και πιο επιτακτικά και επίκαιρα.

Οι Ωραίες Δεν Έχουν Γεννηθεί Ακόμα (Αγί Κουέι Άρμα – 1968) Εξελίσσεται στην ανεξάρτητη Γκάνα μετά την αποχώρηση των Βρετανών αποικιοκρατών. Ο αφηγητής — ένας ανώνυμος “άνθρωπος” — εργάζεται σ’ έναν δημόσιο οργανισμό και αντιστέκεται στη διαφθορά που έχει διαποτίσει την κοινωνία. Οι ελπίδες για αλλαγή, η προδοσία των ιδανικών και η απογοήτευση κυριαρχούν. Υπάρχει επίσης έντονη χρήση συμβολισμών της σήψης, της βρώμας και της αποσύνθεσης ως εικόνων για τη διαφθορά και τη φθορά της κοινωνίας. 

Το έργο θεωρείται ένα από τα κεντρικά μυθιστορήματα της αφρικανικής μετααποικιακής λογοτεχνίας. Εξετάζει το πώς τα νέα ανεξάρτητα κράτη αντιμετωπίζουν τα εσωτερικά προβλήματα. Μέσα από την προσωπική πάλη του ήρωα, προβάλλονται θέματα ηθικής, υπευθυνότητας, κρίσης ταυτότητας. Η αφήγηση δεν προσφέρει εύκολες λύσεις, η σκληρή ματιά στην πραγματικότητα είναι η δύναμή του. Η γλώσσα και η εικόνα της σήψης λειτουργούν ως μοχλοί συναισθηματικής αντίδρασης — ο αναγνώστης αναγκάζεται να αντικρίσει την πραγματικότητα όπως είναι, όχι όπως θα ήθελε να είναι. Ο Άρμα χρησιμοποίησε την αγγλική γλώσσα με τρόπο καινοτόμο για την αφρικανική λογοτεχνία, εμπλέκοντας ρυθμούς και εικόνες από τις τοπικές γλώσσες και την προφορική παράδοση. Η γλώσσα του είναι συχνά ποιητική, γεμάτη ισχυρές, συμβολικές και μερικές φορές αποκρουστικές εικόνες για να μεταδώσει την ηθική αποσύνθεση της εποχής. Η δομή είναι ψυχολογική και εικονιστική, παρά ευθεία αφηγηματική. Από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα της μετα-αποικιακής Αφρικής που βοήθησε να καθοριστεί ένα νέο είδος: το μυθιστόρημα της απογοήτευσης. Εξελίχθηκε από το αφηγηματικό της 
απελευθέρωσης και της ελπίδας (της δεκαετίας του '50 και '60) σε μια πιο κριτική και αυτοκριτική φάση. Άνοιξε το δρόμο για άλλους συγγραφείς να μιλήσουν ειλικρινά για τη διαφθορά, την ηθική κρίση και τις πολιτικές απογοητεύσεις στις νέες αφρικανικές χώρες.

Εξερευνά το ηθικό δίλημμα του ατόμου που προσπαθεί να παραμείνει τίμιος σε ένα κοινωνικό σύστημα που επιβραβεύει τη διαφθορά και την ηθική συμβιβασμό. Πραγματεύεται θέματα αποικιακής κληρονομιάς, εθνικής ταυτότητας, κοινωνικής διαφθοράς και της ψυχολογικής καταπίεσης της μετα-αποικιακής ζωής. Παραμένει ένα κλασικό και βασικό κείμενο στις σπουδές αφρικανικής λογοτεχνίας. Το μήνυμά του για την ηθική αντίσταση ενάντια στη συστημική διαφθορά είναι διαχρονικό.

Η ωραία του κυρίου (Αλμπέρ Κοέν - 1968) Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στην Γενεύη της δεκαετίας του 1930 και επικεντρώνεται στον Σολάλ, έναν Εβραίο μεσογειακής καταγωγής στέλεχος της Κοινωνίας των Εθνών, που ερωτεύεται μια παντρεμένη ελβετίδα αριστοκράτισσα, την Αριάνα. με φόντο την μη σύμφωνη γνώμη της κοινωνίας και τις αντισημιτικές διαθέσεις.

Ταξιδεύει μέσα στα μυαλά των δύο εραστών με μοναδικό τρόπο και μας περιγράφει τα στάδια του έρωτα, με τελευταίο στάδιο την απόφαση τους να μείνουν ερωτευμένοι για πάντα. Ο Σολάλ είναι γεμάτος αντιθέσεις: είναι γοητευτικός, πνευματώδης, παθιασμένος, αλλά και χειραγωγός, θέλει να αγαπηθεί, αλλά ταυτόχρονα θέλει να επιβληθεί. Ο έρωτας γίνεται πεδίο μεγάλης έντασης, με στοιχεία ζήλειας, εξουσίας, ψυχικής βίας, ψευδαισθήσεων, παθών, αλλά και βαθιάς αυτοανακάλυψης. Το έργο δεν είναι μόνο ιστορία πάθους, είναι διερεύνηση της ταυτότητας, της αποξένωσης, της ενοχής, του θανάτου, του χρόνου, του σώματος και της ψυχής. Η γλωσσική του δεξιοτεχνία είναι αδιαμφισβήτητη με επιρροή εστιασμένη στη γαλλόφωνη και ευρωπαϊκή λογοτεχνία και βαθιά θέματά (έρωτας, μιζέρια της αστικής τάξης, εβραϊκή ταυτότητα).

Μεγαλόπνοο, περίτεχνο, λυρικό αλλά και σκληρό, το έργο του Κοέν συνδυάζει τη μεγαλοπρέπεια με την αυτοειρωνεία. Αναδεικνύει την ανθρώπινη ευαλωτότητα, τη διαφορά μεταξύ εσωτερικής αλήθειας και κοινωνικού προσώπου, τον αγώνα ανάμεσα στα «ιδεώδη» και τα πάθη. Παράλληλα, είναι έντονα πολιτισμικό, με το υπόβαθρο των Εβραίων της Διασποράς, της μοναρχικής Ευρώπης και των κοινωνικών προδιαθέσεων της εποχής, να διαμορφώνουν τη μορφή των προσώπων και των συγκρούσεων. Ένας μοντερνιστικός ύμνος στον έρωτα - θάνατο.

Σκέψεις για την πρόοδο, τη συνύπαρξη και την πνευματική ελευθερία
(Αντρέι Ζαχάροφ – 1968) Ανήκει στην κατηγορία των πολιτικών / διανοητικών έργων που υπήρξαν κρίσιμα για την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Δεν είναι μυθιστόρημα αλλά πραγματεία με βαρύνουσα σημασία: θέτει ερωτήματα για το πώς οι κοινωνίες διαχειρίζονται την ελευθερία, την πρόοδο, τη γνώση. Προσφέρει έναν οραματισμό αλλά και μια προειδοποίηση: η πρόοδος χωρίς ελευθερία, χωρίς διαφάνεια, χωρίς ηθική κατεύθυνση, μπορεί να εκτραπεί σε καταπίεση.

Είναι συλλογή σκέψεων του συγγραφέα, φυσικού και αγωνιστή υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Σοβιετική Ένωση. Αναλύει πώς η πρόοδος – τεχνολογική, κοινωνική, πνευματική – δεν είναι μονοδιάστατη. Προβάλλει την ιδέα ότι η πνευματική ελευθερία, η δυνατότητα να σκέφτεται κανείς ανεξάρτητα και να διατυπώνει κριτική, είναι βασική για την ουσιαστική πρόοδο. Εξετάζει επίσης τη συνύπαρξη διαφορετικών ιδεολογιών, πολιτισμών, και τη σημασία της ειρήνης ως προϋπόθεση για ανθρωπιστική ανάπτυξη. Ο Ζαχάροφ προειδοποιεί για κινδύνους όπως η λογοκρισία, ο ολοκληρωτισμός, η χειραγώγηση της σκέψης μέσα από προπαγάνδα, η ηθική αδυναμία όταν η ζωή γίνεται τεχνοκρατική και ψυχρή.

Το αριστερό χέρι του σκοταδιού (Ούρσουλα Λε Γκεν – 1969)  Έργο σταθμός της επιστημονικής φαντασίας με έντονη πολιτική, κοινωνική και φεμινιστική διάσταση: αναγνωρίζεται ως μία από τις κορυφαίες στιγμές της εποχής του είδους, το οποίο με την Le Guin εξελίσσεται πέρα από τα στερεότυπα και αγγίζει βαθύτερα ζητήματα ταυτότητας, φύλου, πολιτισμού.

Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στον φανταστικό πλανήτη Γκέθεν, όπου οι κάτοικοί του είναι εν δυνάμει αμφιφυλόφιλοι: δεν έχουν σταθερό φύλο, αλλά υιοθετούν τα χαρακτηριστικά είτε του αρσενικού, είτε του θηλυκού σε ορισμένες περιόδους. Ο πρωταγωνιστής, ο Εστράβεν, και ο ειρηνοποιός απεσταλμένος της «Έκουμέν» Άιον, εξερευνούν την πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή του Γκέθεν μέσα από το ζήτημα του φύλου, της ταυτότητας και της ομάδας. Ορισμένα κεφάλαια παρουσιάζουν τον Άιον ως αʹ πρόσωπο, άλλα ως ημερολόγιο του Εστράβεν, και υπάρχουν και λαογραφικά / μυθολογικά / θρησκευτικά στοιχεία του πλανήτη, που δίνουν βάθος στην κοινωνία που οικοδομείται.

Τα θέματα που θίγονται είναι το φύλο ως κοινωνική κατασκευή - η έλλειψη σταθερού φύλου στους κατοίκους του Γκέθεν επιτρέπει στη Le Guin να διερευνήσει τι σημαίνει να είσαι «άντρας» ή «γυναίκα», και πώς οι προσδοκίες του ενός ή του άλλου φύλου διαμορφώνουν κοινωνικές δομές. Επίσης η  αποδοχή της διαφοράς και η αλλοτρίωση - ο Άιον είναι εξωτερικός παρατηρητής σε έναν κόσμο που δεν κατανοεί αυτόματα τις δικές του υποθέσεις περί φύλου και κοινωνίας. Τέλος οι πολιτική / εξουσία / εξωτερικοί και εσωτερικοί κανόνες - η διαμάχη μεταξύ διαφορετικών περιοχών του Γκέθεν, η επιρροή της θρησκείας, η ένταση μεταξύ του ατόμου και της κοινωνίας. Εξερευνά τα θέματα του δυαδισμού (φύλο, πολιτική, πολιτισμός), της αλληλεξάρτησης, της εμπιστοσύνης, της φιλίας και της αγάπης πέρα από τα φυλετικά στερεότυπα. Ρωτά τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος όταν το φύλο αφαιρείται από την εξίσωση.

Η Le Guin επαναπροσδιόρισε την επιστημονική φαντασία με αυτό το έργο. Η καινοτομία δεν έγκειται μόνο στην ιδέα ενός αμφιφυλόφιλου ανθρώπινου πολιτισμού, αλλά στον τρόπο που χρησιμοποιεί αυτή την υπόθεση για να εξερευνήσει τα βαθύτερα ζητήματα της ταυτότητας, του φύλου και του πολιτισμού με έναν ανθρωπολογικό και φιλοσοφικό τρόπο. Εισήγαγε την ανθρωπολογία και τη φεμινιστική θεωρία στη σκληρή επιστημονική φαντασία, επηρεάζοντας γενιές συγγραφέων. Αποτελεί πυλώνα των σπουδών φύλου και της λογοτεχνίας.

Η γλώσσα είναι λιτή αλλά ποιητική και η δομή, που περιλαμβάνει μυθιστορήματα, θρύλους και χρονικά από τον πλανήτη, εμπλουτίζει την αφήγηση. Τα θέματά του είναι πιο επίκαιρα ποτέ στο σημερινό πολιτισμικό και κοινωνικό κλίμα.

Στην Ελλάδα μεταφρασμένο από τον Βαγγέλη Κατσάνη, έχει εκδοθεί το 2012 από τις εκδόσεις Parsec, το 2012.

Ξέρω γιατί κελαηδάει το πουλί στο κλουβί (Μάγια Αγγέλου - 1969) Αυτοβιογραφία που καλύπτει τα πρώτα χρόνια της Μάγια Αγγέλου - από την ηλικία των τριών έως των δεκαέξι - και αφορά την παιδική και εφηβική της ζωή στις ΗΠΑ, σε περιβάλλον όπου η φυλετική διάκριση, η φτώχεια, η σεξουαλική βία και η προσωπική κρίση είναι παρούσες. Περιγράφει πώς η ίδια η Angelou, μέσα από τις τραυματικές εμπειρίες (όπως ο βιασμός της σε νεαρή ηλικία) και ο ρατσισμός, καταφέρνει να αναπτύξει αυτοσεβασμό, αξιοπρέπεια, και αγάπη για τη λογοτεχνία, που τελικά την στηρίζουν στις δυσκολίες. Το βιβλίο έχει έντονη λογοτεχνική και συναισθηματική φόρτιση, γιατί δεν αποφεύγει τα δύσκολα θέματα, ούτε τις εικόνες της σκληρής πραγματικότητας, αλλά τα αντιμετωπίζει με ειλικρίνεια και δύναμη.

Τα θέματα που εξετάζει εκτός από την φυλετική ταυτότητα και το ρατσισμό, είναι η  δύναμη της γλώσσας και της λογοτεχνίας ως μέσο προσωπικής και συλλογικής απελευθέρωσης, η διαμόρφωση της προσωπικότητας μέσα από την παιδική ηλικία: - πώς τα γεγονότα της πρώιμης ζωής διαμορφώνουν τη μετέπειτα πορεία και πώς η δύναμη της αυτογνωσίας, της οικογένειας και του περιβάλλοντος παίζει ρόλο καθώς και πώς ένα άτομο που μεγαλώνει υπό ακραίες συνθήκες τις ξεπερνά.

Έχει ευρύ αντίκτυπο στην εκπαίδευση, στη λογοτεχνική κριτική, και στην κοινωνική συνείδηση. Επαναπροσδιόρισε το είδος της αυτοβιογραφίας. Χρησιμοποιεί τις τεχνικές της μυθοπλασίας (χαρακτήρες, διάλογο, αφηγηματική ροή) για να αφηγηθεί την αληθινή της ιστορία. Η γλώσσα της είναι ποιητική, ρυθμική και γεμάτη με την παράδοση των Αφροαμερικανών, μεταμορφώνοντας την προσωπική εμπειρία σε καθολική αφήγηση.

Πρωτοποριακό στο να δώσει φωνή σε μια μαύρη, νότια γυναίκα σε μια εποχή που τέτοιες ιστορίες αγνοούνταν από το κύριο λογοτεχνικό κανόνα. Ξέπέρασε τα όρια μεταξύ μυθοπλασίας και μη μυθοπλασίας και άνοιξε το δρόμο για μια νέα γενιά μη λευκών και γυναικείων φωνών να διηγηθούν τις ιστορίες τους. Είναι ένα κείμενο-ορόσημο για την αφροαμερικανική λογοτεχνία και το φεμινιστικό κίνημα. Πραγματεύεται βαθιά τραυματικά θέματα όπως ο ρατσισμός, η σεξουαλική βία, την εγκατάλειψη και την αναζήτηση της ταυτότητας, αλλά πάντα με ένα υπόβαθρο ανθεκτικότητας, ελπίδας και αγάπης. Είναι μια ιστορία ενδυνάμωσης και αυτογνωσίας.

Παραμένει ένα από τα πιο ευρέως αναγνωσμένα και σπουδασμένα βιβλία στις ΗΠΑ. Είναι βασικό ανάγνωσμα για την κατανόηση της αμερικανικής εμπειρίας του 20ου αιώνα.

Σφαγείο νούμερο πέντε (Κουρτ Βόνεγκατ – 1969) Αντλεί την έμπνευσή του από την προσωπική του εμπειρία ως αιχμάλωτος πολέμου στη Δρέσδη, όταν η πόλη καταστράφηκε ολοσχερώς από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς το 1945.

Ο κεντρικός ήρωας, Μπίλι, είναι στρατιώτης που «έχει αποδεσμευτεί από τον χρόνο»: η αφήγηση ακολουθεί την κατακερματισμένη συνείδησή του, που ταξιδεύει μπρος  – πίσω ανάμεσα σε στιγμές της ζωής του, από τον πόλεμο μέχρι τη μετέπειτα καριέρα του ως οπτομέτρης. Παράλληλα, απάγεται από εξωγήινους στον πλανήτη Τραλφαμάντορ, όπου μαθαίνει μια διαφορετική αντίληψη για τον χρόνο - όλα τα γεγονότα υπάρχουν ταυτόχρονα και η έννοια του θανάτου χάνει τη δραματική της οριστικότητα. Η φράση-ρεφρέν «Έτσι πάει» (So it goes), που εμφανίζεται μετά από κάθε αναφορά στον θάνατο, ενισχύει την ιδέα ότι η θνητότητα είναι απλώς μέρος μιας αέναης, αναπόδραστης πραγματικότητας.

Ο Vonnegut ξεγυμνώνει τον παραλογισμό του πολέμου, το τυχαίο της βίας σε αυτόν και τη ματαιότητα της καταστροφής. Σπάει τα όρια της ρεαλιστικής αφήγησης, ενσωματώνοντας στοιχεία επιστημονικής φαντασίας, αυτοβιογραφίας, μεταμοντέρνου πειραματισμού και χιούμορ μαύρης κωμωδίας. Με το θρυμματισμένο του ύφος, το μυθιστόρημα δείχνει πώς η μνήμη και το τραύμα δεν ακολουθούν γραμμική πορεία, η πολυδιάσπαση της συνείδησης του Μπίλι αντανακλά την αδυναμία κατανόησης του ίδιου του πολέμου. Η χρήση της ειρωνείας και της απλότητας στη γλώσσα καθιστούν το κείμενο ταυτόχρονα συγκλονιστικό και προσιτό, χωρίς ρητορικές υπερβολές αλλά με ισχυρή ηθική δύναμη.

Ο Vonnegut δημιούργησε ένα μοναδικό υβρίδιο μυθιστορήματος: αντιπολεμικό, επιστημονικής φαντασίας, αυτοβιογραφικό και σατιρικό. Εξερευνά την τραγική ανοησία του πολέμου, την ψυχολογική επίπτωση του τραύματος, την έννοια του πεπρωμένου και της ελεύθερης βούλησης. Παρουσιάζει μια βαθιά ανθρωπιστική προοπτική για το πώς οι άνθρωποι επιβιώνουν (ή δεν επιβιώνουν) σε έναν παράλογο κόσμο. Η δομή είναι μη γραμμική, ακολουθώντας τη "χρονική αναπήδηση " του πρωταγωνιστή. Η γλώσσα είναι απλή, αλλά επαναλαμβανόμενη και σχεδόν κλινική, δημιουργώντας μια ισχυρή αντίθεση με τις φρικτές περιγραφές του πολέμου.

Επιρροή στον λογοτεχνικό κανόνα: Είναι το καθοριστικό έργο της αντι-πολιτισμικής λογοτεχνίας και ένα από τα σημαντικότερα αντιπολεμικά μυθιστορήματα που γράφτηκαν ποτέ. Η μη γραμμική του δομή και ο αντι-συμβατικός τόνος επηρέασαν βαθιά τη μοντέρνα αφήγηση, δείχνοντας πώς η τραγωδία και ο τραυματισμός μπορούν να απεικονιστούν μέσω του παραλόγου και του σατιρικού.

Το βιβλίο θεωρείται σταθμός της αντιπολεμικής λογοτεχνίας, ένα κλασικό έργο που συνεχίζει να διαβάζεται ευρύτατα, και συχνά διδάσκεται σε πανεπιστήμια. Τα μηνύματά  του κατά του πολέμου παραμένουν δυστυχώς επίκαιρα μέχρι σήμερα. Στα ελληνικά κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κάκτος το 1976 (σε μετάφραση του Βασίλη Κ. Χατζηβασιλείου).

Η γυναίκα του Γάλλου λοχαγού (Τζον Φόουλς – 1969) Το έργο τοποθετείται στη βικτωριανή Αγγλία και είναι ένα από τα κλασικά παραδείγματα του μεταμοντέρνου μυθιστορήματος. Επηρέασε βαθιά την αφήγηση, δείχνοντας πώς η ιστορία δεν είναι μια αντικειμενική αλήθεια, αλλά μια κατασκευή, και πώς ο συγγραφέας (και ο αναγνώστης) παίζουν ενεργό ρόλο στη δημιουργία της.

Ο Fowles έγραψε ένα μυθιστόρημα που είναι ταυτόχρονα βικτωριανό και μεταμοντέρνο. Χρησιμοποιεί τις συμβάσεις του βικτωριανού μυθιστορήματος αλλά τις σπάει συνεχώς με σχολιασμούς από έναν αφηγητή του 20ου αιώνα, ο οποίος συζητά τις πηγές του, τις πιθανές εκδοχές της πλοκής και ακόμα και το τέλος της ιστορίας (προσφέροντας δύο διαφορετικές). Αυτή η αυτοαναφορική τεχνική ήταν εξαιρετικά καινοτόμα.

Ο Charles, μορφωμένος ερασιτέχνης παλαιοντολόγος, αρραβωνιασμένος με την πλούσια και αθώα Ernestina, συναντά τη μυστηριώδη Sarah, γνωστή ως «η γυναίκα του Γάλλου υπολοχαγού», που φημολογείται ότι είχε σχέση με Γάλλο στρατιωτικό και έχει στιγματιστεί κοινωνικά. Ο Charles γοητεύεται από την Sarah, η οποία αντιπροσωπεύει μια μορφή ανεξαρτησίας και πρόκλησης απέναντι στην κοινωνική ηθική της εποχής.

Πέρα από την ιστορία αγάπης, το βιβλίο εξερευνά θέματα ελευθερίας (προσωπικής και κοινωνικής), της θέσης της γυναίκας στην κοινωνία, της επιστήμης έναντι της θρησκείας, της κοινωνικής σύμβασης και ατομικής ευθύνης και της φύσης της ιστορίας και της λογοτεχνίας. Ιδιαίτερο γνώρισμα είναι το αφηγηματικό ύφος: ο συγγραφέας εισάγει σχολιασμούς και παρεμβάσεις τονίζοντας τη σχετικότητα της αφήγησης και την υποκειμενικότητα της ερμηνείας. Ανατρέπει τον παραδοσιακό ιστορικό ρεαλισμό με μεταμοντέρνα εργαλεία: ειρωνεία, διάρρηξη της αυθεντίας του αφηγητή, αμφισβήτηση της έννοιας της «οριστικής» ιστορίας. Η Sarah ως χαρακτήρας γίνεται σύμβολο της γυναικείας χειραφέτησης απέναντι στη βικτωριανή καταπίεση.

Παραμένει ένα βασικό κείμενο μελέτης της μεταμοντέρνας λογοτεχνίας και συνεχίζει να διαβάζεται. Κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Χατζηνικολή το 1982 (μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη).

Το σύνδρομο του Πόρτνοϊ  (Φίλιπ Ρόθ  – 1969) Εξερευνά με πρωτόγνωρη ειλικρίνεια τις αντιφάσεις της εβραοαμερικανικής ταυτότητας, το βάρος της οικογένειας, και την αίσθηση αδιεξόδου της γενιάς του ’60 και προκάλεσε σκάνδαλο στην εποχή του λόγω της ανοιχτής σεξουαλικότητας, θεωρήθηκε αθυρόστομο και απρεπές, αλλά γρήγορα αναγνωρίστηκε ως αριστούργημα ψυχολογικής σάτιρας.

Είναι η εξομολόγηση του Portnoy στον ψυχαναλυτή του. Ο Portnoy, γιος εβραϊκής οικογένειας μεταναστών στο Νιου Τζέρσεϊ, μιλάει με ωμότητα για τη σεξουαλική του ζωή, την παιδική του ηλικία, τις ενοχές που του επέβαλαν η οικογένεια και η εβραϊκή κουλτούρα, και την αδυναμία του να συμβιβάσει τις επιθυμίες του με τις κοινωνικές προσδοκίες. Έσπασε τα ταμπού γύρω από τη σεξουαλικότητα, την εβραϊκή ταυτότητα και την οικογενειακή δυναμική στην αμερικανική λογοτεχνία. Είναι ένα από τα έργα που ορίζουν τη "συγγραφική αυτοβιογραφία" και άνοιξε το δρόμο για μια πιο ελεύθερη και ασταθή εξερεύνηση του εαυτού στη λογοτεχνία. Είναι γεμάτο σάτιρα, χιούμορ και προκλητικές σκηνές, καθώς ο Roth εξερευνά τη σχέση του ατόμου με τη σεξουαλικότητα, την οικογένεια (ειδικά τη μητέρα), της σεξουαλικής εμμονής, της ενοχής και της αναζήτησης της απελευθέρωσης, την εθνοτική ταυτότητα και την αμερικανική κοινωνία. Επηρέασε έντονα την αμερικανική λογοτεχνία, δίνοντας φωνή σε έναν ήρωα γεμάτο αδυναμίες, νευρώσεις και χιούμορ, που όμως αποκαλύπτει την κρυφή αγωνία της εποχής του.

Η γλώσσα είναι εξπρεσιονιστική, υπερβολική, γεμάτη με ενοχές, εμμονές και μια απελπισία που εκφράζεται μέσω του χιούμορ και της υπερβολής. Η ρητή σεξουαλική και ψυχολογική του ειλικρίνεια ήταν σκανδαλωδώς καινοτόμα για την εποχή του.

Παραμένει ένα πολιτισμικό και λογοτεχνικό φαινόμενο, ένα σημείο αναφοράς για την κατανόηση της μετάβασης της αμερικανικής κοινωνίας από τη δεκαετία του '50 στη δεκαετία του '60. Εκδόθηκε στην Ελλάδα από τον Εξάντα το 1981 σε μετάφραση Άρη Μπερλή.

Ubik (Φίλιπ Κ. Ντικ – 1969) Είναι ένα φανταστικό και πολύ επιδραστικό έργο επιστημονικής φαντασίας που εξερευνά την πραγματικότητα και την ταυτότητα με τρόπο που μόνο ο Ντικ μπορούσε. Ενα καλτ αριστούργημα του είδους του.

Από τα πιο σύνθετα και φιλοσοφημένα α μυθιστορήματα του Dick. Διαδραματίζεται σε ένα μέλλον όπου η τηλεπάθεια και η προγνωστική ικανότητα είναι πραγματικές, και οι εταιρείες τις χρησιμοποιούν σε επιχειρηματικούς πολέμους. Ο Joe, τεχνικός μιας εταιρείας «αντικατασκοπείας», μπλέκει σε μια αποστολή που καταλήγει σε έκρηξη και σε μια παράξενη αποσύνθεση της πραγματικότητας: ο χρόνος αρχίζει να γυρίζει προς τα πίσω, αντικείμενα φθείρονται και γίνονται ξεπερασμένα, και η ζωή μοιάζει να καταρρέει. Το «Ubik», ένα μυστηριώδες προϊόν σε σπρέι, φαίνεται να είναι το κλειδί για τη διάσωση.

Εξερευνά το όριο ανάμεσα στο πραγματικό και στο ψευδές, στο ζωντανό και στο νεκρό. Θίγει την ιδέα της εμπορευματοποίησης, της κατανάλωσης και της εξάρτησης από «προϊόντα» που υπόσχονται λύσεις. Το ύφος του, με συνεχείς ανατροπές και αβεβαιότητα, κάνει τον αναγνώστη να αισθάνεται όπως οι ήρωες: εγκλωβισμένοι σε μια πραγματικότητα που καταρρέει. 

Ο Dick επιβεβαιώνει τη φήμη του ως «παρανοϊκού προφήτη» της επιστημονικής φαντασίας. Στην χώρα μας κυκλοφόρησε το 2021 από τις Εκδόσεις Άγρα με τον τίτλο «Ubik» (μετάφραση Μ. Μακρόπουλου).

Άντα (Β.Ναμπόκοφ – 1969) Μια νοσταλγική παρωδία των μυθιστορημάτων που περιέγραφαν τη ρωσική αριστοκρατία των γαιοκτημόνων, ένα έργο γεμάτο έμμεσες αναφορές στη ρομαντική πεζογραφία και ποίηση, κρυμμένους υπαινιγμούς, λογοπαίγνια και κάθε είδους φιλολογικά παιχνίδια. Αυτή η ειρωνική διάθεση, δεν αφαιρεί τίποτα από το φιλοσοφικό βάρος του βιβλίου και την εντυπωσιακή δύναμη της ανάλυσης των χαρακτήρων.

Όνειρο, φύση, έρωτας, όρεξη για καλό φαγητό και μάθηση, λεκτικά παιχνίδια, απόλαυση ζωής. Αυτό είναι το σύμπαν της «Άντας», ενός από τα πιο χαρακτηριστικά έργα του Ναμπόκοφ, που εξελίσσεται αργά και εκμαυλιστικά, από τα ονειρικά τοπία της παιδικής ηλικίας στην παθιασμένη ενηλικίωση και από εκεί στη γλυκιά γαλήνη μιας μοιρασμένης ωρίμανσης.

Είναι μία ιστορία αιμομιξίας, που συμβαίνει μέσα στην άγνοια των εραστών για τη συγγενική σχέση που τους συνδέει, μέσα στην αθωότητα και το ασίγαστο πάθος και ολοκληρώνεται θριαμβικά, δίχως τύψεις και δίχως συνέπειες. Είναι μια νοσταλγική παρωδία με θέμα τη ρωσική αυτοκρατορία των γαιοκτημόνων, τα οποία συντρόφευαν τα αργόσυρτα παιδικά καλοκαίρια του συγγραφέα στην εξοχή. Είναι ακόμη ένας θησαυρός αναφορών στη ρομαντική πεζογραφία και ποίηση, ένα έργο γεμάτο υπαινιγμούς, λογοπαίγνια, επιστημονικές παρατηρήσεις. Στην χώρα μας κυκλοφόρησε το 1999 από τις εκδόσεις Νεφέλη.

Ο νονός
(Μάριο Πούτζο – 1969) Έχει τεράστια πολιτισμική σημασία και είναι αδιαμφισβήτητα ένα από τα πιο γνωστά μυθιστορήματα του 20ου αιώνα λόγω της κινηματογραφικής του μεταφοράς. Ωστόσο, από λογοτεχνική σκοπιά, θεωρείται περισσότερο ένα εξαιρετικά καλογραμμένο και ψυχαγωγικό έργο εγκληματικής λογοτεχνίας παρά ένα βιβλίο που προσέφερε σημαντική καινοτομία στη φόρμα ή επηρέασε τον λογοτεχνικό κανόνα.

Το μυθιστόρημα αφηγείται την ιστορία της οικογένειας Κορλεόνε, μιας από τις ισχυρότερες μαφιόζικες φαμίλιες της Νέας Υόρκης. Ο Δον Βίτο Κορλεόνε κυβερνά με σοφία, ισχύ και αδυσώπητη βία, προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στην οικογενειακή αφοσίωση και στην εγκληματική αυτοκρατορία του. Όταν μια σύγκρουση με άλλες οικογένειες φέρνει το τέλος της κυριαρχίας του, ο γιος του, Μάικλ, που αρχικά θέλει να μείνει έξω από τον υπόκοσμο, αναγκάζεται να πάρει τη θέση του και να εξελιχθεί σε νέο Δον.

Αναδεικνύει με δραματικό τρόπο τις έννοιες της εξουσίας, της «τιμής», της βίας, της οικογένειας και της αφοσίωσης. Ο συγγραφέας κατάφερε να μετατρέψει τη μαφία σε μυθολογικό οικοδόμημα, γεμάτο αντιφάσεις: σκληρότητα αλλά και οικογενειακή τρυφερότητα, παρανομία αλλά και κώδικες τιμής. Παρά την κριτική ότι είναι «λαϊκό» μυθιστόρημα, κατέχει κεντρική θέση στη σύγχρονη κουλτούρα.

Το έργο έγινε παγκόσμιο μπεστ-σέλερ και ενέπνευσε την εμβληματική κινηματογραφική τριλογία του Francis Ford Coppola, η οποία ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τη φήμη του. Στη χώρα μας κυκλοφόρησε το 1971 από τις εκδόσεις Πέργαμος σε μετάφραση Αντώνη Καλοκύρη.

Το παιγνίδι του κόσμου (Κώστας Αξελός - 1969) Εδώ ο Αξελός φτάνει σε ένα αποκορύφωμα ποιητικής φιλοσοφικής γραφής. Το «παιγνίδι» παρουσιάζεται όχι μόνο ως έννοια αλλά ως ρυθμός που διαπερνά τον κόσμο. Η αφήγησή του έχει μουσικότητα· οι λέξεις ακολουθούν μια παλμική κίνηση, σαν χορός. Η εικόνα του κόσμου ως «παιγνίου» απελευθερώνει τον λόγο από την αυστηρή λογική και τον φέρνει πιο κοντά σε λογοτεχνικά είδη όπως η ποιητική δοκιμιογραφία.

Η λογοτεχνική αξία του έργου έγκειται στη μεταμόρφωση της φιλοσοφικής σκέψης σε αφήγηση που κινείται στο όριο της ποίησης. Μοιάζει να γράφει με την ίδια άνεση που ένας ποιητής υφαίνει εικόνες: οι αντιθέσεις, οι ρυθμικές επαναλήψεις, οι παραστατικές εικόνες του παιχνιδιού δημιουργούν μια γλώσσα που δεν απευθύνεται μόνο στη λογική αλλά και στη φαντασία.
Ο αναγνώστης δεν «μαθαίνει» απλώς κάτι, συμμετέχει σε ένα παιχνίδι ανάγνωσης όπου το κείμενο γίνεται χώρος ελευθερίας. Η αξία του έργου δεν είναι μόνο φιλοσοφική αλλά και αισθητική, καθώς συγκινεί όπως ένα λογοτεχνικό κείμενο.

Θεωρείται από πολλούς αναγνώστες και μελετητές το πιο λογοτεχνικό βιβλίο του Κώστα Αξελού. Αν στο «Προς την πλανητική σκέψη» ο στοχαστής μας εισάγει σε μια ατμόσφαιρα περιπλάνησης, εδώ μας καλεί να συμμετάσχουμε σε μια κίνηση πιο ζωντανή, πιο άμεση, σχεδόν χορευτική: το παιχνίδι. Εδώ ο Αξελός πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα: η φιλοσοφία δεν είναι μόνο περιπλάνηση, αλλά παιχνίδι. Το ύφος του έργου είναι ακόμη πιο έντονα λογοτεχνικό, σχεδόν μουσικό. Οι επαναλήψεις, οι αντιθέσεις, οι ρυθμικές διακυμάνσεις του λόγου το καθιστούν κείμενο που λειτουργεί σαν ποίημα σε πρόζα. Ο κόσμος παρουσιάζεται ως σκηνή όπου όλα τα όντα συμμετέχουν σε ένα παιχνίδι χωρίς τέλος. Η γλώσσα δεν εξηγεί απλώς αυτήν την ιδέα· την «παίζει», την ενσαρκώνει, δημιουργώντας στον αναγνώστη την αίσθηση ότι βρίσκεται σε χορό. Αυτό το στοιχείο είναι κατεξοχήν λογοτεχνικό.

Ο κόσμος, μας λέει ο Αξελός, δεν είναι μια μηχανή που λειτουργεί με κλειστούς νόμους ούτε ένα αυστηρό σύστημα που ζητά να ερμηνευθεί πλήρως. Είναι παιχνίδι — ένα παιχνίδι ανοιχτό, χωρίς καθορισμένο τέλος, με κανόνες που συνεχώς μετασχηματίζονται.

Η λογοτεχνική αξία του έργου πηγάζει από τον τρόπο που ο Αξελός «σκηνοθετεί» αυτή την ιδέα. Το ύφος του έχει ρυθμό, με φράσεις που μοιάζουν να κινούνται σε παλμό· υπάρχει μια μουσικότητα που θυμίζει ποίηση σε πρόζα. Δεν ακολουθεί μια κλασική λογική ανάπτυξη επιχείρησης· αντίθετα, το κείμενο προχωρά με επαναλήψεις, με ρυθμικές επιστροφές, με εικόνες που ξαναεμφανίζονται σαν μοτίβα σε μουσική σύνθεση. Αυτή η ρυθμικότητα δημιουργεί στον αναγνώστη την αίσθηση ότι διαβάζει κάτι περισσότερο από φιλοσοφία: βιώνει μια μορφή λογοτεχνικής εμπειρίας.

Το «παιγνίδι» εδώ δεν είναι μόνο έννοια, αλλά και ύφος γραφής. Η ίδια η πρόζα του Αξελού «παίζει» με τον αναγνώστη: τον οδηγεί σε μονοπάτια που μοιάζουν να κλείνουν, μόνο για να ανοίξουν ξανά· δημιουργεί αντιθέσεις (ελευθερία και κανόνας, τάξη και χάος, γέλιο και σοβαρότητα) που δεν καταλήγουν σε τελικές απαντήσεις, αλλά αφήνονται σε μια ζωντανή εκκρεμότητα. Αυτή η ανοιχτότητα κάνει το κείμενο να μοιάζει με έργο τέχνης παρά με συστηματική φιλοσοφική διατριβή.

Ο κόσμος παρουσιάζεται σαν σκηνή, οι άνθρωποι σαν παίκτες που άλλοτε γνωρίζουν κι άλλοτε αγνοούν τους κανόνες του παιχνιδιού, και η ίδια η σκέψη σαν παίκτρια που μπαίνει στον χορό. Ο αναγνώστης αισθάνεται θεατής αλλά και συμπαίκτης, παρασυρμένος από τον ρυθμό της αφήγησης. Αυτό το στοιχείο είναι καθαρά λογοτεχνικό: η γλώσσα του Αξελού δημιουργεί όχι μόνο έννοιες, αλλά και εικόνες, κινήσεις, ρυθμούς.

«Ως τώρα ο κόσμος υπαγόταν πάντοτε σε ένα Απόλυτο, τη Φύση, τον Θεό, τον Άνθρωπο (τη θέληση και τη σκέψη του). Τα τρία αυτά απόλυτα είναι ήδη νεκρά ή έχουν περάσει στη φάση του τέλους τους. Στη θέση τους έχουμε να αντιμετωπίσουμε τον ίδιο τον κόσμο, που είναι το σύνολο των συνόλων των παιχνιδιών που μας φανερώνονται και με τα οποία παίζουμε. Ο άνθρωπος είναι ο μεγάλος συμπαίκτης του παιχνιδιού του κόσμου, αλλά ο άνθρωπος δεν είναι μόνο παίκτης, είναι επίσης ο «εμπαιζόμενος», το άθυρμα».

Οι θεσμοί και οι δυνάμεις οργανώνουν αλλά και διαταράσσουν το παιχνίδι· οι «μεγάλες εξουσίες» (θρησκεία, τέχνη κ.ά.) και οι στοιχειώδεις (εργασία, έρωτας, θάνατος) παίζουν ως φαύλος κύκλος. Το «παιχνίδι» είναι ορίζοντας χωρίς θεμέλιο, ανοικτός, διασπασμένος, η ψευδαίσθηση της ολοκλήρωσης ανακαλείται με όλους τους κανόνες, όλες τις αλήθειες. Ο αφαιρετικός λόγος, η σκέψη-ειρωνεία, η ερώτηση αντί για την απάντηση, καθίστανται συμβατικά εργαλεία για την αποδόμηση.

Η λογοτεχνική αξία του έργου κορυφώνεται στο ότι δεν μιλά για το παιχνίδι από «έξω», αλλά το ενσαρκώνει μέσα στο ίδιο το κείμενο. Η φιλοσοφία εδώ γίνεται αισθητική εμπειρία, ένα κείμενο που δεν το μελετάς σαν εγχειρίδιο, αλλά το ζεις όπως ζεις ένα ποίημα ή ένα μυθιστόρημα. Αυτός ο μετασχηματισμός το καθιστά ένα από τα πιο γοητευτικά έργα της φιλοσοφικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα

Σημείωση: Η περίοδος 1945-1969 είναι μια εποχή τεράστιων αλλαγών και παγκόσμιων μετασχηματισμών: η αποκατάσταση μετά τον πόλεμο, τα απελευθερωτικά κινήματα και η κατάρρευση της αποικιοκρατίας, η ψυχροπολεμική φρενίτιδα, που ακολούθησε τη χρήση των δυο ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι και οδήγησε την ανθρωπότητα σε ένα ξέφρενο κυνήγι εξοπλισμών και ανταγωνισμού στη γη και στο διάστημα, η δημιουργία του ΟΗΕ και άλλων παγκόσμιων οργανισμών διακρατικής ρύθμισης σχέσεων μαζί με την αναδυση δεκάδων ανεξάρτητων χωρών, οι δυο μεγαλοι πόλεμοι στην Ασία (Κορέα & Βιετνάμ) μαζί με άλλους μικρότερους περιφερειακά και τελικά η προσελήνωση ανθρώπων στο δορυφόρο της γης. Αυτά τα γεγονότα χαρακτηρίζουν την περίοδο αναφοράς και τροφοδότησαν μια λογοτεχνική παγκόσμια πανδαισία.

Οι σημαντικότεροι δημιουργοί νέων τάσεων που επηρέασαν βαθιά τη λογοτεχνία αντιπροσωπεύουν διαφορετικές γεωγραφικές και πολιτισμικές πηγές, από τη δύση: Αλμπέρ Κάμυ (Γαλλία/Αλγερία), Τζορτζ Όργουελ (ΗΒ), Γκύντερ Γκρας (Γερμανία), Τζέιμς Μπάλντουιν (ΗΠΑ), Σάμιουελ Μπέκετ (Ιρλανδία/Γαλλία), Ντόρις Λέσινγκ (ΗΒ/Ζιμπάμπουε) και όλη την υδρόγειο: Γιασουνάρι Καβαμπάτα (Ιαπωνία), Βαλεντίν Ρασπούτιν (Ρωσία/ΕΣΣΔ), Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ (Ρωσία/ΗΠΑ),  Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (Κολομβία), Οκτάβιο Παζ (Μεξικό), Ναγκίμπ Μαχφούζ (Αίγυπτος), Τσίνουα Ατσέμπε (Νιγηρία), Πάμπλο Νερούδα (Χιλή), Γουόλε Σογίνκα (Νιγηρία) 

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2025

Στοιχεία για τις πολυεθνικές που δεν βολεύουν πια τον ΟΟΣΑ

Σύμφωνα με στοιχεία της δημοσιευθείσας το 2021 έρευνας του ΟΟΣΑ "Αναλυτική Βάση δεδομένων για τις Πολυεθνικές και τα παραρτήματά τους"  (Analytical Database on Individual Multinationals and Affiliates - ADIMA), που αφορά τις 500 μεγαλύτερες από αυτές, σε όλο το κόσμο είχαν 130.616 συνδεδεμένες επιχειρήσεις. 

Τότε είχαμε παρουσιάσει ποιές απο αυτές έχουν παρουσία σε Ελλάδα, Κύπρο και Τουρκία. Θα δείτε τα στοιχεία (2021) παρακάτω.

Δυστυχώς πιο πρόσφατα στοιχεία όχι μόνο δεν έχουν δημοσιευτε, αλλά και είναι απο δύκολο έως αδύνατο να βρεθούν και τα παλιά του 2021 στην ιστοσελίδα του ΟΟΣΑ. Άλλοι καιροί πιά...

Τότε παρουσιάζονταν στην Ελλάδα, τη Κύπρο και τη Τουρκία με φυσική παρουσία (παραρτήματα, θυγατρικές, εγγονές) ή και ψηφιακή οι 226 (το 45,2% των 500 μεγαλύτερων).

Ακολουθεί απόσπασμα απο την παλιά δημοσίευση: 

Η Τουρκία συγκεντρώνει τις πιο πολλές απο αυτές 202 (το 89,38% όσων δραστηριοποιούνται στα 3 κράτη). 

Αναλυτικότερα:


Οι 52 πολυεθνικές που έχουν κοινή παρουσία και στις 3 χώρες παρουσιάζονται παρακάτω και όλες "έλκουν τη καταγωγή" τους απο 9 παραδοσιακές δυτικές χώρες και την Ιαπωνία.



Περισσότερες πληροφορίες στο ADIMA του OECD Δύσκολο να βρεθεί πιά στους σύγχρονους καιρούς της δεύτερης θητείας Τραμπ και της λικνιζόμενης ΕΕ στο ταγκό του οικονομικού φιλελευθερισμού και της πολεμοκαπηλείας......

Αυτό που μπορείτε να βρείτε τώρα όμως είναι οι ¨Οδηγίες του ΟΟΣΑ για τις Πολυεθνικές Επιχειρήσεις¨ (MNE Guidelines) δηλαδή συστάσεις (ή παρακλήσεις θα λέγαμε εμείς) των κυβερνήσεων προς τις πολυεθνικές, προκειμένου να "διασφαλίζεται" ότι τα κέρδη φορολογούνται εκεί που γίνεται η πραγματική οικονομική δραστηριότητα, με στόχο την καταπολέμηση της φοροαποφυγής (BEPS). Σκοπός τους είναι να παρέχουν ένα ενοποιημένο πλαίσιο για τις φορολογικές αρχές και τις επιχειρήσεις και να "αντιμετωπίσουν" τις πρακτικές διάβρωσης της φορολογικής βάσης και μεταφοράς κερδών. Οι οδηγίες αυτές αναθεωρούνται τακτικά, ενσωματώνοντας τις τελευταίες εξελίξεις, όπως αυτές που προκύπτουν από το πλαίσιο BEPS του ΟΟΣΑ/G20, εστιάζοντας ειδικά στις ενδοομιλικές χρηματοοικονομικές συναλλαγές και την κατανομή κερδών.

Βασικά Σημεία των Οδηγιών:
Φορολογική Συμμόρφωση (Tax Compliance): Οι επιχειρήσεις οφείλουν να συμμορφώνονται με το γράμμα και το πνεύμα της φορολογικής νομοθεσίας, παρέχοντας πλήρη και έγκαιρη πληροφόρηση στις αρχές.
Ενδοομιλικές Τιμολογήσεις (Transfer Pricing): Εφαρμογή της αρχής του πλήρους ανταγωνισμού στις τιμές μεταξύ συνδεδεμένων εταιρειών (π.χ. πώληση αγαθών, παροχή υπηρεσιών), ώστε να αντανακλούν τις τιμές αγοράς.
Διαφάνεια και Αναφορά (Transparency & Reporting): Υποχρέωση παροχής λεπτομερών πληροφοριών για τις δραστηριότητες και τις συναλλαγές εντός του ομίλου, ειδικά στο πλαίσιο του BEPS (Base Erosion and Profit Shifting).
Διαχείριση Φορολογικού Κινδύνου: Τα διοικητικά συμβούλια πρέπει να ενσωματώσουν τη φορολογική διακυβέρνηση στα συστήματα διαχείρισης κινδύνων τους, αξιολογώντας τους χρηματοοικονομικούς, ρυθμιστικούς κινδύνους και κινδύνους φήμης.

Ήταν καινούργια τότε η παλιά μας γειτονιά ! (της Τόνιας Μάκρα, δημοσιογράφου)

Με την απόσταση του χρόνου στρέφω το βλέμμα στην γειτονιά των παιδικών μας χρόνων που ξεκινά από την Λεωφόρο Χαϊνα και εκτείνεται έως το Κουρέντι και τις υπόλοιπες βόρειες παραλίες της πόλης μας.  Τότε που στις εκτάσεις του πρώην κτήματος Στεργίου με το πλούσιο πορτοκαλεώνα μόλις είχανε ξεκινήσει να χτίζονται τα πρώτα μονώροφα σπίτια.  Σήμερα  πυκνοκατοικημένη  πλέον η συνοικία έχει αναδειχθεί στο νέο εμπορικό και οικονομικό κέντρο της Χαλκίδας ενώ συγκροτήματα   κατοικιών  υψώνονται σε όλους τους δρόμους και ‘αγκαλιάζουν' ασφυκτικά τη θάλασσα.  Ωστόσο για εμάς τα πρώτα στην κυριολεξία 'παιδιά' της είναι οι μνήμες που διατηρούν τις σχέσεις, τις παιδικές φιλίες που γεννηθήκανε  στα παιχνίδια σε  χωμάτινους δρόμους και στην αγαπημένη αμμουδιά των παιδικών μας χρόνων, το γλυκό σε τοπίο Κουρέντι. 

Η γειτονιά μας ήτανε καινούργια, τα σπίτια μας νεόχτιστα, οι γονείς μας νεαροί οικογενειάρχες και εμείς μικρά παιδιά στο νήπιο ή το πολύ στο δημοτικό. Όλα αυτά διαδραματίζονταν  προς το τέλος της  δεκαετίας του '50 και αργότερα στην νεόκοπη τότε γειτονιά της Χαλκίδας που ξεκίνησε να αναπτύσσεται από τη Χαϊνα και συγκεκριμένα από τον φούρνο 'Δήμητρα' (ιδιοκτησία της οικογένειας Στεργίου  που αποτέλεσε δημοφιλές  τοπωνύμιο της πόλης μας για  δεκαετίες ολόκληρες), με κατεύθυνση προς το Κουρέντι και τις παραλίες Παπαθανασίου και Συκιές. Τα πρώτα σπίτια ήταν σχεδόν όλα συγκεντρωμένα τριγύρω από τη  διασταύρωση  των σημερινών οδών Ηλία Αφεντάκη και Λέλας Καραγιάννη. Εκεί γεννήθηκε η νέα συνοικία της Χαλκίδας, σε τόπο εξοχικό αλλά και χλοερό όπου μέχρι πρότινος περισσεύανε τα πορτοκαλεόδενδρα, τα πεύκα, οι λεύκες, οι μουριές, οι συκιές, οι ευκάλυπτοι .  Μια συνοικία που χρειάστηκε πάνω από δεκαετία για να επεκταθεί κάποια τετράγωνα πιο πέρα από την Χαϊνά και αρκετές δεκαετίες για να αγγίξει τις κοντινές παραλίες, τις οποίες μετά το ’80 αγκάλιασε ασφυκτικά – δυστυχώς!

Στην εποχή που χτιζόντουσαν τα πρώτα σπίτια κανείς όμως δεν κυνηγούσε την θάλασσα -η γειτνίαση μαζί της κρινότανε μάλιστα ανθυγιεινή ! Ούτε είχε ακόμα ενσκήψει η  εμμονή των νεοελλήνων με την θαλασσινή θέα – μόδα πολύ μεταγενέστερη στο όνομα της οποίας δυστυχώς καταστράφηκαν και καταστρέφονται περιοχές ολόκληρες μεταξύ των οποίων και τα νησιά. Κοντινό  στη γειτονιά μας πρώτο  καταστροφικό παράδειγμα για το αστικό μας  τοπίο αποτελούν τα μπλοκ των πολυκατοικιών στην παραλία του Παπαθανασίου και αργότερα και στις άλλες παραλίες που μπλόκαραν  ανεπιστρεπτί το θαλασσινό αεράκι απαγορεύοντάς του να διαχυθεί και να δροσίσει τις πίσω γειτονιές.  Τις δεκαετίες 50-'60 όμως ο δρόμος προς τις παραλίες πέρναγε ανάμεσα από χωράφια όπου βόσκανε πρόβατα και αγελάδες.  Λίγα σπιτάκια υπήρχανε ταπεινά και πάρα πολλά δένδρα όπως ελιές, συκιές  και  μουριές στη σκιά των οποίων ξεκουραζόμασταν επιστρέφοντας τα καλοκαιρινά μεσημέρια κατάκοποι από τις ατέλειωτες βουτιές στη θάλασσα.  Αυτή η νέα Χαλκίδα είχε σαν σημείο εκκίνησής την παλιά μας γειτονιά και προσωπική μας ... πατρίδα η οποία ευτύχησε πρέπει να πούμε να διαθέτει εξαρχής πολεοδομικό σχεδιασμό άρα μεγάλους δρόμους και μονοκατοικίες με κήπο στην πρόσοψη. Ωστόσο δεν υπήρξε καμία πρόβλεψη ελεύθερου δημόσιου χώρου –όπως άλλωστε ίσχυε σε  ολόκληρη τη πόλη.  Ας είναι καλά όμως η θάλασσα με τις παραλίες της που όπως και σήμερα μας φιλοξενούσε πρωί – βράδυ !


Στην αρχή οι δρόμοι ήτανε χώμα και τα σπίτια μας  ακόμα στα τούβλα   Συχνά οι μαμάδες βάφανε λευκούς τους τενεκέδες για να διακοσμήσουν με αυτές τις αυτοσχέδιες γλάστρες μπαλκόνια και αυλές.  Γύρω  μας αλάνες και ελάχιστα μέτρα πιο πέρα πορτοκαλιές και λεμονιές, μουριές, αθάνατοι, φραγκοσυκιές και μυρωδάτο χαμομήλι.  Θυμάμαι ζωντανά τις μπουλντόζες να  ανοίγουνε το δρόμο προς τη θάλασσα αλλά και τους λαβωμένους κορμούς των δένδρων πλαγιασμένους στο αφράτο και κοκκινωπό χώμα, εικόνες που μου δημιουργούσαν αμφιλεγόμενα συναισθήματα. Θυμάμαι ακόμα όμως με χαρά και την ασφαλτόστρωσή  των δρόμων -κάπου προς το 1965. Λίγο λίγο η ζωή έφερε αλλαγές και  πολλούς  νέους γείτονες. Τα σπίτια γίνανε διώροφα, αποκτήσανε πέτρινες μάνδρες με καγκελόφραξη, οι κήποι φτιάχτηκαν με πεζούλες και γέμισαν  δένδρα και λουλούδια, γεράνια, τριανταφυλλιές, ορτανσίες, γιασεμί, αγιόκλιμα.. Ωστόσο στις δικές μας ζωές οι αλλαγές αποδειχτήκανε πολύ πιο ταχείς απ' ότι στη νέα αυτή πλευρά της Χαλκίδας.   

Ακόμα και σήμερα πολλές από τις παλιές εκείνες κατοικίες στέκουνε στην θέση τους και η εναλλαγή τους με τις πολυκατοικίες μας επιτρέπει να απολαμβάνουμε  τον ήλιο αλλά και το δροσερό αεράκι που ξεγλιστρά τα βράδια του καλοκαιριού από το Βοριά. Και η θάλασσα είναι ακόμα δίπλα μας έστω κι αν δεν την βλέπουμε από τις ταράτσες των πατρικών μας σπιτιών – όπως τότε. Με χαρά βλέπω τα καλοκαιρινά βράδια  παρέες παιδιών - νεαρών - ενήλικων – οικογενειών να ανηφορίζουνε με ράθυμο βήμα από τις πλάζ.  Η παλιά γειτονιά έχει μεταλλαχθεί  σε νέο εμπορικό, οικονομικό και ιατρικό κέντρο της πόλης. Μοιάζει όμως πολλές από τις συνήθειες των κατοίκων να παραμένουνε οι ίδιες και  τον τόνο στην καθημερινότητα του καλοκαιριού να τον δίνει πάντα η θάλασσα. Κάτι που αρχίζεις να το αισθάνεσαι αμέσως μόλις απομακρυνθείς από την Λεωφόρο Χαϊνά που ούτε να την διασχίσεις μπορείς ούτε να την περπατήσεις. 

Οι κάτοικοι 

Τα άτομα που πρωτοκατοίκησαν την γειτονιά ήτανε λοιπόν οι νεαροί  γονείς μας που τότε ξεκινούσανε τη ζωή τους ή κάποιοι λίγο μεγαλύτεροι που στήνανε και πάλι νοικοκυριό στην Χαλκίδα πλέον μετά την λαίλαπα της κατοχής και τις συνέπειες του εμφύλιου. Τα επαγγέλματα τους ποικίλα : ο κτηματίας – αρτοποιός Κώστας Στεργίου η οικογένεια του οποίου για χρόνια κατοικούσε στο παλιό αγροτικό σπίτι, ένα κτίσμα χαμηλό, μακρόστενο πέτρινο με κεραμοσκεπή χαρακτηριστικό οίκημα της υπαίθρου. Απέναντί του αντίθετα ο  στρατιωτικός  Αθανάσιος Σιταράς έκτισε την πρώτη μοντέρνα διπλοκατοικία. Σύγχρονα της εποχής τους ήταν όλες οι υπόλοιπες κατοικίες ,  του αρχιμηχανικού στην βιομηχανία Παπαθανασίου  Γιώργου Βράκα, της οικογένειάς μας. Σύγχρονο με το δικό μας σπίτι ήταν του ζεύγους των δασκάλων Σπανάκη, του έμπορου και παλιού κατετάνιου του ΕΛΑΣ  Γιάννη Σκλιά με τη γυναίκα επίσης αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης Μαρίκα και τις κόρες τους. Κάτοικός και ο τραπεζικός  Δημήτρης Γαλάνης η κόρη του οποίου Αναστασία (Σούλα) Γαλάνη ,  εργάστηκε στο Δήμο και για δεκαετίας  ήταν η ιδιαιτέρα σειρά δημάρχων της Χαλκίδας. Στο δίπατο σπίτι με την μεγάλη αυλή και γύρω –γύρω τα ενοικιαζόμενα δωμάτια έμενε η Σωτηρία Γιαμά από την Στενή (στο οικόπεδο  της  επί της Χαϊνά κτίστηκε η πρώτη πολυκατοικία της περιοχής ‘του Μαλάγα’). Η κυρά  Σωτήρω όπως την λέγαμε λάτρευε το τάβλι και έπαιζε διαρκώς με οποιον  πρόθυμο παρτενέρ έβρισκε ! Μάλιστα θυμάμαι ακόμα τον ήχο από τα πιόνια που χτυπούσε δυνατά όταν έπαιζε στη βεράντα της τα απομεσήμερα του καλοκαιριού και τα παράθυρα μας ήταν ολάνοιχτα – μπορεί και οι πόρτες ! ‘Αλλοι γείτονες ο τεχνίτης μωσαϊκών Χρίστος Ρόγκας ,  η οικογένεια του Χρίστου Βουκούτη, η οικογένεια Σημιτζή με τα πολλά παιδιά , η οικογένεια Πλάκα που λειτουργούσε ήδη από τότε την ομώνυμη υπόγεια ταβέρνα δίπλα στην Τεχνική Σχολή Δημόκριτος. Αυτό το κτίριο μοντέρνας αρχιτεκτονικής με τεράστια ανοίγματα που εξασφάλιζαν το φυσικό φωτισμό στις αίθουσες υπήρξε κόσμημα της γειτονιάς. Πλημυρισμένη  από μαθητές το πρωί και φοιτητές το απόγευμα οι οποίοι εκπαιδευόντουσαν σε κάθε κατηγορία τεχνικού προσανατολισμού. Το σημερινό κουφάρι που ευτυχώς διασώθηκε από την κατεδάφιση, το γνωρίσαμε στις δόξες του και παίξαμε μέχρι πλήρους εξάντλησης στην αυλή του.    

Στην απέναντι πλευρά της Χαϊνα στο ύψος του φούρνου  “ΔΗΜΗΤΡΑ” υπήρχε ένα και μοναδικό μπακάλικο (στο εσωτερικό δέσποζε η ιστορική διαφήμιση με τον μοναχό και τα μακαρόνια ΜΙΣΚΟ), δίπλα του ένα ουζερί με τα χταπόδια να στεγνώνουν μονίμως στην σκιά των μουριών και από πάνω το σπίτι των αδελφών Χάρλα (ήταν οι οικοδόμοι που χτίσανε τα περισσότερα σπίτια). Λίγο πιο κάτω η  βρισκότανε η ταβέρνα του “Κανατσέλου” ένα απίστευτο κουτούκι που επέζησε αρκετές δεκαετίες, ένα αγροτικό  σπίτι -μπακάλικο -ταβέρνα με τα τραπέζια κάτω από μεγάλες μουριές. Εκεί που βρίσκεται τώρα το σούπερ μάρκετ 'Κρητικός' ξεκίναγε το κτήμα του Μπούρικα που έφτανε μέχρι το κύμα. Από τη λεωφόρο κατέβαινες μια τεράστια πέτρινη σκάλα για να φθάσεις στο ύψος του σπιτιού. Από εκεί προμηθευότανε πορτοκάλια, μανταρίνια. λεμόνια, κοτόπουλα, αυγά όλη η Χαλκίδα. Μια έκταση κατάφυτη με κτίσματα χαμηλά πέτρινα με κεραμίδια. Απέναντί του εκεί που δεκαετίες τώρα βρίσκεται βενζινάδικο προυπήρχε ένα ‘δάσος’ ... από ελαιόδενδρα (!). Κόπηκε φαντάζομαι σε μια νύχτα – ευτυχώς ήμουνα παιδί  και δεν θυμάμαι τη μέρα που συντελέστηκε το έγκλημα.  

Τώρα όμως που ξαναθυμάμαι όλες αυτές τις όμορφες εικόνες μου φαίνεται σαν ψέμα. Σαν να της έζησα σε μια άλλη ζωή, ακόμα και η μνήμη μου δυσκολεύεται να τις αναβιώσει. Εκεί που η βλάστηση περίσσευε  σήμερα επί της Χαϊνα δεν διατηρήθηκε ούτε καν μια μουριά έστω μια ακακία από αυτές που φύτευε ο Δήμος τη δεκαετία του '60 στα πεζοδρόμια . Τώρα για να βαδίσουμε ή ακόμα χειρότερα να διασχίσουμε την λεωφόρο πρέπει να κρυβόμαστε πίσω από μαύρα γυαλιά και καπέλα για να αντέξουμε την εκτυφλωτική και απίστευτα ενοχλητική ηλιοφάνεια, ειδικά ώρες που αντανακλάται στην καυτή  άσφαλτο !  Συχνά μέρες με καύσωνα έχεις την αίσθηση ότι διασχίζεις την έρημο. Ποιος υπολόγιζε όμως το ρόλο του αστικού πράσινου στην  Χαλκίδα της δεκαετίας του '60 ; ή ακόμα και σήμερα  ; Απάντηση δεν υπάρχει γι αυτό ας επιστρέψουμε και πάλι στην εποχή που  οι πόλεις διατηρούσαν ακόμα ανθρώπινο μέγεθος.  

Η ζωή 

Ανεξάρτητα από τη δουλειά των γονιών μας κοινωνικές διαφορές και αντιθέσεις δεν βιώσαμε σαν παιδιά. Αλλωστε ήτανε η εποχή φτωχή, τα εισοδήματα περιορισμένα, οι μισθοί ακόμα και των κρατικών λειτουργών χαμηλοί.. ακόμα και οι πολιτικές αντιθέσεις κρατιόντουσαν κάπως χαμηλά Εμείς εκεί ζούσαμε όλοι με τον ίδιο απλό τρόπο, στον αστερισμό του ελάχιστου,  τα έπιπλα στα σπίτια μπαίνανε αργά και όλα ήτανε τραπεζαρίες καρυδιές με σκαλίσματα συν μπουφέδες ίδιο στιλ, για θέρμανση είχαμε σόμπες,  τα παιδιά  ήμασταν ντυμένα με πανομοιότυπα ρούχα, τα παιχνίδια ήταν ελάχιστα, όπως οι κούκλες που μας αγοράζανε συνήθως από το παζάρι της Αγίας Παρασκευής . Δεν χρειαζόμασταν  άλλωστε παιχνίδια, είχαμε την  άμμο και τα χαλίκια από τα σπίτια που χτιζόντουσαν, τα ομαδικά παιχνίδια με μπάλα, το 'αλτ', το 'κρυφτό' και φυσικά υπήρχε η θάλασσα. 

Μεγαλώναμε ομαδικά και διαρκώς  μετακινούμασταν από το ένα σπίτι στο άλλο, από την μια αυλή στην άλλη, το καλοκαίρι ζούσαμε στο δρόμο ή στην θάλασσα ξεφωνίζοντας ολημερίς και ολονυχτίς. Σχολείο πηγαίναμε επίσης όλοι μαζί γιατί είχαμε κοντινές ηλικίες,  στο νεοιδρυθέν 13ο Δημοτικό που στεγαζότανε στις  ψηλοτάβανες μεν αλλα παγωμένες  αίθουσες του “Δημόκριτου”. Στα διαλείμματα πεταγόμασταν στο σπίτι να φάμε,  να πιούμε νερό όταν δεν κυνηγιόμασταν στην  αυλή  που σήμερα χάσκει ερειπωμένη.  Σπίτι -σχολείο- γειτονιά ήτανε ένα, τα σπίτια μας ήτανε  ανοιχτά, οι μανάδες μας φιλενάδες, οι μπαμπάδες πατρικές φιγούρες για όλους.  Με λίγα λόγια η κοινωνία μας δεν διέφερε  σε τίποτα από αυτή ενός  χωριού ενώ αναπτυσσότανε  στην περιφέρεια της Χαλκίδας, στις  γειτονιές που  εξελιχθήκανε σε μια πόλη ολόκληρη. Φυσικό και επόμενο  λοιπόν ήταν οι αλλαγές που βίωσε στην πορεία η γειτονιά να αποδειχτούν ταυτόσημες με τις διαδικασίες ανάπτυξης και αστικοποίησης που χαρακτήρισαν τις πόλεις της περιφέρειας αλλά και τις γειτονιές και τα προάστεια της Αθήνας. 

Ωστόσο στους κόλπους αυτής της ‘πολιτείας’  κάποια από εκείνα τα τότε παιδιά - άλλοι ως μόνιμοι κάτοικοι κι άλλοι ως παραθεριστές του καλοκαιριού - μοιραζόμαστε ακόμα ζωή και  μνήμες με  καταλύτη την αγάπη και κυρίως αλληλεγγύη που έδεσε στο παρελθόν  τους γονείς μας.


* Για πρώτη φορά το ίδιο θέμα με απασχόλησε με πολύ πιο προσωπικό ωστόσο  ύφος σε κείμενο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα 'Ν. Προοδευτική Εύβοια' του αείμνηστου Δημήτρη Δεμερτζή.